Αριθμός 575/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Αντώνιο Ζευγώλη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κοϊμτζίδη.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Δ. Ι. - Α. Χ. Ε.Π.Ε" και τον διακριτικό τίτλο "Smartsoft Ε.Π.Ε", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χριστίνα Μπουζιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Νοεμβρίου 2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 265/2010 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 165/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9 Ιανουαρίου 2012 αίτησή του ως και τους από 14 Δεκεμβρίου 2012 πρόσθετους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 7 Ιανουαρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξουσία της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 569 παρ.2 εδ. α' ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, ως προς τα ίδια κεφάλαια της προβαλλόμενης απόφασης και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, αντίγραφο δε του δικογράφου των προσθέτων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α' του ν. 1157/1981 "η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποία συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ. μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατο την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας". Όπως συνάγεται από τη διατύπωσή της, η άνω διάταξη, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως, σε τρόπο ώστε αν η τελευταία ημέρα των εν λόγω προθεσμιών συμπίπτει προς ημέρα εξαιρετέα ή Σάββατο, δεν υπολογίζεται αυτή και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας, γεγονός το οποίο συμβαίνει και επί της τριακονθήμερης προθεσμίας πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ για την κατάθεση και την επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. Επομένως, αν η τελευταία (30η) πριν από τη δικάσιμο ημέρα (με αφετηρία την επομένη της καταθέσεως και επιδόσεως) συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο δεν υπάρχει εμπρόθεσμη άσκηση των λόγων αυτών, οι οποίοι απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ. 2 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 33/96, ΑΠ 1095/2010, ΑΠ 1198/2010, ΑΠ 1239/2009).
Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο Πρόεδρος του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την από 12-03-2012 πράξη του, όρισε δικάσιμο για την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης την 21-01-2013, ο δε αναιρεσείων, την 14-12-2012, κατέθεσε στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου το με ίδια χρονολογία δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, το οποίο επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη την 20-12-2012, όπως προκύπτει τούτο από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ... στο αντίγραφο των προσθέτων λόγων, που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσίβλητη με τις εμπροθέσμως, κατ' άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, είκοσι ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, κατατεθείσες προτάσεις της, προβάλλοντας το απαράδεκτο της ασκήσεως των προσθέτων λόγων. Έτσι όμως, η τριακοστή ημέρα, από την επομένη της κατάθεσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων, συμπίπτει με την ημέρα Σάββατο, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του τρέχοντος έτους (2013). Επειδή όμως η επόμενη ημέρα είναι Κυριακή, η πιο πάνω 30νθήμερη προθεσμία, παρατεινόμενη αντιστοίχως, λήγει την μεθεπόμενη εργάσιμη ημέρα, δηλαδή στις 21-01-2013, που όμως είναι η ημέρα της αρχικώς ορισθείσας για τη συζήτηση της αναίρεσης δικασίμου. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι κατατέθηκαν εκπροθέσμως και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1 εδ.α' του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης, που είναι εννοιολογικά ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του ν. 3043/2002, προκύπτει, ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Εναλλακτικά και υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις δικαιούται να επιλέξει τη μη άσκηση των δικαιωμάτων διόρθωσης, αντικατάστασης ή υπαναχώρησης και αντ' αυτών να ζητήσει απευθείας αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Εξάλλου, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990, ΑΠ 1544/2008). Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Εξάλλου, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 243/2009). Τέλος, τα εκ του άρθρου 540 ΑΚ χορηγούμενα στον αγοραστη δικαιώματα και αξιώσεις και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, δεν μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά, αλλά ο αγοραστής έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μία από αυτές και να την ασκήσει (ΑΠ 1312/1997), γιατί κατά τη διάταξη του άρθρου 306 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί διαζευκτικής συρροής αξιώσεων, η επιλογή, που θα γίνει μία φορά είναι αμετάκλητη. Ειδικώς, όμως, καθόσον αφορά στην αξίωση διόρθωσης, που συνιστά επί της ουσίας αξίωση μετεκπληρώσεως της σύμβασης, ο αγοραστής εξακολουθεί να έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος, στην περίπτωση που η διόρθωση έλαβε μεν χώρα, το ελάττωμα, όμως, παρέμεινε. Τούτο σαφώς συνάγεται, τόσο από τη διάταξη του άρθρου 541 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία "Ο αγοραστής μπορεί, αν διαπιστωθεί αργότερα και άλλο ελάττωμα, να ασκήσει εκ νέου ένα από τα δικαιώματα" του άρθρου 540 ΑΚ, όσο και από την τελολογία των οικείων διατάξεων, δεδομένου ότι η αξίωση διόρθωσης ως αξίωση μετεκπληρώσεως της σύμβασης παρέχει μία επιπλέον δυνατότητα στον πωλητή, πριν την άσκηση των λοιπών δραστικότερων δικαιωμάτων από μέρους του αγοραστή, να εκπληρώσει προσηκόντως τη σύμβαση, διορθώνοντας το ελάττωμα. Όταν, όμως, η διόρθωση αυτή αποβαίνει ατελέσφορη ή αποδεικνύεται αδύνατη ή αναποτελεσματική, τότε η στέρηση του αγοραστή από τη δυνατότητα άσκησης των λοιπών δικαιωμάτων του, θα κατέληγε σε μία αντίθετη προς το σκοπό του νόμου, αδυναμία ικανοποίησής του. Έτσι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης, με την άσκηση του οποίου η σύμβαση της πώλησης ανατρέπεται αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι ενέχονται σε αμοιβαία επιστροφή των ληφθεισών παροχών (άρθρο 389, 547 Α.Κ.).