Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση κροατικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Swipe to change

Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Κροατία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Η προπτωχευτική και η πτωχευτική διαδικασία στρέφονται κατά νομικών προσώπων καθώς και κατά των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδιώτη οφειλέτη, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Για τους σκοπούς του πτωχευτικού νόμου (Stečajni zakon - «SZ»), ιδιώτης οφειλέτης είναι ένα φυσικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος από αυτοαπασχόληση, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Zakon o porezu na dohodak) ή ένα φυσικό πρόσωπο που υπόκειται σε εταιρικό φόρο εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος εταιριών (Zakon o porezu na dobit).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

α) Η προπτωχευτική διαδικασία κινείται αν το δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται επαπειλούμενη αφερεγγυότητα, δηλαδή αν το δικαστήριο συναγάγει ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του κατά την ημερομηνία που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Επαπειλούμενη αφερεγγυότητα υφίσταται αν δεν έχουν ήδη ανακύψει οι περιστάσεις που καθιστούν αφερέγγυο τον οφειλέτη και αν:

− στο Μητρώο καταχώρισης των οικονομικών υποχρεώσεων κατά προτεραιότητα, το οποίο τηρείται από την Οικονομική Υπηρεσία (Financijska agencija), υπάρχουν καταχωρισμένες μια ή περισσότερες εκκρεμείς υποχρεώσεις του οφειλέτη με νόμιμη βάση πληρωμής, και οι οποίες θα έπρεπε να έχουν εισπραχθεί χωρίς την περαιτέρω έγκριση του οφειλέτη, από οποιονδήποτε λογαριασμό του, ή

− ο οφειλέτης είναι πλέον των 30 ημερών υπερήμερος ως προς την καταβολή των μισθών που οφείλονται στους εργαζόμενους σύμφωνα με μια σύμβαση εργασίας, τους κανονισμούς της εργατικής νομοθεσίας, μια συλλογική σύμβαση ή ειδικούς κανονισμούς ή άλλο έγγραφο που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζόμενων ή

− ο οφειλέτης δεν καταβάλει τις εισφορές και τους φόρους που οφείλονται για τους μισθούς της προηγούμενης υποπαραγράφου, μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που όφειλε να καταβάλει τους μισθούς στους εργαζόμενους.

β) Το δικαστήριο κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας αν κρίνει ότι υφίστανται οι λόγοι της πτώχευσης, δηλαδή η αφερεγγυότητα ή η υπερχρέωση.

Αφερεγγυότητα υφίσταται εάν ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τις εκκρεμείς οικονομικές του υποχρεώσεις σε συνεχή βάση. Η εκ μέρους του οφειλέτη ικανοποίηση των απαιτήσεων ορισμένων πιστωτών ή η δυνατότητα να τις ικανοποιήσει πλήρως ή μερικώς δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί φερέγγυος ο οφειλέτης.

Ο οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος:

− εάν, στο Μητρώο καταχώρισης των υποχρεώσεων κατά προτεραιότητα το οποίο τηρεί η Οικονομική Υπηρεσία, υπάρχουν καταχωρισμένες μια ή περισσότερες εκκρεμείς υποχρεώσεις του, ληξιπρόθεσμες πλέον των 60 ημερών, με νόμιμη βάση πληρωμής, και οι οποίες θα έπρεπε να έχουν εισπραχθεί, χωρίς την περαιτέρω έγκριση του οφειλέτη, από οποιονδήποτε λογαριασμό του

− εάν δεν έχει καταβάλει στους εργαζομένους του τρεις διαδοχικούς μισθούς που οφείλονται σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, τους κανονισμούς της εργατικής νομοθεσίας, συλλογική σύμβαση ή ειδικούς κανονισμούς ή άλλο έγγραφο που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζόμενων.

Υπερχρέωση υφίσταται αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη- νομικού προσώπου- πλέον δεν αρκούν για την κάλυψη των υφιστάμενων υποχρεώσεών του.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην πτώχευση, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που είχε στην κυριότητά του ο οφειλέτης κατά την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας και τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια αυτής. Οι δαπάνες της πτωχευτικής διαδικασίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών του οφειλέτη, και οι απαιτήσεις που έχουν εξασφαλιστεί με συγκεκριμένα δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη πληρώνονται από την πτωχευτική περιουσία.

H ελεύθερη χρήση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως νόμιμη εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη ή από τον ιδιώτη οφειλέτη μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, με εξαίρεση τη χρήση που διέπεται από τους γενικούς κανόνες για την τήρηση της αρχής της πίστης προς τα δημόσια μητρώα. Το αντάλλαγμα αποδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο από την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό συνέβαλε στην αύξηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Εάν ο ιδιώτης οφειλέτης έγινε δικαιούχος κληρονομίας ή κληροδοσίας πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, μόνον ο ίδιος δικαιούται να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία ή την κληροδοσία.

Εάν ο οφειλέτης συστήσει κοινή περιουσία ή άλλη έννομη σχέση ή κοινοπραξία με τρίτον, η διανομή των περιουσιακών στοιχείων διενεργείται εκτός του πλαισίου της πτωχευτικής διαδικασίας. Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σχέση μπορεί να ζητηθεί χωριστή ικανοποίηση από το μερίδιο του οφειλέτη.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

α) Προπτωχευτική διαδικασία – ο διορισμός του συνδίκου υπόκειται στα ίδια προαπαιτούμενα με αυτά του διορισμού εκκαθαριστή. Το δικαστήριο, αν το θεωρήσει αναγκαίο, διορίζει σύνδικο με την απόφασή του για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας. Τα καθήκοντα του συνδίκου παύουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που επικυρώνει την προπτωχευτική συμφωνία, κατά την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας ή με απόφαση των πιστωτών.

Στην προπτωχευτική διαδικασία ο σύνδικος οφείλει:

1. να εξετάζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη

2. να εξετάζει τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του οφειλέτη

3. να εξετάζει τη βασιμότητα των καταχωρισμένων απαιτήσεων

4. να προσβάλλει το κύρος απαιτήσεων εάν, βάσει των δηλώσεων των πιστωτών ή για άλλους λόγους, αμφιβάλλει για την εγκυρότητά τους

5. να επιβλέπει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, ιδίως τις οικονομικές του εργασίες, τη σύσταση υποχρεώσεων απέναντι σε τρίτους, την έκδοση μέσων ασφαλιστικής αποζημίωσης και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο της πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, διαφυλάττοντας ταυτόχρονα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη από οποιαδήποτε ζημία

6. να ασκεί αγωγές σε περίπτωση που ο οφειλέτης αθετεί τις διατάξεις του άρθρου 67 του SZ

7. να εκδίδει διαταγές και πιστοποιητικά δυνάμει των άρθρων 69 και 71 του SZ

8. να διασφαλίζει την έγκαιρη και πλήρη εξόφληση των δαπανών της προπτωχευτικής διαδικασίας

9. να διεξάγει τις λοιπές δραστηριότητες που προβλέπει ο SZ.

Από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας και έως την περάτωσή της, ο οφειλέτης μπορεί να πραγματοποιεί μόνο τις πληρωμές που είναι αναγκαίες για τις συνήθεις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Κατά το εν λόγω διάστημα, ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που είχαν ανακύψει και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας, παρά μόνον τις υποχρεώσεις καταβολής ακαθάριστων αμοιβών που υπέχει έναντι των νυν και πρώην εργαζομένων του βάσει σύμβασης εργασίας, αν οι απαιτήσεις είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες πριν από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, τις αποζημιώσεις απόλυσης έως το ποσό που ορίζει ο νόμος και οι συλλογικές συμβάσεις, τις απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος ή ασθένειας που προκλήθηκε από την εργασία και απαιτήσεις από μισθούς εργαζομένων προσαυξημένες κατά το ποσό των νόμιμων εισφορών και άλλα στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων, σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές συμβάσεις που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και κάθε άλλη πληρωμή που ορίζεται από ειδική νομοθεσία και είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη αυτής, ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία ή να συστήσει βάρος επ’ αυτών, παρά μόνον με την προηγούμενη έγκριση του συνδίκου ή του δικαστηρίου αν δεν έχει διοριστεί σύνδικος.

β) Πτωχευτική διαδικασία – ο σύνδικος της πτώχευσης επιλέγεται τυχαία από τον «A» κατάλογο συνδίκων της περιφέρειας του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Βάσει της εν λόγω επιλογής, το δικαστήριο διορίζει τον σύνδικο με την απόφασή του για την κήρυξη της έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Κατ’ εξαίρεση, εάν είχε διοριστεί σύνδικος στην προπτωχευτική διαδικασία που προηγήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας, ή είχε διοριστεί προσωρινός σύνδικος, το δικαστήριο διορίζει σύνδικο της πτώχευσης τον σύνδικο της προπτωχευτικής διαδικασίας ή τον προσωρινό σύνδικο.

Στον σύνδικο απονέμονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εταιρικών οργάνων του οφειλέτη, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Εάν ο οφειλέτης εξακολουθεί να διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 217 παράγραφος 2 του SZ, ο σύνδικος αναλαμβάνει τη διαχείρισή της.

Ο σύνδικος εκπροσωπεί τον οφειλέτη. Ο σύνδικος διαχειρίζεται μόνον τις δραστηριότητες του ιδιώτη οφειλέτη που αφορούν την πτωχευτική περιουσία και τον εκπροσωπεί ως ο νόμιμος εκπρόσωπός του.

