

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
H «επίδοση και κοινοποίηση εγγράφων» είναι η διαβίβαση εγγράφων.
Οι ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό έχουν σκοπό να προσδιορίσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αυθεντική έκδοση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων προκειμένου, ως εκ τούτου, να μπορεί να παρασχεθεί βεβαιότητα όσον αφορά τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση και κοινοποίηση ενός εγγράφου, είτε στο πλαίσιο μιας διαδικασίας (δικαστικές πράξεις) είτε εκτός του πλαισίου μιας διαδικασίας (εξώδικες πράξεις).
Αποφάσεις επί της διαδικασίας, οι οποίες εκδίδονται σε δικαστικές διαδικασίες πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται με τήρηση του προβλεπόμενου τύπου από το Γραφείο Αρωγής Δικαστικών Αρχών (Oficinas Judiciales) (τα δικαστήρια και τα Κέντρα Κοινών Διαδικασιών για Πράξεις Επιδόσεων ή Κοινοποιήσεων (Servicios Comunes Procesales de Actos de Comunicación).
Διαδικαστικές πράξεις αποτελούν:
Οι κοινοποιήσεις, όπου υφίσταται ανάγκη ενημέρωσης σχετικά με απόφαση ή διαδικασία.
Οι διαταγές για διενέργεια πράξης, με τις οποίες ζητείται από τον αποδέκτη να παραστεί ενώπιον δικαστηρίου και να προβεί σε κάποιας μορφής ενέργεια εντός ορισμένης προθεσμίας.
Οι κλητεύσεις, με τις οποίες ορίζεται ο τόπος, η ημερομηνία και ο χρόνος, κατά τον οποίο ο παραλήπτης υποχρεούται να παραστεί ενώπιον δικαστηρίου και να προβεί σε κάποιας μορφής ενέργεια.
Οι αιτήσεις, με τις οποίες ο παραλήπτης υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο, να προβεί σε πράξη ή παράλειψη.
Τα εντάλματα, με τα οποία ζητείται η έκδοση πιστοποιητικών ή αποδεικτικών ενέργειας οποιασδήποτε άλλης πράξης που υπάγεται στην αρμοδιότητα υπευθύνων καταχωρίσεων, συμβολαιογράφων ή δικαστικών υπαλλήλων.
Τα υπομνήματα, που σκοπό έχουν την επικοινωνία μη δικαστικών αρχών και υπαλλήλων.
Κάθε έγγραφο που γίνεται δεκτό από το δικαστήριο κατά τη διάρκεια διαδικασίας, ανεξάρτητα από το εάν προσκομίζεται από τους διαδίκους, από τρίτους κατόπιν εντολής του δικαστηρίου ή από πραγματογνώμονες που έχουν διοριστεί από το δικαστήριο, πρέπει να επιδίδεται ή να κοινοποιείται επισήμως.
Εξώδικες πράξεις (για παράδειγμα, συμβολαιογραφικές πράξεις), όπως αυτές ορίζονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-223/14 (Tecom Mican) επιδίδονται ή κοινοποιούνται επίσης με επίσημο τρόπο, ακόμα και αν δεν πρόκειται για διαδικαστικές διαδικασίες, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση C-14/08 (Roda Golf).
Η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων γίνεται υπό την επιμέλεια αρμόδιου δικαστικού υπαλλήλου (Letrado de la Administración de Justicia (γνωστός έως το 2015 ως Secretario Judicial) που είναι διορισμένος σε κάθε δικαστήριο, ο οποίος είναι αρμόδιος για την προσήκουσα οργάνωση της διαδικασίας επιδόσεων ή κοινοποιήσεων.
Όχι, η αιτούσα αρχή οφείλει να ζητήσει τον εντοπισμό του αποδέκτη, συμπληρώνοντας το πρότυπο έντυπο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001.
