

Το σλοβενικό δίκαιο αναγνωρίζει α) την έκδοση συναινετικού διαζυγίου μεταξύ των συζύγων και β) την άσκηση αγωγής διαζυγίου.
α) Στην περίπτωση της έκδοσης συναινετικού διαζυγίου μεταξύ των συζύγων, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαζυγίου σύμφωνα με το άρθρο 64 του νόμου περί γάμου και οικογενειακών σχέσεων (Zakon o zakonski zvezi in družinskih razmerjih, ZZZDR), υπό την προϋπόθεση ότι οι σύζυγοι έχουν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τη φροντίδα, την ανατροφή και τη συντήρηση των τέκνων του ζεύγους, καθώς και σχετικά με την επικοινωνία των τέκνων με τους γονείς (σε περίπτωση που πρέπει να ζητηθεί η γνώμη ενός Κέντρου Κοινωνικών Υποθέσεων), και εφόσον έχουν υποβάλει, υπό τη μορφή εκτελεστής συμβολαιογραφικής πράξης, συμφωνία σχετικά με τη διανομή των κοινών περιουσιακών τους στοιχείων, στην οποία προβλέπεται επίσης σε ποιον από τους συζύγους θα περιέλθει η κατοικία του ζεύγους ή θα γίνει μισθωτής και η χορήγηση διατροφής προς τον σύζυγο που δεν διαθέτει πόρους και είναι άνεργος χωρίς δική του υπαιτιότητα.
β) Όταν η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης έχει καταστεί για οποιονδήποτε λόγο «αφόρητη», έκαστος εκ των συζύγων μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαζυγίου με την άσκηση αγωγής διαζυγίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο αποφαίνεται επίσης για τη φροντίδα, την ανατροφή και τη συντήρηση των τυχόν κοινών τέκνων του ζεύγους, καθώς και για την επικοινωνία τους με τους γονείς. Πριν από την έκδοση απόφασης, το δικαστήριο υποχρεούται να ζητήσει τη γνώμη του Κέντρου Κοινωνικών Υποθέσεων.
Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο με την παραλαβή αίτησης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου όσο και με την παραλαβή αγωγής διαζυγίου, το δικαστήριο διατάσσει το αρμόδιο Κέντρο Κοινωνικών Υποθέσεων να διεξαγάγει διερευνητική συνέντευξη, στην οποία υποχρεούνται να εμφανιστούν αυτοπροσώπως αμφότεροι οι σύζυγοι, χωρίς την παρουσία πληρεξουσίων. Το Κέντρο Κοινωνικών Υποθέσεων υποβάλλει στο δικαστήριο έκθεση σχετικά με το αποτέλεσμα της διερευνητικής συνέντευξης.
Οι νομικές συνέπειες του διαζυγίου περιγράφονται αναλυτικά κατωτέρω:
Ο ένας εκ των συζύγων που αλλάζει το επώνυμό του μετά τη σύναψη γάμου μπορεί, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης διαζυγίου ή έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, να υποβάλει δήλωση με την οποία εκφράζει την επιθυμία του να επαναφέρει το επώνυμο που είχε πριν από τον γάμο. Η δήλωση αυτή μπορεί να υποβληθεί μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τροποποιήσει περαιτέρω το επώνυμό του κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης (άρθρο 17 του νόμου περί προσωπικού ονόματος/Zakon o osebnem imenu, ZOI-1). Το θέμα της αλλαγής επωνύμου αποτελεί διοικητικό ζήτημα, επί του οποίου δεν αποφαίνεται το δικαστήριο αλλά ο αρμόδιος διοικητικός φορέας.
Κατά τη διανομή των κοινών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των συζύγων, ισχύει το νομικό τεκμήριο της ισότιμης διανομής των κοινών περιουσιακών στοιχείων των συζύγων εντούτοις, ο σύζυγος που θεωρεί ότι θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση μέσω της διανομής των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό του δικού του μεριδίου κατ' αναλογία της συνεισφοράς του στη δημιουργία των κοινών περιουσιακών στοιχείων. Για να το πράξει αυτό, το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη μόνο τα εισοδήματα εκάστου συζύγου, αλλά συνεκτιμά και άλλες περιστάσεις, όπως την αμοιβαία αρωγή μεταξύ των συζύγων, τη φροντίδα και την ανατροφή των τέκνων, την άσκηση των οικιακών καθηκόντων, τη συντήρηση των περιουσιακών στοιχείων, καθώς και οιαδήποτε άλλη μορφή εργασίας και συμμετοχής στη διαχείριση, τη διατήρηση και την αύξηση των κοινών περιουσιακών στοιχείων.
