

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Στην πράξη, επίδοση ή κοινοποίηση είναι η παράδοση γραπτού υλικού και εγγράφων στους διαδίκους, είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα. Αυτό σημαίνει ότι αφενός ο παραλήπτης ενημερώνεται σχετικά με τις διαδικαστικές ενέργειες ενός δικαστηρίου ή διαδίκου, και αφετέρου το δικαστήριο αποκτά έγκυρη επιβεβαίωση ότι οι διάδικοι λαμβάνουν τα έγγραφα. Η επιβεβαίωση ότι τα έγγραφα έχουν πράγματι ορθά επιδοθεί ή κοινοποιηθεί αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική εξέλιξη της διαδικασίας, ενώ παράλληλα η ορθή επίδοση ή κοινοποίηση στους διαδίκους εξασφαλίζει την προάσπιση της αρχής της αντιμωλίας (audi alteram partem). Τουτέστιν, η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων συνιστά διαδικαστική πράξη ενός δικαστηρίου με σκοπό την ενημέρωση του διαδίκου σχετικά με τη διαδικασία, τις διαδικαστικές πράξεις του αντιδίκου και του δικαστηρίου, και παράλληλα εγγυάται στον διάδικο το δικαίωμα της απάντησης.
Απαιτούνται επομένως συγκεκριμένοι κανόνες για την επίδοση ή την κοινοποίηση εγγράφων προκειμένου να τηρούνται διάφορες αρχές των κανόνων της πολιτικής δικονομίας, αλλά και να εξασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς περιττές καθυστερήσεις, δεδομένου ότι η επίδοση ή η κοινοποίηση εγγράφων εγγυάται ότι όλοι οι συμμετέχοντες ενημερώνονται σχετικά με τις διαδικαστικές πράξεις του δικαστηρίου και/ή των διαδίκων. Οι συγκεκριμένοι κανόνες για την επίδοση ή την κοινοποίηση εγγράφων παρέχουν επίσης διασφαλίσεις σε περίπτωση εσφαλμένης επίδοσης ή κοινοποίησης.
Οι διάδικοι ή οι συμμετέχοντες σε μια διαδικασία λαμβάνουν με επίδοση ή κοινοποίηση όλες τις δικαστικές πράξεις. Το άρθρο 142 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής «ZPP» Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας [Uradni list RS], αριθ. 73/07 – επίσημο ενοποιημένο κείμενο, 45/08 – ZArbit, 45/08, 111/08 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 121/08 – Διάταξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 57/09 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 12/10 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 50/10 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 107/10 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 75/12 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 76/12 – τροποποίηση, 40/13 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 92/13 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 6/14, 10/14 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, 48/14 και 48/15 – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου) ορίζει ότι οι πράξεις και οι δικαστικές αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται να ασκηθεί προσφυγή, τα έκτακτα ένδικα μέσα και οι εντολές πληρωμής για την εξόφληση δικαστικών εξόδων από την κατάθεση αγωγών, αμυντικών ισχυρισμών και ένδικων μέσων, καθώς και οι κλήσεις διαδίκων σε ακροάσεις επίλυσης διαφορών ή πρώτες ακροάσεις αν δεν έχει προγραμματιστεί ακρόαση για επίλυση διαφοράς, πρέπει να επιδίδονται αυτοπροσώπως στους διαδίκους. Τόσο η υλική επίδοση ή κοινοποίηση όσο και η επίδοση ή κοινοποίηση μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών μέσων θεωρούνται υλική επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP). Τα υπόλοιπα έγγραφα επιδίδονται ή κοινοποιούνται αυτοπροσώπως μόνο εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία ή αν το δικαστήριο πιστεύει ότι απαιτείται αυξημένη προσοχή λόγω των εγγράφων που επισυνάπτονται στο πρωτότυπο ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων πραγματοποιείται μέσω ταχυδρομείου, μέσω αρμόδιου δικαστικού υπαλλήλου, στο δικαστήριο ή με οποιονδήποτε άλλο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία τρόπο. Κατόπιν πρότασης από τον αντίδικο, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επίδοση ή την κοινοποίηση των εγγράφων μέσω νομικού ή φυσικού προσώπου που ενεργεί την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας αναγνωρισμένης βάσει ειδικής άδειας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ το κόστος για μια τέτοια επίδοση ή κοινοποίηση καλύπτεται από αυτόν που υποβάλλει τη σχετική πρόταση (άρθρο 132 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Οι διάδικοι μπορούν να αναφέρουν στο δικαστήριο ότι επιθυμούν την ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων σε μια ασφαλή διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την οποία δηλώνουν στην αίτηση. Η δηλωθείσα ασφαλής διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι ισοδύναμη με τη διεύθυνση κατοικίας ή την καταστατική έδρα του διαδίκου. Αν ένας διάδικος υποβάλλει έγγραφα μέσω ενός ασφαλούς ηλεκτρονικού μέσου, εικάζεται ότι επιθυμεί επίσης την ηλεκτρονική επίδοση των εγγράφων, εκτός αν ορίσει κάτι διαφορετικό. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η ασφαλής ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων είναι αδύνατη, επιδίδει ή κοινοποιεί τα έγγραφα υπό υλική μορφή και αναφέρει τους λόγους για την εν λόγω ενέργεια. Σε κρατικά όργανα, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, εκτελεστές, πραγματογνώμονες, εκτιμητές, διερμηνείς δικαστηρίων, συνδίκους και άλλα πρόσωπα ή όργανα, η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων πρέπει πάντα να πραγματοποιείται ηλεκτρονικά σε μια ασφαλή διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας καταρτίζει και δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του έναν κατάλογο προσώπων και οργάνων τα οποία μπορεί να θεωρούνται αξιόπιστα λόγω της φύσης της εργασίας τους. Τα άτομα και τα όργανα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο πρέπει να δημιουργούν μια ασφαλή διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να δηλώνουν τη διεύθυνση και τυχόν αλλαγές αυτής στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας. Η διεύθυνση που δημοσιεύεται στον κατάλογο θεωρείται η επίσημη ασφαλής διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Για τα κρατικά όργανα, τα νομικά πρόσωπα και τα πρόσωπα που διατηρούν ατομική επιχείρηση, η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων πραγματοποιείται με την παράδοση των εγγράφων σε ένα πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για την παραλαβή τους ή σε κάποιον υπάλληλο στο γραφείο, στο εμπορικό κατάστημα ή στην καταστατική έδρα (άρθρο 133 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Τα έγγραφα για τους στρατιωτικούς και τους αστυνομικούς υπαλλήλους μπορούν επίσης να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται μέσω των διοικητών ή των άμεσων προϊσταμένων τους αν είναι αναγκαίο, με τον ίδιο τρόπο είναι δυνατή και η επίδοση ή κοινοποίηση άλλων εγγράφων (άρθρο 134 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Για τα πρόσωπα που κρατούνται, η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται από το διοικητικό συμβούλιο του σωφρονιστικού καταστήματος ή άλλου ιδρύματος όπου εκτίουν ποινή φυλάκισης ή στερητική της ελευθερίας ποινή (άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Όταν ένας διάδικος έχει νομικό εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο, η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων πραγματοποιείται στον εν λόγω νομικό εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώ η επίδοση ή κοινοποίηση σε δικηγόρο που ενεργεί ως πληρεξούσιος μπορεί να πραγματοποιείται με τρόπο ώστε τα έγγραφα να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται σε ένα πρόσωπο που απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο αυτού (άρθρα 137 και 138 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων στα κράτη μέλη πραγματοποιείται σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς. Το άρθρο 143 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας [Uradni list RS], αριθ. 45/08, όπως τροποποιήθηκε στο εξής «ZZP») προβλέπει την υποχρέωση του δικαστηρίου να αποκτά πληροφορίες σχετικά με το αν η διεύθυνση στην οποία επιχειρείται η επίδοση ή κοινοποίηση είναι ίδια με τη διεύθυνση επίδοσης ή κοινοποίησης που τηρείται στα επίσημα μητρώα. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο, κάθε φορά που η επίδοση ή η κοινοποίηση σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση είναι ανεπιτυχής (για οποιονδήποτε λόγο), πρέπει να ελέγχει τη διεύθυνση στο κεντρικό μητρώο πληθυσμού. Το δικαστήριο προβαίνει σε αυτήν την ενέργεια τόσο όταν η δίκη λαμβάνει χώρα στη Σλοβενία όσο και όταν η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων πραγματοποιείται, κατόπιν αιτήματος ενός δικαστηρίου, σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της εθνικής δικονομικής αυτονομίας). Όταν απαιτείται επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων σε νομικό πρόσωπο, η διεύθυνση ελέγχεται στο εμπορικό μητρώο (AJPES), δυνάμει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 139 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP), το οποίο παρέχει δημόσια πρόσβαση στα στοιχεία των καταστατικών εδρών των νομικών προσώπων. Αν η εξεύρεση των σχετικών πληροφοριών είναι αδύνατη, το δικαστήριο επιστρέφει τα έγγραφα στην υπηρεσία διαβίβασης.
Δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων, η εν λόγω πρόσβαση είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αν μια αλλοδαπή δικαστική αρχή επιθυμεί να αποκτήσει πληροφορίες για τον τόπο διαμονής ενός προσώπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες από τις αρμόδιες διοικητικές μονάδες, οι αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες στη σλοβενική γλώσσα (δεν επιβάλλονται τέλη ή άλλες χρεώσεις για αυτήν την υπηρεσία), και εν συνεχεία το διοικητικό όργανο αποφασίζει σχετικά με την αίτηση βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου. Αν ο διάδικος που επιθυμεί να αποκτήσει πληροφορίες είναι φυσικό πρόσωπο, η έρευνα είναι ακόμη δυσκολότερη. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι διοικητικές υπηρεσίες, τέτοιες πληροφορίες δεν παρέχονται στους διαδίκους. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα διενέργειας ερευνών μέσω διπλωματικής οδού.
Όπως αναφέρεται ανωτέρω, κατόπιν αίτησης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου, το αρμόδιο σλοβενικό δικαστήριο ελέγχει και αποκτά πληροφορίες για τη διεύθυνση ενός προσώπου.
Το δικαστήριο διενεργεί έρευνα για την κατοικία ενός προσώπου (μέσω αναζήτησης στο κεντρικό μητρώο πληθυσμού ή υποβολής σχετικής αίτησης στην αρμόδια διοικητική μονάδα), όταν λαμβάνει αίτημα για προσκόμιση αποδείξεων.
Κατά κανόνα, η επίδοση ή η κοινοποίηση εγγράφων πραγματοποιείται μέσω ταχυδρομείου, είναι όμως δυνατή η επίδοση ή κοινοποίηση μέσω αρμόδιου δικαστικού υπαλλήλου, στο δικαστήριο ή με άλλο προβλεπόμενο από τον νόμο τρόπο, καθώς και μέσω ενός νομικού ή φυσικού προσώπου που ενεργεί την επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων στο πλαίσιο αναγνωρισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας βάσει ειδικής άδειας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Επίσης, προβλέπεται η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων (βλέπε σημείο 3).
Ναι. Η επίδοση ή η κοινοποίηση εγγράφων πραγματοποιείται μέσω του δικτυακού τόπου e-Justice, ο οποίος τελεί υπό τη διαχείριση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, στις ασφαλείς διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των χρηστών.
Η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων επιτρέπεται στις αστικές υποθέσεις και σε άλλες αστικές δικαστικές διαδικασίες για τις οποίες ισχύουν οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZZP), π.χ. σε διαδικασίες που αφορούν εμπορικές διαφορές, εργατικές και κοινωνικές διαφορές, διαδικασίες μη αστικής φύσης, κληρονομικές διαδικασίες (δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί σε τέτοιες περιπτώσεις) και υποθέσεις κτηματολογίου, καθώς και σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και διαδικασίες εκτέλεσης (η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων χρησιμοποιείται ήδη σε όλες αυτές τις διαδικασίες).
