Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Βουλγαρία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στη Βουλγαρία δεν διέπονται από ειδική νομοθεσία. Οι γενικές διατάξεις που διέπουν την αφερεγγυότητα περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο περί αφερεγγυότητας του εμπορικού νόμου. Η αφερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του νόμου περί αφερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του κώδικα ασφαλιστικής νομοθεσίας.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά αφερέγγυων εμπόρων. Επιπλέον, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά υπερχρεωμένων εταιριών περιορισμένης ευθύνης, εταιριών κατά μετοχές ή ετερόρρυθμων εταιριών.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να κινηθούν κατά ενός προσώπου που ασκεί συγκαλυμμένη εμπορική δραστηριότητα μέσω ενός αφερέγγυου οφειλέτη. Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά μιας εμπορικής επιχείρησης συνεπάγεται την ταυτόχρονη κίνηση μιας συντρέχουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ομόρρυθμου εταίρου.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των ατομικών επιχειρήσεων των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν αποβιώσει ή διαγραφεί από το Εμπορικό Μητρώο, εφόσον κατά τον χρόνο θανάτου τους ήταν αφερέγγυοι ή είχαν διαγραφεί. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στρέφονται επίσης κατά του ομόρρυθμου εταίρου, ακόμη κι αν έχει αποβιώσει ή διαγραφεί από το Εμπορικό Μητρώο. Η αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορεί να κατατεθεί μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία θανάτου ή διαγραφής του οφειλέτη από το Εμπορικό Μητρώο.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των αφερέγγυων εταιριών σε εκκαθάριση. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπονται από τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται σε ξεχωριστό νόμο.

Τα ζητήματα που αφορούν την αφερεγγυότητα μιας δημόσιας επιχείρησης με εμπορική ιδιότητα, που ασκεί κρατικό μονοπώλιο ή έχει ιδρυθεί βάσει ειδικού νόμου, διέπονται από ξεχωριστό νόμο. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να κινηθούν κατά μιας δημόσιας επιχείρησης που έχει την εμπορική ιδιότητα και ασκεί κρατικό μονοπώλιο ή έχει ιδρυθεί βάσει ειδικού νόμου.

Το εθνικό δίκαιο προβλέπει την κίνηση διαδικασιών αφερεγγυότητας μόνο κατά των φυσικών προσώπων με ατομικές επιχειρήσεις.

Τα βουλγαρικά δικαστήρια μπορούν να κινήσουν δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εφόσον κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται μόνον εάν τα πρόσωπα με την εμπορική ιδιότητα πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις:

(1) Ο οφειλέτης πρέπει να έχει την εμπορική ιδιότητα.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθούν όχι μόνον κατά των εμπόρων αλλά και όσων ασκούν συγκαλυμμένη εμπορική δραστηριότητα μέσω ενός αφερέγγυου οφειλέτη, κατά ενός ομόρρυθμου εταίρου, ακόμη κι αν έχει αποβιώσει ή διαγραφεί και κατά μιας ατομικής επιχείρησης της οποίας ο ιδιοκτήτης έχει αποβιώσει ή διαγραφεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 612 του εμπορικού νόμου, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να στραφούν κατά δημόσιων επιχειρήσεων που ασκούν μονοπώλιο βάσει κρατικής επιταγής ή έχουν ιδρυθεί σύμφωνα με ειδικό νόμο.

(2) Την αίτηση πρέπει να καταθέσει ένα από τα πρόσωπα που μνημονεύονται στα άρθρα 625 και 742 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου, και ειδικότερα: ο οφειλέτης, ο εκκαθαριστής ή ένας πιστωτής του οφειλέτη σε περίπτωση επιχειρηματικής συναλλαγής, η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων (Natsionalna agentsiya za prihodite) (για οφειλές προς το δημόσιο και συγκεκριμένα την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, που απορρέουν από την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη ή για οφειλές του ιδιωτικού δικαίου προς την κεντρική διοίκηση), ο Εκτελεστικός Οργανισμός Γενικής Επιθεώρησης Εργασίας (Izpalnitelna agentsiya Glavna inspektsiya po truda), στην περίπτωση κατά την οποία υποχρεώσεις καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και παραμένουν ανεκπλήρωτες για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή ένα μέλος του διοικητικού οργάνου της εταιρίας (σε περίπτωση υπερχρέωσης).

Ο οφειλέτης, αν καταστεί αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, πρέπει να καταθέσει αίτηση για την άδεια κίνησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Στις ατομικές επιχειρήσεις, την αίτηση μπορεί να καταθέσει ο έμπορος ή ο διάδοχός του. Όταν ο οφειλέτης είναι εταιρία, η αίτηση κατατίθεται από το διοικητικό όργανο, τον ομόρρυθμο εταίρο ή έναν εκπρόσωπο της εταιρίας ή έναν εκκαθαριστή διορισμένο από το δικαστήριο. Σ’ αυτή την περίπτωση, στην αίτηση πρέπει να προσαρτώνται τα παρακάτω έγγραφα:

  • αντίγραφο της τελευταίας ετήσιας οικονομικής έκθεσης πιστοποιημένης από τον ορκωτό ελεγκτή και του ισολογισμού της εταιρίας κατά τον χρόνο της αίτησης, εφόσον το πρόσωπο που έχει την εμπορική ιδιότητα έχει νόμιμη υποχρέωση να συντάσσει οικονομικές εκθέσεις και ισολογισμούς
  • απογραφή και περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων κατά τον χρόνο της αίτησης
  • πίνακας πιστωτών, που θα αναγράφει τις διευθύνσεις τους, το είδος και το ποσό των απαιτήσεών τους και την ασφάλεια των απαιτήσεών τους
  • κατάλογος με τα προσωπικά και συζυγικά περιουσιακά στοιχεία των εμπόρων που έχουν ατομική επιχείρηση και των ομόρρυθμων εταίρων
  • η απόδειξη ότι η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώθηκε για την κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • έγγραφο πληρεξούσιο, αν η αίτηση κατατίθεται διά πληρεξουσίου.

Όταν η αίτηση κατατίθεται από πιστωτή ή από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Γενικής Επιθεώρησης Εργασίας, πρέπει να επισυνάπτονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο πιστωτής για την τεκμηρίωση της απαίτησής του και της φερόμενης αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ο πιστωτής πρέπει επίσης να υποβάλει απόδειξη καταβολής του τέλους χαρτοσήμου, καθώς και η απόδειξη ότι η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώθηκε για την κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(3) Προϋποθέσεις εκτελεστότητας:

  • οικονομική υποχρέωση του οφειλέτη που συναρτάται με ή απορρέει από εμπορική συναλλαγή, περιλαμβανομένης της εγκυρότητας, της εκτέλεσης, μη εκτέλεσης, καταγγελίας, ακύρωσης και κήρυξης της ακυρότητας της εν λόγω συναλλαγής ή τις επιπτώσεις της καταγγελίας της
  • οφειλή του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, η οποία απορρέει από τις εμπορικές δραστηριότητες του οφειλέτη
  • οφειλή που απορρέει από ιδιωτικού δικαίου απαίτηση της κρατικής διοίκησης
  • ή υποχρέωση καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.

Ως «εμπορική συναλλαγή» νοείται η συναλλαγή που καταρτίζει ένας έμπορος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, περιλαμβανομένων των συναλλαγών που προσδιορίζονται ρητά στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (αγορά εμπορευμάτων ή άλλων αγαθών προς μεταπώληση στην αρχική, κατεργασμένη ή τελική τους μορφή, πώληση εμπορευμάτων ίδιας κατασκευής, αγορά πιστωτικών τίτλων προς μεταπώληση, εμπορική αντιπροσωπεία και μεσιτεία, προμήθεια, συναλλαγές μεταφοράς και αποστολής, ασφαλιστικές συναλλαγές, τραπεζικές συναλλαγές και συναλλαγές που αφορούν συνάλλαγμα, συναλλαγματικές, γραμμάτια εις διαταγή και επιταγές, συναλλαγές αποθήκευσης, αδειοδότησης, επίβλεψης εμπορευμάτων, συναλλαγές διανοητικής ιδιοκτησίας, λειτουργία ξενοδοχείων, ο κλάδος του τουρισμού, της διαφήμισης, της πληροφόρησης, της παραγωγής θεαμάτων και της ψυχαγωγίας και άλλες υπηρεσίες, η αγορά, ανέγερση ή η παροχή ακινήτων για τον σκοπό της πώλησης και μίσθωσης) ανεξαρτήτως της ικανότητας των προσώπων που διεξάγουν τις εν λόγω συναλλαγές. Προς άρση κάθε αμφιβολίας, οι έμποροι θεωρούνται ότι καταρτίζουν συναλλαγές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Τα είδη των απαιτήσεων του δημοσίου δικαίου που μπορεί να έχουν η κεντρική διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση ορίζονται στο άρθρο 162 παράγραφος 2 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Πρόκειται για τις εξής απαιτήσεις:

  • φόροι, περιλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των τελωνειακών δασμών, των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και άλλων εισφορών που καταβάλλονται για τον κρατικό προϋπολογισμό
  • άλλες υποχρεώσεις, βάσης και ποσού που ορίζονται από τον νόμο
  • τα τέλη χαρτοσήμου και τα δημοτικά τέλη που ορίζει ο νόμος
  • οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που αποδίδονται με τρόπο που δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου
  • το χρηματικό ισοδύναμο των περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατασχεθεί από το κράτος, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές, καθώς και τα χρηματικά ποσά σε μετρητά που δημεύονται και κατάσχονται από το κράτος
  • οι οφειλές χρηματικών ποσών που επιδικάζονται στην κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, με καταδικαστικές αποφάσεις, δικαστικές αποφάσεις και διατάξεις που έχουν τεθεί σε ισχύ και με αποφάσεις για την ανόρθωση της κρατικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που έχει χορηγηθεί παράνομα
  • οι οφειλές που απορρέουν από πράξεις επιβολής προστίμων
  • τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ή τα επιπλέον ποσά που έχουν εισπραχθεί ή τα ποσά που έχουν εκταμιευτεί παράνομα στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων έργων με χρηματοδοτικά μέσα προενταξιακής ενίσχυσης, στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων, από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα Ευρωπαϊκά Γεωργικά Ταμεία, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, τη διευκόλυνση Σένγκεν και τη μεταβατική διευκόλυνση, περιλαμβανόμενων των συναφών εθνικών συγχρηματοδοτήσεων, που έχουν εισπραχθεί σύμφωνα με εκδοθείσα διοικητική απόφαση και άλλα πρόστιμα και χρηματικές κυρώσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • οι οφειλόμενοι τόκοι για τις παραπάνω υποχρεώσεις.

Οι εισπρακτέες απαιτήσεις του δημοσίου περιλαμβάνουν τις εισπρακτέες απαιτήσεις που θα καταβληθούν στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επιβάλλουν χρηματικές ενοχές υποκείμενες σε αναγκαστική εκτέλεση βάσει του άρθρου 256 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εισπρακτέες απαιτήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθίστανται εκτελεστές βάσει αμετάκλητων αποφάσεων που διατάσσουν τη δήμευση ή κατάσχεση μετρητών ή του ισοδύναμου σε μετρητά της δημευμένης ή κατασχεμένης περιουσίας, καθώς και βάσει αποφάσεων για την εκτέλεση των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζονται και εκτελούνται στη Βουλγαρία.

Η απαίτηση, ανεξάρτητα από το αν απορρέει από εμπορική συναλλαγή ή το δημόσιο δίκαιο, πρέπει να βεβαιώνεται ως έγκυρη και υφιστάμενη κατά την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(4) Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά των αφερέγγυων εμπόρων. Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των υπερχρεωμένων εταιριών περιορισμένης ευθύνης, των εταιριών κατά μετοχές ή των ετερόρρυθμων εταιριών. Η αφερεγγυότητα και η υπερχρέωση συνιστούν αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, των οποίων ο νομικός ορισμός περιλαμβάνεται στον εμπορικό νόμο.

Ένας έμπορος είναι αφερέγγυος όταν δεν μπορεί να καταβάλει:

  • ληξιπρόθεσμη χρηματική ενοχή, που απορρέει από ή συναρτάται με εμπορική συναλλαγή, περιλαμβανομένου του κύρους, της εκτέλεσης, μη εκτέλεσης, καταγγελίας, ακύρωσης και κήρυξης της ακυρότητας της εν λόγω συναλλαγής ή τις επιπτώσεις της καταγγελίας της
  • οφειλή του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία απορρέει από τις εμπορικές δραστηριότητες του οφειλέτη
  • ενοχή που συνιστά εισπρακτέα κρατική απαίτηση του ιδιωτικού δικαίου
  • ή υποχρέωση καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.

Ένας έμπορος τεκμαίρεται ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσει ληξιπρόθεσμη οφειλή του σύμφωνα με την πρώτη υποθετική περίπτωση, αν κατά τα τρία προηγούμενα έτη από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δεν είχε υποβάλει προς δημοσίευση τις οικονομικές του εκθέσεις στο Εμπορικό Μητρώο.

Ένας οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος εάν έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών ακόμη κι αν έχει αποπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις οφειλές του σε συγκεκριμένους πιστωτές. Η αφερεγγυότητα τεκμαίρεται επίσης εάν, στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει επισπευσθεί βάσει μιας αμετάκλητης απόφασης που εκδόθηκε επί αίτησης πιστωτή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η οφειλή δεν πληρώθηκε, στο σύνολό της ή εν μέρει, μέσα σε 6 μήνες από την παραλαβή αιτήματος ή ειδοποίησης για εκούσια πληρωμή εκ μέρους του οφειλέτη.

Μια εταιρία θεωρείται υπερχρεωμένη όταν τα περιουσιακά της στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεών της.

(5) Ο οφειλέτης δεν αντιμετωπίζει προσωρινές δυσχέρειες, αλλά έχει περιέλθει σε κατάσταση αντικειμενικής και μόνιμης αφερεγγυότητας και υπερχρέωσης.

Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο του τόπου όπου έχει την έδρα του ο έμπορος κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η αίτηση του οφειλέτη ή του εκκαθαριστή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εκδικάζεται χωρίς καθυστέρηση από το δικαστήριο σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, ενώ σχετική ειδοποίηση δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Η αίτηση του πιστωτή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εκδικάζεται σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, στην οποία ο πιστωτής και ο αιτών πρέπει να παραστούν στο δικαστήριο με ειδοποίηση του δικαστηρίου, το αργότερο 14 ημέρες μετά την ημερομηνία της αίτησης. Το δικαστήριο αναστέλλει τη δίκη που εισάγεται με αίτηση του οφειλέτη ή του εκκαθαριστή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, εάν κατά τον χρόνο έκδοσης απόφασης επί της αίτησης έχει ήδη κατατεθεί όμοια αίτηση από πιστωτή. Έως το πέρας της πρώτης δικασίμου στη δίκη που έχει εισαχθεί με αίτηση πιστωτή, άλλοι πιστωτές μπορεί να καταστούν διάδικοι, να προβάλουν ενστάσεις και να προσκομίσουν γραπτές αποδείξεις. Το δικαστήριο δίνει έναν αριθμό υπόθεσης στην αίτηση κατά την ημερομηνία της κατάθεσής της και ορίζει την καταληκτική ημερομηνία για την έκδοση απόφασης επ’ αυτής. Η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης, το πτωχευτικό δικαστήριο, με αίτημα του πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει τα παρακάτω προληπτικά και συντηρητικά μέτρα, εφόσον τα κρίνει αναγκαία για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη:

  • τον διορισμό διαχειριστή
  • την εξασφάλιση με επίσχεση, κατάσχεση ή άλλα συντηρητικά μέτρα
  • την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με εξαίρεση τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας
  • τη λήψη των μέτρων που προβλέπει ο νόμος για την προστασία των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  • τη σφράγιση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μεταφορικών μέσων κ.ο.κ όπου είναι αποθηκευμένη η προσωπική περιουσία και τα προσωπικά είδη του οφειλέτη, εκτός από τις χρησιμοποιούμενες εγκαταστάσεις και άλλους χώρους, που είναι απαραίτητοι για τη συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη ή την αποθήκευση αναλώσιμων αγαθών.

Όταν τα ασφαλιστικά μέτρα ζητά ο πιστωτής, το δικαστήριο τα κάνει δεκτά εφόσον το αίτημά του τεκμαίρεται με αδιάσειστες γραπτές αποδείξεις και/ή παρέχει εμπράγματη εξασφάλιση ποσού που ορίζεται από το δικαστήριο για την αποζημίωση του οφειλέτη σε περίπτωση ζημίας από την τυχόν μεταγενέστερη διαπίστωση ότι ο οφειλέτης δεν ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος. Τα ασφαλιστικά μέτρα εξασφαλίζουν όλους τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ η άρση τους μπορεί να διαταχθεί δικαστικά εάν παύσουν να είναι αναγκαία για τη διατήρηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών.

Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων κοινοποιείται στον καθ’ού και τον αιτούντα. Είναι άμεσα εκτελεστή και επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατ’ αυτής μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης. Οι εφέσεις δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα ασφαλιστικά μέτρα θεωρείται ότι έχουν αρθεί από την ημερομηνία έκδοσης της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα ασφαλιστικά μέτρα παραμένουν σε ισχύ έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Όταν επιβεβαιώνεται η αφερεγγυότητα ή η υπερχρέωση, το δικαστήριο, με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 630 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, κηρύσσει την αφερεγγυότητα ή την υπερχρέωση, ορίζει την ημερομηνία έναρξης αυτής, κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ορίζει προσωρινό διαχειριστή, κάνει δεκτή την εμπράγματη εξασφάλιση μέσω κατάσχεσης, επίσχεσης ή άλλων συντηρητικών μέτρων και τάσσει ημερομηνία για τη σύγκληση της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης το αργότερο.

Όταν η συνέχιση της δραστηριότητας θα είναι προδήλως επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία, το δικαστήριο μπορεί, με αίτημα του οφειλέτη ή του διαχειριστή, της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων ή πιστωτή, να κηρύξει αφερέγγυο τον οφειλέτη με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 630 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου και να διατάξει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων, είτε από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε από μεταγενέστερη ημερομηνία που πάντως δεν θα έπεται της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την πρόταση ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά ενός παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης, δεν μπορεί να διατάξει την παύση των εργασιών πριν από τον διορισμό ενός συναφούς νέου παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης.

Η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας δεσμεύει όλους τους διαδίκους.

Μετά τη δικαστική κήρυξη της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή την επιβολή προληπτικών και συντηρητικών μέτρων, ο οφειλέτης συνεχίζει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα υπό την εποπτεία του διαχειριστή, ενώ μπορεί να συνάπτει νέες συμβάσεις μόνον με την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή, και με τον όρο ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα μέτρα που διατάσσονται με την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο μπορεί να στερήσει από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του και να απονείμει το εν λόγω δικαίωμα στον διαχειριστή, εφόσον κρίνει ότι οι πράξεις του οφειλέτη παραβλάπτουν τα συμφέροντα των πιστωτών.

Με την απόφαση του άρθρου 631 του εμπορικού νόμου, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εάν επιβεβαιώσει ότι οι δυσχέρειες του οφειλέτη είναι προσωρινές ή ότι τα περιουσιακά του στοιχεία επαρκούν για την κάλυψη των οφειλών του χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών.