Ο σύνδικος οφείλει να ενεργεί ευσυνείδητα και με μεθοδικότητα και ιδίως οφείλει

1. να τακτοποιήσει σε χρονολογική σειρά τα λογιστικά στοιχεία έως την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας

2. να συντάξει μια προκαταρκτική εκτίμηση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας και να την υποβάλει στην επιτροπή των πιστωτών προς έγκριση

3. να συστήσει επιτροπή για την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων

4. να συντάξει έναν αρχικό ισολογισμό των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

5. να διαχειριστεί με τη δέουσα επιμέλεια την περάτωση των εκκρεμών δραστηριοτήτων του οφειλέτη και τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για να διαφυλαχθούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη

6. να διασφαλίσει την εκτέλεση των απαιτήσεων του οφειλέτη

7. να διεξάγει με ευσυνειδησία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη που αναφέρονται στο άρθρο 217 παράγραφος 2 του SZ

8. να προσκομίσει στο Ασφαλιστικό Ίδρυμα Συνταξιοδότησης της Κροατίας τα έγγραφα που αφορούν το καθεστώς των δικαιούχων κατά το εργατικό δίκαιο

9. να ρευστοποιήσει ή να εισπράξει με τη δέουσα επιμέλεια τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα του οφειλέτη που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία

10. να προπαρασκευάσει τη διανομή προς τους πιστωτές και να την εκτελέσει έπειτα από έγκριση

11. να υποβάλει μια τελική οικονομική κατάσταση στην επιτροπή των πιστωτών

12. να πραγματοποιήσει μεταγενέστερες διανομές στους πιστωτές

13. μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας, να εκπροσωπεί την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον SZ.

Ο σύνδικος πρέπει να υποβάλλει γραπτές εκθέσεις για την πορεία της πτωχευτικής διαδικασίας και το υπόλοιπο αυτής, τουλάχιστον μια φορά ανά τρίμηνο και σε τυποποιημένη μορφή.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Εάν, κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής είχε νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα συμψηφισμού, αυτό δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, υφίστανται μια ή περισσότερες απαιτήσεις που υπόκεινται σε συμψηφισμό υπό αναβλητικό όρο ή δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή δεν θα εκτελεστούν με τον ίδιο τρόπο, ο συμψηφισμός θα πραγματοποιηθεί μετά την εκπλήρωση των αναγκαίων όρων. Δεν ισχύει για τον συμψηφισμό ο κανόνας που προβλέπει ότι οι εκκρεμείς απαιτήσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, και ότι οι μη χρηματικές απαιτήσεις ή οι απαιτήσεις μη καθορισμένου χρηματικού ποσού έχουν τη χρηματική αξία που τους αποδίδεται κατ’ εκτίμηση κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν η απαίτηση που θα συμψηφιζόταν καταστεί ανεπιφύλακτη και ληξιπρόθεσμη πριν να γίνει εφικτός ο συμψηφισμός, τότε ο συμψηφισμός αποκλείεται.

Ο συμψηφισμός δεν αποκλείεται για απαιτήσεις που εκφράζονται σε διαφορετικό νόμισμα ή για ομάδες λογαριασμών, με τον όρο ότι οι εν λόγω ισοτιμίες ή ομάδες λογαριασμών μπορούν ευχερώς να εκφραστούν σε συνάλλαγμα στον τόπο εκπλήρωσης της απαίτησης που υπόκειται σε συμψηφισμό. Η μετατροπή διεξάγεται σύμφωνα με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία στον τόπο του διακανονισμού κατά τον χρόνο παραλαβής της δήλωσης για τον συμψηφισμό.

Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος:

1. εάν η υποχρέωση του πιστωτή έναντι της πτωχευτικής περιουσίας προέκυψε μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

2. εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε στον πιστωτή από άλλον πιστωτή μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

3. εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση με εκχώρηση κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή αν η προπτωχευτική διαδικασία δεν είχε κινηθεί κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας και ο πιστωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης έχει καταστεί αφερέγγυος ή ότι έχει κατατεθεί αίτηση έναρξης της προπτωχευτικής ή της πτωχευτικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Κατά παρέκκλιση, ο συμψηφισμός επιτρέπεται εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε για την εκτέλεση μιας σύμβασης που δεν έχει εκτελεστεί ή αν το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης αναβίωσε μετά την επιτυχή προσβολή μιας δικαιοπραξίας του οφειλέτη.

4. εάν ο πιστωτής απέκτησε το δικαίωμα του συμψηφισμού με ακυρώσιμη δικαιοπραξία.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης και ο αντισυμβαλλόμενός του δεν έχουν εκτελέσει πλήρως ή εν μέρει μια αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί να εκτελέσει τη σύμβαση αντί του οφειλέτη και να απαιτήσει την εκτέλεση από τον αντισυμβαλλόμενο. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί να εκτελέσει τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εκτελέσει την απαίτησή του λόγω αθέτησης μόνον ως πτωχευτικός πιστωτής. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος καλέσει τον σύνδικο να υποβάλει παρατηρήσεις ως προς το δικαίωμα προαίρεσης, ο σύνδικος πρέπει αμέσως, και το αργότερο μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο με συστημένη επιστολή σχετικά με την πρόθεσή του να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή όχι. Κατά παρέκκλιση, εάν ο αντισυμβαλλόμενος θα υφίστατο σημαντική ζημία κατά τον χρόνο της εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς και έχει ενημερώσει σχετικά τον σύνδικο, ο τελευταίος οφείλει να γνωστοποιήσει στον αντισυμβαλλόμενο την πρόθεσή του να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή όχι, αποστέλλοντάς του συστημένη επιστολή μέσα σε οκτώ ημέρες. Διαφορετικά, ο σύνδικος δεν θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης.

Εάν οι υποχρεώσεις παροχής είναι διαιρετές, και ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκπληρώσει εν μέρει τις υποχρεώσεις παροχής του κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, τότε ο εν λόγω συμβαλλόμενος δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του στην αντιπαροχή που αναλογεί στη μερική παροχή ως πτωχευτικός πιστωτής, ακόμη κι αν ο σύνδικος απαίτησε την εκπλήρωση της εναπομένουσας ενοχής. Ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση της αξίας κατά την οποία αυξήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη με τη μερική παροχή του, λόγω μη εκτέλεσης του δικαιώματός του στην αντιπαροχή.

Εάν έχει εγγραφεί προσημείωση στο κτηματολόγιο για την εξασφάλιση της απαίτησης που αφορά την κτήση ή ανάκληση δικαιωμάτων σε ένα από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, ή σε ένα από τα δικαιώματα που έχουν συσταθεί υπέρ του οφειλέτη ή για την εξασφάλιση της απαίτησης για μια αλλαγή του αντικειμένου ή της προτεραιότητας του εν λόγω δικαιώματος, ο πιστωτής μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του ως πτωχευτικός πιστωτής. Το ίδιο ισχύει αν ο οφειλέτης είχε αναλάβει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση την οποία στη συνέχεια δεν εκπλήρωσε πλήρως ή εν μέρει. Η εν λόγω διάταξη ισχύει αναλογικά για τις εγγραφές προσημειώσεων στο νηολόγιο, το μητρώο πλοίων υπό ναυπήγηση ή το μητρώο αεροσκαφών.

Εάν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης πώλησε την ακίνητη περιουσία του με παρακράτηση κυριότητας και παρέδωσε το ακίνητο στην κατοχή του αγοραστή, ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης αγοραπωλησίας. Το ίδιο ισχύει εάν ο οφειλέτης ανέλαβε περαιτέρω υποχρεώσεις έναντι του αγοραστή τις οποίες δεν εκπλήρωσε πλήρως ή τις οποίες εκπλήρωσε μόνον εν μέρει. Εάν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης αγόρασε ένα ακίνητο με παρακράτηση κυριότητας και ο πωλητής το παρέδωσε στην κατοχή του, ο σύνδικος έχει το δικαίωμα προαίρεσης του άρθρου 181 του SZ.

Η μίσθωση και η εκμίσθωση ακινήτων ή εγκαταστάσεων δεν λύονται με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει για τις μισθωτικές σχέσεις που είχε συνάψει ο οφειλέτης ως εκμισθωτής ως προς πράγματα τα οποία μεταβιβάστηκαν για ασφαλιστικούς σκοπούς σε τρίτον ο οποίος χρηματοδότησε την αγορά ή παραγωγή τους. Τα δικαιώματα που αφορούν το διάστημα πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και η ζημία που προέκυψε από την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, μπορεί να ασκηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο μόνο με την ιδιότητα του πτωχευτικού πιστωτή.

Ο σύνδικος μπορεί να ακυρώσει τις μισθωτικές συμβάσεις επί ακινήτων ή εγκαταστάσεων που έχει συνάψει ο οφειλέτης ως μισθωτής χωρίς να λάβει υπόψη τη συμβατική διάρκεια, με την επιφύλαξη όμως της νόμιμης προθεσμίας ειδοποίησης. Εάν ο σύνδικος κηρύξει την ακύρωση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, ως πτωχευτικός πιστωτής. Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν είχε αποκτήσει κατοχή επί του ακινήτου ή των εγκαταστάσεων, ο σύνδικος και ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Εάν ο σύνδικος υπαναχωρήσει, ο αντισυμβαλλόμενος, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για ζημίες από την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, ως πτωχευτικός πιστωτής. Κάθε συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο για την πρόθεσή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή όχι, με αίτημα του αντισυμβαλλόμενου και μέσα σε 15 ημέρες από αυτό. Διαφορετικά, ο συμβαλλόμενος χάνει το δικαίωμά του σε υπαναχώρηση.

Οι τυχόν απαιτήσεις του οφειλέτη, ως εκμισθωτή του ακινήτου ή των εγκαταστάσεων πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, από μισθωτικές συμβάσεις που αφορούν μελλοντικό χρόνο, παράγουν έννομα αποτελέσματα στο μέτρο που αφορούν τη μίσθωση ή την εκμίσθωση, για τον τρέχοντα ημερολογιακό μήνα κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν η πτωχευτική διαδικασία κινηθεί μετά τη δέκατη πέμπτη ημέρα του μήνα, η ύπαρξη των απαιτήσεων επίσης παράγει έννομα αποτελέσματα τον επόμενο ημερολογιακό μήνα και αφορά ειδικά την καταβολή των μισθωμάτων. Οι απαιτήσεις από την αναγκαστική εκτέλεση εξομοιώνονται με συμβατικές απαιτήσεις.