Όσον αφορά τις ομάδες στις οποίες ταξινομούνται οι χρήστες, υπάρχουν περιορισμοί. Καταρχάς, οι χρήστες διακρίνονται σε γενικές ομάδες:
– χρήστες που δεν είναι υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους όταν χρησιμοποιούν το σύστημα e-Justice (κανονικοί χρήστες),
– χρήστες που έχουν πρόσβαση στο σύστημα e-Justice μέσω ονόματος και κωδικού χρήστη (εγγεγραμμένοι χρήστες), και
– χρήστες που έχουν πρόσβαση στο σύστημα e-Justice μέσω ονόματος και κωδικού χρήστη, και ενός αναγνωρισμένου ψηφιακού πιστοποιητικού (αναγνωρισμένοι χρήστες).
Στους αναγνωρισμένους χρήστες συγκαταλέγονται:
– οι εσωτερικοί αναγνωρισμένοι χρήστες (δικαστές και δικαστικοί επιμελητές που είναι εξουσιοδοτημένοι να διεκπεραιώνουν ηλεκτρονικά καθήκοντα σε ορισμένους τύπους αστικών δικαστικών διαδικασιών) και
– οι εξωτερικοί αναγνωρισμένοι χρήστες (συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, εκτελεστές, σύνδικοι, η υπηρεσία γενικής εισαγγελίας, η κρατική εισαγγελική αρχή, οι κτηματομεσιτικές εταιρείες και η δημοτική εισαγγελική αρχή, δηλαδή οντότητες που παίζουν ρόλο φορέα εκπροσώπησης ή δικαιοδοτικού οργάνου σε αστικές δικαστικές διαδικασίες, καθώς και χρήστες/διάδικοι, δηλαδή νομικά πρόσωπα, φυσικά πρόσωπα ή κρατικές και τοπικές αρχές που παίζουν ρόλο διαδίκου στις αστικές δικαστικές διαδικασίες).
Για την επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην κοινή και στην προσωπική επίδοση.
Στην περίπτωση κοινής επίδοσης ή κοινοποίησης εγγράφων, πρέπει πρώτα να επιχειρείται μη αυτοπρόσωπη επίδοση ή κοινοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται τα έγγραφα δεν βρίσκεται στη διεύθυνση κατοικίας του, η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε αυτά να παραδίδονται σε οποιοδήποτε από τα ενήλικα μέλη του νοικοκυριού που έχουν την υποχρέωση να τα αποδεχθούν (άρθρο 140 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Μόνο σε περίπτωση που αυτή η επίδοση είναι αδύνατη, η επίδοση ή κοινοποίηση σε φυσικό πρόσωπο πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε ο δικαστικός επιμελητής να τοποθετεί το έγγραφο σε γραμματοκιβώτιο στη διεύθυνση κατοικίας του παραλήπτη. Σε περίπτωση που ο αποδέκτης δεν διαθέτει γραμματοκιβώτιο ή αυτό δεν χρησιμοποιείται, τα έγγραφα παραδίδονται στο δικαστήριο που διέταξε την επίδοση, και σε περιπτώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου, στο οικείο ταχυδρομικό κατάστημα του τόπου διαμονής του αποδέκτη, ενώ στην θύρα του αποδέκτη θυροκολλάται ειδοποίηση επίδοσης που αναφέρει το πού βρίσκονται τα έγγραφα (άρθρο 141 παράγραφος 1 και 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Σε περίπτωση επίδοσης ή κοινοποίησης εγγράφων σε νομικό πρόσωπο, τα έγγραφα επιδίδονται ή κοινοποιούνται στη διεύθυνση που αναγράφεται στο μητρώο. Αν η επίδοση των εγγράφων δεν είναι δυνατή σε αυτή τη διεύθυνση, η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται κατά τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω για τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή τα έγγραφα ή η ειδοποίηση επίδοσης παραδίδονται στη διεύθυνση που αναγράφεται στο μητρώο.
Προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση σημαίνει ότι τα έγγραφα παραδίδονται αυτοπροσώπως στον διάδικο. Δυνάμει του άρθρου 142 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP), δικαστικά έγγραφα θεωρούνται τα κάτωθι: πράξεις, δικαστικές αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται να ασκηθεί προσφυγή, έκτακτα ένδικα μέσα και εντολές πληρωμής για την εξόφληση δικαστικών εξόδων για αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 105 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP) (αγωγές, ανταγωγές, προτάσεις φιλικού διακανονισμού κ.λπ.) και κλήσεις διαδίκων σε ακροάσεις επίλυσης διαφορών ή σε πρώτες ακροάσεις αν δεν έχει προγραμματιστεί ακρόαση για επίλυση διαφοράς. Άλλα έγγραφα επιδίδονται ή κοινοποιούνται αυτοπροσώπως μόνο εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία ή αν το δικαστήριο θεωρεί ότι είναι απαραίτητο λόγω των εγγράφων που επισυνάπτονται στο πρωτότυπο.
Σε περίπτωση που η άμεση επίδοση ή κοινοποίηση στον αποδέκτη δεν είναι δυνατή, η προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση σε φυσικό πρόσωπο πραγματοποιείται με τρόπο ώστε ο δικαστικός επιμελητής να παραδώσει τα έγγραφα στο δικαστήριο που διέταξε την επίδοση ή κοινοποίηση, και σε περιπτώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου, η επίδοση πραγματοποιείται στο οικείο ταχυδρομικό κατάστημα του τόπου διαμονής του αποδέκτη, ενώ στο γραμματοκιβώτιο τοποθετείται ειδοποίηση επίδοσης που αναφέρει το πού βρίσκονται τα έγγραφα καθώς και την προθεσμία παραλαβής τους.
Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους είναι υποχρεωμένοι, σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσής τους πριν από την επίδοση ή κοινοποίηση μιας δευτεροβάθμιας απόφασης με την οποία ολοκληρώνεται μια δικαστική διαδικασία, να αναφέρουν την αλλαγή στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση. Αν δεν το πράξουν, το δικαστήριο διατάσσει όλες οι μελλοντικές επιδόσεις ή κοινοποιήσεις δικαστικών εγγράφων προς τον εν λόγω διάδικο να πραγματοποιούνται με τρόπο ώστε τα έγγραφα να αναρτώνται στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. Τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί οκτώ ημέρες μετά την ανάρτησή τους στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου (άρθρο 145 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Στην κοινή επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί κατά την ημέρα τοποθέτησής τους στο γραμματοκιβώτιο, για την οποία ο αποδέκτης ενημερώνεται δεόντως. Σε περίπτωση που ο αποδέκτης δεν διαθέτει γραμματοκιβώτιο, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί κατά την ημέρα θυροκόλλησης της ειδοποίησης επίδοσης.
Στην προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί κατά την ημέρα που ο αποδέκτης παραλαμβάνει τα έγγραφα. Αν ο αποδέκτης δεν παραλάβει τα έγγραφα εντός 15 ημερών, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Μετά τη λήξη της προθεσμίας, ο δικαστικός επιμελητής τοποθετεί τα έγγραφα στο γραμματοκιβώτιο του αποδέκτη αν ο αποδέκτης δεν διαθέτει γραμματοκιβώτιο ή αν αυτό δεν χρησιμοποιείται, τα έγγραφα επιστρέφονται στο δικαστήριο.
