Στη σελίδα αυτή μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το κόστος των δικαστικών διαδικασιών στην Πολωνία.
Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Οικογενειακό δίκαιο - διαζύγιο
Οικογενειακό δίκαιο – επιμέλεια τέκνων
Οικογενειακό δίκαιο - διατροφή
Στην Πολωνία, η αμοιβή σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου (adwokat) και του πελάτη, επιφυλασσομένων των διατάξεων του νόμου. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν τους ακόλουθους:
Σύμφωνα με τον κανονισμό του Υπουργού Δικαιοσύνης της 28ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με τις αμοιβές για τις υπηρεσίες δικηγόρων (rozporządzenie w sprawie opłat za czynności adwokackie), για τον καθορισμό της αμοιβής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη:
Σε ειδικές περιπτώσεις, ανάλογα με την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του πελάτη, ο δικηγόρος μπορεί να ορίσει την αμοιβή σε επίπεδο κατώτερο από αυτό που προβλέπει ο νόμος περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις (ustawa o kosztach sądowych w sprawach cywilnych).
Τα έξοδα της δίκης βαρύνουν, κατ’ αρχήν τον ηττηθέντα διάδικο. Εντούτοις, το ποσό που επιδικάζεται από τον δικαστή (για την εκπροσώπηση από δικηγόρο) πρέπει να μην υπερβαίνει τα όρια που προβλέπει ο κανονισμός του Υπουργού Δικαιοσύνης της 28ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με τις αμοιβές για τις υπηρεσίες δικηγόρων. Συνεπώς, η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει (σύμφωνα με την παράγραφο 2 του κανονισμού) το εξαπλάσιο του ελάχιστου ποσού ή την αξία του αντικειμένου της διαφοράς. Το ποσό της αμοιβής εξαρτάται επίσης από τη φύση και το αντικείμενο της υπόθεσης, καθώς και από τη φάση της διαδικασίας. Οι ελάχιστες αμοιβές για διάφορες περιπτώσεις ορίζονται στα κεφάλαια 2 έως 5 του κανονισμού.
Οι νομικοί σύμβουλοι (radcy prawni) στην Πολωνία υπόκεινται σε ρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές που ισχύουν για τους δικηγόρους.
Η πολωνική νομοθεσία ορίζει επίσης τις αμοιβές των υπαλλήλων αναγκαστικής εκτέλεσης/δικαστικών επιμελητών (komornicy) – με τον νόμο περί υπαλλήλων αναγκαστικής εκτέλεσης και διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης (ustawa o komornikach sądowych i egzekucji).
Οι γενικοί κανόνες είναι οι ακόλουθοι:
Σε όλες τις υποθέσεις που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν οικονομικά, η αμοιβή πρέπει να υπολογίζεται ως ποσοστό της αξίας της εικαζόμενης απαίτησης. Αν ο υπάλληλος αναγκαστικής εκτέλεσης εξασφαλίζει χρηματική αξίωση, η αμοιβή που καταβάλλει ο δανειστής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% του ποσού της αξίωσης, ούτε να είναι μικρότερη από το 3% του μέσου μηνιαίου μισθού ή ανώτερη από το πενταπλάσιό του.
Κατά την εκτέλεση αξίωσης, ο υπάλληλος αναγκαστικής εκτέλεσης εισπράττει από τον οφειλέτη αμοιβή ίση με το 15 % της αξίωσης. Η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 10% του μέσου μηνιαίου μισθού ούτε ανώτερη από το τριακονταπλάσιό του.
Στις υποθέσεις που δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν οικονομικά, αν ο υπάλληλος αναγκαστικής εκτέλεσης εξασφαλίζει και εκτελεί μη χρηματική αξίωση, λαμβάνει πάγια αμοιβή.
Ο νόμος περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις καλύπτει τα τέλη και τα έξοδα.
Τέλος είναι το χρηματικό ποσό το οποίο οφείλεται για κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο δικαστήριο, εφόσον προβλέπεται από τον νόμο. Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη τελών: κυμαινόμενα, πάγια και βασικά.
Το ποσό του τέλους κυμαίνεται ανάλογα με το είδος της υπόθεσης: αστική, οικογενειακή, εμπορική ή άλλη. Για τον καθορισμό του κόστους λαμβάνεται επίσης υπόψη το είδος της αγωγής.
