Έξοδα

Ιταλία

Η παρούσα σελίδα παρέχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος της διαδικασίας στην Ιταλία.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Ιταλία

Κανονιστικό πλαίσιο για τις αμοιβές των δικηγόρων

Δικηγόροι

Στην Ιταλία, υπάρχει μόνο μία κατηγορία δικηγόρων, οι οποίοι, κατόπιν εγγραφής σε δικηγορικό σύλλογο, επιτρέπεται να συμμετέχουν σε κάθε είδους διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε είδους δικαστηρίου, με εξαίρεση τα ανώτερα δικαστήρια (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και Συμβούλιο της Επικρατείας), για τα οποία απαιτούνται πρόσθετα ειδικά προσόντα.

Οι διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνονται στον κωδικοποιημένο νόμο για τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα, ο οποίος αναφέρεται στο διάταγμα αριθ. 115 του προέδρου της Δημοκρατίας, της 30ής Μαΐου 2002, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 83, της 27ης Ιουνίου 2015, το οποίο μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο αριθ. 132, της 6ης Αυγούστου 2015, στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 156, της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, και στον νόμο αριθ. 208, της 28ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και στον νέο νόμο για το δικηγορικό επάγγελμα (νόμος αριθ. 247/2012 ή νόμος για το δικηγορικό επάγγελμα), όπως τροποποιήθηκε με το υπουργικό διάταγμα 55/2014 (το οποίο αντικατέστησε το υπουργικό διάταγμα 140/2012) με τίτλο: «Καθορισμός των παραμέτρων για τη ρύθμιση της δικηγορικής αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 6 του νόμου αριθ. 247 της 31ης Δεκεμβρίου 2012», το οποίο ισχύει από τις 3 Απριλίου 2014.

Ο νόμος αριθ. 147/12 για το δικηγορικό επάγγελμα, σύμφωνα με το προηγούμενο κύριο πρότυπο (άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 1, της 24ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο αριθ. 27 της 24ης Μαρτίου 2012), το οποίο πρόβλεπε την κατάργηση των ελάχιστων προβλεπόμενων αμοιβών των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων και την παραπομπή σε παραμέτρους που καθορίζονταν με διάταγμα του εποπτεύοντος υπουργείου για τον καθορισμό της αμοιβής που καταβάλλεται στους επαγγελματίες (από δικαστήριο), αναγνωρίζει την παραπομπή στις παραμέτρους που καθορίζονται κάθε δύο έτη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης «κατόπιν σύστασης του ΕΣΔ» (Εθνικό Συμβούλιο Δικηγόρων).

Το άρθρο 13 του νόμου αριθ. 247/2012 ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, την ανάθεση της εντολής και την αμοιβή:

  • Οι δικηγόροι μπορούν επίσης να αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση εντολής προς όφελός τους.
  • Η εργασία μπορεί να εκτελείται δωρεάν.
  • Η αμοιβή που οφείλεται στον δικηγόρο συνήθως συμφωνείται γραπτώς κατά την ανάθεση της εντολής. Οι αμοιβές συμφωνούνται ελεύθερα: είναι δυνατόν να συμφωνηθεί αμοιβή βάσει κατ’ αποκοπή ποσού, βάσει χρόνου, συνήθως σε σχέση με μία ή περισσότερες υποθέσεις, με βάση την εκπλήρωση και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών, για επιμέρους στάδια ή υπηρεσίες ή για τη συνολική διάρκεια της εργασίας, ως ποσοστό της αξίας της διαφοράς ή του κέρδους που μπορεί να αποκομίσει ο αποδέκτης της υπηρεσίας, και όχι αποκλειστικά από χρηματική άποψη.
  • Απαγορεύονται οι συμφωνίες μέσω των οποίων ο δικηγόρος λαμβάνει, ως αμοιβή εν όλω ή εν μέρει, μερίδιο επί του περιουσιακού στοιχείου το οποίο αφορά η εν λόγω υπηρεσία ή διαφορά.
  • Οι δικηγόροι υποχρεούνται, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να ενημερώνουν τον πελάτη για τον βαθμό πολυπλοκότητας της εντολής, παρέχοντας όλες τις σημαντικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις πιθανές χρεώσεις από τη στιγμή της ανάθεσης της εντολής έως τη διεκπεραίωσή της· κατόπιν αιτήματος, οι δικηγόροι υποχρεούνται επίσης να ενημερώνουν εγγράφως τον εντολέα σχετικά με το προβλεπόμενο επίπεδο κόστους παροχής της υπηρεσίας, κάνοντας διάκριση μεταξύ τελών, χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των κατ’ αποκοπή ποσών, και επαγγελματικών αμοιβών.
  • Οι παράμετροι που καθορίζονται στο διάταγμα που εκδίδει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατόπιν αιτήματος του Εθνικού Συμβουλίου Δικηγόρων (ΕΣΔ), ανά διετία, εφαρμόζονται όταν, κατά την ανάθεση της εντολής ή μεταγενέστερα, η αμοιβή δεν έχει καθοριστεί εγγράφως, σε κάθε περίπτωση όταν δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης δικαστικών εξόδων από το δικαστήριο και σε περιπτώσεις όπου η επαγγελματική υπηρεσία παρέχεται προς το συμφέρον τρίτων ή για επίσημες υπηρεσίες που προβλέπονται από τον νόμο.
  • Στις περιπτώσεις στις οποίες μια διαφορά που αποτελεί αντικείμενο δικαστικής ή διαιτητικής διαδικασίας καθορίζεται με συμφωνίες που συνάπτονται υπό οποιαδήποτε μορφή, οι διάδικοι ευθύνονται αλληλεγγύως για την καταβολή των αμοιβών και την επιστροφή των εξόδων σε όλους τους δικηγόρους οι οποίοι άσκησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα κατά την τελευταία τριετία και στους οποίους εξακολουθούν να οφείλονται ποσά, εκτός αν έχει χωρήσει ρητή παραίτηση από το ευεργέτημα αλληλεγγύης.
  • Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη, καθένας από αυτούς μπορεί να επικοινωνήσει με τον τοπικό δικηγορικό σύλλογο για να επιδιώξει την εξεύρεση λύσης.
  • Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, το συμβούλιο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του μέλους, να γνωμοδοτήσει σχετικά με το βάσιμο της αξίωσης του δικηγόρου όσον αφορά τις εργασίες που εκτελέστηκαν.
  • Εκτός από την αμοιβή για τις επαγγελματικές τους υπηρεσίες, στους δικηγόρους πρέπει να καταβάλλεται, είτε από τον πελάτη, εφόσον αυτό προβλέπεται σε σύμβαση, είτε στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθάρισης των δικαστικών εξόδων, ένα ποσό για την επιστροφή των κατ’ αποκοπή εξόδων, επιπλέον των πραγματικών εξόδων και όλων των χρεώσεων και τελών που ενδέχεται να έχουν προκαταβληθεί προς το συμφέρον του πελάτη.

Από τις 3 Απριλίου 2014 όλες οι πληρωμές πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος υπουργικού διατάγματος 55/2014. Οι νέες παράμετροι που παρατίθενται εδώ δεν λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς τις επιμέρους δραστηριότητες του δικηγόρου (τηλεφωνικές κλήσεις, εξέταση εγγράφων, παραστάσεις σε ακροαματικές διαδικασίες, συνεντεύξεις κ.λπ.), αλλά τα στάδια της διαδικασίας (τόσο για τις αστικές όσο και για τις ποινικές διαδικασίες). Για κάθε στάδιο προκαθορίζεται μια μέση τιμή διακανονισμού, η οποία μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται από τον δικαστή, ως ποσοστό, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις (φύση, πολυπλοκότητα και σοβαρότητα της υπόθεσης, αξία των εργασιών, επείγων χαρακτήρας της υπηρεσίας, εφαρμογή ασφαλιστικών μέτρων κ.λπ.) και ανάλογα με το αρμόδιο δικαστήριο.

Στους πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται, ενδεικτικά, οι αμοιβές για τις διαδικασίες ενώπιον του ειρηνοδίκη και του πρωτοδικείου PDF (119 Kb) el.

Επιπλέον, στην αμοιβή που έχει συμφωνηθεί ή υπολογιστεί προστίθενται οι «παρεπόμενες χρεώσεις».