Στην κοινή επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων, όταν τα έγγραφα τοποθετούνται στο γραμματοκιβώτιο, ο δικαστικός επιμελητής ενημερώνει τον αποδέκτη σχετικά με τις νομικές συνέπειες των εγγράφων, και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους προέβη σε αυτήν την ενέργεια, καθώς και την ημερομηνία τοποθέτησης των εγγράφων στο γραμματοκιβώτιο, τόσο στο δελτίο παράδοσης όσο και στα έγγραφα, τα οποία και υπογράφει. Αν ο αποδέκτης δεν διαθέτει γραμματοκιβώτιο και τα έγγραφα παραδοθούν στο δικαστήριο/ταχυδρομικό κατάστημα, ο δικαστικός επιμελητής θυροκολλά ειδοποίηση επίδοσης στη θύρα της οικίας του αποδέκτη, στην οποία αναφέρει το πού βρίσκονται τα έγγραφα καθώς και την προθεσμία παραλαβής τους.
Στην προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων, ο δικαστικός επιμελητής αφήνει ειδοποίηση στο γραμματοκιβώτιο στην οποία αναφέρει τον τόπο παράδοσης των εγγράφων, την προθεσμία παραλαβής τους, και τις συνέπειες σε περίπτωση που ο αποδέκτης δεν παραλάβει τα έγγραφα εντός της οριζόμενης προθεσμίας. Ο δικαστικός επιμελητής αναφέρει τους λόγους για τους οποίους προέβη σε αυτήν την ενέργεια, καθώς και την ημερομηνία παράδοσης των εγγράφων στον αποδέκτη, τόσο στην ειδοποίηση όσο και στα επιδιδόμενα έγγραφα, τα οποία και υπογράφει.
Σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται τα έγγραφα, ή το πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να παραλάβει τα έγγραφα, χωρίς νόμιμη αιτιολογία δεν επιθυμεί να δεχθεί την επίδοση, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει τα έγγραφα στην οικία ή στον χώρο εργασίας του αποδέκτη ή στο γραμματοκιβώτιό του, ή απουσία γραμματοκιβωτίου, θυροκολλά τα έγγραφα στη θύρα της οικίας. Στο δελτίο παράδοσης, ο δικαστικός επιμελητής αναφέρει την ημερομηνία, την ώρα, τον λόγο άρνησης αποδοχής της επίδοσης, καθώς και τον χώρο όπου βρίσκονται τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί (άρθρο 144 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Ο νόμος περί ταχυδρομικών υπηρεσιών (στο εξής «ZPSto-2» Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας [Uradni list RS], αριθ. 51/09, 77/10 και 40/14 – ZIN-B) ορίζει ότι η συστημένη αλληλογραφία και οι αποστολές δηλωμένης αξίας πρέπει να παραδίδονται αυτοπροσώπως στους αποδέκτες, στη διεύθυνσή τους. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, η συστημένη αλληλογραφία και οι αποστολές δηλωμένης αξίας παραδίδονται σε ένα από τα ενήλικα μέλη του νοικοκυριού ή σε ένα πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να δέχεται την αλληλογραφία (άρθρο 41 του νόμου περί ταχυδρομικών υπηρεσιών-ZPSto-2). Ενήλικο μέλος του νοικοκυριού θεωρείται κάθε πρόσωπο ηλικίας άνω των 15 ετών που μοιράζεται την ίδια στέγη με τον αποδέκτη (Γενικοί όροι και προϋποθέσεις για την παροχή καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών της 1ης Σεπτεμβρίου 2014 στο εξής «GT»).
Αν η συστημένη αλληλογραφία δεν δύναται να παραδοθεί στα πρόσωπα που αναφέρονται ανωτέρω (αποδέκτης αυτοπροσώπως/ενήλικο μέλος του νοικοκυριού ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει τα έγγραφα) λόγω απουσίας τους, το πρόσωπο που έχει αναλάβει την παράδοση τοποθετεί στο γραμματοκιβώτιο ειδοποίηση όπου αναφέρει τον τόπο και την προθεσμία παραλαβής των εγγράφων. Αν ο αποδέκτης δεν παραλάβει τα έγγραφα εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση του ταχυδρομείου, η αλληλογραφία επιστρέφεται στον αποστολέα. Αν ο αποδέκτης δεν επιθυμεί να αποδεχθεί τη συστημένη αλληλογραφία και τις αποστολές δηλωμένης αξίας, ο δικαστικός επιμελητής σημειώνει την ημερομηνία και την αιτία της άρνησης παραλαβής πάνω στο ταχυδρομικό αντικείμενο ή στο δελτίο παράδοσης και επιστρέφει την αλληλογραφία στον αποστολέα.