Η Ισπανία δεν διαθέτει τέτοιου είδους μητρώο για δημόσια έρευνα. Ωστόσο, τα ισπανικά δικαστήρια έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά από βάσεις δεδομένων περιορισμένης πρόσβασης (το δίκτυο Punto Neutro Judicial), τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιούν, εφόσον συντρέχει νόμιμος προς τούτο λόγος, προκειμένου να διενεργούν έρευνες σχετικά με διευθύνσεις και περιουσιακά στοιχεία. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που η δικαστική αρχή δεν γνωρίζει τη διεύθυνση του φυσικού ή νομικού προσώπου, στο οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί το έγγραφο, οφείλει να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας μέσω των βάσεων δεδομένων που είναι διαθέσιμες στα δικαστήρια.
Για τη διενέργεια της έρευνας αυτής η αρχή απαιτείται να γνωρίζει τον αριθμό του ισπανικού δελτίου ταυτότητας ή τον αριθμό φορολογικού μητρώου του προσώπου, το οποίο αφορά η έρευνα, ή τον αριθμό ταυτότητας που φέρει ως αλλοδαπός που κατοικεί ή διαμένει στην Ισπανία. Εάν το εν λόγω πρόσωπο δεν διαθέτει τέτοιου είδους έγγραφα ταυτοποίησης στην Ισπανία, η αρχή θα πρέπει να παράσχει άλλες πληροφορίες, εκτός από το όνομα και το επώνυμο του ατόμου, όπως αριθμό διαβατηρίου, ημερομηνία γέννησης ή εθνικότητα, δεδομένου ότι χωρίς τα στοιχεία αυτά η έρευνα ενδεχομένως να μην αποφέρει αποτελέσματα. Δεν καταβάλλεται τέλος.
Επιπλέον, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ανατρέχουν σε άλλα δημόσια μητρώα, προκειμένου να λάβουν στοιχεία διεύθυνσης. Για την πρόσβαση στα μητρώα αυτά απαιτείται η καταβολή τελών, το ύψος των οποίων κυμαίνεται ανάλογα με τις πληροφορίες που αναζητούνται.
Μόλις η αρμόδια ισπανική αρχή λάβει το έντυπο Α, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, με το οποίο ζητείται η εξακρίβωση της τρέχουσας διεύθυνσης, το Γραφείο Αρωγής Δικαστικών Αρχών ανατρέχει στις βάσεις δεδομένων που περιέχουν στοιχεία προσωπικών και επαγγελματικών διευθύνσεων.
Εάν το έντυπο αυτό συνοδεύεται από αίτημα για επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων, σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 1393/2007, και από την έρευνα της διεύθυνσης προκύψει ότι η ισπανική αρχή δεν είναι κατά τόπον αρμόδια για την επίδοση ή κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού, οφείλει να διαβιβάσει το αίτημα στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής και να ενημερώσει αντιστοίχως την υπηρεσία διαβίβασης, κάνοντας χρήση του προτύπου εντύπου.
Η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων γίνεται υπό την επιμέλεια αρμόδιου δικαστικού υπαλλήλου (Letrado de la Administración de Justicia) με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:
1. Μέσω δικηγόρου, σε περίπτωση που τα έγγραφα απευθύνονται σε πρόσωπα που εκπροσωπούνται στις διαδικασίες από αυτόν.
2. Μέσω ταχυδρομείου, τηλεγραφήματος, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου που παρέχει αξιόπιστο αποδεικτικό, από το οποίο να προκύπτει η παραλαβή, η ημερομηνία και ώρα αυτής, καθώς και το περιεχόμενο των επιδιδόμενων ή κοινοποιούμενων εγγράφων.
3. Με προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση στον αποδέκτη ακριβούς αντιγράφου της απόφασης που πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί σε αυτόν, της διαταγής που εκδόθηκε από το δικαστήριο ή τον δικαστικό επιμελητή ή τις κλητεύσεις ή την εντολή για διενέργεια πράξης.
