Εκτέλεση δικαστικής απόφασης

Ουγγαρία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια η έννοια της εκτέλεσης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις;

Η εκτέλεση είναι μια αστική εξωδικαστική διαδικασία διά της οποίας το κράτος προβαίνει στην ικανοποίηση των αξιώσεων που απορρέουν από δικαστικές αποφάσεις, συμβολαιογραφικές πράξεις και λοιπά έγγραφα που ο νόμος ορίζει με την εφαρμογή αναγκαστικών μέτρων.

2 Ποια αρχή ή ποιες αρχές είναι αρμόδιες για την εκτέλεση;

Η εκτέλεση διατάσσεται και εκτελείται από δικαστήριο, συμβολαιογράφο ή άλλο φορέα ή πρόσωπο, ιδίως δε από τις ακόλουθες οντότητες:

α) από ανεξάρτητο δικαστικό επιμελητή,

β) από υπαγόμενο σε περιφερειακό δικαστήριο δικαστικό επιμελητή,

γ) από ανεξάρτητο αναπληρωτή δικαστικό επιμελητή,

δ) από υπαγόμενο σε περιφερειακό δικαστήριο αναπληρωτή δικαστικό επιμελητή,

ε) από υποψήφιο δικαστικό επιμελητή.

Η διαδικασία του δικαστικού επιμελητή —ως αστική εξωδικαστική διαδικασία— είναι ίδια με εκείνη του δικαστηρίου.

3 Ποιες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί ένας εκτελεστός τίτλος ή μια απόφαση;

Διαταγή εκτέλεσης μπορεί να εκδοθεί σε περίπτωση που η εκτελεστή απόφαση περιέχει υποχρέωση (καταδίκη), είναι τελεσίδικη ή έχει διαταχθεί η προσωρινή εκτέλεσή της και έχει παρέλθει η προθεσμία συμμόρφωσης.  Βάσει συμβιβασμού εγκεκριμένου από το δικαστήριο, διαταγή εκτέλεσης μπορεί να εκδοθεί ακόμη και αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της εγκριτικής απόφασης. Η εν λόγω διάταξη ισχύει επίσης για συμφωνίες που έχουν εγκριθεί από συμβολαιογράφο και που έχουν την ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Διαταγή εκτέλεσης μπορεί επίσης να εκδοθεί βάσει δικαστικής απόφασης εκδοθείσας στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, ακόμη και σε περίπτωση άσκησης ένδικου μέσου κατά της απόφασης. Διαταγή εκτέλεσης δεν μπορεί να εκδοθεί βάσει διαταγής πληρωμής σε περίπτωση που στη ρήτρα που την καθιστά οριστική αναφέρεται ότι δεν επιτρέπεται εκτέλεση σε σχέση με το αντικείμενο της αξίωσης.

Για την είσπραξη διατροφής ισχύει ειδικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να εγκριθεί εκτέλεση για ποσά ληξιπρόθεσμα για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών όταν ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση θεωρεί πιθανό η οφειλή για διατροφή να αποδίδεται σε κακόβουλη συμπεριφορά του οφειλέτη ή εφόσον αιτιολογείται εύλογα η αδυναμία επικύρωσης της αξίωσης. Κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, το δικαστήριο εξετάζει επίσης κατά πόσο η εκτέλεση προβλέπεται από τον νόμο, διεθνή σύμβαση, την αρχή της αμοιβαιότητας ή τη νομοθεσία της ΕΕ.

3.1 διαδικασία

Εκτέλεση μπορεί να διαταχθεί μέσω διαταγής εκτέλεσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν πρόκειται για επίσημη απόφαση (αντιθέτως, έχει τη μορφή επιταγής προς εκτέλεση ή ρήτρας εκτέλεσης), ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει τη μορφή διαταγής. Το δικαστήριο ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει τη διαταγή εκτέλεσης κατόπιν αιτήματος του διαδίκου που επιδιώκει την εκτέλεση. Η αίτηση για εκτέλεση πρέπει να υποβάλλεται στον προβλεπόμενο αριθμό αντιγράφων και με χρήση του εντύπου διαταγής εκτέλεσης. Σε διαδικασίες διαταγής πληρωμής, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβληθεί ηλεκτρονικά. Κατά κανόνα, η αίτηση υποβάλλεται στο δικαστήριο ή τον συμβολαιογράφο που έκρινε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νόμος LIII του 1994 σχετικά με τη δικαστική εκτέλεση («νόμος περί δικαστικής εκτέλεσης») προβλέπει άλλους κανόνες αναφορικά με την αρμοδιότητα, λ.χ., στην περίπτωση των αλλοδαπών αποφάσεων, την εκτέλεση μπορεί να διατάξει το πρωτοδικείο που βρίσκεται εντός της έδρας του περιφερειακού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο βάσει της κατοικίας ή της έδρας του οφειλέτη ή, ελλείψει τέτοιων, του τόπου όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία υπόκεινται σε εκτέλεση. Στην περίπτωση της Βουδαπέστης, πρόκειται για το Κεντρικό Πρωτοδικείο της Βούδας (Budai Központi Kerületi Bíróság).

