

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Οι αστικές υποθέσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία των περιφερειακών δικαστηρίων (maakohus). Τα περιφερειακά δικαστήρια, ως πρωτοβάθμια δικαστήρια, εκδικάζουν αστικές υποθέσεις. Οι αστικές υποθέσεις καλύπτουν μεγάλο εύρος τομέων και αφορούν διαφορές που ανακύπτουν από διάφορες συμβάσεις και ενοχικές σχέσεις, οικογενειακές και κληρονομικές υποθέσεις, διαφορές σχετικά με εμπράγματα δικαιώματα, ζητήματα που αφορούν τις δραστηριότητες και τη διοίκηση εταιρειών και μη κερδοσκοπικών ενώσεων, ζητήματα πτώχευσης και ζητήματα εργατικού δικαίου. Για την κίνηση αστικής διαδικασίας, πρέπει να κατατεθεί σε περιφερειακό δικαστήριο δικόγραφο αγωγής. Το δικόγραφο της αγωγής που κατατίθεται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή, το αντικείμενο της αγωγής, τον λόγο της αγωγής (δηλαδή τη νομική βάση) και τις αποδείξεις που υποστηρίζουν την αγωγή.
Αγωγή κατά προσώπου για την πληρωμή ορισμένου χρηματικού ποσού, η οποία ανακύπτει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, μπορεί επίσης να εκδικαστεί, κατόπιν αιτήματος, βάσει της ταχείας διαδικασίας για τις διαταγές πληρωμής. Για την κίνηση της ταχείας διαδικασίας για τις διαταγές πληρωμής σε σχέση με αξίωση διατροφής ή αξίωση λόγω οφειλής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο δικτυακός τόπος https://www.e-toimik.ee/ για επικοινωνία με το τμήμα διαταγών πληρωμής του περιφερειακού δικαστηρίου. Η ταχεία διαδικασία για τις διαταγές πληρωμής δεν εφαρμόζεται στις αξιώσεις που υπερβαίνουν τα 6 400 ευρώ (αξιώσεις λόγω οφειλής) το ποσό αυτό καλύπτει αξιώσεις που αφορούν κεφάλαιο και παρεπόμενες απαιτήσεις. Ομοίως, η ταχεία διαδικασία δεν εφαρμόζεται εάν η αξίωση διατροφής υπερβαίνει τα 200 ευρώ μηνιαίως. Η ταχεία διαδικασία για τις διαταγές πληρωμής δεν εφαρμόζεται εάν ο οφειλέτης δεν αναφέρεται στο πιστοποιητικό γέννησης παιδιού ως γονέας του συγκεκριμένου παιδιού. Η ταχεία διαδικασία για τις διαταγές πληρωμής διεξάγεται στο δικαστικό μέγαρο Haapsalu του περιφερειακού δικαστηρίου Pärnu (Pärnu Maakohtu Haapsalu kohtumaja).
Ορισμένες διαφορές μπορούν να υποβληθούν σε εξωδικαστικές επιτροπές προτού γίνει χρήση του δικαιώματος προσφυγής στα δικαστήρια. Για παράδειγμα, οι εργατικές διαφορές επιλύονται από επιτροπή εργατικών διαφορών (töövaidluskomisjon). Η επιτροπή εργατικών διαφορών είναι προδικαστικό, ανεξάρτητο όργανο, το οποίο επιλύει μεμονωμένες εργατικές διαφορές. Στην επιτροπή μπορούν να προσφύγουν τόσο εργαζόμενοι όσο και εργοδότες, χωρίς καταβολή παραβόλων. Η επιτροπή εργατικών διαφορών επιλαμβάνεται, κατόπιν προσφυγής, κάθε διαφοράς που ανακύπτει από εργασιακές σχέσεις. Για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής σε επιτροπή εργατικών διαφορών, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι η επιτροπή επιλαμβάνεται οικονομικών αξιώσεων οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα 10 000 ευρώ. Αξιώσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα 10 000 ευρώ εξετάζονται από δικαστήριο. Στην προσφυγή που υποβάλλεται στην επιτροπή εργατικών διαφορών πρέπει να περιγράφονται οι περιστάσεις που αφορούν τη διαφορά. Για παράδειγμα, όταν προσβάλλεται η καταγγελία σύμβασης απασχόλησης, πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος και ο λόγος της καταγγελίας. Είναι απαραίτητο να περιγράφεται η φύση της διαφοράς των μερών, δηλαδή τι δεν έπραξε ή τι έπραξε κατά παράβαση του νόμου ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης. Κάθε δήλωση και αξίωση πρέπει να τεκμηριώνεται και, για τον λόγο αυτό, κάθε περίσταση που υποστηρίζεται από έγγραφες αποδείξεις (σύμβαση απασχόλησης, αμοιβαίες συμφωνίες ή αλληλογραφία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη κ.λπ.) ή κάθε αναφορά σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία και μάρτυρες πρέπει να περιλαμβάνεται στην προσφυγή. Οι έγγραφες αποδείξεις, οι οποίες τεκμηριώνουν την αξίωση του εργαζόμενου ή του εργοδότη, πρέπει να συνοδεύουν την προσφυγή κατά την υποβολή της. Εάν ο προσφεύγων θεωρεί αναγκαία την πρόσκληση μάρτυρα στη συνεδρίαση, το όνομα και η διεύθυνση του μάρτυρα πρέπει να περιλαμβάνονται στην προσφυγή.