Ο σύνδικος μπορεί, για λογαριασμό του οφειλέτη ως εκμισθωτή να ακυρώσει τη μισθωτική σχέση μέσα στη νόμιμη προθεσμία ειδοποίησης, ανεξάρτητα από τη συμβατική προθεσμία.

Εάν ο σύνδικος ανέλαβε από τρίτο το ακίνητο ή τις εγκαταστάσεις που είχε εκμισθώσει ο οφειλέτης και υπεισήλθε έτσι στη μισθωτική σύμβαση αντί του οφειλέτη, ο εν λόγω τρίτος μπορεί να ακυρώσει τη σύμβαση μέσα σε μια νόμιμα καθορισμένη προθεσμία ειδοποίησης.

Εάν ο οφειλέτης είναι ο μισθωτής, ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να ακυρώσει τη μισθωτική σύμβαση μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας:

1. λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του μισθώματος πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

2. λόγω επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη.

Η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας δεν συνεπάγεται την λύση των συμβάσεων εργασίας ή παροχής υπηρεσιών με τον οφειλέτη. Η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας αποτελεί ειδικό δικαιολογητικό λόγο της ακύρωσης της σύμβασης εργασίας. Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος μπορεί για λογαριασμό του εργοδότη και του εργαζόμενου, να ακυρώσει τη σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από τη συμβατική διάρκεια ισχύος και τις νόμιμες ή συμβατικές διατάξεις για την προστασία των εργαζόμενων. Η προθεσμία ειδοποίησης είναι ένας μήνας, εκτός αν ο νόμος ορίζει συντομότερη προθεσμία. Εάν οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι η λύση της σύμβασης εργασίας τους δεν είναι σύμφωνη με τον νόμο, μπορεί να διεκδικήσουν την προστασία των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (Zakon o radu).

Ο σύνδικος μπορεί, με την έγκριση του δικαστηρίου, να συνάψει νέες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπουν οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με σκοπό την ολοκλήρωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που έχουν ήδη ξεκινήσει και την αποτροπή πιθανής ζημίας. Ο σύνδικος προσδιορίζει τους μισθούς και τις λοιπές παροχές από την εργασία, βασιζόμενος στη δικαστική έγκριση και σύμφωνα με τον νόμο και τη συλλογική σύμβαση. Οι μισθοί και οι παροχές από την εργασία που έγιναν απαιτητές από τους εργαζόμενους μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ικανοποιούνται ως υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας.

Το δικαίωμα συμμετοχής του εργαζόμενου παύει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Οι συμφωνίες με το συμβούλιο των εργαζόμενων δεν δεσμεύουν τον σύνδικο.

Οι εντολές του οφειλέτη ως προς τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία παύουν να ισχύουν κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν ο εντολοδόχος δεν γνώριζε ότι έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του και συνέχισε τις δραστηριότητές του, η εντολή θεωρείται ότι παραμένει σε ισχύ. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου ως προς τις εν λόγω συνεχιζόμενες δραστηριότητες ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πτωχευτικού πιστωτή. Για τον σκοπό της αποκατάστασης της ζημίας, ο εντολοδόχος πρέπει να συνεχίσει να διεξάγει τις δραστηριότητές του μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας έως ότου τις αναλάβει ο σύνδικος. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πιστωτή από την πτωχευτική περιουσία.

Οι προσφορές προς ή από τον οφειλέτη παύουν να ισχύουν κατά την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν είχαν γίνει αποδεκτές πριν από την εν λόγω ημέρα.

Ως προς τις συμβάσεις εργασίας με τις οποίες ένα πρόσωπο ανέλαβε την παροχή ορισμένων υπηρεσιών για λογαριασμό του οφειλέτη και ως προς την εξουσία του οφειλέτη να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που εντάσσονται στην πτωχευτική περιουσία, αν η εν λόγω εξουσία παύσει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο εντολοδόχος πρέπει, για τον σκοπό της αποκατάστασης της ζημίας, να συνεχίσει τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων ακόμη και μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, έως ότου ο σύνδικος αναλάβει τη διεξαγωγή τους. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου, που απορρέουν από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πιστωτή από την πτωχευτική περιουσία.

Οι συμβατικές διατάξεις που εκ των προτέρων αποκλείουν ή περιορίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του SZ δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

α) Προπτωχευτική διαδικασία – από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την περάτωσή της δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και η κίνηση διοικητικής διαδικασίας ή ασφαλιστικών μέτρων κατά του οφειλέτη. Οποιαδήποτε τέτοια εκκρεμής διαδικασία αναστέλλεται κατά την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία που έχει ανασταλεί θα συνεχιστεί με πρόταση των πιστωτών:

- έπειτα από τη σύναψη μιας προπτωχευτικής συμφωνίας – ως προς τις απαιτήσεις ή το μέρος των απαιτήσεων που είχαν προσβληθεί στην προπτωχευτική διαδικασία

- έπειτα από μια αμετάκλητη απόφαση που παύει την προπτωχευτική διαδικασία.

Οι εν λόγω διατάξεις δεν ισχύουν στη διαδικασία που δεν θίγεται από την προπτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία που κινείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων οι οποίες ανέκυψαν μετά την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας.

Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου στην οποία διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας λόγω της έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, και μεταγενέστερα εκδόθηκε μια αμετάκλητη απόφαση επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας που κάλυπτε την απαίτηση του πιστωτή, θα συνεχιστεί και το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ή θα διακόψει την αναγκαστική εκτέλεση ή τα ασφαλιστικά μέτρα, εκτός αν αφορούν τις απαιτήσεις ή μέρος των απαιτήσεων που προσβλήθηκαν στην προπτωχευτική διαδικασία.

β) Πτωχευτική διαδικασία – μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι ατομικοί δανειστές δεν μπορούν να αναζητήσουν την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την εξασφάλιση σε βάρος του οφειλέτη κατά των περιουσιακών τους στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία ή λοιπών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Οι μη πτωχευτικοί πιστωτές δεν δικαιούνται να ζητήσουν την εκτέλεση ή την εξασφάλιση έναντι μελλοντικών απαιτήσεων των ιδιωτών οφειλετών από την εργασιακή τους σχέση ή άλλη υπηρεσία, ή των δικών τους απαιτήσεων από αυτή τη βάση στην πτωχευτική διαδικασία, εκτός από την αναγκαστική εκτέλεση ή την εξασφάλιση για την ικανοποίηση των απαιτήσεων διατροφής και άλλων απαιτήσεων που μπορεί να ικανοποιηθούν από το τμήμα της αμοιβής του οφειλέτη για την εργασία του, από το οποίο δεν μπορεί να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις άλλων πιστωτών. Οι εν λόγω διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ασφαλιστικών μέτρων που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας διακόπτονται. Αν οι εν λόγω διαδικασίες συνεχιστούν, το δικαστήριο της εκτέλεσης διακόπτει τη διαδικασία.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές που δικαιούνται να ζητήσουν την εξαίρεση τμημάτων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από την πτωχευτική περιουσία (izlučni vjerovnici) μπορεί, για τον σκοπό της άσκησης των δικαιωμάτων τους, να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση και να ασκήσουν ασφαλιστικά μέτρα κατά του οφειλέτη, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναγκαστική εκτέλεση και η διαδικασία έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν κινήσει οι πιστωτές πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας θα συνεχιστούν και θα εκτελεστούν από το δικαστήριο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τους κανόνες της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές με δικαίωμα να ζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) δεν έχουν το δικαίωμα να κινήσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή των ασφαλιστικών μέτρων. Η αναγκαστική εκτέλεση και τα ασφαλιστικά μέτρα, που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, αναστέλλονται. Οι διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης και των ασφαλιστικών μέτρων που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της πτωχευτικής διαδικασίας, με εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τη ρευστοποίηση των στοιχείων επί των οποίων υφίσταται δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης στην πτωχευτική διαδικασία.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, η καταχώριση σε δημόσιο μητρώο επιτρέπεται αν οι προϋποθέσεις της καταχώρισης είχαν εκπληρωθεί πριν από την επέλευση των έννομων επιπτώσεων της έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κατά τους έξι μήνες μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν επιτρέπεται η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από την πτωχευτική περιουσία που δεν βασίζονται σε δικαιοπραξίες του συνδίκου.

Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για:

1. υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας που απορρέουν από αμφοτεροβαρή σύμβαση της οποίας την εκτέλεση ανέλαβε ο σύνδικος

2. υποχρεώσεις που απορρέουν από μια μόνιμη συμβατική σχέση μετά την παρέλευση της πρώτης προθεσμίας κατά την οποία ο σύνδικος θα έπρεπε να έχει ακυρώσει τη σύμβαση

3. υποχρεώσεις που απορρέουν από μια μόνιμη συμβατική σχέση, εάν ο σύνδικος έχει λάβει αντάλλαγμα υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

α) Προπτωχευτική διαδικασία - δεν μπορεί να ασκηθεί αγωγή κατά του οφειλέτη, από την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την περάτωσή της. Κάθε τέτοια εκκρεμής διαδικασία αναστέλλεται κατά την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία που έχει ανασταλεί συνεχίζεται με πρόταση του πιστωτή:

- έπειτα από τη σύναψη μιας προπτωχευτικής συμφωνίας – ως προς τις απαιτήσεις ή το μέρος των απαιτήσεων που είχαν προσβληθεί στην προπτωχευτική διαδικασία

- έπειτα από μια αμετάκλητη απόφαση που παύει την προπτωχευτική διαδικασία.

Οι εν λόγω διατάξεις δεν ισχύουν στη διαδικασία που δεν θίγεται από την προπτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που ανέκυψαν μετά την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας.

Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου στην οποία διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας λόγω της έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, και μεταγενέστερα εκδόθηκε μια αμετάκλητη απόφαση επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας που κάλυπτε την απαίτηση του πιστωτή, θα συνεχιστεί και το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ή θα διακόψει την αναγκαστική εκτέλεση ή τα ασφαλιστικά μέτρα, εκτός αν αφορούν τις απαιτήσεις ή μέρος των απαιτήσεων που προσβλήθηκαν στην προπτωχευτική διαδικασία.

β) Πτωχευτική διαδικασία - ο σύνδικος θα αναλάβει τις αγωγές, και τις δίκες της διαιτησίας, που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη. Οι αγωγές που αφορούν αναγγελθείσες απαιτήσεις στην πτωχευτική διαδικασία δεν μπορούν να συνεχιστούν έως ότου ελεγχθούν στη διαδικασία εξελέγξεως.

Ο σύνδικος αναλαμβάνει στο όνομά του τις αγωγές κατά του οφειλέτη που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, σε περίπτωση που αφορούν:

1. την εξαίρεση περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία

2. τη χωριστή ικανοποίηση

3. τις υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

α) Προπτωχευτική διαδικασία - πιστωτές του οφειλέτη στην προπτωχευτική διαδικασία είναι τα πρόσωπα που, κατά τον χρόνο έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, έχουν χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη. Οι κανόνες του SZ που διέπουν το δικαίωμα ψήφου στον πτωχευτικό συμβιβασμό εφαρμόζονται αναλογικά στο δικαίωμα ψήφου των πιστωτών επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Οι πιστωτές ψηφίζουν γραπτώς με χρήση του πρότυπου ψηφοδελτίου. Το ψηφοδέλτιο πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο το αργότερο με την έναρξη της συνέλευσης της ψηφοφορίας και πρέπει να υπογραφεί και να επικυρωθεί από ένα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Εάν κατά την έναρξη της εν λόγω συνέλευσης, οι πιστωτές δεν καταθέσουν το ψηφοδέλτιο ή καταθέσουν ένα ψηφοδέλτιο από το οποίο δεν μπορεί να προκύψει σαφώς ο τρόπος που ψήφισαν, θεωρείται ότι έχουν ψηφίσει κατά του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Οι πιστωτές που παρίστανται στη συνέλευση ψηφίζουν με χρήση του πρότυπου ψηφοδελτίου. Εάν οι πιστωτές με δικαίωμα ψήφου δεν ψηφίσουν στην εν λόγω συνέλευση, θεωρείται ότι έχουν ψηφίσει κατά του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Κάθε ομάδα πιστωτών με δικαίωμα ψήφου, ψηφίζει χωριστά επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Οι κανόνες που διέπουν την κατάταξη των συμμετεχόντων στον πτωχευτικό συμβιβασμό ισχύουν αναλογικά στην κατάταξη των πιστωτών στην προπτωχευτική διαδικασία.

Οι πιστωτές θεωρείται ότι έχουν αποδεχθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης εάν η πλειοψηφία των πιστωτών το υπερψήφισε και αν σε κάθε ομάδα, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που ψήφισαν υπέρ του σχεδίου είναι τουλάχιστον το διπλάσιο από το ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που το καταψήφισαν.

Οι πιστωτές με κοινό δικαίωμα ή των οποίων τα δικαιώματα συνιστούσαν έναν ενιαίο δικαίωμα έως τον χρόνο που ανέκυψαν οι λόγοι κήρυξης της προπτωχευτικής διαδικασίας υπολογίζονται ως ένας πιστωτής στην ψηφοφορία. Αντίστοιχα αντιμετωπίζονται οι δικαιούχοι αυτοτελών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επικαρπίας αντιμετωπίζονται.

β) Πτωχευτική διαδικασία - επιτροπή πιστωτών – το δικαστήριο μπορεί, πριν από την πρώτη συνέλευση των πιστωτών και για την προστασία των συμφερόντων τους, να συστήσει επιτροπή πιστωτών και να διορίσει τα μέλη της.

Στην επιτροπή των πιστωτών πρέπει να εκπροσωπούνται τόσο οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις όσο και οι πιστωτές με μικρές απαιτήσεις. Επίσης, στην επιτροπή των πιστωτών πρέπει να εκπροσωπείται ένας εκπρόσωπος των πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη, εκτός αν οι εν λόγω εργαζόμενοι συμμετέχουν στη διαδικασία ως πιστωτές με ασήμαντες απαιτήσεις.

Μέλη της επιτροπής των πιστωτών μπορεί να διοριστούν οι πιστωτές με δικαίωμα να ζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) και τα πρόσωπα που δεν είναι πιστωτές αλλά μπορεί να συνεισφέρουν στο έργο της επιτροπής με την τεχνογνωσία τους.

Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να απαρτίζεται από μονό αριθμό μελών, εννέα το ανώτερο. Εάν οι πιστωτές είναι λιγότεροι από πέντε, απονέμονται σε όλους οι εξουσίες της επιτροπής των πιστωτών.

Εάν κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως, οι αναγνωρισμένες απαιτήσεις των πιστωτών έχουν προσδιοριστεί σε αξία άνω των 50 εκατομμυρίων HRK (κούνες Κροατίας) και ο οφειλέτης κατά την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας διαθέτει συμβάσεις εργασίας με περισσότερους από 20 εργαζόμενους σε ισχύ, το δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιτρέψει στους πιστωτές να αποφασίσουν τη σύσταση μιας επιτροπής πιστωτών.

Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να επιβλέπει τον σύνδικο και να τον επικουρεί στη διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και να επιτηρεί τις δραστηριότητες δυνάμει του άρθρου 217 του SZ, να εξετάζει τα βιβλία και τα λοιπά στοιχεία που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα, και να διατάσσει την επαλήθευση του κύκλου εργασιών και του ποσού των ταμειακών διαθεσίμων. Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να επιτρέψει στα επιμέρους μέλη της επιτροπής να διεξάγουν επιμέρους δραστηριότητες που εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της.

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η επιτροπή των πιστωτών ιδίως:

1. εξετάζει τις εκθέσεις του συνδίκου για την πορεία της πτωχευτικής διαδικασίας και την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας

2. επανεξετάζει τα εμπορικά βιβλία και το σύνολο των δικαιολογητικών εγγράφων που παραδόθηκαν στον σύνδικο

3. προβάλλει ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά των πράξεων του συνδίκου

4. εγκρίνει την εκτίμηση κόστους για την πτωχευτική διαδικασία

5. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με αίτημα του δικαστηρίου

6. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για τη συνέχιση των επιχειρηματικών εργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη ή τις δραστηριότητες του συνδίκου, με αίτημα του δικαστηρίου

7. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για την αναγνώριση των δικαιολογημένων ζημιών που περιλήφθηκαν στην απογραφή των περιουσιακών στοιχείων, με αίτημα του δικαστηρίου

(3) Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να ενημερώσει τους πιστωτές για την πορεία της διαδικασίας και την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας.

Συνέλευση πιστωτών

Το δικαστήριο συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές, όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές με δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης, ο σύνδικος και ο ιδιώτης οφειλέτης.

Κατά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία, η συνέλευση των πιστωτών έχει δικαίωμα:

1. να συστήσει μια επιτροπή πιστωτών, αν αυτή δεν έχει ήδη συσταθεί, ή να μεταβάλει τη σύνθεσή της ή να την αποδεσμεύσει από τα καθήκοντά της

2. να διορίσει νέο εκκαθαριστή

3. να αποφασίσει τη συνέχιση ή τη διακοπή των δραστηριοτήτων του οφειλέτη και τον τρόπο και τους όρους εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

4. να διατάξει τον σύνδικο να καταρτίσει έναν πτωχευτικό συμβιβασμό

5. να λάβει οποιαδήποτε απόφαση εμπίπτει στην αρμοδιότητα της επιτροπής των πιστωτών

6. να αποφασίσει για άλλα ζητήματα που είναι συναφή για την εφαρμογή και την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τον SZ.

Η συνέλευση των πιστωτών έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον σύνδικο να υποβάλει γνωστοποιήσεις και εκθέσεις για την κατάσταση της επιχείρησης και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Εάν δεν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών, η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να διατάξει την επαλήθευση του κύκλου εργασιών και ταμειακών διαθεσίμων που διαχειρίζεται ο σύνδικος.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο παύουν και μεταβιβάζονται στον σύνδικο. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα ενός ιδιώτη οφειλέτη για τη διαχείριση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζονται στον σύνδικο.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος πρέπει αμέσως να αναλάβει την κατοχή και τη διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος μπορεί, βάσει ενός εκτελεστού τίτλου που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του οφειλέτη και να ορίσει μέτρα για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής.

Ο σύνδικος μπορεί, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τους τρίτους που έχουν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία να τα παραδώσουν. Μαζί με το εν λόγω αίτημα, ο σύνδικος πρέπει να προσκομίσει ένα έγγραφο που να αποδεικνύει την κυριότητα επί των περιουσιακών στοιχείων. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί της αίτησης του συνδίκου αφού εξετάσει τα πρόσωπα που κατέχουν περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

O σύνδικος συντάσσει κατάλογο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Για τη σύνταξη του εν λόγω καταλόγου, ο ιδιώτης οφειλέτης και τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη πρέπει να συνεργαστούν με τον σύνδικο. Ο σύνδικος πρέπει να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες από τα παραπάνω πρόσωπα εκτός αν αυτό θα προκαλούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διαδικασία.

Ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα του συνόλου των πιστωτών του οφειλέτη οι οποίοι προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα επιχειρηματικά έγγραφα, από άλλα στοιχεία που έδωσε ο οφειλέτης, από αναγγελίες απαιτήσεων ή άλλως.

Ο σύνδικος συντάσσει μια αναλυτική επισκόπηση, ως προς τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, στην οποία παραθέτει και συγκρίνει τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και την εκτίμησή τους.