Τα έξοδα αφορούν επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη συμμετοχή των διαδίκων, των μαρτύρων και των εμπειρογνωμόνων στη διαδικασία. Εξαρτώνται από τον απαιτούμενο χρόνο και προσπάθεια. Τα έξοδα μπορούν να περιλαμβάνουν την αμοιβή διερμηνέων και μεταφραστών, τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής και την απώλεια εισοδήματος των μαρτύρων λόγω της εμφάνισής τους ενώπιον του δικαστηρίου. Άλλα έξοδα που λαμβάνονται υπόψη είναι: η αμοιβή άλλων θεσμικών οργάνων και προσώπων, τα έξοδα εξέτασης αποδεικτικών στοιχείων, τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης ζώων και πραγμάτων, ο χρόνος που διανύθηκε υπό κράτηση και η διενέργεια ανακοινώσεων.
Υπάρχουν επιπροσθέτως τα έξοδα της δίκης. Αυτά περιλαμβάνουν τα δικαστικά έξοδα, τα έξοδα προετοιμασίας της δίκης και τα έξοδα για ενέργειες του δικηγόρου ή του νομικού συμβούλου για την εκπροσώπηση του πελάτη (συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής για την εκπροσώπηση και την παροχή συμβουλών).
Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο ηττηθείς διάδικος πρέπει να επιστρέψει στον διάδικο που νίκησε τις δαπάνες που έγιναν δικαιολογημένα για την προάσπιση των συμφερόντων του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά. Εντούτοις, ο δικαιωθείς διάδικος πρέπει να περιμένει μέχρι την έκδοση της απόφασης για να του επιστραφούν τα έξοδα. Το ζήτημα των εξόδων κρίνεται κατά την τελευταία φάση της δικαστικής διαδικασίας, ακριβώς πριν εκδοθεί η τελική απόφαση.
Το οφειλόμενο ποσό πρέπει να καταβληθεί κατά το χρόνο κατάθεσης εγγράφου στο δικαστήριο – (άρθρο 10 του νόμου περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις).
Γενικά, τα έξοδα δεν είναι πάγια, αλλά υπολογίζονται μετά την έκδοση της απόφασης. Το ύψος τους εξαρτάται από τη διάρκεια της δίκης, την ποινή και την αμοιβή των εμπειρογνωμόνων. Τα πάγια έξοδα μπορούν να προβλεφθούν μόνο σε δίκες που κινούνται κατόπιν αίτησης ιδιώτη, στις οποίες ο ιδιώτης που υποβάλλει την αίτηση πρέπει να καταβάλει πάγιο αρχικό τέλος.
Τα πάγια έξοδα των διαδίκων σε ποινικές δίκες πρέπει να καταβάλλονται μετά την έκδοση απόφασης (έγκυρης και δεσμευτικής για τους διαδίκους).
Ο πολωνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει (στο άρθρο 424) τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναίρεσης τελεσίδικης απόφασης που έχει εκδοθεί σε δεύτερο βαθμό, αν η απόφαση προκαλεί βλάβη σε διάδικο και δεν έχει καταστεί δυνατόν να ανατραπεί ή να τροποποιηθεί (αίτηση με την οποία προβάλλεται η ασυμβατότητα της απόφασης με τον νόμο).
Μια τέτοια αίτηση μπορεί να υποβληθεί επίσης όταν η ασυμβατότητα με τον νόμο αφορά την παράβαση των ουσιωδών κανόνων της έννομης τάξης, την παράβαση ουσιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και η απόφαση είναι πρωτόδικη. Στην περίπτωση αυτή, ο νόμος περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις προβλέπει υποχρεωτικό βασικό τέλος που ανέρχεται σε 30 PLN, εφόσον ο νόμος δεν προβλέπει διαφορετικά.
Υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα. Σε ορισμένες διαδικασίες, το τέλος ανέρχεται σε:
Τα βασικά έξοδα στις συνταγματικές δίκες πρέπει να καταβάλλονται κατά την υποβολή του προσβαλλόμενου εγγράφου στο δικαστήριο (άρθρο 10 του νόμου περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις).
Σύμφωνα με τον νόμο, οι συνήγοροι δεν είναι υπεύθυνοι για την τελική έκβαση δίκης. Είναι υποχρεωμένοι απλώς να επιδεικνύουν την απαιτούμενη επιμέλεια και να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόσφορη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι συνήγοροι μπορούν να επιλέγουν τις πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για τους πελάτες τους.