Ως παρεπόμενες χρεώσεις νοούνται τα εξής:

  • δαπάνες (δηλαδή προσωπικά έξοδα που έχουν επαληθευθεί)·
  • το τέλος που καταβάλλεται για τα γενικά έξοδα (15 % σύμφωνα με το άρθρο 2 του υπουργικού διατάγματος 55/2014)·
  • έξοδα ταξιδίου (άρθρο 27 του υπουργικού διατάγματος 55/2014: έξοδα διαμονής + 10 % και χιλιομετρική αποζημίωση ίση με το 1/5 του κόστους των καυσίμων για κάθε χιλιόμετρο που διανύεται)·
  • εισφορά κοινωνικής ασφάλισης 4 % (C.N.P.A — συνταξιοδοτική εισφορά για τους δικηγόρους) και
  • ΦΠΑ 22 % (όπως αυξήθηκε από την 1η Οκτωβρίου 2013 σύμφωνα με τον νόμο 98/2011).

Παρεπόμενα έξοδα ύψους 10 % επί του κόστους τυχόν διαμονής εφόσον ο δικηγόρος χρειάστηκε να ταξιδέψει, ή έξοδα μετακίνησης σε περίπτωση που ο δικηγόρος χρησιμοποίησε το δικό του αυτοκίνητο.

Πάγια έξοδα

Πάγια έξοδα σε αστικές διαδικασίες

Πάγια έξοδα των διαδίκων σε αστικές διαδικασίες

Στις αστικές διαδικασίες, κάθε διάδικος καλύπτει, πέραν των εξόδων για την καταβολή της αμοιβής του δικηγόρου του, τα έξοδα για τις πράξεις που εκτελεί, ενώ αναλαμβάνει και τα έξοδα για τις αναγκαίες διαδικαστικές πράξεις, όταν ο νόμος ή ο δικαστής θεωρεί ότι αυτές πρέπει να καλυφθούν από τον διάδικο (άρθρο 8 του κωδικοποιημένου νόμου για τα δικαστικά έξοδα).

Ποια είναι τα δικαστικά έξοδα;

Τα τέλη στην πολιτική δίκη είναι τα εξής:

Το πάγιο τέλος για την κατάθεση της αγωγής: άρθρο 9 επ. του προεδρικού διατάγματος 115/2002: συνοπτικά, το ποσό αυτό εξαρτάται από το ύψος της αξίωσης (43 ευρώ για διαδικασίες αξίας έως 1 100 ευρώ και για διαδικασίες που αφορούν διαφορές υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας και άλλες ειδικές διαδικασίες· 98 ευρώ για διαδικασίες με αντικείμενο αξίας άνω των 1 100 ευρώ και έως 5 200 ευρώ και για διαδικασίες εκούσιας δικαιοδοσίας και άλλες ειδικές διαδικασίες· 237 ευρώ για διαδικασίες με αντικείμενο αξίας άνω των 5 200 ευρώ και έως 26 000 ευρώ και για διαδικασίες αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας για διαφορές που δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ειρηνοδίκη· 518 ευρώ για διαδικασίες αξίας άνω των 26 000 ευρώ και έως 52 000 ευρώ και για αστικές διαδικασίες που δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα·
759 ευρώ για διαδικασίες με αντικείμενο αξίας άνω των 52 000 ευρώ και έως 260 000 ευρώ·
1 214 ευρώ για διαδικασίες με αντικείμενο αξίας άνω των 260 000 ευρώ και έως 520 000 ευρώ·
1 686 ευρώ για διαδικασίες αξίας άνω των 520 000 ευρώ).

Το πάγιο τέλος για την κατάθεση της αγωγής αυξάνεται κατά το ήμισυ για την κατ’ έφεση διαδικασία και διπλασιάζεται για τις διαδικασίες που κινούνται ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Όταν η έφεση, ή ακόμη και η αντέφεση, απορριφθεί στο σύνολό της, κριθεί απαράδεκτη ή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ο εκκαλών υποχρεούται να καταβάλει, με διάταξη του δικαστή, ως πάγιο τέλος, πρόσθετο ποσό ίσο με το ποσό που οφείλεται για την εν λόγω έφεση είτε είναι κύρια έφεση είτε αντέφεση.

Όσον αφορά τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν ακίνητα, το οφειλόμενο τέλος ανέρχεται σε 278 ευρώ. Για άλλες διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, το ποσό αυτό μειώνεται κατά το ήμισυ. Για τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν ακίνητα αξίας μικρότερης των 2 500 ευρώ, το οφειλόμενο τέλος ανέρχεται σε 43 ευρώ. Για τις διαδικασίες ανακοπής κατά των πράξεων εκτέλεσης, το οφειλόμενο τέλος ανέρχεται σε 168 ευρώ.