Η απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, ο πίνακας των πιστωτών και η επισκόπηση των περιουσιακών στοιχείων και του παθητικού πρέπει να προσκομιστούν στη γραμματεία του δικαστηρίου το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από τη διαδικασία εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Η υποχρέωση του οφειλέτη να τηρεί εμπορικά βιβλία και να υποβάλλει οικονομικές εκθέσεις, σύμφωνα με το εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία.

Ο σύνδικος πρέπει, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να προσκομίσει στο δικαστήριο μια έκθεση για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τους λόγους αυτής, που θα δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων (e-Oglasna ploča suda) το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, ο σύνδικος πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό δεν αντίκειται στην απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών.

Ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της πτώχευσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο παύουν και μεταβιβάζονται στον σύνδικο. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα ενός ιδιώτη οφειλέτη για τη διαχείριση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζονται στον σύνδικο.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος πρέπει αμέσως να αναλάβει την κατοχή και τη διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος μπορεί, βάσει ενός εκτελεστού τίτλου που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του οφειλέτη και να ορίσει μέτρα για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής.

Ο σύνδικος μπορεί, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τους τρίτους που έχουν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία να τα παραδώσουν. Μαζί με το εν λόγω αίτημα, ο σύνδικος πρέπει να προσκομίσει ένα έγγραφο που να αποδεικνύει την κυριότητα επί των περιουσιακών στοιχείων. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί της αίτησης του συνδίκου αφού εξετάσει τα πρόσωπα που κατέχουν περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος συντάσσει κατάλογο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Για τη σύνταξη του εν λόγω καταλόγου, ο ιδιώτης οφειλέτης και τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη πρέπει να συνεργαστούν με τον σύνδικο. Ο σύνδικος πρέπει να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες από τα παραπάνω πρόσωπα, εκτός αν αυτό θα προκαλούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διαδικασία.

Ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα του συνόλου των πιστωτών του οφειλέτη οι οποίοι προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα επιχειρηματικά έγγραφα, από άλλα στοιχεία που έδωσε ο οφειλέτης, από αναγγελίες απαιτήσεων ή άλλως.

Ο σύνδικος συντάσσει μια αναλυτική επισκόπηση, ως προς τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, στην οποία παραθέτει και συγκρίνει τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και την εκτίμησή τους.

Η απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, ο πίνακας των πιστωτών και η επισκόπηση των περιουσιακών στοιχείων και του παθητικού πρέπει να προσκομιστούν στη γραμματεία του δικαστηρίου το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από τη διαδικασία εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Η υποχρέωση του οφειλέτη να τηρεί εμπορικά βιβλία και να υποβάλλει οικονομικές εκθέσεις, σύμφωνα με το εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία.

Ο σύνδικος πρέπει, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να προσκομίσει στο δικαστήριο μια έκθεση για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τους λόγους αυτής, που θα δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων (e-Oglasna ploča suda) το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό δεν αντίκειται στην απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών.

Ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της πτώχευσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

α) Προπτωχευτική διαδικασία – οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στο αρμόδιο τμήμα της Οικονομικής Υπηρεσίας σε ένα πρότυπο έντυπο που συνοδεύεται από τα αντίγραφα των εγγράφων που στηρίζουν ή αποδεικνύουν την απαίτηση.

Το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση (Ministarstvo financija – Porezna uprava) μπορεί να αναγγείλει απαιτήσεις από φόρους, πρόσθετους φόρους, εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης που κατά νόμο καταβάλλονται από εισοδήματα και μισθούς, καθώς και κάθε άλλη απαίτηση που δικαιούται να εισπράξει βάσει ειδικών κανονισμών, εκτός από τις απαιτήσεις από τον φόρο και τον πρόσθετο φόρο που επιβάλλεται στο εισόδημα από την απασχόληση και τις εισφορές από το βασικό ποσό για τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στο πλαίσιο μιας εργασιακής σχέσης.

Στην προπτωχευτική διαδικασία, οι νυν και πρώην εργαζόμενοι του οφειλέτη και το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούν να αναγγείλουν απαιτήσεις από εργασιακή σχέση, από την αποζημίωση απόλυσης έως το ποσό που ορίζει ο νόμος ή μια συλλογική σύμβαση και από απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ζημίας από εργατικό ατύχημα ή ασθένεια που προκλήθηκε από την εργασία οι εν λόγω απαιτήσεις δεν υπόκεινται στην προπτωχευτική διαδικασία. Εάν ο αιτών δεν δήλωσε τις εν λόγω απαιτήσεις στην αίτηση για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας ή τις δήλωσε εσφαλμένα, οι νυν και πρώην εργαζόμενοι του οφειλέτη και το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση έχουν το δικαίωμα να προβάλουν ένσταση.

Στην αναγγελία των απαιτήσεων, οι πιστωτές με δικαίωμα να αναζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) πρέπει να παράσχουν πληροφορίες για τα δικαιώματά τους, τη νομική βάση για τη χωριστή ικανοποίηση, το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για το οποίο ισχύει το δικαίωμα της χωριστής ικανοποίησης και να δηλώσουν αν θα παραιτηθούν από το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης ή όχι.

Στην αναγγελία των απαιτήσεων, οι πιστωτές που δικαιούνται να ζητήσουν την εξαίρεση μέρους των περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία (izlučni vjerovnici) πρέπει να παράσχουν πληροφορίες για τα δικαιώματά τους, τη νομική βάση για το δικαίωμα εξαίρεσης και το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για το οποίο ισχύει το δικαίωμα εξαίρεσης.

Στην αναγγελία τους, και οι δύο αυτές ομάδες πιστωτών (razlučni vjerovnici και izlučni vjerovnici) πρέπει να συντάξουν μια δήλωση με την οποία θα συναινούν ή θα αντιτίθενται στην αναστολή της ικανοποίησης από τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση ή την αναστολή του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων εφαρμόζεται το δικαίωμα εξαίρεσης, για τους σκοπούς της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Η προπτωχευτική συμφωνία δεν πρέπει να θίγει το δικαίωμα των πιστωτών για χωριστή ικανοποίηση των απαιτήσεων για τις οποίες ισχύει το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης, εκτός αν άλλως ορίζει η εν λόγω συμφωνία. Εάν η προπτωχευτική συμφωνία άλλως ορίζει ρητά, πρέπει να προσδιορίζεται το μέρος των δικαιωμάτων των εν λόγω πιστωτών που θα μειωθεί, το διάστημα για το οποίο θα αναβληθεί η ικανοποίηση και ποιες άλλες διατάξεις τις προπτωχευτικής διαδικασίας ισχύουν για τα εν λόγω δικαιώματα.

Η απαίτηση του πιστωτή που δεν αναγγέλθηκε αλλά περιλήφθηκε στην αίτηση έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας θεωρείται αναγγελθείσα.

Ο οφειλέτης και ο σύνδικος, εάν έχει διοριστεί, πρέπει να γνωστοποιήσουν τη θέση τους αναφορικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Η εν λόγω δήλωση υποβάλλεται στο αρμόδιο τμήμα της Οικονομικής Υπηρεσίας με χρήση ενός πρότυπου εντύπου, που περιέχει τα παρακάτω στοιχεία για κάθε απαίτηση:

1. τον αριθμό της απαίτησης από τον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί

2. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας των πιστωτών

3. το ποσό της αναγγελθείσας απαίτησης

4. τη δήλωση του οφειλέτη και του συνδίκου, εάν έχει διοριστεί, με την οποία γίνεται δεκτή ή προσβάλλεται η απαίτηση

5. το προσβαλλόμενο ποσό της απαίτησης

6. τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εικονικότητα της προσβαλλόμενης απαίτησης ή μέρους της απαίτησης.

Με την παρέλευση της προθεσμίας για τη δήλωση της θέσης τους ως προς τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, ο οφειλέτης και ο σύνδικος, εάν έχει διοριστεί, δεν μπορούν πλέον να αντιταχθούν στις απαιτήσεις που έχουν κάνει δεκτές.

Ένας πιστωτής μπορεί να προσβάλει την απαίτηση που έχει αναγγείλει άλλος πιστωτής.

Η ένσταση κατά της απαίτησης ασκείται γραπτώς ενώπιον του αρμόδιου τμήματος της Οικονομικής Υπηρεσίας με χρήση ενός πρότυπου εντύπου που πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

1. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας του πιστωτή που προσβάλλει την απαίτηση

2. τον αριθμό καταχώρισης της προσβαλλόμενης απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί

3. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας του πιστωτή που ανήγγειλε την προσβαλλόμενη απαίτηση

4. το ποσό της προσβαλλόμενης απαίτησης που αναγγέλθηκε

5. τη δήλωση του πιστωτή που προσβάλλει την απαίτηση

6. το προσβαλλόμενο ποσό της απαίτησης

7. τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εικονικότητα της προσβαλλόμενης απαίτησης ή μέρους της απαίτησης.

Η Οικονομική Υπηρεσία συντάσσει έναν πίνακα με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις και έναν πίνακα με τις προσβαλλόμενες απαιτήσεις με χρήση πρότυπων εντύπων.

β) Πτωχευτική διαδικασία – οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με χρήση ενός πρότυπου εντύπου σε διπλότυπο, το οποίο συνοδεύεται από αντίγραφα των εγγράφων που στηρίζουν ή αποδεικνύουν την απαίτηση.

Ο σύνδικος θα συντάξει έναν πίνακα με το σύνολο των απαιτήσεων των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη έως την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι οποίες πρέπει να δηλωθούν σε ακαθάριστα και καθαρά ποσά δύο αντίγραφα της αναγγελίας των απαιτήσεων πρέπει να υποβληθούν προς υπογραφή.

Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης αναγγέλλονται μόνον κατόπιν ειδικής πρόσκλησης του δικαστηρίου. Στην αναγγελία των εν λόγω απαιτήσεων θα πρέπει να αναγράφεται ότι οι απαιτήσεις έχουν μειωμένη εξασφάλιση και η σειρά κατάταξης που δικαιούται να λάβει ο πιστωτής.

