Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Το αυστριακό δίκαιο είναι κατά κύριο λόγο δίκαιο γραπτών κανόνων. Το εθιμικό δίκαιο έχει πολύ περιορισμένο ρόλο. Οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων παρέχουν αξιόπιστες κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου, και έχουν μεγάλη σημασία, αλλά το δίκαιο που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως πηγή δικαίου.
Το αυστριακό Σύνταγμα κηρύσσει ότι οι γενικά αναγνωρισμένοι κανόνες διεθνούς δικαίου αποτελούν μέρος του αυστριακού ομοσπονδιακού δικαίου και προβλέπει την ενσωμάτωση των διεθνών συνθηκών στην αυστριακή έννομη τάξη (με ή χωρίς ειδική νομοθεσία). Η ένταξη των διατάξεων διεθνούς συνθήκης στην εσωτερική έννομη τάξη καθορίζεται από το περιεχόμενό τους.
Προκειμένου να εγκριθούν από την Κάτω Βουλή (Nationalrat), οι διεθνείς συνθήκες που τροποποιούν ή συμπληρώνουν το Σύνταγμα απαιτούν τις ίδιες ειδικές πλειοψηφίες με εκείνες που απαιτούνται για τη λήψη αποφάσεων επί ομοσπονδιακών συνταγματικών νόμων. Οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν για την έγκριση αποφάσεων επί διεθνών συνθηκών που τροποποιούν ή συμπληρώνουν τον νόμο.
Καταρχήν, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος συνάπτει διεθνείς συμβάσεις κατόπιν αιτήματος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ή του εξουσιοδοτημένου από αυτήν ομοσπονδιακού υπουργού. Οι πολιτικού χαρακτήρα διεθνείς συμβάσεις και οι συμβάσεις που τροποποιούν ή συμπληρώνουν τη νομοθεσία απαιτούν την προηγούμενη έγκριση της Κάτω Βουλής. Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος μπορεί να εξουσιοδοτήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή τα αρμόδια μέλη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να συνάπτουν ιδιαίτερες κατηγορίες διεθνών συμβάσεων οι οποίες δεν είναι πολιτικού χαρακτήρα και δεν τροποποιούν ούτε συμπληρώνουν τη νομοθεσία.
Σύμφωνα με το αυστριακό ομοσπονδιακό Σύνταγμα, τα εννέα ομόσπονδα κρατίδια (Bundesländer) έχουν το δικό τους συνταγματικό δίκαιο παράλληλα με το ομοσπονδιακό συνταγματικό δίκαιο. Το συνταγματικό δίκαιο των κρατιδίων δεν πρέπει να βρίσκεται σε αντίθεση με το ομοσπονδιακό συνταγματικό δίκαιο στο οποίο υπάγεται. Ωστόσο, δεν υπάρχει καταρχήν τέτοια ιεραρχική κατάταξη μεταξύ των διατάξεων του ομοσπονδιακού δικαίου και του δικαίου των κρατιδίων. Τα κρατίδια είναι επίσης σε θέση, από το 1988, να συνάπτουν διεθνείς συμβάσεις σε θέματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους. Ωστόσο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει να έχει το προβάδισμα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η ομοσπονδιακή συνταγματική νομοθεσία προϋποθέτει πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων στην Κάτω Βουλή και παρουσία τουλάχιστον του 50% των μελών της. Επιπλέον, η νομοθεσία που ψηφίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να ορίζεται ρητά ως «συνταγματικός νόμος» ή «συνταγματική διάταξη».
Ένας ομοσπονδιακός νόμος προϋποθέτει την παρουσία τουλάχιστον ενός τρίτου των μελών της Κάτω Βουλής και απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων.
Οι ακόλουθες κατευθυντήριες αρχές του ομοσπονδιακού Συντάγματος είναι οι σημαντικότερες διατάξεις της έννομης τάξης της Αυστρίας:
Στο σύνολό τους, αυτές οι κατευθυντήριες αρχές συνθέτουν την καλούμενη βασική συνταγματική τάξη (verfassungsrechtliche Grundordnung).
Η συνταγματική σημασία τους είναι μεγάλη, καθώς οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος πρέπει να εγκριθεί μέσω δημοψηφίσματος, ως μέρος της νομοθετικής διαδικασίας. Εάν κάποια από τις βασικές κατευθυντήριες αρχές εγκαταλειφθεί ή εάν η σχέση μεταξύ των αρχών μεταβληθεί ουσιαστικά, θεωρείται ως συνολική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η προσχώρηση της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995 επέφερε συνολική αναθεώρηση του αυστριακού ομοσπονδιακού Συντάγματος. Από την προσχώρηση, η έννομη τάξη της Αυστρίας βασίζεται όχι μόνον στο αυστριακό συνταγματικό δίκαιο αλλά και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερέχει του εθνικού δικαίου και του κοινού συνταγματικού δικαίου, αλλά όχι των κατευθυντήριων αρχών του ομοσπονδιακού Συντάγματος.
Το συνταγματικό δίκαιο προβλέπει τους κανόνες της πολιτικής δραστηριότητας δεδομένου ότι προσδιορίζει:
Η βασική αρχή του κράτους δικαίου στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα απαιτεί η εφαρμογή της νομοθεσίας στη δημόσια διοίκηση και στα δικαστήρια να είναι σύμφωνη με το νόμο. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα κατανέμει τις νομοθετικές εξουσίες μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων.