Για τις διαδικασίες ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, πέραν του πάγιου τέλους, πρέπει να καταβάλλεται ποσό ίσο με το πάγιο τέλος καταχώρισης για τις δικαστικές αποφάσεις.

Επιπλέον, προβλέπονται και άλλα ποσά για ειδικές διαδικασίες ειδικού χαρακτήρα.

Κοινοποιήσεις κατόπιν αιτήματος της υπηρεσίας: άρθρο 30 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115 του 2002:

ΑΡΘΡΟ 30 (Συνολικά ποσά που προκαταβάλλονται από ιδιώτες προς τις φορολογικές αρχές σε αστικές υποθέσεις): 1. Ο διάδικος που κινεί τη διαδικασία, που καταθέτει το εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, ή ο οποίος, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης για αναγκαστική εκποίηση, ζητεί τη διάθεση ή την πώληση κατασχεθέντων εμπορευμάτων, καταβάλλει τις χρεώσεις, την αποζημίωση ταξιδίου και τα ταχυδρομικά έξοδα για την κοινοποίηση που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του εκπροσώπου της υπηρεσίας, ως κατ’ αποκοπή ποσό, ύψους 27 ευρώ, με εξαίρεση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο μόνο του νόμου αριθ. 319, της 2ας Απριλίου 1958, και στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, καθώς και στις διαδικασίες στις οποίες εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο.

Τέλη κοινοποίησης: άρθρο 32 επ. του προεδρικού διατάγματος 115/2002:

ΑΡΘΡΟ 32 (Κοινοποιήσεις κατόπιν αιτήματος των διαδίκων) 1. Οι διάδικοι πρέπει να καταβάλλουν στους δικαστικούς επιμελητές τις χρεώσεις και τα έξοδα ταξιδίου ή τα έξοδα αποστολής των ζητούμενων εγγράφων· σε διαδικασίες διαφορών σχετικά με την απασχόληση, την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, τα τέλη αυτά καταβάλλονται από τις φορολογικές αρχές.

ΑΡΘΡΟ 33 (Μετακίνηση για την κοινοποίηση και εκτέλεση πράξεων κατόπιν αιτήματος του διαδίκου στον οποίο
χορηγήθηκε νομική συνδρομή από το κράτος) 1. Όταν οι κοινοποιήσεις και οι πράξεις εκτέλεσης κατόπιν αιτήματος του διαδίκου στον οποίο χορηγήθηκε νομική συνδρομή από το κράτος πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με άλλες πράξεις που εκτελούνται έναντι αμοιβής, τα δικαιώματα και οι αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου ή τα ταχυδρομικά έξοδα των δικαστικών επιμελητών απορροφώνται.

2. Στις περιπτώσεις που οι παραλήπτες βρίσκονται σε διαφορετικούς δήμους ή απέχουν περισσότερο από 500 μέτρα, οι χρεώσεις και τα έξοδα ταξιδίου ή τα ταχυδρομικά έξοδα καταχωρίζονται ως οφειλόμενα.
3. Στις περιπτώσεις όπου οι δικαστικοί επιμελητές δεν εκτελούν τις πράξεις ταυτόχρονα με τις πράξεις που εκτελούνται έναντι αμοιβής, τα έξοδα ταξιδίου ή τα ταχυδρομικά έξοδα καταβάλλονται από τις φορολογικές αρχές και οι χρεώσεις καταχωρίζονται ως οφειλόμενες.

4. Στις περιπτώσεις όπου οι δικαστικοί επιμελητές επιβαρύνονται με πολλαπλά έξοδα ταξιδίου για πράξεις σε διαφορετικούς δήμους ή σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 μέτρων, οι φορολογικές αρχές καταβάλλουν μόνο τα υψηλότερα έξοδα και τα υπόλοιπα καταχωρίζονται ως οφειλόμενα μαζί με τις χρεώσεις.

