Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Σλοβενία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας και οι διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης καθορίζονται στον νόμο περί χρηματοοικονομικών πράξεων, διαδικασιών αφερεγγυότητας και αναγκαστικής εκκαθάρισης (Zakon o finančnem poslovanju, postopkih zaradi insolventnosti in prisilnem prenehanju) (στο εξής: ZFPPIPP).

Ι. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

1. Διαδικασίες χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης - αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να κινηθεί κατά:

- νομικού προσώπου το οποίο έχει τη μορφή εταιρείας ή συνεταιρισμού, εκτός εάν ο νόμος ορίζει άλλως για συγκεκριμένη εταιρεία ή συνεταιρισμό λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων τους,

- επιχειρηματία ή

- οποιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου, εφόσον αυτό ορίζει ο νόμος.

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης περιλαμβάνει επίσης ειδικούς κανόνες για την αναγκαστική διευθέτηση μεγάλης, μεσαίας ή μικρής εταιρείας. Η εν λόγω διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ευρείας σειράς μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη (για παράδειγμα, των εξασφαλισμένων απαιτήσεων πιστωτών).

Η κίνηση απλουστευμένης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης επιτρέπεται μόνο κατά εταιρείας η οποία θεωρείται πολύ μικρή σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εταιρειών (Zakon o gospodarskih družbah) ή κατά επιχειρηματία ο οποίος πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής ή μικρής εταιρείας.

2. Διαδικασία πτώχευσης

Διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου μπορεί να κινηθεί κατά οποιουδήποτε νομικού προσώπου, εκτός εάν προβλέπεται άλλως από τη νομοθεσία που διέπει συγκεκριμένη νομική μορφή ή συγκεκριμένο είδος νομικού προσώπου ή συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. Διαδικασία πτώχευσης κατά προστατευόμενης κοινωνικής επιχείρησης μπορεί να κινηθεί μόνο με την άδεια της σλοβενικής κυβέρνησης.

Διαδικασία προσωπικής πτώχευσης μπορεί να κινηθεί κατά των περιουσιακών στοιχείων:

- επιχειρηματία,

- ιδιώτη (ιατρού, συμβολαιογράφου, δικηγόρου, αγρότη ή άλλου φυσικού προσώπου που δεν είναι επιχειρηματίας και που ασχολείται επαγγελματικά με συγκεκριμένη δραστηριότητα) ή

- καταναλωτή.

Πτώχευση σε κληρονομική διαδοχή μπορεί να κινηθεί κατά των περιουσιακών στοιχείων υπερχρεωμένου διαθέτη — αποβιώσαντος φυσικού προσώπου.

II. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης

Η κίνηση διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης επιτρέπεται μόνο κατά κεφαλαιουχικής εταιρείας η οποία θεωρείται μεγάλη, μεσαία ή μικρή εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εταιρειών.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Αφερεγγυότητα

Η βασική προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η ύπαρξη συνθηκών αφερεγγυότητας. Ως αφερεγγυότητα ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία:

- ο οφειλέτης τελεί σε αδυναμία πληρωμών για μακρά χρονική περίοδο λόγω του ότι αδυνατεί να εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις του που καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ή

- ο οφειλέτης έχει καταστεί μακροχρόνια αφερέγγυος λόγω του ότι η αξία των περιουσιακών του στοιχείων είναι μικρότερη από το άθροισμα των υποχρεώσεών του (υπερχρέωση), ή λόγω του ότι οι τρέχουσες ζημίες του οφειλέτη-κεφαλαιουχικής εταιρείας αθροιζόμενες με τις ζημίες παρελθόντων ετών του οφειλέτη που έχουν μεταφερθεί στην τρέχουσα χρήση υπερβαίνουν το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου, και οι ζημίες αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν από μεταφερθέντα κέρδη προηγούμενων χρήσεων ή αποθεματικά.

Προκαταρκτική και κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας

Η διαδικασία αφερεγγυότητας διακρίνεται σε «προκαταρκτική» και «κύρια». Η προκαταρκτική διαδικασία αφερεγγυότητας κινείται με την κατάθεση αίτησης έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας (αίτηση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας). Στη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με τις προϋποθέσεις έναρξης της εν λόγω διαδικασίας. Η κύρια διαδικασία αρχίζει με απόφαση του δικαστηρίου για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας).

Διάδικοι προκαταρκτικής και κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας

Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας, διαδικαστικές πράξεις μπορεί να εκτελέσει ο αιτών την έναρξη διαδικασίας, ο οφειλέτης κατά του οποίου κατατέθηκε η αίτηση έναρξης της διαδικασίας και ο οποίος δεν είναι ο αιτών, και πιστωτής ο οποίος μπορεί να αποδείξει ότι είναι πιθανό να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη κατά του οποίου κατατέθηκε η αίτηση έναρξης της διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτής κοινοποίησε την πρόθεσή του να συμμετάσχει στην προκαταρκτική διαδικασία.

Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διαδικαστικές πράξεις μπορεί να εκτελέσει οποιοσδήποτε πιστωτής προβάλλει απαίτηση κατά του αφερέγγυου οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας, καθώς και ο αφερέγγυος οφειλέτης (στο πλαίσιο αναγκαστικής διευθέτησης, απλουστευμένης αναγκαστικής διευθέτησης και προσωπικής πτώχευσης).

Έναρξη και αναγγελία της διαδικασίας

Την ίδια ημέρα κατά την οποία το δικαστήριο εκδίδει απόφαση έναρξης διαδικασίας, δημοσιεύει την εν λόγω απόφαση στις ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για τη δημοσίευση δικαστικών εγγράφων, εγγράφων συμμετεχόντων και άλλων πληροφοριών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο ενημερώνει τους πιστωτές σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας μέσω ανακοίνωσης, η οποία πρέπει να δημοσιευτεί την ίδια ημέρα και κατά την ίδια χρονική στιγμή της δημοσίευσης της απόφασης έναρξης της διαδικασίας. Στην εν λόγω απόφαση δημοσιεύει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία. Οι νομικές συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας ξεκινούν από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Αιτών την έναρξη διαδικασίας

Αίτηση έναρξης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να καταθέσει μόνο αφερέγγυος οφειλέτης ή προσωπικά ευθυνόμενος εταίρος οφειλέτριας εταιρείας. Αίτηση έναρξης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλης, μεσαίας ή μικρής εταιρείας μπορούν να καταθέσουν επίσης πιστωτές οι οποίοι κατέχουν από κοινού τουλάχιστον το 20 % του συνόλου των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων. Τέτοιοι πιστωτές μπορεί να είναι π.χ. τράπεζες, που θεωρούνται καλά ενημερωμένες οντότητες και διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες, τις υποδομές και το προσωπικό ώστε να προτείνουν σχέδιο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης του αφερέγγυου οφειλέτη.

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης αποσκοπεί στην παροχή στον αφερέγγυο οφειλέτη της δυνατότητας να καταστεί οικονομικά φερέγγυος βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέσω της εφαρμογής κατάλληλων μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Προκειμένου να παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να συνεχίσει κανονικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του (και να διαθέτει την απαιτούμενη για αυτές ρευστότητα) όσο η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης είναι σε εξέλιξη και επικρατεί αβεβαιότητα σε σχέση με την έκβασή της, δεν επιτρέπεται η αναγκαστική εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων. Ως αντιστάθμισμα στο εν λόγω «πλεονέκτημα» και προκειμένου να αποτρέπεται η κατάχρησή του από τον οφειλέτη, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη περιορίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μόνο στις συνήθεις δραστηριότητες.

Αίτηση έναρξης απλουστευμένης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να καταθέσει μόνο αφερέγγυος οφειλέτης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, σε αναδιάρθρωση υπόκεινται μόνο μη εξασφαλισμένες, εγχειρόγραφες απαιτήσεις. Η απλουστευμένη αναγκαστική διευθέτηση δεν επηρεάζει προνομιούχες ή εξασφαλισμένες απαιτήσεις ούτε φορολογικές απαιτήσεις και απαιτήσεις εισφορών.

Αίτηση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης μπορεί να καταθέσει οφειλέτης, προσωπικά ευθυνόμενος εταίρος οφειλέτη, πιστωτής ή το Ταμείο Κρατικών Εγγυήσεων, Διατροφών και Αναπηρίας της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (Javni jamstveni, preživninski in invalidski sklad Republike Slovenije). Οι πιστωτές πρέπει να αποδεικνύουν ότι υπάρχει πιθανότητα η απαίτησή τους κατά του οφειλέτη να κριθεί βάσιμη και ότι ο οφειλέτης έχει καθυστερήσει την εξόφληση της απαίτησης περισσότερο από δύο μήνες. Το Ταμείο Κρατικών Εγγυήσεων, Διατροφών και Αναπηρίας της Δημοκρατίας της Σλοβενίας πρέπει να αποδεικνύει την πιθανότητα ύπαρξης απαιτήσεων εργαζομένων κατά του οφειλέτη σε βάρος του οποίου ζητείται η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, καθώς επίσης και ότι ο οφειλέτης έχει καθυστερήσει να εξοφλήσει τις εν λόγω απαιτήσεις περισσότερο από δύο μήνες.

Η διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης αποσκοπεί στην παροχή σε οφειλέτη ο οποίος είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυος εντός ενός έτους της δυνατότητας να εφαρμόσει ορισμένα μέτρα αναδιάρθρωσης των χρηματοοικονομικών του υποχρεώσεων, καθώς και άλλα μέτρα χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης τα οποία είναι αναγκαία για την εξάλειψη των αιτιών της πιθανής αφερεγγυότητας, βάσει συμφωνίας χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Αίτηση έναρξης διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης μπορεί να κατατεθεί μόνο από οφειλέτη. Για την κατάθεση αίτησης έναρξης διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης απαιτείται να συμφωνούν πιστωτές που κατέχουν μερίδιο τουλάχιστον 30 % του συνόλου των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Ο οφειλέτης πρέπει να επισυνάπτει στην αίτηση επικυρωμένο από συμβολαιογράφο αντίγραφο της δήλωσης με την οποία οι πιστωτές συγκατατίθενται στην έναρξη της διαδικασίας.

Ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Για όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, πρέπει να δημοσιεύονται τα ακόλουθα στις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • πληροφορίες σχετικά με τις επιμέρους διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης, πτωχευτικές διαδικασίες, διαδικασίες αναγκαστικής εκποίησης, διαδικασίες απλουστευμένης αναγκαστικής διευθέτησης, διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης και διαδικασίες πτώχευσης σε κληρονομική διαδοχή
  • οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασίας (εκτός ορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος)
  • οι ανακοινώσεις έναρξης διαδικασίας, οι ανακοινώσεις δικασίμων και οι άλλες ανακοινώσεις και προσκλήσεις σε ψηφοφορία που εκδίδει δικαστήριο βάσει του νόμου,
  • τα πρακτικά συνεδριάσεων και συνεδριών της επιτροπής πιστωτών
  • οι εκθέσεις διαχειριστών και αφερέγγυων οφειλετών στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης
  • οι κατάλογοι επαληθευθεισών απαιτήσεων
  • τα έγγραφα που υποβάλλονται από διαδίκους στο πλαίσιο διαδικασίας και τα άλλα δικαστικά έγγραφα τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με τον ZFPPIPP, και
  • όλες οι αναγγελίες δημόσιων πλειστηριασμών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης και οι προσκλήσεις υποβολής προσφορών σχετικά με την εκποίηση πτωχευτικών περιουσιών.

Τις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας διαχειρίζεται ο Οργανισμός Δημόσιων Νομικών Αρχείων και Συναφών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (Agencija Republike Slovenije za javnopravne evidence in storitve, στο εξής: AJPES). Υφίσταται αμάχητο νόμιμο τεκμήριο ότι οι διάδικοι διαδικασίας αφερεγγυότητας και κάθε άλλο πρόσωπο έχει ενημερωθεί για τις δικαστικές αποφάσεις, τις αιτήσεις άλλων μερών στη διαδικασία και τις άλλες νομικές πράξεις οκτώ ημέρες μετά τη δημοσίευσή τους. Για τον λόγο αυτό, οι ιστοσελίδες είναι δημόσιες και δωρεάν.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης υποχρεούται να διατηρεί τα περιουσιακά του στοιχεία. Δύναται να πουλήσει μόνο περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, εφόσον η πώλησή τους προβλέπεται ως μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης δύναται να λαμβάνει δάνεια μόνο με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου, το δε ύψος τους δεν μπορεί να υπερβαίνει τη συνολική αξία των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητάς του και για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης.

Απαιτήσεις που προκύπτουν σε σχέση με τη χρηματοδότηση των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης και διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης εξοφλούνται, σε περίπτωση επακόλουθης διαδικασίας πτώχευσης, από τη γενική διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, πριν από την εξόφληση των προνομιακών απαιτήσεων (ήτοι το κόστος της διαδικασίας).

Διαδικασία πτώχευσης

Στην πτωχευτική περιουσία οφειλέτη ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά την έναρξη της διαδικασίας, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται από την εκποίηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας και από την αμφισβήτηση νομικών πράξεων του υπό πτώχευση οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τις συνεχιζόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τον ZFPPIPP. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνονται επίσης τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από την άσκηση αγωγών κατά προσωπικά ευθυνόμενων εταίρων του υπό πτώχευση οφειλέτη, εκτός των περιουσιακών στοιχείων που είναι άμεσα απαραίτητα για την κάλυψη βασικών αναγκών.

Στην πτωχευτική περιουσία οφειλέτη υπό προσωπική πτώχευση περιλαμβάνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά ο υπό πτώχευση οφειλέτης κατά την περίοδο επαλήθευσης, μέχρι την απαλλαγή του από τις υποχρεώσεις του ή μέχρι την περάτωση της διαδικασίας. Σε περίπτωση προσωπικής πτώχευσης, από την πτωχευτική περιουσία εξαιρούνται τα ακόλουθα:

- αντικείμενα (αντικείμενα προσωπικής χρήσης, ήτοι ρουχισμός, υποδήματα κ.λπ.), οικιακά είδη (έπιπλα, ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια κ.λπ.) τα οποία είναι άμεσα απαραίτητα στον οφειλέτη και τα μέλη του νοικοκυριού του οφειλέτη, αντικείμενα που είναι άμεσα απαραίτητα για τη συνέχιση της εργασίας του οφειλέτη, βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, βέρες, προσωπική αλληλογραφία, χειρόγραφα και άλλα έγγραφα προσωπικής φύσεως (πίνακες και φωτογραφίες μελών της οικογένειας, κ.λπ.) και

- απαιτήσεις (απαιτήσεις από νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής, απαιτήσεις αποζημίωσης για σωματική βλάβη βάσει ασφάλισης αναπηρίας, απαιτήσεις κοινωνικής πρόνοιας οικονομικής φύσης κ.λπ.).

Επιπλέον, η πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση προσωπικής πτώχευσης δεν περιλαμβάνει τα εισοδήματα του οφειλέτη που είναι απαραίτητα ως ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα (ο οφειλέτης διατηρεί τουλάχιστον το 76 % του κατώτατου μισθού και, σε περίπτωση που έχει υποχρέωση συντήρησης μέλους της οικογένειάς του ή άλλου προσώπου το οποίο υποχρεούται εκ του νόμου να συντηρεί, διατηρεί το ποσό που προβλέπεται ανά συντηρούμενο πρόσωπο).

Στο πλαίσιο προσωπικής πτώχευσης, ο οφειλέτης δικαιούται το ίδιο ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα που θα λάμβανε σε περίπτωση ατομικής εκτέλεσης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Αρμοδιότητα και καθήκοντα δικαστηρίου

Αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων αφερεγγυότητας είναι το περιφερειακό δικαστήριο. Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας προεδρεύει ένας δικαστής. Το ανώτερο δικαστήριο της Λιουμπλιάνα (Višje sodišče v Ljubljani) είναι κατά τόπο αρμόδιο να αποφαίνεται επί εφέσεων για όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Διορισμός διαχειριστή και εξουσίες αυτού

Ο διαχειριστής ασκεί εξουσίες και εκτελεί καθήκοντα σε διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος, με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών. Διαχειριστής διορίζεται στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης και τις διαδικασίες πτώχευσης. Ο διαχειριστής διορίζεται από δικαστήριο με απόφαση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων, το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή βάσει ειδικής απόφασης την επόμενη ημέρα από την παραλαβή αίτησης έναρξης διαδικασίας.

Στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης ο διαχειριστής αναλαμβάνει την εποπτεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη. Προς τον σκοπό αυτόν, ο αφερέγγυος οφειλέτης πρέπει να παρέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εποπτεία και να επιτρέπει την εξέταση των επαγγελματικών αρχείων και εγγράφων του. Σε αυτού του είδους τις διαδικασίες, η δικαιοπρακτική ικανότητα του οφειλέτη είναι περιορισμένη. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δύναται να εκτελεί μόνο συνήθεις (τρέχουσες) επιχειρηματικές δραστηριότητες και να διευθετεί τις υποχρεώσεις του που σχετίζονται με την επιχείρησή του. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δύναται να πραγματοποιεί συναλλαγές με τα περιουσιακά του στοιχεία μόνο στον βαθμό που είναι απαραίτητο για τη διεξαγωγή των συνήθων επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και δεν δύναται να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις, να παρέχει εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες, ή να συνάπτει συμβάσεις ή να εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες πράξεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των πιστωτών ή θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης δύναται, πέραν των συνήθων συμβάσεων και υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσης του δικαστηρίου, να πωλεί περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι απαραίτητα για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, εφόσον η πώλησή τους συνιστά μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Ο οφειλέτης δύναται να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις που δεν υπερβαίνουν τη συνολική αξία των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητάς του και για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Το δικαστήριο αποφασίζει αν θα δώσει τη συγκατάθεσή του με βάση τη γνώμη του διαχειριστή ή της επιτροπής πιστωτών.

Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης κατά νομικής οντότητας, οι εξουσίες των εκπροσώπων του οφειλέτη, του γενικού πληρεξουσίου και των λοιπών προσώπων που νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν τον οφειλέτη, καθώς και οι εξουσίες διαχείρισης των διευθυντών του οφειλέτη παύουν να ισχύουν. Ο διαχειριστής αναλαμβάνει τις εξουσίες διαχείρισης της επιχείρησης του αφερέγγυου οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης σύμφωνα με τις ανάγκες της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και τις εξουσίες εκπροσώπησης του οφειλέτη όσον αφορά:

  • διαδικαστικές και άλλες νομικές πράξεις που σχετίζονται με την επαλήθευση των απαιτήσεων και δικαιώματα διαχωρισμού και εξαίρεσης,
  • διαδικαστικές και άλλες νομικές πράξεις με σκοπό την αμφισβήτηση νομικών πράξεων του αφερέγγυου οφειλέτη,
  • συμβάσεις και άλλες πράξεις που απαιτούνται για την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας,
  • την άσκηση δικαιωμάτων υπαναχώρησης και άλλων δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τον αφερέγγυο οφειλέτη ως έννομη συνέπεια της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, και
  • άλλες δικαιοπραξίες τις οποίες ο οφειλέτης δύναται να εκτελεί βάσει του νόμου.

Μετά την έναρξη διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, η δικαιοπρακτική ικανότητα του υπό πτώχευση οφειλέτη περιορίζεται ως εξής:

1. δεν δύναται να συνάπτει συμβάσεις ή να εκτελεί άλλες δικαιοπραξίες ή νομικές πράξεις με αντικείμενο συναλλαγές που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, και

2. δεν δύναται, χωρίς τη συγκατάθεση δικαστηρίου:

  • να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις, ή να παρέχει εγγυήσεις,
  • να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς ή άλλους λογαριασμούς μετρητών, ή
  • να αποποιείται κληρονομιές ή άλλα δικαιώματα κυριότητας.

Δικαιοπραξία ή άλλη νομική πράξη υπό πτώχευση οφειλέτη η οποία αντιβαίνει στους εν λόγω κανόνες δεν έχει νομικές συνέπειες, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία το άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι είχαν αρχίσει διαδικασίες προσωπικής πτώχευσης κατά του οφειλέτη κατά την εκτέλεση της δικαιοπραξίας ή της νομικής πράξης αντικείμενο της οποίας ήταν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που περιλαμβάνονταν στην πτωχευτική περιουσία. Κατ’ αμάχητο τεκμήριο, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος θεωρείται ότι γνώριζε ότι είχαν αρχίσει διαδικασίες προσωπικής πτώχευσης κατά του οφειλέτη σε περίπτωση που η σύμβαση ή η άλλη δικαιοπραξία ολοκληρώθηκε περισσότερες από οκτώ ημέρες μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης στις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Στις διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης δεν συμμετέχει διαχειριστής. Στις εν λόγω διαδικασίες δεν ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά τη δικαιοπρακτική ικανότητα του οφειλέτη. Στην απλουστευμένη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης επίσης δεν συμμετέχει διαχειριστής.

Άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή

Διαχειριστής μπορεί να είναι μόνο πρόσωπο που έχει λάβει από το αρμόδιο υπουργείο νομικών υποθέσεων έγκυρη άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και αναγκαστικής εκποίησης.

Ο αρμόδιος υπουργός νομικών υποθέσεων εκδίδει την άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή για πρόσωπα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • είναι υπήκοοι της Δημοκρατίας της Σλοβενίας ή κράτους μέλους της ΕΕ, του ΕΟΧ ή του ΟΟΣΑ και έχουν πρακτική γνώση της σλοβενικής γλώσσας,
  • έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και η γενική κατάσταση της υγείας τους είναι καλή,
  • έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον τον πρώτο κύκλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης ή ισότιμο επίπεδο σπουδών στο εξωτερικό το οποίο έχει αναγνωριστεί ή αξιολογηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αξιολόγησης και αναγνώρισης σπουδών, ή έχουν άδεια άσκησης καθηκόντων ελεγκτή ή ορκωτού ελεγκτή,
  • έχουν τουλάχιστον τριετή εργασιακή εμπειρία σχετική με την επαγγελματική εκπαίδευσή τους,
  • διατηρούν ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καλύπτει ευθύνη τους αποζημίωσης τουλάχιστον 500 000 EUR ετησίως,
  • έχουν περάσει επαγγελματικές εξετάσεις που τους παρέχουν το δικαίωμα να ασκούν καθήκοντα διαχειριστή διαδικασιών αφερεγγυότητας,
  • είναι πρόσωπα άξια της εμπιστοσύνης του κοινού για την άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή διαδικασιών αφερεγγυότητας,
  • έχουν υποβάλει στο αρμόδιο υπουργείο νομικών υποθέσεων δήλωση ότι θα ασκούν τα καθήκοντά τους ως διαχειριστές διαδικασιών αφερεγγυότητας ευσυνείδητα και υπεύθυνα, και ότι θα εργάζονται με σκοπό την ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους ικανοποίησης των πιστωτών σε κάθε διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία διορίζονται.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Συμψηφισμός απαιτήσεων μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης

Σε περίπτωση που μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης υφίσταται απαίτηση πιστωτή κατά του αφερέγγυου οφειλέτη και ανταπαίτηση του αφερέγγυου οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή, οι απαιτήσεις θεωρούνται συμψηφισθείσες κατά την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις μη χρηματικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Η έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης δεν έχει νομικές συνέπειες σε εξασφαλισμένες και προνομιακές απαιτήσεις καθώς και σε δικαιώματα εξαίρεσης. Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να υπαχθούν σε χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση.

Συμψηφισμός απαιτήσεων μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης

Σε περίπτωση που μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης υφίσταται απαίτηση πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη και ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή, οι απαιτήσεις θεωρούνται συμψηφισθείσες κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις μη χρηματικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Στη διαδικασία πτώχευσης, ο πιστωτής δεν αναγγέλλει την απαίτησή του κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη, αλλά πρέπει να ενημερώσει τον διαχειριστή σχετικά με τον συμψηφισμό εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν ενημερώσει τον διαχειριστή σχετικά με τον συμψηφισμό, ο πιστωτής ευθύνεται έναντι του υπό πτώχευση οφειλέτη για τις δαπάνες και τις τυχόν άλλες ζημίες που υπέστη ο υπό πτώχευση οφειλέτης λόγω της παράλειψης του πιστωτή. Σε περίπτωση που η απαίτηση του πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη είναι υπό αίρεση, πραγματοποιείται συμψηφισμός εάν ο πιστωτής ζητήσει συμψηφισμό και το δικαστήριο παράσχει τη συγκατάθεσή του για τον συμψηφισμό.

Απαίτηση κατά πτωχευτικού πιστωτή η οποία γεννήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης ή την οποία απέκτησε νέος πιστωτής πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μέσω εκχώρησης από προηγούμενο πιστωτή δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του νέου πιστωτή εάν η εν λόγω απαίτηση γεννήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Απαίτηση πτωχευτικού πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη η οποία γεννήθηκε πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή εάν η εν λόγω απαίτηση γεννήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Οι εντολές εκτέλεσης δικαιοπραξίας ή άλλης νομικής πράξης για λογαριασμό οφειλέτη παύουν να ισχύουν σε περίπτωση που ο οφειλέτης τις παρείχε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν δύναται να πραγματοποιήσει πληρωμές από χρηματικά περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου οφειλέτη βάσει απόφασης εκτέλεσης ή υποχρεωτικής είσπραξης. Προσφορές στις οποίες προέβη ο υπό πτώχευση οφειλέτης πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης παύουν να ισχύουν, εκτός εάν ο αποδέκτης αποδέχτηκε την προσφορά πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, ο διαχειριστής δύναται να καταγγείλει συμβάσεις μίσθωσης και χρηματοδοτικής μίσθωσης σε περίπτωση που οι εν λόγω συμβάσεις συνήφθησαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, με προηγούμενη ειδοποίηση ενός μηνός, ανεξαρτήτως της γενικής νομοθεσίας και των όρων της σύμβασης. Σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης ασκήσει το δικαίωμά του να καταγγείλει σύμβαση, η προθεσμία γνωστοποίησης ξεκινά από την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το έτερο συμβαλλόμενο μέρος έλαβε τη δήλωση του υπό πτώχευση οφειλέτη σχετικά με την καταγγελία και λήγει την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα. Το έτερο συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπό πτώχευση οφειλέτη το οποίο προέκυψε από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης, σε αντίθεση με τη γενική νομοθεσία. Η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να αναγγελθεί στην πτωχευτική διαδικασία και εξοφλείται από τη διανεμητέα περιουσία, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εξόφλησης των αξιώσεων πιστωτών.

Η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης δεν επηρεάζει συμφωνία διακανονισμού ή εγκεκριμένη χρηματοπιστωτική σύμβαση σε σχέση με την οποία ισχύουν οι κανόνες που καθορίζονται στη συμφωνία διακανονισμού. Σε περίπτωση που, μετά τη διευθέτηση των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στη συμφωνία διακανονισμού, προκύψει καθαρή χρηματική απαίτηση άλλου συμβαλλόμενου μέρους κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να αναγγείλει την απαίτηση στην πτωχευτική διαδικασία και η απαίτηση εξοφλείται από τη διανεμητέα περιουσία, σύμφωνα με τους κανόνες περί εξόφλησης των αξιώσεων πιστωτών.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Ανεπίτρεπτο εκτέλεσης και βαρών

Μετά την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά αφερέγγυου οφειλέτη, δεν επιτρέπεται εν γένει βάσει της νομοθεσίας η έκδοση απόφασης εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους, εκτός εάν ορίζεται άλλως βάσει της νομοθεσίας.

Μετά την έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης κατά οφειλέτη, δεν επιτρέπεται η έκδοση απόφασης εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους για χρηματοοικονομική απαίτηση που υπόκειται σε προληπτική αναδιάρθρωση.

Διακοπή διαδικασιών εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους

Διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους που κινήθηκαν κατά αφερέγγυου οφειλέτη πριν από την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης διακόπτονται με την έναρξη της τελευταίας και δύνανται να συνεχιστούν μόνο βάσει απόφασης του δικαστηρίου που διεξάγει τη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η οποία ορίζεται βάσει της νομοθεσίας ως η βάση για τη συνέχιση της διαδικασίας εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους.

Η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης έχει τις ακόλουθες νομικές συνέπειες στις διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους που είχαν κινηθεί κατά του αφερέγγυου οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης:

  • σε περίπτωση που, στη διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας, ο πιστωτής δεν έχει ακόμη αποκτήσει το δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, η διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους αναστέλλεται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • σε περίπτωση που, στη διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας, ο πιστωτής έχει αποκτήσει το δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και εφόσον η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, η διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους αναστέλλεται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • σε περίπτωση που πιστωτής σε διαδικασία εκτέλεσης αποκτήσει δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και εφόσον πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης, η έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης δεν επηρεάζει τη διαδικασία εκτέλεσης, και
  • διαδικασίες επιβολής ασφάλειας μέσω προσωρινού ή προκαταρκτικού μέτρου αναστέλλονται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και όλες οι πράξεις που εκτελέστηκαν στις εν λόγω διαδικασίες ακυρώνονται.

Διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους οι οποίες κινήθηκαν κατά του οφειλέτη πριν από την έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης για την εκτέλεση ή την εξασφάλιση χρηματοοικονομικής απαίτησης η οποία αποτελεί το αντικείμενο προληπτικής αναδιάρθρωσης διακόπτονται με την έναρξη της διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης. Το δικαστήριο της εκτέλεσης αποφασίζει σχετικά με τη διακοπή της διαδικασίας εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους κατόπιν αίτησης του οφειλέτη.

Αρχή της ενοποίησης της διαδικασίας πτώχευσης

Πιστωτής δύναται να αναγγείλει την απαίτησή του για εκπλήρωση υποχρέωσης που ανέκυψε από τη σχέση του με τον υπό πτώχευση οφειλέτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης κατά του εν λόγω οφειλέτη και σύμφωνα με τους κανόνες της διαδικασίας [κανόνες περί αναγγελίας και επαλήθευσης απαιτήσεων, οδηγίες κίνησης δίκης (άσκηση αγωγής) σχετικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις κ.λπ.].