Τα διατάγματα (Verordnungen) είναι γενικές νομοθετικές διατάξεις που εκδίδονται από διοικητικές αρχές και είναι δεσμευτικά σε όλα τα υποκείμενα του δικαίου. Το Σύνταγμα προβλέπει γενικά την έκδοση εκτελεστικών διαταγμάτων που συγκεκριμενοποιούν γενικότερες διατάξεις, συνήθως κοινού δικαίου. Διατάγματα ενδέχεται να τροποποιούν ή συμπληρώνουν το δίκαιο μόνον με ρητή συνταγματική εξουσιοδότηση.
Οι αποφάσεις (Bescheide) είναι κυρίως διοικητικές πράξεις για την εκτέλεση της νομοθεσίας που απευθύνονται μόνον σε ατομικά προσδιορισμένα πρόσωπα.
Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα χωρίζει τις εξουσίες μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων και υπάρχουν διάφορα όργανα που εμπλέκονται στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία.
Η ομοσπονδιακή νομοθεσία θεσπίζεται από την Κάτω Βουλή (Nationalrat) και την Άνω Βουλή (Bundesrat). Οι 183 βουλευτές της Κάτω Βουλής εκλέγονται άμεσα από τον λαό, ενώ η Άνω Βουλή έχει μόνο δικαίωμα αρνησικυρίας.
Η νομοθεσία των ομόσπονδων κρατιδίων θεσπίζεται από τα κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατιδίων.
Τα νομοσχέδια υποβάλλονται στην Κάτω Βουλή:
Μία πρωτοβουλία πολιτών υποβάλλεται ενώπιον της Κάτω Βουλής εφόσον υπογραφεί από 100 000 άτομα τα οποία έχουν δικαίωμα ψήφου ή από το ένα έκτο των ατόμων που έχουν το δικαίωμα ψήφου σε τρία ομόσπονδα κρατίδια.
Στην πράξη, το μεγαλύτερο μέρος των νομοθετικών πρωτοβουλιών προέρχεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι προτάσεις νόμων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης χρειάζονται την ομοψηφία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (στο Συμβούλιο Υπουργών) προκειμένου να εγκριθούν. Πριν από την έγκριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προηγείται η αξιολόγηση από άλλα όργανα (ομόσπονδα κρατίδια, ομάδες συμφερόντων) που καλούνται να αξιολογήσουν την πρόταση που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο υπουργό.
Μετά τη διαδικασία στην Κάτω Βουλή, τα νομοσχέδια υποβάλλονται στην Άνω Βουλή. (Τα ομοσπονδιακά δημοσιονομικά νομοσχέδια δεν υποβάλλονται στην Άνω Βουλή). Ο ομοσπονδιακός καγκελάριος υποβάλλει το νομοσχέδιο στον ομοσπονδιακό πρόεδρο για επικύρωση.
Η Κάτω Βουλή μπορεί να αποφανθεί ότι για κάποιο νομοσχέδιο πρέπει να διεξαχθεί δημοψήφισμα. Δημοψήφισμα μπορεί επίσης να ζητηθεί από την πλειοψηφία των μελών της Κάτω Βουλής. Το νομοσχέδιο που ήδη έγινε δεκτό από την Κάτω Βουλή πρέπει να εγκριθεί με δημοψήφισμα πριν από την επικύρωσή του. Επιπλέον, οποιαδήποτε συνολική αναθεώρηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος πρέπει να υποβάλλεται σε δημοψήφισμα.
Με την υπογραφή του, ο πρόεδρος επικυρώνει την συνταγματική ισχύ της ομοσπονδιακής νομοθεσίας. Η επικύρωση αυτή πρέπει να προσυπογράφεται από τον ομοσπονδιακό καγκελάριο.
Μετά την επικύρωση από τον ομοσπονδιακό καγκελάριο, η ομοσπονδιακή νομοθεσία δημοσιεύεται στην εφημερίδα ομοσπονδιακής νομοθεσίας (Bundesgesetzblatt). Εκτός από την περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ρητά αναδρομική ισχύ ή ημερομηνία έναρξης ισχύος, η «δεσμευτική ισχύς» ενός ομοσπονδιακού νόμου αρχίζει κατά το τέλος της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύθηκε και διανεμήθηκε η έκδοση της εφημερίδας ομοσπονδιακής νομοθεσίας που περιλαμβάνει την ανακοίνωση.
Ένας νόμος μπορεί να ανακληθεί είτε ρητά είτε με τη θέσπιση νέου κανόνα δικαίου του οποίου το περιεχόμενο διαφέρει από εκείνο της προηγούμενης διάταξης (lex posterior derogat legi priori). Οι ειδικές νομοθετικές διατάξεις υπερέχουν έναντι των γενικών (lex specialis derogat legi generali). Επιπλέον, μια νομοθετική ρύθμιση μπορεί εξαρχής να καθορίζει την διάρκεια ισχύος της.
Το σύστημα νομικών πληροφοριών της Δημοκρατίας της Αυστρίας (Rechtsinformationssystem des Bundes — RIS) το οποίο συντονίζει και διαχειρίζεται η Ομοσπονδιακή Καγκελαρία, παρέχει επιγραμμική πρόσβαση στην αυστριακή νομοθεσία
Η πρόσβαση στο σύστημα νομικών πληροφοριών της Δημοκρατίας της Αυστρίας (RIS) παρέχεται δωρεάν.
Η βάση δεδομένων RIS παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:
Ορισμένοι αυστριακοί νόμοι είναι επίσης διαθέσιμοι στα αγγλικά.
Περισσότερες πληροφορίες είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο του συστήματος νομικών πληροφοριών της Αυστρίας.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.