Όταν τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και τα έξοδα δεν έχουν προκαταβληθεί, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, με την οποία κηρύσσει την αφερεγγυότητα ή την υπερχρέωση, κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, κάνει δεκτή την εξασφάλιση με τη μορφή επίσχεσης, κατάσχεσης ή άλλων συντηρητικών μέτρων, διατάσσει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων της εταιρίας, κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη και αναστέλλει τη διαδικασία, χωρίς να διατάξει τη διαγραφή του εμπόρου από το Εμπορικό Μητρώο. Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί μπορεί να κινηθούν εκ νέου με αίτηση του οφειλέτη ή του πιστωτή μέσα σε ένα έτος από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο. Οι διαδικασίες μπορεί να κινηθούν εκ νέου, εάν ο αιτών μπορεί να αποδείξει ότι διατίθενται επαρκή περιουσιακά στοιχεία ή αν καταθέσει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αρχικών εξόδων. Εάν δεν ζητηθεί η εκ νέου κίνηση των διαδικασιών από διάδικο, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία και διατάσσει τη διαγραφή του εμπόρου από το Εμπορικό Μητρώο. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν εάν κατά τη διάρκεια της δίκης διαπιστωθεί ότι τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 630 και 632 του εμπορικού νόμου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την καταχώρισή τους στο Εμπορικό Μητρώο, ενώ κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορεί να ασκηθεί έφεση μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία της δημοσίευσής της, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 630 είναι άμεσα εκτελεστές.

Οι διαδικασίες της αφερεγγυότητας θεωρείται ότι έχουν ξεκινήσει από την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 630 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Εάν ακυρωθεί η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η επίσχεση και η κατάσχεση θεωρούνται ότι έχουν αρθεί, τα δικαιώματα του οφειλέτη αποκαθίστανται και οι εξουσίες του διαχειριστή παύουν από την ημερομηνία καταχώρισης της αμετάκλητης απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο.

Το δικαστήριο εγκρίνει ή απορρίπτει το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης με ειδική του απόφαση. Μετά την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο περατώνει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και διορίζει το εποπτικό όργανο το οποίο προτείνεται στο σχέδιο ή εκλέγεται από τη συνέλευση των πιστωτών. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισής της στο Εμπορικό Μητρώο.

Με την απόφαση του άρθρου 710 του εμπορικού νόμου το δικαστήριο κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη, εάν δεν έχει προταθεί σχέδιο αναδιοργάνωσης μέσα στην οικεία προθεσμία που τάσσει ο νόμος ή εάν το σχέδιο που προτάθηκε δεν έχει εγκριθεί ή επικυρωθεί. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν στις περιπτώσεις που ορίζουν τα άρθρα 630 παράγραφος 2, 632 παράγραφος 1 και 709 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αν ο οφειλέτης δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης). Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη, διατάσσει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων της αφερέγγυας επιχείρησης, κάνει δεκτή τη γενική επίσχεση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, παύει τις εξουσίες των διοικητικών οργάνων του οφειλέτη με νομική προσωπικότητα, στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας και διατάσσει τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία και τη διανομή του προϊόντος της εκποίησης. Η απόφαση που κηρύσσει την αφερεγγυότητα ισχύει έναντι όλων των διαδίκων και πρέπει να καταχωριστεί στο Εμπορικό Μητρώο. Είναι άμεσα εκτελεστή και μπορεί να προσβληθεί με έφεση μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισής της.

Από τον χρόνο καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα, η ακίνητη και η κινητή περιουσία του οφειλέτη και οι οφειλές έναντι καλόπιστων τρίτων θεωρούνται κατασχεμένες. Η γενική κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας και των πλοίων της κυριότητας του οφειλέτη καταχωρίζεται στα συμβολαιογραφικά μητρώα ή τα νηολόγια βάσει της απόφασης που κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη η οποία έχει καταχωριστεί στο Εμπορικό Μητρώο. Όλες οι χρηματικές και μη χρηματικές ενοχές καθίστανται εκτελεστές σε βάρος του από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα. Η αγοραία αξία σε χρήμα των μη χρηματικών ενοχών καθορίζεται κατά την ημερομηνία της απόφασης. Οι μη χρηματικές ενοχές αποτιμώνται σε χρήμα σύμφωνα με την αγοραία αξία που έχουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν την αφερεγγυότητα αναγνωρίζονται στη Βουλγαρία βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, εφόσον εκδίδονται από όργανο του κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται η καταστατική έδρα του οφειλέτη. Κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, του διαχειριστή που έχει διοριστεί από αλλοδαπό δικαστήριο ή πιστωτή, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να ξεκινήσει τις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εφόσον ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση καταλαμβάνει μόνον τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στη Βουλγαρία.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η περιουσία του οφειλέτη καθίσταται η πτωχευτική περιουσία από την οποία θα ικανοποιηθεί το σύνολο των απαιτήσεων των πιστωτών που απορρέουν από εμπορικές και μη εμπορικές οφειλές.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει:

  • τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην κυριότητα του οφειλέτη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητα του οφειλέτη μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που έχει ατομική επιχείρηση περιλαμβάνουν το μισό της προσωπικής περιουσίας, τα δικαιώματα επί της προσωπικής περιουσίας και τις καταθέσεις σε μετρητά που αποτελούν συζυγικά περιουσιακά στοιχεία
  • τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που είναι ομόρρυθμος εταίρος περιλαμβάνουν το μισό της προσωπικής περιουσίας, τα δικαιώματα επί της προσωπικής περιουσίας και τις καταθέσεις σε μετρητά που αποτελούν συζυγικά περιουσιακά στοιχεία.

Τα μερίδια ή οι εισφορές που δεν έχουν καταβληθεί ή έχουν καταβληθεί από ετερόρρυθμο εταίρο εισπράττονται από τον διαχειριστή για να περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται κάθε τυχόν πρόσθετη νέα είσπραξη απαίτησης του οφειλέτη, το προϊόν από την εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και οι εισπρακτέες απαιτήσεις από τις οποίες έχουν παραιτηθεί οι πιστωτές.

Όταν η τιμή πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου επί του οποίου έχει συσταθεί ενέχυρο ή άλλη εμπράγματη ασφάλεια υπερβαίνει την εξασφαλισμένη απαίτηση, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, το εναπομένον ποσό περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για τους πιστωτές στους οποίους έχει χορηγηθεί το δικαίωμα να διατηρήσουν εμπράγματη εξασφάλιση.

Εάν το δικαστήριο ακυρώσει συναλλαγή που αφορά τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τρίτο επιστρέφονται, και εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία ή οφείλονται χρηματικά ποσά, τότε ο τρίτος καθίσταται πιστωτής στις διαδικασίες.

Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία είχαν διαταχθεί συντηρητικά μέτρα πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας για την εξασφάλιση οφειλών προς το δημόσιο ή κατά των οποίων εκκρεμούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη οφειλών προς το δημόσιο, υπερβαίνει το ποσό της απαίτησης, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων και των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει το εναπομένον ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν ρευστοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία μέσα σε διάστημα 6 μηνών από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται από τον δικαστικό επιμελητή στον διαχειριστή και στη συνέχεια ρευστοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Όταν η πληρωμή υπέρ ενός αιτούντος πραγματοποιείται στο διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης έως την καταχώριση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το ποσό που έχει καταβληθεί επιστρέφεται στην πτωχευτική περιουσία. Εάν λαμβάνονται μέτρα για την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας υπέρ ενός εξασφαλισμένου πιστωτή, το τμήμα του προϊόντος της ρευστοποίησης που υπερβαίνει το εξασφαλισμένο ποσό προσμετράται στην πτωχευτική περιουσία.

Από την πτωχευτική περιουσία εξαιρούνται:

  • τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και του ομόρρυθμου εταίρου
  • οι χρηματοπιστωτικές ασφάλειες που αναφέρονται στα άρθρα 22η και 63α παράγραφος 2 του νόμου περί των φυσικών πόρων του υπεδάφους
  • τα περιουσιακά στοιχεία των παρόχων ύδρευσης και αποχέτευσης που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των κύριων εργασιών τους έως τον διορισμό νέου συναφούς παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης
  • τα ποσά που είναι κατατεθειμένα στον τραπεζικό λογαριασμό που μνημονεύεται στο άρθρο 60 παράγραφος 2 του νόμου περί διαχείρισης αποβλήτων.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (άρθρα 444 έως 447 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) από την αναγκαστική εκτέλεση εξαιρούνται τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην προσωπική περιουσία ενός οφειλέτη - φυσικού προσώπου:

  • τα πράγματα συνήθους χρήσης από τον οφειλέτη και την οικογένειά του, τα οποία παρατίθενται σε έναν κατάλογο που εκδίδει το Συμβούλιο των Υπουργών
  • τα τρόφιμα που είναι αναγκαία για τη σίτιση του οφειλέτη και των μελών της οικογένειάς του για διάστημα ενός μήνα, ή σε περίπτωση παραγωγών γεωργικών προϊόντων έως την νέα εσοδεία ή το ισοδύναμο αυτής σε άλλα γεωργικά προϊόντα
  • τα αναγκαία καύσιμα για τη θέρμανση, το μαγείρεμα και τον φωτισμό για τρεις μήνες
  • τα μηχανήματα, τα εργαλεία, οι συσκευές και τα βιβλία που συνιστούν στοιχειώδη προσωπική περιουσία και είναι αναγκαία για έναν ελεύθερο επαγγελματία ή τεχνίτη προκειμένου να συνεχίζει να ασκεί το επάγγελμά του
  • τα αγροτεμάχια του οφειλέτη που είναι αγρότης παραγωγός, και ιδίως: κήποι και αμπέλια επιφάνειας έως 0.5 εκταρίων ή αγροί επιφάνειας έως 3 εκταρίων, περιλαμβανομένων των αναγκαίων γεωργικών μηχανημάτων, εργαλείων, λιπασμάτων, ουσιών φυτοπροστασίας και σπόρων για σπορά ενός έτους
  • ένα κοπάδι ζώων έλξης, μία αγελάδα και πέντε μικρά ζώα αγροκτήματος, δέκα μελίσσια και οι κατοικίδιες όρνιθες, περιλαμβανομένης της αναγκαίας τροφής έως τη νέα εσοδεία ή έως ότου είναι δυνατή η μεταφορά των ζώων για βοσκή
  • η κατοικία του οφειλέτη, εφόσον ο ίδιος και κανένα μέλος της οικογένειά του με το οποίο συγκατοικεί δεν έχει άλλη κατοικία, ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης διαμένει σε αυτή. Εάν η κατοικία υπερπληροί τις στεγαστικές ανάγκες του οφειλέτη και των μελών της οικογένειάς του, όπως ορίζεται με Διάταγμα του Συμβουλίου των Υπουργών, το υπερβάλλον τίθεται προς εκποίηση εάν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 του νόμου περί κυριότητας
  • άλλα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία και εισπρακτέες απαιτήσεις που εξαιρούνται από την αναγκαστική εκτέλεση με άλλον νόμο.

Οι παραπάνω απαγορεύσεις δεν δεσμεύουν τους πιστωτές ως προς την περιουσία επί της οποίας έχει συσταθεί ενέχυρο ή υποθήκη, όταν ο αιτών είναι ο ενεχυρούχος ή ο ενυπόθηκος δανειστής. Ως προς τα αγροτεμάχια και την κατοικία του οφειλέτη, οι απαγορεύσεις δεν δεσμεύουν τους:

  • οφειλέτες που οφείλουν αξιώσεις διατροφής, αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί σύμφωνα με το δίκαιο αδικοπραξίας και οικονομικά ελλείμματα που πρέπει να αποκατασταθούν
  • οφειλέτες σε άλλες υποθέσεις που ρητά ορίζονται στον νόμο.

Όταν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά του μισθού του οφειλέτη ή άλλης αμοιβής εργασίας ή κατά σύνταξης που υπερβαίνει τον ελάχιστο μισθό, μπορούν να αφαιρεθούν τα παρακάτω ποσά:

  1. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό, αλλά δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού: το ένα τρίτο του ποσού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ένα τέταρτο του ποσού, αν έχει εξαρτώμενα τέκνα
  2. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού, αλλά δεν υπερβαίνει το τετραπλάσιο του κατώτατου μισθού: το μισό του ποσού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ένα τρίτο του ποσού, αν έχει εξαρτώμενα τέκνα
  3. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει το τετραπλάσιο του κατώτατου μισθού: το ποσό που υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ποσό που υπερβαίνει κατά δυόμισι φορές τον κατώτατο μισθό, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαρτώμενα τέκνα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μηνιαίος μισθός ή η αμοιβή υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν σε απαιτήσεις που απορρέουν από αξιώσεις διατροφής. Σε αυτή την περίπτωση, αφαιρείται το πλήρες ποσό που έχει επιδικαστεί ως διατροφή και η αφαίρεση από τον μισθό ή από άλλη αμοιβή εργασίας ή τη σύνταξη για την εξόφληση άλλων υποχρεώσεων του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τους τόκους διατροφής πραγματοποιείται από το εναπομένον ποσό από το συνολικό εισόδημα. Απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά των απαιτήσεων διατροφής. Η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος υποτροφιών επιτρέπεται αποκλειστικά ως προς τις αξιώσεις διατροφής.

Η τυχόν παραίτηση του οφειλέτη - φυσικού προσώπου, από τις εγγυήσεις που παρέχονται για την προστασία της προσωπικής του περιουσίας, του μισθού ή άλλης αμοιβής εργασίας ή σύνταξης, είναι άκυρη.

Τα άρθρα 22η και 63α παράγραφος 2 του νόμου περί των φυσικών πόρων του υπεδάφους ορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ως προς τις χρηματοπιστωτικές ασφάλειες από τον φορέα εκμετάλλευσης, τον κάτοχο της άδειας ή τον παραχωρησιούχο πριν από την έναρξη των αδειοδοτημένων δραστηριοτήτων, και ιδίως πρόκειται για τις εξής: ανέκκλητη εγγυητική επιστολή που εκδίδεται υπέρ του Υπουργού Ενέργειας ένας καταπιστευματικός λογαριασμός σε πιστωτικό ίδρυμα που υποδεικνύεται από τον φορέα εκμετάλλευσης και είναι αποδεκτός από τον Υπουργό Ενέργειας ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο οποίο ο Υπουργός Ενέργειας θα κατονομάζεται ως δικαιούχος πιστωτική επιστολή, της οποίας τα κεφάλαια μπορεί να αντληθούν μόνον για την εκτέλεση των καθορισμένων δραστηριοτήτων ή άλλης νόμιμης εμπράγματης ασφάλειας που αποφασίζεται κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό Ενέργειας.

Το άρθρο 60 παράγραφος 2 του νόμου περί διαχείρισης αποβλήτων ορίζει τις απαιτήσεις ως προς τις εμπράγματες ασφάλειες που θα παρασχεθούν για την κάλυψη των μελλοντικών εξόδων για την περάτωση της λειτουργίας του χώρου υγειονομικής ταφής και τη μετέπειτα μέριμνα, ως εξής: μηνιαίες κρατήσεις που καταβάλλονται σε καταπιστευματικό λογαριασμό της κατά τόπον αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Υδάτων (RIOSV) του τόπου όπου βρίσκεται ο χώρος υγειονομικής ταφής αποκλεισμός των μηνιαίων κρατήσεων που καταβάλλονται σε λογαριασμό ειδικού σκοπού μέχρι την ολοκλήρωση και επικύρωση όλων των μέτρων που αφορούν το κλείσιμο ενός χώρου υγειονομικής ταφής και τη μετέπειτα μέριμνα, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά επιτρέπεται η χρήση των κατατεθειμένων κεφαλαίων ή έχει εκδοθεί εγγυητική επιστολή υπέρ της κατά τόπον αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Υδάτων (RIOSV) του τόπου όπου βρίσκεται ο χώρος υγειονομικής ταφής.

Η τελική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση για την προσωπική περιουσία του οφειλέτη, η οποία συνιστά πτωχευτική περιουσία που εξαιρείται από την πώληση, και μπορεί να αποφασίσει την απόδοση στον οφειλέτη της προσωπικής του περιουσίας που είναι αμελητέας αξίας ή των απαιτήσεων των οποίων είσπραξη θα ήταν αδικαιολόγητα δυσχερής.

Μετά την εξόφληση όλων των οφειλών, το εναπομένον ποσό από την πτωχευτική περιουσία αποδίδεται στον οφειλέτη.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο οφειλέτης και ο διαχειριστής έχουν τα παρακάτω δικαιώματα στις διαδικασίες αφερεγγυότητας:

  • να προβάλουν ενστάσεις κατά του ισολογισμού και της έκθεσης του εκκαθαριστή, σε περίπτωση που οι διαδικασίες έχουν κινηθεί κατά μιας εταιρίας σε εκκαθάριση. Το δικαστήριο αποφασίζει επί της ένστασης σε προθεσμία 14 ημερών με ανέκκλητη απόφαση
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο να κηρύξει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να διατάξει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων του είτε από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε από μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να έπεται της καταληκτικής ημερομηνίας για την υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης, όταν είναι πρόδηλο ότι η συνέχιση της δραστηριότητας θα ήταν επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο να κάνει δεκτά τα συντηρητικά μέτρα που προβλέπονται στον νόμο για την εξασφάλιση των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  • να προτείνουν σχέδιο αναδιοργάνωσης
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο τη σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών.

Οι πράξεις του οφειλέτη και του διαχειριστή καταχωρίζονται σε δημόσιο αρχείο που μπορεί να τηρείται ηλεκτρονικά και διατίθεται στη γραμματεία του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Ο οφειλέτης, ο εκπρόσωπός του και ο διαχειριστής δεν μπορεί να συμμετάσχουν είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντικαταστάτη ή άλλου συνδεδεμένου μέρους, στις διαδικασίες υποβολής προσφορών ή στους πλειστηριασμούς που διενεργούνται για την πώληση της προσωπικής περιουσίας ή των περιουσιακών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία. Όταν ένα περιουσιακό δικαίωμα αποκτάται από μη επιλέξιμο πλειοδότη, η πώληση είναι άκυρη και το καταβληθέν χρηματικό τίμημα παρακρατείται και χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Αφότου το δικαστήριο έχει κηρύξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή έχει επιβάλει προληπτικά και συντηρητικά μέτρα, ο οφειλέτης συνεχίζει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα υπό την εποπτεία του διαχειριστή, και μπορεί να συνάπτει νέες συμβάσεις μόνον με την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή και με τον όρο ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα μέτρα που διατάσσονται στην απόφαση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το δικαστήριο μπορεί να στερήσει από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του και να το επιφυλάξει στον διαχειριστή, εφόσον κρίνει ότι οι πράξεις του οφειλέτη παραβλάπτουν τα συμφέροντα των πιστωτών.

Οφειλέτης

Μόλις καταστεί αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, ο οφειλέτης οφείλει να καταθέσει στο δικαστήριο αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Την αίτηση καταθέτει ο οφειλέτης, ο κληρονόμος του οφειλέτη, ένα διοικητικό όργανο ή ένας πληρεξούσιος ή εκκαθαριστής της εμπορικής επιχείρησης ή ένας ομόρρυθμος εταίρος. Όταν την αίτηση καταθέτει ένας πληρεξούσιος, απαιτείται ένα γραπτό πληρεξούσιο. Στην αίτηση, ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης και υποδεικνύει προς διορισμό ένα πρόσωπο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του νόμου για τους διαχειριστές, εφόσον το δικαστήριο διατάξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης, ενεργώντας αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, μπορεί να προβεί σε κάθε τυχόν αναγκαία διαδικαστική πράξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και των δικών που εισάγονται με αναγνωριστικές αγωγές και αιτήσεις εξελέγξεως απαιτήσεων, εκτός όσων εμπίπτουν αυστηρά στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του διαχειριστή.

