Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Εσθονία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

Η νομοθεσία της Εσθονίας προβλέπει τρεις διαφορετικές διαδικασίες αφερεγγυότητας: την πτωχευτική διαδικασία, τη διαδικασία αναδιοργάνωσης και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Η υποβολή και διεκπεραίωση των αιτήσεων πτώχευσης και η διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με νομικό πρόσωπο διέπονται από τον πτωχευτικό νόμο. Οι διαδικασίες αναδιοργάνωσης, με τη βοήθεια των οποίων ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να αναδιαρθρώσει τις υποχρεώσεις του, διέπονται από τον νόμο περί αναδιοργάνωσης. Η έναρξη και η διεξαγωγή διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο είναι αυτοαπασχολούμενο, διέπονται από τον νόμο για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου. Ο νόμος για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου διέπει επίσης την υποβολή αιτήσεων αφερεγγυότητας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο. Μέσω αίτησης αφερεγγυότητας είναι δυνατόν να κινηθεί κάθε είδους διαδικασία αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο: κήρυξη πτώχευσης, κήρυξη πτώχευσης και κίνηση διαδικασίας για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του ή κίνηση διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Εάν κηρυχθεί πτώχευση, αυτή δεν διέπεται από τον νόμο για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου· η πτωχευτική διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η πτωχευτική διαδικασία για τα νομικά πρόσωπα και τα φυσικά πρόσωπα είναι παρόμοιος. Οι νόμοι διατίθενται στα εσθονικά και στα αγγλικά από την επίσημη ηλεκτρονική έκδοση της Εσθονίας, Riigi Teataja (Εφημερίδα της Κυβέρνησης).

Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή την ανασυγκρότηση της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη. Οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα έχουν την ευκαιρία να απαλλαγούν από τις οφειλές τους μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξακριβώνεται η αιτία της αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Σκοπός της αναδιοργάνωσης επιχείρησης είναι η υπέρβαση των οικονομικών δυσχερειών της, η αποκατάσταση της ρευστότητάς της, η βελτίωση της κερδοφορίας της και η διασφάλιση της βιώσιμης διαχείρισής της με την εφαρμογή δέσμης μέτρων βάσει σχεδίου αναδιοργάνωσης. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης δεν περιορίζει τις άλλες επιλογές της για την αποφυγή της αφερεγγυότητας. Στις διαδικασίες αναδιοργάνωσης, είναι σημαντικό να προστατεύονται και να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της επιχείρησης, των πιστωτών και τυχόν τρίτων.

Στόχος της αναδιάρθρωσης χρέους είναι να ξεπεραστούν τα προβλήματα φερεγγυότητας του οφειλέτη και να αποφευχθεί η πτωχευτική διαδικασία. Λαμβάνονται υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οφειλέτη και των πιστωτών του. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να αναδιαρθρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις (προσωπικά χρέη) του μέσω της παράτασης της προθεσμίας για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, με αποπληρωμή της υποχρέωσης σε δόσεις ή με μείωση του ύψους της υποχρέωσης.

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) καλύπτει την πτωχευτική διαδικασία και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Σύμφωνα με το εσθονικό δίκαιο, φυσικό πρόσωπο είναι ένας άνθρωπος και στο πτωχευτικό δίκαιο δεν γίνεται διάκριση μεταξύ φυσικών προσώπων ως προς το αν ενεργούν με εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα ή όχι (με άλλα λόγια, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αυτοαπασχολούμενων και καταναλωτών). Νομικό πρόσωπο είναι νομική οντότητα που έχει συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο. Νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Ως «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» νοείται κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο συστήνεται για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το αντίστοιχο είδος νομικού προσώπου. Οι ομόρρυθμες εταιρείες, οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, οι ανώνυμες εταιρείες, οι εμπορικές ενώσεις, τα ιδρύματα και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Το Δημόσιο, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλα νομικά πρόσωπα που συστήνονται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

1. Πτωχευτική διαδικασία

Η πτωχευτική διαδικασία διεξάγεται σε σχέση με αφερέγγυα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Το Δημόσιο και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να πτωχεύσουν.

2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης διεξάγεται μόνο για νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

3. Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους διεξάγεται για φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενα.

4. Διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις

Η διαδικασία για την απαλλαγή φυσικού προσώπου από τις υποχρεώσεις του διεξάγεται για φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενα.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

1. Έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο

1.1. Πτωχευτική διαδικασία

Ως πτώχευση νοείται η αφερεγγυότητα οφειλέτη που κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. Συνεπώς, η πρώτη βασική προϋπόθεση για την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

Ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτητές απαιτήσεις των πιστωτών και, λόγω της οικονομικής του κατάστασης, η αδυναμία αυτή δεν είναι προσωρινή. Οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο θεωρείται επίσης αφερέγγυος εάν τα περιουσιακά στοιχεία του δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του και εάν, λόγω της οικονομικής κατάστασής του, αυτή η ανεπάρκεια δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Οι μη απαιτητές απαιτήσεις θεωρούνται επίσης υποχρεώσεις. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση και σε περίπτωση πιθανής αφερεγγυότητας στο μέλλον. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.

Η δεύτερη βασική προϋπόθεση για την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας είναι η υποβολή αίτησης πτώχευσης, η οποία μπορεί να γίνει είτε από τον οφειλέτη είτε από πιστωτή. Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από τον οφειλέτη, ο οφειλέτης πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητά του στην αίτηση πτώχευσης. Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από πιστωτή, ο πιστωτής πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να αποδείξει την ύπαρξη της απαίτησης στην αίτηση πτώχευσης. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, άλλα πρόσωπα μπορούν επίσης να υποβάλουν αιτήσεις πτώχευσης, οπότε οι διατάξεις που αφορούν τους πιστωτές εφαρμόζονται στα εν λόγω πρόσωπα, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Το δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει από τον αιτούντα πιστωτή να καταβάλει το χρηματικό ποσό που ορίζεται από το δικαστήριο ως δικαστική εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού συνδίκου, εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψή τους. Αν ο πιστωτής δεν καταβάλει την εγγύηση, η διαδικασία περατώνεται. Όταν οι αιτούντες πιστωτές είναι εργαζόμενοι αφερέγγυου εργοδότη οι οποίοι δεν καταβάλουν το ποσό που έχει οριστεί ως εγγύηση για τη συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας, έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την καταβολή χρηματικού ποσού λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη [μέσω του Eesti Töötukassa (το Εσθονικό Ταμείο Ασφάλισης Ανεργίας)].

Το δικαστήριο αρνείται να δεχθεί την αίτηση πτώχευσης του πιστωτή εάν η αίτηση πτώχευσης δεν αναφέρει ότι ο αιτών έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, η αίτηση πτώχευσης δεν τεκμηριώνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή η αίτηση πτώχευσης βασίζεται σε απαίτηση για την οποία ισχύει σχέδιο αναδιοργάνωσης. Το δικαστήριο αρνείται επίσης να κάνει δεκτή αίτηση πτώχευσης εάν συντρέχουν άλλοι λόγοι οι οποίοι προβλέπονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας.

Πριν από την κήρυξη πτώχευσης και την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, διεξάγεται η λεγόμενη προκαταρκτική διαδικασία. Αν το δικαστήριο αποφασίσει να κάνει δεκτή αίτηση πτώχευσης, διορίζει προσωρινό σύνδικο. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αρνηθεί να διορίσει προσωρινό σύνδικο, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, και να κηρύξει τον οφειλέτη σε πτώχευση. Εάν το δικαστήριο δεν διορίσει προσωρινό σύνδικο, η διαδικασία δεν συνεχίζεται στη βάση της αίτησης πτώχευσης και η διαδικασία περατώνεται. Ο προσωρινός σύνδικος καθορίζει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων του οφειλέτη και των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, και εξακριβώνει αν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας του οφειλέτη καθώς και των προοπτικών για συνέχιση των δραστηριοτήτων της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη και, αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, για εξυγίανση του οφειλέτη, εγγυάται τη διατήρηση των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη κλπ. Οι δραστηριότητες του προσωρινού συνδίκου πρέπει να καταδείξουν αν η αίτηση πτώχευσης πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί.

Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία και εάν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων ή η άσκηση αγωγής κατά μέλους διοικητικού οργάνου.

Το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση με απόφασή του (απόφαση για κήρυξη πτώχευσης). H απόφαση για κήρυξη πτώχευσης πρέπει να ορίζει τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία αρχίζει με την κήρυξη της πτώχευσης.

Όταν το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση, δημοσιεύει αμέσως σχετική ανακοίνωση (ανακοίνωση πτώχευσης) στην επίσημη έκδοση Ametlikud Teadaanded (Επίσημες Ανακοινώσεις).

Οι αποφάσεις για κήρυξη πτώχευσης είναι άμεσα εκτελεστές. Η εκτέλεση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να ανασταλεί ή να αναβληθεί, και ο τρόπος ή η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο για την εκτέλεση της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να αλλάξει. Εάν ανώτερο δικαστήριο ακυρώσει απόφαση για κήρυξη πτώχευσης, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των νομικών πράξεων που εκτελούνται από ή σε σχέση με τον σύνδικο. Ο οφειλέτης και ο αιτών πιστωτής μπορούν να ασκήσουν εφέσεις κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης. Ο οφειλέτης και ο αιτών την πτώχευση μπορούν να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης που εκδίδει το εφετείο επί της έφεσης κατά της δικαστικής απόφασης. Ο σύνδικος δεν δύναται να ασκήσει έφεση εξ ονόματος του οφειλέτη ούτε να εκπροσωπήσει τον οφειλέτη στην ακροαματική διαδικασία έφεσης.

Ανακοινώσεις ή διαδικαστικά έγγραφα προς δημοσίευση στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να δημοσιεύονται στο Ametlikud Teadaanded. Το δικαστήριο δύναται να δημοσιεύσει ανακοίνωση σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας μιας αίτησης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Η ανακοίνωση που αφορά απόφαση για κήρυξη πτώχευσης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση οφειλέτη (ανακοίνωση πτώχευσης) δημοσιεύεται αμέσως από το δικαστήριο στο Ametlikud Teadaanded.

1.2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Για να ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης για εμπορική επιχείρηση, η επιχείρηση υποβάλλει τη σχετική αίτηση.

Το δικαστήριο ξεκινά διαδικασία αναδιοργάνωσης εάν η αίτηση αναδιοργάνωσης πληροί τις απαιτήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας και του νόμου περί αναδιοργάνωσης και εάν η επιχείρηση έχει τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι:

  1. είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυα στο μέλλον·
  2. η επιχείρηση χρειάζεται αναδιοργάνωση·
  3. η βιώσιμη διαχείριση της επιχείρησης είναι πιθανή μετά την αναδιοργάνωση.

Με τη συγκατάθεση μιας επιχείρησης, μπορεί επίσης να υποβληθεί αίτηση αναδιοργάνωσης σε σχέση με την επιχείρηση από πιστωτή της επιχείρησης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης ξεκινά εάν η αίτηση αναδιοργάνωσης πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τον νόμο και η επιχείρηση ή ο πιστωτής έχουν τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι η επιχείρηση δεν είναι μονίμως αφερέγγυα, αλλά είναι πιθανόν να καταστεί αφερέγγυα στο μέλλον· η επιχείρηση χρειάζεται αναδιοργάνωση· η βιώσιμη διαχείριση της επιχείρησης είναι πιθανή μετά την αναδιοργάνωση.

Δεν ξεκινά διαδικασία αναδιοργάνωσης εάν έχει ξεκινήσει πτωχευτική διαδικασία κατά της επιχείρησης· έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για υποχρεωτική λύση της επιχείρησης ή εκτελείται συμπληρωματική εκκαθάριση· έχει μεσολαβήσει διάστημα μικρότερο των δύο ετών από την περάτωση διαδικασίας αναδιοργάνωσης σε σχέση με την επιχείρηση.