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ
Ø Στην περίπτωση της έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, οι σύζυγοι πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά την ανατροφή και τη φροντίδα των τέκνων, ενώ το δικαστήριο αξιολογεί κατά πόσον η εν λόγω συμφωνία είναι προς το συμφέρον των τέκνων. Η συμφωνία μπορεί να αφορά τα εξής:
Εάν οι γονείς δεν καταλήξουν οι ίδιοι σε συμφωνία επί του ζητήματος, ζητείται η συνδρομή του Κέντρου Κοινωνικών Υποθέσεων για την επίτευξη συμφωνίας.
Εάν οι γονείς καταλήξουν σε συμφωνία επί της φροντίδας και της ανατροφής των τέκνων, δύνανται να υποβάλουν στο δικαστήριο πρόταση για την έκδοση σχετικής απόφασης στο πλαίσιο εκούσιας δικαιοδοσίας.
Εάν δεν καταλήξουν σε συμφωνία ή εάν η συμφωνία δεν είναι προς το συμφέρον των τέκνων, το δικαστήριο δεν εκδίδει συναινετικό διαζύγιο αντιθέτως, απαιτείται η άσκηση αγωγής διαζυγίου.
Σε περίπτωση που, ακόμη και με τη συνδρομή του Κέντρου Κοινωνικών Υποθέσεων, οι γονείς δεν καταλήξουν σε συμφωνία ως προς την ανατροφή και τη φροντίδα των τέκνων, το δικαστήριο αποφαίνεται κατόπιν αίτησης ενός εκ των γονέων ή αμφότερων των γονέων:
Το δικαστήριο οφείλει να ζητήσει τη γνώμη του Κέντρου Κοινωνικών Υποθέσεων πριν εκδώσει την απόφασή του και να λάβει υπόψη, κατά τη λήψη της απόφασης αυτής, τη γνώμη του παιδιού, εάν την εκφράσει το ίδιο το παιδί ή κάποιο πρόσωπο που το παιδί εμπιστεύεται και έχει το ίδιο επιλέξει και υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί είναι ικανό να κατανοήσει τη σημασία και τις συνέπειες της διαδικασίας.
Ø Στην περίπτωση της έκδοσης διαζυγίου κατόπιν άσκησης αγωγής και προκειμένου να ρυθμιστούν οι σχέσεις μεταξύ των διαζευγμένων συζύγων και των κοινών ανήλικων τέκνων τους, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της φροντίδας και της ανατροφής των τέκνων αφού διακριβώσει ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος εξυπηρέτησης του συμφέροντος των τέκνων. Στην περίπτωση αυτή επίσης, οι γονείς μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τη φροντίδα και την ανατροφή των κοινών τέκνων τους προς το συμφέρον των τέκνων. Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση της φροντίδας και της ανατροφής των τέκνων σε υποθέσεις έκδοσης συναινετικού διαζυγίου. Η απόφαση σχετικά με το ποιον γονέα θα κατοικούν τα τέκνα μετά το διαζύγιο, την επικοινωνία τους με τον γονέα με τον οποίο δεν θα συγκατοικούν, καθώς και σχετικά με την καταβολή διατροφής, συνιστά αναπόσπαστο μέρος της απόφασης έκδοσης διαζυγίου.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΔΙΑΤΡΟΦΗ συζύγων και τέκνων
Η «ένωση συμβίωσης» (življenjska skupnost) αποτελεί βασικό στοιχείο της έγγαμης σχέσης (άρθρο 3 του νόμου περί γάμου και οικογενειακών σχέσεων). Ως τερματισμός της ένωσης συμβίωσης (prenehanje življenjske skupnosti), ή δικαστικός χωρισμός, νοείται η μόνιμη άρση των βασικών στοιχείων των αμοιβαίων σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των συζύγων. Κατά τη λύση της ένωσης συμβίωσης, η οικονομική ένωση και οι διαπροσωπικοί και συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ των συζύγων τερματίζονται, όπως εξάλλου και η διατήρηση του κοινού νοικοκυριού κ.λπ.
Η νομοθεσία δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις για τον δικαστικό χωρισμό. Το δικαστήριο αποφαίνεται επί του δικαστικού χωρισμού σε κάθε επιμέρους διαδικασία ανάλογα με τις περιστάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό εξέταση υπόθεσης.