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο οφειλέτης και η οικογένειά του δικαιούνται διατροφή. Το ποσό της διατροφής ορίζεται από το δικαστήριο και συνιστά δαπάνη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να συμμετάσχει στις συνελεύσεις των πιστωτών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.

Με αίτημα του οφειλέτη, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, εφόσον είναι παράνομη ή εξαιρετικά επιζήμια για τα συμφέροντα ορισμένων πιστωτών.

Ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση, αποστέλλοντας αντίγραφο αυτής στον διαχειριστή, κατά οποιασδήποτε απαίτησης έχει επαληθεύσει ή απορρίψει ο διαχειριστής, μέσα σε 7 ημέρες από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο του πίνακα των επαληθευμένων ή απορριφθεισών απαιτήσεων. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου μέσα σε 14 ημέρες από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο της δικαστικής διαταγής που επικυρώνει τον πίνακα, εάν το δικαστήριο απορρίψει την ένσταση του οφειλέτη κατά απαίτησης που έχει επικυρωθεί από τον πιστωτή ή περιλάβει απαίτηση στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμένου διαχειριστή, εάν ο τελευταίος δεν εκτελεί τα καθήκοντά του ή ενεργεί με τρόπο επιζήμιο για τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη.

Ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει κατά της δικαστικής απόφασης που κατακυρώνει την πώληση της προσωπικής περιουσίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση ενώπιον του δικαστηρίου στρεφόμενος κατά του λογαριασμού διανομής και να προσβάλλει τη διαταγή που επικύρωσε τον λογαριασμό.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τον καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διαθέσει ο οφειλέτης με την προηγούμενη συναίνεση του εποπτικού οργάνου, ή με την προηγούμενη συναίνεση του δικαστηρίου εάν δεν υπάρχει εποπτικό όργανο, ή την αντικατάσταση ενός ή περισσότερων μελών του εποπτικού οργάνου, κατά τον χρόνο επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης με ειδική απόφαση ή μεταγενέστερα, για τη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων και της εφαρμογής του σχεδίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 740 του εμπορικού νόμου, ο οφειλέτης, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, μπορεί να συνάψει συμφωνία με όλους τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, για τη διευθέτηση των χρηματικών τους απαιτήσεων. Σε αυτή την περίπτωση, ο διαχειριστής δεν εκπροσωπεί τον οφειλέτη ως διάδικο. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τις ενοχές του που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, οι πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό των συνολικών απαιτήσεων μπορούν να ζητήσουν με αίτησή τους την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εντός ενός έτους από την ημερομηνία της καταχώρισης της απόφασης περί αναστολής των διαδικασιών στο Εμπορικό Μητρώο, έχοντας επιβεβαιώσει ότι διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία ή ότι έχει καταθέσει το ποσό που απαιτείται για την προκαταβολή των αρχικών εξόδων της δίκης.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την επανάληψη των διαδικασιών που ανεστάλησαν μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής περί αναστολής των διαδικασιών, εάν κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας ρευστοποιηθούν τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί για αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλυφθούν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, για τα δικαιώματά του που επιδέχονται αποκατάστασης, εφόσον έχει εξοφλήσει το σύνολο των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των τόκων και των εξόδων. Τα δικαιώματα του οφειλέτη αποκαθίστανται χωρίς να χρειαστεί η εξόφληση όλων των οφειλών, εάν η αφερεγγυότητα προκλήθηκε από δυσμενείς επιχειρηματικές και οικονομικές εξελίξεις. Τα δικαιώματα των ομόρρυθμων εταίρων αποκαθίστανται με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η δικαστική απόφαση που διατάσσει την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση δεν υπόκειται σε έφεση. Ο οφειλέτης έχει στη διάθεσή του προθεσμία 7 ημερών για να προσφύγει κατά μιας απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί αιτήσεώς του. Η αμετάκλητη απόφαση καταχωρίζεται στον φάκελο της υπόθεσης του αφερέγγυου εμπόρου που τηρείται στο Εμπορικό Μητρώο.

Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της οριστικής έκθεσης του διαχειριστή, που συντάχθηκε πριν από τη λήξη της θητείας του, μέσα σε 7 ημέρες από την υποβολή της εν λόγω έκθεσης στο δικαστήριο. Το δικαστήριο αποφασίζει επί της έκθεσης μέσα σε 14 ημέρες και η εν λόγω απόφαση είναι ανέκκλητη.

Ο οφειλέτης μπορεί να εισπράξει το εναπομένον ποσό από την πτωχευτική περιουσία, εφόσον υπάρχει, μετά την πλήρη και οριστική διευθέτηση των οφειλών του.

Εάν η αίτηση αφερεγγυότητας που έχει κατατεθεί από πιστωτή, απορριφθεί με αμετάκλητη απόφαση, ο οφειλέτης ανεξάρτητα από το αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δικαιούται αποζημίωση εάν ο πιστωτής ενήργησε με δόλο ή βαριά αμέλεια. Αποζημίωση οφείλεται για κάθε περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία που απορρέει άμεσα από την παράνομη πράξη. Εάν με τις πράξεις του ο οφειλέτης συνέβαλε στη ζημία, η αποζημίωση μπορεί να μειωθεί. Εάν η αίτηση χορήγησης άδειας για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας έχει κατατεθεί από περισσότερους πιστωτές, αυτοί ευθύνονται από κοινού και αλληλέγγυα.

Το αργότερο σε 14 ημέρες από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ο οφειλέτης πρέπει να προσκομίσει στο δικαστήριο και τον διαχειριστή τα παρακάτω:

  1. τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη
  2. έναν κατάλογο με τις πληρωμές με μετρητά ή με τραπεζικό έμβασμα ποσού έως 1.200 BGN, που πραγματοποιήθηκαν τους 6 προηγούμενους μήνες από την κήρυξη της αφερεγγυότητας
  3. έναν κατάλογο με τις πληρωμές που πραγματοποίησε ο οφειλέτης στα συνδεδεμένα μέρη κατά τους δώδεκα μήνες πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας
  4. ένα συμβολαιογραφικό υπόμνημα που να παραθέτει όλα τα στοιχεία της προσωπικής του περιουσίας, τα περιουσιακά δικαιώματα και τις εισπρακτέες απαιτήσεις, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των οφειλετών του.

Ο οφειλέτης παρέχει στο δικαστήριο ή στον διαχειριστή πληροφορίες για τα περιουσιακά του στοιχεία και την επιχειρηματική του δραστηριότητα, περιλαμβανομένων όλων των συναφών εγγράφων, μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία του σχετικού γραπτού αιτήματος. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι ενημερωμένες έως και την ημερομηνία του αιτήματος. Άλλως, το δικαστήριο επιβάλλει πρόστιμο.

Το αργότερο σε έναν μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την αναστολή των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης πρέπει να λύσει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του, να ενημερώσει την κατά τόπον αρμόδια διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων, να καταρτίσει τα απαραίτητα έγγραφα που αποδεικνύουν την εργασιακή πείρα και τη διάρκεια της απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης, να συντάξει ένα έγγραφο αναφοράς που να παραθέτει όλα τα πρόσωπα με εγγυημένες απαιτήσεις, σύμφωνα με τον νόμο περί των εγγυημένων απαιτήσεων των εργαζόμενων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και τους κανονισμούς που ορίζουν τους κανόνες εφαρμογής τους, και να παραδώσει τα εταιρικά στοιχεία στο κατά τόπον αρμόδιο γραφείο του Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεων.

Ο οφειλέτης υποβάλλει στο εποπτικό όργανο που προσδιορίζεται στο σχέδιο τουλάχιστον μια τριμηνιαία έκθεση των δραστηριοτήτων του και των πράξεων στις οποίες προέβη για να εφαρμόσει το σχέδιο και το ενημερώνει για κάθε τυχόν περίσταση που θα μπορούσε να έχει ουσιώδη αντίκτυπο στην εξυγίανση.

Τα διοικητικά όργανα του οφειλέτη πρέπει να λάβουν τη συναίνεση των εποπτικών οργάνων πριν αποφασίσουν για τα παρακάτω:

  • την αναδιάρθρωση του οφειλέτη
  • το κλείσιμο ή τη μεταφορά των επιχειρήσεων ή ουσιωδών τμημάτων τους
  • τις περιουσιακές συναλλαγές που δεν συνιστούν συνήθεις πράξεις και τις συναλλαγές που αφορούν τη διαχείριση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη
  • ουσιώδη μεταβολή στην επιχειρηματική δομή του οφειλέτη
  • ουσιώδεις οργανωτικές μεταβολές
  • την εγκαθίδρυση μιας μακροχρόνιας συνεργασίας που είναι ουσιώδης για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή τη διακοπή της εν λόγω συνεργασίας
  • την ίδρυση ή το κλείσιμο παραρτημάτων.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο είναι υποχρεωτικό για τον οφειλέτη, ο οποίος θα πρέπει να υλοποιήσει χωρίς καθυστέρηση τις διαρθρωτικές αλλαγές που προβλέπονται σε αυτό.

Ο οφειλέτης πρέπει να απέχει από τις πράξεις και τις συναλλαγές που παρατίθενται στα άρθρα 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου κατά τις χρονικές περιόδους και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα, διαφορετικά οι εν λόγω πράξεις και συναλλαγές μπορεί να κηρυχθούν άκυρες ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας.

Διαχειριστής

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Βουλγαρίας, ο διαχειριστής είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. να μην έχει καταδικαστεί ως ενήλικας για δόλιο κολάσιμο αδίκημα, εκτός αν έχει χορηγηθεί πλήρης δικαστική αποκατάσταση
  2. να μην έχει συνάψει γάμο και να μην είναι συγγενής εξ αίματος σε ευθεία γραμμή με τον οφειλέτη ή κάποιον πιστωτή να μην είναι συγγενής του οφειλέτη ή κάποιου πιστωτή σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού
  3. να μην είναι πιστωτής στις διαδικασίες αφερεγγυότητας
  4. να μην είναι αφερέγγυος οφειλέτης για τον οποίο δεν έχει διαταχθεί η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση
  5. να μην έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με πιστωτή, η οποία θα μπορούσε να εγείρει εύλογες υπόνοιες ως προς την αμεροληψία του
  6. να διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα οικονομικών ή νομικών σπουδών και τουλάχιστον 3 έτη συναφούς επαγγελματικής πείρας
  7. να έχει επιτύχει σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία που ορίζονται με ειδικό κανονισμό και να περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο επαγγελματιών που πληρούν τα κριτήρια διορισμού ως διαχειριστές, που εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα
  8. να μην έχει ανακληθεί από τη θέση του διαχειριστή λόγω παράβασης των καθηκόντων του ή πράξεων που έχουν παραβλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών ή του οφειλέτη να μην έχει διαγραφεί από το μητρώο που τηρεί η Κεντρική Τράπεζα ή έχει αφαιρεθεί από αυτό κατά τη διακριτική ευχέρεια του Ταμείου ή με πρόταση του Υπουργού των Οικονομικών για παράβαση καθήκοντος ή επιζήμια πράξη για τα συμφέροντα των πιστωτών
  9. να μην του έχουν επιβληθεί τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2 στοιχείο 11 του τραπεζικού νόμου ή του άρθρου 103 παράγραφος 2 στοιχείο 16 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαγράφει τον διαχειριστή από τον κατάλογο όταν έχει επιβεβαιωθεί η αθέτηση των εξουσιών και των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, ανεξαρτήτως του αν η αθέτηση διαπιστώθηκε από το πτωχευτικό δικαστήριο ή όχι, και επιμελείται τη δημοσίευση του τροποποιημένου καταλόγου στην Επίσημη Εφημερίδα.

Οι εξουσίες του διαχειριστή μπορεί να ασκηθούν από περισσότερα πρόσωπα. Σε αυτή την περίπτωση, οι αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα και οι πράξεις εκτελούνται από κοινού, εκτός αποφασιστεί διαφορετικά από τους πιστωτές ή το δικαστήριο, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων που ασκούν τα καθήκοντα του διαχειριστή. Όταν οι εξουσίες του διαχειριστή ασκούνται από περισσότερα πρόσωπα που λαμβάνουν αποφάσεις ομόφωνα και ενεργούν από κοινού, τα εν λόγω πρόσωπα ευθύνονται από κοινού και αλληλέγγυα.

Ο διαχειριστής πρέπει να καταβάλλει ετήσιο τέλος για συνεχιζόμενη επαγγελματική του κατάρτιση. Ο διαχειριστής που δεν καταβάλλει το απαιτούμενο τέλος εγκαίρως διαγράφεται από το μητρώο. Το αργότερο σε τρεις ημέρες μετά τον διορισμό του διαχειριστή και πριν από την επικύρωσή του, ο διαχειριστής πρέπει να συνάψει ασφαλιστική σύμβαση επαγγελματικής ευθύνης για όλη τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ώστε να προστατευθεί έναντι των απαιτήσεων αποζημίωσης λόγω παράβασης των καθηκόντων που είναι σύμφυτα με τη θέση του.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ενεργώντας από κοινού με τον Υπουργό Οικονομίας, πρέπει να διοργανώνει ετήσια προγράμματα κατάρτισης διαχειριστών.

Σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο οι διαχειριστές εμπίπτουν στις παρακάτω κατηγορίες:

  • προσωρινοί διαχειριστές, που διορίζονται με την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • προσωρινοί διαχειριστές, που διορίζονται με συντηρητικά μέτρα
  • μόνιμοι διαχειριστές, που μπορεί να εκλέγονται από τη συνέλευση των πιστωτών ή, όταν η συνέλευση πιστωτών δεν μπορεί να συμφωνήσει ως προς τον διορισμό, από το δικαστήριο
  • βοηθοί διαχειριστές
  • διαχειριστές που διορίζονται αυτεπαγγέλτως, κατά τον χρόνο απαλλαγής του μόνιμου διαχειριστή από τα καθήκοντά του, και εκτελούν τις αρμοδιότητές τους έως ότου διοριστεί νέος μόνιμος διαχειριστής.

Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή ταυτίζονται με αυτές του μόνιμου διαχειριστή. Επιπλέον, ο προσωρινός διαχειριστής καταρτίζει τα παρακάτω έγγραφα μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • έναν πίνακα πιστωτών βάσει των βιβλίων του οφειλέτη, προσδιορίζοντας το ποσό των απαιτήσεών τους και ποιοι πιστωτές συνδέονται ή συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας βάσει των πληροφοριών που διατίθενται στο Εμπορικό Μητρώο και στα βιβλία του οφειλέτη
  • ένα επικυρωμένο αντίγραφο των βιβλίων του οφειλέτη
  • γραπτή έκθεση για τους λόγους της αφερεγγυότητας, τα τρέχοντα περιουσιακά του οφειλέτη, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη διατήρησή τους και τις πιθανότητες διάσωσης της εταιρίας.

Ο προσωρινός διαχειριστής οφείλει να παρευρεθεί στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών.

Το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει τον διαχειριστή που έχει εκλεγεί στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών, εάν εκπληρώνουν τις οριζόμενες απαιτήσεις και έχουν παράσχει την προηγούμενη γραπτή τους συναίνεση με τη μορφή συμβολαιογραφικού υπομνήματος που ορίζει την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων από τον διαχειριστή. Κατά τον χρόνο του διορισμού του, ο διαχειριστής καταθέτει ένα συμβολαιογραφικό υπόμνημα που αποδεικνύει την ύπαρξη ή την απουσία νομικών κωλυμάτων για την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται, και ορίζονται στον εμπορικό νόμο, όπως ότι είναι μέτοχος μιας ετερόρρυθμης εταιρίας ή μιας εταιρίας κατά μετοχές, ότι ταυτόχρονα εκτελεί τα καθήκοντα εκκαθαριστή και διαχειριστή ή έχει άλλες έμμισθες θέσεις. Ο διαχειριστής πρέπει να ενημερώσει αμέσως το πτωχευτικό δικαστήριο εάν επέλθει οποιαδήποτε από τις εν λόγω περιστάσεις. Ο διαχειριστής πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντά του κατά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο αντικαθιστά τον διορισμένο διαχειριστή μέσα σε 7 ημέρες με άλλο πρόσωπο που επιλέγεται από όσους προτείνονται από την πρώτη συνέλευση πιστωτών. Εάν δεν έχουν προταθεί εναλλακτικοί διαχειριστές, διορίζεται ένας διαχειριστής από τον οικείο κατάλογο και συγκαλείται νέα συνέλευση πιστωτών. Εάν η συνέλευση των πιστωτών δεν είναι σε θέση να συνάψει συμφωνία για τον διορισμό του διαχειριστή ή να αποφασίσει για την αμοιβή του, η αμοιβή του διαχειριστή καθορίζεται από το δικαστήριο.

Το δικαστήριο ανακαλεί τον διαχειριστή στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. με γραπτό αίτημα του διαχειριστή
  2. σε περίπτωση νομικής ανικανότητας του διαχειριστή
  3. εάν ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του νόμου
  4. με αίτημα των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν το μισό των συνολικών απαιτήσεων
  5. με απόφαση που λαμβάνεται σε συνέλευση των πιστωτών
  6. στις περιπτώσεις που ο διαχειριστής παύει να είναι σε θέση να ασκεί τις εξουσίες του
  7. σε περίπτωση θανάτου.

Το δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του οφειλέτη, η επιτροπή των πιστωτών ή ένας πιστωτής, μπορεί να ανακαλέσουν τον διαχειριστή οποτεδήποτε, εάν δεν εκτελεί τα καθήκοντά του ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη. Ο διαχειριστής που απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του με δικό του αίτημα, οφείλει να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά του έως ότου διοριστεί νέος διαχειριστής. Η διαταγή με την οποία απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του ο διαχειριστής τυγχάνει άμεσης εκτέλεσης και η έφεση κατ’ αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η ακύρωση της διαταγής περί απαλλαγής δεν αποκαθιστά τον διάδικο που είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του σε διαχειριστή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο συγκαλεί τη συνέλευση πιστωτών, η οποία έχει καθήκον να εισηγηθεί νέο διαχειριστή. Μέχρι την επιλογή του αντικαταστάτη, τις αρμοδιότητες του διαχειριστή εκτελεί ένας διαχειριστής που διορίζεται αυτεπαγγέλτως με διαταγή του δικαστηρίου.

Ο διαχειριστής, το αργότερο 3 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ζητά την αποδέσμευση της περιουσίας του οφειλέτη που είχε σφραγιστεί και συντάσσει απογραφή της ακίνητης και κινητής περιουσίας του οφειλέτη, των μετρητών, τιμαλφών, των κινητών αξιών, των συμβάσεων, των απαιτήσεων κ.ο.κ., περιλαμβανομένων των στοιχείων της προσωπικής περιουσίας του που βρίσκονται στην κατοχή τρίτων. Ο διαχειριστής συντάσσει την απογραφή, και εάν βρεθούν άλλα περιουσιακά στοιχεία μεταγενέστερα, συντάσσει πρόσθετη απογραφή. Από τον χρόνο της σύνταξης της απογραφής, ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος για τα περιουσιακά στοιχεία που προσδιορίζονται σε αυτή, εκτός αν παραδοθούν στον οφειλέτη ή σε τρίτο για διακράτηση.