Αξιώσεις οι οποίες ανακύπτουν από σύμβαση μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου μπορούν να επιλύονται από επιτροπή καταγγελιών καταναλωτών (tarbijakaebuste komisjon). Η επιτροπή καταγγελιών καταναλωτών είναι αρμόδια να επιλύει διαφορές οι οποίες ανακύπτουν από συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων, εάν τα μέρη δεν μπόρεσαν να επιλύσουν τις διαφορές με φιλικό τρόπο και εάν η αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς είναι τουλάχιστον 20 ευρώ. Διαφορές οι οποίες αφορούν αξιώσεις που προκύπτουν από θάνατο, σωματική βλάβη ή βλάβη στην υγεία δεν επιλύονται από επιτροπή, αλλά πρέπει να επιλύονται δικαστικώς.
Δεν επιλύονται από επιτροπή διαφορές οι οποίες αφορούν την παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης ή νομικών υπηρεσιών ή τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας ή κτιρίων ούτε διαφορές στις οποίες η διαδικασία επίλυσης της διαφοράς υπαγορεύεται από άλλους νόμους. Τις εν λόγω διαφορές επιλύει αρμόδιο όργανο ή δικαστήριο. Για παράδειγμα, η διαδικασία για την επίλυση μισθωτικών διαφορών περιγράφεται στον νόμο για την επίλυση μισθωτικών διαφορών (üürivaidluse lahendamise seadus).
Η επιτροπή καταγγελιών καταναλωτών είναι αρμόδια να επιλύει διαφορές οι οποίες αφορούν ζημίες προκληθείσες από ελαττωματικό προϊόν, υπό τον όρο ότι η ζημία μπορεί να προσδιοριστεί. Εάν διαπιστωθεί η πρόκληση ζημίας αλλά δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί ποσοτικώς το ακριβές ποσό της ζημίας, για παράδειγμα σε περίπτωση μη χρηματικής ζημίας ή ζημιών που προκύπτουν στο μέλλον, το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται από δικαστήριο.
Για να γνωρίζει κάποιος ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί μιας υπόθεσης, είναι σημαντικό να γνωρίζει τις αρχές αρμοδιότητας των δικαστηρίων. Υπάρχουν τρεις τομείς αρμοδιότητας: 1) γενική αρμοδιότητα, η οποία εξαρτάται από τον τόπο κατοικίας του προσώπου 2) συντρέχουσα αρμοδιότητα 3) αποκλειστική αρμοδιότητα (βλ. ενότητα 2.2).
Τα δικαστήρια κατώτερης και ανώτερης βαθμίδας διαφέρουν, καθώς το εσθονικό δικαστικό σύστημα έχει τρεις βαθμίδες.
Τα περιφερειακά δικαστήρια (maakohus), ως πρωτοβάθμια δικαστήρια, εκδικάζουν όλες τις αστικές υποθέσεις. Νόμος μπορεί να ορίζει ότι ορισμένοι τύποι υποθέσεων εκδικάζονται μόνον από συγκεκριμένα περιφερειακά δικαστήρια εάν κάτι τέτοιο επιταχύνει την εκδίκαση υποθέσεων ή καθιστά τη διαδικασία πιο αποτελεσματική με άλλον τρόπο.
Το εφετείο (ringkonnakohus) επανεξετάζει αποφάσεις που εκδόθηκαν σε αστικές υποθέσεις από τα περιφερειακά δικαστήρια της κατά τόπον αρμοδιότητάς του, βάσει εφέσεων κατά αποφάσεων. Το εφετείο αποφαίνεται επίσης επί άλλων υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητά του εκ του νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο (Riigikohus) επανεξετάζει αποφάσεις που εκδόθηκαν σε αστικές υποθέσεις από τα εφετεία, βάσει αιτήσεων αναίρεσης και προσφυγών κατά αποφάσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται επίσης επί αιτήσεων αναψηλάφησης ισχυουσών δικαστικών αποφάσεων, ορίζει αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση υπόθεσης στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, και αποφαίνεται επί άλλων υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητά του εκ του νόμου.