Οι πιστωτές που έχουν δικαίωμα να ζητήσουν εξαίρεση (izlučni vjerovnici) πρέπει να ενημερώσουν τον σύνδικο για το δικαίωμά τους να ζητήσουν εξαίρεση και τη νομική βάση αυτού, και να υποδείξουν τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το εν λόγω δικαίωμα ή να υποδείξουν στη γνωστοποίησή τους το δικαίωμά τους σε αποζημίωση για το δικαίωμα εξαίρεσης.

Οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) πρέπει να ενημερώσουν τον σύνδικο για το δικαίωμά τους σε χωριστή ικανοποίηση και τη νομική βάση του εν λόγω δικαιώματος και να υποδείξουν τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το εν λόγω δικαίωμα. Εάν οι εν λόγω πιστωτές επίσης αναγγείλουν μια απαίτηση ως πτωχευτικοί πιστωτές, πρέπει να υποδείξουν στην αναγγελία τους το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος στο οποίο εφαρμόζεται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση και το ποσό που προβλέπεται ότι δεν θα ικανοποιηθεί από το εν λόγω δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης.

Οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση και δεν ενημερώνουν σχετικά τον σύνδικο για το εν λόγω δικαίωμα δεν στερούνται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση. Κατ’ εξαίρεση, οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση στερούνται το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης και διεκδίκησης αποζημίωσης λόγω ζημίας ή άλλης αποζημίωσης από τον οφειλέτη ή πιστωτή αν το αντικείμενο του εν λόγω δικαιώματος ρευστοποιήθηκε στην πτωχευτική διαδικασία χωρίς αυτούς, και το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης δεν καταχωρίστηκε σε δημόσιο μητρώο ή ο σύνδικος δεν το γνώριζε ή δεν μπορούσε να το γνωρίζει.

Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις ελέγχονται ως προς τα ποσά τους και τη σειρά κατάταξής τους κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως.

Ο σύνδικος πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα αν κάνει δεκτή ή προσβάλλει κάθε αναγγελθείσα απαίτηση.

Οι απαιτήσεις που προσβάλλονται από τον σύνδικο, τον ιδιώτη οφειλέτη ή έναν από τους πτωχευτικούς πιστωτές πρέπει να εξελεγχθούν χωριστά. Δεν υπόκεινται σε έλεγχο το δικαίωμα εξαίρεσης και χωριστής ικανοποίησης.

Μια απαίτηση θεωρείται επαληθευμένη εάν, κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως γίνει δεκτή από τον σύνδικο και δεν προσβληθεί από έναν πτωχευτικό πιστωτή ή εάν απορριφθεί μια ασκηθείσα ένσταση. Η τυχόν προσβολή μιας απαίτησης από τον ιδιώτη οφειλέτη δεν αποκλείει την επαλήθευσή της.

Το δικαστήριο συντάσσει έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που ελέγχθηκαν, στον οποίο καταχωρίζει το ποσό για το οποίο επαληθεύθηκε η κάθε απαίτηση, τη σειρά κατάταξής της και το πρόσωπο που προσέβαλε την απαίτηση. Στον πίνακα καταχωρίζονται επίσης οι ενστάσεις που προβάλλει ένας ιδιώτης οφειλέτης κατά των απαιτήσεων. Η επαλήθευση της απαίτησης υποδεικνύεται επίσης από το δικαστήριο για τις συναλλαγματικές και για άλλα έγγραφα που αποδεικνύουν την οφειλή.

Βάσει του πίνακα των απαιτήσεων που ελέγχθηκαν, το δικαστήριο εκδίδει μια απόφαση που καθορίζει το ποσό και την κατάταξη των επιμέρους απαιτήσεων που έχουν επαληθευθεί ή προσβληθεί. Δυνάμει της εν λόγω απόφασης, το δικαστήριο αποφασίζει επίσης να παραπέμψει στην άσκηση αγωγής για την επαλήθευση ή την προσβολή των απαιτήσεων.

Εάν ο σύνδικος έχει προσβάλει την απαίτηση, το δικαστήριο θα καλέσει τον πιστωτή να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη για την απόδειξη της προσβαλλόμενης απαίτησης.

Εάν ένας πτωχευτικός πιστωτής έχει προσβάλει μια απαίτηση που έγινε δεκτή από τον σύνδικο, το δικαστήριο θα καλέσει τον εν λόγω πιστωτή να ασκήσει αγωγή για να αποδείξει την προσβαλλόμενη απαίτηση. Σε αυτή την αγωγή το πρόσωπο που προσβάλλει την απαίτηση ενεργεί αντί και για λογαριασμό του οφειλέτη.

Εάν είχαν προσβληθεί οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη, η αγωγή με αντικείμενο την απόδειξη των προσβαλλόμενων απαιτήσεων ασκείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου και τις ειδικές διατάξεις για τη διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Εάν έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος για την προσβαλλόμενη απαίτηση, το δικαστήριο θα καλέσει τον διάδικο που προσέβαλε την απαίτηση να ασκήσει αγωγή για να αποδείξει τη βάση της ένστασής του.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Η ικανοποίηση των πιστωτών πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ταμειακές ροές. Οι πιστωτές με μειωμένη εξασφάλιση δεν συνυπολογίζονται στη μερική διανομή. Η διανομή διενεργείται από τον σύνδικο. Πριν από κάθε διανομή, ο σύνδικος πρέπει να λάβει τη συναίνεση των πιστωτών ή του δικαστηρίου, εάν δεν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών.

Στις απαιτήσεις προνομιακής εξασφάλισης που κατατάσσονται πρώτες περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη που είχαν προκύψει έως την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας στο πλαίσιο μιας σχέσης εργασίας, για το συνολικό ακαθάριστο ποσό, η αποζημίωση απόλυσης στο ποσό που ορίζει ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση και οι απαιτήσεις που απορρέουν από την αποζημίωση της ζημίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή ασθένειας που προκλήθηκε από την εργασία.

Στις απαιτήσεις προνομιακής εξασφάλισης που κατατάσσονται δεύτερες περιλαμβάνονται όλες οι λοιπές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη εκτός από τις απαιτήσεις που κατατάσσονται ως μειωμένης εξασφάλισης.

Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων προνομιακής εξασφάλισης, οι απαιτήσεις που κατατάσσονται ως μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται με την παρακάτω σειρά:

1. οι τόκοι επί των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

2. τα έξοδα των ατομικών δανειστών από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία

3. τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για ποινικά αδικήματα ή παραβάσεις και τα έξοδα που προκύπτουν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας που κινήθηκε λόγω παράβασης

4. οι απαιτήσεις δωρεάν παροχής υπηρεσιών από τον οφειλέτη

5. οι απαιτήσεις αποπληρωμής δανείων για την υποκατάσταση του κεφαλαίου ενός μέλους της εταιρίας ή αντίστοιχες απαιτήσεις.

Οι εκκρεμείς απαιτήσεις καθίστανται απαιτητές κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Οι απαιτήσεις με διαλυτική αίρεση η οποία πληρούται κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας θεωρούνται ανεπιφύλακτες απαιτήσεις έως ότου πληρωθεί η εν λόγω αίρεση.

Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας και οι λοιπές υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας ικανοποιούνται πρώτα από την πτωχευτική περιουσία. Ο σύνδικος ικανοποιεί τις απαιτήσεις με τη σειρά ληκτότητάς τους.

Πριν από τη διανομή, ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που θα ληφθούν υπόψη για τη διανομή (πίνακας διανομής). Οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη που απορρέουν από μια εργασιακή σχέση και είχαν ανακύψει έως την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας λαμβάνονται υπόψη στο ακαθάριστο ποσό τους. Ο πίνακας πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων και το διαθέσιμο ποσό της πτωχευτικής περιουσίας που θα διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών.

Ο πιστωτής που δικαιούται χωριστή ικανοποίηση για την οποία ευθύνεται επίσης προσωπικά ο οφειλέτης, θα πρέπει να υποβάλει στον σύνδικο τα αποδεικτικά στοιχεία της παραίτησής του από το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης – και για ποιο ποσό – ή ότι δεν πραγματοποιήθηκε χωριστή ικανοποίηση, σε 15 ημέρες το αργότερο από την ανακοίνωση του πίνακα διανομής. Εάν δεν προσκομίσει εγκαίρως τα αποδεικτικά στοιχεία, η απαίτησή του δεν θα ληφθεί υπόψη στη μερική διανομή.

Κατά τη διάρκεια της μερικής διανομής, οι απαιτήσεις με αναβλητική αίρεση λαμβάνονται υπόψη στο συνολικό τους ποσό. Το μερίδιο που αναλογεί στις εν λόγω απαιτήσεις παρακρατείται από τη διανομή.

Κατά την τελική διανομή, οι απαιτήσεις με αναβλητική αίρεση δεν λαμβάνονται υπόψη εάν η πιθανότητα εκπλήρωσης της αίρεσης είναι τόσο μικρή που κατά τον χρόνο της διανομής δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Σε αυτή την περίπτωση, τα ποσά που παρακρατήθηκαν κατά τις προηγούμενες διανομές για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία από την οποία θα γίνει η τελική διανομή.

Οι πιστωτές που είχαν αποκλειστεί από τη μερική διανομή και μεταγενέστερα εκπλήρωσαν τους όρους των άρθρων 275 και 276 του SZ λαμβάνουν κατά την επόμενη διανομή ποσό ίσο με αυτό που διανέμεται στους λοιπούς πιστωτές από το υπόλοιπο της πτωχευτικής περιουσίας. Μόνο τότε θα είναι εφικτή η ικανοποίηση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.

Η τελική διανομή θα ξεκινήσει μόλις ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας. Η τελική διανομή μπορεί να ξεκινήσει μόνο με τη συναίνεση του δικαστηρίου.

