Αναζήτηση εμπειρογνώμονα

Βέλγιο

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Βέλγιο

Ι. Κατάλογοι και μητρώα πραγματογνωμόνων

Μόνο τα πρόσωπα τα οποία, με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης ή εντεταλμένου υπαλλήλου από τον υπουργό Δικαιοσύνης και με βάση τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πιστοποίησης, είναι εγγεγραμμένα στο εθνικό μητρώο δικαστικών πραγματογνωμόνων και ορκωτών μεταφραστών, διερμηνέων και μεταφραστών-διερμηνέων επιτρέπεται να κατέχουν τον τίτλο του δικαστικού πραγματογνώμονα και να αποδέχονται και να εκτελούν καθήκοντα ως δικαστικοί πραγματογνώμονες ή να κατέχουν τον τίτλο του ορκωτού μεταφραστή, διερμηνέα ή μεταφραστή-διερμηνέα και να εκτελούν καθήκοντα μετάφρασης ή διερμηνείας που τους ανατίθενται από τον νόμο.

Τα φυσικά πρόσωπα εγγράφονται στο εν λόγω μητρώο εφόσον:

  • είναι πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διαμένουν νομίμως εκεί·
  • δεν έχουν καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση, έστω και με αναστολή, για ποινικό αδίκημα που επισύρει χρηματική ποινή, εργασία ή φυλάκιση, εξαιρουμένων των καταδικαστικών αποφάσεων για παραβάσεις κανόνων οδικής κυκλοφορίας και των καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες, κατά τη γνώμη του υπουργού Δικαιοσύνης, προφανώς δεν συνιστούν εμπόδιο για τη διενέργεια πραγματογνωμοσυνών στον τομέα της εμπειρογνωσίας και της ειδικότητας στον οποίο εγγράφονται ως πραγματογνώμονες ούτε για την εκτέλεση εργασιών μετάφρασης ή διερμηνείας από ορκωτούς μεταφραστές, διερμηνείς και μεταφραστές-διερμηνείς στις γλώσσες στις οποίες εγγράφονται ως ορκωτοί μεταφραστές, διερμηνείς ή μεταφραστές-διερμηνείς. Αυτό ισχύει κατ’ αναλογία για τα πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί στην αλλοδαπή σε ποινή της ίδιας φύσης με δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου·
  • είναι τουλάχιστον 21 ετών εάν είναι ορκωτοί μεταφραστές, διερμηνείς ή μεταφραστές-διερμηνείς·
  • προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτουν τις απαραίτητες επαγγελματικές δεξιότητες και νομικές γνώσεις·
  • δηλώσουν γραπτώς ότι βρίσκονται στη διάθεση των δικαστικών αρχών·
  • προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία για την επαγγελματική επάρκεια και τις νομικές γνώσεις τους·
  • αναλάβουν την υποχρέωση να παρακολουθήσουν περαιτέρω κατάρτιση στον τομέα της αρμοδιότητάς τους·
  • δεσμευθούν να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας που θεσπίζει ο βασιλιάς, ο οποίος προβλέπει τουλάχιστον τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας·
  • ορκιστούν.

Η Ομοσπονδιακή Δημόσια Υπηρεσία Δικαιοσύνης διαχειρίζεται το μητρώο και το επικαιροποιεί συνεχώς.

Η εγγραφή στο εθνικό μητρώο ισχύει για χρονικό διάστημα έξι ετών, το οποίο μπορεί να παρατείνεται κάθε φορά για το ίδιο χρονικό διάστημα. Προς το παρόν οι εγγραφές είναι μόνο προσωρινές μέχρι τη σύσταση της επιτροπής πιστοποίησης. Η επιτροπή πιστοποίησης άρχισε τις εργασίες της στις αρχές Ιουνίου του 2019. Και οι 4.000 περίπου πραγματογνώμονες / μεταφραστές / διερμηνείς θα πρέπει να εξεταστούν έως τις 30 Νοεμβρίου 2022.

Έχει τεθεί σε εφαρμογή μεταβατικό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι πραγματογνώμονες που εργάζονται για τις δικαστικές αρχές υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του το αργότερο 6 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου της 10ης Απριλίου 2014. Ως εκ τούτου, έχει αναβληθεί για την 1η Δεκεμβρίου 2022.

Στις 24 Δεκεμβρίου 2020 άρχισε να ισχύει νέος νόμος, της 20ής Δεκεμβρίου 2020, ο οποίος επιτρέπει την εγγραφή όλων των πραγματογνωμόνων στην προσωρινή βάση δεδομένων. Η προσωρινή καταχώρισή τους ισχύει έως τις 30 Νοεμβρίου 2022.