Η αίτηση εκτέλεσης πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τους διαδίκους, την εκτελεστή απόφαση, την αξίωση προς εκτέλεση και όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη επί των οποίων μπορεί ενδεχομένως να επισπευστεί εκτέλεση.

Το δικαστήριο ή ο συμβολαιογράφος εξετάζει αμέσως την αίτηση —εντός 15 ημερών από την παραλαβή— προκειμένου να αποφασίσει αν η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί, να απορριφθεί χωρίς εξέταση της ουσίας ή (με την εξαίρεση διαδίκων με νομικούς εκπροσώπους) να επιστραφεί με αίτημα για προσκόμιση ελλιπουσών πληροφοριών. Εν συνεχεία, εφαρμόζονται τα ζητούμενα μέτρα. Απόφαση λαμβάνεται εντός 15 ημερών από την παραλαβή της αίτησης ή, σε περίπτωση αιτήματος για προσκόμιση ελλιπουσών πληροφοριών, εντός 15 ημερών από την υποβολή των πληροφοριών. Εάν η αίτηση είναι βάσιμη, εκδίδεται διαταγή εκτέλεσης. Διαφορετικά, η εκτέλεση απορρίπτεται.

3.2 Οι κύριες προϋποθέσεις

Βλ. σημείο 2.

4 Αντικείμενο και φύση των μέτρων εκτέλεσης

Τα αναγκαστικά μέτρα περιορίζουν τα οικονομικά και προσωπικά δικαιώματα του οφειλέτη. Οικονομικά μέτρα μπορούν να εκτελεστούν από δικαστήριο και από δικαστικό επιμελητή. Μέτρα σε βάρος του προσώπου του οφειλέτη μπορεί να εκτελέσει η αστυνομία βάσει μέτρου δικαστηρίου ή δικαστικού επιμελητή. Τα σημαντικότερα οικονομικά μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης είναι τα εξής:

  • κατάσχεση μισθών και άλλων απολαβών,
  • κατάσχεση και πώληση κινητής περιουσίας,
  • κατάσχεση χρηματικών ποσών υπό τη διαχείριση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών,
  • κατάσχεση απαιτήσεων του οφειλέτη έναντι τρίτων,
  • κατάσχεση και πώληση ακινήτων,
  • επιβολή ποινών και προστίμων.

4.1 Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης;

Σε εκτέλεση υπόκεινται τα εξής:

  • ο μισθός, η σύνταξη ή άλλες απολαβές του οφειλέτη (με ορισμένες εξαιρέσεις),
  • χρηματικά ποσά που βρίσκονται υπό τη διαχείριση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (ο νόμος προβλέπει απαλλαγή από την εκτέλεση έως ορισμένο ποσό για τα φυσικά πρόσωπα),
  • κινητή περιουσία (ωστόσο, ο νόμος δεν επιτρέπει την κατάσχεση βασικών αγαθών, λ.χ. βασικών ειδών ρουχισμού, της επίπλωσης του σπιτιού που αντιστοιχεί στον αριθμό των μελών της οικογένειας του οφειλέτη, απαραίτητων φαρμάκων λόγω ασθένειας του οφειλέτη κλπ.),
  • αξιώσεις του οφειλέτη έναντι τρίτων ή μετοχές / εταιρικά μερίδια του οφειλέτη,
  • ακίνητα, ανεξάρτητα από τη φύση τους, τη χρήση, τα δικαιώματα και τα βάρη, και τα στοιχεία των ακινήτων που έχουν καταχωριστεί στο κτηματολόγιο (πάντως, εξαιρούνται της εκτέλεσης τα ακίνητα που δεν θεωρείται ότι ανήκουν στην περιουσία του οφειλέτη κατά τη διαδικασία της ρευστοποίησης).

4.2 Ποια τα αποτελέσματα των μέτρων εκτέλεσης;

Τα μέτρα εκτέλεσης περιορίζουν ουσιαστικά το δικαίωμα του οφειλέτη να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία.

Όταν υποβάλλεται σε εκτέλεση κινητή περιουσία ή τραπεζικός λογαριασμός, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαθέτει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία αποσβένεται. Εάν η κατασχεθείσα κινητή περιουσία τεθεί υπό μεσεγγύηση, αφαιρείται επίσης από την κατοχή του οφειλέτη. Εάν κατασχεθεί ακίνητη περιουσία, ο οφειλέτης μπορεί να διαθέσει και να πωλήσει την εν λόγω περιουσία, η οποία όμως θα βαρύνεται με το δικαίωμα εκτέλεσης.