Ο διαχειριστής έχει τα εξής δικαιώματα:

  1. να εκπροσωπεί την επιχείρηση
  2. να διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις της
  3. να επιβλέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, σε περίπτωση περιστολής του δικαιώματός του να διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα
  4. να λάβει και να τηρεί τα λογιστικά βιβλία και την επαγγελματική αλληλογραφία της επιχείρησης
  5. να πραγματοποιεί έρευνες και να επαληθεύει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη
  6. στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, να ζητά την καταγγελία ή ακύρωση των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος
  7. να συμμετέχει στις αγωγές στις οποίες είναι διάδικος η εταιρία και να καταθέτει αγωγές για λογαριασμό της
  8. να εισπράττει τα χρηματικά ποσά που οφείλονται στον οφειλέτη και να καταθέτει το εισπραχθέν ποσό σε ειδικό λογαριασμό
  9. με την άδεια του δικαστηρίου, να διαθέτει τα χρηματικά ποσά του οφειλέτη που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, όταν αυτό απαιτείται για τη διαχείριση και διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  10. να πραγματοποιεί έρευνες για την επαλήθευση των πιστωτών του οφειλέτη
  11. κατόπιν δικαστικής διαταγής, να συγκαλεί και να οργανώνει τις συνελεύσεις των πιστωτών
  12. να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης
  13. να προβαίνει στις αναγκαίες πράξεις για την άρση των ιδιοκτησιακών συμφερόντων του οφειλέτη σε άλλες εταιρίες
  14. να ρευστοποιεί την πτωχευτική περιουσία
  15. να διενεργεί κάθε άλλη πράξη που ορίζεται στον νόμο και διατάσσεται από το δικαστήριο.

Κάθε κρατικό όργανο και φορέας οφείλει να επικουρεί τον διαχειριστή στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τη διευθέτηση των απαιτήσεων του οφειλέτη λαμβάνονται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής επιμελείται τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο των πινάκων με τις επαληθευμένες και απορριφθείσες απαιτήσεις, καθώς και των οικονομικών εκθέσεων του οφειλέτη μετά την οριστικοποίησή τους και καθιστά τα εν λόγω στοιχεία διαθέσιμα στους πιστωτές και τον οφειλέτη, στη γραμματεία του δικαστηρίου.

Για να αυξηθεί το μέγεθος της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής εισπράττει τα μη καταβεβλημένα μερίδια και τις εισφορές των εταίρων των ετερόρρυθμων εταιριών και μπορεί να καταθέσει αίτηση σύμφωνα με τα άρθρα 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και το άρθρο 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, ως προς τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με αίτημα την εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης. Όταν η αίτηση κατατίθεται από πιστωτή, το δικαστήριο καθιστά τον διαχειριστή από κοινού ενάγοντα, με ίδια πρωτοβουλία (sua sponte). Ο διαχειριστής πρέπει να συμμετάσχει στη δίκη που εισάγεται με αναγνωριστική αγωγή του οφειλέτη ή ενός πιστωτή, και η οποία ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 694 του εμπορικού νόμου.

Ο διαχειριστής μεριμνά για την πώληση των περιουσιακών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας μετά από τη λήψη σχετικής άδειας από το δικαστήριο, συντάσσει έναν πίνακα διανομής των διανεμητέων ποσών μεταξύ των πιστωτών που έχουν τις απαιτήσεις του άρθρου 722 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, ανάλογα με την κατάταξη, τα προνόμια και την εμπράγματη ασφάλειά τους, επιμελείται την καταχώρηση του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και πραγματοποιεί πληρωμές σύμφωνα με τον πίνακα. Ο διαχειριστής, ενεργώντας βάσει δικαστικής διαταγής, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις.

Εάν ο οφειλέτης συνάψει συμφωνία διακανονισμού με όλους τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, ο διαχειριστής δεν εκπροσωπεί τον οφειλέτη ως διάδικο.

Ο διαχειριστής οφείλει να ασκεί με σύνεση και επιμέλεια τις εξουσίες που του ανατίθενται. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να εκχωρήσει σε τρίτον τις εξουσίες του χωρίς τη ρητή άδεια του δικαστηρίου. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να διαπραγματεύεται για λογαριασμό του οφειλέτη είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω ενός συνδεδεμένου προσώπου. Ο διαχειριστής δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτά, αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου προσώπου, προσωπική περιουσία ή περιουσιακά δικαιώματα από την πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω περιορισμός ισχύει για τον σύζυγο του διαχειριστή, τους συγγενείς σε ευθεία γραμμή, και τους συγγενείς σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να αποκαλύπτει γεγονότα, δεδομένα και πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση του κατά την εκτέλεση των εξουσιών και των καθηκόντων που του ανατίθενται λόγω της θέσης του.

Εάν ο διαχειριστής δεν εκτελέσει τα καθήκοντά του, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει πρόστιμο έως ποσού μιας μηνιαίας αμοιβής. Ο διαχειριστής ευθύνεται σε καταβολή αποζημίωσης ποσού ίσου με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας για κάθε τυχόν καθυστέρηση στην κατάθεση ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό. Ο διαχειριστής ευθύνεται σε αποζημίωση του οφειλέτη και των πιστωτών για κάθε τυχόν ζημία που προκλήθηκε παράνομα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Με την περάτωση της εντολής, ο διαχειριστής πρέπει να παραδώσει άμεσα τα λογιστικά βιβλία και τους λογαριασμούς, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε παραληφθεί προς διακράτηση, στον νέο διαχειριστή ή σε πρόσωπο που έχει διορίσει το δικαστήριο, και εάν έχει γίνει δεκτή η εξέταση του σχεδίου αναδιοργάνωσης [από τη συνέλευση των πιστωτών], στον οφειλέτη. Οι εξουσίες του διαχειριστή παύουν με την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής παραδίδει τα λογιστικά βιβλία και το εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη στο διοικητικό όργανο του οφειλέτη. Τα δικαιώματα του διαχειριστή αποκαθίστανται εάν αποφασιστεί η εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το 2017, εισήχθη ο θεσμός του βοηθού διαχειριστή. Ο βοηθός διαχειριστής είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πληροί όλες τις νόμιμες απαιτήσεις για τους διαχειριστές, με εξαίρεση την απαίτηση: της συναφούς τουλάχιστον διετούς επαγγελματικής πείρας της επιτυχούς δοκιμασίας σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται σε ειδικό κανονισμό και της ένταξής του σε έναν κατάλογο επαγγελματιών που μπορούν να διορίζονται διαχειριστές, και ο οποίος εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα. Κατά των βοηθών διαχειριστών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχουν επιβληθεί τα μέτρα του άρθρου 65 παράγραφος 2 στοιχείο 11 του νόμου περί τραπεζών ή του άρθρου 103 παράγραφος 2 στοιχείο 16 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να διοριστούν βοηθοί διαχειριστές, οι αιτούντες πρέπει να έχουν επιτύχει σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων κατά τη διαδικασία που ορίζεται με κανονισμό. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει διαταγή με την οποία εντέλλεται η ένταξη των βοηθών διαχειριστών που πληρούν τις αναγκαίες απαιτήσεις επαγγελματικών ικανοτήτων, σε ειδικό κατάλογο.

Οι βοηθοί διαχειριστές μπορεί να προβαίνουν σε ορισμένες πράξεις της αρμοδιότητας του διαχειριστή, ενεργώντας καθ’ υπόδειξη του διαχειριστή και κατά την οικεία διαδικασία (βάσει εξουσιοδότησης που αποκτάται με τη ρητή άδεια του δικαστηρίου). Ο βοηθός διαχειριστής μπορεί να υπογράφει συγκεκριμένα έγγραφα που συναρτώνται με το έργο του διαχειριστή, με την προσθήκη της λέξης «βοηθός» στην υπογραφή του. Ο βοηθός διαχειριστής ευθύνεται από κοινού και αλληλέγγυα με τον διαχειριστή για κάθε τυχόν παράνομα προκληθείσα ζημία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι σχέσεις μεταξύ διαχειριστή και βοηθού διαχειριστή διέπονται από σύμβαση. Ελλείψει ειδικών κανόνων, η δραστηριότητα των βοηθών διαχειριστών διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν για τους διαχειριστές.

Ο διαχειριστής που διορίζεται με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου ασκεί τα δικαιώματα που του απονέμονται στη χώρα όπου έχουν κινηθεί οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, στο μέτρο που η συμπεριφορά του δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Κατόπιν αιτήματος του διαχειριστή που έχει διοριστεί από αλλοδαπό δικαστήριο, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να κινήσει δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εάν ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Για την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης στη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας απαιτείται η συναίνεση του διαχειριστή στην κύρια διαδικασία. Τα αιτήματα ακύρωσης μιας συναλλαγής που κατατίθενται από τον διαχειριστή στην κύρια ή τη δευτερεύουσα διαδικασία θεωρείται ότι έχουν προβληθεί και στις δύο διαδικασίες.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, απαίτηση πιστωτή μπορεί να συμψηφιστεί με ενοχή του έναντι του οφειλέτη, με τον όρο ότι και οι δύο οφειλές προϋπήρχαν της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ήταν και οι δύο εκτελεστές και ομοειδείς, και η απαίτηση του πιστωτή είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη. Εάν η απαίτηση του πιστωτή καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή ως συνέπεια της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, με τον όρο ότι λόγω της απόφασης και οι δύο οφειλές κατατάσσονται στην ίδια τάξη, ο πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει την οφειλή του μόνον αφότου έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη ή και οι δύο οφειλές έχουν καταταχθεί στην ίδια τάξη. Η δήλωση συμψηφισμού πρέπει να γνωστοποιηθεί στον διαχειριστή.

Ένας συμψηφισμός μπορεί να ακυρωθεί ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση και επιβαρύνθηκε με οφειλή πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, γνωρίζοντας όμως κατά τον εν λόγω χρόνο ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή αφερέγγυος ή ότι έχει κατατεθεί αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ανεξάρτητα από τον χρόνο που δημιουργήθηκαν οι αμοιβαίες οφειλές, ο συμψηφισμός που πραγματοποιείται από τον οφειλέτη μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως μέσα στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης, είναι άκυρος ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από το τμήμα της οφειλής που θα λάμβανε ο πιστωτής κατά τον χρόνο της διανομής μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

Η αγωγή ακύρωσης του συμψηφισμού μπορεί να ασκηθεί από τον διαχειριστή ή, εάν δεν ασκηθεί αγωγή από τον διαχειριστή, από οποιονδήποτε πιστωτή της πτωχευτικής περιουσίας μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί. Εάν η οφειλή συμψηφίστηκε μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η προθεσμία άσκησης αγωγής για την ακύρωση του συμψηφισμού ξεκινά από την ημερομηνία του συμψηφισμού.

Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει όλες τις δίκες και τις διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές, αστικές και εμπορικές διαφορές στις οποίες είναι διάδικος ο οφειλέτης (εκτός από τις εργατικές διαφορές που αφορούν χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη). Το ανωτέρω δεν ισχύει αν, κατά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε άλλη υπόθεση στην οποία ο οφειλέτης είναι εναγόμενος, το δικαστήριο έχει συμφωνήσει να εξετάσει ένσταση του οφειλέτη κατά συμψηφισμού.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Το αργότερο σε έναν μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης περί αναστολής των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας (απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου), ο οφειλέτης πρέπει να λύσει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του, να ενημερώσει την κατά τόπον αρμόδια διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων, να καταρτίσει τα αναγκαία έγγραφα που αποδεικνύουν την εργασιακή πείρα και τη διάρκεια της απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης, να συντάξει ένα έγγραφο αναφοράς που να παραθέτει όλα τα πρόσωπα με εγγυημένες απαιτήσεις, σύμφωνα με τον νόμο περί των εγγυημένων απαιτήσεων των εργαζόμενων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και τους κανονισμούς που ορίζουν τους κανόνες εφαρμογής τους, και να παραδώσει τα εταιρικά στοιχεία στο κατά τόπον αρμόδιο γραφείο του Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεων.

Ο διαχειριστής μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία μετέχει ο οφειλέτης ως συμβαλλόμενος λόγω μερικής εκτέλεσης ή ουσιώδους μη εκτέλεσης της σύμβασης. Ο διαχειριστής παρέχει προηγούμενη ειδοποίηση 15 ημερών για την καταγγελία της σύμβασης και πρέπει να ανταποκριθεί στα αιτήματα πληροφόρησης του αντισυμβαλλόμενου αναφορικά με το αν η σύμβαση θα λυθεί ή θα παραμείνει σε ισχύ κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Εάν ο διαχειριστής δεν ανταποκριθεί σε κάποιο αίτημα, η σύμβαση θεωρείται ότι έχει λυθεί. Σε περίπτωση λύσης μιας σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται αποζημίωση. Καμία υποχρέωση δεν φέρει ο διαχειριστής για την πληρωμή των τυχόν τόκων που έχουν σωρευθεί πριν από την έκδοση της απόφασης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όταν παραμένει σε ισχύ σύμβαση βάσει της οποίας ο οφειλέτης πραγματοποιεί περιοδικές πληρωμές.

Από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τη διευθέτηση των οφειλών του οφειλέτη παραλαμβάνονται από τον διαχειριστή. Η διευθέτηση μιας απαίτησης του οφειλέτη μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά πριν από την ημερομηνία της δημοσίευσης της εν λόγω απόφασης, είναι έγκυρη εάν ο διάδικος που διευθέτησε την απαίτηση δεν γνώριζε ότι είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες αφερεγγυότητας ή, σε περίπτωση που τις γνώριζε, εάν το οικονομικό όφελος από τη διευθέτηση της απαίτησης συμπεριλήφθηκε στην πτωχευτική περιουσία. Η καλή πίστη τεκμαίρεται έως ότου αποδειχθεί το αντίθετο.

Σύμφωνα με το άρθρο 646 του εμπορικού νόμου, οι παρακάτω πράξεις είναι άκυρες ως προς τους πιστωτές, εάν πραγματοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση των πάγιων δικονομικών κανόνων:

  • η διευθέτηση μιας οφειλής που προέκυψε πριν από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης επί δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου της προσωπικής περιουσίας που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία
  • μια συναλλαγή που περιλαμβάνει ένα δικαίωμα ή ένα περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, επί αιτήματος πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, και εφόσον το κρίνει αναγκαίο για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την αναστολή των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με εξαίρεση τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν τα ασφαλιστικά μέτρα ζητά ο πιστωτής, το δικαστήριο τα κάνει δεκτά εφόσον το αίτημά του τεκμαίρεται με αδιάσειστες γραπτές αποδείξεις και/ή παρέχει εμπράγματη εξασφάλιση ποσού που ορίζεται από το δικαστήριο για την αποζημίωση του οφειλέτη σε περίπτωση ζημίας από την τυχόν μεταγενέστερη διαπίστωση ότι ο οφειλέτης δεν ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος. Το δικαστήριο μπορεί να άρει το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε, εάν πλέον δεν είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της περιουσίας.

Η απόφαση κοινοποιείται στον καθού τα ασφαλιστικά μέτρα και στον διάδικο που ζήτησε την επιβολή τους. Είναι άμεσα εκτελεστή και επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατ’ αυτής μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης. Οι εφέσεις δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα ασφαλιστικά μέτρα θεωρείται ότι έχουν αρθεί από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που απέρριψε την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν παράγουν τα αποτελέσματά τους ως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Από την εν λόγω ημερομηνία τα αποτελέσματά τους ακυρώνονται και τα ασφαλιστικά μέτρα υποκαθίστανται από την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 193 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν η πληρωμή υπέρ ενός αιτούντος πραγματοποιείται στο διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης έως τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το ποσό που καταβλήθηκε επιστρέφεται στην πτωχευτική περιουσία. Όταν υπάρχει κίνδυνος να θιγούν τα συμφέροντα των πιστωτών και λαμβάνονται μέτρα για την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας υπέρ ενός ενέγγυου πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη συνέχιση των διαδικασιών με τον όρο ότι το τμήμα του προϊόντος της εκτέλεσης που υπερβαίνει το εξασφαλισμένο ποσό θα προσμετρηθεί στην πτωχευτική περιουσία. Εάν κατατίθεται αίτηση που γίνεται δεκτή στη δίκη περί αφερεγγυότητας, οι διαδικασίες που είχαν ανασταλεί, περατώνονται. Οι επισχέσεις και κατασχέσεις που επιβάλλονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εκτελούνται κατά των απαιτήσεων των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας. Δεν επιτρέπεται η χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Τα περιουσιακά στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 193 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας είναι αυτά που καταλαμβάνονται από τα ασφαλιστικά μέτρα που είχαν ήδη διαταχθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη οφειλής προς το δημόσιο, οι οποίες είχαν κινηθεί πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ρευστοποιούνται από τον δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων δεν επαρκεί για την κάλυψη του πλήρους ποσού της απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τις επιβαρύνσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση του δημοσίου, η εναπομένουσα απαίτηση της κεντρικής διοίκησης ή της τοπικής αυτοδιοίκησης ικανοποιείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες. Όταν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό της πλήρους απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τις επιβαρύνσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση του δημοσίου, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει το εναπομένον προϊόν στον λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν ρευστοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία μέσα σε διάστημα 6 μηνών από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία διαβιβάζονται από τον δικαστικό επιμελητή στον διαχειριστή και ρευστοποιούνται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δεν επιτρέπεται η άσκηση αγωγών για περιουσιακές διαφορές του αστικού ή του εμπορικού δικαίου ενώπιον των δικαστηρίων ή των δικαιοδοτικών διαιτητικών οργάνων, παρά μόνον στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων που έχουν στην κυριότητά τους περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας
  • σε εργατικές διαφορές
  • για χρηματικές απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακά στοιχεία της κυριότητας τρίτων

Τα παρακάτω μέρη μπορούν να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές βάσει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου για την επικύρωση μιας υφιστάμενης απαίτησης που δεν επαληθεύθηκε στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή την προσβολή μιας επαληθευμένης απαίτησης:

  • ο οφειλέτης, εάν το δικαστήριο απορρίψει ένσταση κατά απαίτησης που έγινε δεκτή από τον διαχειριστή ή συμπεριλάβει την εν λόγω απαίτηση στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων
  • πιστωτής με απορριφθείσα απαίτηση, εάν το δικαστήριο δεν υπεισέλθει στην εξέταση της ένστασης ή εξαιρέσει την απαίτηση από τον κατάλογο των επαληθευμένων απαιτήσεων
  • πιστωτής, εάν το δικαστήριο απορρίψει την ένστασή του κατά της παραδοχής μιας απαίτησης άλλου πιστωτή ή συμπεριλάβει απαίτηση άλλου πιστωτή στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων.

Η αίτηση εξελέγξεως μιας απαίτησης μπορεί να κατατεθεί μέσα σε προθεσμία 14 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων. Ο διαχειριστής πρέπει να συμμετάσχει στη διαδικασία. Η αμετάκλητη απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές στις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εγκυρότητα μιας πώλησης περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας για τη ρευστοποίησή τους προσβάλλεται με αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εάν το περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα να πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό ή εάν το τίμημα της πώλησης δεν καταβλήθηκε. Στην τελευταία περίπτωση, ο αγοραστής μπορεί να αντικρούσει την αγωγή καταβάλλοντας το οφειλόμενο ποσό, και τους δεδουλευμένους τόκους από την ημερομηνία που ανακηρύχθηκε αγοραστής του πωληθέντος περιουσιακού στοιχείου.