Το δικαστήριο ξεκινά τη διαδικασία αναδιοργάνωσης με απόφαση αναδιοργάνωσης εντός επτά ημερών από την παραλαβή της αίτησης αναδιοργάνωσης.

Η απόφαση αναδιοργάνωσης αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

  1. τα στοιχεία του προσώπου που έχει διοριστεί ως σύμβουλος αναδιοργάνωσης·
  2. την προθεσμία για την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης·
  3. την προθεσμία εντός της οποίας το σχέδιο αναδιοργάνωσης πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση στο δικαστήριο (κατά κανόνα, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες· εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία σε 90 ημέρες)·
  4. το ποσό που πρέπει να καταβάλει η επιχείρηση στον καθορισμένο λογαριασμό ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να το καταβάλει η επιχείρηση.

Τα έννομα αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης είναι τα εξής:

  1. το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης ή άλλη αναγκαστική εκτέλεση που διεξάγεται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, εκτός από την περίπτωση διαδικασίας εκτέλεσης που διεξάγεται για την ικανοποίηση απαίτησης που έχει γεννηθεί βάσει εργασιακής σχέσης·
  2. το δικαστήριο αίρει την κατάσχεση που έχει επιβληθεί σε περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ή τροποποιεί το περιεχόμενό της κατόπιν αιτήματος της επιχείρησης ή του συμβούλου αναδιοργάνωσης, εκτός από την περίπτωση κατάσχεσης που έχει επιβληθεί σε περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης για την εξασφάλιση πιθανής δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για την εξασφάλιση απαίτησης που απορρέει από εργασιακή σχέση, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αναδιοργάνωσης·
  3. ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινικής ρήτρας που αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου επί απαίτησης κατά της επιχείρησης αναστέλλεται έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης·
  4. το δικαστήριο μπορεί, βάσει αιτήματος επιχείρησης και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, ή βάσει αιτήματος του συμβούλου αναδιοργάνωσης, να αναστείλει δίκη που αφορά περιουσιακή απαίτηση κατά της επιχείρησης στην οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει ασκηθεί βάσει σχέσης εργασίας, ενώ το δικαστήριο δεν αναστέλλει τυχόν δίκη σε ποινική υπόθεση·
  5. βάσει αίτησης πτώχευσης που υποβάλλεται από πιστωτή, το δικαστήριο αναβάλλει κάθε απόφαση διορισμού προσωρινού συνδίκου έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης·
  6. κατά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, αλλά πρέπει να ενημερώνει αμέσως τον σύμβουλο αναδιοργάνωσης για κάθε συναλλαγή που υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση ζητήσει την αναστολή άλλων μέτρων, ιδίως της άσκησης δικαιώματος εξασφάλισης, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τα μέτρα αυτά κατόπιν αιτήματος της επιχείρησης ή του συμβούλου αναδιοργάνωσης έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την αναδιοργάνωση ή βοηθά στις διαπραγματεύσεις που πρέπει να γίνουν σχετικά με το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Τα μέτρα δεν μπορούν να ανασταλούν στην περίπτωση απαιτήσεων που απορρέουν από εργασιακή σχέση.

Όταν ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης, η προθεσμία για την ανάκτηση συναλλαγών ή άλλων πράξεων που προβλέπονται στον πτωχευτικό νόμο και στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης παρατείνεται για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης έως την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Η παράταση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα οκτώ έτη πριν από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου ή την έναρξη των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Αν το δικαστήριο αποφασίσει να ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης και εκδώσει απόφαση αναδιοργάνωσης, ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης αποστέλλει αμέσως στους πιστωτές ανακοίνωση αναδιοργάνωσης με την οποία τους ενημερώνει για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο οφειλών.

2. Έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο

2.1. Υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας, διορισμός επαγγελματία εμπιστοσύνης και ακρόαση της αίτησης

Αίτηση αφερεγγυότητας κατά οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατατεθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη ή από τον πιστωτή του οφειλέτη. Οι οφειλέτες σύζυγοι μπορούν να υποβάλουν κοινή αίτηση αφερεγγυότητας. Η αίτηση αφερεγγυότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την έναρξη κάθε είδους διαδικασίας αφερεγγυότητας για οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης.

Η αίτηση αφερεγγυότητας πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με τα έντυπα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 9 του νόμου για την αφερεγγυότητα φυσικών προσώπων, η χρήση των οποίων είναι υποχρεωτική.

Στην αίτηση, ο οφειλέτης πρέπει να εξηγεί τη φύση των προβλημάτων φερεγγυότητάς του και να παρέχει επισκόπηση της οικονομικής του κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, του εισοδήματος και των εξόδων του. Στην αίτηση αφερεγγυότητας, ο πιστωτής πρέπει επίσης να τεκμηριώνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή να εξηγεί τη φύση των προβλημάτων φερεγγυότητας του οφειλέτη.

Η αίτηση αφερεγγυότητας υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο είτε της κατοικίας του οφειλέτη είτε της καταστατικής έδρας επιχείρησης του αυτοαπασχολούμενου. Τεκμαίρεται ότι η κατοικία που αναφέρεται στο δημοτολόγιο ένα έτος πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας είναι η κατοικία του φυσικού προσώπου και ότι η καταστατική έδρα που αναφέρεται στο μητρώο ένα έτος πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας είναι η καταστατική έδρα της επιχείρησης του αυτοαπασχολούμενου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η κατοικία ή η καταστατική έδρα του οφειλέτη βρίσκεται αλλού. Η κοινή αίτηση αφερεγγυότητας των συζύγων υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο της κοινής κατοικίας των συζύγων. Σε περίπτωση που οι σύζυγοι δεν έχουν κοινή κατοικία, η αίτηση υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο της κατοικίας ή της καταστατικής έδρας επιχείρησης ενός από τους συζύγους, όπως επιλέγεται από τους συζύγους.

Το δικαστήριο αποφασίζει αν θα κάνει δεκτή την αίτηση. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, διορίζει επαγγελματία εμπιστοσύνης για τον οφειλέτη.

Σε περίπτωση διορισμού επαγγελματία εμπιστοσύνης, ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινικής ρήτρας που αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου επί απαίτησης κατά του οφειλέτη αναστέλλεται έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης ή έως ότου περατωθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Αυτό δεν ισχύει για απαιτήσεις για τις οποίες ο οφειλέτης δεν επιδιώκει την αναδιάρθρωση ή εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Σε περίπτωση διορισμού επαγγελματία εμπιστοσύνης, πιστωτής δεν μπορεί να καταγγείλει σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη επικαλούμενος παραβίαση οικονομικής υποχρέωσης που συνέβη πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας ή να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της εν λόγω σύμβασης, εκτός εάν το δικαστήριο το επιτρέψει.

Όταν διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης, το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης ή άλλη αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη χρημάτων που διενεργείται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας. Το δικαστήριο μπορεί, μέχρι την ίδια χρονική στιγμή:

  1. να αναστείλει δίκη που αφορά χρηματική απαίτηση κατά του οφειλέτη στην οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση·
  2. να ακυρώσει μέτρα για την εξασφάλιση αγωγής, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης λογαριασμού πληρωμών·
  3. να απαγορεύσει στους πιστωτές να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την εξασφάλιση που έχει παρασχεθεί από τον οφειλέτη, μεταξύ άλλων να πωλήσουν ή να ζητήσουν την πώληση του αντικειμένου της εξασφάλισης·
  4. να εφαρμόσει άλλο μέτρο προσωρινής νομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που διασφαλίζουν την υποβολή αίτησης πτώχευσης.

Το δικαστήριο δεν αναστέλλει δίκες που αφορούν επιβολή χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή εκδίκαση προσφυγών κατά προστίμων που επιβάλλονται σε πλημμελήματα και δεν χρησιμοποιεί άλλα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 3 της παρούσας ενότητας σε σχέση με κατάσχεση ή δικαστική υποθήκη που έχει επιβληθεί στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για την εξασφάλιση πιθανής δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί, βάσει της αίτησης του πιστωτή, να επιτρέψει τη συνέχιση της διαδικασίας εκτέλεσης που έχει ανασταλεί και να επιτρέψει στον πιστωτή να ασκήσει επίσης τα δικαιώματα που απορρέουν από τις εξασφαλίσεις που παρασχέθηκαν από τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας.

Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης καθορίζει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, καταρτίζει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών του οφειλέτη και τον υποβάλει στο δικαστήριο για λογαριασμό και με την έγκριση του οφειλέτη. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης παρέχει επίσης στο δικαστήριο εκτίμηση σχετικά με το ποια διαδικασία θα πρέπει να κινηθεί για την εκδίκαση των προβλημάτων φερεγγυότητας του οφειλέτη. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την εκτίμηση.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση αφερεγγυότητας και εκδίδει μία από τις ακόλουθες αποφάσεις:

  1. κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη·
  2. κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη και ξεκινά διαδικασία για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του·
  3. ξεκινά διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους·
  4. απορρίπτει την αίτηση· ή
  5. περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση.

2.2. Έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Το δικαστήριο ξεκινά διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους εάν ο οφειλέτης έχει προβλήματα φερεγγυότητας αλλά δεν είναι ακόμη μονίμως αφερέγγυος, ιδίως εάν τα προβλήματα φερεγγυότητας του οφειλέτη δεν μπορούν σαφώς να επιλυθούν χωρίς τη διεξαγωγή διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, μεταξύ άλλων με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την κάλυψη των χρεών του σε βαθμό που μπορεί εύλογα να αναμένεται από τον οφειλέτη. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι έχει προβλήματα φερεγγυότητας αν δεν είναι σε θέση ή αν είναι πιθανό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

Πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που προβλέπεται για τον σκοπό αυτόν, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να το καταβάλει ο οφειλέτης. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταβολή του καθορισθέντος ποσού σε δόσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους εάν:

  1. ο οφειλέτης έχει υποβάλει, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του·
  2. ο οφειλέτης αρνείται να ορκιστεί σχετικά με την ειλικρίνεια των πληροφοριών που υποβλήθηκαν ή να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητήθηκαν από το δικαστήριο·
  3. ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για έγκλημα σχετικό με πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης, φορολογικό έγκλημα ή έγκλημα που αναφέρεται στα άρθρα 381 και 3811 του ποινικού κώδικα, και οι πληροφορίες σχετικά με την καταδίκη δεν έχουν διαγραφεί από τη βάση δεδομένων ποινικού μητρώου·
  4. κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης ή μετά την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, υπέβαλε ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, προκειμένου να λάβει ενίσχυση ή άλλα οφέλη από το κράτος, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή ίδρυμα ή να αποφύγει φόρους·
  5. κατά τα τρία έτη πριν από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή μετά τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, παρεμπόδισε την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών ή προέβη εκ προθέσεως σε συναλλαγές που έβλαψαν τους πιστωτές και, στο πλαίσιο αυτό, η ζημία των συμφερόντων των πιστωτών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην απόκρυψη ή την κατασπατάληση περιουσιακών στοιχείων·
  6. ο οφειλέτης δεν κατέβαλε το ποσό που καθορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των δαπανών του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που καθορίστηκε για τον σκοπό αυτόν.

Το δικαστήριο αρνείται να ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους εάν έχει ήδη ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους του οφειλέτη κατά τα δέκα έτη που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης ή έχει αποφασίσει να απαλλάξει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του.

Εάν το δικαστήριο ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη, ορίζει προθεσμία έως 60 ημέρες κατά τη διάρκεια της οποίας ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης πρέπει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης στο δικαστήριο. Εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία έως 30 ημέρες.

Εάν το δικαστήριο ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη, η προθεσμία για την ανάκτηση συναλλαγών ή άλλων πράξεων που προβλέπονται στον πτωχευτικό νόμο και στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης παρατείνεται κατά το χρονικό διάστημα από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης έως την περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, αλλά όχι περισσότερο από οκτώ έτη πριν από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή την έναρξη των προθεσμιών ανάκτησης που καθορίζονται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης, σε συνεργασία με τον οφειλέτη, καταρτίζει το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη και το υποβάλει για λογαριασμό και με την έγκριση του οφειλέτη στο δικαστήριο προς έγκριση.