Ο δικαστικός χωρισμός δεν έχει επιπτώσεις στην ύπαρξη του γάμου αυτό σημαίνει, συνεπώς, ότι τερματίζεται μόνο η ένωση συμβίωσης και όχι η έγγαμη σχέση. Για τη λύση του γάμου απαιτείται η άσκηση αγωγής διαζυγίου ή η υποβολή αίτησης για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Με τον δικαστικό χωρισμό, οι σύζυγοι τερματίζουν τη δημιουργία κοινών περιουσιακών στοιχείων. Ο εξαρτώμενος σύζυγος μπορεί να ζητήσει διατροφή με την άσκηση αγωγής εντός προθεσμίας ενός έτους από τον δικαστικό χωρισμό.
Ακύρωση του γάμου σημαίνει ότι, κατά τη χρονική στιγμή που συνήφθη ο γάμος, δεν πληρούνταν οι εκ του νόμου απαιτούμενοι όροι ώστε να θεωρηθεί έγκυρος ο γάμος (π.χ. δεν υπήρχε ελεύθερη βούληση, η συγκατάθεση δόθηκε με τη χρήση βίας ή εκ παραδρομής, ο γάμος δεν τελέστηκε σύμφωνα με την απαιτούμενη διαδικασία, συνήφθη μεταξύ στενών συγγενών ή συνήφθη από πρόσωπο που αντιμετώπιζε σοβαρή πνευματική διαταραχή ή διαταραχή της κριτικής τους ικανότητας). Οι νομικές συνέπειες του γάμου παύουν να ισχύουν την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση ακύρωσης του γάμου.
Ø AΟ γάμος δεν καθίσταται άκυρος αυτοδικαίως πρέπει να ακυρωθεί μέσω δικαστικής απόφασης.
Ø Το σλοβενικό δίκαιο κάνει διάκριση μεταξύ του σχετικά και του απολύτως άκυρου γάμου. Η διάκριση αυτή εξαρτάται από την ομάδα των προσώπων που μπορεί να ζητήσουν την ακύρωση γάμου.
α) Οι λόγοι της σχετικής ακυρότητας είναι οι εξής:
β) Οι λόγοι της απόλυτης ακυρότητας είναι οι εξής: (τα πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν αγωγή είναι, επιπλέον αμφότερων των συζύγων, ορισμένα άλλα πρόσωπα τα οποία έχουν άμεσο έννομο συμφέρον από την ακύρωση του γάμου (π.χ. άλλοι κληρονόμοι αποθανόντος συζύγου μπορούν, αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου, να ασκήσουν αγωγή ακύρωσης γάμου, ούτως ώστε ο σύζυγος που επιζεί να απολέσει το οικείο δικαίωμα κληρονομιάς) επιπροσθέτως, οι δικαιούχοι μπορούν επίσης να υποβάλουν αγωγή μετά την ακύρωση του γάμου αγωγή μπορεί ακόμη να ασκηθεί από τη γενική εισαγγελία:
Οι νομικές συνέπειες της ακύρωσης του γάμου τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση ακύρωσης. Όσον αφορά τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων, τη διατροφή του εξαρτώμενου συζύγου, την επιστροφή δώρων μεταξύ των συζύγων και τη σχέση των συζύγων με τα κοινά τους τέκνα, οι νομικές επιπτώσεις της ακύρωσης του γάμου είναι οι ίδιες με εκείνες του διαζυγίου.
Οι διατάξεις του νόμου περί διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Zakon o mediaciji v civilnih in gospodarskih zadevah), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 2008, ρυθμίζουν τη διαδικασία διαμεσολάβησης σε διαφορές που αφορούν το αστικό δίκαιο, τις εμπορικές, τις εργασιακές, τις οικογενειακές και άλλες περιουσιακές σχέσεις που διέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο σε συνάρτηση με απαιτήσεις που μπορούν να προβάλουν και να διακανονίσουν ελεύθερα οι διάδικοι, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από χωριστή νομοθετική πράξη για οποιαδήποτε από τις εν λόγω διαφορές. Η λύση του γάμου δεν είναι δυνατή χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου πρέπει να κατατεθεί αγωγή διαζυγίου ή αίτηση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου.
Στην αγωγή ή στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γάμου και αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των παιδιών, ενώ στην ακροαματική διαδικασία πρέπει να προσκομιστεί προσωπικό έγγραφο ταυτότητας.