Εάν οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως μόνο κατά την τελική διανομή, ο σύνδικος θα μεταβιβάσει το τυχόν εναπομένον πλεόνασμα στον ιδιώτη οφειλέτη. Εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος θα εκχωρήσει στα πρόσωπα που έχουν συμφέρον στην περιουσία του οφειλέτη το υπερβάλλον ποσό που θα δικαιούνταν σε περίπτωση εκκαθάρισης εκτός της πτωχευτικής διαδικασίας.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

α) Προπτωχευτική διαδικασία – εάν οι πιστωτές αποδεχθούν το σχέδιο αναδιάρθρωσης, το δικαστήριο με απόφασή του θα πιστοποιήσει την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και την επικύρωση μιας προπτωχευτικής συμφωνίας, εκτός αν:

− αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα από πιστωτή ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του παρέχει λιγότερα δικαιώματα από αυτά που εύλογα αναμενόταν να αποκτήσει αν δεν πραγματοποιούνταν η ανασυγκρότηση

− δεν πιθανολογείται ότι η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα επέτρεπε στον οφειλέτη να καταστεί φερέγγυος έως το τέλος του τρέχοντος έτους και μέσα στα επόμενα δύο ημερολογιακά έτη

− το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν ορίζει σαφώς το ποσό που θα λάμβαναν οι πιστωτές εάν οι απαιτήσεις τους δεν είχαν προσβληθεί

− στο σχέδιο αναδιάρθρωσης προτείνεται η κεφαλαιοποίηση των απαιτήσεων ενός ή περισσότερων πιστωτών και τα μέλη του οφειλέτη δεν έχουν λάβει απόφαση υπέρ της εν λόγω δραστηριότητας, σύμφωνα με τον νόμο περί εταιριών (Zakon o trgovačkim društvima).

Εάν δεν έχουν εκπληρωθεί οι όροι επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας, το δικαστήριο με απόφασή του θα απορρίψει την επικύρωση αυτής και θα αναστείλει τη διαδικασία.

Μια επικυρωμένη προπτωχευτική συμφωνία επιφέρει έννομα αποτελέσματα έναντι όλων των πιστωτών που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία και των πιστωτών που συμμετείχαν στη διαδικασία των οποίων οι απαιτήσεις προσβλήθηκαν και επαληθεύθηκαν μεταγενέστερα.

Ο οφειλέτης που αποκόμισε κέρδος από τις υποχρεώσεις που διαγράφηκαν στο πλαίσιο μιας επικυρωμένης προπτωχευτικής συμφωνίας πρέπει να παρακρατήσει το εν λόγω αποκτηθέν κέρδος έως τη λήξη της προθεσμίας εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προπτωχευτική συμφωνία.

Όποτε ο πιστωτής διαγράφει μια απαίτηση πιστωτή, σύμφωνα με μια επικυρωμένη προπτωχευτική συμφωνία, το ποσό της απαίτησης που διαγράφεται αναγνωρίζεται ως εκπιπτόμενη δαπάνη του πιστωτή.

β) Πτωχευτική διαδικασία - αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τελικής διανομής, το δικαστήριο εκδίδει μια απόφαση που περατώνει την πτωχευτική διαδικασία και κοινοποιείται στην Αρχή που διαχειρίζεται το μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένος ο οφειλέτης. Με τη διαγραφή του από το μητρώο, ο οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο παύει να υφίσταται και ο οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο χάνει την εμπορική ιδιότητα, την ιδιότητα του επιχειρηματία ή του αυτοαπασχολούμενου.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορεί, μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά ενός ιδιώτη οφειλέτη, να διεκδικήσουν χωρίς περιορισμό τις εναπομένουσες απαιτήσεις τους.

Οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορεί να εκτελέσουν τις απαιτήσεις τους κατά του πιστωτή δυνάμει μιας απόφασης που επαληθεύει τις απαιτήσεις τους, αν οι απαιτήσεις επαληθεύθηκαν και δεν προσβλήθηκαν από τον οφειλέτη κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως. Οι απαιτήσεις κατά των οποίων η ένσταση δεν τελεσφόρησε εξομοιώνονται με απαιτήσεις που δεν προσβλήθηκαν.

Με πρόταση του συνδίκου ή πιστωτή ή αυτεπάγγελτα, το δικαστήριο θα διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας για τον σκοπό μιας μεταγενέστερης διανομής, εάν μετά την τελική συζήτηση:

1. εκπληρώθηκαν τα προαπαιτούμενα για τα παρακρατηθέντα ποσά που θα διανεμηθούν στους πιστωτές

2. τα ποσά που καταβλήθηκαν από την πτωχευτική περιουσία ενσωματώθηκαν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία

3. ανακαλύφθηκαν περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία

Το δικαστήριο θα διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας με σκοπό τη διενέργεια μεταγενέστερης διανομής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η διαδικασία περατώθηκε.

Το δικαστήριο μπορεί να απόσχει από τη μεταγενέστερη διανομή και να μεταβιβάσει το ποσό που διατίθεται προς διανομή στους πιστωτές ή το πράγμα που βρέθηκε να ανήκει στον ιδιώτη οφειλέτη, εάν το κρίνει ενδεδειγμένο εν όψει του ασήμαντου ποσού που διακυβεύεται ή της μικρής αξίας του πράγματος και των εξόδων για τη συνέχιση της διαδικασίας για τη μεταγενέστερη διανομή. Το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει τη συνέχιση της διαδικασίας για τη μεταγενέστερη διανομή από την προκαταβολή των εξόδων αυτής.

Μετά την υλοποίηση της μεταγενέστερης διανομής, το δικαστήριο θα εκδώσει μια απόφαση με την οποία θα περατώνει την πτωχευτική διαδικασία.

Αφού διαταχθεί η μεταγενέστερη διανομή, ο σύνδικος θα διανείμει, σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα, το ποσό που μπορεί να διατεθεί ελεύθερα ή το ποσό που ελήφθη από τη ρευστοποίηση μέρους της πτωχευτικής περιουσίας το οποίο ανακαλύφθηκε μεταγενέστερα. Ο σύνδικος προσκομίζει τον οριστικό πίνακα στο δικαστήριο.

Οι πτωχευτικοί πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν γνωστές στον σύνδικο:

1. κατά τη διάρκεια της μερικής διανομής, μετά τον καθορισμό του τμήματος της διανομής,

2. κατά τη διάρκεια της τελική διανομής, μετά το πέρας της τελικής συζήτησης,

3. κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης διανομής, μετά τη δημοσίευση του πίνακα αυτής,

μπορεί να ζητήσουν ικανοποίηση μόνον από το υπόλοιπο της πτωχευτικής περιουσίας που απομένει μετά τη διανομή.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε πιστωτής ευθύνεται για την καταβολή των δαπανών που τον βαρύνουν στην προπτωχευτική και την πτωχευτική διαδικασία, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Οι δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ανακόπτουν την ενιαία ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών (προκαλώντας ζημία στους πιστωτές) ή ευνοούν ορισμένους πιστωτές έναντι άλλων (προνομιακή μεταχείριση πιστωτών) μπορεί να προσβληθούν από τον σύνδικο για λογαριασμό του οφειλέτη και από τους πτωχευτικούς πιστωτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του SZ. Οι παραλείψεις που επέφεραν απώλεια του δικαιώματος του οφειλέτη που αποτελούσε τη βάση σύστασης, διατήρησης ή εξασφάλισης χρηματικών απαιτήσεων κατά αυτού εξομοιώνονται με τις εν λόγω δικαιοπραξίες.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει την εξασφάλιση ή την ικανοποίηση ενός πιστωτή με τρόπο και σε χρόνο συμβατό με την ουσία των δικαιωμάτων του (σύμμετρη ικανοποίηση) και καταρτίστηκε τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να προσβληθεί εάν, κατά τον χρόνο της πράξης, ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος και ο πιστωτής γνώριζε την εν λόγω αφερεγγυότητα.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει σε έναν πιστωτή την εμπράγματη εξασφάλιση ή την ικανοποίηση σύμφωνα με την ουσία των δικαιωμάτων του μπορεί να προσβληθεί αν καταρτίστηκε μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και εάν ο πιστωτής, κατά τον χρόνο της πράξης, γνώριζε την αφερεγγυότητα ή την αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε την αφερεγγυότητα ή την αίτηση κήρυξης της πτώχευσης εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις που καθιστούσαν πρόδηλη την αφερεγγυότητα ή ότι είχε κατατεθεί αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Τα πρόσωπα που διατηρούσαν στενή σχέση με τον οφειλέτη κατά τον χρόνο της πράξης θεωρείται ότι γνώριζαν την αφερεγγυότητα και την αίτηση κήρυξης της πτώχευσης.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει την εξασφάλιση ή ικανοποίηση ενός πιστωτή που δεν είχε δικαίωμα να εγείρει απαίτηση ή δεν είχε δικαίωμα να εγείρει απαίτηση με τέτοιο τρόπο ή στον εν λόγω χρόνο, μπορεί να προσβληθεί:

1. εάν καταρτίστηκε μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μετά την κατάθεση της αίτησης ή

2. εάν καταρτίστηκε μέσα στον τρίτο ή τον δεύτερο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον εν λόγω χρόνο ή

3. εάν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε μέσα στον τρίτο ή τον δεύτερο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ο πιστωτής γνώριζε κατά τον εν λόγω χρόνο ότι καταρτίστηκε μια δικαιοπραξία που θα προκαλούσε ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε ότι η δικαιοπραξία θα προκαλούσε ζημία στους λοιπούς πιστωτές εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις από τις οποίες προδήλως προέκυπτε ότι οι πιστωτές θα υφίσταντο ζημία. Τα πρόσωπα που διατηρούσαν στενή σχέση με τον οφειλέτη κατά τον χρόνο της δικαιοπραξίας θεωρείται ότι γνώριζαν ότι θα προκαλούνταν ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές.