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας, που δίκασε ως Εφετείο, πλην άλλων, που ήδη δεν ενδιαφέρουν, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Ο ενάγων-εφεσίβλητος (ήδη αναιρεσείων) διατηρεί επιχείρηση (πρατήριο) πώλησης υγρών καυσίμων και συναφών ειδών στο ..., ενώ η εναγομένη-εκκαλούσα (ήδη αναιρεσίβλητη) παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε θέματα πληροφορικής και παράλληλα ασκεί εμπορία σχετικού εξοπλισμού. Στο πλαίσιο των άνω δραστηριοτήτων τους, οι διάδικοι συμφώνησαν το έτος 2007 στην πώληση - από την δεύτερη στον πρώτο - ενός συστήματος διαχείρισης και παρακολούθησης της λειτουργίας του καταστήματός του. Το εν λόγω σύστημα συμφωνήθηκε ότι θα αποτελείται αφενός μεν από λογισμικό (δηλ. πρόγραμμα με ηλεκτρονικό υπολογιστή) λήψης παραγγελιών και έκδοσης δελτίων αποστολής-τιμολογίων κλπ, αξίας 7.000 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 19% ποσού 1.330 ευρώ, που συμφωνήθηκε ότι επίσης βαρύνει τον ενάγοντα-αγοραστή), αφετέρου δε από δύο περιφερειακά εξαρτήματα, αναγκαία για τη λειτουργία του συστήματος (φορητή τερματική μονάδα παραγγελιών με εκτυπωτή), αξίας 3280 ευρώ (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 19% ποσού 623,20 ευρώ, που συμφωνήθηκε ότι επίσης βαρύνει τον ενάγοντα-αγοραστή).
Συνεπώς, το συνολικό τίμημα της επίδικης πώλησης, για τη σύναψη της οποίας προηγήθηκαν διαπραγματεύσεις μηνών με αποστολή έγγραφων προσφορών και παραγγελιών, που προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα η εναγομένη, ανερχόταν σε 12.233, 20 ευρώ. Η αγορά του άνω συστήματος αποφασίσθηκε από τον ενάγοντα, παρότι ανάλογο σύστημα λειτουργούσε ήδη στο πρατήριό του, διότι το 2007 άλλαξε ο τρόπος παρακράτησης και απόδοσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, γεγονός το οποίο καθιστούσε αναγκαία την ύπαρξη ενός πιο εξελιγμένου προγράμματος διαχείρισης και παρακολούθησης παραγγελιών -παραδόσεων κλπ. Επίσης, ο ενάγων επιθυμούσε, για λόγους ταχύτερης λήψης και διεκπεραίωσης των παραγγελιών, το νέο πρόγραμμα να έχει τη δυνατότητα έκδοσης συγκεντρωτικού τιμολογίου πώλησης για πολλά δελτία αποστολής προς το ίδιο πρόσωπο. Μάλιστα γι αυτό το λόγο επισημάνθηκε από την εναγομένη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, ότι είναι αναγκαία η αλλαγή του έντυπου τιμολογίου, που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε ο ενάγων, προκειμένου στο νέο έντυπο να υπάρχει χώρος για να αναγράφονται οι αριθμοί των δελτίων αποστολής που συνδέονται με έκαστο τιμολόγιο, όπως επιθυμούσε ο ενάγων. Το επίμαχο πρόγραμμα τελικά εγκαταστάθηκε στο κατάστημα του ενάγοντος τον Οκτώβριο του 2007, ενώ και τα παρεπόμενα περιφερειακά εξαρτήματα αυτού παραδόθηκαν σ' αυτόν τον ίδιο μήνα, αφού προηγουμένως η εναγομένη εταιρία τα είχε προμηθευτεί (στις 12-9-2007) από την ανώνυμη εταιρία "Mobile Techology", σύμφωνα με το τιμολόγιο που η ίδια προσκομίζει. Γι αυτό το λόγο ο ενάγων οπισθογράφησε στην εναγομένη (έναντι λογαριασμού για το λογισμικό) δύο επιταγές πελατών του, συνολικού ποσού 5.083 ευρώ, οι οποίες κατά τη λήξη τους πληρώθηκαν κανονικά στην εναγομένη, όπως η ίδια ομολογεί στις έγγραφες προτάσεις της, ενώ κατέβαλε σ' αυτήν και το ποσό των 3.903,20 ευρώ για ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος για τα ως άνω περιφερειακά εξαρτήματα. Παρά την ομαλή εξέλιξη στην εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, η λειτουργία του συστήματος δεν ήταν δυνατόν να γίνει άμεσα τον Οκτώβριο του 2007. Και τούτο διότι η λειτουργία του συστήματος απαιτούσε, αφού εκπαιδευτεί σχετικά το προσωπικό του ενάγοντος και ιδίως οι οδηγοί των βυτιοφόρων οχημάτων του (συμβατική υποχρέωση την οποία είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει η εναγομένη), να δοκιμασθεί αυτό στην πράξη και να δηλωθεί στην Εφορία η μεταβολή του φορολογικού ταμειακού μηχανισμού, καθότι ο παλαιός δεν ήταν συμβατός με το επίμαχο σύστημα και γι' αυτό ο ενάγων