Το δικαστήριο απαλλάσσει εν μέρει ή πλήρως έναν διάδικο από την υποχρέωση καταβολής δικαστικών τελών εάν η καταβολή τους συνεπάγεται σημαντική μείωση των διαθέσιμων χρηματικών πόρων για τη συντήρηση τόσο του ιδίου όσο και των μελών της οικογενείας του. Οι αλλοδαποί πολίτες κατά την έννοια των διατάξεων διεθνούς συνθήκης, ή σε περίπτωση που ισχύουν όροι αμοιβαιότητας, απαλλάσσονται από την καταβολή δικαστικών τελών (άρθρα 10 και 11 του νόμου περί δικαστικών τελών/Zakon o sodnih taksah, ZST-1).
Ένας διάδικος δικαιούται να υποβάλει αίτηση δωρεάν νομικής συνδρομής για την κάλυψη των εξόδων που συνδέονται με την αμοιβή δικηγόρου και πραγματογνώμονα η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση δωρεάν νομικής συνδρομής λαμβάνεται από το πρωτοδικείο που έχει αρμοδιότητα για την περιοχή στην οποία βρίσκεται η διεύθυνση μόνιμης κατοικίας του αιτούντος. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, το δικαστήριο αξιολογεί τα κριτήρια (π.χ. ουσιαστικά ή οικονομικά) που αναφέρονται στις διατάξεις του νόμου περί δωρεάν νομικής συνδρομής (Zakon o brezplačni pravni pomoči).
Έφεση κατά απόφασης διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου μπορεί να ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου ανωτέρου βαθμού (višje sodišče), κατά κανόνα εντός προθεσμίας 15 ημερών. Απόφαση έκδοσης διαζυγίου κατόπιν αίτησης συναινετικού διαζυγίου που υποβάλλεται από τους συζύγους μπορεί να αμφισβητηθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Η αναψηλάφηση (έκτακτο ένδικο μέσο) δεν επιτρέπεται στις γαμικές διαφορές.
Δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος αναγνωρίζονται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώρισή τους.
Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να ζητήσει την έκδοση απόφασης σχετικά με την αναγνώριση ή μη αναγνώριση δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στο αρμόδιο πρωτοδικείο της Σλοβενίας αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας.
Η διαδικασία υποβολής αίτησης διέπεται από τη νομοθεσία της Σλοβενίας.
Ο διάδικος που ζητεί ή αμφισβητεί την αναγνώριση δικαστικής απόφασης ή υποβάλλει αίτηση κήρυξης της εκτελεστότητας, υποχρεούται να υποβάλει τα εξής:
Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 (κανονισμός «Βρυξέλλες ΙΙα») εφαρμόζονται κατά κύριο λόγο και άμεσα σε υποθέσεις διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν υπηκόους ή μόνιμους κατοίκους των κρατών μελών της ΕΕ.
Εάν αμφότεροι οι σύζυγοι είναι υπήκοοι διαφορετικών χωρών κατά τη χρονική στιγμή που κατατίθεται η αγωγή, εφαρμόζονται αθροιστικά οι νομοθεσίες των χωρών των οποίων είναι υπήκοοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του σλοβενικού εθνικού δικαίου (άρθρο 37 δεύτερη παράγραφος του νόμου περί διεθνούς ιδιωτικού και δικονομικού δικαίου/Zakon o mednarodnem zasebnem pravu in postopku).
Σε περίπτωση που η λύση του γάμου δεν είναι δυνατή βάσει των νομοθετικών διατάξεων των χωρών των οποίων είναι υπήκοοι οι σύζυγοι, εφαρμόζεται για τη λύση του γάμου το δίκαιο της Σλοβενίας, εφόσον ένας εκ των συζύγων ήταν μόνιμος κάτοικος της Σλοβενίας κατά τη χρονική στιγμή που κατατέθηκε η αγωγή.
Εάν ένας εκ των συζύγων είναι υπήκοος της Σλοβενίας χωρίς διεύθυνση μόνιμης κατοικίας στη Σλοβενία, και ο γάμος δεν μπορεί να λυθεί δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 δεύτερη παράγραφος του νόμου περί διεθνούς ιδιωτικού και δικονομικού δικαίου, εφαρμόζεται για τη λύση του γάμου το δίκαιο της Σλοβενίας.
http://www.dz-rs.si/wps/portal/Home/deloDZ/zakonodaja/preciscenaBesedilaZakonov
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.