Άρθρο 34 (Ύψος των χρεώσεων) 1. Το κατ’ αποκοπή τέλος καταβάλλεται ως εξής:

  1. για έγγραφα με έως δύο παραλήπτες: 2,58 ευρώ·
  2. για έγγραφα με τρεις έως έξι παραλήπτες: 7,75 ευρώ·
  3. για έγγραφα με περισσότερους από έξι παραλήπτες: 12,39 ευρώ.

Άρθρο 35 (Ύψος των εξόδων ταξιδίου)

Τα έξοδα ταξιδίου καθορίζονται ως εξής: α) έως 6 χιλιόμετρα: 1,65 ευρώ· β) έως 12 χιλιόμετρα: 3,00 ευρώ· γ) έως 18 χιλιόμετρα: 4,14 ευρώ· δ) άνω των 18 χιλιομέτρων, το ποσό προσαυξάνεται κατά 0,88 ευρώ για κάθε απόσταση 6 χιλιομέτρων ή για κάθε τμήμα της επόμενης διαδρομής που υπερβαίνει τα τρία χιλιόμετρα, στην έκταση που αναφέρεται στο στοιχείο γ).

Άρθρο 36 (Προσαυξήσεις λόγω επείγοντος χαρακτήρα)

Οι χρεώσεις και τα έξοδα ταξιδίου αυξάνονται κατά το ήμισυ για επείγουσες πράξεις, με εξαίρεση την υποβολή εκθέσεων κατάσχεσης στο γραφείο του δικαστηρίου της εκτέλεσης. Σε περίπτωση ταυτόχρονης μετακίνησης, η προσαύξηση λόγω επείγοντος χαρακτήρα καταβάλλεται μόνο μία φορά στον βαθμό που είχε συμφωνηθεί για την πράξη που αφορά τη μεγαλύτερη αξίωση ή την υψηλότερη αποζημίωση. Οι πράξεις που πρέπει να εκτελεστούν την ίδια ή την επόμενη ημέρα θεωρούνται επείγουσες. Η αίτηση, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία, μπορεί να υποβληθεί μόνο για έγγραφα που έχουν προθεσμία την ίδια ημερομηνία όπως προβλέπεται ρητά από τον νόμο ή βάσει της βούλησης των διαδίκων.

Χρεώσεις για την έκδοση φωτοαντιγράφων και για την επικύρωση: επί του παρόντος, ενόσω εκκρεμεί η έκδοση του κανονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115 του 2002, τα τέλη για την έκδοση φωτοαντιγράφων είναι αυτά που ορίζονται στα άρθρα 266 επ. του προαναφερόμενου κωδικοποιημένου νόμου για τα δικαστικά έξοδα και στους πίνακες στους οποίους παραπέμπουν τα εν λόγω άρθρα.

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4 παράγραφος 5 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 193, της 29ης Δεκεμβρίου 2009, όπως μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο αριθ. 24, της 22ας Φεβρουαρίου 2010, προβλέπει ότι, για την έκδοση έντυπου αντιγράφου, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης γνήσιων αντιγράφων, τα ποσά που προβλέπονται στους πίνακες 6 και 7, οι οποίοι προσαρτώνται στο προεδρικό διάταγμα αριθ. 115 του 2002 και καθορίζονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 267 και 268 του προαναφερθέντος κωδικοποιημένου νόμου, πρέπει να προσαυξάνονται κατά 50 %.

Το ποσό της χρέωσης για την έκδοση φωτοαντιγράφων αναπροσαρμόζεται ανά τριετία με βάση τη διακύμανση που καθορίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ιταλίας (ISTAT) στον δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 274 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115 του 2002.

Χρεώσεις για την έκδοση φωτοαντιγράφων και επικύρωση: οι χρεώσεις αυτές διέπονται επί του παρόντος από διάταγμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης (που ισχύει από τις 30 Ιουνίου 2015).

Πάγιες χρεώσεις στις ποινικές διαδικασίες

Πάγιες χρεώσεις των διαδίκων στις ποινικές διαδικασίες

Οι διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνονται στον κωδικοποιημένο νόμο για τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα, ο οποίος αναφέρεται στο προεδρικό διάταγμα αριθ. 115, της 30ής Μαΐου 2002, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 83, της 27ης Ιουνίου 2015, το οποίο μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο αριθ. 132, της 6ης Αυγούστου 2015, στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 156, της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, και στον νόμο αριθ. 208, της 28ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και στον νέο νόμο για το δικηγορικό επάγγελμα (νόμος αριθ. 247/2012 ή νόμος για το δικηγορικό επάγγελμα), όπως τροποποιήθηκε με το υπουργικό διάταγμα 55/2014 (το οποίο αντικατέστησε το υπουργικό διάταγμα 140/2012) με τίτλο: «Καθορισμός των παραμέτρων για τη ρύθμιση της δικηγορικής αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 6 του νόμου αριθ. 247 της 31ης Δεκεμβρίου 2012», το οποίο ισχύει από τις 3 Απριλίου 2014.