4. Σε κάθε περίπτωση, από το προσωπικό της ισπανικής Υπηρεσίας Δικαστηρίων (Administración de Justicia), με χρήση μέσων εξ αποστάσεως επικοινωνίας, σε υποθέσεις που σχετίζονται με την Εισαγγελία, τη Νομική Υπηρεσία του κράτους, τους νομικούς συμβούλους του ισπανικού Κοινοβουλίου και τις Νομοθετικές Συνελεύσεις ή τις Νομικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Κοινωνικής Ασφάλισης, τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες των Αυτόνομων Κοινοτήτων ή των τοπικών αρχών, εάν ο αποδέκτης δεν έχει διορίσει συνήγορο.
Η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων θεωρείται νομότυπη, εφόσον το αποδεικτικό επίδοσης ή κοινοποίησης περιέχει επαρκή στοιχεία περί του ότι τα επίμαχα έγγραφα έχουν παραδοθεί στον ενδιαφερόμενο, στη διεύθυνση κατοικίας του, στην ηλεκτρονική διεύθυνση, για την οποία έχει παρασχεθεί άδεια να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν, μέσω της πύλης ηλεκτρονικών κοινοποιήσεων ή επιδόσεων ή με οποιοδήποτε εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικό μέσο επιλέξει ο αποδέκτης.
Η Ισπανία βρίσκεται σε διαδικασία εισαγωγής του ηλεκτρονικού δικαστικού φακέλου βάσει του νόμου 18 της 5ης Ιουλίου 2011 που ρυθμίζει τη χρήση των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στην απονομή δικαιοσύνης.
Για την εφαρμογή, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να εγγραφούν συνδρομητές στις διαδικασίες επίδοσης ή κοινοποίησης στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες των δικαστηρίων.
Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 273 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όλοι οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα έχουν την υποχρέωση να χρησιμοποιούν τα ηλεκτρονικά ή τηλεματικά συστήματα που διαθέτει το Δικαστήριο για την κατάθεση διαδικαστικών εγγράφων, είτε είναι εισαγωγικά δίκης έγγραφα είτε όχι, καθώς και άλλων εγγράφων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η γνησιότητα της κατάθεσης και να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ορθή παραλαβή και διαβίβαση, καθώς και για τις σχετικές ημερομηνίες σε κάθε περίπτωση, υποχρέωση χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων του Δικαστηρίου έχουν, τουλάχιστον, οι ακόλουθοι:
α) τα νομικά πρόσωπα,
β) οι οντότητες χωρίς νομική προσωπικότητα,
γ) όσοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση για τις διατυπώσεις και τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν στα Δικαστήρια κατά την άσκηση της εν λόγω επαγγελματικής δραστηριότητας,
δ) οι συμβολαιογράφοι και οι υποθηκοφύλακες,
ε) τα πρόσωπα που εκπροσωπούν διάδικο ο οποίος υποχρεούται να επικοινωνεί ηλεκτρονικά με το Δικαστήριο,
στ) οι υπάλληλοι των δημόσιων υπηρεσιών, για διαδικασίες και ενέργειες στις οποίες προβαίνουν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους.
Όπου η αποστολή αντιγράφου απόφασης ή κλήτευσης απαιτείται να γίνει με συστημένη επιστολή ή τηλεγράφημα με απόδειξη παραλαβής, ή με παρόμοιο μέσο που επιτρέπει την επισύναψη στον φάκελο αξιόπιστου αποδεικτικού παραλαβής της επίδοσης ή της κοινοποίησης, της ημερομηνίας παραλαβής και του περιεχομένου του επιδοθέντος ή κοινοποιηθέντος εγγράφου, ο αρμόδιος δικαστικός υπάλληλος οφείλει να καταχωρίσει στον φάκελο της υπόθεσης δήλωση με τα στοιχεία αποστολής και το περιεχόμενο του εγγράφου και να επισυνάψει στον φάκελο, κατά περίπτωση, την απόδειξη παραλαβής, το μέσο με το οποίο καταγράφηκε η παραλαβή ή την τεκμηρίωση που παρέσχε ο συνήγορος, από την οποία προκύπτει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε επιτυχώς.