αγόρασε νέο. Πέραν όμως αυτού, το φθινόπωρο κάθε έτους γίνεται μεγάλος αριθμός παραγγελιών και παραδόσεων πετρελαίου θέρμανσης, γεγονός που καθιστούσε προβληματική τη μετάβαση σε ένα νέο σύστημα διαχείρισης και παρακολούθησης τον Οκτώβριο του 2007. Εξάλλου, ο ενάγων επιθυμούσε να εντάξει την αγορά του ως άνω συστήματος σε πρόγραμμα κρατικής επιχορήγησης, η έγκριση για την οποία όμως καθυστερούσε, ενώ εκκρεμούσε τέλος Οκτωβρίου 2007 και το ζήτημα - αναγκαίας για το λόγο που προαναφέρθηκε - αλλαγής του εντύπου τιμολογίου, η οποία έγινε τον μήνα Ιανουάριο του 2008. Έτσι οι αντίδικοι, μετά από μία εβδομάδα προσωρινής λειτουργίας του πωληθέντος συστήματος, από 25 μέχρι 31 Οκτωβρίου 2007, κατά την οποία δεν παρατηρήθηκε καμία δυσλειτουργία του, αποφάσισαν να αναβάλουν τη μόνιμη λειτουργία του για το επόμενο έτος, αφού τακτοποιούνταν οι ως άνω εκκρεμότητες, λόγος άλλωστε για τον οποίο ο ενάγων άφησε ανεξόφλητο υπόλοιπο του τιμήματος για το λογισμικό, ποσού 3.247 ευρώ, γεγονός για το οποίο η εναγομένη εταιρία καθόλου δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλ' αντιθέτως συναίνεσε. Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο, ότι το νέο σύστημα διαχείρισης και παρακολούθησης της επιχείρησης του ενάγοντος, τέθηκε σε μόνιμη λειτουργία τον Ιούλιο του 2008, αφού είχαν εκλείψει οι παραπάνω εκκρεμότητες. Στο τέλος όμως του μήνα αυτού διαπιστώθηκε δυσλειτουργία του συστήματος, καθότι αυτό παρουσίασε ασυμβατότητα με το νέο έντυπο που είχε προμηθευτεί ο ενάγων καθ' υπόδειξη της εναγομένης. Ειδικότερα, το πρόγραμμα δεν μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναγράψει σε ένα συγκεντρωτικό τιμολόγιο τα στοιχεία όλων των σχετικών με αυτό δελτίων αποστολής του ίδιου προσώπου. Στις περιπτώσεις αυτές ο ενάγων αναγκαζόταν να ακυρώσει τα σχετικά τιμολόγια και να τα επανεκδώσει με ιδιόχειρη συμπλήρωση ως προς τα στοιχεία των σχετικών δελτίων αποστολής, γεγονός που αποδέχεται και η εναγομένη στις έγγραφες προτάσεις της, και αποδεικνύεται από τα σχετικά παραστατικά που ενδεικτικά προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων. Ο ενάγων ζήτησε από την εναγομένη να διορθώσει το συγκεκριμένο πρόβλημα και αυτή επέλεξε ως λύση να μην αναγράφονται στο τιμολόγιο οι ημερομηνίες έκδοσης των δελτίων αποστολής, έτσι ώστε να υπάρχει περισσότερος χώρος για την αναγραφή μόνο των αριθμών, των σχετικό με το τιμολόγιο, δελτίων. Η συγκεκριμένη διορθωτική παρέμβαση της εναγομένης, συναρτάται με τις δυνατότητες του συστήματος που αρχικώς είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Ωστόσο, η ως άνω διορθωτική παρέμβαση της εναγομένης δεν επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, διότι το σύστημα, για λόγους αδιευκρίνιστους, πάλι παρέλειπε αριθμούς δελτίων αποστολής του ίδιου πελάτη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ανέγραφε λάθος αριθμούς δελτίων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ενάγων πάλι αναγκαζόταν είτε να ακυρώσει τα σχετικά τιμολόγια και να επανεκδώσει με ιδιόχειρη συμπλήρωση-διόρθωση, ως προς τα ορθά στοιχεία των σχετικών δελτίων αποστολής, είτε να εκδίδει μικρότερα συγκεντρωτικά τιμολόγια, δηλαδή τιμολόγια για λιγότερα δελτία αποστολής. Ακολούθως δέχεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ότι το επίδικο σύστημα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή ενάγοντα, παρουσίαζε πραγματικό ελάττωμα, δηλαδή ατέλεια που αφορούσε εν προκειμένω