Το άρθρο 12 του εν λόγω υπουργικού διατάγματος πρόβλεπε ότι το ύψος της αμοιβής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά, τον επείγοντα χαρακτήρα και την αξία της υπηρεσίας που παρασχέθηκε, τη σημασία, τη φύση και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας, τη σοβαρότητα και τον αριθμό των κατηγοριών, τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που εξετάζονται, τις αποκλίσεις στη νομολογία, τη δικαστική αρχή ενώπιον της οποίας διεξάγεται η διαδικασία, τη σημασία των περιουσιακών στοιχείων, τον αριθμό των προς εξέταση εγγράφων, τη συνεχιζόμενη δέσμευση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συχνότητα των μετακινήσεων από τον κύριο τόπο εργασίας του δικηγόρου, καθώς και την έκβαση, λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνεπειών αστικού δικαίου και της οικονομικής κατάστασης του πελάτη. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ακροαματικών διαδικασιών και ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση των συναφών δραστηριοτήτων. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις μέσες τιμές που αναφέρονται στους καταρτισθέντες πίνακες, οι οποίες, με την εφαρμογή των γενικών παραμέτρων, μπορούν, κατά κανόνα, να αυξηθούν, έως και 80 % ή να μειωθούν στο 50 %. Στις περιπτώσεις στις οποίες ο δικηγόρος παρέχει συνδρομή σε περισσότερα του ενός άτομα που έχουν την ίδια δικονομική θέση, η ενιαία αμοιβή μπορεί κατά κανόνα να αυξηθεί κατά 20 % για κάθε άτομο επιπλέον του πρώτου ατόμου, με ανώτατο όριο τα 10 άτομα, και κατά 5 % για κάθε άτομο επιπλέον των 10 πρώτων ατόμων, με ανώτατο όριο τα 20 άτομα. Όταν, με την επιφύλαξη της ταυτότητας της δικονομικής θέσης των διαδίκων, η επαγγελματική υπηρεσία δεν συνεπάγεται την εξέταση ειδικών και διακριτών πραγματικών ή νομικών καταστάσεων σε σχέση με τους διάφορους κατηγορουμένους και σε σχέση με τις διαφορές, το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί σε διαφορετική περίπτωση για ένα άτομο μειώνεται κατά κανόνα κατά 30 %.

Η αμοιβή καταβάλλεται σταδιακά.

Όσον αφορά τα διαφορετικά στάδια της δίκης, παρατίθενται παραδείγματα κατωτέρω: α) για το στάδιο της μελέτης, συμπεριλαμβανομένης της ερευνητικής δραστηριότητας: εξέταση και μελέτη των εγγράφων, αυτοψίες, αρχική αναζήτηση εγγράφων, διαβουλεύσεις με τον πελάτη, συναδέλφους ή συμβούλους, γραπτές ή προφορικές εκθέσεις ή γνώμες, που περιλαμβάνουν δραστηριότητες και διεξάγονται πριν από την εισαγωγική φάση· β) για το εισαγωγικό στάδιο της διαδικασίας: εισαγωγικές ενέργειες, όπως συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, υποβολή νομικών καταγγελιών, αναφορών, αιτήσεων, δηλώσεων, ενστάσεων, αξιώσεων, προσφυγών, γραπτών προτάσεων, συμμετοχή και κλήτευση του υπεύθυνου· γ) για το προκαταρκτικό στάδιο ή το στάδιο διεξαγωγής της δίκης: αιτήματα, μηνύματα, παράσταση ή υπηρεσίες που σχετίζονται με πράξεις και διαδικαστικές ή νομικές ερευνητικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων προκαταρκτικών ενεργειών, που παρέχονται μεταξύ άλλων σε δημόσιες ακροαματικές διαδικασίες ή συνεδριάσεις εν συμβουλίω, οι οποίες έχουν καθοριστική σημασία για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων καταλόγων, παραπομπών και συναφών υπηρεσιών, εξέταση συμβούλων, μαρτύρων, υπόπτων ή κατηγορουμένων για συναφές ή σχετικό αδίκημα· δ) για το στάδιο λήψης απόφασης: προφορικές ή γραπτές δηλώσεις υπεράσπισης, απαντήσεις, παράσταση στην τελική αγόρευση των λοιπών διαδίκων είτε σε συνεδριάσεις εν συμβουλίω είτε σε δημόσια ακροαματική διαδικασία.