Το ταχυδρομικό αντικείμενο μπορεί να παραληφθεί από το ταχυδρομικό κατάστημα εντός 15 ημερών από την ημερομηνία ειδοποίησης του αποδέκτη σχετικά με την άφιξή του. Εξαίρεση αποτελούν τα πακέτα από το εξωτερικό στα οποία ο αποστολέας έχει ορίσει προθεσμία μικρότερη των 15 ημερών κατά την αποστολή τους. Οι προθεσμίες για την παραλαβή της αλληλογραφίας καθορίζονται βάσει ημερολογίου, και ξεκινούν από την ημέρα που έπεται της ημέρας λήψης της ειδοποίησης παράδοσης από τον αποδέκτη. Για την αλληλογραφία που παραμένει στο ταχυδρομικό κατάστημα ως poste restante και την αλληλογραφία για χρήστες με ταχυδρομικές θυρίδες, οι προθεσμίες καθορίζονται με βάση το ημερολόγιο, και ξεκινούν από την ημέρα που έπεται της ημέρας άφιξης της αλληλογραφίας στο ταχυδρομικό κατάστημα (άρθρο 27 των γενικών όρων και προϋποθέσεων για την παροχή καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών-GT).
Στο γραμματοκιβώτιο του αποδέκτη αφήνεται ειδοποίηση, η οποία αναφέρει τον τόπο και την προθεσμία παραλαβής των εγγράφων.
Το δελτίο παράδοσης συνιστά απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης ενός εγγράφου και υπογράφεται τόσο από τον παραλήπτη όσο και από τον δικαστικό επιμελητή, ενώ ο ίδιος ο παραλήπτης καταχωρίζει ολογράφως σε αυτό την ημερομηνία παραλαβής. Αν ο παραλήπτης δεν γνωρίζει γραφή ή αδυνατεί να υπογράψει, ο δικαστικός επιμελητής γράφει το πλήρες όνομα και την ημερομηνία παραλαβής ολογράφως, και προσθέτει σημείωμα όπου δηλώνει τον λόγο για τον οποίο ο παραλήπτης δεν έχει υπογράψει.
Αν ο παραλήπτης δεν επιθυμεί να υπογράψει το δελτίο παράδοσης, ο δικαστικός επιμελητής σημειώνει το γεγονός αυτό στο δελτίο και αναφέρει ολογράφως την ημερομηνία επίδοσης στην προκειμένη περίπτωση, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί. Αν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται δυνάμει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 142 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP) (μη αυτοπρόσωπη επίδοση ή «θεωρητική» επίδοση βλέπε επίσης σημεία 8.2 και 7.3), η ημερομηνία κατάθεσης της ειδοποίησης στον αποδέκτη και η ημερομηνία παράδοσης των εγγράφων στο δικαστήριο ή στο ταχυδρομικό κατάστημα αναφέρονται στο δελτίο παράδοσης.
Αν, δυνάμει των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP), τα έγγραφα παραδίδονται σε ένα πρόσωπο που δεν είναι το πρόσωπο στο οποίο πρέπει αυτά να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν, ο δικαστικός επιμελητής επισημαίνει τη σχέση των δύο προσώπων στο δελτίο παράδοσης (άρθρο 149 παράγραφος 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Το δελτίο παράδοσης έχει όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει ένα δημόσιο έγγραφο και επομένως αποδεικνύει το αληθές των γεγονότων που επιβεβαιώνονται σε αυτό. Ωστόσο, είναι αποδεκτό να καταδειχθεί ότι τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στο δελτίο δεν είναι αληθή.