Εάν ο οφειλέτης ή άλλο πρόσωπο προβάλει αντίσταση κατά την εκτέλεση, ο επιμελητής απευθύνεται στην αστυνομία, η οποία μπορεί να εφαρμόσει μέτρα καταναγκασμού κατά του εν λόγω προσώπου ώστε να κάμψει την αντίσταση.

Οποιοδήποτε πρόσωπο εμποδίζει τις διαδικασίες εκτέλεσης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή (βιαίως), μπορεί να διωχθεί ποινικά. Ποινική ευθύνη επισύρει και η αφαίρεση κατασχεθέντος αντικειμένου από την εκτέλεση ή η αφαίρεση της σφραγίδας που τίθεται κατά την εκτέλεση ή η διάρρηξη του κλειδωμένου χώρου που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση αντικειμένου που έχει κατασχεθεί, κλειδωθεί ή τεθεί υπό μεσεγγύηση (αδίκημα της διάρρηξης σφραγίδας).

Το δικαστήριο επιβάλλει πρόστιμο στον οφειλέτη ή το πρόσωπο ή οργανισμό που υποχρεούται να συμμετάσχει στη διαδικασία εκτέλεσης και δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της εκτέλεσης, όπως αυτές ορίζονται από τον νόμο, ή επιδεικνύει συμπεριφορά που παρεμποδίζει τα μέτρα εκτέλεσης.

4.3 Ποια η ισχύς αυτών των μέτρων;

Τα μέτρα παραμένουν σε ισχύ έως ότου η εκτέλεση αποβεί επιτυχής ή τα μέτρα αρθούν με πράξη δικαστικού επιμελητή ή δικαστηρίου ή βάσει του νόμου. Μέτρα εκτέλεσης μπορούν να εφαρμοστούν εντός της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από το αστικό δίκαιο (γενικά 5 έτη), αρχής γενομένης από την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Δεν μπορεί να διαταχθεί εκτέλεση βάσει αίτησης που υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής, ενώ δεν είναι δυνατή η επανέναρξη παλαιότερων διαδικασιών εκτέλεσης. Όπως και στην περίπτωση των δικαστικών διαδικασιών που κινούνται με σκοπό τη διεκδίκηση αξίωσης, η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται από πράξεις εκτέλεσης, μετά το πέρας των οποίων η προθεσμία παραγραφής αρχίζει εκ νέου.

5 Υπάρχει δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης που διατάσσει ένα τέτοιο μέτρο;

α) Ανάκληση της επιταγής προς εκτέλεση και διαγραφή της ρήτρας εκτέλεσης. Εάν το δικαστήριο διατάξει εκτέλεση με την έκδοση επιταγής προς εκτέλεση ή ρήτρας εκτέλεσης, η επιταγή μπορεί να ανακληθεί και η ρήτρα μπορεί να διαγραφεί κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου, εάν κριθεί ότι κακώς εκδόθηκε η διαταγή εκτέλεσης. Ο οφειλέτης ή ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση δύναται να υποβάλει αίτηση για την ανάκληση της επιταγής προς εκτέλεση ή τη διαγραφή της ρήτρας εκτέλεσης, ενώ το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει σχετική διαταγή και αυτεπαγγέλτως. Η αίτηση υποβάλλεται στο δικαστήριο ή τον συμβολαιογράφο που διέταξε την εκτέλεση. Δεν προβλέπεται προθεσμία για την υποβολή της αίτησης μπορεί να υποβληθεί ανά πάσα στιγμή. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η ανάκληση της επιταγής προς εκτέλεση ή τη διαγραφή της ρήτρας εκτέλεσης η σχετική απόφαση υπόκειται σε έφεση.

β) Έφεση κατά της διαταγής εκτέλεσης. Ο οφειλέτης ή ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που διατάσσει την εκτέλεση. Η έφεση υποβάλλεται στο δικαστήριο που διέταξε την εκτέλεση αλλά απευθύνεται στο εφετείο. Το εφετείο έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει την έφεση. Εάν η διαταγή εκτέλεσης που εξέδωσε το δικαστήριο κριθεί ορθή, το εφετείο την επικυρώνει σε διαφορετική περίπτωση, την τροποποιεί. Σε περίπτωση παραβίασης δικονομικών κανόνων, το εφετείο ακυρώνει τη διαταγή εκτέλεσης και καλεί το δικαστήριο που την εξέδωσε να εκδώσει νέα απόφαση.