Πάγιες χρεώσεις των διαδίκων στις ποινικές διαδικασίες PDF (121 Kb) el

Στάδιο της προκαταρκτικής διαδικασίας κατά το οποίο προκύπτουν κατ’ ανάγκη τα πάγια έξοδα

Τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας καταβάλλονται από το Δημόσιο, με εξαίρεση τα έξοδα που αφορούν πράξεις που διενεργούνται κατόπιν αιτήματος ιδιωτών και εκείνες που αφορούν τη δημοσίευση της απόφασης.

Ανεξάρτητα από το αν ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό κράτηση ή υπό περιοριστικά μέτρα, ή αν δεν του έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή, το ποσό που οφείλεται για τις διαδικαστικές δαπάνες και τα έξοδα διαβίωσης καταβάλλεται και για τον διάδικο που βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση και έχει επιδείξει καλή διαγωγή εντός του ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί σχετική αίτηση.

Στις περιπτώσεις δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, εφαρμόζεται το άρθρο 12 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115 του 2002· σ' αυτήν τη βάση, δεν απαιτείται να καταβληθεί το κατ’ αποκοπή τέλος για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εάν υποβληθεί αίτηση για γενική μόνο καταδίκη του υπαίτιου προσώπου. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν υποβληθεί αίτηση, έστω και σε προσωρινή βάση, με αντικείμενο την έκδοση διαταγής για την καταβολή ποσού ως αποζημίωσης, το τέλος πρέπει να καταβληθεί, εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση, βάσει της αξίας του καταβληθέντος ποσού και σύμφωνα με τις κλίμακες αξίας που αναφέρονται στο άρθρο 13.

Η κοινοποίηση των εγγράφων απαιτεί την καταβολή του κατ' αποκοπή τέλους. Το κατ’ αποκοπή τέλος καταβάλλεται ως εξής:

  1. για έγγραφα με έως δύο παραλήπτες: 2,58 ευρώ·
  2. για έγγραφα με τρεις έως έξι παραλήπτες: 7,75 ευρώ·
  3. για έγγραφα με περισσότερους από έξι παραλήπτες: 12,39 ευρώ.

Οι μάρτυρες που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι δικαιούνται την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου, μετ’ επιστροφής, σε ποσό ίσο με το εισιτήριο δεύτερης θέσης για σιδηροδρομικές υπηρεσίες ή οικονομικής θέσης σε αεροπορική πτήση, εφόσον αυτό εγκριθεί από τις δικαστικές αρχές.

Σε αντίθεση με τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο δικαιώματος, ο μεσεγγυούχος αγαθών που υπόκεινται σε κατάσχεση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για προληπτικούς λόγους δικαιούται αμοιβή φύλαξης και διατήρησης.

Αποζημιώσεις και έξοδα ταξιδίου που καταβάλλονται στους μάρτυρες και τους συνοδούς τους, αποζημιώσεις και έξοδα ταξιδίου για ταξίδια που σχετίζονται με την εκτέλεση πράξεων μακριά από τον τόπο διεξαγωγής της διαδικασίας· τα ποσά που οφείλονται στο προσωπικό του του γραφείου του ειρηνοδίκη καταβάλλονται κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων, το οποίο υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή.

Τα δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνουν: α) ταφή κρατουμένων· β) μεταγωγή κρατουμένων· γ) μεταφορά, κράτηση και ταφή ατόμων που απεβίωσαν στο δημόσιο οδικό δίκτυο ή σε δημόσιο χώρο· δ) μεταφορά διαδικαστικών εγγράφων και αντικειμένων που απαιτούνται κατά τη διαδικασία.