Αν ο αποδέκτης δεν λάβει τα έγγραφα ή εικάζεται μη νόμιμη επίδοση ή κοινοποίηση, κρίνεται ότι ορισμένες ελλείψεις ή σφάλματα στην επίδοση των εγγράφων μπορούν να εξαλειφθούν. Επομένως, ο αποδέκτης δεν μπορεί να ισχυριστεί μη νόμιμη επίδοση ή κοινοποίηση αν είναι αναμφίβολα σαφές από τη συμπεριφορά του ότι παρά τη μη νόμιμη επίδοση έχει λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων κατά κάποιο τρόπο. Αυτό ισχύει επίσης στην περίπτωση που τα έγγραφα περιέρχονται στα χέρια του αποδέκτη (π.χ. αν ο αποδέκτης πάρει τα έγγραφα μετά τη λήξη της προθεσμίας για την παραλαβή τους). Το ίδιο προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPP), όπου αναφέρεται ότι δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι υπάρχει παράβαση των κανόνων της επίδοσης αν ο αποδέκτης παραλάβει τα έγγραφα παρά την παράβαση. Σε αυτήν την περίπτωση τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί τη στιγμή που ο αποδέκτης παίρνει τα έγγραφα (άρθρο 139 παράγραφος 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Η εξάλειψη ή η διόρθωση των σφαλμάτων στην επίδοση μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μέσω της επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση (restitutio ad integrum). Η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δυνατή αν μια καθυστέρηση στην εξάλειψη μιας συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης προκαλεί ένα γεγονός που ένας διάδικος, παρότι επιδεικνύει επαρκή δέουσα επιμέλεια, αδυνατεί να προβλέψει ή να εμποδίσει. Αν ένας διάδικος δεν παραστεί σε μια ακρόαση ή χάσει μια προθεσμία για κίνηση νομικής διαδικασίας, και επομένως χάσει το δικαίωμα για την εκτέλεση αυτής της πράξης, το δικαστήριο, κατόπιν πρότασής του, μπορεί να του επιτρέψει να το κάνει αργότερα (επαναφορά στην προτέρα κατάσταση), αν αναγνωρίσει ότι ο διάδικος έχασε την ακρόαση ή την προθεσμία για θεμιτό λόγο. Αν επιτρέπεται η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, η πράξη επιστρέφει στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την καθυστέρηση, και όλες οι αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο λόγω της καθυστέρησης ακυρώνονται (άρθρο 116 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP).
Η πρόταση δύναται να υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παύει να ισχύει η αιτία λόγω της οποίας ο διάδικος έχασε την ακρόαση ή την προθεσμία αν ο διάδικος έμαθε αργότερα για την καθυστέρηση, τότε από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση αυτής. Η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση δεν μπορεί πλέον να ζητηθεί μετά την παρέλευση έξι μηνών από την καθυστέρηση (άρθρο 117 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ZPP). Τόσο οι υποκειμενικές όσο και οι αντικειμενικές προθεσμίες έχουν νομικά επιτακτικό χαρακτήρα και δεν επιδέχονται παράταση.
Η επίδοση μέσω ταχυδρομείου, ως γενικά αποδεκτή μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών εγγράφων, δεν συνεπάγεται ξεχωριστές δαπάνες για τους διαδίκους. Η επίδοση ή κοινοποίηση με άλλο τρόπο (π.χ. μέσω ειδικής υπηρεσίας που ενεργεί την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων στο πλαίσιο καταχωρισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας) συνεπάγεται επιπλέον κόστος, επομένως το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη σχετική επίδοση μόνο κατόπιν πρότασης ενός διαδίκου, ο οποίος πρέπει να προκαταβάλει επαρκές ποσό για να καλύψει τη δαπάνη. Όπως ορίζουν οι ειδικοί κανόνες για τις ενέργειες των προσώπων που ενεργούν επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων σε ποινικές και αστικές υποθέσεις, οι δικαστικοί επιμελητές δικαιούνται αποζημίωση και επιστροφή εξόδων για την εργασία τους βάσει της συμφωνίας που έχουν συνάψει με το δικαστήριο, στην οποία το δικαστήριο ορίζει το ύψος της πληρωμής και την επιστροφή των εξόδων.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.