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Σε περίπτωση που πιστωτής έχει ασκήσει αγωγή με σκοπό την κατοχύρωση απαίτησης πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, η εκδίκαση της υπόθεσης αναστέλλεται βάσει των κανόνων του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku). Πιστωτής ο οποίος έχει ασκήσει αγωγή πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης οφείλει να αναγγείλει την απαίτησή του στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Κατά την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων, η βάση αναστολής των αγωγών λόγω της διαδικασίας πτώχευσης παύουν να υφίσταται. Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή αναγνωριστεί, ο πιστωτής παύει να έχει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της σχετικής αγωγής και η εκδίκαση της αγωγής αναστέλλεται. Στον πιστωτή καταβάλλεται ίσο και αναλογικό μερίδιο σε σχέση με τους άλλους πιστωτές των οποίων οι μη εξασφαλισμένες εγχειρόγραφες απαιτήσεις αναγνωρίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή, ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει αίτηση συνέχισης της εκδίκασης της ανασταλείσας αγωγής εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων. Στην περίπτωση αυτή, ο πιστωτής που έχει ασκήσει την αγωγή αρκεί να επιδιώξει την απόδειξη της ύπαρξης της απαίτησης. Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή έχει αμφισβητηθεί από άλλο πιστωτή, ο πρώτος πιστωτής πρέπει να διευρύνει την αγωγή του προκειμένου να συμπεριλάβει τον πιστωτή που αμφισβητεί την απαίτηση ως νέο εναγόμενο, εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων. Σε περίπτωση που η απαίτησή του αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της αγωγής, καταβάλλεται στον πιστωτή ίσο και αναλογικό μερίδιο σε σχέση με τους άλλους πιστωτές των οποίων οι μη εξασφαλισμένες εγχειρόγραφες απαιτήσεις αναγνωρίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διαδικαστικές πράξεις δύναται να εκτελεί οποιοσδήποτε πιστωτής της διαδικασίας ο οποίος επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτησή του κατά του αφερέγγυου οφειλέτη. Κατά κανόνα, κάθε πιστωτής (ως διάδικος) έχει το δικαίωμα να προσβάλει με έφεση οποιαδήποτε δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει ότι μόνο κάποιοι διάδικοι δύνανται να προσβάλουν ορισμένη απόφαση. Η έφεση πρέπει να ασκηθεί εντός 15 ημερών. Για τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να επιδοθεί η απόφαση σύμφωνα με τον ZFPPIPP, η προθεσμία των 15 ημερών υπολογίζεται από την ημέρα επίδοσης της απόφασης όσον αφορά τα λοιπά πρόσωπα, η εν λόγω προθεσμία υπολογίζεται από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης.

Στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, πιστωτής δύναται επίσης να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις μέσω της επιτροπής πιστωτών, η οποία, ως όργανο αντιπροσώπευσης του συνόλου των πιστωτών που είναι διάδικοι στη διαδικασία, εξουσιοδοτείται να εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις που ορίζει ο νόμος. Επιτροπή πιστωτών συγκροτείται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης στη διαδικασία πτώχευσης, τέτοια επιτροπή συγκροτείται μόνο εφόσον το ζητήσουν οι πιστωτές.

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Επιτροπή πιστωτών

Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, το δικαστήριο συγκροτεί επιτροπή πιστωτών, η οποία, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα και τις εξουσίες της, έχει το δικαίωμα να εξετάζει τα επαγγελματικά έγγραφα του οφειλέτη (ήτοι, να επιθεωρεί τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη) με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και προκειμένου να υποβάλει τις προτάσεις και γνώμες που είναι απαραίτητες για την προστασία των πιστωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας. Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η επιτροπή πιστωτών δύναται, προς τον σκοπό της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης του αφερέγγυου οφειλέτη, να εκδίδει, υπό ορισμένες νομοθετικές προϋποθέσεις, απόφαση αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου μέσω της καταβολής μετρητών ή εισφορών σε είδος που αποτελούν το αντικείμενο απαιτήσεων των πιστωτών κατά του αφερέγγυου οφειλέτη.

Νομοθετικές τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 2013 με σκοπό τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων περιλάμβαναν ειδικούς κανόνες για τις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης κατά αυτού του είδους των επιχειρήσεων, οι οποίοι ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση των πιστωτών. Οι κανόνες της εν λόγω διαδικασίας χρησιμοποιούνται και για μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τη νομοθετική τροποποίηση του 2016. Για την καλή εκτέλεση των καθηκόντων του διαχειριστή στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής διευθέτησης, ο διαχειριστής απαιτείται να έχει ευρύτερη εμπειρία και εκπαίδευση, και, για τον λόγο αυτόν, κατά τον διορισμό του διαχειριστή στις εν λόγω διαδικασίες δεν εφαρμόζεται ο κανόνας του αυτόματου διορισμού κατά σειρά διαδοχής, αλλά το δικαστήριο επιλέγει με βάση τη δική του αξιολόγηση. Στην περίπτωση που οι ίδιοι οι πιστωτές προτείνουν την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά αφερέγγυου οφειλέτη σύμφωνα με τις νέες νομοθετικές διατάξεις, το δικαστήριο διορίζει τον διαχειριστή που προτείνουν οι αιτούντες. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, η επιτροπή πιστωτών δύναται επίσης να διορίζει εκπρόσωπο των πιστωτών. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται στην επιτροπή πιστωτών η δυνατότητα να παρακολουθεί αποτελεσματικότερα τις δραστηριότητες της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και τις διαχειριστικές πράξεις στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (για παράδειγμα, των μέτρων αναδιάρθρωσης της επιχείρησης με σκοπό τη βελτιστοποίηση των δαπανών της εταιρείας ή τη βελτίωση της αποδοτικότητάς της). Οι αρμοδιότητες της επιτροπής πιστωτών διευρύνθηκαν περαιτέρω προκειμένου να συμπεριλάβουν τη δυνατότητα της επιτροπής να τροποποιεί το σχέδιο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Μέσα έννομης προστασίας των μεμονωμένων πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης

Κάθε πιστωτής ή ο διαχειριστής δύναται να ασκήσει ανακοπή κατά της διεξαγωγής της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης:

  • σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είναι αφερέγγυος και δύναται να εξοφλήσει το σύνολο των υποχρεώσεών του πλήρως και εγκαίρως,
  • σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε μεγαλύτερο ποσοστό ή σε μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με όσα προβλέπονται στην πρόταση αναγκαστικής διευθέτησης,
  • σε περίπτωση που δεν είναι πιθανό η υλοποίηση του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης να επιτρέψει στον οφειλέτη να καταστεί φερέγγυος βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα,
  • σε περίπτωση που δεν είναι πιθανό να πετύχουν οι πιστωτές, μέσω της επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης που προτείνει ο οφειλέτης, ευνοϊκότερες συνθήκες για την ικανοποίηση των απαιτήσεών από ό,τι εάν κινείτο διαδικασία πτώχευσης, ή
  • σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης ενεργεί κατά παράβαση των κανόνων που περιορίζουν τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης ή έχει καθυστερήσει για περισσότερες από 15 ημέρες να καταβάλει τους μισθούς των εργαζομένων ή να καταβάλει φόρους και εισφορές τις οποίες υποχρεούται να υπολογίζει και να καταβάλλει ταυτόχρονα με την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων.

Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εξοφλήσει πλήρως την απαίτηση του πιστωτή. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής των απαιτήσεων που ορίζεται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση. Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, σε περίπτωση που αυτή επιτεύχθηκε με δόλιο τρόπο. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός δύο ετών από την τελεσιδικία της απόφασης επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης.

Διαδικασία πτώχευσης

Επιτροπή πιστωτών

Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιτροπή πιστωτών έχει το δικαίωμα να εξετάζει όλα τα έγγραφα τεκμηρίωσης που κατέχει ο διαχειριστής στο πλαίσιο της διαδικασίας, καθώς και τα έγγραφα τεκμηρίωσης που υποχρεούται να τηρεί ο διαχειριστής σε σχέση με τη διαδικασία. Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιτροπή πιστωτών δύναται να παρέχει:

  • τη γνώμη της σχετικά με την ολοκλήρωση απαραίτητων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπό πτώχευση οφειλέτη,
  • τη συγκατάθεσή της σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπό πτώχευση οφειλέτη,
  • τη γνώμη της σχετικά με το προτεινόμενο από τον διαχειριστή σχέδιο σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • τη γνώμη της επί απόφασης πώλησης περιουσιακών στοιχείων,
  • τη συγκατάθεσή της σε περίπτωση που η τιμή εκκίνησης ή η κατώτατη τιμή είναι μικρότερη από το ήμισυ της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή αποτιμήθηκε βάσει της αξίας εκκαθάρισης,
  • τη γνώμη της σχετικά με την εκτίμηση του διαχειριστή όσον αφορά το κόστος της διαδικασίας πτώχευσης και την τροποποίησή της, και
  • τη γνώμη της σχετικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας πτώχευσης.

Στην απλουστευμένη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης και τη διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης δεν συγκροτείται επιτροπή πιστωτών.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Στη διαδικασία πτώχευσης, ο διαχειριστής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του υπό πτώχευση οφειλέτη και υπ’ αυτή την ιδιότητά του έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία και να τη ρευστοποιεί.

Ειδικότερα, ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία, ιδίως μέσω της εκμίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη και της αύξησης των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων του. Ο διαχειριστής δύναται επίσης να συνάπτει δικαστικούς ή εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, για τους οποίους χρειάζεται τη γνώμη της επιτροπής πιστωτών και τη συγκατάθεση του δικαστηρίου. Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, η εκμίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν καθυστερεί την πώλησή τους. Σύμβαση μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να συναφθεί μόνο για ορισμένη διάρκεια, η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα έτος. Ο διαχειριστής δύναται, με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου, να παράσχει στον μισθωτή δικαίωμα προτίμησης για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της μίσθωσης.

Ο διαχειριστής δεσμεύεται από τον νόμο όσον αφορά την επένδυση των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη. Τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να επενδυθούν μόνο σε χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Σλοβενίας ή κεντρική τράπεζα άλλου κράτους μέλους της ΕΕ, ή σε χρεόγραφα (εκτός των τίτλων μειωμένης εξασφάλισης) που έχουν εκδοθεί από τράπεζα με καταστατική έδρα στη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Καταθέσεις μετρητών μπορούν να γίνουν μόνο σε τράπεζα με καταστατική έδρα στη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή σε πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

Στο πλαίσιο της ρευστοποίησης, ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης δύναται να εκποιεί τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη, να επιδιώκει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του και να εκτελεί κάθε άλλη νομική πράξη με σκοπό την πραγμάτωση των περιουσιακών δικαιωμάτων του. Σύμβαση για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη μπορεί να συναφθεί μέσω δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Η σύναψη σύμβασης βάσει απευθείας διαπραγματεύσεων με αγοραστή επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Η πώληση ξεκινά με βάση (πρώτη) δικαστική απόφαση πώλησης. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση πώλησης κατόπιν αίτησης του διαχειριστή και βάσει γνωμοδότησης της επιτροπής πιστωτών. Σε περίπτωση πώλησης περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων ορισμένος πιστωτής έχει προνομιακό δικαίωμα πληρωμής (εμπράγματη ασφάλεια), απαιτείται επίσης η γνώμη του εν λόγω πιστωτή. Στην απόφαση με την οποία το δικαστήριο αποφασίζει για πρώτη φορά την πώληση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, το δικαστήριο αποφαίνεται επίσης:

1. σχετικά με τη μέθοδο πώλησης,

2. σχετικά με την τιμή εκκίνησης σε δημόσιο πλειστηριασμό ή την κατώτατη τιμή σε δεσμευτική πρόσκληση υποβολής προσφορών και

3. σχετικά με το ποσό της εγγυοδοσίας.