Όταν ένας διάδικος παύει πλέον να κατέχει ένα περιουσιακό δικαίωμα μετά από την εκποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου για τη ρευστοποίησή του και την απόκτηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου και της κτήσης κυριότητας του αγοραστή, μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση αποκλειστικά με την άσκηση αγωγής κυριότητας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει όλες τις δίκες και τις διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού ή εμπορικού δικαίου στις οποίες μετέχει ο οφειλέτης ως διάδικος, εκτός από τις εργατικές διαφορές που αφορούν τις χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη. Το ανωτέρω δεν ισχύει αν, κατά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε άλλη υπόθεση στην οποία ο οφειλέτης είναι εναγόμενος, το δικαστήριο έχει κάνει δεκτή την εξέταση της ένστασης του οφειλέτη κατά ενός συμψηφισμού. Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί κινούνται εκ νέου, εάν η απαίτηση γίνει δεκτή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, δηλαδή εάν περιληφθεί στον πίνακα των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων.

Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί επαναλαμβάνονται με τη συμμετοχή: (1) του διαχειριστή και του πιστωτή, εάν η απαίτηση δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή ή στον πίνακα απαιτήσεων που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο ή (2) του διαχειριστή, του πιστωτή και του διαδίκου που πρόβαλε ένσταση, εάν η απαίτηση περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή, ωστόσο έχει προσβληθεί η αναγγελία της στον εν λόγω πίνακα. Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές που έχουν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Δεν αναστέλλονται οι εκκρεμείς διαδικασίες κατά του οφειλέτη για χρηματικές απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακά στοιχεία τρίτων.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πιστωτής με απαίτηση κατά του οφειλέτη βάσει μιας εμπορικής συναλλαγής μπορεί να καταθέσει αίτηση αφερεγγυότητας και να μετάσχει στις διαδικασίες που έχουν κινηθεί με αίτηση αφερεγγυότητας που είχε κατατεθεί από άλλον πιστωτή. Στην αίτηση, ο οφειλέτης μπορεί επίσης να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης και να ορίσει ένα πρόσωπο που πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρθηκαν για τους διαχειριστές και το οποίο μπορεί να διοριστεί αν το δικαστήριο διατάξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει προληπτικά και συντηρητικά μέτρα πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αφερεγγυότητας, εφόσον είναι αναγκαία για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Όταν είναι πρόδηλο ότι η συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης θα ήταν επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία, το δικαστήριο μπορεί, με αίτημα ενός πιστωτή, να διατάξει τη διακοπή των δραστηριοτήτων, είτε από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε μεταγενέστερα, αλλά πάντως πριν από την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να προταθεί ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Όταν τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το δικαστήριο ορίζει ένα ποσό το οποίο πρέπει να προκαταβληθεί από κάποιον πιστωτή σε συγκεκριμένη προθεσμία προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν ή δεν έχουν προκαταβληθεί οι αρχικές δαπάνες, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί μέσα σε ένα έτος από την έκδοση της διαταγής αναστολής των διαδικασιών.

Οι πιστωτές μπορεί να προσβάλουν τις δικαστικές διαταγές και τις αποφάσεις που εκδίδονται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και τις πράξεις και αποφάσεις των διοικητικών οργάνων του οφειλέτη, σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο εμπορικός νόμος.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι ειδοποιήσεις εμφάνισης και οι κλητεύσεις επιδίδονται στους πιστωτές που έχουν δικονομική θέση διαδίκου στις διαδικασίες, στην αντίστοιχη διεύθυνσή τους στη Βουλγαρία. Εάν ένας πιστωτής έχει αλλάξει διεύθυνση χωρίς να ενημερώσει το δικαστήριο σχετικά, όλες οι κλητεύσεις και τα έγγραφα προσαρτώνται στον φάκελο της υπόθεσης και θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί νομίμως. Όποιος πιστωτής δεν έχει διεύθυνση στη Βουλγαρία και η έδρα του βρίσκεται σε άλλη χώρα, πρέπει να υποδείξει διεύθυνση επίδοσης στη Βουλγαρία. Όταν δεν υποδεικνύεται διεύθυνση επίδοσης στη Βουλγαρία, η κλήτευση δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Έπειτα από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι πράξεις του δικαστηρίου που δεν προσβλήθηκαν και δεν υπόκεινται σε καταχώριση στο Εμπορικό Μητρώο ή σε κοινοποίηση στους διαδίκους, σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θεωρείται ότι κοινοποιήθηκαν στους διαδίκους με την καταχώρισή τους στο δικαστικό μητρώο. Όταν ο εμπορικός νόμος ορίζει ότι η κλήτευση επιδίδεται στους διαδίκους με δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στο Εμπορικό Μητρώο, η πρόσκληση, η ειδοποίηση ή η κλήτευση πρέπει να δημοσιευτεί τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία της συνέλευσης ή της δικασίμου.

Στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών παρίστανται οι πιστωτές που περιλαμβάνονται στον πίνακα που έχει συντάξει ο προσωρινός διαχειριστής βάσει των λογιστικών βιβλίων του οφειλέτη και των αποσπασμάτων αυτών και προσκομίζεται στην πρώτη συνέλευση. Οι πιστωτές παρίστανται στη συνέλευση αυτοπροσώπως ή διά πληρεξουσίου που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσει τον πιστωτή με γραπτό πληρεξούσιο. Όταν ο πιστωτής είναι φυσικό πρόσωπο, η υπογραφή του παρέχοντος την εξουσιοδότηση με το πληρεξούσιο πρέπει να φέρει συμβολαιογραφική θεώρηση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων των πιστωτών που περιλαμβάνονται στον πίνακα, εξαιρουμένων των ψήφων των πιστωτών που επί του παρόντος συνδέονται με τον οφειλέτη, των πιστωτών που συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας και των πιστωτών που απέκτησαν απαιτήσεις από τα μέρη που συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών:

  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης που έχει συντάξει ο προσωρινός διαχειριστής
  • ορίζεται μόνιμος διαχειριστής και γίνεται εισήγηση του διορισμού στο δικαστήριο
  • εκλέγεται επιτροπή πιστωτών.

Δεν θα συγκαλείται συνέλευση πιστωτών στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. αν πριν από την κατάθεση της αίτησης αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης δεν είχε υποβάλει για τρία έτη τις ετήσιες οικονομικές του εκθέσεις στο Εμπορικό Μητρώο
  2. αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του να συνεργάζεται με τον διαχειριστή και αρνείται να παραδώσει τα λογιστικά του βιβλία ή εάν τα λογιστικά του βιβλία τηρούνταν με προδήλως μη νόμιμο τρόπο.

Σ’ αυτή την περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής που διορίστηκε από το δικαστήριο εκτελεί τα καθήκοντά του μέχρι τον διορισμό ενός μόνιμου διαχειριστή από τη συνέλευση των πιστωτών, κατόπιν της δικαστικής επικύρωσης των απαιτήσεων που είχαν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να συγκληθεί από τον οφειλέτη, τον διαχειριστή, την επιτροπή των πιστωτών ή τους πιστωτές που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο του συνόλου των επαληθευμένων απαιτήσεων. Η συνέλευση των πιστωτών διενεργείται ανεξάρτητα από τον αριθμό των πιστωτών που παρίστανται και ως πρόεδρος ενεργεί ο εισηγητής δικαστής. Για τον σκοπό της λήψης αποφάσεων, κάθε πιστωτής έχει τις ψήφους που αντιστοιχούν στην αναλογία της απαίτησής του επί του συνόλου των επαληθευμένων απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου που έχει χορηγηθεί από το δικαστήριο. Δικαίωμα ψήφου μπορεί επίσης να χορηγηθεί στους πιστωτές στις δίκες ή τις διαδικασίες διαιτησίες που επαναλαμβάνονται κατά του οφειλέτη ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον η απαίτηση τεκμαίρεται με αδιάσειστες αποδείξεις οι πιστωτές με απορριφθείσες απαιτήσεις, που έχουν ασκήσει αναγνωριστικές αγωγές δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου και οι πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις, κατά των οποίων έχει ασκηθεί αγωγή που προσβάλλει το υποστατό της απαίτησης δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Δεν χορηγείται δικαίωμα ψήφου στους μη εξασφαλισμένους πιστωτές για νόμιμους ή συμβατικούς τόκους που καθίστανται πληρωτέοι μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, στους πιστωτές με δανειακές απαιτήσεις για δάνεια που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη από εταίρο ή μέτοχο και στους πιστωτές με απαιτήσεις από χαριστική αιτία ή από δαπάνες που επιβαρύνθηκε ο πιστωτής στη διαδικασία, εκτός από τις προκαταβληθείσες δαπάνες, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών που καταβλήθηκαν. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη συνήθη πλειοψηφία, εκτός αν άλλως ορίζεται στον εμπορικό νόμο.

Στη συνέλευση των πιστωτών:

  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης των δραστηριοτήτων του διαχειριστή
  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης της επιτροπής των πιστωτών
  • εκλέγεται ο διαχειριστής, σε περίπτωση που δεν έχει εκλεγεί
  • λαμβάνονται αποφάσεις για την απαλλαγή του διαχειριστή από τα καθήκοντά του και την αντικατάστασή του
  • ορίζεται η τρέχουσα αμοιβή, τροποποιείται η αμοιβή και καθορίζεται η τελική αμοιβή του διαχειριστή
  • εκλέγεται επιτροπή πιστωτών, σε περίπτωση που δεν έχει εκλεγεί επιτροπή, ή πραγματοποιούνται αλλαγές στη σύνθεσή της
  • προτείνεται στο δικαστήριο το ποσό της αξίωσης διατροφής που θα χορηγηθεί στον οφειλέτη και τα μέλη της οικογένειάς του
  • καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα ρευστοποιηθούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η μέθοδος και οι όροι αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, η επιλογή των εκτιμητών και η αμοιβή τους.

Εάν η συνέλευση των πιστωτών δεν μπορεί να αποφασίσει για τον διορισμό διαχειριστή, ο διορισμός πραγματοποιείται από το δικαστήριο και εάν η συνέλευση δεν μπορεί να αποφασίσει για τον τρόπο και τους κανόνες ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την απόφαση λαμβάνει ο διαχειριστής. Το δικαστήριο απαλλάσσει τον διαχειριστή από τα καθήκοντά του με αίτημα των πιστωτών με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το μισό των συνολικών απαιτήσεων. Το δικαστήριο, επί αιτήματος πιστωτή, μπορεί να απαλλάξει οποτεδήποτε τον διαχειριστή από τα καθήκοντά του, εάν δεν εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να λάβει απόφαση για τον διορισμό ενός εποπτικού οργάνου με εξουσία άσκησης ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του οφειλέτη για την περίοδο ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή για συντομότερη περίοδο, ακόμη κι όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά στο σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Με τη συμφωνία της συνέλευσης των πιστωτών, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον διαχειριστή την πώληση της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη πριν από την έγκριση της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, εάν το κόστος της αποθήκευσης της εν λόγω προσωπικής περιουσίας υπερβαίνει την αξία της ρευστοποιημένης περιουσίας έως ότου διαταχθεί η εν λόγω ρευστοποίηση. Τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να πωληθούν με συμφωνία της συνέλευσης των πιστωτών, εφόσον είναι απαραίτητο για την κάλυψη των εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και εάν κανένας πιστωτής δεν έχει συμφωνήσει να προκαταβάλει τις δαπάνες αφότου προσκλήθηκε σχετικά.

Με πρόταση του διαχειριστή και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με άμεση διαπραγμάτευση ή μέσω μεσολαβητή, στην περίπτωση που η προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα, που τέθηκαν προς πώληση στο σύνολό τους, ως ξεχωριστά τμήματα ή μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα, δεν πωλήθηκαν λόγω έλλειψης αγοραστών ή αποχώρησης αγοραστή.

Οι αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών δεσμεύουν όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων όσων δεν παρίσταντο στη συνέλευση. Με αίτημα του πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, εάν είναι παράνομη ή ιδιαίτερα επιζήμια για τα συμφέροντα μέρους των πιστωτών.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να εκλέξει επιτροπή πιστωτών που απαρτίζεται από τουλάχιστον τρία έως εννέα μέλη κατ’ ανώτατο όριο. Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να απαρτίζεται από μέλη που εκπροσωπούν τους ενέγγυους και μη εξασφαλισμένους πιστωτές, με εξαίρεση όσους αναφέρονται στο άρθρο 616 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου (οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των υπόλοιπων πιστωτών). Η επιτροπή των πιστωτών επικουρεί και εποπτεύει τις πράξεις του διαχειριστή ως προς τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, διενεργεί ελέγχους επί των εμπορικών αρχείων του οφειλέτη και των διαθέσιμων ταμειακών διαθεσίμων, εκφέρει τη γνώμη του για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη και την αμοιβή του προσωρινού και του αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου διαχειριστή, τις πράξεις που αφορούν τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ευθύνη του διαχειριστή σε άλλες περιπτώσεις. Τα μέλη της επιτροπής των πιστωτών δικαιούνται αποζημίωση για λογαριασμό των πιστωτών ποσού που καθορίζεται κατά τον χρόνο της εκλογής τους.

Ο διαχειριστής δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτά, άμεσα ή μέσω άλλου προσώπου, προσωπική περιουσία ή περιουσιακά δικαιώματα από την πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω περιορισμός ισχύει για τον σύζυγο του διαχειριστή, τους συγγενείς σε ευθεία γραμμή, και τους συγγενείς τους σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού.

Οι αστικές δίκες και οι διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού και εμπορικού δικαίου στις οποίες ο οφειλέτης είναι διάδικος, επαναλαμβάνονται και συνεχίζονται με τη συμμετοχή του διαχειριστή και του πιστωτή, εάν η απαίτηση δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή ή στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων από το δικαστήριο ή τον διαχειριστή, τον πιστωτή και τον διάδικο που είχε προβάλει την ένσταση, εάν η απαίτηση περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή αλλά έχει αμφισβητηθεί η ένταξή της στον πίνακα.

Το πτωχευτικό δικαστήριο, επί αιτήματος του πιστωτή, μπορεί να κάνει δεκτά τα συντηρητικά μέτρα που ορίζει ο νόμος για την εξασφάλιση των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Ο πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει οφειλή του έναντι του οφειλέτη, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 645 του εμπορικού νόμου. Για να αυξηθεί το μέγεθος της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής μπορεί να καταθέσει αγωγή δυνάμει των άρθρων 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων ως προς τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και να ασκήσει αγωγές με αίτημα την εκτέλεση ως προς τις εν λόγω απαιτήσεις. Εάν η αγωγή έχει κατατεθεί από πιστωτή, δεν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής ως προς την ίδια απαίτηση. Ωστόσο, ο δεύτερος πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να καταστεί ομόδικος ενάγων πριν από την πρώτη δικάσιμο.

Ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από τον διαχειριστή να προσκομίσει το αρχείο και την έκθεση προς διαβούλευση, και να συντάξει ειδική έκθεση για τα ζητήματα ενδιαφέροντος που δεν περιλήφθηκαν στην έκθεση της εκάστοτε περιόδου. Ο πιστωτής μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της γραπτής έκθεσης του διαχειριστή ως προς την ανάκλησή του μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία που προσκομίζεται η έκθεση.

Οι πιστωτές μπορεί να προβάλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Μπορεί να υποβάλουν γραπτές ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά απαιτήσεων, που έχουν γίνει δεκτές ή όχι από τον διαχειριστή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα.

Οι πιστωτές μπορεί να προβάλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Μπορεί να υποβάλουν γραπτές ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά των απαιτήσεων, που έχουν γίνει δεκτές ή όχι από τον διαχειριστή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και στη συνέχεια να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές με αίτημα την εξέλεγξη των απορριφθεισών απαιτήσεων ή των προσβολή του υποστατού των επαληθευμένων απαιτήσεων μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα.

Σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορούν να προτείνουν οι πιστωτές που έχουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ενέγγυων απαιτήσεων και οι πιστωτές που έχουν τουλάχιστον το ένα τρίτο των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων, με εξαίρεση τους πιστωτές: που έχουν απαιτήσεις από νόμιμους ή συμβατικούς τόκους ή μη εξασφαλισμένες οφειλές, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας με απαιτήσεις από δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος με απαιτήσεις από δωρεές και τις δαπάνες που επιβαρύνθηκε ο πιστωτής στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις προκαταβληθείσες δαπάνες, σε περίπτωση που τα περιουσιακά δικαιώματα του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψή τους.

Ο πιστωτής με επαληθευμένη απαίτηση ή δικαστικά αναγνωρισμένο δικαίωμα ψήφου μπορεί να προτείνει και να ψηφίσει (ακόμη και μη παριστάμενος, με συμβολαιογραφικά θεωρημένη επιστολή που φέρει την υπογραφή του) ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης για τους φορείς εκμετάλλευσης της αφερέγγυας επιχείρησης του οφειλέτη. Οι πιστωτές, περιλαμβανομένων όσων οι απαιτήσεις έχουν απορριφθεί και για τις οποίες έχει ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου, μπορεί να προβάλουν ένσταση κατά του εγκριθέντος σχεδίου μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία έγκρισης του σχεδίου.

Σε περίπτωση μη εκτέλεσης εκ μέρους του οφειλέτη των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει του σχεδίου, οι πιστωτές με ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων που ρευστοποιήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο, μπορεί να ζητήσουν την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο πιστωτής μπορεί να καταθέσει γραπτώς ένσταση κατά του πίνακα διανομής και στη συνέχεια να προσφύγει κατά της δικαστικής απόφασης περί επικύρωσης του πίνακα.

Εάν ο οφειλέτης αθετήσει εξωδικαστική συμφωνία που συνήφθη με τους πιστωτές βάσει του άρθρου 740 του εμπορικού νόμου, οι πιστωτές με ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων μπορεί να ζητήσουν από το δικαστήριο την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης ή ένας πιστωτής με απαίτηση που έχει επαληθευθεί ή επικυρωθεί με αγωγή μπορεί να ζητήσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί, μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής διαταγής για την αναστολή των διαδικασιών, εάν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου αποδεσμεύτηκαν τα ποσά που παρακρατούνταν για τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλύφθηκαν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της αίτησης του οφειλέτη για επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, κάθε οφειλέτης με απαίτηση που έχει επαληθευθεί ή επικυρωθεί με αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί να καταθέσει ένσταση κατ’ αυτής.

