

Η εκτέλεση είναι το τελικό στάδιο της δικαστικής διαδικασίας. Συνίσταται στη δυνατότητα του ενάγοντος, ο οποίος έχει επιτύχει την έκδοση απόφασης υπέρ του, να ζητήσει από το αρμόδιο όργανο εκτέλεσης να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του και που ορίζονται από τον νόμο για την ικανοποίηση της απαίτησής του.
Το δικαίωμα εκτέλεσης βασίζεται στην ύπαρξη εκτελεστής απαίτησης η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί εκουσίως, και τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης.
Τα μέτρα εκτέλεσης περιλαμβάνουν τα εξής:
Στη Βουλγαρία, υπάρχουν δύο είδη υπαλλήλων αρμόδιων για την εκτέλεση (δικαστικοί επιμελητές):
1. αρμόδιοι για την εκτέλεση δικαστικοί υπάλληλοι (κρατικοί δικαστικοί επιμελητές)
2. ιδιώτες δικαστικοί επιμελητές.
Το καθεστώς των ιδιωτών δικαστικών επιμελητών διέπεται από τον νόμο περί ιδιωτικής δικαστικής εκτέλεσης [Zakon za chastnoto sadebno izpalnenie (ZChSI)]. Το άρθρο 2 του ZChSI ορίζει ως ιδιώτη δικαστικό επιμελητή τον λειτουργό που έχει διοριστεί από το κράτος για να προβαίνει στην εκτέλεση ιδιωτικών απαιτήσεων.
Δυνάμει του άρθρου 404 του κώδικα πολιτικής δικονομίας [Grazhdanski protsesualen kodeks (GPK)], οι διαδικασίες εκτέλεσης μπορούν να κινηθούν με βάση τα ακόλουθα:
σημείο 1— αποφάσεις και διατάξεις που έχουν ισχύ δεδικασμένου, αποφάσεις εφετείου, εντολές εκτέλεσης, δικαστικοί συμβιβασμοί, εκτελεστές αποφάσεις και διατάξεις που κρίθηκαν εκτελεστές εκ των προτέρων ή άμεσα εκτελεστές αποφάσεις και διατάξεις, αποφάσεις διαιτητικών δικαστηρίων και συμβιβασμοί που έχουν επικυρωθεί από τα εν λόγω δικαστήρια
σημείο 2—αποφάσεις, πράξεις και δικαστικοί συμβιβασμοί σε χώρες εκτός της Βουλγαρίας, εάν είναι εκτελεστές στη Βουλγαρία χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες
σημείο 3 —αποφάσεις, πράξεις και δικαστικοί συμβιβασμοί σε χώρες εκτός της Βουλγαρίας, καθώς και αποφάσεις και συμβιβασμοί που εκδίδονται και επικυρώνονται από διαιτητικά δικαστήρια σε χώρες εκτός της Βουλγαρίας, εάν έχουν κηρυχθεί εκτελεστοί στη Βουλγαρία.
Δυνάμει του άρθρου 405 του GPK, οι διαταγές εκτέλεσης εκδίδονται κατόπιν σχετικής γραπτής αίτησης και δεν απαιτείται κοινοποίησή τους στον οφειλέτη.
Δυνάμει του άρθρου 405 παράγραφος 2 του GPK, αρμόδια να αποφανθούν επί των υποβαλλόμενων αιτήσεων είναι τα ακόλουθα δικαστήρια:
Παρέχεται προθεσμία δύο εβδομάδων για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων με τις οποίες γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται αίτηση για έκδοση διαταγής εκτέλσης (άρθρο 407 του GPK).
Δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, η αίτηση για έκδοση διαταγής εκτέλεσης μπορεί να κατατεθεί είτε από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο είτε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, συμπεριλαμβανομένου του επισπεύδοντος την εκτέλεση ή του πληρεξουσίου του. Δεν προβλέπεται η τήρηση ειδικού τύπου ως προς την κατάθεση αίτησης για την έκδοση διαταγής εκτέλεσης.
