Διαμεσολάβηση σε χώρες της ΕΕ

Λουξεµβούργο

Αντί να προσφύγετε στα δικαστήρια, γιατί να μην προσπαθήσετε να επιλύσετε τη διαφορά σας με διαμεσολάβηση; Η διαμεσολάβηση είναι μια μορφή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της οποίας ο διαμεσολαβητής βοηθά τα πρόσωπα που έχουν μεταξύ τους μια διαφορά να καταλήξουν σε συμφωνία. Η κυβέρνηση και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου έχουν επίγνωση των πλεονεκτημάτων της διαμεσολάβησης.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Λουξεµβούργο

Σε ποιον να απευθυνθώ;

Δεν υπάρχει κεντρικός οργανισμός υπεύθυνος για την εποπτεία των διαμεσολαβητών.

Εκτός από τη διαμεσολάβηση σε συγκεκριμένους τομείς (τράπεζες, ασφάλειες, κ.λπ.) και εκτός από τον Διαμεσολαβητή που είναι υπεύθυνος για τη διαμεσολάβηση σε διοικητικές υποθέσεις, και από την Επιτροπή διαμεσολάβησης για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού (Ombudskommittee fir t’Rechter vun de Kanner), οι ακόλουθες νομικές ενώσεις δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης:

Για ποια θέματα επιτρέπεται ή/και συνηθίζεται περισσότερο η προσφυγή σε διαμεσολάβηση;

Η διαμεσολάβηση επιτρέπεται κυρίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • σε διοικητικές υποθέσεις,
  • σε ποινικές υποθέσεις,
  • σε οικογενειακές υποθέσεις,
  • ας εμπορικές υποθέσεις,
  • σε υποθέσεις προβλημάτων μεταξύ γειτόνων.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις είναι ο συναινετικός της χαρακτήρας, το απόρρητο της διαδικασίας, καθώς και η ανεξαρτησία, η αμεροληψία και η αποτελεσματικότητα του διαμεσολαβητή. Η διαμεσολάβηση μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος της διαφοράς. Περιλαμβάνει τόσο τη συμβατική διαμεσολάβηση όσο και τη δικαστική διαμεσολάβηση, ενώ προνομιακή θέση κατέχει η διαμεσολάβηση σε οικογενειακές υποθέσεις.

Στο πλαίσιο της συμβατικής διαμεσολάβησης (médiation conventionnelle), κάθε μέρος μπορεί να προτείνει στο άλλο ή στα άλλα μέρη, ανεξαρτήτως κάθε δικαστικής διαδικασίας ή διαιτησίας, να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση σε κάθε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας εφόσον η υπόθεση δεν τεθεί υπό διάσκεψη.

Στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης κατόπιν παραπομπής από τη δικαιοσύνη, που καλείται δικαστική διαμεσολάβηση (médiation judiciaire), ο δικαστής έχει ήδη επιληφθεί διαφοράς σε αστική, εμπορική ή οικογενειακή υπόθεση και μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στη δικαστική διαμεσολάβηση ανά πάσα στιγμή της διαδικασίας, αλλά πριν από τη διάσκεψη του δικαστηρίου, εκτός από την περίπτωση υποθέσεων ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ή ασφαλιστικών μέτρων. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τους διαδίκους σε διαμεσολάβηση αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, αλλά σε κάθε περίπτωση οι διάδικοι πρέπει να συμφωνούν. Όταν ο δικαστής επιλαμβάνεται διαφοράς που αφορά πρόβλημα οικογενειακού δικαίου –και σε αυστηρά καθορισμένες περιπτώσεις– μπορεί να προτείνει στους διαδίκους μέτρο διαμεσολάβησης και να διατάξει να πραγματοποιηθεί δωρεάν ενημερωτική συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας θα επεξηγηθούν οι αρχές, η διαδικασία και τα αποτελέσματα της διαμεσολάβησης.

Σε ποινικές υποθέσεις ο Εισαγγελέας μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, πριν αποφασίσει σχετικά με την άσκηση ποινικής δίωξης, να αποφασίσει να προσφύγει σε διαμεσολάβηση αν:

  • ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα· ή
  • να θέσει τέλος στο πρόβλημα που προκύπτει από την παράβαση· ή
  • να συμβάλει στην κοινωνική επανένταξη του δράστη της παράβασης.

Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση δεν εμποδίζει τη λήψη μεταγενέστερης απόφασης για την άσκηση ποινικής δίωξης, ιδίως αν δεν τηρηθούν οι όροι της διαμεσολάβησης.

Ισχύουν ειδικοί κανόνες στην περίπτωση αυτή;

Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση είναι εντελώς προαιρετική.

Η διαμεσολάβηση σε διοικητικές υποθέσεις και η διαμεσολάβηση σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και οι καλούμενες «τομεακές» διαμεσολαβήσεις διέπονται από ειδικούς νόμους.

Ενημέρωση και κατάρτιση

Διαμεσολαβητής σε ποινικές υποθέσεις

Ο νόμος της 6ης Μαΐου 1999 και ο κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου της 31ης Μαΐου 1999 θέσπισαν ένα καθεστώς διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις. Έτσι, ο Εισαγγελέας μπορεί, πριν αποφασίσει σχετικά με την άσκηση ποινικής δίωξης, να προσφύγει σε διαμεσολάβηση, αν πιστεύει ότι ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα ή να θέσει τέλος στο πρόβλημα που προκύπτει από την παράβαση ή ακόμη να συμβάλει στην κοινωνική επανένταξη του δράστη της παράβασης. Όταν ο Εισαγγελέας αποφασίσει να προσφύγει σε διαμεσολάβηση σε ποινικές υποθέσεις, μπορεί να ορίσει για την άσκηση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή οποιοδήποτε πρόσωπο διαθέτει σχετική πιστοποίηση.

Όσον αφορά τη διαπίστευση:

Το πρόσωπο που επιθυμεί να λάβει διαπίστευση διαμεσολαβητή σε ποινικές υποθέσεις υποβάλει σχετικό αίτημα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος αποφασίζει σχετικά με το αίτημα αυτό, αφού ζητήσει τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.

Διαμεσολαβητής σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

Ο νόμος της 24ης Φεβρουαρίου 2012 δημιούργησε εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις με την προσθήκη νέου τίτλου στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μέσω του νόμου αυτού, το Λουξεμβούργο μετέφερε στο εθνικό του δίκαιο την οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και ενσωμάτωσε τις αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω οδηγία για τις διασυνοριακές διαφορές προκειμένου να τις εφαρμόσει και στις εθνικές διαφορές. Ο νόμος συμπληρώνεται από τον κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου, της 25ης Ιουνίου 2012, για τον καθορισμό της διαδικασίας διαπίστευσης των δικαστικών και οικογενειακών διαμεσολαβητών, του προγράμματος ειδικής κατάρτισης στη διαμεσολάβηση και της πραγματοποίησης δωρεάν ενημερωτικής συνάντησης.

Ο διαμεσολαβητής είναι τρίτος που έχει ως αποστολή να ακούσει τις απόψεις των μερών μαζί ή ενδεχομένως και χωριστά, με σκοπό την επίλυση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει λύση στα μέρη αλλά τα καλεί να συμφωνήσουν σε φιλική λύση μετά από διαπραγματεύσεις.

Η δικαστική διαμεσολάβηση και η διαμεσολάβηση σε οικογενειακές υποθέσεις μπορούν να διενεργηθούν από διαπιστευμένο ή μη διαπιστευμένο διαμεσολαβητή. Ως διαπιστευμένος διαμεσολαβητής νοείται το φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει διαπίστευση για τον σκοπό αυτό από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Σε περίπτωση συμβατικής διαμεσολάβησης και σε περίπτωση διασυνοριακής διαφοράς, τα μέρη μπορούν να προσφύγουν σε μη διαπιστευμένο διαμεσολαβητή.

Όσον αφορά τη διαπίστευση:

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι η αρμόδια αρχή για τη διαπίστευση των διαμεσολαβητών. Σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις οι διαμεσολαβητές δεν χρειάζονται διαπίστευση για τη συμβατική διαμεσολάβηση.

Κάθε φυσικό πρόσωπο μπορεί να ζητήσει να λάβει διαπίστευση αν πληροί, αφενός, τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο της 24ης Φεβρουαρίου 2012 για την καθιέρωση της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στον κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου, της 25ης Ιουνίου 2012, για τον καθορισμό της διαδικασίας διαπίστευσης των δικαστικών και οικογενειακών διαμεσολαβητών, του προγράμματος ειδικής κατάρτισης στη διαμεσολάβηση και της πραγματοποίησης δωρεάν ενημερωτικής συνάντησης.

