

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Το κεφάλαιο ХХХVІІІ «Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής» του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αριθ. 59 της 20ής Ιουλίου 2007, με ισχύ από την 1η Μαρτίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την ΕτΚ αριθ. 42/2009, και τροποποιήθηκε εκ νέου με την ΕτΚ αριθ. 13/2017) ορίζει μια απλοποιημένη διαδικασία με την οποία ο αιτών μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του, όταν αυτή είναι απίθανο να αμφισβητηθεί από τον καθ’ ου.
Την έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητήσει ο πιστωτής που έχει τις εξής απαιτήσεις:
Επιπλέον, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 417 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ), ο αιτών μπορεί επίσης να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής όταν η απαίτηση, ανεξάρτητα από το ύψος της, αφορά:
Όταν η αίτηση συνοδεύεται από έγγραφο βάσει του άρθρου 417 ΚΠολΔ στο οποίο παραπέμπει η απαίτηση, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την άμεση εκτέλεση και να εκδώσει διαταγή εκτέλεσης.
Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από ορισμένες πράξεις του άρθρου 417 ΚΠολΔ δεν τάσσεται ανώτατο χρηματικό όριο.
Βάσει των υπόλοιπων διατάξεων για τις χρηματικές απαιτήσεις, τις απαιτήσεις για ανταλλάξιμα πράγματα ή τη μεταβίβαση κινητών περιουσιακών στοιχείων, η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί μόνο όταν η απαίτηση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του πρωτοδικείου. Το πρωτοδικείο είναι αρμόδιο για τις απαιτήσεις που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις με αξία που δεν υπερβαίνει το ποσό των 25. 000 BGN (λεβ), καθώς και για όλες τις απαιτήσεις διατροφής, τις εργατικές διαφορές και τις απαιτήσεις από γνωστοποίηση ελαττώματος.
Η προσφυγή στη διαδικασία είναι προαιρετική. Ακόμη κι αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της έκδοσης διαταγής πληρωμής, ο αιτών δεν είναι υποχρεωμένος να επιλέξει την παρούσα διαδικασία προστασίας των δικαιωμάτων του και μπορεί να εγείρει την αξίωσή του με τη γενική διαδικασία.
Διαταγή πληρωμής δεν εκδίδεται όταν ο οφειλέτης δεν έχει μόνιμη διεύθυνση και συνήθη κατοικία ή έδρα και τόπο άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.
Η αίτηση κατατίθεται στο πρωτοδικείο που είναι αρμόδιο βάσει της μόνιμης διεύθυνσης ή της έδρας του οφειλέτη και το δικαστήριο έχει τρεις ημέρες για τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της κατά τόπον αρμοδιότητας. Εάν το δικαστήριο φρονεί ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, τη διαβιβάζει στο ορθό δικαστήριο.
Η χρήση των εντύπων αίτησης που έχουν εγκριθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης είναι υποχρεωτική. Οι αιτήσεις συνιστούν παράρτημα του κανονισμού αριθ. 6 της 20ής Φεβρουαρίου 2008 για την έγκριση των εντύπων των διαταγών πληρωμής, των αιτήσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής και συναφών εγγράφων της διαδικασίας «έκδοσης διαταγής πληρωμής», που έχουν εκδοθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Δεν είναι υποχρεωτική.
Η αίτηση θα πρέπει να εκθέτει τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η απαίτηση και την ουσία του αιτήματος.
Η αίτηση δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία για τη θεμελίωση της απαίτησης. Ο αιτών μπορεί να επισυνάψει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ωστόσο δεν έχει σχετική υποχρέωση, διότι αποκλειστικός σκοπός της διαδικασίας είναι η επαλήθευση του κατά πόσον αμφισβητείται η απαίτηση. Αρκεί να ισχυριστεί ο αιτών ότι υφίσταται η απαίτησή του. Εάν ο οφειλέτης προσβάλει τη διαταγή πληρωμής, η ύπαρξη της απαίτησης επαληθεύεται στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από εξουσιοδότηση, εάν κατατίθεται από πληρεξούσιο, καθώς και από απόδειξη πληρωμής των δικαστικών ενσήμων και των δικαστικών εξόδων, όταν συντρέχει σχετική περίπτωση.
