Εγχειρίδιο

4.1. Το νομικό πλαίσιο σε ποινικές υποθέσεις

68. Σε ποινικές υποθέσεις, το άρθρο 10 της Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του 2000 προβλέπει το νομικό πλαίσιο για διασυνοριακές υποθέσεις. Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

  • (α) κατά την εξέταση παρίσταται, επικουρούμενη από διερμηνέα, αν αυτό απαιτείται, δικαστική αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η οποία και είναι υπεύθυνη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του προς εξέταση προσώπου, καθώς και για την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του δικαίου του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αν η δικαστική αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κρίνει ότι, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους αυτού, λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εξέτασης σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αρχές•
  • (β) μέτρα για την προστασία του προς εξέταση προσώπου θα συμφωνούνται, εφόσον απαιτείται, μεταξύ των αρμοδίων αρχών του αιτούντος και του προς το οποίο η αίτηση κράτους μέλους•
  • (γ) η εξέταση διενεργείται απευθείας από τη δικαστική αρχή του αιτούντος κράτους μέλους, ή υπό την καθοδήγησή της, και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους•
  • (δ) εάν το ζητήσει το αιτούν κράτος μέλος ή το πρόσωπο το οποίο πρόκειται να εξεταστεί, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μεριμνά ώστε το προς εξέταση πρόσωπο να επικουρείται από τον διερμηνέα, εφόσον χρειάζεται•
  • (ε) το προς εξέταση πρόσωπο δικαιούται να επικαλεσθεί το δικαίωμα να μην καταθέσει, που ενδεχομένως του αναγνωρίζει είτε το δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση είτε το δίκαιο του αιτούντος κράτους μέλους.

69. Το άρθρο 10 της Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων θεσπίζει την αρχή ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει αίτηση εξέτασης μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης για πρόσωπο που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Τέτοια αίτηση μπορεί να γίνει όταν οι δικαστικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους ζητούν από το εν λόγω πρόσωπο να εξετασθεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αλλά δεν είναι σκόπιμο ή δυνατόν το πρόσωπο αυτό να ταξιδέψει στο κράτος αυτό για την εξέταση. Δεν θα ήταν «σκόπιμο» για παράδειγμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μάρτυρας είναι πολύ νέος, πολύ ηλικιωμένος ή τον εμποδίζουν λόγοι υγείας• δεν θα ήταν «δυνατό» για παράδειγμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μάρτυρας θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο εάν εμφανιζόταν αυτοπροσώπως στο αιτούν κράτος μέλος.

70. Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πρέπει να συμφωνήσει για την εικονοτηλεδιάσκεψη υπό τον όρο ότι η εξέταση δεν αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του και ότι διαθέτει τις τεχνικές ικανότητες να διεξαγάγει την εξέταση. Εν προκειμένω η αναφορά στις «θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του» αφήνει να εννοηθεί ότι η αίτηση δεν μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο και μόνο ότι η εξέταση των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων με εικονοτηλεδιάσκεψη δεν προβλέπεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ή ότι μία ή περισσότερες λεπτομερείς προϋποθέσεις για τη διενέργεια εξέτασης με εικονοτηλεδιάσκεψη δεν θα πληρούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Όταν λείπουν τα σχετικά τεχνικά μέσα, το αιτούν κράτος μέλος μπορεί, εφόσον συμφωνεί το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, να παράσχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη διενέργεια της εξέτασης.

71. Οι αιτήσεις εξέτασης με εικονοτηλεδιάσκεψη περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την αρχή που υποβάλλει την αίτηση, το αντικείμενο και τους λόγους της αίτησης όταν αυτό είναι δυνατό, την ταυτότητα και ιθαγένεια του εν λόγω προσώπου και όταν χρειάζεται το όνομα και την διεύθυνση του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθούν έγγραφα. Η αίτηση περιλαμβάνει επίσης τον λόγο για τον οποίο δεν είναι σκόπιμο ή δυνατό να παραστεί αυτοπροσώπως ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας, το όνομα της δικαστικής αρχής και τα ονόματα των προσώπων που θα διενεργήσουν την εξέταση. Η πληροφορία αυτή αναφέρεται μέσα στη Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του 2000. Η δικαστική αρχή του κράτους προς το οποίο η αίτηση κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο να παραστεί σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζει η νομοθεσία του.

72. Το άρθρο 10, παράγραφος 8 της Σύμβασης ΑΔΣ του 2000 προβλέπει ότι, εάν πρόσωπο αρνηθεί να καταθέσει ή δεν καταθέσει σύμφωνα με την αλήθεια κατά τη διάρκεια εξέτασης με εικονοτηλεδιάσκεψη, το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο εξεταζόμενος πρέπει να μπορεί να τον αντιμετωπίσει όπως ακριβώς θα έκανε εάν η εξέταση διενεργείτο σύμφωνα με τις εθνικές του διαδικασίες. Αυτό αποτελεί απόρροια του γεγονότος ότι η υποχρέωση κατάθεσης σε εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη δυνάμει της εν λόγω παραγράφου γεννάται βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η παράγραφος ιδίως επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι, αν μάρτυρας δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να καταθέσει, θα υποστεί συνέπειες της συμπεριφοράς του αντίστοιχες προς αυτές που θα ίσχυαν σε μια εσωτερική υπόθεση χωρίς τη χρήση εικονοτηλεδιάσκεψης.

73. Το άρθρο 10, παράγραφος 9 επεκτείνει τη χρήση της εικονοτηλεδιάσκεψης στην εξέταση κατηγορούμενου. Κάθε κράτος μέλος είναι πλήρως ελεύθερο να αποφασίσει αν θα δεχθεί ή όχι να εκτελέσει παραγγελίες για τη διενέργεια τέτοιου είδους εξέτασης. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβεί σε γενική δήλωση ότι δεν πρόκειται να δέχεται αυτές τις παραγγελίες . Ο κατηγορούμενος πρέπει οπωσδήποτε να δώσει τη συγκατάθεσή του πριν από την διενέργεια της εξέτασης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 17/11/2021

Για τη διαχείριση αυτής της ιστοσελίδας υπεύθυνη είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα σελίδα δεν απηχούν κατ’ ανάγκη την επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Παρακαλείσθε να συμβουλευθείτε την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου σχετικά με το καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που διέπει τις σελίδες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.