τις λειτουργικές του ικανότητες και είχε αρνητική επίδραση πάνω στην χρησιμότητά του, καθόσον δεν ήταν εντελώς κατάλληλο για το σκοπό που αγοράστηκε, δηλαδή τη διαχείριση και παρακολούθηση του πρατηρίου υγρών καυσίμων του ενάγοντος, ιδιαίτερα δε για τη σύμφωνη με τον σκοπό αυτό ειδική χρήση, που περιλάμβανε και την έκδοση συγκεντρωτικών τιμολογίων πώλησης για πολλά δελτία αποστολής προς το ίδιο πρόσωπο. Όμως, ο ενάγων, παρά τις προαναφερθείσες δυσλειτουργίες του συστήματος, συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό, ζητώντας μόνο τη διόρθωσή του, η οποία απαιτούσε παρέμβαση μόνο στο λειτουργικό του συστήματος και δεν αφορούσε καθόλου τα περιφερειακά εξαρτήματα, που κανένα ελάττωμα δεν παρουσίασαν κατά τη λειτουργία τους. Ενόψει δε των ανωτέρω καταλήγει το Εφετείο στο συμπέρασμα, ότι ο ενάγων μόλις διαπίστωσε το επίδικο πραγματικό ελάττωμα, ζήτησε, επιτακτικά και σε ιδιαίτερα έντονο ύφος, από την εναγομένη την "οριστική επίλυση" του συγκεκριμένου προβλήματος, η οποία όμως δεν έλαβε χώρα. Δηλαδή, ουσιαστικά ο ενάγων ζήτησε από την εναγομένη την διόρθωση του ελαττώματος του πράγματος που του πώλησε η εναγομένη, δήλωση η οποία ήταν δεσμευτική ως προς το δικαίωμα που άσκησε, από αυτά που του παρέχει ο νόμος, με την έννοια της επιλογής της συγκεκριμένης διάταξης, η οποία ήταν αμετάκλητη. Η άσκηση δε του ως άνω δικαιώματος από τον ενάγοντα αποκλείει την άσκηση των υπόλοιπων δικαιωμάτων του και ειδικότερα αυτό της υπαναχώρησης, το οποίο ο ενάγων αβασίμως ισχυρίζεται ότι άσκησε με προφορική δήλωσή του, αμέσως μετά τη διαπίστωση του πραγματικού ελαττώματος, ασκούμενο δε τώρα με την ένδικη αγωγή του, δεν έχει καμιά έννομη συνέπεια, ενόψει της ως άνω επιλογής του για διόρθωση του ελατώματος. Δεν αποδεικνύεται δε από κανένα στοιχείο, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι όταν ο ενάγων ζητούσε τη διόρθωση του προαναφερθέντος ελαττώματος, δεν ασκούσε το σχετικό δικαίωμα, αλλά πρότεινε την ενδεχόμενη λύση στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του με την εναγομένη εταιρία. Αντίθετα δε προκύπτει, ότι ο ενάγων σε μεταγενέστερο χρόνο, και αφού είχε ζητήσει τη διόρθωση του ελαττώματος του πωληθέντος σ' αυτόν πράγματος, αποφάσισε ότι δεν ήθελε την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης πώλησης, και συγκεκριμένα, όταν τον Οκτώβριο του 2008 η εναγομένη απέστειλε σ' αυτόν δύο πιστωτικά τιμολόγια πώλησης για το επίμαχο σύστημα διαχείρησης και παρακολούθησης λειτουργίας του καταστήματός του, συνολικού ποσού 12.590 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, ενώ ο ενάγων είχε ήδη καταβάλει έναντι του τιμήματος 8.983,20 ευρώ και είχε ζητήσει από την εναγομένη εξοφλημένα τιμολόγια, προκειμένου να εισπράξει από την τράπεζα Probank A.E. τα αντίστοιχα ποσά, δεδομένου ότι εν τω μεταξύ είχε επιτύχει την ένταξή του σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα με κρατική επιχορήγηση. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι η αγωγή του αναιρεσείοντος για απόδοση σ' αυτόν, λόγω υπαναχώρησής του από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως, του καταβληθέντος στην αναιρεσίβλητη τιμήματος των 8.986,20 ευρώ, ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ η ανταγωγή του αναιρεσίβλητου, με την οποία ζητούσε από τον αναιρεσείοντα την καταβολή του υπολοίπου μη καταβληθέντος για την ίδια σύμβαση τιμήματος, ποσού 3.247 ευρώ, ήταν βάσιμη και κατ' ουσίαν, ακολούθως εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα απόφαση του Ειρηνοδικείου, και την μεν αγωγή απέρριψε, την δε ανταγωγή έκανε δεκτή κατά το ως άνω ποσόν. Έτσι που έκρινε το Πρωτοδικείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 389, 513, 522, 534, 540, 541, 543 και 547 ΑΚ, καθόσον τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δικαιολογούσαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής και την απόρριψη της ανταγωγής, και ως προς το παραπάνω αίτημά της. Ειδικότερα, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης 1) ότι το επίδικο σύστημα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή ενάγοντα, παρουσίαζε πραγματικό ελάττωμα, δηλαδή ατέλεια που αφορούσε εν προκειμένω τις λειτουργικές του ικανότητες και είχε αρνητική επίδραση πάνω στην χρησιμότητά του, καθόσον δεν ήταν εντελώς κατάλληλο για το σκοπό που αγοράστηκε, δηλαδή τη διαχείριση και παρακολούθηση του πρατηρίου υγρών καυσίμων του ενάγοντος, ιδιαίτερα δε για τη σύμφωνη με τον σκοπό αυτό ειδική χρήση, που περιλάμβανε και την έκδοση συγκεντρωτικών τιμολογίων πώλησης για πολλά δελτία αποστολής προς το ίδιο πρόσωπο, που ειδικώς είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους, και 2) ότι, όταν ο ενάγων ζήτησε τον Ιούλιο 2008 από την εναγομένη να διορθώσει το πραγματικό αυτό ελάττωμα, το οποίο αποτελούσε συμφωνηθείσα δυνατότητα του συστήματος, αυτή μεν ανταποκρίθηκε, πλην όμως, παρά τη διορθωτική παρέμβαση του προσωπικού της το ελάττωμα δεν διορθώθηκε, ενώ όταν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους την κάλεσε εκ νέου να διορθώσει την ίδια δυσλειτουργία του συστήματος και να δώσει οριστική λύση του προβλήματος, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στην παραπάνω συμφωνηθείσα ιδιότητα, αυτή δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του, παρείχαν στον ενάγοντα το δικαίωμα να υπαναχωρήσει με την ένδικη αγωγή από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως και να ζητήσει την απόδοση από την εναγομένη του καταβληθέντος σ' αυτήν μέρους του τιμήματος, αφού ουσιαστικά η αξίωση του ενάγοντος για διόρθωση του άνω ελαττώματος, προκειμένου το πωληθέν σύστημα να ανταποκρίνεται σε όσα είχαν συμφωνήσει, συνιστούσε αξίωση μετεκπληρώσεως της σύμβασης, ενόψει δε αυτών, εφόσον το ελάττωμα δεν διορθώθηκε, με συνέπεια να παραμένει η έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, που καθιστούσε το σύστημα ακατάλληλο για το σκοπό που αγοράσθηκε, η άσκηση της υπαναχώρησης και η συνεπεία αυτής ανατροπή εξυπαρχής της συμβάσεως πωλήσεως, δικαιολογούσαν την παραδοχή της αγωγής του αναιρεσείοντος και την απόρριψη της ανταγωγής της αναιρεσίβλητης και ως προς το παραπάνω αίτημά της, αφού μετά την ανατροπή της συμβάσεως πωλήσεως, δεν υπήρχε πλέον ισχυρή σύμβαση, ώστε να καθίσταται ο ενάγων υπόχρεος για την καταβολή του υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται αντίστοιχη αιτίαση, είναι βάσιμος.
Κατά συνέπεια, μετά την παραδοχή του ανωτέρω λόγου της αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 165/2011 απόφαση του ως εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, κατ' ορθήν ερμηνευτική διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν. 4055/2012, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, να καταδικασθεί δε η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 165/2011 απόφαση του ως εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