Μια υπόθεση πρώτα εκδικάζεται και εκδίδεται σχετική απόφαση από περιφερειακό δικαστήριο, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εάν ένα πρόσωπο δεν είναι ικανοποιημένο με την απόφαση, έχει νόμιμο δικαίωμα να προσφύγει σε ανώτερο δικαστήριο, δηλαδή στο εφετείο. Τα εφετεία είναι δευτεροβάθμια δικαστήρια και, επομένως, επανεξετάζουν τις αποφάσεις των περιφερειακών και των διοικητικών δικαστηρίων βάσει εφέσεων και προσφυγών κατά αποφάσεων. Το εφετείο αποφαίνεται επί των αστικών υποθέσεων ως σώμα – η έφεση κρίνεται από επιτροπή τριών δικαστών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το δικαστήριο ανώτατης βαθμίδας και εκδικάζει αιτήσεις αναίρεσης και αιτήσεις αναψηλάφησης δικαστικών αποφάσεων. Η αναίρεση αφορά την κατάθεση προσφυγής κατά δικαστικής απόφασης η οποία δεν έχει τεθεί σε ισχύ για νομικούς λόγους και την επανεξέταση της συγκεκριμένης απόφασης από ανώτερο δικαστήριο χωρίς επαναξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Η αναψηλάφηση δικαστικών αποφάσεων αφορά την επανεξέταση αποφάσεων οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις στις οποίες έχουν ανακύψει νέες περιστάσεις και κατόπιν αίτησης διαδίκου.
Αίτηση αναίρεσης μπορεί να υποβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο από κάθε διάδικο ο οποίος δεν είναι ικανοποιημένος με την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου. Αίτηση αναίρεσης μπορεί να κατατεθεί μόνον μέσω πληρεξουσίου και όχι αυτοπροσώπως. Το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναίρεσης εάν οι αξιώσεις που διατυπώνονται σε αυτή ενδέχεται να συνιστούν εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου ή ουσιώδη παράβαση δικονομικού δικαίου από το κατώτερο δικαστήριο, με αποτέλεσμα την έκδοση άδικης απόφασης. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναίρεσης, εάν η εκδίκαση της υπόθεσης στο συγκεκριμένο επίπεδο είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου και τη διαμόρφωση ομοιόμορφης δικαιοδοτικής πρακτικής ή για την περαιτέρω διάπλαση του δικαίου.
Αρμοδιότητα είναι το δικαίωμα και η υποχρέωση ενός προσώπου να ασκεί τα δικονομικά του δικαιώματα ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου. Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε γενική, προαιρετική ή αποκλειστική.
Η γενική αρμοδιότητα καθορίζει το δικαστήριο στο οποίο μπορούν να κατατεθούν αγωγές κατά ενός προσώπου και στο οποίο μπορούν να ασκηθούν άλλες διαδικαστικές πράξεις σε σχέση με ένα πρόσωπο, εκτός εάν ο νόμος ορίζει ότι η αγωγή μπορεί να κατατεθεί ή η πράξη μπορεί να ασκηθεί σε άλλο δικαστήριο.
Η συντρέχουσα αρμοδιότητα καθορίζει το δικαστήριο στο οποίο μπορούν να κατατεθούν αγωγές κατά ενός προσώπου και να ασκηθούν άλλες διαδικαστικές πράξεις σε σχέση με ένα πρόσωπο, επιπλέον της γενικής αρμοδιότητας. Αυτό σημαίνει ότι αγωγή η οποία αφορά περιουσιακή αξίωση και ασκείται κατά φυσικού προσώπου μπορεί να κατατεθεί επίσης στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος μακροχρόνιας κατοικίας του προσώπου. Εάν ένα πρόσωπο διαμένει σε άλλο κράτος, αγωγή η οποία αφορά περιουσιακή αξίωση μπορεί να κατατεθεί επίσης κατά του εν λόγω προσώπου στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η τοποθεσία του περιουσιακού στοιχείου για το οποίο κατατίθεται η αξίωση ή στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η τοποθεσία άλλου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στο εν λόγω πρόσωπο.
Η αποκλειστική αρμοδιότητα καθορίζει το μοναδικό δικαστήριο το οποίο μπορεί να επιληφθεί αστικής υπόθεσης. Η αρμοδιότητα σε περιπτώσεις αιτήσεων είναι αποκλειστική, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αποκλειστική αρμοδιότητα μπορεί να καθοριστεί, για παράδειγμα, από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται ένα ακίνητο, την έδρα νομικού προσώπου κ.λπ.