Επί του παρόντος, μόνο οι δικαστές έχουν πρόσβαση στο μητρώο. Στο μέλλον αναμένεται ότι το μητρώο θα είναι διαθέσιμο για όλους στον ιστότοπο της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Δικαιοσύνης.

Για να εγγραφεί στο μητρώο ο πραγματογνώμονας, πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια και νομικές γνώσεις (άρθρο 555/8, 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Η απόδειξη αυτή παρέχεται:

  • Όσον αφορά την επαγγελματική επάρκεια:
    • για τους δικαστικούς πραγματογνώμονες, με πτυχίο που έχει αποκτηθεί στον τομέα εμπειρογνωσίας στον οποίο ο αιτών υποβάλλει αίτηση εγγραφής ως δικαστικός πραγματογνώμονας και με απόδειξη πενταετούς συναφούς πείρας κατά τα οκτώ έτη που προηγούνται της αίτησης εγγραφής ή, ελλείψει πτυχίου, με απόδειξη σχετικής πείρας δεκαπέντε ετών κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών που προηγούνται της αίτησης εγγραφής·
    • για τους ορκωτούς μεταφραστές, διερμηνείς και μεταφραστές-διερμηνείς, τυχόν πτυχίο που έχει αποκτηθεί ή απόδειξη σχετικής πείρας τουλάχιστον δύο ετών που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια περιόδου οκτώ ετών πριν από την αίτηση εγγραφής ή οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο γνώσης της γλώσσας ή των γλωσσών για τις οποίες έχουν υποβάλει αίτηση εγγραφής. Οι δικαστικοί πραγματογνώμονες και οι ορκωτοί μεταφραστές, διερμηνείς και μεταφραστές-διερμηνείς που κατοικούν σε άλλη χώρα της ΕΕ μπορούν να αποδείξουν την επαγγελματική τους επάρκεια με την εγγραφή τους σε παρόμοιο μητρώο στη χώρα τους και πρέπει να προσκομίσουν σχετική απόδειξη. Με βασιλικό διάταγμα που θα εκδοθεί από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο θα καθοριστούν οι υποχρεώσεις «περαιτέρω κατάρτισης και εκπαίδευσης».
  • Όσον αφορά τις νομικές γνώσεις:  πιστοποιητικό που χορηγείται μετά την ολοκλήρωση κύκλου σπουδών που πληροί τις προϋποθέσεις του βασιλικού διατάγματος της 30ής Μαρτίου 2018.

II. Αμοιβή δικαστικών πραγματογνωμόνων

Στις αστικές υποθέσεις, η αμοιβή του δικαστικού πραγματογνώμονα καθορίζεται από τους διαδίκους. Ωστόσο, το δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο και μπορεί να αποφασίσει να μειώσει την αμοιβή του προτεινόμενου δικαστικού πραγματογνώμονα.

Στις ποινικές υποθέσεις οι αμοιβές των δικαστικών πραγματογνωμόνων καθορίζονται με βασιλικό διάταγμα.

Οι διάδικοι δεν μπορούν να λάβουν νομική συνδρομή για την καταβολή της αμοιβής του πραγματογνώμονα.

III. Ευθύνη δικαστικών πραγματογνωμόνων

Οι δικαστικοί πραγματογνώμονες ευθύνονται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (αστικό δίκαιο / δίκαιο των συμβάσεων). Η ευθύνη του πραγματογνώμονα δεν περιορίζεται από τον νόμο.

IV. Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία πραγματογνωμοσύνης

Οι κύριες νομικές διατάξεις που ισχύουν για τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη στο Βέλγιο είναι τα άρθρα 962–991 undecies του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας: (κείμενο διαθέσιμο στα ολλανδικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά).

Το βελγικό νομικό σύστημα δεν κάνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών ειδών πραγματογνωμόνων, αλλά περιλαμβάνει μόνο τους δικαστικούς πραγματογνώμονες. Κάνει διάκριση μόνο μεταξύ δικαστικών πραγματογνωμόνων, αφενός, και μεταφραστών/διερμηνέων, αφετέρου.

Ο τίτλος αυτός προστατεύεται.

1. Ο διορισμός των πραγματογνωμόνων

Σύμφωνα με τον βελγικό κώδικα πολιτικής δικονομίας, μόνο οι δικαστές και οι ανακριτές και/ή ο εισαγγελέας μπορούν να διορίσουν δικαστικό πραγματογνώμονα.

Ωστόσο, δεν απαγορεύεται οι διάδικοι να ζητούν τη γνώμη του δικού τους πραγματογνώμονα. Ο εν λόγω ιδιωτικός πραγματογνώμονας αποκαλείται στην περίπτωση αυτήν «τεχνικός σύμβουλος». Ο νόμος δεν ρυθμίζει την παρέμβασή του.