Στην Ισπανία, επίδοση ή κοινοποίηση από (δημόσια) υπηρεσία δύναται να διαταχθεί μόνον από τη δικαστική αρχή, η οποία είναι αρμόδια για την έκδοση απόφασης επί της αγωγής στην κύρια διαδικασία, και μόνον εφόσον συνάγεται ότι οι προσπάθειες για επίδοση ή κοινοποίηση στους αποδέκτες, κατόπιν έρευνας για τον εντοπισμό του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθούν ή κοινοποιηθούν τα έγγραφα, απέβησαν άκαρπες (άρθρο 164 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Κατά συνέπεια, ο αρμόδιος δικαστικός υπάλληλος, ως υπηρεσία αρμόδια για το αίτημα επίδοσης ή κοινοποίησης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1393/2007, δεν δύναται να διατάξει την επίδοση ή κοινοποίηση από (δημόσια) υπηρεσία, δεδομένου ότι ο ρόλος του δεν είναι να λαμβάνει μέρος στην κύρια διαδικασία εκδίκασης της αγωγής αλλά απλώς να παρέχει δικαστική αρωγή.
Τα έγγραφα θεωρείται ότι επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται από τον νόμο για κάθε τύπο επίδοσης ή κοινοποίησης.
Σε κάθε περίπτωση, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται πρέπει να επιτρέπουν την επισύναψη στον φάκελο της υπόθεσης αξιόπιστου αποδεικτικού, από το οποίο να προκύπτει η επίδοση ή κοινοποίηση του εκάστοτε εγγράφου, η ημερομηνία και ώρα παραλαβής καθώς και το περιεχόμενο αυτού.
Όπου η αποστολή αντιγράφου απόφασης ή κλήτευσης απαιτείται να γίνει με συστημένη επιστολή ή τηλεγράφημα με απόδειξη παραλαβής, ή με παρόμοιο μέσο που επιτρέπει την επισύναψη στον φάκελο αξιόπιστου αποδεικτικού παραλαβής της επίδοσης ή της κοινοποίησης, της ημερομηνίας παραλαβής και του περιεχομένου του επιδοθέντος ή κοινοποιηθέντος εγγράφου, ο αρμόδιος δικαστικός υπάλληλος οφείλει να καταχωρίσει στον φάκελο της υπόθεσης δήλωση με τα στοιχεία αποστολής και το περιεχόμενο του εγγράφου και να επισυνάψει στον φάκελο, κατά περίπτωση, την απόδειξη παραλαβής, το μέσο με το οποίο καταγράφηκε η παραλαβή ή την τεκμηρίωση που παρείχε ο συνήγορος και από την οποία προκύπτει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε επιτυχώς.
Εάν η ειδοποίηση ή το έγγραφο δεν είναι δυνατόν να παραδοθεί μέσω ταχυδρομείου, η ταχυδρομική υπηρεσία αφήνει ειδοποίηση, με την οποία ενημερώνει τον αποδέκτη ότι έχει αποσταλεί σε αυτόν επιστολή ή έγγραφο και ότι αυτός καλείται να το παραλάβει εντός συγκεκριμένου χρόνου από το αρμόδιο ταχυδρομικό γραφείο.
Ενδέχεται επίσης να έχει προηγηθεί προσπάθεια επίδοσης ή κοινοποίησης από υπαλλήλους του Γραφείου Αρωγής Δικαστικών Αρχών, οπότε στην περίπτωση αυτή αφήνεται στο γραμματοκιβώτιο του αποδέκτη ειδοποίηση, όπου ορίζεται ο χρόνος, εντός του οποίου αυτός υποχρεούται να παραλάβει το έγγραφο από το δικαστήριο.
Σε περίπτωση που ο αποδέκτης είναι κάτοικος της δικαστικής περιφέρειας της έδρας του δικαστηρίου και τα επίμαχα έγγραφα δεν είναι ουσιώδη για την εκπροσώπηση δια συνηγόρου ή για αυτοπρόσωπη παράσταση στη διαδικασία, μπορεί να του αποσταλεί με οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, ειδοποίηση με εντολή να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, προκειμένου να του επιδοθεί ή κοινοποιηθεί δικαστική απόφαση ή άλλη διαδικαστική πράξη, έκδοση αίτησης ή κοινολόγηση υπομνημάτων ή προτάσεων.