Αγωγή κατά φυσικού προσώπου μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος κατοικίας του εν λόγω προσώπου, και αγωγή κατά νομικού προσώπου μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του νομικού προσώπου. Εάν ο τόπος κατοικίας φυσικού προσώπου δεν είναι γνωστός, αγωγή κατά του εν λόγω προσώπου μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τελευταίος γνωστός τόπος κατοικίας του προσώπου.
Αγωγή κατά πολίτη της Δημοκρατίας της Εσθονίας ο οποίος διαμένει στο εξωτερικό και απολαμβάνει ετεροδικίας ή κατά πολίτη της Δημοκρατίας της Εσθονίας ο οποίος εργάζεται στο εξωτερικό και είναι δημόσιος υπάλληλος μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τελευταίος τόπος κατοικίας του εν λόγω προσώπου στην Εσθονία. Εάν το πρόσωπο δεν είχε κατοικία στην Εσθονία, αγωγή κατά του εν λόγω προσώπου μπορεί να κατατεθεί στο περιφερειακό δικαστήριο Harju (Harju Maakohus). Αγωγή κατά φορέα της Δημοκρατίας της Εσθονίας ή αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του εν λόγω κρατικού φορέα ή της αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης. Εάν ο κρατικός φορέας δεν μπορεί να καθοριστεί, η αγωγή κατατίθεται στο περιφερειακό δικαστήριο Harju. Εάν η αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να καθοριστεί, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του δήμου ή της κοινότητας.
Αγωγή κατά φορέα της Δημοκρατίας της Εσθονίας ή αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του εν λόγω κρατικού φορέα ή της αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης.
Εάν ο κρατικός φορέας δεν μπορεί να καθοριστεί, η αγωγή κατατίθεται στο περιφερειακό δικαστήριο Harju. Εάν η αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να καθοριστεί, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του δήμου ή της κοινότητας. Ο ενάγων μπορεί επίσης να καταθέσει αγωγή στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η δική του κατοικία.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, ένα πρόσωπο μπορεί να επιλέξει ένα δικαστήριο στο οποίο μπορούν να κατατεθούν αγωγές κατά ενός προσώπου και να ασκηθούν άλλες διαδικαστικές πράξεις σε σχέση με ένα πρόσωπο, επιπλέον της γενικής αρμοδιότητας.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, η αρμοδιότητα είναι αποκλειστική. Η αποκλειστική αρμοδιότητα καθορίζει το μοναδικό δικαστήριο το οποίο μπορεί να επιληφθεί αστικής υπόθεσης. Η αρμοδιότητα σε περιπτώσεις αιτήσεων είναι αποκλειστική, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο.
1) Αρμοδιότητα βάσει του τόπου στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο – αγωγή με ένα από τα ακόλουθα αντικείμενα κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η τοποθεσία του ακινήτου:
Αγωγή που αφορά δουλεία, εμπράγματο βάρος ή δικαίωμα προτίμησης κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται το ακίνητο που βαρύνεται με δουλεία ή άλλο εμπράγματο βάρος.
2) Αξίωση παύσης εφαρμογής τυποποιημένων όρων – αξίωση παύσης εφαρμογής αθέμιτου τυποποιημένου όρου ή παύσης και απόσυρσης της σύστασης του όρου από το πρόσωπο που συνιστά την εφαρμογή του όρου (άρθρο 45 του νόμου για τις συμβατικές ενοχές (võlaõigusseadus)) κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος επαγγελματικής δραστηριότητας του εναγομένου ή, απουσία τέτοιου, στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος κατοικίας ή η έδρα του εναγομένου. Εάν ο εναγόμενος δεν έχει τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατοικία ή έδρα στην Εσθονία, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την κατά τόπον αρμοδιότητα υπάγεται η εφαρμογή του τυποποιημένου όρου.
3) Αρμοδιότητα υπόθεσης ανάκλησης απόφασης οργάνου νομικού προσώπου ή αναγνώρισης της ακυρότητάς της – αγωγή ανάκλησης απόφασης οργάνου νομικού προσώπου ή αναγνώρισης της ακυρότητάς της κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η έδρα του νομικού προσώπου.