Σε περίπτωση ανεπιτυχούς δημόσιου πλειστηριασμού ή πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την πώληση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου βάσει της πρώτης απόφασης πώλησης, το δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της επακόλουθης απόφασης πώλησης:

1. είτε:

- να αποφασίσει ξανά την πώληση μέσω δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών και

- να ορίσει χαμηλότερη τιμή εκκίνησης ή κατώτατη τιμή σε σχέση με την πρώτη απόφαση, είτε

2. να αποφασίσει να διενεργήσει μη δεσμευτική πρόσκληση υποβολής προσφορών για πώληση βάσει απευθείας διαπραγματεύσεων.

Το δικαστήριο ορίζει την κατώτατη τιμή στο πλαίσιο της διαδικασίας για την αποδοχή δεσμευτικών προσφορών με βάση την εκτιμηθείσα αξία του περιουσιακού στοιχείου. Στην πρώτη απόφαση πώλησης, η κατώτατη τιμή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το ήμισυ της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, όπως αυτή έχει εκτιμηθεί με βάση την αξία εκκαθάρισής της. Σε επακόλουθη απόφαση πώλησης, το δικαστήριο δύναται να ορίσει τιμή εκκίνησης ή κατώτατη τιμή χαμηλότερη από το ήμισυ της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, όπως αυτή έχει εκτιμηθεί με βάση την αξία εκκαθάρισής της, εφόσον η επιτροπή πιστωτών ή ο πιστωτής με προνομιακό δικαίωμα πληρωμής παρέχει τη συγκατάθεσή του.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στη διαδικασία πτώχευσης, οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, με εξαίρεση τις απαιτήσεις των οποίων η αναγγελία δεν απαιτείται βάσει της νομοθεσίας. Πιστωτής ο οποίος ευθύνεται για υποχρέωση του υπό πτώχευση οφειλέτη ως από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτης, εγγυητής ή ενεχυραστής υποχρεούται να αναγγείλει στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης την πιθανή απαίτησή του από αναγωγή η οποία δεν είχε γεννηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης βάσει αναβλητικής αίρεσης σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής θα αποκτούσε την απαίτηση από αναγωγή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη κατόπιν της πληρωμής της απαίτησης που θα πραγματοποιούνταν μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που άλλοι από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτες ή εγγυητές επίσης ευθύνονται για την ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή, επιπρόσθετα στον υπό πτώχευση οφειλέτη, ο πιστωτής δύναται να αναγγείλει και να επιδιώξει την κατοχύρωση του πλήρους ποσού της απαίτησης στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης μέχρις ότου αυτό πληρωθεί υπό διαλυτική αίρεση, η οποία πληρούται όταν η απαίτηση του πιστωτή εξοφληθεί από άλλο από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτη ή εγγυητή. Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία αναγγελίας, η απαίτησή του κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη αποσβένεται και το δικαστήριο απορρίπτει την καθυστερημένη αναγγελία της απαίτησης.

Στη διαδικασία πτώχευσης δεν είναι υποχρεωτική η αναγγελία των προνομιακών απαιτήσεων για την πληρωμή μισθών και μισθολογικής αποζημίωσης εργαζομένων των οποίων η εργασία κατέστη περιττή λόγω της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, για την περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μέχρι τη λήξη της περιόδου αναγγελίας, καθώς και αποζημίωσης απόλυσης των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις απασχόλησης καταγγέλθηκαν από τον διαχειριστή λόγω του ότι η εργασία τους κατέστη περιττή εξαιτίας της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης ή κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Επίσης, δεν αναγγέλλονται ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τον υπολογισμό και την καταβολή φόρων.

Σε περίπτωση που απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα διαχωρισμού, ο πιστωτής υποχρεούται να αναγγείλει την εν λόγω εξασφαλισμένη απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, με αναγγελία και του δικαιώματος διαχωρισμού. Εάν, με βάση την κατάσταση κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, υφίσταται καταχωρισμένο δικαίωμα κυριότητας του υπό πτώχευση οφειλέτη επί ακινήτου και το εν λόγω δικαίωμα περιορίζεται από καταχωρισμένη εμπράγματη ασφάλεια ή μέγιστη εμπράγματη ασφάλεια της οποίας η καταχώριση είχε τεθεί σε ισχύ πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, θεωρείται ότι η εμπράγματη ασφάλεια ή η μέγιστη εμπράγματη ασφάλεια και η σχετική απαίτηση έχουν καταχωριστεί εγκαίρως στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τα δικαιώματα τους εξαίρεσης που έχουν γεννηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία αναγγελίας των δικαιωμάτων εξαίρεσης, το δικαίωμα εξαίρεσης δεν αποσβένεται. Σε περίπτωση που ο διαχειριστής πωλήσει το περιουσιακό στοιχείο που υπόκειται σε μη αναγγελθέν δικαίωμα εξαίρεσης, ο πιστωτής-δικαιούχος του δικαιώματος εξαίρεσης το χάνει, αλλά δύναται να ζητήσει την καταβολή των χρημάτων που αποκτήθηκαν από την πώληση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, αφαιρουμένου του κόστους της πώλησης. Ο πιστωτής-δικαιούχος του δικαιώματος εξαίρεσης δεν έχει το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση. Ο πιστωτής χάνει το δικαίωμα εξαίρεσης και το δικαίωμα λήψης των χρημάτων από την πώληση εάν δεν αναγγείλει το δικαίωμα μέχρι τη δημοσίευση του σχεδίου πρώτης γενικής διανομής.

Οι υποχρεώσεις του υπό πτώχευση οφειλέτη που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης (με ορισμένες εξαιρέσεις) θεωρούνται δαπάνες της διαδικασίας. Χωρίζονται σε:

- τρέχουσες δαπάνες (για παράδειγμα, μισθοί και άλλες αμοιβές στα μέρη που παρέχουν τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για τη διαδικασία πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και των εισφορών που υποχρεούται να υπολογίσει και να καταβάλει ο οφειλέτης μαζί με τις εν λόγω πληρωμές, κόστος του διαχειριστή, δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, θέρμανσης, τηλεφώνου και άλλες δαπάνες που σχετίζονται με τη χρήση των εγκαταστάσεων της επιχείρησης για τη διαδικασία πτώχευσης, ασφάλιστρα για την ασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας, έξοδα δημοσιεύσεων, νομικά έξοδα του υπό πτώχευση οφειλέτη για την αμφισβήτηση απαιτήσεων, δαπάνες για υπηρεσίες λογιστικής, διοικητικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης κ.λπ.) και

- περιστασιακές δαπάνες (πληρωμή απαιτήσεων πιστωτών που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, εκπλήρωση υποχρεώσεων βάσει διμερών συμβάσεων που αθετήθηκαν αμφιμερώς, εκπλήρωση υποχρεώσεων ολοκλήρωσης επειγουσών δικαιοπραξιών και για τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κόστος εκτίμησης της αξίας περιουσιακών στοιχείων και άλλων πράξεων σχετικά με την πώληση κ.λπ.).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Διά της αναγγελίας απαίτησης, ο πιστωτής αποκτά το δικαίωμα να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Αναγγέλλονται μόνο οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η αναγγελία και η επαλήθευση των απαιτήσεων αποσκοπούν ιδίως στον έλεγχο της νομιμοποίησης του πιστωτή να ψηφίσει επί της αναγκαστικής διευθέτησης. Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εντός 30 ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης έναρξης της διαδικασίας στις ιστοσελίδες του οργανισμού δημόσιων νομικών αρχείων και συναφών υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (AJPES). Η μη αναγγελία ή η εκπρόθεσμη αναγγελία δεν συνεπάγονται την απώλεια της ίδιας της απαίτησης από τον πιστωτή, αλλά την απώλεια του δικαιώματος ψήφου.

Στη διαδικασία πτώχευσης, η αναγγελία και η επαλήθευση των απαιτήσεων αποτελούν τη βάση επί της οποίας καθορίζεται η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός τριών μηνών από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης στις ιστοσελίδες του AJPES.

Στην προσωπική πτώχευση, ο πιστωτής δεν χάνει την απαίτηση σε περίπτωση που την αναγγείλει εκπρόθεσμα, αλλά ο διαχειριστής την εντάσσει στον κατάλογο πρόσθετων απαιτήσεων.

Πιστωτής κατά του οποίου έχει ασκηθεί αγωγή προσβολής νομικών πράξεων του υπό πτώχευση οφειλέτη υποχρεούται, εντός ενός μήνα από την ημέρα επίδοσης της αγωγής, να αναγγείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, την απαίτησή του ως απαίτηση υπό αίρεση η οποία θα γεννηθεί σε περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή βάσει τελεσίδικης απόφασης. Πιστωτής υποχρεούται να αναγγείλει την απαίτησή του αποζημίωσης λόγω καταγγελίας από τον σύνδικο σύμβασης μίσθωσης ή σύμβασης που έχει αθετηθεί αμφιμερώς εντός ενός μήνα από την παραλαβή δήλωσης του υπό πτώχευση οφειλέτη βάσει της οποίας ασκεί τα δικαιώματά του καταγγελίας ή υπαναχώρησης.

Περιεχόμενο απαίτησης

Η αναγγελία απαίτησης στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να περιλαμβάνει:

1. το ποσό προς αναγνώριση ως απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας και

2. περιγραφή των πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων προκύπτει η επιλεξιμότητα της απαίτησης και αποδεικτικά στοιχεία αυτών, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής τεκμηρίωσης.