2.3. Έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας και/ή διαδικασίας απαλλαγής από υποχρεώσεις

Το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο και διεξάγει πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου. Η διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο είναι παρόμοια με τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με νομικό πρόσωπο (βλ. σημείο 1.1).

Παράλληλα με την κήρυξη της πτώχευσης, είναι δυνατόν να κινηθεί διαδικασία για την απαλλαγή φυσικού προσώπου από τις υποχρεώσεις του. Είναι δυνατή η απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του που δεν έχουν εκπληρωθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Οι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική διαδικασία. Κατά γενικό κανόνα, η διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις διαρκεί τρία έτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο οφειλέτης πρέπει να ικανοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις απαιτήσεις των πιστωτών. Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη εκποιούνται και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο οφειλέτης πρέπει επίσης να ασκεί κερδοφόρες δραστηριότητες ή να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την εξεύρεση τέτοιων δραστηριοτήτων. Το εισόδημα του οφειλέτη χρησιμοποιείται επίσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο νόμος ορίζει ένα ποσό που δεν υπόκειται σε κατάσχεση για την ελάχιστη διαβίωση του οφειλέτη, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Εάν ο οφειλέτης έχει εξοφλήσει σημαντικό μέρος των απαιτήσεων των πιστωτών, ο οφειλέτης μπορεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του ακόμη και πριν από την παρέλευση τριών ετών, αλλά όχι νωρίτερα από ένα έτος μετά την έναρξη της διαδικασίας. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τις υποχρεώσεις του, αλλά η αθέτηση δεν είναι σοβαρή, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του έως ένα έτος. Εάν η αθέτηση είναι σοβαρή, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαλλάξει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του.

3. Έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας όσον αφορά την κληρονομιαία περιουσία φυσικού προσώπου

Εάν, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η κληρονομιαία περιουσία του οφειλέτη είναι αφερέγγυα, μπορεί να υποβληθεί αίτηση πτώχευσης για την κήρυξη της κληρονομιαίας περιουσίας του οφειλέτη σε πτώχευση. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, αίτηση πτώχευσης σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μπορεί επίσης να υποβληθεί από κληρονόμο του οφειλέτη, τον εκτελεστή διαθήκης του οφειλέτη ή τον διαχειριστή κληρονομιάς του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις σχετικά με τις αιτήσεις πτώχευσης οφειλετών εφαρμόζονται στην αίτηση πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία σχετικά με την κληρονομιαία περιουσία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την κήρυξη της πτώχευσης τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία και το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης.

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει δικαστικής απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως περιουσιακά στοιχεία τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής διέπονται από τον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο νόμος ορίζει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης. Βασικός σκοπός του καταλόγου αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης είναι να διασφαλιστεί μια ελάχιστη κοινωνική προστασία για τον οφειλέτη. Η απαγόρευση πώλησης περιουσιακών στοιχείων που δεν υπόκεινται σε κατάσχεση απορρέει επίσης από την ανάγκη προστασίας άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων: του δικαιώματος του καθενός να επιλέγει ελεύθερα τον τομέα δραστηριότητας, το επάγγελμα και τη θέση του, του δικαιώματος άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, του δικαιώματος στην εκπαίδευση, τη θρησκευτική ελευθερία, την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κλπ. Επιπροσθέτως, η κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων αντιβαίνει στα χρηστά ήθη.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Εσθονίας, εφαρμόζονται επίσης περιορισμοί στη κατάσχεση εισοδήματος, με βασικό σκοπό να διασφαλίζεται ότι ο οφειλέτης διαθέτει τα ελάχιστα μέσα διαβίωσης που είναι αναγκαία για τον ίδιο και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα σύμφωνα με τους όρους της διαδικασίας που διεξάγεται σε σχέση με τον οφειλέτη.

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εάν τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή χορηγείται αποζημίωση εάν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Εάν ο οφειλέτης έχει διαθέσει τις μελλοντικές απαιτήσεις του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη με την κήρυξη της πτώχευσης σε σχέση με τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, η εκπλήρωση υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία και είναι οφειλόμενη στον οφειλέτη μπορεί να γίνει δεκτή μόνον από τον σύνδικο. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη, η υποχρέωση θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί μόνον εάν τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή εάν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη πριν από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης, η υποχρέωση θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί εάν το πρόσωπο που εκπλήρωσε την υποχρέωση δεν γνώριζε και δεν όφειλε να γνωρίζει την κήρυξη της πτώχευσης κατά τον χρόνο εκπλήρωσης της υποχρέωσης.

Κατά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, αλλά πρέπει να ενημερώνει αμέσως τον σύμβουλο αναδιοργάνωσης για συναλλαγές που υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενος, διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων.

Στη διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις, όταν η εν λόγω διαδικασία συνεχίζεται και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, το εισόδημα του οφειλέτη υπόκειται σε εκχώρηση ή μεταβίβαση στον επαγγελματία εμπιστοσύνης. Ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να μεταβιβάσει το εισόδημα ή το μέρος του εισοδήματος επί του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ή το προαναφερόμενο εισόδημα ή μέρος του εισοδήματος υπόκειται σε επιστροφή στον οφειλέτη από τον επαγγελματία εμπιστοσύνης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Με την κήρυξη της πτώχευσης οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο χάνει το δικαίωμά του να συνάπτει συναλλαγές σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία, ενώ οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο χάνει το δικαίωμά του να συνάπτει οποιαδήποτε συναλλαγή.

Ο οφειλέτης παρέχει αμέσως στο δικαστήριο, στον προσωρινό σύνδικο, στον σύνδικο, στην επιτροπή πτώχευσης και στο τμήμα αφερεγγυότητας τις πληροφορίες που χρειάζονται σε σχέση με την πτωχευτική διαδικασία τόσο πριν όσο και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ιδίως όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων, και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες του οφειλέτη. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει στον σύνδικο ισολογισμό και απογραφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένου και του παθητικού, κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.

Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον οφειλέτη να βεβαιώσει ενόρκως ότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, τα χρέη και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του είναι ορθές εξ όσων γνωρίζει ο οφειλέτης.

Ο οφειλέτης οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον προσωρινό σύνδικο και στον σύνδικο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να φύγει από την Εσθονία χωρίς την άδεια του δικαστηρίου μετά την κήρυξη της πτώχευσης και πριν ορκιστεί.

Το δικαστήριο δύναται να επιβάλει πρόστιμο, να διατάξει την υποχρέωση εμφάνισης στις αρχές ή τη σύλληψη του οφειλέτη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με δικαστική διαταγή ή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση υποχρέωσης που προβλέπεται από τον νόμο.

Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να εξετάσει τον φάκελο του συνδίκου και τον δικαστικό φάκελο της πτώχευσης. Ο σύνδικος δύναται να αρνηθεί αίτημα του οφειλέτη για εξέταση εγγράφου το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο του συνδίκου, τεκμηριώνοντας δεόντως την άρνησή του, εάν αυτό θα έβλαπτε τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας.

Σύνδικος πτώχευσης

  • Ο σύνδικος πτώχευσης προβαίνει σε συναλλαγές που αφορούν την πτωχευτική περιουσία και εκτελεί άλλες πράξεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δραστηριότητες του συνδίκου ανήκουν στον οφειλέτη. Ο σύνδικος, σύμφωνα με τα καθήκοντά του, συμμετέχει στο δικαστήριο σε διαφορές που αφορούν την πτωχευτική περιουσία αντί του οφειλέτη.
  • Με την κήρυξη της πτώχευσης το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Στην πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει κάθε συναλλαγή και να προβαίνει σε κάθε δικαιοπραξία σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές και να προβαίνει σε δικαιοπραξίες σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο στον βαθμό που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της πτωχευτικής διαδικασίας και για την άσκηση των καθηκόντων του συνδίκου.
  • Ο σύνδικος υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη και διασφαλίζει ότι η πτωχευτική διαδικασία είναι νόμιμη, άμεση και οικονομικά εύλογη. Ο σύνδικος πρέπει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του με τη μέριμνα που είναι αναμενόμενη από έναν επιμελή και έντιμο σύνδικο και να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη.
  • Ο σύνδικος καθορίζει τις απαιτήσεις των πιστωτών, διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία, οργανώνει τον σχηματισμό και την εκποίηση της και ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών από την πτωχευτική περιουσία· εξακριβώνει τα αίτια της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και τη χρονική στιγμή κατά την οποία προέκυψε η αφερεγγυότητα· προβαίνει σε ενέργειες ώστε να συνεχιστούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, κατά περίπτωση· διενεργεί την εκκαθάριση του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, κατά περίπτωση· παρέχει πληροφορίες στους πιστωτές και στον οφειλέτη στις περιπτώσεις που ορίζεται από τον νόμο· υποβάλλει εκθέσεις για τις δραστηριότητές του και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική διαδικασία στο δικαστήριο, στον υπάλληλο που ασκεί εποπτεία και στη επιτροπή πτώχευσης· εκτελεί άλλες υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Εάν η αφερεγγυότητα του οφειλέτη προκλήθηκε λόγω σοβαρού διαχειριστικού σφάλματος, ο σύνδικος οφείλει να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του προσώπου που ευθύνεται για το σφάλμα αμέσως μόλις τεκμηριωθεί επαρκώς το βάσιμο της αγωγής αποζημίωσης. Εκτός από τα δικαιώματα του συνδίκου που προβλέπονται από τον νόμο, ο σύνδικος έχει επίσης τα δικαιώματα του προσωρινού συνδίκου.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην Εσθονία επιτρέπεται ο συμψηφισμός στην πτωχευτική διαδικασία. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:

  1. οι απαιτήσεις προς συμψηφισμό πρέπει να είναι οικονομικές υποχρεώσεις ή άλλες υποχρεώσεις του ίδιου τύπου·
  2. το δικαίωμα του πιστωτή να εκπληρώσει την υποχρέωσή του πρέπει να έχει γεννηθεί και η υποχρέωση του οφειλέτη να έχει καταστεί απαιτητή·
  3. ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει δήλωση συμψηφισμού στον οφειλέτη έως ότου εγκριθεί ο κατάλογος των πιστωτών και η δήλωση δεν πρέπει να έχει υποβληθεί υπό όρους ή με τον καθορισμό προθεσμίας·
  4. το δικαίωμα του πιστωτή να συμψηφίσει την απαίτησή του με την απαίτηση του οφειλέτη πρέπει να έχει γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

Αν η απαίτηση του οφειλέτη τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή δεν είχε καταστεί ακόμη απαιτητή όταν κηρύχθηκε η πτώχευση ή δεν αφορά την εκπλήρωση υποχρεώσεων του ίδιου είδους, η απαίτηση μπορεί να συμψηφιστεί μόνον αφού πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, καταστεί απαιτητή η απαίτηση του οφειλέτη ή οι υποχρεώσεις καταστούν υποχρεώσεις του ίδιου είδους. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός εάν επέλθει πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης όσον αφορά την απαίτηση του οφειλέτη ή καταστεί απαιτητή η απαίτηση προτού ο πιστωτής αποκτήσει δικαίωμα συμψηφισμού της απαίτησής του.