γ) Έφεση κατά απόφασης που απορρίπτει την έκδοση διαταγής εκτέλεσης. Ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση μπορεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης που απορρίπτει την έκδοση διαταγής εκτέλεσης. Η έφεση υποβάλλεται στο δικαστήριο ή στον συμβολαιογράφο που εξέδωσε την απόφαση σχετικά με την εκτέλεση αλλά απευθύνεται στο εφετείο. Το εφετείο έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει την έφεση. Εάν η απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την εκτέλεση κριθεί ορθή, το εφετείο την επικυρώνει, ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, την τροποποιεί. Σε περίπτωση παραβίασης δικονομικών κανόνων, το εφετείο ακυρώνει την απόφαση και καλεί το δικαστήριο ή τον συμβολαιογράφο που την εξέδωσε να εκδώσει νέα απόφαση.

δ) Μετά την έκδοση της διαταγής εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής λαμβάνει μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης με ανεξαρτησία, χωρίς να απαιτείται άδεια του δικαστηρίου. Για την προσβολή των μέτρων του δικαστικού επιμελητή, προβλέπεται ειδικό ένδικο βοήθημα, το οποίο ονομάζεται ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Ανακοπή κατά της εκτέλεσης μπορεί να ασκηθεί από τον οφειλέτη, τον διάδικο που επιδιώκει την εκτέλεση ή τρίτο ενδιαφερόμενο. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την ανακοπή, ακυρώνει τα παράνομα μέτρα του δικαστικού επιμελητή ή, στην περίπτωση παράλειψης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, διατάσσει τον δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει το μέτρο. Σε αντίθετη περίπτωση, απορρίπτει την ανακοπή. Η ανακοπή πρέπει να υποβληθεί στον δικαστικό επιμελητή.

ε) Πέραν των προαναφερθέντων μέσων έννομης προστασίας, η εκτέλεση μπορεί επίσης να περατωθεί. Το δικαστήριο εκδίδει διαταγή περάτωσης της εκτέλεσης κατόπιν αιτήματος του διαδίκου που επιδιώκει την εκτέλεση, υπό την προϋπόθεση ότι η περάτωση δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων ή ότι δεν άλλως από τον νόμο. Η εκτέλεση περατώνεται επίσης αν, π.χ., ο οφειλέτης εκπληρώσει την υποχρέωση. Το δικαστήριο εκδίδει διαταγή περάτωσης της εκτέλεσης και αν αποδειχτεί βάσει δημόσιων εγγράφων ότι η εκτελεστή απόφαση έχει ανατραπεί από τελεσίδικη απόφαση.

στ) Στη διαδικασία εκτέλεσης είναι επίσης δυνατό να κινηθεί δίκη περί την εκτέλεση από τρίτο ο οποίος, βάσει δικαιώματος κυριότητας ή άλλου δικαιώματος που αποτρέπει την πώληση στο πλαίσιο της εκτέλεσης, προβάλλει αξίωση επί περιουσιακού στοιχείου που έχει κατασχεθεί στο πλαίσιο της εκτέλεσης, με αίτημα την αποδέσμευση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, αποδεσμεύει το σχετικό περιουσιακό στοιχείο από την κατάσχεση.

6 Υπάρχουν περιορισμοί στην εκτέλεση, ιδίως όσον αφορά την προστασία του οφειλέτη ή τις προθεσμίες;

Αναστολή της εκτέλεσης:

Το δικαστήριο που έχει διατάξει την εκτέλεση μπορεί —σε εξαιρετικές περιπτώσεις— να αποφασίσει την αναστολή της εκτέλεσης, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης αποδείξει ότι συντρέχουν οι νόμιμες περιστάσεις που δικαιολογούν την αναστολή και εφόσον δεν έχει προηγουμένως επιβληθεί πρόστιμο στον οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης.

Εάν είναι αναγκαίο, κατά τη λήψη της απόφασης σχετικά με την αναστολή, το δικαστήριο μπορεί να καλέσει τους διαδίκους σε ακρόαση.

Το δικαστήριο θεωρεί ως νόμιμες περιστάσεις που δικαιολογούν την αναστολή ιδίως: τον αριθμό των προσώπων που ο οφειλέτης υποχρεούται να συντηρεί και τον αριθμό των πραγματικά συντηρούνται από τον οφειλέτη, την ύπαρξη μακροχρόνιας ή σοβαρής ασθένειας του οφειλέτη ή των εξαρτώμενων από τον οφειλέτη προσώπων, και την επέλευση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης φυσικών καταστροφών που έθιξαν τον οφειλέτη.

Εάν στην εκτέλεση υπόκεινται ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, αναστολή μπορεί να αποφασιστεί μία φορά κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη και για διάστημα όχι μεγαλύτερο των 6 μηνών.