Η αναγγελία απαίτησης στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η πληρωμή της απαίτησης. Σε περίπτωση που πιστωτής έχει ασκήσει αγωγή ή έχει κινήσει άλλη διαδικασία πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, πρέπει επίσης να συνυποβάλει πληροφορίες σχετικά με το δικαστήριο ή την άλλη αρμόδια αρχή ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία, καθώς και τον αριθμό αναφοράς της υπόθεσης.

Το αίτημα επαλήθευσης απαίτησης πρέπει να περιλαμβάνει:

1. το ποσό του κεφαλαίου της απαίτησης,

2. σε περίπτωση που ο πιστωτής σε διαδικασία αφερεγγυότητας απαιτεί την καταβολή τόκου επιπλέον του κεφαλαίου: το κεφαλαιοποιημένο ποσό του τόκου, υπολογιζόμενο για την περίοδο από την ημερομηνία λήξης έως την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας στην περίπτωση προνομιακών απαιτήσεων του διαχειριστή: το υπολογισθέν κεφαλαιοποιημένο ποσό του τόκου

3. σε περίπτωση που ο πιστωτής σε διαδικασία αφερεγγυότητας αξιώνει, επιπλέον της καταβολής του κεφαλαίου της απαίτησής του, να αποζημιωθεί για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη δικαστική διεκδίκηση της απαίτησής του ή για διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας: το ποσό των εν λόγω δαπανών,

4. σε περίπτωση που ο πιστωτής επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτηση ως προνομιακή απαίτηση: ρητό αίτημα να θεωρηθεί η απαίτηση προνομιακή κατά τη διανομή, και

5. σε περίπτωση που ο πιστωτής επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτηση ως απαίτηση υπό αίρεση: ρητή περιγραφή των περιστάσεων η επέλευση των οποίων συνεπάγεται την πλήρωση αναβλητικής ή διαλυτικής αίρεσης με την οποία σχετίζεται η απαίτηση.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο πιστωτής δύναται να αναγγείλει περισσότερες από μία απαιτήσεις σε μία αίτηση.

Διαδικασία επαλήθευσης απαιτήσεων

Η διαδικασία επαλήθευσης απαιτήσεων περιλαμβάνει τρία στάδια:

1. Δήλωση του διαχειριστή σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις:

ο διαχειριστής υποβάλει δήλωση αναγνώρισης ή αμφισβήτησης των απαιτήσεων με την κατάρτιση βασικού καταλόγου επαληθευμένων απαιτήσεων (osnovni seznam preizkušenih terjatev). Στον κατάλογο ο διαχειριστής δηλώνει για κάθε απαίτηση αν αυτή αναγνωρίζεται ή αμφισβητείται. Το δικαστήριο δημοσιεύει τον κατάλογο στις ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για τις δημοσιεύσεις στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις για τυχόν σφάλματα σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον βασικό κατάλογο εντός 15 ημερών από τη δημοσίευσή του, με την υποβολή ένστασης κατά του βασικού καταλόγου (ugovor proti osnovnem seznamu). Σε περίπτωση που η ένσταση του πιστωτή γίνει δεκτή, ο διαχειριστής υποχρεούται να εκδώσει διορθωμένη έκδοση του βασικού καταλόγου.

2. Δήλωση πιστωτή σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις άλλων πιστωτών:

Κάθε πιστωτής ο οποίος έχει αναγγείλει εγκαίρως την απαίτησή του στο πλαίσιο της διαδικασίας δύναται να υποβάλει ένσταση κατά απαιτήσεων άλλων πιστωτών, με την υποβολή ένστασης αμφισβήτησης απαίτησης (ugovor o prerekanju terjatve). Στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο πιστωτής υποχρεούται να υποβάλει την ένσταση αμφισβήτησης απαίτησης εντός 15 ημερών, ενώ στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση του βασικού καταλόγου επαληθευμένων απαιτήσεων. Στο πλαίσιο διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης και στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, η εν λόγω ένσταση μπορεί να υποβληθεί και από τον αφερέγγυο οφειλέτη, ως διάδικο στη διαδικασία. Ο διαχειριστής καταχωρίζει τις δηλώσεις των πιστωτών και του οφειλέτη σχετικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις στον συμπληρωματικό κατάλογο επαληθευμένων απαιτήσεων (dopolnjeni seznam preizkušenih terjatev). Τυχόν σφάλματα που συνίστανται στη μη λήψη υπόψη υποβληθείσας ένστασης προβάλλονται με ένσταση κατά του συμπληρωματικού καταλόγου.

3. Απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων:

Το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων με απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων (sklep o preizkusu terjatev). Με βάση την εν λόγω απόφαση, ο διαχειριστής καταρτίζει τελικό κατάλογο επαληθευμένων απαιτήσεων (končni seznam preizkušenih terjatev), τον οποίο το δικαστήριο δημοσιεύει μαζί με την απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων.

Στην απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων, το δικαστήριο αποφαίνεται επί των ενστάσεων, επί των επαληθευμένων και των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, επί των απαιτήσεων που είναι πιθανό να τεκμηριωθούν, καθώς και σχετικά με το ποιος πρέπει να κινήσει άλλες διαδικασίες (ήτοι αγωγές) προκειμένου να κατοχυρώσει την απαίτησή του. Η προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι ένας μήνας.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, η οποία ρευστοποιείται προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της διαδικασίας και να πληρωθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών. Ο νόμος διακρίνει μεταξύ «πτωχευτικής περιουσίας» και «ειδικής πτωχευτικής περιουσίας». Η ειδική πτωχευτική περιουσία αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δικαίωμα διαχωρισμού και τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται μέσω της εκποίησης τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δικαίωμα διαχωρισμού, είναι απαραίτητο να καθορίζεται χωριστή πτωχευτική περιουσία, η διαχείριση της οποίας πρέπει να πραγματοποιείται χωριστά από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της γενικής πτωχευτικής περιουσίας και των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος άλλων ειδικών πτωχευτικών περιουσιών.

Το ρευστοποιηθέν μέρος πτωχευτικής περιουσίας αποτελεί διανεμητέα περιουσία και προορίζεται για την πληρωμή των απαιτήσεων πιστωτών. Η γενική διανεμητέα περιουσία είναι τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που προέκυψαν από τη ρευστοποίηση της γενικής πτωχευτικής περιουσίας, αφαιρουμένου του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης. Η ειδική διανεμητέα περιουσία είναι τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που προέκυψαν από τη ρευστοποίηση της ειδικής πτωχευτικής περιουσίας, αφαιρουμένου του κόστους της εν λόγω ρευστοποίησης.

Όσον αφορά την προνομιακή πληρωμή στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, οι απαιτήσεις των πιστωτών που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας κατηγοριοποιούνται ως εξής:

  • εξασφαλισμένες απαιτήσεις, η πληρωμή των οποίων εξασφαλίζεται βάσει δικαιώματος διαχωρισμού στο οποίο περιλαμβάνεται δικαίωμα προνομιακής πληρωμής της απαίτησης από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, και
  • μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων πρώτες πληρώνονται οι προνομιακές απαιτήσεις, στη συνέχεια πληρώνονται οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις, κατόπιν οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και, τέλος, τα εταιρικά δικαιώματα.

Εξασφαλισμένες απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις των οποίων η πληρωμή εξασφαλίζεται με δικαίωμα διαχωρισμού. Δικαίωμα διαχωρισμού είναι κάθε δικαίωμα που περιλαμβάνει δικαίωμα προνομιακής πληρωμής της απαίτησης από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Το συνηθέστερο δικαίωμα διαχωρισμού είναι η εμπράγματη ασφάλεια. Στη διαδικασία πτώχευσης, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις πληρώνονται κατά προτεραιότητα από τα χρήματα που αποκτώνται από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού.

Μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις των οποίων η πληρωμή δεν είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα διαχωρισμού. Η πληρωμή των εν λόγω απαιτήσεων είναι δευτερεύουσα έναντι της πληρωμής των εξασφαλισμένων απαιτήσεων όσον αφορά την πληρωμή από τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούσαν το αντικείμενο δικαιώματος διαχωρισμού. Τα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται για την πληρωμή, κατά σειρά, 1) των προνομιακών απαιτήσεων, 2) των εγχειρόγραφων απαιτήσεων και 3) των τυχόν απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης.

  • Προνομιακές απαιτήσεις είναι οι (μη εξασφαλισμένες) απαιτήσεις οι οποίες, βάσει της νομοθεσίας, πρέπει να πληρώνονται κατά προτεραιότητα, πριν από την πληρωμή των εγχειρόγραφων (μη εξασφαλισμένων) απαιτήσεων (για παράδειγμα, μισθοί και μισθολογική αποζημίωση για τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αποζημίωση εργαζομένων λόγω απόλυσης, μη καταβληθείσες εισφορές κ.λπ.). Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης λόγω ανεπιτυχούς διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης έχουν απόλυτη προτεραιότητα και πληρώνονται πριν από τις προνομιακές απαιτήσεις.
  • Εγχειρόγραφες απαιτήσεις είναι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που δεν είναι ούτε προνομιακές ούτε μειωμένης εξασφάλισης.
  • Απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης είναι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που πληρώνονται μόνο μετά την πληρωμή όλων των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων κατά του οφειλέτη βάσει νομικής σχέσης μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη για την περίπτωση που ο οφειλέτης καταστεί αφερέγγυος. Σε περίπτωση αναγκαστικής διευθέτησης, οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης μπορούν να μετατραπούν σε μερίδιο κυριότητας. Εάν δεν μεταβιβαστούν ως εισφορά σε είδος και εφόσον υπάρξει επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, οι απαιτήσεις αυτές αποσβένονται.

Τα εταιρικά δικαιώματα, οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρείας δεν έχουν τα χαρακτηριστικά (τη νομική φύση) δικαιώματος που δημιουργεί ενοχή, και παρέχουν στους μετόχους ή εταίρους δικαίωμα σε ανάλογο μέρος του υπολοίπου της πτωχευτικής περιουσίας.