Τα έξοδα της εκτέλεσης αναφέρονται στον Πίνακα Αμοιβών και Χρεώσεων που περιέχεται στον νόμο περί ιδιωτικής αναγκαστικής εκτέλεσης [Εφημερίδα της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως (SG) αριθ. 35/2006].
Για την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να υποβάλει σχετικό γραπτό αίτημα σε αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό υπάλληλο ή ιδιώτη δικαστικό επιμελητή, η δε αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τη σχετική διαταγή εκτέλεσης ή τυχόν άλλον εκτελεστό τίτλο. Στην αίτηση πρέπει να εξειδικεύεται η προτιμώμενη μέθοδος εκτέλεσης, η οποία ωστόσο μπορεί να μεταβληθεί κατά την πορεία της διαδικασίας (άρθρο 426 του GPK).
Οι εξουσίες των δικαστικών επιμελητών ορίζονται στο άρθρο 427 του GPK.
Ο δικαστικός επιμελητής, με έγγραφό του, καλεί τον οφειλέτη να προβεί στην εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία λήψης της σχετικής κλήσης. Η κλήση προειδοποιεί τον οφειλέτη ότι τυχόν μη ικανοποίηση της απαίτησης θα έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η κλήση, στην οποία πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου, πρέπει να περιέχει περιγραφή των επιβαλλόμενων κατασχέσεων. Ο δικαστικός επιμελητής, όταν καλεί τον οφειλέτη να προβεί στην εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης, πρέπει επίσης να ορίσει την ημερομηνία κατά την οποία θα γίνει απογραφή των περιουσιακών του στοιχείων και, αν η εκτέλεση αφορά ακίνητη περιουσία, να αποστείλει ειδοποίηση κατάσχεσης στο κτηματολόγιο.
Ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση για κάθε μέτρο που αναλαμβάνει ή εκτελεί.
Σε περίπτωση μεταβολής της αρχικής μεθόδου εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να ειδοποιήσει εγγράφως τον οφειλέτη για τη σχετική μεταβολή σύμφωνα με το άρθρο 428 του GPK.
Αν κατά την έναρξη της διαδικασίας εκτέλεσης ο οφειλέτης δεν διαθέτει μόνιμη ή τρέχουσα καταγεγραμμένη διεύθυνση, τότε ο κατά τόπον αρμόδιος δικαστής, ενεργώντας κατόπιν αιτήματος του πιστωτή, οφείλει να διορίσει έναν ad hoc εκπρόσωπο (αντίκλητο) του οφειλέτη (άρθρο 430 του GPK).
Μπορεί να επιβληθεί εκτέλεση σε βάρος των ακόλουθων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη:
Δυνάμει του άρθρου 442 του GPK, ο πιστωτής μπορεί να επισπεύσει εκτέλεση σε βάρος οποιουδήποτε αντικειμένου ή εισπρακτέας απαίτησης του οφειλέτη.
Δυνάμει του άρθρου 444 του GPK, τα ακόλουθα αντικείμενα δεν υπόκεινται σε εκτέλεση:
Κατά την κλήση του οφειλέτη για εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει επίσης να προσδιορίζει την ημερομηνία στην οποία θα καταρτιστεί ο κατάλογος περιουσιακών στοιχείων (απογραφή), και, στην περίπτωση εκτέλεσης επί ακίνητης περιουσίας, να κοινοποιεί την κατάσχεση στο σχετικό κτηματολόγιο.
Η κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων ή απαίτησης επισπεύδεται με την κατάρτιση καταλόγου απογραφής περιουσιακών στοιχείων.