Δυνάμει της προαναφερθείσας οδηγίας 2008/52/ΕΚ και του άρθρου 1251-3 παράγραφος 1 εδάφιο 3 του νόμου της 24ης Φεβρουαρίου 2012 για τη διαμεσολάβηση, ο πάροχος υπηρεσιών διαμεσολάβησης ο οποίος πληροί ισοδύναμες ή κατ’ ουσία συγκρίσιμες απαιτήσεις έγκρισης σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαλλάσσεται από την υποχρέωση διαπίστευσης στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

Η διαπίστευση χορηγείται επ’ αόριστον.

Το άρθρο 1251-3 παράγραφος 2 του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ο προαναφερθείς κανονισμός της 25ης Ιουνίου 2012 του μεγάλου Δουκάτου, διατυπώνουν τις σωρευτικές προϋποθέσεις για τα φυσικά πρόσωπα που επιθυμούν να λάβουν διαπίστευση:

  1. Το πρόσωπο πρέπει να παρέχει εγγυήσεις εντιμότητας, αποτελεσματικότητας, κατάρτισης, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας
  2. Το πρόσωπο πρέπει να προσκομίσει απόσπασμα ποινικού μητρώου του Λουξεμβούργου ή παρόμοιο έγγραφο που εκδίδεται από τις αρμόδιας αρχές της χώρας διαμονής του στην οποία ο αιτών έχει διαμείνει τα τελευταία πέντε έτη
  3. Το πρόσωπο πρέπει να μην έχει στερηθεί των αστικών και πολιτικών του δικαιωμάτων
  4. Το πρόσωπο πρέπει να έχει διαθέτει ειδική κατάρτιση στη διαμεσολάβηση που βεβαιώνεται:
  • με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη διαμεσολάβηση από το Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου ή από πανεπιστήμιο, ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα που παρέχει το ίδιο επίπεδο κατάρτισης, το οποίο έχει καθοριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
  • είτε με τριετή επαγγελματική εμπειρία που συμπληρώνεται από «ειδική κατάρτιση στη διαμεσολάβηση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού της 25ης Ιουνίου 2012 του Μεγάλου Δουκάτου·
  • είτε με κατάρτιση στη διαμεσολάβηση που αναγνωρίζεται από κράτος μέλος της Ένωσης.

Το Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου προσφέρει ειδικό πρόγραμμα κατάρτισης (μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών) στη διαμεσολάβηση.

Ποιο είναι το κόστος της διαμεσολάβησης;

Συχνά, πρόκειται περί δωρεάν διαδικασίας. Σημειώνεται με σαφήνεια αν απαιτείται αμοιβή για τη διαδικασία αυτή.

Στο πλαίσιο της συμβατικής διαμεσολάβησης, η αμοιβή των διαμεσολαβητών καθορίζεται ελεύθερα. Τα έξοδα και η αμοιβή στην περίπτωση αυτή βαρύνουν εξίσου τα μέρη, εκτός αν αυτά αποφασίσουν διαφορετικά.

Στο πλαίσιο της δικαστικής διαμεσολάβησης και της διαμεσολάβησης σε οικογενειακές υποθέσεις, η αμοιβή καθορίζεται με κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου.

Είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας που έχει προκύψει από διαμεσολάβηση;

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμφωνίες που προέρχονται από διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχουν την ίδια αποδεικτική αξία με τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Αυτές οι συμφωνίες διαμεσολάβησης, είτε συνάπτονται σε άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε εθνικό επίπεδο, είναι εκτελεστές στην Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει της προαναφερθείσας οδηγίας 2008/52/ΕΚ. Η επικύρωση της συμφωνίας εν όλω ή εν μέρει από τον αρμόδιο δικαστή προσδίδει στη συμφωνία αυτή εκτελεστό χαρακτήρα.

Ο νόμος της 24ης Φεβρουαρίου 2012 μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Βάσει του νόμου αυτού η διαμεσολάβηση θεωρείται ισότιμη με τις υφιστάμενες δικαστικές διαδικασίες.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Υπουργείο Δικαιοσύνης·

Ένωση διαμεσολάβησης και διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Λουξεμβούργου (ALMA asbl)·

Κέντρο διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (CMCC)·

Κέντρο διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (CMCC asbl)·

Κέντρο διαμεσολάβησης (Centre de médiation asbl)·

Κέντρο κοινωνικής και οικογενειακής διαμεσολάβησης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 14/01/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.