Εάν η απαίτηση πιστωτή έχει παραγραφεί, ο πιστωτής μπορεί και πάλι να προχωρήσει σε συμψηφισμό της απαίτησης, αν το δικαίωμα συμψηφισμού θεμελιώθηκε πριν από την παραγραφή της απαίτησης. Ένας πιστωτής μπορεί επίσης να συμψηφίσει απαίτηση που απορρέει από αδυναμία του οφειλέτη να τηρήσει σύμβαση, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο σύνδικος παραιτήθηκε από την υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρετό και ο πιστωτής έχει εκπληρώσει εν μέρει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο πιστωτής μπορεί να προχωρήσει σε συμψηφισμό με την οικονομική υποχρέωση του οφειλέτη που αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του πιστωτή που έχει εκπληρωθεί. Αν ο οφειλέτης είναι εκμισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου και ο μισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου έχει προκαταβάλει στον οφειλέτη το μίσθωμα για το ακίνητο ή τις εγκαταστάσεις πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αυτό θεμελιώνει απαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά του οφειλέτη την οποία ο μισθωτής του αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να συμψηφίσει με την απαίτηση του οφειλέτη κατά του μισθωτή του αστικού ή εμπορικού ακινήτου και ο μισθωτής του αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί επίσης να προχωρήσει σε συμψηφισμό απαίτησης αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης της σύμβασης ή υπαναχώρησης από τη σύμβαση.

Απαίτηση που αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης μπορεί να συμψηφιστεί σε πτωχευτική διαδικασία μόνον εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε και ο οφειλέτης έλαβε σχετική γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Απαίτηση κατά του οφειλέτη η οποία αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης δεν μπορεί να συμψηφιστεί εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε εντός των τριών ετών που προηγήθηκαν του διορισμού προσωρινού συνδίκου ή επαγγελματία εμπιστοσύνης και ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος εκείνη τη χρονική στιγμή και το πρόσωπο που απέκτησε την απαίτηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την αφερεγγυότητα κατά τον χρόνο της εκχώρησης.

Αναγνωρισμένη απαίτηση εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια, ακόμη και αν η απαίτηση έχει αποκτηθεί μέσω εκχώρησης, μπορεί να συμψηφιστεί όταν το ίδιο αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας πωληθεί στην τιμή αγοράς του αντικειμένου της εμπράγματης ασφάλειας σε βαθμό ισοδύναμο με το ποσό που θα δικαιούταν να λάβει ο πιστωτής κατά τη διανομή του χρηματικού ποσού που εισπράχθηκε από την πώληση του αντικειμένου που αγοράστηκε από τον πιστωτή και από το οποίο έχουν αφαιρεθεί οι πληρωμές και οι δαπάνες, όπως οι ενοποιημένες υποχρεώσεις και τα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη της αφαίρεσης της πληρωμής πριν από την καταβολή χρηματικών ποσών βάσει των ποσοστών διανομής. Κάθε μέρος του τιμήματος αγοράς που δεν μπορεί να συμψηφιστεί με την απαίτηση του πιστωτή καταβάλλεται από τον πιστωτή στην πτωχευτική περιουσία.

Στις απαιτήσεις που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμψηφισμού συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις για διατροφή, οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω πρόκλησης βλάβης στην υγεία ή λόγω θανάτου προσώπου και οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν από παράνομη και εκ προθέσεως πρόκληση βλάβης τις οποίες έχει το άλλο μέρος κατά του μέρους που αιτείται τον συμψηφισμό· οι απαιτήσεις του άλλου μέρους επί των οποίων δεν μπορεί να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής σύμφωνα με τον νόμο· κατασχεθείσα απαίτηση έναντι της απαίτησης του μέρους κατά του άλλου μέρους εάν το μέρος που αιτείται τον συμψηφισμό απέκτησε την απαίτηση μετά την κατάσχεση ή εάν η απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την κατάσχεση και μεταγενέστερα από την κατασχεθείσα απαίτηση· απαίτηση έναντι της οποίας το άλλο μέρος μπορεί να προβάλει ενστάσεις ή απαίτηση του άλλου μέρους της οποίας ο συμψηφισμός δεν επιτρέπεται για άλλους λόγους που απορρέουν από τη νομοθεσία.

Ο συμψηφισμός δεν διέπεται από χωριστούς κανόνες στην περίπτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και, συνεπώς, ισχύει για αυτόν η γενική διαδικασία βάσει του νόμου για το ενοχικό δίκαιο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Πτωχευτική διαδικασία

Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να εκπληρώσει μη εκπληρωθείσα υποχρέωση που απορρέει από σύμβαση την οποία σύναψε ο οφειλέτης και να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη που απορρέει από σύμβαση, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη η οποία απορρέει από σύμβαση εάν η υποχρέωση εξασφαλίζεται με προσημείωση που έχει καταχωριστεί στο κτηματολόγιο. Αν ο σύνδικος συνεχίσει να εκπληρώνει υποχρέωση του οφειλέτη ή διαβιβάσει ειδοποίηση ότι προτίθεται να εκπληρώσει την υποχρέωση, ο αντισυμβαλλόμενος συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος χάνει το δικαίωμά του να αρνηθεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Αν ο σύνδικος ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από τον σύνδικο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ακυρώσει τη σύμβαση έως ότου ο σύνδικος εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Απαίτηση του αντισυμβαλλομένου κατά του οφειλέτη η οποία γεννήθηκε από εκπλήρωση υποχρέωσης μετά από αίτημα του συνδίκου για εκπλήρωση της υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο συνιστά ενοποιημένη υποχρέωση. Αν ο σύνδικος παραιτήθηκε από υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εγείρει απαίτηση η οποία απορρέει από αθέτηση σύμβασης με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρετό και ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκπληρώσει εν μέρει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση της οικονομικής υποχρέωσης του οφειλέτη στον βαθμό που αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου που έχει εκπληρωθεί μόνον με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία.

Ο νόμος προβλέπει επίσης ειδικές περιπτώσεις για ορισμένους τύπους συμβάσεων:

  1. εάν ο οφειλέτης έχει πωλήσει κινητή περιουσία με επιφύλαξη κυριότητας πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και έχει μεταβιβάσει την κατοχή της κινητής περιουσίας στον αγοραστή, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης πώλησης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης·
  2. η πτώχευση εκμισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου δεν αποτελεί αιτία για την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου, εκτός εάν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Αν η σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου ορίζει ότι η πτώχευση αποτελεί αιτία καταγγελίας της σύμβασης, ο σύνδικος μπορεί να ακυρώσει τη σύμβαση εντός προθεσμίας ενός μήνα, ή και σε μικρότερο διάστημα εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση. Η πτώχευση εκμισθωτή κατοικίας δεν αποτελεί αιτία για καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης της κατοικίας. Αν το μίσθωμα για ακίνητο ή εγκαταστάσεις έχει προκαταβληθεί στον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο μισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να συμψηφίσει απαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό έναντι της απαίτησης του οφειλέτη κατά του μισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου·
  3. σε περίπτωση πτώχευσης του μισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου, ο εκμισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου μόνο σύμφωνα με τη γενική διαδικασία και η σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος, εάν η καθυστέρηση αφορά την καταβολή οφειλόμενου μισθώματος πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου που σύναψε ο οφειλέτης εντός προθεσμίας ενός μήνα, ή και σε μικρότερο διάστημα εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση. Αν το ακίνητο ή η εγκατάσταση δεν έχουν παραδοθεί στον οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, τόσο ο σύνδικος όσο και ο αντισυμβαλλόμενος μπορούν να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή ακύρωσης της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για ζημίες που προέκυψαν από την πρόωρη λύση της σύμβασης με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία ή μέσω συμψηφισμού·
  4. η διαδικασία για τη σύμβαση αστικής και εμπορικής μίσθωσης ισχύει και για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που έχει συνάψει ο οφειλέτης.

Ο σύνδικος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει τη συνέχιση ή τη λύση μιας σύμβασης, αλλά αν ο αντισυμβαλλόμενος υποβάλει πρόταση στον σύνδικο για άσκηση του δικαιώματος επιλογής, ο σύνδικος πρέπει αμέσως, και το αργότερο εντός επτά ημερών, να γνωστοποιήσει αν προτίθεται να εκπληρώσει ή να παραιτηθεί από την υποχρέωση του οφειλέτη. Μετά από αίτημα συνδίκου, το δικαστήριο μπορεί επίσης να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία. Αν ο σύνδικος δεν γνωστοποιήσει εγκαίρως την πρόθεσή του να εκπληρώσει την υποχρέωση ή να παραιτηθεί από αυτήν, ο σύνδικος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης πριν ο σύνδικος εκπληρώσει την υποχρέωση του οφειλέτη.

Είναι επίσης δυνατό ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη να είναι ανακτήσιμες. Π.χ. το δικαστήριο ακυρώνει συμβάσεις που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου έως την κήρυξη της πτώχευσης. Εκτός από τον όρο που αφορά τον χρόνο σύναψης, προϋπόθεση για την ανάκτηση είναι η πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα των πιστωτών λόγω της σύμβασης. Αν δεν έχει προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών και αν η πτωχευτική περιουσία δεν αυξάνεται ως αποτέλεσμα της ανάκτησης, δεν συντρέχει λόγος εκτέλεσης της ανάκτησης.

Γενικά, ένας οφειλέτης σε κατάσταση πτώχευσης ή ο σύνδικός του δεν έχουν το δικαίωμα να τροποποιούν συμβάσεις. Ωστόσο, είναι δυνατή η τροποποίηση συμβάσεων εάν συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι δυνατή η μερική διαγραφή των χρεών ή η παράταση της πληρωμής κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω διαδικασίας αναδιοργάνωσης ή διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Ο πτωχευτικός νόμος, ο νόμος περί αναδιοργάνωσης και ο νόμος για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου δεν καλύπτουν χωριστά την εκχώρηση απαιτήσεων ή την ανάληψη υποχρεώσεων και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται η γενική διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για το ενοχικό δίκαιο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η αναδιάρθρωση συμβάσεων μέσω σχεδίου αναδιοργάνωσης επιτρέπεται στη διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Είναι άκυρη συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση, να επισπεύσει, να καταγγείλει ή να τροποποιήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εις βάρος επιχείρησης σύμβαση λόγω της υποβολής αίτησης αναδιοργάνωσης, της έναρξης διαδικασίας αναδιοργάνωσης, της έγκρισης σχεδίου αναδιοργάνωσης, της υποβολής αίτησης αναστολής μέτρων είσπραξης οφειλών ή της αναστολής των εν λόγω μέτρων.

Ο πιστωτής δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση, να επισπεύσει, να καταγγείλει ή να τροποποιήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εις βάρος επιχείρησης ουσιώδεις εκτελεστικές συμβάσεις κατά τη διάρκεια της αναστολής των μέτρων, ως αποτέλεσμα χρεών που γεννήθηκαν πριν από την αναστολή των μέτρων είσπραξης οφειλών που αναφέρονται στον νόμο περί αναδιοργάνωσης και αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι δεν έχουν καταβληθεί από την επιχείρηση. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τις συμβάσεις πίστωσης και χρηματοδότησης. Εάν η επιβολή του περιορισμού στον πιστωτή είναι δυσανάλογα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί να τερματίσει πρόωρα τον εν λόγω περιορισμό.

Απαιτήσεις που γεννήθηκαν βάσει σύμβασης εργασίας ή από συναλλαγή με παράγωγα δεν είναι δυνατό να αναδιαρθρωθούν στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Αν διοριστεί επαγγελματίας εμπιστοσύνης, ο πιστωτής δεν μπορεί, επικαλούμενος παραβίαση οικονομικής υποχρέωσης που επήλθε πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας, να καταγγείλει σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη ή να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για τον λόγο αυτό. Συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να καταγγείλει σύμβαση όταν υποβληθεί αίτηση αφερεγγυότητας ή εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι άκυρη. Εάν η συνέχιση της εκτέλεσης σύμβασης είναι καταχρηστική για τον πιστωτή και μη αναγκαία κατά τον οφειλέτη, ιδίως εάν είναι απίθανο να ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους ή δεν είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η εκτέλεση της σύμβασης προκειμένου να διεξαχθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον πιστωτή να καταγγείλει τη σύμβαση βάσει αίτησης του πιστωτή.