Ορισμένα καθήκοντα προβλέπονται από τους επαγγελματικούς κώδικες συμπεριφοράς. Ωστόσο, οι κώδικες αυτοί εκδίδονται από τους επαγγελματικούς φορείς (δικηγορικούς συλλόγους) και αποτελούν απλώς δηλώσεις προθέσεων. Η παράβασή τους επισύρει απλώς πειθαρχική διαδικασία.
Έξοδα που συνεπάγονται
Πληροφορίες (συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τα έξοδα) δημοσιεύονται στον επίσημο δικτυακό τόπο του πολωνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο νόμος περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις έχει γενική εφαρμογή. Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε μετέχει σε νομικές διαδικασίες ή αναζητεί πληροφορίες για τα έξοδα, μπορεί εύκολα να βρει τους σχετικούς κανόνες.
Όσοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον νόμο μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από τον συνήγορό τους (δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο). Οι επαγγελματίες δικηγόροι μπορούν να παρέχουν πληροφορίες και βοήθεια για τις διάφορες διαδικασίες σε άλλη γλώσσα ή γλώσσες.
Οι πληροφορίες παρέχονται μόνο στα πολωνικά.
Ο πολωνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας παρέχει πληροφορίες για τη διαμεσολάβηση στα άρθρα 183¹ έως 1835. Η αμοιβή των διαμεσολαβητών και τα καλυπτόμενα έξοδά τους προβλέπονται στον κανονισμό της 30ής Νοεμβρίου 2003 που έχει εκδοθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ωστόσο, το κόστος της διαμεσολάβησης γενικά δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην έννοια των εξόδων για τους σκοπούς δικαστικής διαδικασίας, εκτός αν η διαμεσολάβηση έχει διαταχθεί από το δικαστήριο.
Ο δικτυακός τόπος του πολωνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι τμήμα του επίσημου δικτυακού τόπου της πολωνικής κυβέρνησης. Περιγράφει το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και παρέχει πληροφορίες για θέματα σχετικά με το πολωνικό αστικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων. Ένας σύνδεσμος στον δικτυακό τόπο οδηγεί σε εξηγήσεις σχετικά με τα έξοδα σε αστικές υποθέσεις (αποκλειστικά στα πολωνικά)
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί η μέση χρονική διάρκεια μιας δίκης, διότι η διάρκεια εξαρτάται από τη νομική και πραγματική πολυπλοκότητα της υπόθεσης.
Παρά όσα επισημάνθηκαν ανωτέρω, το μέσο κόστος μιας δίκης είναι δυνατόν να υπολογιστεί. Το κόστος της νομικής εκπροσώπησης καθορίζεται στην αρχή της διαδικασίας και εξαρτάται από τη συμφωνία μεταξύ πελάτη και συνηγόρου. Όσον αφορά την αυτεπάγγελτη νομική εκπροσώπηση, το κόστος της καθορίζεται από κανονισμό.
Είναι επίσης δυνατό να υπολογιστεί το κόστος της ίδιας της δίκης. Τα τέλη καθορίζονται από τον νόμο περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις και εξαρτώνται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και τη φύση της υποθέσεως (π.χ. εμπορική ή διαζύγιο). Οι διάδικοι δύνανται επίσης να συνυπολογίσουν το κόστος της κλήτευσης εμπειρογνωμόνων.
Τα τέλη και έξοδα που προβλέπονται από τον νόμο περί δικαστικών εξόδων σε αστικές υποθέσεις είναι αφορολόγητα και συνεπώς δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ. Η νομική βοήθεια υπόκειται σε ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ (22%).
Ο εφαρμοστέος συντελεστής ΦΠΑ είναι 22%. Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι νομικοί σύμβουλοι και οι δικηγόροι φορολογούνται όπως οι υπόλοιπες υπηρεσίες. Η φορολόγηση προβλέπεται από τη νομοθεσία περί φόρου προστιθέμενης αξίας.
Για να επιτραπεί η απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να υποβληθεί επίσημο αίτημα. Η απαλλαγή γίνεται δεκτή αν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο διάδικος δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης χωρίς να περιοριστούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του.