Στην ειδοποίηση πρέπει να γίνεται η προσήκουσα, λεπτομερής αναφορά στους λόγους, για τους οποίους ο αποδέκτης καλείται να προσέλθει στο δικαστήριο, να διευκρινίζονται οι διαδικασίες και η υπόθεση που σχετίζονται με τη διαταγή ή την πράξη και να επισημαίνει στον αποδέκτη το γεγονός ότι σε περίπτωση μη προσελεύσής του χωρίς νόμιμη αιτία εντός του ορισμένου χρόνου, η διαβίβαση ή κοινολόγηση θα θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε.
Εάν ο αποδέκτης αρνηθεί την επίδοση ή κοινοποίηση χωρίς σπουδαίο λόγο, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί σε αυτόν και παράγουν τα ίδια αποτελέσματα που θα είχαν αν είχαν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί, υπό την έννοια ότι οι διάφορες διαδικαστικές προθεσμίες αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της άρνησης (άρθρο 161 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Σύμφωνα με τον νόμο, οι ταχυδρομικές αποστολές, ανάλογα με το είδος τους, πρέπει είτε να παραδίδονται στον αποδέκτη είτε σε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν ή να κατατίθενται σε ταχυδρομικές θυρίδες ή να αφήνονται στο οικιακό γραμματοκιβώτιο. Εξουσιοδοτημένο από τον αποδέκτη για παραλαβή της ταχυδρομικής αποστολής θεωρείται το άτομο που βρίσκεται στη διεύθυνση της οικίας του τελευταίου, με την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να αποδείξει την ταυτότητά του και να αναλάβει την ευθύνη για τα παραδιδόμενα, εκτός εάν διατυπώσει ρητή προς τούτο άρνηση.
Ο νόμος πρέπει να προβλέπει κανόνες που θα εφαρμόζονται σε περιπτώσεις στις οποίες η παράδοση των αποστελλόμενων στον αποδέκτη ή η επιστροφή τους στον αποστολέα είναι αδύνατη για οποιονδήποτε λόγο. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εξακρίβωσης της διεύθυνσης του αποδέκτη, την προέλευση και τον προορισμό των αποστελλομένων, τη διαδικασία ή κλήτευση στο δικαστήριο από τον αποστολέα καθώς και την προσωρινή φύλαξη, ανάκτηση και καταστροφή των αποστελλομένων.
Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου αφήνει μια ειδοποίηση, με την οποία ο αποδέκτης ενημερώνεται ότι στο ταχυδρομείο υπάρχει μια επιστολή που οφείλει να παραλάβει εντός του χρονικού ορίου που έχει καθοριστεί. Η μη παραλαβή του αποστελλομένου εντός του καθορισμένου χρονικού ορίου καταγράφεται και αυτό επιστρέφεται στον αποστολέα.
Η αρμόδια ταχυδρομική υπηρεσία θεωρείται ότι ενεργεί με ειλικρίνεια και εντιμότητα κατά τη διανομή, παράδοση και παραλαβή διαδικαστικής πράξης από διοικητικούς και δικαστικούς φορείς ή, σε περίπτωση άρνησης παραλαβής ή αδυναμίας επίδοσης ή κοινοποίησης τέτοιας διαδικαστικής πράξης, είτε πρόκειται για υλική επίδοση είτε για επίδοση με εξ αποστάσεως μέσα.
Η προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση από δικαστικό υπάλληλο καταγράφεται σε έγγραφο αποδεικτικό, στο οποίο ο δικαστικός υπάλληλος επισημαίνει το αποτέλεσμα της πράξης επίδοσης ή κοινοποίησης. Σε περίπτωση που η εν λόγω κοινοποίηση ή επίδοση πραγματοποιείται στον ίδιο τον αποδέκτη, το αποδεικτικό επίδοσης ή κοινοποίησης πρέπει να περιλαμβάνει την υπογραφή του ή μνεία τυχόν άρνησής του να υπογράψει το αποδεικτικό παραλαβής καθώς και σημείωση σχετικά με το ότι η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει συντελεστεί (βλ. ερώτημα 7.4).
Σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σε περίπτωση που η διεύθυνση, στην οποία έγινε η απόπειρα επίδοσης ή κοινοποίησης, είναι η διεύθυνση της οικίας του αποδέκτη, σύμφωνα με το δημοτολόγιο διευθύνσεων, για φορολογικούς λόγους ή σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο επίσημο μητρώο ή δημοσίευση επαγγελματικού συλλόγου, ή συνιστά οικιακή ή άλλη εγκατάσταση που εκμισθώνεται στον εναγόμενο και ο αποδέκτης δεν δύναται να εντοπιστεί σε αυτή, η διαδικαστική πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί, εντός σφραγισμένου φακέλου, σε οποιονδήποτε υπάλληλο ή μέλος της οικογένειας ή πρόσωπο, με το οποίο αυτός συμβιώνει και το οποίο έχει συμπληρώσει το 14ο έτος ηλικίας και βρίσκεται στη διεύθυνση αυτή, ή στον επιστάτη του κτιρίου, εφόσον υφίσταται τέτοιος. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να ενημερώσει τον παραλήπτη ότι υποχρεούται να παραδώσει το αντίγραφο της απόφασης ή της κλήτευσης στο πρόσωπο, προς το οποίο αυτή απευθύνεται, ή να ενημερώσει το πρόσωπο αυτό για την ύπαρξή της, εφόσον γνωρίζει τον τόπο στον οποίο βρίσκεται ο αποδέκτης σε κάθε περίπτωση, ο δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να επισημάνει στον παραλήπτη την υποχρέωσή του για διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων του αποδέκτη.
Εάν το έγγραφο απευθύνεται στη διεύθυνση της συνήθους εργασίας του αποδέκτη και εκείνος απουσιάζει, επιδίδεται ή κοινοποιείται σε πρόσωπο που δηλώνει ότι τον γνωρίζει ή, εφόσον υπάρχει τμήμα, υπεύθυνο για την παραλαβή εγγράφων ή αντικειμένων, στον υπεύθυνο του τμήματος αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να επισημάνει στον παραλήπτη τα σημεία που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Το όνομα του αποδέκτη του εγγράφου και η ημερομηνία και ώρα που αυτός αναζητήθηκε στην οικία του αλλά κατέστη αδύνατο να εντοπιστεί, αναγράφονται στο αποδεικτικό επίδοσης ή κοινοποίησης, όπως και το όνομα του προσώπου που παραλαμβάνει το αντίγραφο της απόφασης ή της κλήτευσης και η σχέση αυτού με τον αποδέκτη, οπότε η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφου που πραγματοποιήθηκε με τον τρόπο αυτόν θεωρείται απολύτως έγκυρη.
Επίδοση ή κοινοποίηση που δεν πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις θεωρείται άκυρη, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος κινδυνεύει να στερηθεί της προσήκουσας άμυνας. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση C-354/15 Henderson, σε κάθε περίπτωση, οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις που χρησιμοποιούνται χωρίς μετάφραση σε γλώσσα που κατανοεί ο εναγόμενος ή στην επίσημη γλώσσα του αιτούμενου κράτους μέλους παραλαβής ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επίδοση ή η κοινοποίηση, εάν υφίστανται περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες στο εν λόγω κράτος μέλος, η παράλειψη χρήσης του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να διορθωθούν σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπει ο ίδιος κανονισμός, μέσω ενημέρωσης του ενδιαφερομένου σχετικά με το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος ΙΙ του εν λόγω κανονισμού.
Στις περιπτώσεις που η επίδοση ή η κοινοποίηση διενεργείται από δικαστήριο, το Γραφείο Αρωγής Δικαστικής Διοίκησης ή το Κέντρο Κοινών Διαδικασιών, το κόστος της υπηρεσίας βαρύνει τον αντίστοιχο δικαστικό φορέα, ο δε αιτών δεν οφείλει τέλος.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.