Πληρωμή σε δόσεις:

Με την εξαίρεση των φορολογικών οφειλών και των δημόσιων χρεών που εισπράττονται ως φόροι, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ορίσει, κατόπιν αιτήματος οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, τις προϋποθέσεις για την πληρωμή χρέους σε δόσεις, εφόσον πρώτα ο δικαστικός επιμελητής έχει λάβει μέτρα για τον εντοπισμό και την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και ο οφειλέτης έχει ήδη καταβάλει μέρος της εκτελεστής αξίωσης. Ο δικαστικός επιμελητής ενημερώνει τον οφειλέτη που δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία που να υπόκεινται σε εκτέλεση σχετικά με τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις της πληρωμής σε δόσεις.

Ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση σχετικά με την κατάρτιση και το περιεχόμενο προγράμματος πληρωμής σε δόσεις και την αποστέλλει στους διαδίκους. Εντός 15 ημερών από την παραλαβή της έκθεσης, ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση μπορεί να ενημερώσει τον δικαστικό επιμελητή εγγράφως ότι δεν συμφωνεί με το περιεχόμενο του προγράμματος πληρωμής σε δόσεις, να κάνει συστάσεις σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος και το ποσό των δόσεων, και να ζητήσει να παράσχει ο οφειλέτης εγγύηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Βάσει της δήλωσης του διαδίκου που επιδιώκει την εκτέλεση, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να τροποποιήσει τους όρους του προγράμματος πληρωμής σε δόσεις ως ακολούθως:

α) ο δικαστικός επιμελητής θα αποσύρει το πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις αν ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση διαφωνεί με τις δόσεις που προβλέπονται για διατροφή, μισθούς ή παρόμοιες απαιτήσεις, αν ιδιώτης που επιδιώκει εκτέλεση δηλώσει ότι οι πόροι διαβίωσής του απειλούνται από το πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις, ή αν ο ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση αποτελεί οικονομικό φορέα σε βάρος του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία πτώχευσης, εκκαθάρισης ή εκτέλεσης,

β) στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το σημείο α), υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής προγράμματος πληρωμής σε δόσεις για μέγιστο χρονικό διάστημα 1 έτους όταν την εκτέλεση επιδιώκουν νομικά πρόσωπα και ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα, και 6 μηνών όταν την εκτέλεση επιδιώκουν φυσικά πρόσωπα,

γ) ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ζητήσει την πραγματοποίηση, επιπρόσθετα στο πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις, καταβολών σε αναλογία προς το ποσό της αξίωσης, αν υπάρχει σχετικό αίτημα στη δήλωση του διαδίκου που επιδιώκει την εκτέλεση.

Ο δικαστικός επιμελητής παρέχει στον οφειλέτη πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις διάρκειας έως και έξι μηνών, με ισόποσες μηνιαίες πληρωμές, εφόσον έχουν ληφθεί μέτρα εκτέλεσης κατά των κεφαλαίων του οφειλέτη που τηρούνται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των μισθών του και των κινητών περιουσιακών στοιχείων του, αλλά δεν έχει ακόμη εισπραχθεί το συνολικό ποσό της οφειλής, και

α) δεν έχει παρασχεθεί προηγουμένως πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις,

β) βρίσκεται σε εξέλιξη εκτέλεση κατά του οφειλέτη για χρηματική απαίτηση που δεν υπερβαίνει τις 500 000 HUF ή εκτέλεση κατά του οφειλέτη για χρηματική απαίτηση που δεν υπερβαίνει το 1 000 000 HUF αλλά έχει επίσης εγγραφεί βάρος στο κτηματολόγιο επί της κατοικίας του οφειλέτη ως εγγύηση για άλλη απαίτηση, και

γ) η κατοικία του οφειλέτη θα έπρεπε να δημοπρατηθεί για να εισπραχθεί η απαίτηση.

Η συγκατάθεση του διαδίκου που επιδιώκει την εκτέλεση στο πρόγραμμα πληρωμής σε δόσεις δεν είναι απαραίτητη η έκθεση σχετικά με την κατάρτιση του προγράμματος πληρωμής σε δόσεις πρέπει να διαβιβαστεί και στον διάδικο που επιδιώκει την εκτέλεση.

Τα ποσά που αφαιρούνται από τον οφειλέτη μέσω κατάσχεσης πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ποσού που διακανονίζεται από τον οφειλέτη.