Επί αιτήματος πιστωτή, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να εισαγάγει δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εάν ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Ο πιστωτής που έχει πληρωθεί εν μέρει στην κύρια διαδικασία, συμμετέχει στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων στη δευτερεύουσα διαδικασία, εάν το μερίδιο που θα λάμβανε υπερβαίνει το ποσό που θα διανεμηθεί στους λοιπούς πιστωτές στο πλαίσιο της δευτερεύουσας διαδικασίας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο διαχειριστής έχει τις παρακάτω εξουσίες: να διεξάγει έρευνες και να επαληθεύει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη να συμμετέχει στις αγωγές που στρέφονται κατά του οφειλέτη ή να καταθέτει αγωγές για λογαριασμό του οφειλέτη στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, να ζητά τη λύση ή ακύρωση των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος να εισπράττει τα χρηματικά ποσά που οφείλονται στον οφειλέτη και να τα καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό με την άδεια του δικαστηρίου, να διαθέτει τα χρηματικά ποσά του οφειλέτη που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, όταν αυτό απαιτείται για τη διαχείριση και διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

Ο διαχειριστής πωλεί την προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία στο σύνολό τους, ξεχωριστά ή ως μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα μετά τη λήψη άδειας από το δικαστήριο και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών. Όταν δεν έχει ληφθεί σχετική απόφαση, ο τρόπος και η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και οι κανόνες εκτίμησής τους από τους επιλεγμένους εκτιμητές αποφασίζονται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής συντάσσει ειδοποίηση για την πώληση, η οποία περιέχει πληροφορίες για τον οφειλέτη, περιγραφή του πωλούμενου περιουσιακού στοιχείου, τους κανόνες και τη διαδικασία της πώλησης, την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της πώλησης, τον καταληκτικό χρόνο υποβολής προσφορών κατά την εν λόγω ημέρα και εκτίμηση της αξίας του πωλούμενου περιουσιακού στοιχείου. Ο διαχειριστής αναρτά την ειδοποίηση σε περίοπτη θέση στο δημοτικό κατάστημα του τόπου όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης του οφειλέτη και στην έδρα του οφειλέτη τουλάχιστον 14 ημέρες πριν από την ημερομηνία της πώλησης που μνημονεύεται στην ειδοποίηση. Επιπλέον, ο διαχειριστής συντάσσει αναλυτικό πρωτόκολλο με τις παραπάνω πράξεις και μεριμνά για τη δημοσίευσή του σε ειδικό δελτίο του Υπουργείου Οικονομίας 14 ημέρες πριν από την ημερομηνία της πώλησης που προσδιορίζεται στην ειδοποίηση.

Η πώληση διενεργείται στο γραφείο του διαχειριστή ή στην έδρα της επιχείρησης του οφειλέτη κατά την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην ειδοποίηση. Οι πλειοδότες που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην πώληση πρέπει να καταθέσουν ως προκαταβολή εγγυοδοσία, ίση με ποσοστό 10 τοις εκατό της εκτιμηθείσας αξίας. Κάθε πλειοδότης πρέπει να υποδείξει το προσφερόμενο τίμημα, αριθμητικά και ολογράφως, μαζί με το αποδεικτικό της κατάθεσης, μέσα σε σφραγισμένο φάκελο. Οι προσφορές υποβάλλονται στον διαχειριστή κατά την ημέρα της πώλησης έως την ταχθείσα προθεσμία και καταχωρίζονται με τη σειρά που παραλήφθηκαν σε ειδικό μητρώο. Μόλις παρέλθει η ταχθείσα προθεσμία, ο διαχειριστής ανακοινώνει τις προσφορές που ελήφθησαν ενώπιον των παριστάμενων πλειοδοτών και συντάσσει ένα ειδικό αρχείο των διαδικασιών. Είναι άκυρες οι προσφορές που υποβάλλονται από μη επιλέξιμους πλειοδότες και όσες είναι χαμηλότερου τιμήματος από το εκτιμηθέν, εφόσον υπάρχουν. Το ακίνητο πωλείται στον υπερθεματιστή. Εάν το υψηλότερο τίμημα είχε προσφερθεί από περισσότερους από έναν πλειοδότες, ο αγοραστής καθορίζεται με πλειστηριασμό, τον οποίο διενεργεί αμελλητί ο διαχειριστής ενώπιον των παριστάμενων πλειοδοτών. Ο υπερθεματιστής καταχωρίζεται στο πρακτικό που συντάσσει ο διαχειριστής, το οποίο στη συνέχεια υπογράφεται από τον διαχειριστή και όλους τους πλειοδότες. Ο αγοραστής πρέπει να καταβάλει το τίμημα, κατόπιν αφαίρεσης της εγγυοδοσίας ποσοστού 10 που είχε κατατεθεί ως προκαταβολή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της πώλησης. Όταν ο αγοραστής είναι πιστωτής με επαληθευμένη απαίτηση ή ενέγγυος πιστωτής, ο διαχειριστής συντάσσει έναν λογαριασμό διανομής, στον οποίο αναγράφει το τμήμα του τιμήματος που θα καταβληθεί από τον αγοραστή και θα παρακρατηθεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων άλλων πιστωτών καθώς και το τμήμα του τιμήματος που θα συμψηφιστεί με την απαίτηση του πιστωτή. Σε αυτή την περίπτωση, ο αγοραστής πρέπει να καταβάλει τα ποσά που πρέπει να παρακρατηθούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των υπόλοιπων πιστωτών, με τον τρόπο που ορίζει ο λογαριασμός διανομής, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του λογαριασμού ή, εάν δεν υπάρχουν άλλοι πιστωτές, την επιπλέον διαφορά του τιμήματος από την απαίτηση. Εάν το τίμημα (εκπλειστηρίασμα) δεν καταβληθεί μέσα σε 7 ημέρες, ο διαχειριστής προσφέρει το περιουσιακό στοιχείο στον πλειοδότη που προσέφερε το δεύτερο υψηλότερο τίμημα, εκτός αν αυτός έχει αποσύρει την εγγυοδοσία του. Με τη συναίνεση του εν λόγω πλειοδότη, ο διαχειριστής τον ανακηρύσσει αγοραστή. Ο διαχειριστής επαναλαμβάνει τη διαδικασία, εάν είναι αναγκαίο, έως ότου προσφερθεί το περιουσιακό στοιχείο σε όλους τους πλειοδότες που προσέφεραν τίμημα τουλάχιστον ίσο με το εκτιμηθέν.

Εάν δεν υπάρχουν πλειοδότες ή δεν έχουν ληφθεί έγκυρες προσφορές ή ο αγοραστής δεν καταβάλει το τίμημα, δημοσιεύεται νέα ειδοποίηση πώλησης και οργανώνεται νέος πλειστηριασμός με ανοικτή υποβολή προσφορών και τιμή πρώτης προσφοράς ίση με ποσοστό 80 τοις εκατό του εκτιμηθέντος. Οι προσφορές καταχωρίζονται στον πίνακα προσφορών, ενώ η βάση προσφορών καθορίζεται από τον διαχειριστή και αναγράφεται στην ειδοποίηση.

Εάν ο ανακηρυχθείς αγοραστής καταβάλει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, το δικαστήριο διατάσσει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή την ημέρα μετά την πληρωμή. Οι λοιποί πλειοδότες στον πλειστηριασμό και ο οφειλέτης μπορεί να προσβάλουν τη διαταγή ενώπιον του εφετείου. Εάν η διαταγή περί μεταβίβασης της κυριότητας ακυρωθεί ή η πώληση κηρυχθεί άκυρη, διοργανώνεται άλλος πλειστηριασμός μετά τη δημοσίευση νέας ειδοποίησης.

Ο αγοραστής αποκτά την κυριότητα του περιουσιακού δικαιώματος από τον διαχειριστή βάσει μιας ισχύουσας διαταγής μεταβίβασης κυριότητας και μιας απόδειξης που βεβαιώνει την πληρωμή των αναγκαίων τελών μεταβίβασης. Τον κίνδυνο της απώλειας του περιουσιακού δικαιώματος φέρει ο αγοραστής και οι δαπάνες διατήρησης αυτού έως τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία.

Όταν έχουν κινηθεί διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακού δικαιώματος συγκυρίων ως προς οφειλή μέρους των ιδιοκτητών, προσκομίζεται περιγραφή του συνολικού περιουσιακού δικαιώματος αλλά πωλείται μόνον το ενοχικό δικαίωμα του οφειλέτη. Το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί στο σύνολό του με τη γραπτή συναίνεση των υπόλοιπων συγκυρίων.

Σε περίπτωση πώλησης του περιουσιακού στοιχείου που ο οφειλέτης έχει υποθηκεύσει ή ενεχυράσει για να εξασφαλίσει την οφειλή άλλου συμβαλλόμενου ή το οποίο είχε αποκτήσει βεβαρημένο με υποθήκη ή ενέχυρο, ο διαχειριστής αποστέλλει ειδοποίηση στον ενέγγυο πιστωτή ενημερώνοντας τον για τον χρόνο της πώλησης. Καταρτίζεται ένας χωριστός λογαριασμός διανομής στον οποίο αναγράφονται τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στον ενέγγυο πιστωτή από την πώληση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Ο διαχειριστής παρακρατά το ποσό που πρέπει να πληρωθεί στον ενέγγυο πιστωτή βάσει του εν λόγω λογαριασμού διανομής και τον παραδίδει με προσκόμιση ενός εκτελεστού τίτλου ως προς την οφειλή ή ενός πιστοποιητικού περί της επαλήθευσης της απαίτησης στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής παρακρατά το ποσό που πρέπει να καταβληθεί σε έναν ενέγγυο πιστωτή με απαίτηση από ενεχυρασμένη οφειλή, με την προσκόμιση ενός πιστοποιητικού του μητρώου που να βεβαιώνει την καταχώριση του ενεχύρου και μιας συμβολαιογραφικής δήλωση που φέρει την υπογραφή του πιστωτή και βεβαιώνει το τρέχον ποσό του εξασφαλισμένου δανείου.

Με πρόταση του διαχειριστή και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με άμεση διαπραγμάτευση ή μέσω μεσολαβητή, στην περίπτωση που η προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα, που τέθηκαν προς πώληση στο σύνολό τους, ως ξεχωριστά τμήματα ή μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα, δεν πωλήθηκαν λόγω έλλειψης αγοραστών ή αποχώρησης αγοραστή. Το τίμημα της πώλησης δεν μπορεί να υπολείπεται ποσοστού 80 τοις εκατό της εκτίμησης. Αρχικά πρέπει να γίνει προσφορά εξαγοράς των μετοχών του οφειλέτη σε άλλες εταιρίες από τους λοιπούς εταίρους. Εάν η προσφορά δεν γίνει δεκτή σε περίοδο ενός μήνα, οι μετοχές πωλούνται. Σε αυτή την περίπτωση το τίμημα απόκτησης των μετοχών πρέπει να καταβληθεί σε περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 60 μήνες από την ημερομηνία επιλογής του αγοραστή και σύναψης μιας σύμβασης μετά την πλήρη εξόφληση του τιμήματος.

Εάν παραμένουν μισθωμένα στους εργαζόμενους του οφειλέτη αστικά ακίνητα που του ανήκουν, κατά την ημερομηνία που η συνέλευση των πιστωτών αποφασίζει τους κανόνες και τη διαδικασία της ρευστοποίησής τους, ο διαχειριστής πρέπει πρώτα να προσφέρει προς πώληση τα εν λόγω ακίνητα στους εργαζόμενους ή σε άλλα πρόσωπα με απαιτήσεις από τις εργασιακές τους σχέσεις με τον οφειλέτη, εκτός αν εκκρεμούν δίκες ως προς τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Ο διαχειριστής αποστέλλει γραπτή πρόσκληση σε κάθε πρόσωπο, η οποία περιέχει περιγραφή του περιουσιακού στοιχείου, την αποτίμησή του, την προθεσμία πληρωμής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 30 ημερών και μεγαλύτερη των 60, και τον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πρέπει να κατατεθεί το χρηματικό ποσό. Οι διάδικοι πρέπει να ανταποκριθούν στην ειδοποίηση μέσα σε 14 ημέρες και ενημερώνουν τον διαχειριστή για το αν επιθυμούν να αγοράσουν το περιουσιακό στοιχείο έναντι τιμήματος που ισούται με αυτό της εκτίμησης εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Με την καταβολή του τιμήματος, οι εργαζόμενοι μπορεί να συμψηφίσουν τις απαιτήσεις του ως προς τους μη καταβληθέντες μισθούς που τους οφείλει ο οφειλέτης. Η σύμβαση πώλησης καταρτίζεται με συμβολαιογραφική πράξη που υπογράφεται από τον διαχειριστή, ο οποίος ενεργεί ως πωλητής. Οι δαπάνες της πώλησης βαρύνουν τον πωλητή.

Ο διαχειριστής απαιτεί να του παραδοθεί ένα ενεχυρασμένο στοιχείο της προσωπικής περιουσίας ενός πιστωτή ή τρίτου και το πωλεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο Κεφάλαιο σαράντα έξι του εμπορικού νόμου, εκτός αν ο νόμος επιτρέπει τη διοργάνωση της πώλησης από τον πιστωτή χωρίς δικαστική παρέμβαση.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να προβληθούν οι παρακάτω απαιτήσεις:

  • οι απαιτήσεις που αφορούν ενεχυρασμένες ή υποθηκευμένες οφειλές ή απαιτήσεις για οφειλές που έχουν κατασχεθεί ή επισχεθεί, και έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο περί εμπράγματων βαρών
  • οι απαιτήσεις ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα που παρέχεται με το ενέχυρο
  • οι δαπάνες που έχουν προκύψει στις διαδικασίες αφερεγγυότητας (το τέλος χαρτοσήμου που πρέπει να πληρωθεί με την κατάθεση και κάθε άλλη δαπάνη έως την έναρξη ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας η αμοιβή του διαχειριστή οι απαιτήσεις των εργαζόμενων όταν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα οι δαπάνες αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας και οι αξιώσεις διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του)
  • οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εργασίες πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η νόμιμη αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης σε τρίτους
  • οι οφειλές του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, περιλαμβανομένων ενδεικτικά όσων απορρέουν από φόρους, τελωνειακούς δασμούς, τέλη και υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εάν έχουν προκύψει πριν από την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας και δεν καταβλήθηκαν κατά την αντίστοιχη ημερομηνία πληρωμής
  • κάθε εναπομένουσα μη εξασφαλισμένη απαίτηση που είχε προκύψει πριν από την κήρυξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • ο νόμιμος ή συμβατικός τόκος επί των μη εξασφαλισμένων οφειλών που οφείλεται μετά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος
  • οι δωρεές
  • οι δαπάνες των πιστωτών σε συνάρτηση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις δαπάνες του άρθρου 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες της δίκης).

Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις προέκυψαν μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας λαμβάνουν την πληρωμή που τους αναλογεί κατά την ημερομηνία της πληρωμής, και εάν δεν λάβουν πληρωμή, οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 722 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους στο πτωχευτικό δικαστήριο μέσα σε έναν μήνα από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που διατάσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, με μνεία των λόγων και του ποσού της απαίτησης, των προνομίων και των εμπράγματων εξασφαλίσεων και μιας διεύθυνσης επίδοσης, και προσκομίζοντας γραπτές αποδείξεις.

Το αργότερο σε 7 ημέρες μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός μήνα, ο διαχειριστής συντάσσει:

  • έναν πίνακα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, και οι οποίες κατατάσσονται ανάλογα με τη σειρά που παρελήφθησαν, με μνεία των λόγων και του ποσού της απαίτησης, των προνομίων και των εμπράγματων ασφαλειών και την ημερομηνία της κατάθεσης
  • έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που αυτοδικαίως υπόκεινται σε ένταξη στον πίνακα από τον διαχειριστή, ιδίως: οι απαιτήσεις των εργαζομένων από τις εργασιακές σχέσεις με τον οφειλέτη και οι οφειλές προς το δημόσιο, οι οποίες εκτιμώνται και προσδιορίζονται σε απόφαση που έχει αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα
  • έναν πίνακα με τις απορριφθείσες απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν.

Οι απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν μετά την προθεσμία του ενός μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο, και πάντως δύο μήνες μετά την ημερομηνία παρέλευσης της παραπάνω προθεσμίας, προστίθενται στον πίνακα των αναγγελθεισών απαιτήσεων και επαληθεύονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Μετά την παρέλευση της δεύτερης προθεσμίας δεν μπορούν να αναγγελθούν απαιτήσεις ως προς τις οφειλές που είχαν προκύψει πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που είχαν ανασταλεί, η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων ξεκινά από τη δημοσίευση της απόφασης δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου (απόφαση επανάληψης των διαδικασιών αφερεγγυότητας που είχαν ανασταλεί).

Οι απαιτήσεις που αφορούν οφειλή που δεν διευθετήθηκε κατά την ημερομηνία πληρωμής της και η οποία προέκυψε μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αλλά πριν από την επικύρωση ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης αναγγέλλονται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία και προστίθενται σε έναν πρόσθετο πίνακα που συντάσσεται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής μεριμνά για την ταχεία δημοσίευση των πινάκων στο Εμπορικό Μητρώο και τους καθιστά διαθέσιμους στους πιστωτές και τους οφειλέτες στο δικαστικό μητρώο.

Ο οφειλέτης, καθώς και οποιοσδήποτε πιστωτής, μπορεί να καταθέσει γραπτώς ένσταση ενώπιον του δικαστηρίου, κατά μιας επαληθευμένης ή απορριφθείσας απαίτησης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο, αποστέλλοντας αντίγραφο στον διαχειριστή. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απαίτηση που έχει επαληθευθεί με απόφαση η οποία αναπτύσσει εγκύρως τα αποτελέσματά της και εκδόθηκε μετά την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις οποίες συμμετείχε ο διαχειριστής.

Εάν δεν προβληθούν ενστάσεις κατά των πινάκων, το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν αυτοδικαίως, σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών αμέσως μετά την παρέλευση της περιόδου των επτά ημερών. Εάν κατατεθούν ενστάσεις κατά των πινάκων, η σύνθεση του δικαστηρίου τις εξετάζει σε δημόσια δικάσιμο, μετά από κλήτευση του διαχειριστή, του οφειλέτη, του πιστωτή με την αμφισβητούμενη επαληθευμένη ή απορριφθείσα απαίτηση και του πιστωτή που πρόβαλε ένσταση κατά της απαίτησης. Όταν είναι εφικτό, όλες οι ενστάσεις εκδικάζονται σε μία και μόνη δικάσιμο. Όταν μια ένσταση θεωρείται βάσιμη, το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα, έχοντας προβεί στην αναγκαία τροποποίηση. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο απορρίπτει τις ενστάσεις μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της δικασίμου. Η δικαστική απόφαση περί επικύρωσης του πίνακα δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο και δεν υπόκειται σε έφεση.

Ο πιστωτής που ανήγγειλε απαίτηση μετά από προθεσμία ενός μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο, και πάντως δύο μήνες από την ημερομηνία παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας, δεν μπορεί να προσβάλει την επαληθευμένη ή απορριφθείσα απαίτηση ή να ζητήσει τη διευθέτηση της οφειλής από την εναπομένουσα πτωχευτική περιουσία, σε περίπτωση ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι μεταγενέστερα αναγγελθείσες απαιτήσεις που έγιναν δεκτές σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία προστίθενται στον πίνακα που επικυρώνεται από το δικαστήριο.