Η αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής απορρίπτεται στις εξής περιπτώσεις:
Η διαταγή πληρωμής δεν υπόκειται σε έφεση από τους διαδίκους, εκτός από το μέρος που αφορά τα έξοδα. Διαταγή που απορρίπτει, συνολικά ή εν μέρει, την αίτηση μπορεί να προσβληθεί με έφεση από τον αιτούντα στο οικείο περιφερειακό δικαστήριο με μη επιδοτέα έφεση για την οποία δεν υποβάλλεται αντίγραφο επίδοσης. Σε έφεση υπόκειται επίσης η διαταγή άμεσης εκτέλεσης που εκδίδει το δικαστήριο στις περιπτώσεις κατάθεσης εγγράφου σύμφωνα με το άρθρο 417 ΚΠολΔ. Η μη επιδοτέα έφεση κατά της διαταγής άμεσης εκτέλεσης πρέπει να κατατεθεί από κοινού με την ένσταση κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής και μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε ισχυρισμούς που απορρέουν από τις πράξεις του άρθρου 417 ΚΠολΔ.
Μετά την παραλαβή της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει γραπτή ανακοπή εντός δύο εβδομάδων. Ανακοπή με την έννοια του άρθρου 414 ΚΠολΔ συνιστά οτιδήποτε δεν συνάδει με την εκτέλεση, οποιαδήποτε μορφή διαφωνίας, οποιαδήποτε δήλωση από την οποία καθίσταται πρόδηλο ότι ο οφειλέτης δεν προτίθεται να πληρώσει. Ρητά ορίζεται ότι η ανακοπή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη.
Αν ο οφειλέτης ασκήσει ανακοπή εμπρόθεσμα, το δικαστήριο υποδεικνύει στον αιτούντα να ασκήσει αγωγή για τη στοιχειοθέτηση της απαίτησης μέσα σε ένα μήνα, καταβάλλοντας το υπόλοιπο του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου. Εάν ο αιτών δεν προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία της άσκησης της αγωγής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής ή το μέρος αυτής για το οποίο δεν προβλήθηκε απαίτηση.
Δυνάμει του άρθρου 416 ΚΠολΔ, εάν δεν ασκηθεί ανακοπή εμπρόθεσμα ή αποσυρθεί η ανακοπή, η διαταγή πληρωμής τίθεται σε ισχύ και βάσει αυτής το δικαστήριο εκδίδει διαταγή εκτέλεσης, η οποία αντίστοιχα θα αναφέρεται στη διαταγή.
Μέσα σε ένα μήνα αφότου λάβει γνώση της διαταγής πληρωμής, ο οφειλέτης που στερήθηκε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μπορεί να ασκήσει ανακοπή στο εφετείο, εάν:
Η άσκηση της εν λόγω ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής, ωστόσο, με αίτημα του οφειλέτη και έπειτα από την εκ μέρους του παροχή της πρόσφορης εμπράγματης εξασφάλισης, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση.
Το δικαστήριο κάνει δεκτή την ανακοπή αν διαπιστώσει την πλήρωση των προϋποθέσεων που παρατέθηκαν ανωτέρω. Εάν το εφετείο κάνει δεκτή την ανακοπή επειδή ο οφειλέτης δεν έχει μόνιμη κατοικία ή έδρα στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, ή δεν έχει συνήθη κατοικία ή τόπο άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, ακυρώνει αυτοδικαίως τη διαταγή πληρωμής και τη διαταγή εκτέλεσης που εκδόθηκε βάσει αυτής. Άλλως, εάν το εφετείο κάνει δεκτή την ανακοπή, αναστέλλει την εκτέλεση της εκδοθείσας διαταγής και επιστρέφει την υπόθεση στο πρωτοδικείο, υποδεικνύοντας στον αιτούντα ότι μπορεί να ασκήσει αγωγή για την απαίτησή του εντός ενός μήνα με καταβολή του υπόλοιπου ποσού του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου.
Περαιτέρω, ο οφειλέτης μπορεί να αμφισβητήσει, με διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή, εάν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή νέα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ουσιώδη σημασία για την υπόθεση και τα οποία δεν θα μπορούσαν να του είναι γνωστά κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής ή δεν θα μπορούσε να τα αποκτήσει εντός της ίδιας προθεσμίας. Το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί εντός τριών μηνών από την ημέρα που οι νέες περιστάσεις έγιναν γνωστές στον οφειλέτη, ή την ημερομηνία που ήταν σε θέση να αποκτήσει τα νέα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία, το αργότερο όμως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη της υποχρεωτικής ικανοποίησης της απαίτησης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.