4) Δικαιοδοσία σε γαμικές διαφορές
Ως γαμικές διαφορές νοούνται αστικές υποθέσεις στις οποίες εκδικάζονται αγωγές με αντικείμενο:
Εσθονικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί γαμικής διαφοράς εφόσον:
Σε γαμική διαφορά η οποία εκδικάζεται από εσθονικό δικαστήριο, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κοινή κατοικία των συζύγων ή, απουσία τέτοιας, στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του εναγομένου. Εάν η κατοικία του εναγομένου δεν είναι στην Εσθονία, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία κοινού ανήλικου τέκνου των διαδίκων και, απουσία κοινού ανήλικου τέκνου, στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του ενάγοντος.
Εάν η περιουσία απόντος προσώπου έχει τεθεί υπό επιμέλεια λόγω αφάνειας του εν λόγω προσώπου ή εάν έχει οριστεί επίτροπος για πρόσωπο με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα ή εάν ένα πρόσωπο εκτίει ποινή φυλάκισης, αγωγή διαζυγίου κατά του εν λόγω προσώπου μπορεί να κατατεθεί επίσης στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του ενάγοντος.
5) Αρμοδιότητα σε διαφορές που αφορούν γονικές σχέσεις και διατροφή – διαφορά που αφορά γονική σχέση συνιστά αστική υπόθεση στην οποία εκδικάζεται αγωγή αναγνώρισης της γονικής σχέσης ή αμφισβήτησης της καταχώρισης γονέα στο πιστοποιητικό γέννησης τέκνου ή στο μητρώο πληθυσμού. Εσθονικό δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί διαφοράς που αφορά γονική σχέση, εφόσον τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων είναι πολίτης της Δημοκρατίας της Εσθονίας ή τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει κατοικία στην Εσθονία. Σε διαφορά που αφορά γονική σχέση και πρόκειται να εκδικαστεί από εσθονικό δικαστήριο, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του τέκνου. Εάν η κατοικία του τέκνου δεν είναι στην Εσθονία, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του εναγομένου. Εάν η κατοικία του εναγομένου δεν είναι στην Εσθονία, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του ενάγοντα.
Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε διαφορές που αφορούν διατροφή. Ως διαφορά που αφορά διατροφή νοείται αστική υπόθεση στην οποία εκδικάζεται αγωγή με αξίωση:
Εάν μια υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα περισσότερων εσθονικών δικαστηρίων ταυτόχρονα, ο προσφεύγων δικαιούται να επιλέξει το δικαστήριο στο οποίο θα καταθέσει την αίτησή του. Στις περιπτώσεις αυτές, η υπόθεση εκδικάζεται από το δικαστήριο που παρέλαβε πρώτο την αίτηση.
Εάν μια αγωγή κατατεθεί στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος κατοικίας ή η έδρα του εναγομένου ή στο δικαστήριο αποκλειστικής αρμοδιότητας, η υπόθεση εκδικάζεται στο δικαστικό μέγαρο στου οποίου την κατά τόπον αρμοδιότητα υπάγεται ο τόπος κατοικίας ή η έδρα του εναγομένου ή ο τόπος σύμφωνα με τον οποίο καθορίζεται η αποκλειστική αρμοδιότητα. Εάν περισσότεροι τόποι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της αρμοδιότητας υπάγονται στην κατά τόπον αρμοδιότητα ενός περιφερειακού δικαστηρίου, αλλά βρίσκονται σε περιοχές που εξυπηρετούνται από διαφορετικά δικαστικά μέγαρα, ο ενάγων επιλέγει το δικαστικό μέγαρο στο οποίο θα εκδικαστεί η υπόθεση. Εάν ο ενάγων δεν προβεί στην εν λόγω επιλογή, το δικαστήριο καθορίζει πού θα εκδικαστεί η υπόθεση.
Υποθέσεις βάσει αίτησης εκδικάζονται στο δικαστικό μέγαρο του οποίου η κατά τόπον αρμοδιότητα περιλαμβάνει τον τόπο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της αρμοδιότητας. Εάν διαφορετικοί τόποι οι οποίοι καθορίζουν την αρμοδιότητα παραμένουν εντός της κατά τόπον αρμοδιότητας ενός περιφερειακού δικαστηρίου, αλλά βρίσκονται σε περιοχές που εξυπηρετούνται από διαφορετικά δικαστικά μέγαρα, το δικαστήριο καθορίζει πού θα εκδικαστεί η υπόθεση.
Η ταχεία διαδικασία για τις υποθέσεις διαταγών πληρωμής διεξάγεται στο δικαστικό μέγαρο Haapsalu του περιφερειακού δικαστηρίου Pärnu (Pärnu Maakohtu Haapsalu kohtumaja). Άλλες αστικές υποθέσεις υπόκεινται στις προαναφερθείσες αρχές περί αρμοδιότητας.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.