Ο πιστωτής ή ο οφειλέτης που κατέθεσε απορριφθείσα ένσταση κατά του πίνακα που συνέταξε ο διαχειριστής και ένας πιστωτής με απαίτηση που εξαιρέθηκε από τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων ή ένας πιστωτής και ο οφειλέτης για απαίτηση που προστέθηκε στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων κατόπιν παραδεκτής ένστασης, μπορούν να καταθέσουν αίτηση δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου με αίτημα την εξέλεγξη απορρριφθείσας απαίτησης ή την ακύρωση επαληθευμένης απαίτησης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων. Η έναρξη ισχύος της απόφασης έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, επαληθευμένη απαίτηση είναι απαίτηση που περιλαμβάνεται στον πίνακα των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων, εκτός από τις απαιτήσεις για τις οποίες έχει κατατεθεί αίτηση εξέλεγξης δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο, η διανομή επιτρέπεται όταν διατίθεται επαρκές προϊόν από τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο διαχειριστής συντάσσει έναν πίνακα για τη διανομή των διαθέσιμων χρηματικών ποσών μεταξύ των πιστωτών, λαμβάνοντας υπόψη την προτεραιότητα κατάταξης, τα προνόμια και τις εμπράγματες ασφάλειες. Ο πίνακας διανομής δεν καθίσταται πλήρης έως την πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων ή τη ρευστοποίηση ολόκληρης της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από την προσωπική περιουσία που εξαιρείται από την πώληση. Ο πίνακας διανομής παραμένει αναρτημένος σε περίοπτη θέση για 14 ημέρες σε έναν ειδικό πίνακα ανακοινώσεων στις εγκαταστάσεις του δικαστηρίου που είναι ανοικτές στο κοινό. Ο πίνακας διανομής δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Μέσα στην προθεσμία που προσδιορίζεται παραπάνω, η επιτροπή πιστωτών και κάθε πιστωτής μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση κατά του πίνακα διανομής στο δικαστήριο. Το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα διανομής, έχοντας προβεί σε κάθε αναγκαία τροποποίηση κατόπιν επιβεβαίωσης, με αίτημά του ή άλλο αίτημα που προσβάλλει τη νομιμότητα του πίνακα. Η απόφαση επικύρωσης του πίνακα διανομής και οι ενστάσεις κατά αυτού δημοσιεύονται στο Εμπορικό Μητρώο, και με αυτό τον τρόπο ενημερώνονται οι πιστωτές και ο οφειλέτης. Η απόφαση που επικυρώνει τον πίνακα διανομής μπορεί να προσβληθεί από τον διαχειριστή, την επιτροπή πιστωτών ή πιστωτή, ανεξάρτητα από το αν ο εν λόγω πιστωτής έχει καταθέσει ένσταση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο ακύρωσε ή τροποποίησε τον πίνακα διανομής. Η διανομή βάσει του πίνακα που επικυρώνεται από το δικαστήριο πραγματοποιείται από τον διαχειριστή.

Οι παρακάτω απαιτήσεις διευθετούνται με την παρακάτω διαδικασία διευθέτησης απαιτήσεων με διανομή από την πτωχευτική περιουσία που ρευστοποιείται, που ορίζεται στο άρθρο 722 του εμπορικού νόμου:

  1. οι απαιτήσεις που είναι ασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη, κατάσχεση ή συντηρητική κατάσχεση, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο περί εμπράγματων βαρών — από το προϊόν της εκτέλεσης της ασφάλειας
  2. οι απαιτήσεις ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα από το ενέχυρο — από την αξία του περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με το ενέχυρο
  3. οι δαπάνες που έχουν προκύψει στις διαδικασίες αφερεγγυότητας (το τέλος χαρτοσήμου που πρέπει να πληρωθεί με την κατάθεση και κάθε άλλη δαπάνη που προκύπτει έως ότου τεθεί σε ισχύ η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας η αμοιβή του διαχειριστή οι απαιτήσεις των εργαζόμενων όταν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα τα έξοδα αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας και οι πληρωμές διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του)
  4. οι απαιτήσεις που απορρέουν από ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας κατά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  5. η νόμιμη αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης σε τρίτους
  6. οι οφειλές δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, περιλαμβανομένων ενδεικτικά όσων απορρέουν από φόρους, τελωνειακούς δασμούς, τέλη και υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εάν προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  7. εισπρακτέες απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και δεν καταβλήθηκαν κατά την εκάστοτε ημερομηνία πληρωμής
  8. κάθε τυχόν εναπομένουσα μη εξασφαλισμένη απαίτηση που είχε προκύψει πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  9. ο νόμιμος ή συμβατικός τόκος στις μη εξασφαλισμένες οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  10. τα δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος
  11. οι δωρεές
  12. οι δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκαν οι πιστωτές σε συνάρτηση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις δαπάνες που προκύπτουν σύμφωνα με το άρθρο 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες της δίκης).

Όταν τα διαθέσιμα κεφάλαια δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων που μνημονεύονται στα σημεία 3 ως 12, πραγματοποιούνται αναλογικές διανομές σε όλες τις τάξεις των πιστωτών. Όταν η κεντρική διοίκηση έχει αναγγείλει περισσότερες απαιτήσεις, οι οποίες έχουν επαληθευθεί, τα ποσά λαμβάνονται με μία μόνον πληρωμή από τον λογαριασμό διανομής των περιουσιακών στοιχείων, και με την παραλαβή τους, διανέμονται από την Εθνική Υπηρεσία Εσόδων, σύμφωνα με τον κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώνει αμελλητί το πτωχευτικό δικαστήριο και τον διαχειριστή για τη διανομή που διενεργήθηκε και συγκεκριμένα για:

τις απαιτήσεις από νόμιμους ή συμβατικούς τόκους ή μη εξασφαλισμένες οφειλές, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας τις απαιτήσεις από δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος οι πιστωτές με απαιτήσεις από δωρεές και τις δαπάνες που τους επιβάρυναν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες δίκης) μπορεί να ικανοποιηθούν αποκλειστικά μετά την πλήρη διευθέτηση των απαιτήσεων όλων των άλλων πιστωτών. Ο πιστωτής που ανήγγειλε απαίτηση μετά τη διανομή προστίθεται στον πίνακα των πιστωτών με απαιτήσεις που θα διευθετηθούν από μεταγενέστερες διανομές χωρίς να έχει το δικαίωμα να διευθετηθεί η οφειλή του σε υψηλότερη αναλογία της περιουσίας που ρευστοποιείται σε μεταγενέστερες διανομές ως αποζημίωση για την αναλογία που δεν είχε λάβει από προγενέστερες διανομές.

Οι εξασφαλισμένοι πιστωτές διατηρούν τις εμπράγματες ασφάλειές τους στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι απαιτήσεις τους διευθετούνται πρώτες, ενώ το εν λόγω προνόμιο παρέχεται μόνον ως προς το προϊόν της ρευστοποίησης της ασφάλειάς τους. Όταν το τίμημα πώλησης της προσωπικής περιουσίας που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη δεν επαρκεί για την κάλυψη του πλήρους ποσού της οφειλής, πλέον των δεδουλευμένων τόκων, ο πιστωτής συμμετέχει στη διανομή ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής. Όταν το τίμημα πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη υπερβαίνει την εξασφαλισμένη οφειλή, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, το εναπομένον ποσό προστίθεται στην πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης για τη διευθέτηση των απαιτήσεων των πιστωτών με δικαίωμα ενεχύρου.

Ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση έχει διευθετηθεί μερικώς στην κύρια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο έμπορος κηρύχθηκε αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, συμμετέχει στη διανομή της περιουσίας στη δευτερεύουσα διαδικασία που κινείται ενώπιον ενός δικαστηρίου της Βουλγαρίας, εάν έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, και η αναλογία που θα λάμβανε ο πιστωτής από τη διανομή της περιουσίας στη δευτερεύουσα διαδικασία υπερβαίνει την αναλογία των άλλων πιστωτών στην ίδια διαδικασία. Τα περιουσιακά στοιχεία που απομένουν μετά τη διανομή της περιουσίας στις δευτερεύουσες διαδικασίες άγονται στα περιουσιακά στοιχεία της κύριας διαδικασίας.

Μια απαίτηση της οποίας η εξόφληση έχει αναβληθεί, περιλαμβάνεται στην αρχική διανομή ως αμφισβητούμενη απαίτηση και στον λογαριασμό διανομής περιλαμβάνεται πρόβλεψη για τη διευθέτησή της. Η απαίτηση εξαιρείται από την τελική διανομή εάν εξακολουθεί να ισχύει η προϋπόθεση αναβολής της. Ωστόσο, απαίτηση που τελεί υπό αποσβεστική αίρεση περιλαμβάνεται στη διανομή ως ανεπιφύλακτη απαίτηση.

Στον λογαριασμό διανομής γίνονται επίσης προβλέψεις και παρακρατούνται τα ποσά της απαίτησης που προσβάλλεται με αγωγή. Όταν προσβάλλεται μόνο η εμπράγματη ασφάλεια ή το προνόμιο, η απαίτηση περιλαμβάνεται προσωρινά στη διανομή ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση έως την επιδίκαση της διαφοράς και στον λογαριασμό διανομής γίνεται πρόβλεψη παρακράτησης ποσού ίσου με αυτό που θα λάμβανε ο πιστωτής για εξασφαλισμένη απαίτηση. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή διανομής της πτωχευτικής περιουσίας που ρευστοποιήθηκε πρέπει να περιέχει πρόβλεψη για τις απορριφθείσες απαιτήσεις που προσβάλλονται με αίτηση εξελέγξεως δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου.

Ο διαχειριστής, ενεργώντας με δικαστική διαταγή, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Ο οφειλέτης μπορεί να εισπράξει το τυχόν ποσό που απομένει από την πτωχευτική περιουσία, μετά την πλήρη και οριστική διευθέτηση των οφειλών του.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Το δικαστήριο διατάσσει την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • αν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (η απόφαση περί αναστολής των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω ανεπαρκών διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και της μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών) δεν υποβληθεί αίτημα επανάληψης των διαδικασιών
  • μείωσης της πτωχευτικής περιουσίας
  • διευθέτησης του συνόλου των απαιτήσεων
  • επικύρωσης ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης
  • σύναψης μιας συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και όλων των πιστωτών με επαληθευμένες απαιτήσεις, εάν η συμφωνία πληροί τις ισχύουσες νόμιμες προϋποθέσεις και δεν έχει ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου ως προς μη υφιστάμενη επαληθευμένη απαίτηση.

Στις πρώτες τρεις περιπτώσεις, το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση περάτωσης των διαδικασιών, διατάσσει τη διαγραφή του εμπόρου, εκτός αν όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών έχουν διευθετηθεί και εξακολουθούν να υπάρχουν μη ρευστοποιημένα περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία. Κατά της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μέσα σε 7 ημέρες από την καταχώρισή της στο Εμπορικό Μητρώο.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν περατώνονται όταν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια τρίτων και εκκρεμούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των εμπράγματων ασφαλειών ή ο οφειλέτης είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη.

Βάσει του εθνικού δικαίου, η αναδιάρθρωση που αποσκοπεί στη διάσωση της επιχείρησης του οφειλέτη αποτελεί στοιχείο των κύριων διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η εξυγίανση της επιχείρησης συνιστά ένα αυτοτελές προαιρετικό στάδιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Το αίτημα αποκατάστασης προϋποθέτει την κατάθεση μιας ειδικής γραπτής αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου με την οποία να προτείνεται ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης από κάποιο από τα παρακάτω πρόσωπα: τον οφειλέτη, τον διαχειριστή, τους πιστωτές με το ένα τρίτο τουλάχιστον των ασφαλισμένων απαιτήσεων, τους πιστωτές με το ένα τρίτο τουλάχιστον των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων τους εταίρους ή τους μετόχους που κατέχουν το ένα τρίτο τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης του οφειλέτη έναν ομόρρυθμο εταίρο ή ποσοστό είκοσι τοις εκατό του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση του οφειλέτη.

Ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης (ή περισσότερα) μπορεί να προταθεί από τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αφερεγγυότητας έως και το πέρας ενός μήνα μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης περί επικύρωσης του πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές στο Εμπορικό Μητρώο. Τα έξοδα που έχουν προκύψει σε συνάρτηση με ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που προτείνεται από τον οφειλέτη ή τον διαχειριστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία και σε κάθε άλλη περίπτωση καλύπτονται από τον διάδικο που πρότεινε το σχέδιο.

Το περιεχόμενο του σχεδίου αναδιοργάνωσης πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 700 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου και να διευθετεί ζητήματα, όπως το μέτρο ικανοποίησης των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στους δικαστικά επικυρωμένους πίνακες κατά την ημερομηνία που προτάθηκε το σχέδιο τον τρόπο και το χρονοδιάγραμμα διευθέτησης των απαιτήσεων κάθε τάξης, τις εγγυήσεις πληρωμής των αμφισβητούμενων απορριφθεισών απαιτήσεων για τις οποίες εκκρεμούσαν δίκες κατά την ημερομηνία που προτάθηκε το σχέδιο τις προϋποθέσεις πλήρους ή εν μέρει απαλλαγής των εταίρων ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιριών από την ευθύνη το μέτρο ικανοποίησης των απαιτήσεων κάθε τάξης πιστωτών σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία που θα λάμβαναν βάσει μιας διανομής διενεργούμενης σύμφωνα με τη γενική διαδικασία που ορίζει ο νόμος τις εγγυήσεις που παρέχονται σε κάθε τάξη πιστωτών σε συνάρτηση με την εφαρμογή του σχεδίου τις διαχειριστικές, οργανωτικές, νομικές, οικονομικές, τεχνικές και λοιπές πράξεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την εφαρμογή του σχεδίου και τον αντίκτυπο του σχεδίου στους εργαζόμενους της επιχείρησης του οφειλέτη. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί επιπλέον να ορίζει τις προτεινόμενες πράξεις ή συναλλαγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της πώλησης του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης, των όρων και του τρόπου υλοποίησης της πώλησης, της κεφαλαιοποίησης του χρέους, της ανανέωσης υποχρεώσεων ή άλλων πράξεων και συναλλαγών (το σχέδιο εξαιρεί ειδικά τη δυνατότητα πώλησης των περιουσιακών στοιχείων των παρόχων ύδρευσης και αποχέτευσης που απαιτούνται για τις κύριες εργασίες του έως τον διορισμό νέου συναφούς παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης), τον διορισμό εποπτικού οργάνου με εξουσίες άσκησης ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του οφειλέτη για όλη τη διάρκεια του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή για συντομότερη περίοδο, την αναβολή των πληρωμών ή την αναστολή, την πλήρη ή μερική αποπληρωμή, την αναδιάρθρωση της εταιρίας ή άλλες πράξεις και συναλλαγές.

Εάν το σχέδιο πληροί τις απαιτήσεις του νόμου (άρθρο 700 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου), το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία κάνει δεκτή την εξέταση του σχεδίου από τη συνέλευση των πιστωτών και διατάσσει τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο μιας ειδοποίησης που ορίζει την ημερομηνία της συνέλευσης. Όποτε κρίνεται αναγκαίο, αποστέλλεται ειδοποίηση στον διάδικο που εισηγήθηκε το σχέδιο, με την οποία καλείται να άρει τις διαπιστωθείσες ελλείψεις. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης μέσα σε προθεσμία 7 ημερών.

Μόνον οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις με επαληθευμένες ή εξελεγμένες απαιτήσεις ή οι πιστωτές που έχουν λάβει δικαίωμα ψήφου από το δικαστήριο μπορεί να ψηφίζουν επί του σχεδίου. Οι πιστωτές ψηφίζουν ξεχωριστά στις επιμέρους τάξεις που ορίζει ο νόμος και μπορεί να ψηφίσουν χωρίς να παρίστανται στη συνέλευση μέσω μιας συμβολαιογραφικής εξουσιοδότησης υπογεγραμμένης από τον πιστωτή. Το σχέδιο εγκρίνεται από την κάθε τάξη πιστωτών με απλή πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων της εκάστοτε τάξης. Ενστάσεις κατά του εγκριθέντος σχεδίου μπορεί να κατατεθούν ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της ψηφοφορίας. Ενστάσεις μπορεί επίσης να κατατεθούν από πιστωτές που έχουν υποβάλει αιτήσεις εξελέγξεως των απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Το σχέδιο απορρίπτεται εάν καταψηφιστεί από περισσότερους από τους μισούς πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις. Στο Εμπορικό Μητρώο δημοσιεύεται ειδοποίηση έγκρισης του σχεδίου.

Το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης εάν αυτό πληροί τους όρους του άρθρου 705 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, δηλαδή αν συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκρισης από τους πιστωτές διαφορετικών τάξεων εάν έχει εγκριθεί από την πλειοψηφία των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν τις μισές από τις επαληθευμένες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στους δικαστικά επικυρωμένους πίνακες εάν το σχέδιο προβλέπει μερική πληρωμή, τουλάχιστον μία τάξη από τους πιστωτές που ενέκριναν το σχέδιο θα λάβει μερική πληρωμή όλοι οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται ισότιμα, εκτός αν οι ζημιωθέντες πιστωτές έχουν παραιτηθεί γραπτώς από τις ενστάσεις τους ως προς την έγκριση του σχεδίου το σχέδιο διασφαλίζει ότι ένας διαφωνών πιστωτής και ο διαφωνών οφειλέτης θα λάβουν την πληρωμή που θα λάμβαναν εάν τα περιουσιακά στοιχεία διανέμονταν σύμφωνα με τη γενική διαδικασία που ορίζει ο νόμος κανένας πιστωτής δεν θα λάβει μεγαλύτερο ποσό από το οφειλόμενο σε αυτόν σύμφωνα με την απαίτησή του που έχει γίνει δεκτή κανένα εισόδημα δεν θα καταβληθεί στους μετόχους ή τους εταίρους έως την πλήρη και οριστική διευθέτηση των απαιτήσεων της τάξης των πιστωτών των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από το σχέδιο καμία καταβολή διατροφής δεν θα γίνει υπέρ των εμπόρων με ατομική επιχείρηση, των ομόρρυθμων εταίρων και των οικογενειών τους σε ποσό που υπερβαίνει αυτό που όρισε το δικαστήριο έως την πλήρη και οριστική διευθέτηση των απαιτήσεων της τάξης των πιστωτών των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από το σχέδιο. Αν η συνέλευση των πιστωτών έχει εγκρίνει περισσότερα σχέδια και όλα τα σχέδια πληρούν τις νόμιμες απαιτήσεις, το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο που εγκρίθηκε από τους πιστωτές που έχουν περισσότερες από τις μισές των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να γίνει δεκτό στις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί από βουλγαρικό δικαστήριο, εάν ο έμπορος έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, με τη συναίνεση ωστόσο του διαχειριστή στην κύρια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο έμπορος κηρύχθηκε αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο.

Με την απόφαση για την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο κηρύσσει την περάτωση των διαδικασιών και ορίζει το εποπτικό όργανο που προτείνεται στο σχέδιο ή εκλέγεται από την επιτροπή πιστωτών. Η απόφαση επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης και η απόφαση που απορρίπτει ένα σχέδιο που έχει καταστρωθεί με σκοπό την εξυγίανση της επιχείρησης του οφειλέτη, και έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των πιστωτών, μπορεί να προσβληθούν με έφεση μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο.

Το σχέδιο που επικυρώνεται από το δικαστήριο είναι υποχρεωτικό για τον οφειλέτη και όλους τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις απορρέουν από οφειλές που προέκυψαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Κάθε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την έκδοση εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 405 του κώδικα πολιτικής δικονομίας με αίτημα την εκτέλεση μιας ρευστοποιημένης απαίτησης, ανεξαρτήτως του ποσού της.

Εάν ο οφειλέτης αθετήσει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης, οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ρευστοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο και οι οποίοι εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων, ή το εποπτικό όργανο που έχει διοριστεί από το δικαστήριο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας χωρίς να απαιτείται η απόδειξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θίγεται η ρευστοποίηση που προβλέπει το σχέδιο ως προς τα δικαιώματα και τις εμπράγματες ασφάλειες των πιστωτών. Δεν διεξάγονται διαδικασίες αποκατάστασης στις επαναληπτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εάν στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπεται η πώληση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης, πρέπει να συναφθεί συμφωνία πώλησης μέσα σε έναν μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης με την οποία επικυρώνεται το σχέδιο. Εάν δεν συναφθεί η συμφωνία πώλησης μέσα στην περίοδο που ορίζεται στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης, κάθε διάδικος μπορεί, μέσα σε έναν μήνα από την παρέλευση της περιόδου του ενός μήνα για τη σύναψη μιας σύμβασης πώλησης, να ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της σύναψης της συμφωνίας. Εάν κανείς διάδικος δεν ζητήσει την κήρυξη της σύναψης της συμφωνίας και ο πιστωτής έχει καταθέσει αίτηση, το πτωχευτικό δικαστήριο επαναλαμβάνει τις διαδικασίες και κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη.