Μια δικαιοπραξία του οφειλέτη που επιφέρει άμεση ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές μπορεί να προσβληθεί:

1. εάν είχε καταρτιστεί μέσα σε τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, εάν ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον χρόνο της πράξης και εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την αφερεγγυότητα ή

2. εάν καταρτίστηκε μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τον χρόνο της δικαιοπραξίας την αφερεγγυότητα ή την αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κάθε τυχόν δικαιοπραξία του οφειλέτη που επιφέρει απώλεια δικαιώματος του οφειλέτη ή αποτρέπει τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος του οφειλέτη ή κάθε τυχόν πράξη βάσει της οποίας μια χρηματική απαίτηση κατά του οφειλέτη μπορεί να παραμείνει έγκυρη ή εκτελεσθείσα, αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς μια πράξη που επιφέρει άμεση ζημία στους πιστωτές.

Μια δικαιοπραξία που κατάρτισε ο οφειλέτης μέσα στα τελευταία δέκα έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ή μεταγενέστερα, με πρόθεση να προκαλέσει ζημία στους πιστωτές, μπορεί να προσβληθεί εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την πρόθεση του οφειλέτη κατά τον χρόνο της πράξης. Η γνώση της πρόθεσης τεκμαίρεται εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ότι ο οφειλέτης βρισκόταν σε επαπειλούμενη αφερεγγυότητα και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε ότι ο οφειλέτης βρισκόταν σε επαπειλούμενη αφερεγγυότητα και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις από τις οποίες πρόδηλα προέκυπτε ότι ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Οι συμβάσεις με χρηματικό αντικείμενο που συνήφθησαν από τον οφειλέτη και τα πρόσωπα που είχαν στενή σχέση με τον οφειλέτη μπορεί να προσβληθούν εάν προκαλούν άμεση ζημία στους πιστωτές. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορεί να προσβληθούν εάν είχαν συναφθεί δύο έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, δεν γνώριζε την πρόθεση του οφειλέτη να προκαλέσει ζημία στους πιστωτές.

Μια χαριστική δικαιοπραξία του οφειλέτη ή μια αδικοπραξία με ασήμαντο αντάλλαγμα μπορεί να προσβληθεί μόνον αν είχε καταρτιστεί τέσσερα έτη πριν την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Σε περίπτωση περιστασιακού δώρου ασήμαντης αξίας, η πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί.

Μια δικαιοπραξία με την οποία ένα μέλος της εταιρίας ζητά την αποπληρωμή του δανείου που χρησιμοποιήθηκε για την υποκατάσταση κεφαλαίου ή με την οποία προβάλλει άλλη παρόμοια απαίτηση είναι άκυρη:

1. εάν παρέχει εξασφάλιση και η πράξη είχε συναφθεί μέσα στα τελευταία πέντε έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μεταγενέστερα

2. εάν εγγυάται την ικανοποίηση της απαίτησης και η πράξη είχε συναφθεί κατά το τελευταίο έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μεταγενέστερα.

Μια δικαιοπραξία με την οποία αποδίδεται πλήρως ή εν μέρει στον αφανή εταίρο της εταιρίας το μερίδιό του ή με την οποία παραιτείται πλήρως ή εν μέρει ο εν λόγω εταίρος από το μερίδιό του ως προς τις ζημίες που υπέστη, μπορεί να προσβληθεί εάν η σύμβαση στην οποία βασίζεται η εν λόγω πράξη συνήφθη κατά το τελευταίο έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της εταιρίας ή μεταγενέστερα. Το ίδιο ισχύει αν ο αφανής εταίρος τεθεί σε εκκαθάριση σύμφωνα με τη σύμβαση.

Σε περίπτωση σύμμετρης ικανοποίησης, οι πληρωμές από τον οφειλέτη που πραγματοποιούνται με συναλλαγματικές δεν μπορεί να ανακτηθούν από τον λήπτη εάν, σύμφωνα με τον νόμο για τους διαπραγματεύσιμους τίτλους, ο λήπτης θα έχανε την απαίτησή του έναντι άλλων οφειλετών εάν δεν κάνει δεκτή την πληρωμή.

Μια δικαιοπραξία θεωρείται ότι καταρτίστηκε κατά τον χρόνο που επήλθαν τα έννομα αποτελέσματά της.

Εάν η καταχώριση σε δημόσιο καθολικό, μητρώο ή αρχείο είναι αναγκαία για το νομικό κύρος μιας δικαιοπραξίας, η εν λόγω δικαιοπραξία θεωρείται ότι καταρτίστηκε μόλις εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις του κύρους τους, καταστεί δεσμευτική η δήλωση προθέσεως του οφειλέτη να προβεί στην εν λόγω καταχώριση, και ο αντισυμβαλλόμενος καταθέσει ένα αίτημα καταχώρισης νομικής μεταβολής. Η εν λόγω διάταξη ισχύει επίσης για τα αιτήματα της εκ των προτέρων καταχώρισης για τη διασφάλιση του δικαιώματος για μια νομική μεταβολή.

Εάν μια δικαιοπραξία υπόκειται σε αίρεση ή προθεσμία, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που καταρτίστηκε και όχι ο χρόνος πλήρωσης της αίρεσης ή παρέλευσης της προθεσμίας.

Μια δικαιοπραξία για την οποία έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος και μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να προσβληθούν.

Εάν ο οφειλέτης έλαβε για την παροχή του αντάλλαγμα ίσης αξίας, που ενσωματώθηκε άμεσα στα περιουσιακά του στοιχεία, η υποκείμενη δικαιοπραξία της εν λόγω παροχής μπορεί να προσβληθεί μόνον με την προϋπόθεση της δόλιας ζημίας.

Ο σύνδικος μπορεί για λογαριασμό του οφειλέτη να ασκήσει αγωγή ακύρωσης των δικαιοπραξιών του οφειλέτη βάσει δικαστικής έγκρισης. Η αγωγή κατατίθεται κατά του προσώπου έναντι του οποίου αναλήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.

Ο σύνδικος μπορεί να καταθέσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας μέσα σε ενάμιση έτος από την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κάθε πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας για λογαριασμό του και με δικά του έξοδα εάν:

- ο σύνδικος δεν έχει ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 3 του SZ – μέσα σε τρεις μήνες από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 3 του SZ.

- ο σύνδικος ανακαλέσει μια αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας– μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης που βεβαιώνει την ανάκληση της αγωγής από τον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου (e-Oglasna ploča suda)

- είχε προηγουμένως ζητήσει μια δήλωση του συνδίκου και ο σύνδικος είχε δηλώσει ότι δεν θα ασκήσει αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας - μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της δήλωσης του συνδίκου στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου

- είχε προηγουμένως ζητήσει μια δήλωση του συνδίκου και ο σύνδικος δεν δήλωσε μέσα σε τρεις μήνες αν θα ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας ή όχι - μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της πρόσκλησης για την εν λόγω δήλωση.

Εάν η αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία δεν θα έχει έννομα αποτελέσματα ως προς την πτωχευτική περιουσία, και ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να αποδώσει στην πτωχευτική περιουσία όλα τα ουσιώδη οφέλη που αποκόμισε από την προσβαλλόμενη συναλλαγή, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Η αίτηση κίνησης της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει της απόφασης που κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας μπορεί να κατατεθεί από τον σύνδικο αντί και για λογαριασμό του οφειλέτη ή της πτωχευτικής περιουσίας και από πιστωτή για λογαριασμό του και υπέρ του πτωχεύσαντα οφειλέτη ή της πτωχευτικής περιουσίας.

Το πρόσωπο που αποδέχεται την παροχή χωρίς αντάλλαγμα, ή με ασήμαντο αντάλλαγμα, οφείλει να αποδώσει ό,τι έλαβε μόνο εάν κατέστη πλουσιότερος από αυτό, εκτός αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω παροχή θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Η αμετάκλητη απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας δεσμεύει τον πτωχεύσαντα οφειλέτη, την πτωχευτική περιουσία και όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές, εκτός αν άλλως ρητά ορίζεται στον SZ.

Εάν το δικαστήριο έχει αποδειχθεί την αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας, ο αντίδικος καλείται να αποδώσει στην πτωχευτική περιουσία όλα τα ουσιώδη οφέλη που απέκτησε από την προσβαλλόμενη συναλλαγή. Αφού αποδοθούν τα εν λόγω οφέλη στην πτωχευτική περιουσία, οι ενάγοντες πιστωτές δικαιούνται προνομιακή ικανοποίηση από τα εν λόγω οφέλη, αναλογικά με το ποσό των επαληθευμένων απαιτήσεών τους.

Οι δικαιοπραξίες του οφειλέτη μπορεί να προσβληθούν με ένσταση στο πλαίσιο αγωγής χωρίς χρονικό περιορισμό.

Μια δικαιοπραξία μπορεί να προσβληθεί έναντι του κληρονόμου ή άλλων καθολικών διαδόχων του αντισυμβαλλόμενου.

Μια δικαιοπραξία μπορεί να προσβληθεί έναντι άλλων διαδόχων του αντισυμβαλλόμενου:

1. εάν ο διάδοχος γνώριζε κατά τον χρόνο κτήσης τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η ακυρωσία της κτήσης εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του

2. εάν ο διάδοχος, κατά τον χρόνο κτήσης, είχε στενή σχέση με τον οφειλέτη, εκτός αν αποδείξει ότι δεν γνώριζε τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η ακυρωσία της κτήσης εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του

3. εάν το αποκτηθέν μεταβιβάστηκε χαριστικά ή με ασήμαντο αντάλλαγμα στον διάδοχο.

Μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και παραμένει έγκυρη, σύμφωνα με τους κανόνες για την προστασία της πίστης στα δημόσια μητρώα, μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τους κανόνες για την προσβολή των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 13/02/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.