Υποχρεώσεις που απορρέουν από συνεχιζόμενη σύμβαση οι οποίες δημιουργούνται ή καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους μπορούν να συμπεριληφθούν στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να ορίζει ότι σύμβαση πίστωσης ή άλλη συνεχιζόμενη σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από οφειλέτη πριν από την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους και η οποία επιβάλλει στον οφειλέτη οικονομικές υποχρεώσεις που καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους λύεται με την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η λύση σύμβασης έχει τις ίδιες συνέπειες με την έκτακτη ακύρωση σύμβασης λόγω συνθηκών που σχετίζονται με τον οφειλέτη. Οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από τη λύση σύμβασης μπορούν να αναδιαρθρωθούν προηγουμένως βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης. Αν πρόκειται να αναδιαρθρωθούν υποχρεώσεις που προκύπτουν από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής που έχει και την ιδιότητα του πιστωτή μπορεί να ακυρώσει εκτάκτως τη σύμβαση εντός μίας εβδομάδας από την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη μόνο στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αναγγέλλονται στον σύνδικο, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Διαδικασία εκτέλεσης που έχει ξεκινήσει κατά οφειλέτη περατώνεται σε περίπτωση κήρυξης πτώχευσης, και ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης.

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, δεν μπορεί να κινηθεί νέα διαδικασία κατά τη διάρκεια ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους, αντίστοιχα, μόνον από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις περιλαμβάνονται στο εν λόγω σχέδιο. Στην περίπτωση της αναδιοργάνωσης, η διαδικασία εκτέλεσης αναστέλλεται, εκτός από την περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που διεξάγεται για την ικανοποίηση απαίτησης που γεννήθηκε βάσει σχέσης εργασίας. Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης ως μέτρο προσωρινής δικαστικής προστασίας ακόμη και πριν από την έκδοση απόφασης ή την υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας. Όταν διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης, το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης (ή αναγκαστικής εκτέλεσης) για την είσπραξη χρημάτων που διενεργείται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτωχευτική διαδικασία

Σε αντιδικίες επί της πτωχευτικής περιουσίας ή επί των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική περιουσία, το δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη με την ιδιότητα του διαδίκου αντί του οφειλέτη μεταβιβάζεται στον σύνδικο. Εάν εκδικάζεται αγωγή ή άλλη αίτηση σχετικά με την πτωχευτική περιουσία η οποία έχει υποβληθεί από τον οφειλέτη κατά άλλου προσώπου σε δίκη η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ή εάν ο οφειλέτης συμμετέχει σε δίκη ως τρίτος, ο σύνδικος μπορεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, να συμμετάσχει στη δίκη αντί του οφειλέτη. Εάν ο σύνδικος δεν συμμετάσχει στην εν λόγω δίκη, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να συμμετέχει ως ενάγων, αιτών ή τρίτος.

Εάν υπάρχει αγωγή ιδιοκτησίας κατά οφειλέτη ή προσφυγή κατά διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί προς τον οφειλέτη σχετικά με οικονομική απαίτηση δημοσίου δικαίου σε δίκη που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση σχετικά με την αγωγή ή την προσφυγή, το δικαστήριο αρνείται να εκδικάσει την αγωγή ή την έφεση, με εξαίρεση την απόφαση για την επιβολή χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, για αξίωση που αφορά υποχρέωση διατροφής σε διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή για έφεση κατά προστίμου που επιβλήθηκε για πλημμέλημα. Το δικαστήριο ξεκινά εκ νέου τη διαδικασία βάσει αίτησης του ενάγοντος, εάν ανώτερο δικαστήριο έχει ακυρώσει την πτωχευτική απόφαση και έχει τελεσιδικήσει απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή εάν η πτωχευτική διαδικασία έχει περατωθεί με ματαίωση μετά την κήρυξη της πτώχευσης.

Εάν έχει υποβληθεί αγωγή για εξαίρεση αντικειμένου από την πτωχευτική περιουσία κατά του οφειλέτη σε δίκη η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο εκδικάζει την αγωγή. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία αντί του οφειλέτη. Ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη ως εναγομένου. Αν ο σύνδικος δεν συμμετάσχει στη δίκη, η δίκη μπορεί να συνεχιστεί μετά από αίτημα του ενάγοντα.

Εάν υπάρχει αγωγή ιδιοκτησίας κατά οφειλέτη ή προσφυγή κατά διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί για τον οφειλέτη σχετικά με οικονομική απαίτηση δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο δίκης και η απόφαση που εκδοθεί επί του θέματος υπόκειται σε έφεση, ο σύνδικος μπορεί να ασκήσει έφεση για λογαριασμό του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει την έφεση με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει έφεση κατά χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, αγωγή αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από ποινικό αδίκημα ή επιβολή προστίμου σε διαδικασία ενώπιον πλημμελειοδικείου, ανεξάρτητα από τη συγκατάθεση του συνδίκου. Εάν διοικητική πράξη κατά οφειλέτη αποτελεί αντικείμενο δικαστικής προσφυγής, αναστέλλεται η προθεσμία για προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης.

Πρόσωπο που έχει απαίτηση διατροφής κατά του οφειλέτη η οποία κατέστη απαιτητή μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση δεν είναι πιστωτής στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με την εν λόγω απαίτηση και η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να αναγγελθεί στην πτωχευτική διαδικασία. Η απαίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί στο δικαστήριο και η δίκη μπορεί να διεξαχθεί κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης και διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση μπορεί, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δίκη με αντικείμενο οικονομική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει κατατεθεί με βάση σχέση εργασίας ή αγωγής για πληρωμή διατροφής για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση. Κατά την αποδοχή αίτησης αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, το δικαστήριο διορίζει επαγγελματία εμπιστοσύνης, και μετά τον εν λόγω διορισμό το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει δίκη που αφορά οικονομική απαίτηση κατά του οφειλέτη για την οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί δικαστική απόφαση. Το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη δίκη μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης χρέους ή την περάτωση της διαδικασίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Συμμετοχή των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία

Οι πιστωτές εκπροσωπούν την απαίτησή τους στην πτωχευτική διαδικασία. Οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με έγγραφη αίτηση (απόδειξη απαίτησης). Οι απαιτήσεις υποστηρίζονται γραπτώς. Αφού όλοι οι πιστωτές αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον σύνδικο, ο σύνδικος καταρτίζει προκαταρκτικό κατάλογο πιστωτών. Ο κατάλογος υποβάλλεται στους πιστωτές για εξέταση. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν ενστάσεις κατά των απαιτήσεων όλων των πιστωτών. Εάν συντρέχει λόγος, ο σύνδικος πρέπει επίσης να υποβάλει τις ενστάσεις του. Στη συνέχεια, οι πιστωτές για τις απαιτήσεις των οποίων υποβλήθηκαν ενστάσεις μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους στον σύνδικο. Ο σύνδικος καταρτίζει οριστικό κατάλογο πιστωτών βάσει των απαιτήσεων, των ενστάσεων και των απόψεων που διατυπώθηκαν σχετικά με αυτές και τον υποβάλλει στο δικαστήριο προς έγκριση. Η υποστήριξη των δικαιωμάτων εξασφάλισης γίνεται μαζί με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Μια απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα εξασφάλισης της απαίτησης θεωρείται ότι έχουν γίνει δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε κάποιος από τους πιστωτές υποβάλλει ένσταση σε αυτά στη συνέλευση για την υποστήριξη των απαιτήσεων και το δικαστήριο εγκρίνει τον κατάλογο των πιστωτών. Απαίτηση που έγινε δεκτή ή η κατάταξή της δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στη συνέχεια.

Πέραν του γεγονότος ότι κάθε πιστωτής εκπροσωπεί την απαίτησή του και την υποστήριξή της, οι πιστωτές συμμετέχουν επίσης στη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας μέσω της γενικής συνέλευσης των πιστωτών. Η γενική συνέλευση των πιστωτών είναι αρμόδια να εγκρίνει τον σύνδικο και να εκλέγει την πτωχευτική επιτροπή, να αποφασίζει για τη συνέχιση ή τη λύση της επιχείρησης του οφειλέτη, να αποφασίζει για τη λύση του οφειλέτη εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, να προβαίνει σε πτωχευτικό συμβιβασμό, να αποφασίζει στον βαθμό που προβλέπεται από τον νόμο για ζητήματα που αφορούν την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, να επιλύει καταγγελίες κατά των δραστηριοτήτων του συνδίκου, να αποφασίζει για την αμοιβή των μελών της πτωχευτικής επιτροπής και να επιλύει άλλα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης των πιστωτών σύμφωνα με τον νόμο. Αν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει να εκλέξει πτωχευτική επιτροπή, η τελευταία έχει καθήκον, μεταξύ άλλων, να προστατεύει τα συμφέροντα όλων των πιστωτών στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιοργάνωσης

Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης ενημερώνει αμέσως τους πιστωτές για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο οφειλών. Για τον σκοπό αυτόν, ο σύμβουλος παρέχει στους πιστωτές ειδοποίηση αναδιοργάνωσης. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, ο πιστωτής υποβάλλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης ελέγχει αν η απαίτηση του πιστωτή που δεν συμφώνησε με την απαίτηση είναι νόμιμη και εκτιμά αν η απαίτηση προς αναδιάρθρωση είναι αποδεδειγμένη και ενημερώνει το δικαστήριο για κάθε απαίτηση που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, το μέγεθος της οποίας είναι ασαφές ή στην περίπτωση της οποίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί αν η απαίτηση είναι νόμιμη ή αποδεδειγμένη. Αν ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, καταθέτει αμέσως την αίτηση συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει γιατί διαφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση. Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης οφείλει να αιτιολογεί τους ισχυρισμούς του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της εξασφάλισης.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους αφορά τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη έχουν καταστεί απαιτητές κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αφερεγγυότητας. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συνεχιζόμενη σύμβαση και οι οποίες δημιουργούνται ή καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας μπορούν να αναδιαρθρωθούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Μετά την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και πριν από την υποβολή του στο δικαστήριο, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης το παραδίδει αμέσως, μαζί με την αίτηση, τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των οφειλών του οφειλέτη και άλλα παραρτήματα, στους πιστωτές που προσδιορίζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης για τις απαιτήσεις των οποίων ζητείται η αναδιάρθρωση. Κατά την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης τάσσει στον πιστωτή προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων, αλλά όχι μεγαλύτερη από τέσσερις εβδομάδες, μετά την παραλαβή του σχεδίου αναδιάρθρωσης, για να διατυπώσει τη γνώμη του στον επαγγελματία εμπιστοσύνης. Ο πιστωτής διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με το αν συμφωνεί με τα στοιχεία του οφειλέτη όσον αφορά την απαίτηση και την εξασφάλιση, με τον υπολογισμό του χρέους από τον οφειλέτη και με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης. Εάν ο πιστωτής δεν συμφωνεί με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης, ο πιστωτής πρέπει να διευκρινίσει αν θα συμφωνούσε με την αναδιάρθρωση του χρέους κατ' άλλον τρόπο. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης αναφέρει επίσης τις συνέπειες της μη διατύπωσης γνώμης. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης αποστέλλει στο δικαστήριο τις γνώμες των πιστωτών μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Εάν ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης και με άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον κατάλογο οφειλών, ο πιστωτής, εντός της καθορισμένης προθεσμίας, υποβάλλει στον επαγγελματία εμπιστοσύνης αίτηση στην οποία εκθέτει τις περιστάσεις με τις οποίες δεν συμφωνεί στον κατάλογο οφειλών και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για τις ενστάσεις του. Αν δεν υποβληθεί αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Εάν ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης δεν συμφωνεί με ένσταση που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, υποβάλλει, μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, την αίτηση με αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με τις πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση. Μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης υποβάλλει επίσης στο δικαστήριο τις γνώμες, τις αιτήσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι πιστωτές. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και σχετικά με την ύπαρξη εξασφάλισης κατά την έγκριση του σχεδίου. Εφόσον απαιτείται, το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον οφειλέτη και τον θιγόμενο πιστωτή. Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να καθορίσει το ύψος της απαίτησης του πιστωτή ή να την καθορίσει μόνο εν μέρει, όταν η απαίτηση που ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν υφίσταται στην πραγματικότητα κατά την κρίση του δικαστηρίου, το ύψος της είναι ασαφές ή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εύλογα αν η απαίτηση είναι νόμιμη ή αποδεδειγμένη. Μετά την έγκριση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται σε αυτό αρχίζουν να ισχύουν για τον οφειλέτη και το πρόσωπο τα δικαιώματα του οποίου επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις

Εάν ξεκινήσει διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις, αυτό γίνεται ταυτόχρονα με την κήρυξη της πτώχευσης. Για όσο χρονικό διάστημα συνεχίζεται η πτωχευτική διαδικασία, οι πιστωτές συμμετέχουν στη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις για την πτωχευτική διαδικασία. Αν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί και η διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις συνεχίζεται και μετά από αυτήν, οι πιστωτές που ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους στην πτωχευτική διαδικασία και των οποίων η απαίτηση ή μέρος της απαίτησής τους δεν έχει ικανοποιηθεί έχουν το δικαίωμα να εισπράττουν πληρωμές κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής από υποχρεώσεις.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλαγής ενός οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, οι πιστωτές της πτωχευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτών της πτωχευτικής διαδικασίας που δεν έχουν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν μπορούν να εγείρουν αξιώσεις πληρωμής επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης δεν μπορούν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλαγής του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, να εγείρουν αξιώσεις πληρωμής για τα χρηματικά ποσά που πρόκειται να μεταβιβαστούν στον επαγγελματία εμπιστοσύνης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει δικαστικής απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως περιουσιακά στοιχεία τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Πριν από την κήρυξη πτώχευσης, το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύσει σε οφειλέτη τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή μέρους περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του προσωρινού συνδίκου.

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη πρέπει να περιέλθουν στην κατοχή του συνδίκου και ο σύνδικος να ξεκινήσει τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας αμέσως μετά την έκδοση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης. Ο σύνδικος πρέπει να απαιτήσει επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έχουν περιέλθει στην κατοχή τρίτου για την πτωχευτική περιουσία, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η διαχείριση πτωχευτικής περιουσίας περιλαμβάνει την εκτέλεση πράξεων σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και τη διαχείριση των δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο ή την οργάνωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο τελευταίος είναι αυτοαπασχολούμενος. Στην πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικητικού συμβουλίου ή του οργάνου που υποκαθιστά το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου στον βαθμό που δεν έρχονται σε σύγκρουση με τον σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας. Η ευθύνη του συνδίκου είναι ισοδύναμη με την ευθύνη μέλους διοικητικού οργάνου.

Ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές σε μετρητά σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο με άδεια του δικαστηρίου. Ο σύνδικος δεν πραγματοποιεί καμία πληρωμή σε μετρητά στους πιστωτές με βάση το ποσοστό διανομής. Ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές ιδιαίτερης σημασίας για την πτωχευτική διαδικασία μόνο με τη συγκατάθεση της πτωχευτικής επιτροπής. Συναλλαγές ιδιαίτερης σημασίας είναι, πρωτίστως, ο δανεισμός και, στην περίπτωση επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία, όλες οι συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες της επιχείρησης. Ο σύνδικος δεν μπορεί να συνάπτει συναλλαγές με τον εαυτό του ή με πρόσωπα που σχετίζονται με αυτόν σε σχέση με ή για την πτωχευτική περιουσία, ούτε να συνάπτει άλλες συναλλαγές παρεμφερούς χαρακτήρα ή συναλλαγές που ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων, ούτε, τέλος, να ζητεί αποζημίωση για τις δαπάνες που προκύπτουν στο πλαίσιο αυτών των συναλλαγών.

Ο σύνδικος μπορεί να αρχίσει την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας μετά την πρώτη γενική συνέλευση των πιστωτών, εκτός εάν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει διαφορετικά. Αν ο οφειλέτης έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης, τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν μπορούν να εκποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση του οφειλέτη πριν από την εκδίκαση της έφεσης που έχει ασκηθεί ενώπιον του εφετείου. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή έχουν υψηλό κόστος φύλαξης ή διατήρησης. Αν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει τις δραστηριότητες της, τα περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να εκποιηθούν αν αυτό δημιουργεί εμπόδια στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Αν υποβληθεί πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, τα περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να εκποιηθούν πριν από τη σύναψη του πτωχευτικού συμβιβασμού, εκτός εάν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει ότι μπορούν να εκποιηθούν, ανεξαρτήτως της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού. Η πτωχευτική περιουσία εκποιείται με πλειστηριασμό σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Αναγγελία απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη

Όλες οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αναγγέλλονται κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ότι έχουν καταστεί απαιτητές, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Εάν πιστωτής έχει καταθέσει σχετική αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση, το δικαστήριο αναστέλλει την εκδίκαση της αγωγής και ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτηση στον σύνδικο πτώχευσης. Εάν πιστωτής έχει καταθέσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο έχει εκδώσει απόφαση που έχει τελεσιδικήσει, ο πιστωτής πρέπει επίσης να αναγγείλει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης, αλλά η εν λόγω απαίτηση θεωρείται ότι έχει υποστηριχθεί. Εάν ο οφειλέτης μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαστική απόφαση, ο σύνδικος πτώχευσης έχει το ίδιο δικαίωμα.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον πτωχευτικό νόμο. Οι απαιτήσεις μπορούν να αναγγελθούν μόνο στον σύνδικο πτώχευσης και μπορούν να αναγγελθούν μόνο οι απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη πτώχευσης. Δεν είναι δυνατή η έγερση απαιτήσεων που γεννώνται μετά την κήρυξη πτώχευσης πριν από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Επισημαίνεται το γεγονός ότι, στην περίπτωση των νομικών προσώπων, στις περισσότερες περιπτώσεις η περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας συνεπάγεται εκκαθάριση του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον πρόσωπο κατά του οποίου μπορούν να εγερθούν απαιτήσεις μετά την πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, απαιτείται προσοχή και συνεκτίμηση του εν λόγω κινδύνου κατά τη σύναψη συναλλαγών με νομικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει. Οι απαιτήσεις κατά φυσικού προσώπου που γεννώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας μπορούν να εγερθούν μετά την πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, αλλά αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς εάν διεξάγεται επίσης διαδικασία για την απαλλαγή οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο από τις υποχρεώσεις του. Υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας από παράνομη πράξη οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο συνιστούν ενοποιημένες υποχρεώσεις και, συνεπώς, ο οφειλέτης μπορεί να κληθεί να τις εκπληρώσει κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Μπορεί επίσης να διεξαχθεί διαδικασία εκτέλεσης σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία για τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν.

Είναι επίσης δυνατό να προκύψει κατάσταση στην οποία ο οφειλέτης προβαίνει, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σε διάθεση αντικειμένου που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία. Η εν λόγω διάθεση είναι άκυρη, καθώς, με την κήρυξη πτώχευσης, το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Εάν ωστόσο υπάρξει εκποίηση από τον οφειλέτη, τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εάν τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή χορηγείται αποζημίωση αν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Εάν ο οφειλέτης διαθέσει το αντικείμενο την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, θεωρείται ότι η διάθεση πραγματοποιήθηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Εάν ο οφειλέτης έχει διαθέσει τις μελλοντικές απαιτήσεις του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη με την κήρυξη της πτώχευσης σε σχέση με τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Κατά τη διάρκεια ισχύος σχεδίου αναδιοργάνωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί αγωγή με βάση απαίτηση η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Μπορούν να κατατεθούν αγωγές για άλλες απαιτήσεις. Κατά τη διάρκεια ισχύος σχεδίου αναδιάρθρωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί αγωγή ή αίτηση στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει αίτησης για απαίτηση η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Μπορούν να κατατεθούν αγωγές για άλλες απαιτήσεις. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν περιορίζει το δικαίωμα του πιστωτή να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου για τις απαιτήσεις που δεν έγιναν δεκτές στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ο πιστωτής μπορεί επίσης προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου κατά του ύψους της απαίτησης στον βαθμό του μέρους που δεν έγινε δεκτή.

Η υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης ή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους από οφειλέτη επιφέρει αναστολή της περιόδου παραγραφής σε σχέση με τις απαιτήσεις κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση μπορεί, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δίκη με αντικείμενο οικονομική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει κατατεθεί με βάση σχέση εργασίας για την οποία δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση. Όταν γίνεται δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο αναστέλλει δίκη που αφορά οικονομική απαίτηση κατά του οφειλέτη για την οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί δικαστική απόφαση έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης ή περατωθεί η διαδικασία.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο το οποίο είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης του προσώπου αυτού. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσής του.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία

Οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ότι έχουν καταστεί απαιτητές. Οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με έγγραφη αίτηση (απόδειξη απαίτησης). Η απόδειξη απαίτησης περιγράφει το περιεχόμενο, τη βάση και το ύψος της απαίτησης και αναφέρει αν η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια. Τα έγγραφα που αποδεικνύουν τις περιστάσεις που αναφέρονται στην απόδειξη απαίτησης επισυνάπτονται σε αυτή.

Η υποστήριξη των απαιτήσεων γίνεται στο πλαίσιο έγγραφης διαδικασίας. Η υποστήριξη των δικαιωμάτων εξασφάλισης γίνεται μαζί με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Ο σύνδικος καταρτίζει προκαταρκτικό κατάλογο πιστωτών βάσει των αποδεικτικών στοιχείων των απαιτήσεων που προσκομίστηκαν. Όλοι οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις κατά των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο σύνδικος πρέπει επίσης να υποβάλει ενστάσεις, εφόσον είναι αναγκαίο. Στη συνέχεια, παρέχεται η δυνατότητα στους πιστωτές για τους οποίους υποβλήθηκε ένσταση να εκφράσουν τη γνώμη τους επί της ένστασης. Ο σύνδικος καταρτίζει τελικό κατάλογο πιστωτών βάσει των αποδεικτικών στοιχείων των απαιτήσεων, των ενστάσεων και των γνωμών που υποβλήθηκαν και τον υποβάλλει στο δικαστήριο προς έγκριση.

Κατά την έγκριση του καταλόγου πιστωτών, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ουσίας των υποβληθεισών ενστάσεων, γνωμών, αιτημάτων και αιτήσεων που υποβάλλονται μαζί με τον κατάλογο, καθορίζει το ύψος, την κατάταξη και το ποσοστό κατανομής των απαιτήσεων και εγκρίνει τον κατάλογο των πιστωτών με δικαστική απόφαση. Η απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα εξασφάλισης της απαίτησης θεωρείται ότι έχουν γίνει δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε κάποιος από τους πιστωτές αντιτίθεται σε αυτά ή εάν ο σύνδικος ή ο πιστωτής που υπέβαλε ένσταση παραιτηθεί από την ένσταση. Για να υπάρξει παραίτηση από ένσταση, πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο δικαστήριο.

