

Poišči informacije po področjih
Το βάρος της απόδειξης φέρει ο διάδικος του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται αρνητικά εάν η προσπάθεια προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων αποβεί ανεπιτυχής.
Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, είναι υποχρέωση των διαδίκων να προσκομίσουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη νομική τους διαφορά. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, οι νομικές συνέπειες της μη προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων εντός της καθορισμένης προθεσμίας ή της ελλιπούς διεξαγωγής αποδείξεων βαρύνουν τον διάδικο που φέρει το βάρος της απόδειξης. Σε γενικές γραμμές, τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για να αποφανθεί το δικαστήριο επί μιας διαφοράς πρέπει να αποδεικνύονται από τον διάδικο που έχει συμφέρον να τα δεχτεί το δικαστήριο ως αληθή.
Η ουγγρική νομοθεσία αποδέχεται την έννοια των τεκμηρίων (παραδοχές που πρέπει να θεωρούνται αληθείς ελλείψει αποδείξεων περί του αντιθέτου). Στο οικογενειακό δίκαιο, υπάρχει περιορισμένος αριθμός αμάχητων τεκμηρίων και πραγματικών περιστατικών για τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει ανταπόδειξη.
Οι ουγγρικοί κανόνες πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπουν ελάχιστο βαθμό βεβαιότητας του δικαστηρίου. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, το δικαστήριο δεν περιορίζεται στην εφαρμογή ειδικών επίσημων κανόνων, μεθόδων ή μέσων απόδειξης και είναι ελεύθερο να βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από τους διαδίκους ή σε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία κατάλληλα για τη στοιχειοθέτηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει για τα προβλεπόμενα από τον νόμο τεκμήρια, μεταξύ άλλων και για τις νομοθετικές διατάξεις που ορίζουν ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά πρέπει να θεωρούνται αληθή εκτός εάν προσκομιστούν αποδείξεις περί του αντιθέτου. Το δικαστήριο στοιχειοθετεί τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης συγκρίνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από τους διαδίκους και άλλα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παράθεσης των πραγματικών περιστατικών. Το δικαστήριο εκτιμά τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους και εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την πεποίθησή του.
Το δικαστήριο προβαίνει σε διεξαγωγή αποδείξεων για να στοιχειοθετήσει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για αποφανθεί επί μιας διαφοράς.
Σε γενικές γραμμές, τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για την έκδοση απόφασης επί μιας διαφοράς πρέπει να αποδεικνύονται από τον διάδικο που έχει συμφέρον να τα δεχτεί το δικαστήριο ως αληθή. Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση αποδείξεων αυτεπαγγέλτως, εάν αυτό επιτρέπεται από τον νόμο.
Εξετάζονται μάρτυρες, λαμβάνονται γνωμοδοτήσεις από διορισμένους πραγματογνώμονες και, εάν χρειάζεται, εξετάζονται και οι πραγματογνώμονες. Διενεργούνται αυτοψίες και οι κάτοχοι έγγραφων και υλικών αποδείξεων καλούνται να προσκομίσουν αυτές τις αποδείξεις.
Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από καμία αίτηση ή απόφαση για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ή να ακυρώσει αίτηση που είχε προηγουμένως γίνει δεκτή για την προσκόμιση αποδείξεων (ή την εκ νέου υποβολή αποδεικτικών στοιχείων ή την προσκόμιση περαιτέρω αποδείξεων), εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης επί της διαφοράς. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, το δικαστήριο πρέπει να απορρίψει αίτηση για προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εάν ο διάδικος δεν την υποβάλει εντός της καθορισμένης προθεσμίας με δική του υπαιτιότητα, ή εάν η αίτηση υποβλήθηκε κατά τρόπο ασύμβατο με τη δέουσα διαδικασία.