Επίσης, οι αιτούντες πρέπει να υποβάλουν έγγραφη δήλωση με τα ακόλουθα στοιχεία: οικογενειακή κατάσταση, αποδοχές, πηγές εισοδήματος και περιουσιακά στοιχεία (κινητά και ακίνητα). Αν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το δικαστήριο επιτρέπει την απαλλαγή και, επιπλέον, ρυθμίζει τη δωρεάν παροχή επαγγελματικών νομικών υπηρεσιών (ο συνήγορος αμείβεται από το πολωνικό Δημόσιο στην αρχή της δίκης στο τέλος της διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται, μετά από αίτημα του νικήσαντα διαδίκου, να αποδώσει τα έξοδα).
Δεν υπάρχει προκαθορισμένο κατώτατο εισοδηματικό όριο. Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι – λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του ίδιου και της οικογένειάς του – η καταβολή των εξόδων είναι δυσχερής.
Δεν υπάρχει προκαθορισμένο κατώτατο εισοδηματικό όριο. Μπορεί να δοθεί νομική συνδρομή αν το θύμα – διάδικος δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του.
Όπως προαναφέρθηκε, το θύμα πρέπει να είναι διάδικος. Στο στάδιο της ανάκρισης, το θύμα είναι αυτοδικαίως διάδικος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, πρέπει να έχει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα.
Δεν προβλέπονται άλλες προϋποθέσεις για τη χορήγηση νομικής συνδρομής στους κατηγορουμένους. Υπάρχουν, εντούτοις, επιπλέον λόγοι για τη χορήγηση νομικής συνδρομής στους κατηγορουμένους. Η νομική συνδρομή είναι υποχρεωτική όταν:
Σε περίπτωση δημόσιας αίτησης σε ποινικές υποθέσεις, τα έξοδα καλύπτονται από το Δημόσιο.
Δεν επιβάλλονται έξοδα για τις υποθέσεις ανηλίκων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. υποχρεώσεις διατροφής, καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες), οι ενάγοντες απαλλάσσονται από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 96 του διατάγματος σχετικά με τα έξοδα σε αστικές υποθέσεις).
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να καλύψει τα βασικά έξοδα της δίκης και να αποδώσει τα έξοδα νομικής εκπροσώπησης του νικήσαντα διαδίκου. Τα καλυπτόμενα έξοδα προσδιορίζονται στον πολωνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 98 έως 110). Ειδικότερα, τα καλυπτόμενα έξοδα περιλαμβάνουν: έξοδα της δίκης, έξοδα μεταφοράς, ισοδύναμη απώλεια εσόδων και έξοδα χρησιμοποίησης επαγγελματία δικηγόρου.
Οι αμοιβές των εμπειρογνωμόνων ορίζονται από το δικαστήριο – ανάλογα με το αντικείμενο της υπόθεσης, τα προσόντα, τη διάρκεια και τον φόρτο εργασίας.
Η αμοιβή εξαρτάται από το αν η μετάφραση/διερμηνεία διατάσσεται από το κράτος ή ζητείται από ιδιώτες.
Ο κανονισμός περί των αμοιβών των ορκωτών μεταφραστών (τον οποίο εξέδωσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης στις 25 Ιανουαρίου 2005 – Επίσημη Εφημερίδα 2007, τεύχος 41, θέση 265) ορίζει τις αμοιβές που καταβάλλουν οι δημόσιοι οργανισμοί. Σύμφωνα με την πράξη αυτή, τα έξοδα καθορίζονται από τους ακόλουθους παράγοντες: γλώσσα από και προς την οποία γίνεται η μετάφραση (βάσει της γενικής ιδέας ότι είναι συνήθως ευκολότερο, και συνεπώς λιγότερο δαπανηρό, η μετάφραση να γίνεται από ξένη γλώσσα προς την εθνική γλώσσα). Άλλοι παράγοντες είναι η ορολογία και το επίπεδο εξειδίκευσης.
Εκτός του δημόσιου τομέα, το κόστος καθορίζεται συμβατικά μεταξύ του μεταφραστή/διερμηνέα και του πελάτη του.
Οι σχετικές πηγές δικαίου είναι οι ακόλουθες:
Έκθεση της Πολωνίας για την ανάλυση σχετικά με τη διαφάνεια των εξόδων αστικών αγωγών (396 Kb)
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.