Τα ακόλουθα θεωρούνται αποδεκτά χωρίς υποστήριξη:

  1. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με δικαστική απόφαση που έχει τελεσιδικήσει ή με απόφαση διαιτητικού οργάνου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 ή 61 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης·
  2. δικαιώματα εξασφάλισης που έχουν γίνει δεκτά με δικαστική απόφαση που έχει τελεσιδικήσει ή με απόφαση διαιτητικού οργάνου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 ή 61 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ή δικαιώματα εξασφάλισης που έχουν καταχωριστεί στο κτηματολόγιο, στο νηολόγιο, στο εμπορικό μητρώο εμπράγματων ασφαλειών ή στο μητρώο αξιογράφων·
  3. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με αποφάσεις και διαταγές του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που έχουν τελεσιδικήσει και προσδιορίζονται στο άρθρο 82 της συμφωνίας για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΕ C 175 της 20.6.2013, σ. 1)·
  4. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με αποφάσεις δικαστηρίων ξένων κρατών, οι οποίες έχουν κηρυχθεί εκτελεστές ή υπόκεινται σε εκτέλεση χωρίς αναγνώριση στην Εσθονία·
  5. απαιτήσεις για την εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου που απορρέουν από διοικητική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, εάν η προθεσμία προσφυγής κατά της διοικητικής πράξης έχει παρέλθει πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και σε περίπτωση που οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από επίσημο έγγραφο ξένου κράτους το οποίο έχει κηρυχθεί εκτελεστό ή υπόκειται σε εκτέλεση χωρίς αναγνώριση στην Εσθονία.

Ο κατάλογος των πιστωτών που πρέπει να εγκριθεί με δικαστική απόφαση περιλαμβάνει:

  1. το όνομα του πιστωτή·
  2. τον κωδικό μητρώου ή τον προσωπικό κωδικό ταυτότητας του πιστωτή·
  3. το ύψος της απαίτησης του πιστωτή που έγινε δεκτή·
  4. την κατάταξη της απαίτησης που έγινε δεκτή και το ποσοστό κατανομής·
  5. αν η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα εξασφάλισης·
  6. αν η απαίτηση είναι αλληλέγγυα ενοχή ή απαίτηση που απορρέει από συναλλαγή υπό αίρεση ή διοικητική πράξη με δευτερεύουσα προϋπόθεση·
  7. αν η απαίτηση υπόκειται σε ένσταση από τον οφειλέτη.

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης καταθέτει κατάλογο οφειλών στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, καθώς και οι αντίστοιχοι πιστωτές. Συνεπώς, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν αναγγέλλουν απαιτήσεις. Πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης και ο οποίος δεν συμφωνεί με το ύψος της απαίτησής του στη διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να υποβάλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ενστάσεις στα επιχειρήματα του πιστωτή, αλλά οφείλει να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της εξασφάλισης.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, ο οφειλέτης παρέχει επισκόπηση των οφειλών του σε μια αίτηση και ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης καταρτίζει λεπτομερή κατάλογο οφειλών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους αναφέρει τις υποχρεώσεις που πρέπει να αναδιαρθρωθούν και τον τρόπο αναδιάρθρωσης που ζητεί ο οφειλέτης. Όπως και στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν αναγγέλλουν απαιτήσεις. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον οφειλέτη στον κατάλογο οφειλών, ο πιστωτής ενημερώνει το δικαστήριο ή, εάν αυτό ορίζεται από το δικαστήριο, τον σύμβουλο, εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί από το δικαστήριο σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Εάν ο οφειλέτης ή ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, υποβάλλει την αίτηση μαζί με αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη της εξασφάλισης.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Εφαρμόζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης όλων των πιστωτών. Ωστόσο, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες παρέχουν σε ορισμένους πιστωτές προνομιακό δικαίωμα.

Πριν από την καταβολή χρηματικών ποσών με βάση τα ποσοστά διανομής, οι πληρωμές που σχετίζονται με την πτωχευτική διαδικασία πραγματοποιούνται από την πτωχευτική περιουσία κατά την εξής σειρά:

  1. απαιτήσεις που απορρέουν από τις συνέπειες του αποκλεισμού ή της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων·
  2. διατροφή που είναι καταβλητέα στον οφειλέτη και στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα·
  3. στην πτωχευτική διαδικασία σχετικά με κληρονομιαία περιουσία, τα έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 142 παράγραφος 1 σημείο 1 του νόμου για το κληρονομικό δίκαιο·
  4. ενοποιημένες υποχρεώσεις·
  5. έξοδα και δαπάνες που προκύπτουν από την πτωχευτική διαδικασία.

Αφού πραγματοποιηθούν οι ανωτέρω πληρωμές, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά την εξής σειρά:

  1. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια·
  2. άλλες απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές οι οποίες αναγγέλθηκαν εντός της καθορισμένης προθεσμίας·
  3. άλλες απαιτήσεις που δεν αναγγέλθηκαν εντός της καθορισμένης προθεσμίας, αλλά έγιναν δεκτές·
  4. στην πτωχευτική διαδικασία σχετικά με κληρονομιαία περιουσία, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 142 παράγραφος 1 σημείο 3 του νόμου για το κληρονομικό δίκαιο και οι απαιτήσεις για νόμιμη μοίρα.

Εάν σύμβαση προβλέπει ότι η απαίτηση του πιστωτή πρέπει να ικανοποιηθεί σε χαμηλότερη σειρά κατάταξης από αυτήν που αναφέρεται ανωτέρω, η απαίτηση ικανοποιείται σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στη σύμβαση. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η εθελοντική χαμηλότερη κατάταξη των υποχρεώσεων.

Είναι δυνατό να υπάρχει ευθύνη τρίτου για υποχρεώσεις του οφειλέτη στην περίπτωση αλληλέγγυων οφειλετών. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αλληλέγγυος οφειλέτης φέρει ευθύνη έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Αν ένας αλληλέγγυος οφειλέτης καταβάλει μέρος της οφειλής την οποία έχει επίσης αναγγείλει ο πιστωτής κατά του οφειλέτη, το μέρος αυτό αφαιρείται από την απαίτηση.

Είναι επίσης δυνατή η μεταβίβαση υποχρέωσης του οφειλέτη σε τρίτο βάσει της νομοθεσίας. Αν ο εργοδότης έχει καταστεί αφερέγγυος, αν δηλαδή ο εργοδότης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή αν η πτωχευτική διαδικασία έχει τερματιστεί με ματαίωση, ο εργαζόμενος λαμβάνει αποζημίωση για τους μισθούς που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη, για τα επιδόματα αδείας που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη και για τις παροχές που δεν εισέπραξε όταν λύθηκε η σύμβαση εργασίας πριν από ή μετά την κήρυξη αφερεγγυότητας του εργοδότη. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας εργοδότη, πιστωτής στην πτωχευτική διαδικασία για τις εισφορές ασφάλισης κατά της ανεργίας που δεν εισπράχθηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας καθίσταται το Δημόσιο.

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε πτωχευτική περιουσία και οι απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο το οποίο είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης του προσώπου αυτού. Αν το πρόσωπο που είναι αλληλλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα αναγωγής κατά της επιχείρησης μόνο στον βαθμό που η επιχείρηση είναι υπόχρεη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Αν το πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του οφειλέτη μόνο στον βαθμό που ο οφειλέτης είναι υπόχρεος για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία που αφορά αίτηση πτώχευσης μπορεί να περατωθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Μετά την εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης, το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση, απορρίπτει την αίτηση ή περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση.

Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση με δικαστική απόφαση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία και εάν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων ή η άσκηση αγωγής κατά μέλους διοικητικού οργάνου. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να περατώσει τη διαδικασία με ματαίωση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνίστανται κατά κύριο λόγο σε απαιτήσεις για ανάκτηση ή σε απαιτήσεις κατά τρίτων και η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων θεωρείται απίθανη. Το δικαστήριο δεν περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτος καταθέσει το ποσό που καθορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία στον λογαριασμό που ορίστηκε για τον σκοπό αυτόν ή εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση του τμήματος αφερεγγυότητας για τη διεξαγωγή πτωχευτικής διαδικασίας κατά οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο με τη μορφή δημόσιας έρευνας. Αν η πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο περατωθεί με ματαίωση, ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκκαθάριση του νομικού προσώπου εντός δύο μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας χωρίς διαδικασία εκκαθάρισης. Αν κατά τη ματαίωση της πτωχευτικής διαδικασίας ο οφειλέτης διαθέτει τυχόν περιουσιακά στοιχεία, καταβάλλεται η αμοιβή του προσωρινού συνδίκου και καλύπτονται τα αναγκαία έξοδα κατά προτεραιότητα.

Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται με ματαίωση της πτωχευτικής διαδικασίας, μετά την παύση ύπαρξης των λόγων της πτώχευσης, με τη συγκατάθεση των πιστωτών, με την έγκριση της τελικής έκθεσης, με την έγκριση πτωχευτικού συμβιβασμού ή για άλλους λόγους που προβλέπονται από τον νόμο.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία με ματαίωση εάν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των ενοποιημένων υποχρεώσεων και των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία. Στην περίπτωση οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, το δικαστήριο υποβάλλει πρόταση στο τμήμα αφερεγγυότητας να υποβάλει αίτηση για τη διεξαγωγή πτωχευτικής διαδικασίας με τη μορφή δημόσιας έρευνας, παρέχοντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή της αίτησης. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, η διαδικασία δεν περατώνεται και συνεχίζεται με τη μορφή δημόσιας έρευνας.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι αφερέγγυος ή ότι δεν είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυος εάν η πτώχευση κηρύχθηκε επειδή ο οφειλέτης ήταν πιθανό να καταστεί αφερέγγυος στο μέλλον. Αν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί επειδή έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, το νομικό πρόσωπο δεν λύεται.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν όλοι οι πιστωτές που ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους συναινούν στην περάτωση της διαδικασίας. Εάν οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο είναι μονίμως αφερέγγυος, το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με την εκκαθάριση του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο με απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας.

Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται με την έγκριση τελικής έκθεσης, όταν ο σύνδικος καταθέσει την τελική έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο. Στην τελική έκθεση ο σύνδικος παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική περιουσία και τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν από την εκποίησή της, τις πληρωμές, τις απαιτήσεις που έγιναν δεκτές από τους πιστωτές, τις αγωγές που έχουν ασκηθεί και τις αγωγές που δεν έχουν ασκηθεί ακόμη κλπ. Οι πιστωτές δύνανται να υποβάλουν ενστάσεις επί της τελικής έκθεσης ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την έγκριση της τελικής έκθεσης και την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο αρνείται να εγκρίνει την τελική έκθεση και, με απόφασή του, την επιστρέφει στον σύνδικο για τη συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας, εάν η τελική έκθεση αποκαλύψει ότι τα δικαιώματα του οφειλέτη ή των πιστωτών παραβιάστηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να περατωθεί με την κήρυξη πτωχευτικού συμβιβασμού. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός είναι μια συμφωνία μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του η οποία έχει ως αντικείμενο την πληρωμή των οφειλών και περιλαμβάνει μείωση των οφειλών ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός συνάπτεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας με βάση πρόταση του οφειλέτη ή του συνδίκου μετά την κήρυξη πτώχευσης. Η γενική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση πτωχευτικού συμβιβασμού. Το δικαστήριο αποφασίζει για την έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού. Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μέσω απόφασης που εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