Τα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνουν αποδείξεις που λαμβάνονται από μάρτυρες, πραγματογνωμοσύνες, αυτοψίες και έγγραφες και υλικές αποδείξεις. Δεν μπορούν να γίνουν ένορκες βεβαιώσεις κατά τη διαδικασία.
Σύμφωνα με την αρχή της άμεσης απόδειξης, κατά γενικό κανόνα οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες καταθέτουν στοιχεία σε άμεση ακρόαση.
Οι έγγραφες αποδείξεις πρέπει να προσκομίζονται από τον διάδικο που φέρει το βάρος της απόδειξης με τη μορφή συνημμένου εγγράφου ή να προσκομίζονται στην ακρόαση με τη μορφή εγγράφου που υποστηρίζει τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία. Κατόπιν αιτήματος αυτού του διαδίκου, ο αντίδικος μπορεί επίσης να κληθεί από το δικαστήριο να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο έχει στην κατοχή του το οποίο πρέπει επίσης να κοινοποιηθεί ή να προσκομιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου. Εάν το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή τρίτου που δεν εμπλέκεται στη διαδικασία, ο εν λόγω τρίτος πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας και, ταυτόχρονα, υποχρεούται να προσκομίσει το σχετικό έγγραφο. Εάν το έγγραφο που αναφέρεται ως έγγραφη απόδειξη βρίσκεται στην κατοχή δικαστηρίου, άλλης αρχής, συμβολαιογράφου αστικού δικαίου ή οργανισμού και ο διάδικος δεν μπορεί να απαιτήσει ο ίδιος την κοινοποίησή του, το δικαστήριο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την απόκτηση του εγγράφου κατόπιν αιτήματος του διαδίκου.
Γενικά, όχι.
Γενικά, δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για παράδειγμα σε διαδικασίες για την κήρυξη της ανικανότητας ενός προσώπου, το δικαστήριο οφείλει να καλέσει ψυχίατρο ως ιατρικό πραγματογνώμονα για να αξιολογήσει τη διανοητική κατάσταση του εναγομένου.
Ναι, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να αρνηθούν να καταθέσουν.
Τα ακόλουθα πρόσωπα μπορούν να αρνηθούν να δώσουν κατάθεση:
Το δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει την πληρωμή των εξόδων και να επιβάλει πρόστιμο στις εξής περιπτώσεις:
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή μάρτυρα ή πραγματογνώμονα που απουσιάζει (ή έχει αποχωρήσει) από τη δίκη. Ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας πρέπει να προσαχθεί διά της βίας στο δικαστήριο αν κατ' επανάληψη δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου παρά τη νόμιμη κλήτευσή του (διαταγή) και δεν έχει δικαιολογήσει εκ των προτέρων την απουσία του με βάσιμη αιτιολογία, ή αν αποχωρήσει χωρίς άδεια. Η αμοιβή πραγματογνώμονα που δεν υποβάλλει γνωμοδότηση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μπορεί να μειωθεί.
Τα ανωτέρω μέτρα καταναγκασμού δεν λαμβάνονται έναντι ανήλικων μαρτύρων ηλικίας κάτω των 14 ετών. Αν ο νόμιμος αντιπρόσωπος του ανηλίκου δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος για τη μη εμφάνιση του ανήλικου μάρτυρα στο δικαστήριο, ο αντιπρόσωπος υπόκειται σε κυρώσεις ή καλείται να καταβάλει τα σχετικά έξοδα.
Πρόσωπα που δεν αναμένεται να δώσουν αξιόπιστη κατάθεση λόγω σωματικής ή διανοητικής αναπηρίας δεν μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες.
Οι μάρτυρες που δεν έχουν απαλλαγεί από την υποχρέωσή τους για τήρηση απορρήτου δεν μπορούν να εξεταστούν σε υποθέσεις που αφορούν διαβαθμισμένες πληροφορίες.
Ανήλικοι κάτω των 14 ετών μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες μόνον εάν θεωρείται ότι αποτελούν τη μοναδική πηγή αποδεικτικών στοιχείων.