Η κατάσχεση κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων παράγει τις ίδιες συνέπειες έναντι του οφειλέτη:
Από τη στιγμή της επιβολής της κατάσχεσης, ο οφειλέτης δεν μπορεί να διαθέσει την περιουσία του (ακίνητη ή κινητή) ή τις εισπρακτέες απαιτήσεις του, ούτε, επί ποινή ποινικής δίωξης, να μεταβάλει, βλάψει ή καταστρέψει την περιουσία. Τα αποτελέσματα αυτά παράγονται αρχής γενομένης από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης για εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης.
Η κατάσχεση κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων παράγει τις ίδιες συνέπειες έναντι του πιστωτή:
Δυνάμει του άρθρου 452 παράγραφος 1 του GPK, οποιαδήποτε πράξη διάθεσης της κατασχεθείσας κινητής περιουσίας ή εισπρακτέων απαιτήσεων είναι άκυρη έναντι του πιστωτή και κάθε εις ολόκληρον πιστωτή, εκτός εάν ο προς ον η μεταβίβαση μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 78 του βουλγαρικού νόμου περί ιδιοκτησίας. Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι η κυριότητα περιέρχεται στον νόμιμο αγοραστή κινητής περιουσίας ή τίτλων στον κομιστή, ακόμη και αν η αγορά έγινε εν αγνοία του από μη κύριο, εκτός εάν για τη μεταβίβαση της κυριότητας απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη ή συμβολαιογραφική βεβαίωση των υπογραφών των συμβαλλομένων μερών. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για την απόκτηση λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακίνητης περιουσίας.
Σε περίπτωση εκτέλεσης κατά ακίνητης περιουσίας, η ακυρότητα παράγει αποτελέσματα αποκλειστικά όσον αφορά πράξεις μεταβίβασης που γίνονται μετά την ημερομηνία εγγραφής της συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρο 452 παράγραφος 2 του GPK).
Ο νόμος δεν προβλέπει χρονικό όριο ισχύος των εν λόγω μέτρων. Σκοπούν στην ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή και, ως εκ τούτου, διατηρούν την ισχύ τους έως και την περάτωση της διαδικασίας εκτέλεσης.
Τα ένδικα μέσα που διατίθενται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης ορίζονται στα τμήματα Ι και ΙΙ του κεφαλαίου 39 του GPK.
Κατά των πράξεων εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών μέτρων εκτέλεσης, μπορεί να ασκηθεί ανακοπή από τα ακόλουθα άτομα:
Δυνάμει του άρθρου 436 του GPK, η ανακοπή ασκείται το πολύ εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία της προσβαλλόμενης ενέργειας, εάν ο ανακόπτων ήταν παρών κατά τη στιγμή της εν λόγω ενέργειας ή εάν είχε κληθεί να παραστεί, και σε κάθε άλλη περίπτωση εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία της σχετικής κλήτευσής του. Η ανακοπή κατατίθεται μέσω του δικαστικού επιμελητή ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου που είναι κατά τόπον αρμόδιο στον τόπο της εκτέλεσης. Όταν κατατίθεται ανακοπή, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να αναφέρει τους λόγους της προσβαλλόμενης ενέργειας.
Οι ανακοπές εξετάζονται σε κλειστή συνεδρίαση, με εξαίρεση εκείνες που ασκούνται από τρίτους, οι οποίες εξετάζονται σε δημόσια συνεδρίαση στην οποία καλούνται να παραστούν όλοι οι διάδικοι της διαδικασίας εκτέλεσης. Το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί το πολύ εντός ενός μήνα σχετικά με την ανακοπή.
Η άσκηση ανακοπής δεν αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης, καίτοι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει τη διαδικασία για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί των λόγων της ανακοπής. Σε περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, ο δικαστικός επιμελητής ενημερώνεται αμελλητί σχετικά με την εν λόγω εξέλιξη (άρθρο 438 του GPK).
Το άρθρο 432 του GPK ορίζει τις διάφορες περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο μπορεί νομίμως να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης κατόπιν αιτήματος του πιστωτή.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.