Εάν η πτωχευτική διαδικασία δεν έχει περατωθεί εντός δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος υποβάλλει έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο κάθε έξι μήνες έως την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στην εν λόγω έκθεση ο σύνδικος εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ολοκληρωθεί η πτωχευτική διαδικασία και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εκποιηθείσα και τη μη εκποιηθείσα πτωχευτική περιουσία και σχετικά με τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Το δικαστήριο απαλλάσσει τον σύνδικο από τα καθήκοντά του όταν περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαλλάξει τον σύνδικο από τα καθήκοντά του αν, κατά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτωχευτική περιουσία δεν έχει εκποιηθεί στο σύνολό της, αν εκκρεμεί η είσπραξη χρηματικών ποσών για την πτωχευτική περιουσία, αν οι αγωγές που ασκήθηκαν από τον σύνδικο δεν έχουν εκδικαστεί ή αν ο σύνδικος προτίθεται ή είναι υποχρεωμένος να ασκήσει αγωγή. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος συνεχίζει να εκτελεί τα καθήκοντά του και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και την απαλλαγή του συνδίκου από τα καθήκοντά του, εισπραχθούν χρήματα για την πτωχευτική περιουσία, καταστούν διαθέσιμα χρηματικά ποσά που κατατέθηκαν για διανομή ή καταστεί προφανές ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει αντικείμενα που δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για μεταγενέστερη διανομή αυτεπαγγέλτως ή βάσει αίτησης του συνδίκου ή πιστωτή.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται αν περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, αν ακυρωθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης, αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία ή αν παρέλθει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Σε περίπτωση που το σχέδιο αναδιοργάνωσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται αν η επιχείρηση έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης πριν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία μόνο πριν από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από τη λήξη της προθεσμίας, εάν η επιχείρηση αθετήσει την υποχρέωσή της να συνεργαστεί ή δεν καταβάλει το ποσό που έχει οριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης ή του πραγματογνώμονα, εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν εγκριθεί, η επιχείρηση υποβάλει σχετική αίτηση, οι λόγοι για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης παύσουν να υφίστανται, τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης σπαταλώνται ή τα συμφέροντα των πιστωτών ζημιώνονται, το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή η επιχείρηση έχει υποβάλει ανακριβή στοιχεία σχετικά με τις απαιτήσεις. Αν το δικαστήριο περατώσει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, παύουν να υφίστανται αναδρομικά όλες οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης περατώνεται η διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί επίσης να περατωθεί με την ακύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρώνεται εάν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με διαδικασία εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το σχέδιο αναδιοργάνωσης σε σημαντικό βαθμό, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, βάσει αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης εάν δεν καταβληθεί η αμοιβή εποπτείας ή η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που αυτός ζητά για την άσκηση εποπτείας, εάν η επιχείρηση υποβάλει αίτηση ακύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή εάν η επιχείρηση κηρυχθεί σε πτώχευση. Αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης περιλαμβάνουν επίσης την παράταση των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται σε κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης. Η συνέπεια αυτή δεν παύει να υφίσταται.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους περατώνεται με την ακύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης χρέους, την περάτωση της διαδικασίας ή τη λήξη της προθεσμίας υλοποίησης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους. Όταν το σχέδιο εξυγίανσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία περατώνεται αν ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης πριν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης μετά από αίτηση του οφειλέτη ή αν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης εάν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει αυτού, ο οφειλέτης δεν έχει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει αντιμετωπίσει, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, έχει υποβάλει ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, ο οφειλέτης έχει πραγματοποιήσει πληρωμές σε πιστωτές που δεν αναφέρονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ζημιώνοντας έτσι τα συμφέροντα των άλλων πιστωτών σε σημαντικό βαθμό, ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκτέλεση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση της εποπτείας, ή εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή του πραγματογνώμονα. Αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης ακυρωθεί, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έγκρισης της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους. Οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης περιλαμβάνουν επίσης την παράταση των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται σε κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης. Η συνέπεια αυτή δεν παύει να υφίσταται.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, απαιτήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αναγγελθεί αλλά δεν αναγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και απαιτήσεις οι οποίες αναγγέλθηκαν αλλά δεν ικανοποιήθηκαν ή κατά των οποίων ο οφειλέτης πρόβαλε ενστάσεις μπορούν να εγερθούν από τους πιστωτές κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν υπολογίζονται τόκοι και τόκοι υπερημερίας για την περίοδο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Εάν οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία οι οποίοι δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε με πρόθεση από παράνομη πράξη ή πληρωμής διατροφής για τέκνο ή γονέα, διαγράφονται.

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές δύνανται επίσης να εγείρουν απαιτήσεις οι οποίες γεννήθηκαν από ενοποιημένες υποχρεώσεις οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη. Απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και δεν μπορούσαν να αναγγελθούν στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν επίσης να εγερθούν κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, η περίοδος παραγραφής ξεκινά από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στον βαθμό που απαίτηση πιστωτή η οποία έγινε δεκτή στην πτωχευτική διαδικασία δεν ικανοποιήθηκε στην πτωχευτική διαδικασία, εκτελεστός τίτλος είναι η δικαστική απόφαση εκτός αν ο οφειλέτης έχει υποβάλει ένσταση κατά της απαίτησης ή αν το δικαστήριο έκανε δεκτή την απαίτηση του πιστωτή.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης

Εάν η διαδικασία αναδιοργάνωσης περατωθεί όταν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση σχεδίου αναδιοργάνωσης, πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης μόνο στον βαθμό που υπήρξε συμφωνία σχετικά με αυτήν στο σχέδιο αναδιοργάνωσης αλλά δεν εκπληρώθηκε σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί ή τερματιστεί πρόωρα, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά της επιχείρησης. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου μόνο στον βαθμό που υπήρξε συμφωνία σχετικά με αυτήν στο σχέδιο αλλά δεν εκπληρώθηκε. Εάν το σχέδιο ακυρωθεί, το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης του πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης αποκαθίσταται κατά του οφειλέτη στο αρχικό ποσό. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική διαδικασία

Εάν η αίτηση πτώχευσης γίνει δεκτή ή εάν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί με πτωχευτικό συμβιβασμό, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία. Αν το δικαστήριο απορρίψει αίτηση πτώχευσης πιστωτή ή αν η διαδικασία περατωθεί επειδή ο πιστωτής ανακαλέσει την αίτηση πτώχευσης, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας επιβαρύνει τον πιστωτή. Σε περίπτωση ματαίωσης της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο αποφασίζει για τον επιμερισμό των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας ανάλογα με τις συνθήκες.

Εάν διαδικασία που ξεκίνησε μετά από αίτηση του οφειλέτη περατωθεί με ματαίωση χωρίς να κηρυχθεί πτώχευση και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για τις απαιτούμενες πληρωμές, το δικαστήριο διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα που είναι επιλέξιμα για επιστροφή του προσωρινού συνδίκου, αλλά μπορεί να διατάξει την επιστροφή τους από κρατικούς πόρους. Κάθε επιστροφή της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού συνδίκου από κρατικούς πόρους δεν υπερβαίνει έναν ελάχιστο μηνιαίο μισθό (συμπεριλαμβανομένων των φόρων που προβλέπονται από τον νόμο, εκτός από τον φόρο προστιθέμενης αξίας). Το δικαστήριο δεν διατάσσει επιστροφή για την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου από κρατικούς πόρους εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτο πρόσωπο έχει καταθέσει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων που είναι επιλέξιμα για επιστροφή του προσωρινού συνδίκου στον λογαριασμό ο οποίος έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν.

Σε περίπτωση αίτησης αφερεγγυότητας που υποβάλλεται από ή κατά οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, εφαρμόζεται παρόμοια διαδικασία. Αντί για προσωρινό σύνδικο, διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης για το φυσικό πρόσωπο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Εάν ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση πρέπει να καταθέσει το ποσό που καθορίζεται από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αρχικής αμοιβής και των αρχικών εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης στον λογαριασμό που ορίζεται για τον σκοπό αυτόν. Αν η επιχείρηση δεν καταβάλει αυτό το ποσό, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης. Το ποσό της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης προς επιστροφή αποφασίζεται από το δικαστήριο μετά την απαλλαγή του συμβούλου αναδιοργάνωσης από τα καθήκοντά του ή την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης με βάση την έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες και τα έξοδα του συμβούλου αναδιοργάνωσης.

Αν το δικαστήριο ζητήσει τη συμβολή πραγματογνωμόνων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι πραγματογνώμονες έχουν δικαίωμα επιστροφής των αναγκαίων και δικαιολογημένων εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους και δικαίωμα αμοιβής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το ποσό της αμοιβής και των εξόδων που πρέπει να επιστραφούν στον πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το δικαστήριο. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής του πραγματογνώμονα, το δικαστήριο μπορεί επίσης να ακούσει την επιχείρηση.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τα έξοδα της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Τα διαδικαστικά έξοδα των πιστωτών επιβαρύνουν τους ίδιους τους πιστωτές. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον οφειλέτη να καταβάλει τα διαδικαστικά έξοδα των πιστωτών αν ο οφειλέτης υπέβαλε εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους ή αν ο οφειλέτης έγινε αιτία να υποβληθούν οι πιστωτές σε διαδικαστικά έξοδα υποβάλλοντας εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή υποβάλλοντας εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση ή ένσταση με διαφορετικό τρόπο. Αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους υλοποιηθεί, ο οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τα έξοδα της διαδικαστικής συνδρομής που παρασχέθηκε από το Δημόσιο. Εάν ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό που πρέπει να καταθέσει ο οφειλέτης ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που ορίζεται για τον σκοπό αυτόν. Εάν το δικαστήριο διορίσει πραγματογνώμονα, μπορεί επίσης να καθορίσει το ποσό που πρέπει να καταθέσει εκ των προτέρων ο οφειλέτης για την πληρωμή της αμοιβής και των εξόδων του πραγματογνώμονα.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πτωχευτική διαδικασία

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Το δικαστήριο ακυρώνει, μέσω διαδικασίας ανάκτησης, συναλλαγές ή άλλες δικαιοπραξίες του οφειλέτη οι οποίες συνάφθηκαν ή πραγματοποιήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και προκαλούν βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών. Εάν έχει συναφθεί συναλλαγή που υπόκειται σε ανάκτηση ή έχει πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία που υπόκειται σε ανάκτηση κατά το χρονικό διάστημα από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου ή επαγγελματία εμπιστοσύνης έως την κήρυξη της πτώχευσης, η συναλλαγή ή άλλη δικαιοπραξία θεωρείται ότι έχει βλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών.

Ο οφειλέτης, πιστωτής ή ο σύνδικος μπορεί να ζητήσουν από το δικαστήριο ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση είναι αντίθετη με τον νόμο ή λήφθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από τον νόμο ή αν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης προβλέπεται ρητώς από τον νόμο. Μπορεί επίσης να ζητηθεί ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση προκαλεί βλάβη στα κοινά συμφέροντα των πιστωτών.

Αν έχει ξεκινήσει διαδικασία για την απαλλαγή οφειλέτη ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο από τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος πιστωτή, να ακυρώσει τη δικαστική απόφαση που απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας εντός ενός έτους από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, εάν καταστεί προφανές ότι ο οφειλέτης έχει αθετήσει εκ προθέσεως τις υποχρεώσεις του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του και, με αυτόν τον τρόπο, έχει εμποδίσει ουσιαστικά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Αν ο οφειλέτης και οι πιστωτές συμφωνήσουν να συνάψουν πτωχευτικό συμβιβασμό μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό αν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή για ποινικό αδίκημα σε σχέση με διαδικασία εκτέλεσης ή αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του πτωχευτικού συμβιβασμού, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τους όρους του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η ακύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού έχει συνέπειες για όλους τους πιστωτές που συμμετείχαν στον συμβιβασμό και, συνεπώς, προστατεύει το σύνολο των πιστωτών.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης εάν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με διαδικασία εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το σχέδιο αναδιοργάνωσης σε σημαντικό βαθμό, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, βάσει αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης εάν δεν καταβληθεί η αμοιβή εποπτείας ή η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που αυτός ζητά για την άσκηση εποπτείας ή βάσει αίτησης της επιχείρησης ή εάν η επιχείρηση κηρυχθεί σε πτώχευση. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά της επιχείρησης, ενώ πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει αίτησης του οφειλέτη ή εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση ή εάν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει αυτού, ο οφειλέτης δεν έχει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει αντιμετωπίσει και η αναδιάρθρωση των απαιτήσεων των πιστωτών δεν είναι πλέον δίκαιη για τους πιστωτές λόγω ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων, εάν ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, έχει υποβάλει ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, ο οφειλέτης έχει πραγματοποιήσει πληρωμές σε πιστωτές που δεν αναφέρονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ζημιώνοντας έτσι τα συμφέροντα των άλλων πιστωτών σε σημαντικό βαθμό, ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκτέλεση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση της εποπτείας ή εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά του οφειλέτη. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 24/08/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.