Η εκτιμώμενη αξία της κατοικίας και η πρώτη δημοπράτησή του μπορούν να καθοριστούν μόνο σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν καταβάλλει τις δόσεις (άρθρα 52/A - 52/B του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος εκτέλεσης:

Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος εκτέλεσης συμπληρώνεται ταυτόχρονα με αυτήν της εκτελεστής αξίωσης. Η συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής που αφορά το δικαίωμα εκτέλεσης λαμβάνεται γενικά υπόψη κατόπιν αιτήματος μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα αν η παραγραφή της αξίωσης στην οποία βασίζεται πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα. Εάν η συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής που αφορά το δικαίωμα εκτέλεσης πρέπει, βάσει των προαναφερθέντων, να ληφθεί υπόψη, δεν μπορεί να διαταχθεί εκτέλεση βάσει αίτησης που υποβλήθηκε μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής, ενώ διαδικασίες εκτέλεσης που έχουν ήδη διαταχθεί δεν μπορούν να συνεχιστούν. Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος εκτέλεσης διακόπτεται από κάθε πράξη εκτέλεσης.

Περιορισμοί:

Το ποσό βάσει του οποίου υπολογίζονται οι κρατήσεις από μισθούς στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης είναι το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των φόρων (προκαταβολή φόρων), των εισφορών ασφάλισης υγείας και των συνταξιοδοτικών εισφορών, των εισφορών συμμετοχής σε ιδιωτικό ασφαλιστικό ταμείο και των λοιπών εισφορών που κρατούνται βάσει ειδικών νόμων. Κατά κανόνα, δεν μπορεί να γίνει παρακράτηση ποσοστού άνω του 33 % ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, του 50 % του εν λόγω ποσού.

Από την εκτέλεση εξαιρείται το τμήμα του μηνιαίου μισθού που αντιστοιχεί στην ελάχιστη σύνταξη γήρατος. Ωστόσο, η εν λόγω εξαίρεση δεν ισχύει στην περίπτωση εκτέλεσης για την είσπραξη διατροφής τέκνου και του κόστους τοκετού.

Από τον μισθό που καταβάλλεται από τον εργοδότη βάσει της σχέσης απασχόλησης μπορεί να παρακρατηθεί ποσοστό έως 33 %.

Η παρακράτηση μπορεί να αυξηθεί σε ποσοστό έως και 50 % του μισθού του εργαζομένου για αξιώσεις που αφορούν τα εξής:

α) διατροφή,

β) αξιώσεις για μισθούς εργαζομένων κατά του οφειλέτη,

γ) μισθούς και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που εισπράχθηκαν παρανόμως (άρθρο 65 παράγραφος 2 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Ποσοστό έως και 33 % μπορεί να παρακρατηθεί από τις συνταξιοδοτικές παροχές κοινωνικής ασφάλισης, τις παροχές πρόωρης συνταξιοδότησης, τις παροχές προϋπηρεσίας, τις προσόδους χορευτών μπαλέτου και το προσωρινό επίδομα ανθρακωρύχου (από κοινού, «συνταξιοδοτικές παροχές») του οφειλέτη (άρθρο 67 παράγραφος 1 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Η παρακράτηση μπορεί να αυξηθεί σε ποσοστό έως και 50 % των συνταξιοδοτικών παροχών για αξιώσεις που αφορούν τα εξής:

α) διατροφή τέκνου,

β) συνταξιοδοτικές παροχές που λήφθηκαν παρανόμως (άρθρο 67 παράγραφος 2 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Ποσοστό έως 33 % μπορεί να παρακρατηθεί από τα επιδόματα αιτούντων εργασία (επιδόματα ανεργίας, προσυνταξιοδοτικά επιδόματα ανεργίας, παροχές αντιστάθμισης δραστηριότητας) για αξιώσεις που αφορούν τα εξής:

α) διατροφή,

β) επιδόματα ανεργίας που λήφθηκαν παρανόμως,

γ) παροχές σε χρήμα που παρέχονται στα πρόσωπα σε ηλικία εργασίας οι οποίες λήφθηκαν παρανόμως.

Από την κατάσχεση εξαιρούνται τα εξής:

- το εθνικό επίδομα πρόνοιας, οι παροχές σε χρήμα για τα θύματα πολέμου και οι ισόβιες πρόσοδοι βάσει του νόμου περί αποζημίωσης όσων απώλεσαν τη ζωή ή την ελευθερία τους για πολιτικούς λόγους,

- η δημοτική οικονομική στήριξη, η έκτακτη δημοτική οικονομική στήριξη, οι παροχές σε χρήμα που παρέχονται στα πρόσωπα σε ηλικία εργασίας, οι παροχές γήρατος, οι εισοδηματικές αποζημιώσεις για τους ανέργους και το επίδομα πρόνοιας,