Πριν από την πραγματοποίηση πληρωμών προς τους πιστωτές, το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης αφαιρείται από την πτωχευτική περιουσία (διανεμητέα περιουσία). Οι πιστωτές πληρώνονται με την ακόλουθη σειρά: οι πιστωτές με δικαίωμα διαχωρισμού, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με δικαίωμα διαχωρισμού (για παράδειγμα, υποθήκη), είναι οι πρώτοι που πληρώνονται από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο της εξασφάλισης (ειδική διανεμητέα περιουσία). Οι πιστωτές απαιτήσεων βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν ή άλλων δικαιοπραξιών που διενεργήθηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που καθορίζονται με βάση τη νομοθεσία, πληρώνονται κατά προτεραιότητα από τη γενική διανεμητέα περιουσία. Στη συνέχεια, πληρώνονται οι πιστωτές με προνομιακές απαιτήσεις (εργαζόμενοι) και στο τέλος οι λοιποί πιστωτές — οι πιστωτές μη εξασφαλισμένων εγχειρόγραφων απαιτήσεων και οι πιστωτές απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης. Τυχόν υπόλοιπο από τη ρευστοποιηθείσα περιουσία διανέμεται μεταξύ των μετόχων ή εταίρων.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Αναγκαστική διευθέτηση που συμφωνείται βάσει ψηφοφορίας των πιστωτών πρέπει επίσης να επικυρωθεί από το δικαστήριο. Στην απόφαση σχετικά με την επικύρωση της αναγκαστικής διευθέτησης, το δικαστήριο:

1. αποφασίζει σχετικά με το εάν θα επικυρώσει ή όχι την αναγκαστική διευθέτηση,

2. καθορίζει το περιεχόμενο της επικυρωμένης διευθέτησης προσδιορίζοντας:

- το ποσοστό αποπληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών,

- τις προθεσμίες πληρωμής τους και

- το επιτόκιο επί των απαιτήσεων των πιστωτών κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής τους,

3. αποφασίζει σχετικά με το ποιες απαιτήσεις έχουν επαληθευτεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, και

4. διατάσσει τον οφειλέτη να πληρώσει τις απαιτήσεις των πιστωτών, όπως αυτές έχουν επαληθευτεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, στα ποσοστά, εντός των προθεσμιών και με τα επιτόκια που καθορίζονται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση.

Στη διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απόλυτης προτεραιότητας. Η υλοποίηση χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησης του οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης σημαίνει ότι:

  • οι εταίροι του οφειλέτη δύνανται να διατηρήσουν μόνο εκείνο το τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου του οφειλέτη που αντιστοιχεί στα εναπομένοντα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που θα λάμβαναν σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης κατά του οφειλέτη,
  • θα πρέπει να διασφαλίζονται ευνοϊκότερες συνθήκες πληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών απ’ ό,τι εάν είχε κινηθεί διαδικασία πτώχευσης κατά του οφειλέτη, λαμβανομένης υπόψη της σειράς προτεραιότητας και των λοιπών κανόνων περί της προτεραιότητας πληρωμής, των εγχειρόγραφων απαιτήσεων, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των εξασφαλισμένων απαιτήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, και
  • ότι συνεχίζονται οι δραστηριότητες της επιχείρησης του οφειλέτη ή του βιώσιμου μέρους αυτής.

Η χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση πραγματοποιείται με αίτημα του οφειλέτη στους πιστωτές να συμφωνήσουν σε μείωση των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους ή σε αναβολή της πληρωμής τους. Ο οφειλέτης πρέπει να προσφέρει στο σύνολο των πιστωτών ίσο ποσοστό αποπληρωμής των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους, ίδιες προθεσμίες πληρωμής τους και το ίδιο επιτόκιο κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής τους. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι κεφαλαιουχική εταιρεία, δύναται να ζητήσει από τους πιστωτές του να επιλέξουν είτε:

  • να συμφωνήσουν σε μείωση και αναβολή της ημερομηνίας πληρωμής των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους είτε
  • οι απαιτήσεις τους να μεταβιβαστούν στον οφειλέτη ως εισφορά σε είδος στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του οφειλέτη (μετοχοποίηση χρέους).

Η αναγκαστική διευθέτηση δεν επηρεάζει τις προνομιακές απαιτήσεις ή τα δικαιώματα εξαίρεσης. Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης αποσβένονται. Στο πλαίσιο αναγκαστικής διευθέτησης, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να αναδιαρθρωθούν μόνο εθελοντικά. Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης που αφορά μεγάλες, μεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να αναδιαρθρωθούν μέσω αναβολής της ημερομηνίας πληρωμής τους ή μείωσης του επιτοκίου τους, υπό την έννοια ότι απόφαση που εγκρίνεται με πλειοψηφία 75 % των πιστωτών δεσμεύει και τους πιστωτές που διαθέτουν δικαίωμα διαχωρισμού και δεν ψήφισαν υπέρ της αναγκαστικής διευθέτησης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ως μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης μπορεί να αποφασιστεί και η απόσχιση βιώσιμου τμήματος της επιχείρησης του οφειλέτη (spin-off). Επίσης, επιτρέπεται η αναδιάρθρωση δικαιωμάτων διαχωρισμού με τη μετατροπή τους σε κοινό δικαίωμα διαχωρισμού (απαιτείται πλειοψηφία 85 %).

Διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου

Η διαδικασία πτώχευσης διεξάγεται με σκοπό τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την πληρωμή των πιστωτών. Κατά γενικό κανόνα, σύμβαση για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη δύναται να συναφθεί βάσει δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Μπορεί να διοργανωθεί δημόσιος πλειστηριασμός με αύξηση της τιμής εκκίνησης ή με μείωση της τιμής εκκίνησης. Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιχείρηση ή ορισμένη δραστηριότητα της εταιρείας μπορεί να διατηρηθεί μέσω της πώλησης της εταιρείας σε δημόσιο πλειστηριασμό ως επιχειρηματικής μονάδας ή μέσω της πώλησης των βιώσιμων τμημάτων της (πώληση επιχείρησης ως επιχείρησης σε λειτουργία).

Πριν από την πραγματοποίηση πληρωμών προς τους πιστωτές, αφαιρείται από την πτωχευτική περιουσία το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης. Οι πιστωτές πληρώνονται με βάση την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: οι πιστωτές με δικαίωμα διαχωρισμού, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονταν με δικαίωμα διαχωρισμού (για παράδειγμα, υποθήκη), πληρώνονται πρώτοι από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο της εξασφάλισης στη συνέχεια, πληρώνονται οι πιστωτές απαιτήσεων βάσει συμβάσεων που συνήφθηκαν ή άλλων δικαιοπραξιών που διενεργήθηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που καθορίζονται με βάση τη νομοθεσία κατόπιν, πληρώνονται οι πιστωτές με προνομιακές απαιτήσεις (εργαζόμενοι) και έπειτα οι λοιποί πιστωτές — οι πιστωτές μη εξασφαλισμένων εγχειρόγραφων απαιτήσεων και οι πιστωτές απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης. Τυχόν υπόλοιπο από τη ρευστοποιηθείσα περιουσία διανέμεται μεταξύ των εταίρων.

Προσωπική πτώχευση

Όπως και στη διαδικασία πτώχευσης που αφορά νομικά πρόσωπα, η διαδικασία προσωπικής πτώχευσης διεξάγεται για την αναλογική και ταυτόχρονη πληρωμή του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές πληρώνονται από την περιουσία του οφειλέτη αναλογικά και ταυτόχρονα. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπερχρεωμένου προσώπου κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, πλην των στοιχείων που εξαιρούνται από την εκτέλεση βάσει των διατάξεων του νόμου περί αστικών διαδικασιών εκτέλεσης και ασφαλιστικών μέτρων (Zakon o izvršbi in zavarovanju). Δεδομένου ότι τα φυσικά πρόσωπα, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα, δεν παύουν να υφίστανται μετά το πέρας της διαδικασίας πτώχευσης, οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν πληρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης δεν αποσβένονται. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις απαιτήσεις πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης νομικού προσώπου, η εκτέλεση των απαιτήσεων στη διαδικασία προσωπικής πτώχευσης δεν παύει με την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης. Απόφαση περάτωσης διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης στην οποία περιλαμβάνεται κατάλογος των ανεξόφλητων αναγνωρισμένων απαιτήσεων αποτελεί μέσο για τους απλήρωτους πιστωτές ώστε να επιδιώξουν την εκτέλεση των εν λόγω απαιτήσεων.

Προκειμένου να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του, παρέχεται στον υπό πτώχευση οφειλέτη η δυνατότητα να υποβάλει, πριν από την έκδοση της απόφασης περάτωσης της διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, αίτηση με την οποία να ζητά απαλλαγή από τις υποχρεώσεις του που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης και οι οποίες δεν θα πληρωθούν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης υποβάλει αίτηση απαλλαγής από τις υποχρεώσεις του και εφόσον η διαδικασία απαλλαγής του από τις εν λόγω υποχρεώσεις μετά την ολοκλήρωση της περιόδου επαλήθευσης των απαιτήσεων έχει αίσιο αποτέλεσμα για αυτόν, το μέρος των υποχρεώσεών του για το οποίο θα μπορούσε άλλως να επισπευστεί εκτέλεση βάσει της απόφασης περάτωσης της διαδικασίας πτώχευσης αποσβένεται, και, κατ’ επέκταση, αποσβένεται και το δικαίωμα των πιστωτών να επιδιώξουν δικαστικά εκτέλεση για την είσπραξή του.

Εντούτοις, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απαλλαγή από τις υποχρεώσεις καταλήγει σε ευνοϊκό για τον οφειλέτη αποτέλεσμα, η απαλλαγή δεν επηρεάζει τα ακόλουθα είδη υποχρεώσεων:

1. προνομιακά δικαιώματα εργαζομένων,

2. απαιτήσεις κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη από νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής, απαιτήσεις αποζημίωσης για ζημίες που απορρέουν από μείωση της ικανότητας εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, ή μείωση ή απώλεια της ικανότητας εργασίας, και απαιτήσεις αποζημίωσης για απώλεια διατροφής λόγω θανάτου του προσώπου που την παρείχε,

3. απαιτήσεις από χρηματικές ποινές ή για την επιστροφή χρηματικών οφελών που αποκτήθηκαν με εγκληματική πράξη για τις οποίες εκδόθηκε απόφαση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,

4. απαιτήσεις βάσει καταδικαστικής απόφασης της οποίας η αναστολή εκτέλεσης τελεί υπό τον όρο της επιστροφής του χρηματικού οφέλους που αποκτήθηκε με ποινικό αδίκημα ή της καταβολής αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν με ποινικό αδίκημα,

5. απαιτήσεις από πρόστιμα ή για την επιστροφή χρηματικών οφελών που αποκτήθηκαν με πταίσμα για το οποίο εκδόθηκε απόφαση στο πλαίσιο διαδικασίας πταίσματος,

6. απαιτήσεις για την ανάκτηση παρανόμως αποκτηθείσας περιουσίας, και

7. απαιτήσεις καταβολής αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν σκοπίμως ή λόγω βαρείας αμέλειας.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης περατώνεται με τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου με την οποία επικυρώνεται η αναγκαστική διευθέτηση.

Κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εξοφλήσει τις εγχειρόγραφες απαιτήσεις των σχετικών πιστωτών κατά μεγάλο μέρος τους ή πλήρως. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής των απαιτήσεων που ορίζεται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση.

Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση σε περίπτωση που αυτή επιτεύχθηκε με δόλιο τρόπο.

Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός δύο ετών από την τελεσιδικία της απόφασης επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης.

Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης είναι αρμόδιο να αποφασίσει επί της αγωγής.

Με την απόφασή του με την οποία ακυρώνει επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, το δικαστήριο διατάζει τον οφειλέτη να εξοφλήσει το ανεξόφλητο μέρος των απαιτήσεων που επηρεάστηκαν από την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, εντός προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος από την τελεσιδικία της απόφασης.

Περάτωση διαδικασίας πτώχευσης κατά νομικού προσώπου

Η διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου περατώνεται με σχετική απόφαση περάτωσης της διαδικασίας. Το δικαστήριο εκδίδει την εν λόγω απόφαση με βάση την τελική έκθεση του διαχειριστή, η οποία καταρτίζεται αφότου ο διαχειριστής ολοκληρώσει όλες τις πράξεις που ορίζει ο νόμος και βάσει της γνώμης της επιτροπής πιστωτών. Ο διαχειριστής πρέπει να υποβάλει την τελική έκθεση στο δικαστήριο εντός ενός μήνα από την ολοκλήρωση της τελικής διανομής.

Σε περίπτωση εντοπισμού περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης, μπορεί να κινηθεί κατά του οφειλέτη πτωχευτική διαδικασία σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που εντοπίστηκαν αργότερα, κατόπιν αιτήματος πιστωτή ο οποίος νομιμοποιούνταν να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης κατά του οφειλέτη και του οποίου το δικαίωμα συμμετοχής δεν αποσβέστηκε πριν από το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, ή κατόπιν αιτήματος εταίρου του πτωχεύσαντος οφειλέτη.

Περάτωση διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης

Η διαδικασία προσωπικής πτώχευσης περατώνεται με σχετική απόφαση περάτωσης της διαδικασίας.

Σε περίπτωση που χορηγήθηκε απαλλαγή από υποχρεώσεις σε οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση επηρεάζεται από την τελεσίδικη απόφαση απαλλαγής από υποχρεώσεις δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την εν λόγω απαλλαγή σε περίπτωση που ο οφειλέτης πέτυχε την απόφαση απαλλαγής μέσω απόκρυψης πληροφοριών ή προσκόμισης ψευδών πληροφοριών σχετικά με τα περιουσιακά του στοιχεία ή μέσω άλλης απάτης. Η σχετική αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός τριών ετών από την τελεσιδικία της απόφασης απαλλαγής από υποχρεώσεις (άρθρο 411 του ZFPPIPP). Πιστωτές οι οποίοι —μετά την τελεσιδικία της απόφασης απαλλαγής από υποχρεώσεις— εντοπίζουν περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία ο οφειλέτης διέθετε πριν από τη χορήγηση της απαλλαγής (και τα οποία απέκρυψε) μπορούν επίσης να επιδιώξουν την ακύρωση της απαλλαγής, ζητώντας την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή ακύρωσης της απαλλαγής από υποχρεώσεις δεν χρειάζεται να ασκηθεί εντός της τριετούς προθεσμίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε πιστωτής βαρύνεται με το κόστος της δικής του συμμετοχής στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

Στην περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που κινήθηκε κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, το κόστος της διαδικασίας καθώς και οι τυχόν άλλες δαπάνες βαρύνουν τον οφειλέτη.

Στην περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων που κινήθηκε κατόπιν αίτησης πιστωτών, το αρχικό κόστος της διαδικασίας βαρύνει τον αιτούντα. Στην εν λόγω διαδικασία, ο αιτών βαρύνεται επίσης με το κόστος της αμοιβής του διαχειριστή. Ο οφειλέτης κατά του οποίου κινούνται διαδικασίες επιβαρύνεται με τις δαπάνες που προκύπτουν:

- βάσει συμβάσεων που συνάπτονται με εξειδικευμένους νομικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους σχετικά με νομικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση της έκθεσης για την οικονομική κατάσταση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης και άλλων εγγράφων που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της πρότασης για αναγκαστική διευθέτηση,

- βάσει σύμβασης με ελεγκτή για τον έλεγχο της έκθεσης για την οικονομική κατάσταση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, και

- βάσει σύμβασης με διαπιστευμένο εκτιμητή για τον έλεγχο του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Στην περίπτωση διαδικασίας πτώχευσης, το κόστος της διαδικασίας και οι δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια αυτής αφαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία πριν από την πληρωμή των απαιτήσεων από τη διανεμητέα περιουσία. Στην περίπτωση που πιστωτής υποβάλει αίτηση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, πρέπει να καταθέσει προκαταβολή για την κάλυψη των αρχικών εξόδων της διαδικασίας, ενώ διατηρεί το δικαίωμα να ανακτήσει την προκαταβολή του σύμφωνα με τους κανόνες περί πληρωμής του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης.

Στην περίπτωση διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης πρέπει να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογεί από το κόστος των πιστωτών που συμμετείχαν στη διαδικασία και το οποίο, σύμφωνα με την ευρέως αποδεκτή επιχειρηματική πρακτική, καλύπτεται συνήθως από τον οφειλέτη. Ο οφειλέτης και οι πιστωτές συμφωνούν επί της ανάκτησης του εν λόγω κόστους στη συμφωνία χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Προϋποθέσεις ακυρωσιμότητας

Οι πιστωτές και ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν νομικές πράξεις του οφειλέτη. Συναφώς, ασκείται αγωγή ή προβάλλεται ένσταση κατά του προσώπου υπέρ του οποίου εκτελέστηκε η ακυρώσιμη πράξη.

Μπορεί να προσβληθεί κάθε νομική πράξη (συμπεριλαμβανομένων των παραλείψεων) η οποία έχει ως αποτέλεσμα την άνιση ή μειωμένη ικανοποίηση πτωχευτικών πιστωτών ή διά της οποίας συγκεκριμένος πιστωτής τίθεται σε πλεονεκτικότερη θέση (παροχή πλεονεκτήματος σε πιστωτή) — αντικειμενικό στοιχείο της ακυρωσιμότητας. Για την προσβολή, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι ο διάδικος υπέρ του οποίου εκτελέστηκε η ακυρώσιμη πράξη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κακή οικονομική κατάσταση του οφειλέτη — υποκειμενικό στοιχείο της ακυρωσιμότητας. Ο νόμος προβλέπει νόμιμα τεκμήρια ως προς την πλήρωση της εν λόγω προϋπόθεσης και ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων. Ο νόμος ορίζει επίσης αναλυτικά το αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης και τη διαδικασία για την επιδίωξη της ακύρωσης.

Χρονική περίοδος εντός της οποίας μπορεί να έχουν εκτελεστεί ακυρώσιμες πράξεις

Οι νομικές πράξεις που μπορούν να προσβληθούν στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης είναι οι πράξεις που εκτελέστηκαν κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ του τελευταίου έτους πριν από την υποβολή της αίτησης έναρξης διαδικασίας πτώχευσης και μέχρι την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας. Οι χαριστικές νομικές πράξεις (και οι νομικές πράξεις που έχουν εκτελεστεί έναντι δυσανάλογα χαμηλού αντιτίμου) μπορούν να προσβληθούν αν έχουν εκτελεστεί κατά τη χρονική περίοδο που ξεκινά 36 μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης έναρξης διαδικασίας πτώχευσης και λήγει με την έναρξη της διαδικασίας. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός 12 μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης.

Ποιες πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν

Δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη στη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης και σύμφωνα με τις νόμιμες διατάξεις για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη προκειμένου να πληρώσει απαιτήσεις πιστωτών με βάση το ποσοστό, εντός των προθεσμιών και με τα επιτόκια που καθορίζονται σε επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση και πληρωμών γραμματίων ή επιταγών εάν το αντισυμβαλλόμενο μέρος έπρεπε να πληρωθεί προκειμένου να μην απολέσει ο υπό πτώχευση οφειλέτης το δικαίωμα αναγωγής έναντι άλλου υπόχρεου βάσει του γραμματίου ή της επιταγής προσώπου.

Επίσης, δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον οφειλέτη προκειμένου να πληρώσει απαιτήσεις πιστωτών ή να εκπληρώσει άλλες υποχρεώσεις σύμφωνα με επικυρωμένη συμφωνία χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Ειδικά χαρακτηριστικά της προσωπικής πτώχευσης

Στο πλαίσιο της προσωπικής πτώχευσης, η χρονική περίοδος ακυρωσίας για τις χαριστικές νομικές πράξεις και για τις νομικές πράξεις που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη προς όφελος προσώπου με το οποίο σχετίζεται στενά είναι τα πέντε έτη. Ο εν λόγω κανόνας περιλαμβάνει, πέραν των συμβάσεων που έχουν συναφθεί με φυσικά πρόσωπα με τα οποία ο οφειλέτης έχει στενή σχέση, και τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με νομικά πρόσωπα που σχετίζονται με τον υπό πτώχευση οφειλέτη ή με φυσικά πρόσωπα με τα οποία ο οφειλέτης έχει στενή σχέση. Πρόκειται για τα νομικά πρόσωπα στα οποία ο υπό πτώχευση οφειλέτης ή τα πρόσωπα με τα οποία αυτός σχετίζεται στενά κατέχουν, ατομικά ή από κοινού, τουλάχιστον το 25 % του καλυφθέντος κεφαλαίου ή το 25 % των δικαιωμάτων ψήφου ή το δικαίωμα να διορίζουν και να παύουν τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, ή τα εν λόγω πρόσωπα νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο ή να ενεργούν για λογαριασμό εταιρειών που συνδέονται με αυτά.

Τελευταία επικαιροποίηση: 23/05/2018

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.