Το άρθρο 962 του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι: «Ο δικαστής δύναται, για να λυθεί η ένδικη διαφορά ή σε περίπτωση αντικειμενικής και ενεστώσας απειλής να αναφυεί ένδικη διαφορά, να αναθέσει σε πραγματογνώμονες να προβούν σε διαπιστώσεις ή να καταλήξουν σε πόρισμα τεχνικής φύσεως. Ο δικαστής μπορεί να διορίσει τους πραγματογνώμονες στους οποίους συμφωνούν οι διάδικοι. Ο δικαστής μπορεί να παρεκκλίνει από την επιλογή των διαδίκων μόνο με αιτιολογημένη απόφαση».

α) Διορισμός από το δικαστήριο

Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του διορισμού πραγματογνωμόνων για τους σκοπούς διαδικασίας ενώπιον αστικού ή ποινικού δικαστηρίου. Τα άρθρα 555/6 έως 555/16 του κώδικα πολιτικής δικονομίας εφαρμόζονται τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις (άρθρο 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 555/15 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (σε επείγουσες περιπτώσεις ή όταν δεν υπάρχει πραγματογνώμονας με την απαιτούμενη εμπειρογνωσία και εξειδίκευση), τα δικαστήρια υποχρεούνται να διορίσουν πραγματογνώμονα εγγεγραμμένο στο Εθνικό Μητρώο Δικαστικών Πραγματογνωμόνων.

Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν τη διακριτική ευχέρεια να διορίζουν πραγματογνώμονα από το μητρώο, τον οποίο θεωρούν κατάλληλο για την προτεινόμενη ανάθεση. Μπορούν επίσης να διορίζουν πραγματογνώμονες που επιλέγονται από τους διαδίκους και δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από την επιλογή αυτή χωρίς αιτιολογημένο λόγο.

Οι πραγματογνώμονες έχουν νομική υποχρέωση να επαληθεύουν ότι δεν βρίσκονται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων.

β) Διορισμός από τους διαδίκους

Κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει γνωμοδότηση του δικού του πραγματογνώμονα σε αστικές υποθέσεις. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας αποκαλείται «τεχνικός σύμβουλος». Κατά τον διορισμό ενός «τεχνικού συμβούλου», οι διάδικοι δεν υποχρεούνται να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες ή διαδικασία.

2. Διαδικασία

Το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν είναι αναγκαία η πραγματογνωμοσύνη για τη διαφορά ή για να διαπιστώσει την αλήθεια.

Ο ρόλος του πραγματογνώμονα είναι να παρέχει τη γνωμοδότησή του στο δικαστήριο ανταποκρινόμενος στη συγκεκριμένη ανάθεση που του έχει γίνει από το δικαστήριο.

Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ποτέ από τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα.

Στην αστική διαδικασία το δικαστήριο εποπτεύει την πρόοδο της πραγματογνωμοσύνης και διασφαλίζει την τήρηση των προθεσμιών και την ακρόαση της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα.

Ο πραγματογνώμονας πρέπει να συμμορφώνεται με τους όρους της ανάθεσής του.

Οι διάδικοι μπορούν να αμφισβητήσουν την πραγματογνωμοσύνη διατυπώνοντας δηλώσεις και παρέχοντας αντιπραγματογνωμοσύνη.

Οι πραγματογνώμονες επιτρέπεται να έρχονται σε επικοινωνία με τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά για να τηρείται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, κάθε επικοινωνία πρέπει να πραγματοποιείται παρουσία όλων των διαδίκων.

α) Η πραγματογνωμοσύνη

Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του πραγματογνώμονα παρουσιάζονται με τη μορφή πραγματογνωμοσύνης.

Η πραγματογνωμοσύνη περιλαμβάνει τις προκαταρκτικές εργασίες, τις εργασίες και τα πορίσματα του πραγματογνώμονα, καθώς και τα συμπεράσματά του. Περιλαμβάνει επίσης όλα τα έγγραφα που συμβουλεύτηκε ο πραγματογνώμονας.

Η τελική πραγματογνωμοσύνη κατατίθεται στο δικαστήριο που διόρισε τον πραγματογνώμονα.

Στις αστικές υποθέσεις, εάν το δικαστήριο δεν διαπιστώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μπορεί να διατάξει είτε τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης από τον ίδιο πραγματογνώμονα είτε την παροχή άλλης πραγματογνωμοσύνης.

β) Ακρόαση από το δικαστήριο

Το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τον πραγματογνώμονα κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Κατόπιν αίτησης του πραγματογνώμονα ή των διαδίκων, ο δικαστής μπορεί επίσης να εξετάσει τους τεχνικούς συμβούλους των διαδίκων.

Τελευταία επικαιροποίηση: 27/04/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.