- τα επιδόματα μητρότητας,

- τα επιδόματα αναπηρίας και τα προσωπικά επιδόματα για τους τυφλούς,

- το μισθολογικό συμπλήρωμα λόγω βλάβης στην υγεία, το προσωρινό μισθολογικό συμπλήρωμα, το εισοδηματικό συμπλήρωμα, το προσωρινό εισοδηματικό συμπλήρωμα και το επίδομα ανθρακωρύχου λόγω βλάβης στην υγεία,

- οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατροφές, συμπεριλαμβανομένων των διατροφών τέκνου που καθορίζονται από δικαστήριο, και τα χρηματικά επιδόματα προστασίας ανηλίκων βάσει του νόμου περί προστασίας του παιδιού και διαχείρισης της κηδεμονίας,

- τα επιδόματα εκπαίδευσης, και το ειδικό επίδομα στήριξης και οικογενειακό επίδομα που καταβάλλεται σε θετούς γονείς και αποσκοπεί στη στήριξη παιδιών που τοποθετούνται προσωρινά ή μόνιμα σε υποδομή μέριμνας ή νεαρών ενηλίκων που έχουν φύγει από υποδομή μέριμνας,

- οι υποτροφίες, με την εξαίρεση των υποτροφιών σε μορφή μισθού για επιστημονική επιμόρφωση,

- οι αποζημιώσεις για τοποθέτηση, θητεία στην αλλοδαπή και έξοδα μετακίνησης στην εργασία,

- τα ποσά που χορηγούνται για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών,

- τα επιδόματα αναπηρίας (άρθρο 74 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Ως προς τα χρηματικά ποσά που βρίσκονται υπό τη διαχείριση παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και οφείλονται σε φυσικό πρόσωπο, σε εκτέλεση χωρίς περιορισμό υπόκειται το ποσό που υπερβαίνει κατά τέσσερις φορές την ελάχιστη σύνταξη γήρατος για το ποσό κάτω από το εν λόγω όριο, σε εκτέλεση υπόκειται το 50 % του ποσού μεταξύ της ελάχιστης σύνταξη γήρατος και του τετραπλάσιου της ελάχιστης σύνταξης γήρατος (άρθρο 79/A παράγραφος 2 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Περιουσιακά στοιχεία τα οποία εξαιρούνται βάσει του νόμου από την εκτέλεση δεν μπορούν να κατασχεθούν ακόμη και με συγκατάθεση του οφειλέτη.

Από την εκτέλεση εξαιρούνται τα ακόλουθα κινητά περιουσιακά στοιχεία:

- περιουσιακά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εργασία του οφειλέτη, ιδίως απαραίτητα εργαλεία, όργανα, τεχνικός, στρατιωτικός και λοιπός εξοπλισμός, στολές, όπλα για αυτοάμυνα, και μέσα μεταφοράς (εξαιρουμένων των οχημάτων),

- απαραίτητος εξοπλισμός για τακτικές σπουδές, ιδίως εγχειρίδια, σχολικά είδη και μουσικά όργανα,

- απαραίτητος ρουχισμός: 3 εξωτερικά ενδύματα, 1 χειμερινό πανωφόρι, 1 πανωφόρι, 3 ζεύγη παπουτσιών,

- απαραίτητα κλινοσκεπάσματα: 1 σετ με 2 σεντόνια κατ’ άτομο,

- επίπλωση που αντιστοιχεί στον αριθμό των μελών του νοικοκυριού του οφειλέτη: έως 3 τραπέζια και 3 ντουλάπες ή παρόμοια έπιπλα, συν 1 κρεβάτι ή αντίστοιχο έπιπλο και 1 καρέκλα ή αντίστοιχο έπιπλο κατ’ άτομο,

- απαραίτητος εξοπλισμός θέρμανσης και φωτισμού,

- απαραίτητος εξοπλισμός κουζίνας και οικιακός εξοπλισμός για το νοικοκυριό του οφειλέτη, και 1 ψυγείο ή καταψύκτης και 1 πλυντήριο ρούχων,

- βραβεία (διακρίσεις, μετάλλια, σήματα, πλακέτες) που έχουν απονεμηθεί στον οφειλέτη, εφόσον αυτό πιστοποιείται με έγγραφα,

- φάρμακα και ιατρικός και τεχνικός εξοπλισμός απαραίτητος λόγω ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας του οφειλέτη, και το όχημα οφειλέτη με μειωμένη κινητικότητα,

- αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνται από ανηλίκους στο νοικοκυριό του οφειλέτη και τα οποία προορίζονται για παιδιά,

- τρόφιμα για 1 μήνα και καύσιμα θέρμανσης για 3 μήνες, σύμφωνα με τις ανάγκες του οφειλέτη και του νοικοκυριού του,