Οι μάρτυρες εμφανίζονται στη δίκη με κλήτευση του δικαστηρίου, όπου καταρχήν εξετάζονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή, στην περίπτωση μονομελούς, από τον δικαστή που εκδικάζει την υπόθεση. Τα άλλα μέλη του δικαστηρίου μπορούν επίσης να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες. Οι διάδικοι μπορούν επίσης να θέτουν ερωτήσεις. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορεί επίσης να επιτρέψει στους διαδίκους, κατόπιν αιτήματός τους, να απευθύνουν τις ερωτήσεις τους απευθείας στον μάρτυρα. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αποφασίζει εάν θα επιτρέψει στους διαδίκους να θέσουν ερωτήσεις απευθείας στον μάρτυρα.
Σε δίκες εξαιρετικής σημασίας [αγωγές για την εκτέλεση ή θεμελίωση αξιώσεων πληρωμής ποσών που υπερβαίνουν τα 400 εκατομμύρια ουγγρικά φιορίνια, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των περιφερειακών δικαστηρίων (törvényszék)], ο πρόεδρος του δικαστηρίου διευθύνει την ακροαματική διαδικασία, αλλά οι διάδικοι μπορούν να θέτουν ερωτήσεις απευθείας στους μάρτυρες. Μετά τους διαδίκους, ο πρόεδρος και τα λοιπά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου μπορούν επίσης να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες. Εάν κανένας από τους διαδίκους δεν επιθυμεί να ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα, οι μάρτυρες εξετάζονται καταρχάς από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, κατόπιν από τα άλλα μέλη του δικαστηρίου και τέλος από τον διάδικο που ζητεί την εξέταση του μάρτυρα, ενώ στη συνέχεια μπορεί και ο αντίδικος να υποβάλει ερωτήσεις. Ο αντίδικος μπορεί να προβάλει ένσταση σε οποιαδήποτε ερώτηση τίθεται από διάδικο στον μάρτυρα η οποία ενδέχεται να επηρεάσει αθέμιτα την απάντηση του μάρτυρα, υποδεικνύει συγκεκριμένη απάντηση, δεν σχετίζεται με την υπόθεση ή αφορά πραγματικό περιστατικό που έχει ήδη διευκρινιστεί. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αποφασίζει αν θα κάνει δεκτή την ένσταση κατά της ερώτησης.
Το δικαστήριο στοιχειοθετεί τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης συγκρίνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από τους διαδίκους και άλλα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παράθεσης των πραγματικών περιστατικών. Το δικαστήριο εκτιμά τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους και εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την πεποίθησή του.
Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτώνται παράνομα μπορούν να ληφθούν υπόψη σε αστικές διαδικασίες, αλλά εάν αυτά τα στοιχεία παραβιάζουν τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, ο διάδικος που υποβάλλει τα στοιχεία μπορεί να διωχθεί για την παράβαση αυτή. Σε διοικητικές διαδικασίες –δεδομένου ότι σε αυτές τις διαδικασίες ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομική εγκυρότητα διοικητικής απόφασης– τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αντιμετωπίζονται διαφορετικά, δηλαδή οι αποδείξεις που σχετίζονται με πραγματικό περιστατικό που αποτελεί τη βάση της απόφασης διοικητικής αρχής, οι οποίες δεν έχουν αποκτηθεί νόμιμα στο πλαίσιο των ενεργειών της αρχής πριν από τη διαδικασία, δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται στη δίκη ως έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία για τη νομιμότητα της απόφασης.
Ναι, όμως το αληθές της κατάθεσης θα εκληφθεί ως δεδομένο από το δικαστήριο μόνον εάν ο αντίδικος δεν το αμφισβητήσει και το δικαστήριο δεν έχει αμφιβολίες για το αληθές της κατάθεσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το περιεχόμενο της κατάθεσης υπόκειται στο βάρος της απόδειξης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.