Εκτός από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ο εμπορικός νόμος παρέχει μία ακόμη δυνατότητα διακανονισμού μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Ο οφειλέτης μπορεί να καταρτίσει ανεξάρτητα γραπτή συμφωνία διακανονισμού των οφειλών του με τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς εκπροσώπηση από τον διαχειριστή. Εάν η συμφωνία πληροί τις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος, το δικαστήριο αναστέλλει τις διαδικασίες, εάν έχουν ασκηθεί αναγνωριστικές αγωγές που προσβάλλουν το υποστατό των επαληθευμένων απαιτήσεων, βάσει του άρθρου 694 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Έφεση κατά της απόφασης μπορεί να ασκηθεί μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της δημοσίευσής της στο Εμπορικό Μητρώο.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η τελική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση για την προσωπική περιουσία του οφειλέτη που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία και εξαιρείται από την πώληση και μπορεί να αποφασίσει ότι η προσωπική περιουσία αμελητέας αξίας ή οι απαιτήσεις των οποίων η είσπραξη θα ήταν αδικαιολόγητα δυσχερής επιστρέφονται στον οφειλέτη. Ο διαχειριστής, ενεργώντας με δικαστική διαταγή, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις.

Με το πέρας των διαδικασιών αφερεγγυότητας η γενική κατάσχεση αίρεται και το συντηρητικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίως από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οποιαδήποτε μη αναγγελθείσα απαίτηση και τα δικαιώματα που δεν ασκήθηκαν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας παραγράφονται. Οι απαιτήσεις που δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας παραγράφονται, εκτός εάν επαναληφθούν οι διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 744 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (εάν μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών ρευστοποιηθούν τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί για τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλυφθούν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας).

Εάν ο οφειλέτης έχει συνάψει συμφωνία διευθέτησης οφειλών με όλους τους πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις και οι διαδικασίες αφερεγγυότητας έχουν περατωθεί, οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν αποκατάσταση σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του αστικού δικαίου, εκτός αν άλλως ορίζει ο εμπορικός νόμος. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τη συμφωνία διευθέτησης των οφειλών, οι οφειλέτες που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό των συνολικών απαιτήσεων μπορεί να ζητήσουν την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας χωρίς την απαίτηση της απόδειξης της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης.

Με το πέρας των διαδικασιών αφερεγγυότητας μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ξεκινά νέα προθεσμία παραγραφής σύμφωνα με το άρθρο 110 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων για τις ενοχές που προέκυψαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας με ισχύ από την ημερομηνία που η απόφαση επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης παράγει τα αποτελέσματά της, όταν οι εν λόγω ενοχές πρέπει να διευθετηθούν άμεσα ή από την ημερομηνία που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπει την αναβολή τους. Σύμφωνα με το άρθρο 110 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, όλες οι απαιτήσεις παραγράφονται με την παρέλευση της πενταετούς νόμιμης προθεσμίας παραγραφής, εκτός αν άλλως προβλέπει ο νόμος. Όταν κατατίθεται αίτηση επανάληψης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η νόμιμη προθεσμία παραγραφής των επαληθευμένων απαιτήσεων αναστέλλεται για όλη τη διάρκεια της επαναληπτικής διαδικασίας. Οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν την έκδοση ενός εκτελεστού τίτλου ως προς τη ρευστοποιημένη τους απαίτηση, ανεξαρτήτως του ποσού της, βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στις δαπάνες των διαδικασιών αφερεγγυότητας περιλαμβάνονται:

  • το τέλος χαρτοσήμου που οφείλεται για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και κάθε άλλη δαπάνη που έχει προκύψει μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η αμοιβή του διαχειριστή
  • οι απαιτήσεις των εργαζόμενων της επιχείρησης του οφειλέτη όταν δεν έχει παύσει την εμπορική της δραστηριότητα
  • οι δαπάνες αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας
  • οι αξιώσεις διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του

Δεν προκαταβάλλεται τέλος χαρτοσήμου όταν την αίτηση αφερεγγυότητας έχει καταθέσει ο οφειλέτης. Το τέλος χαρτοσήμου καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία μετά τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων. Όταν την αίτηση αφερεγγυότητας έχει καταθέσει ο πιστωτής, και ένας άλλος πιστωτής καθίσταται διάδικος στη δίκη, το τέλος χαρτοσήμου εισπράττεται από τον πιστωτή ή τον διάδικο που έχει ομοίως καταστεί πιστωτής.

Για τον σκοπό της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όταν τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ή όταν καθορίζεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας ότι τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το δικαστήριο καθορίζει ένα ποσό που θα προκαταβληθεί μέσα σε περίοδο που ορίζεται από τον οφειλέτη ή τον πιστωτή. Τα αρχικά έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας εκτιμώνται από το δικαστήριο, συνυπολογιζόμενης της τρέχουσας αμοιβής του προσωρινού διαχειριστή και των εκτιμώμενων δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Όταν ο οφειλέτης είναι προσωπική εταιρία, το δικαστήριο αποφασίζει για την προκαταβολή των εξόδων, συνυπολογίζοντας τα περιουσιακά στοιχεία των ομόρρυθμων εταίρων.

Από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι δαπάνες καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία. Για τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διαταγή με την οποία ο διαχειριστής εξουσιοδοτείται να προβεί στις αναγκαίες διαθέσεις.

Όταν οι διαδικασίες βρίσκονται στο στάδιο της αύξησης της πτωχευτικής περιουσίας, το τέλος χαρτοσήμου δεν προκαταβάλλεται. Δεν εισπράττεται τέλος χαρτοσήμου όταν καταχωρίζονται στο Εμπορικό Μητρώο περιστάσεις που αφορούν την αφερεγγυότητα βάσει δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και με τη σύσταση ή άρση μιας συντηρητικής ή γενικής κατάσχεσης.

Στις διαδικασίες που κινούνται με αίτημα ακύρωσης μιας συναλλαγής βάσει των άρθρων 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, το τέλος χαρτοσήμου δεν χρειάζεται να προκαταβληθεί, ανεξάρτητα από τον βαθμό του δικαστηρίου. Εάν το αίτημα γίνει δεκτό, το τέλος χαρτοσήμου το καταβάλλει ο διάδικος που ηττήθηκε στη δίκη. Εάν το αίτημα απορριφθεί, το τέλος χαρτοσήμου καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία. Εάν το αίτημα ακύρωσης της συναλλαγής κατατέθηκε από τον διαχειριστή και απορρίφθηκε, οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας που βάρυναν τρίτους καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία.

Δεν προκαταβάλλεται τέλος χαρτοσήμου ως προς αναγνωριστική αγωγή που ασκήθηκε από πιστωτή ή οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Εάν απορριφθεί η αγωγή, οι δαπάνες πρέπει να καταβάλλονται από τον ενάγοντα.

Μια απαίτηση πιστωτή που αναγγέλλεται μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης, αλλά το αργότερο δύο μήνες μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, προστίθεται στον κατάλογο των αναγγελθεισών και επαληθευμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Οι πρόσθετες δαπάνες που προέκυψαν κατά την αναγγελία της απαίτησης καταβάλλονται από τον πιστωτή που κατέθεσε την απαίτηση.

Οι δαπάνες που έχουν προκύψει σε συνάρτηση με ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που προτείνεται από τον οφειλέτη ή τον διαχειριστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία και σε κάθε άλλη περίπτωση καλύπτονται από τον διάδικο που πρότεινε το σχέδιο. Εκτός αν άλλως ορίζεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει το τέλος χαρτοσήμου και τις δαπάνες.

Οι δαπάνες που προέκυψαν για τη διατήρηση της περιουσίας που θα ρευστοποιηθεί καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία έως ότου ο αγοραστής καταστεί κύριος του περιουσιακού στοιχείου. Οι δαπάνες που προέκυψαν κατά την πώληση των οικιστικών αποθεμάτων του οφειλέτη τα οποία ήταν μισθωμένα σε εργαζόμενους βαρύνουν τον πωλητή.

Κατά τη διανομή των ρευστοποιημένων περιουσιακών στοιχείων, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις δαπάνες των διαδικασιών αφερεγγυότητας καταβάλλονται μετά τη διευθέτηση των εξασφαλισμένων απαιτήσεων και των απαιτήσεων ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα παρακράτησης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Ο εμπορικός νόμος προβλέπει εγγυήσεις προστασίας των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας έναντι των πράξεων και των συναλλαγών που διενεργεί/καταρτίζει ο οφειλέτης για να μειώσει την πτωχευτική περιουσία και να παραβλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών. Ο νόμος εισάγει την έννοια της «ύποπτης περιόδου» — ένα αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν θιγεί τα συμφέροντα των πιστωτών, σε περίπτωση που διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν συγκεκριμένες πράξεις και συναλλαγές στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Η διάρκεια της ύποπτης περιόδου διαφέρει ανάλογα με το είδος της συναλλαγής την οποία αφορά το νόμιμο τεκμήριο ή η πρόκληση ζημίας. Για συγκεκριμένες συναλλαγές και πράξεις, η ύποπτη περίοδος ξεκινά από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως δεν μπορεί να απέχει πλέον του έτους από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ενώ περατώνεται κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Σε άλλες περιπτώσεις, έχει διάρκεια τριών ετών, δύο ετών ή ενός έτους πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και περιλαμβάνει το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία κατατέθηκε η αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και της ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Θεωρούνται ομοίως επιζήμιες συγκεκριμένες πράξεις και συναλλαγές που διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν μετά τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση της πάγιας διαδικασίας, δηλαδή χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή.

Τα είδη των πράξεων και των συναλλαγών που τεκμαίρονται επιζήμιες σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο ορίζονται περιοριστικά και εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: άκυρες και ανίσχυρες για τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι άκυρες συναλλαγές διέπονται από το άρθρο 646 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι οι παρακάτω πράξεις και συναλλαγές είναι άκυρες για τους πιστωτές, εάν διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση των κανόνων που θεσπίστηκαν για τη διαδικασία:

  1. η διευθέτηση μιας οφειλής που προέκυψε πριν από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης επί περιουσιακού δικαιώματος ή στοιχείου της προσωπικής περιουσίας που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία
  3. συναλλαγή που αφορά δικαίωμα ή περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας.

Τα άλλα είδη των επιζήμιων πράξεων και συναλλαγών που μπορεί να κηρυχθούν ανίσχυρες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 645 παράγραφος 3, 646 παράγραφος 2 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων. Οι εν λόγω πράξεις και συναλλαγές καθίστανται ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας μόνον αν κηρυχθούν ανίσχυρες με αμετάκλητη απόφαση.

Σύμφωνα με το άρθρο 646 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές που διενεργούνται/καταρτίζονται από τον οφειλέτη μετά την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης μπορεί να κηρυχθούν ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές στις αντίστοιχες προθεσμίες:

  1. η πρώιμη διευθέτηση μιας υποχρέωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου διευθέτησης, μέσα σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης για την εξασφάλιση μιας προηγουμένως μη εξασφαλισμένης απαίτησης κατά του οφειλέτη μέσα σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  3. η διευθέτηση από τον οφειλέτη μιας ληξιπρόθεσμης και απαιτητής υποχρέωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου διευθέτησης, μέσα σε περίοδο έξι μηνών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Εάν ο πιστωτής γνώριζε ότι ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, η διάρκεια της ύποπτης περιόδου στις πρώτες δύο περιπτώσεις παρατείνεται στα δύο έτη και στην τρίτη περίπτωση — σε ένα έτος. Η γνώση τεκμαίρεται όταν ο οφειλέτης και ο πιστωτής είναι συνδεδεμένα μέρη ή όταν ο πιστωτής γνώριζε ή μπορούσε να έχει γνώση των περιστάσεων που εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος.

Επίκληση της μη εκτελεστότητας δεν μπορεί να γίνει στην πρώτη και την τρίτη περίπτωση, εάν η υποχρέωση διευθετείται κατά τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη και όταν:

  • συμμορφώνεται με τους όρους που συμφωνούν οι διάδικοι και εκτελείται ταυτόχρονα με την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ίσης αξίας προς τον οφειλέτη ή μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαιτητή υποχρέωση, ή
  • μετά την πληρωμή, ο πιστωτής παρείχε αγαθά ή υπηρεσίες ίσης αξίας στον οφειλέτη.

Επίκληση της μη εκτελεστότητας δεν μπορεί να γίνει στη δεύτερη περίπτωση, εάν το ενέχυρο ή η υποθήκη είχε συσταθεί:

  • πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση δανείου στον οφειλέτη
  • σε αντικατάσταση άλλης εμπράγματης ασφάλειας, που δεν μπορεί να κηρυχθεί ανίσχυρη δυνάμει των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα I, Κεφάλαιο 41 του εμπορικού νόμου
  • προς εξασφάλιση ενός δανείου που χορηγήθηκε για τον σκοπό της απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη.

Η ακυρότητα που κηρύσσεται βάσει του άρθρου 646 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου δεν θίγει τα δικαιώματα που αποκτώνται καλόπιστα από τρίτους πριν από την κατάθεση της αίτησης με την οποία ασκήθηκε αγωγή ακύρωσης μιας συναλλαγής. Τεκμαίρεται η κακή πίστη έως αποδείξεως του αντιθέτου, εάν ο τρίτος συνδέεται με τον οφειλέτη ή το πρόσωπο με το οποίο διαπραγματεύτηκε ο οφειλέτης.

Οι κρατικές απαιτήσεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που υπόκεινται σε ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, που έχουν καταβληθεί από τον οφειλέτη, δεν μπορεί να ακυρωθούν ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία που ορίστηκαν παραπάνω.

Σύμφωνα με το άρθρο 647 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, οι παρακάτω πράξεις και συναλλαγές του οφειλέτη, εάν εκτελούνται μέσα στις οριζόμενες χρονικές περιόδους, μπορεί να ακυρωθούν ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας:

  1. οι συναλλαγές χωρίς αντάλλαγμα, εκτός από συνήθεις δωρεές, που συνάπτονται με συμβαλλόμενο ο οποίος συνδέεται με τον οφειλέτη σε διάστημα τριών ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. οι συναλλαγές χωρίς αντάλλαγμα που συνάπτονται σε διάστημα δύο ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  3. οι συναλλαγές ελλειμματικής αξίας που συνάπτονται σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης.
  4. οι υποθήκες, τα ενέχυρα ή οι προσωπικές ασφάλειες που συστάθηκαν ως προς υποχρεώσεις σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης
  5. οι υποθήκες, τα ενέχυρα ή οι προσωπικές ασφάλειες που συστάθηκαν ως προς υποχρεώσεις τρίτων σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης
  6. οι συναλλαγές που είναι επιζήμιες για τους πιστωτές και συνήφθησαν με έναν συμβαλλόμενο ο οποίος συνδέεται με τον οφειλέτη σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το άρθρο 647 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου εφαρμόζεται επίσης στις πράξεις και τις συναλλαγές που έχουν διενεργηθεί/καταρτιστεί στο διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η ακύρωση δεν θίγει τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων που έχουν αποκτηθεί έναντι ανταλλάγματος πριν από την κατάθεση της αίτησης.

Ένας συμψηφισμός μπορεί να ακυρωθεί ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση και βάρυνε τον οφειλέτη με υποχρέωση πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, γνωρίζοντας κατά τον χρόνο της απόκτησης της απαίτησης ή της επιβάρυνσης με την υποχρέωση ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή αφερέγγυος ή ότι είχε κατατεθεί αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ανεξάρτητα από τον χρόνο δημιουργίας των αμοιβαίων οφειλών, ο συμψηφισμός που πραγματοποιείται από τον οφειλέτη μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως μέσα στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας που κατατέθηκε η αίτηση, είναι άκυρος ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από το τμήμα της οφειλής που θα λάμβανε ο πιστωτής κατά τον χρόνο της διανομής μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

Το άρθρο 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων διέπει τις αγωγές που μπορεί να ασκήσει ο διαχειριστής ή ένας πιστωτής για την ακύρωση των επιζήμιων πράξεων του οφειλέτη εάν οι επιζήμιες επιπτώσεις τους ήταν γνωστές στον οφειλέτη. Όταν κίνητρο της αγωγής είναι το κέρδος, ο διάδικος με τον οποίο διαπραγματεύεται ο οφειλέτης ομοίως τεκμαίρεται ότι έχει γνώση της ζημίας. Η ακυρότητα δεν θίγει τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων που έχουν αποκτηθεί έναντι ανταλλάγματος, πριν από την κατάθεση της αγωγής ακύρωσης της συναλλαγής. Η γνώση τεκμαίρεται έως αποδείξεως του αντιθέτου, εάν ο τρίτος είναι σύζυγος, ανιών, κατιών ή αδελφός του οφειλέτη. Η πράξη που διενεργείται πριν από την έγερση μιας απαίτησης, είναι άκυρη μόνον εφόσον πραγματοποιήθηκε από τον οφειλέτη ή το μέρος με το οποίο διαπραγματεύτηκε ο οφειλέτης με σκοπό τη ζημία του πιστωτή.

Οι αγωγές με αίτημα την ακύρωση ή κήρυξη της ακυρότητας πράξεων ή συναλλαγών ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας και οι παρακολουθηματικές αγωγές για εκτέλεση προκειμένου να αυξηθεί η πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκηθούν από τον διαχειριστή, ή σε περίπτωση που δεν το πράξει ο διαχειριστής, από οποιονδήποτε πιστωτή της πτωχευτικής περιουσίας. Όταν η αγωγή κατατίθεται από τον πιστωτή, το δικαστήριο καθιστά τον διαχειριστή ομόδικο ενάγοντα, με ίδια πρωτοβουλία (sua sponte). Σε περίπτωση που η αγωγή έχει κατατεθεί από πιστωτή, δεν επιτρέπεται η δεύτερη κατάθεση αγωγής ως προς την ίδια απαίτηση. Ωστόσο, ο δεύτερος πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να λάβει τη θέση του ομόδικου ενάγοντα πριν από την πρώτη δικάσιμο, σε περίπτωση που μια αμετάκλητη απόφαση που έχει αναπτύξει τα έννομα αποτελέσματά της, είναι έγκυρη και εκτελεστή για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές.

Εάν το δικαστήριο κηρύξει άκυρη μια συναλλαγή που αφορά τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, επιστρέφονται τα περιουσιακά στοιχεία που έχει παράσχει τρίτος και ο εν λόγω τρίτος αποκτά την ιδιότητα του πιστωτή στη διαδικασία εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία ή οφείλονται χρηματικά ποσά.

Η αγωγή ακύρωσης μιας συναλλαγής του διαχειριστή στην κύρια ή δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της οποίας κηρύχθηκε αφερέγγυος ένας έμπορος από αλλοδαπό δικαστήριο ή στη δευτερεύουσα διαδικασία που κινείται από δικαστήριο της Βουλγαρίας, εάν ο έμπορος έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, θεωρείται ότι έχει ασκηθεί και στις δύο διαδικασίες.

Τελευταία επικαιροποίηση: 17/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.