- ηρτημένες εσοδείες, καλλιέργειες και καρποί που δεν έχουν συγκομιστεί,

- αντικείμενα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μέρος της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διαδικασία ρευστοποίησης,

- τα πολιτιστικά αγαθά που αναγράφονται στο πιστοποιητικό που προβλέπεται από τον νόμο περί ειδικής προστασίας δανειζόμενων πολιτιστικών αγαθών, κατά τη διάρκεια της ειδικής προστασίας (άρθρο 90 παράγραφος 1 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Όταν κατάσχεται όχημα που είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της εργασίας οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο —εκτός αν το όχημα τεθεί υπό μεσεγγύηση—, αρκεί η κατάσχεση της άδειας κυκλοφορίας, η οποία αποστέλλεται, συνοδευόμενη από αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, στην αρμόδια αρχή μεταφορών ή, αν η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να προσδιοριστεί, στην αρχή που καταχώρισε το όχημα. Ο οφειλέτης δύναται να χρησιμοποιεί το όχημα έως ότου αυτό πωληθεί, εκτός αν το όχημα τεθεί υπό μεσεγγύηση.

Εάν η εκτιμώμενη αξία του οχήματος είναι χαμηλότερη από το ποσό που προσδιορίζεται στην απόφαση που έχει εκδώσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε συμφωνία με τον αρμόδιο για τη φορολογική πολιτική υπουργό, το όχημα εξαιρείται από την εκτέλεση.

Ανάκληση της επιταγής προς εκτέλεση και διαγραφή της ρήτρας εκτέλεσης:

Εάν το δικαστήριο έχει εκδώσει την επιταγή προς εκτέλεση κατά παράβαση του νόμου, αυτή πρέπει να ανακληθεί.

Ομοίως, εάν το δικαστήριο προσέθεσε τη ρήτρα εκτέλεσης κατά παράβαση του νόμου, αυτή πρέπει να διαγραφεί.

Το δικαστήριο ανακαλεί την επιταγή προς εκτέλεση ή διαγράφει τη ρήτρα εκτέλεσης αν διαπιστώσει, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις:

α) απόρριψης της εκτέλεσης βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 805/2004,

β) απόρριψης της εκτέλεσης βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1896/2006 ή του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007, ή

γ) απόρριψης της εκτέλεσης βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 ή του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1215/2012.

Έφεση κατά της διαταγής εκτέλεσης:

Εάν το δικαστήριο έχει εκδώσει διαταγή εκτέλεσης ή, σε περίπτωση που η διαταγή εκτέλεσης διαφέρει από την αίτηση, έχει εκδώσει διαταγή σε σχέση με την εν λόγω διαφορά, οι διάδικοι μπορούν να προσβάλουν τη διαταγή με έφεση. Η έφεση κατά της διαταγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής εκτέλεσης. Ωστόσο, εκτός αν προβλέπεται άλλως από τον νόμο, δεν μπορεί να προχωρήσει η πώληση των κατασχεμένων στοιχείων και το ποσό που έχει εισπραχθεί κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης δεν μπορεί να καταβληθεί στον δικαιούχο.

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης:

Οι διάδικοι ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της εκτέλεσης ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της εκτέλεσης κατά πράξης ή παράλειψης του δικαστικού επιμελητή που παραβιάζει ουσιωδώς τους κανόνες των διαδικασιών εκτέλεσης ή τα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα του διαδίκου που ασκεί την ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Ως ουσιώδης παραβίαση των κανόνων των διαδικασιών εκτέλεσης νοείται παραβίαση που είχε ουσιώδη αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της διαδικασίας εκτέλεσης (άρθρο 217 παράγραφος 1 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

Εάν το προσβαλλόμενο μέτρο πληροί τις νόμιμες απαιτήσεις ή δεν συνιστά ουσιώδη παραβίαση, το δικαστήριο επικυρώνει το αμφισβητούμενο μέτρο και απορρίπτει την ανακοπή. Εάν το προσβαλλόμενο μέτρο συνιστά ουσιώδη παραβίαση, το δικαστήριο ακυρώνει, εν όλω ή εν μέρει, το προσβαλλόμενο μέτρο ή —αν επιτρέπεται από τον νόμο και μπορούν να τεκμηριωθούν τα γεγονότα επί των οποίων πρέπει να στηριχθεί η απόφαση— τροποποιεί το μέτρο εκτέλεσης, εν όλω ή εν μέρει. Εάν η ανακοπή αφορά παράλειψη, το δικαστήριο διατάσσει τον δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει το μέτρο που παραλείφθηκε (άρθρο 217/A παράγραφος 5 του νόμου περί δικαστικής εκτέλεσης).

 

Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.

Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.

Your-Europe

Τελευταία επικαιροποίηση: 16/12/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.