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τους συνηγόρους

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων

Η υποχρέωση του δικηγόρου να παρέχει στον πελάτη του πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της υπεράσπισης συνιστά εκπλήρωση της γενικής υποχρέωσης επιμέλειας που προβλέπεται στο άρθρο 1218 του ιταλικού αστικού κώδικα.

Ο νόμος αριθ. 147/12 για το δικηγορικό επάγγελμα αναφέρει τα καθήκοντα και τα πλαίσια όσον αφορά την επαγγελματική δεοντολογία (άρθρο 3), την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου (άρθρο 4), τα έξοδα ασφάλισης (άρθρο 12), τους τρόπους ανάθεσης της εντολής (άρθρο 13) και τους τρόπους εκτέλεσης της εργασίας (άρθρο 14), τους λόγους ασυμβίβαστου (άρθρο 18) και τις συναφείς εξαιρέσεις (άρθρο 19).

Έξοδα

Πού μπορώ να βρω πληροφορίες σχετικά με τα δικαστικά έξοδα στην Ιταλία;

Εκτός από τα νομοθετικά κείμενα, τα οποία δημοσιεύονται στον ιστότοπο της Επίσημης Εφημερίδας της Ιταλικής Δημοκρατίας, ειδικές πληροφορίες διατίθενται στους ιστότοπους των δικαστικών γραφείων ή των δικαστικών συμβουλίων.

Σε ποια γλώσσα διατίθενται οι πληροφορίες αυτές σχετικά με τα έξοδα στην Ιταλία;

Οι πληροφορίες συνήθως παρέχονται στην ιταλική γλώσσα. Ορισμένοι ιστότοποι παρέχουν επίσης πληροφορίες στην αγγλική γλώσσα.

Πού μπορώ να βρω πληροφορίες σχετικά με τη διαμεσολάβηση;

Στην Ιταλία, το ινστιτούτο διαμεσολάβησης διέπεται από το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 28, της 4ης Μαρτίου 2010, το οποίο επικαιροποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 138, της 13ης Αυγούστου 2011, και στη συνέχεια με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 69 της 21ης Ιουνίου 2013 (νόμος μετατροπής αριθ. 98 της 9ης Αυγούστου 2013). Εκτός από τον ιστότοπο του ιταλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης (http://www.giustizia.it/Αρχική σελίδα » Itinerari a tema (Θεματικές διαδρομές) » Riforma della giustizia (μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος)), οι ιστότοποι των δικαστικών γραφείων παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω θέματα και διατίθενται ελεύθερα. Υπάρχουν επίσης και άλλοι εξειδικευμένοι ιστότοποι, αλλά διατίθενται μόνο με χρέωση.

Φόρος προστιθέμενης αξίας

Τα δικαστικά έγγραφα σε αστικές υποθέσεις στα οποία καταγράφεται, έστω εν μέρει, η απόφαση για προσωρινώς εκτελεστά ασφαλιστικά μέτρα, οι διατάξεις οι οποίες κηρύσσονται εκτελεστές από τα διαιτητικά όργανα και οι αποφάσεις με τις οποίες κηρύσσονται εκτελεστές αλλοδαπές αποφάσεις στην ημεδαπή, υπόκεινται σε τέλη καταχώρισης (άρθρο 37 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 131 της 26ης Απριλίου 1986).

Νομική συνδρομή

Τι είναι η νομική συνδρομή

Νομική συνδρομή σε ποινικές διαδικασίες χορηγείται για την υπεράσπιση μη εύπορου πολίτη, υπόπτου, κατηγορουμένου, καταδικασθέντος, ζημιωθέντος, ζημιωθέντος που προτίθεται να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, εναγομένου στην πολιτική αγωγή ή του αστικώς υπεύθυνου για την καταβολή χρηματικής ποινής.
Η νομική συνδρομή χορηγείται επίσης σε αστικές, διοικητικές, λογιστικές και φορολογικές διαδικασίες, καθώς και σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, για την υπεράσπιση μη προνομιούχων πολιτών όταν οι λόγοι που προβάλλουν δεν είναι προδήλως αβάσιμοι.

Η χορήγηση της νομικής συνδρομής καλύπτει όλους τους βαθμούς και κάθε στάδιο της διαδικασίας, καθώς και κάθε παρεπόμενη ή παρεμπίπτουσα διαδικασία, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτές συνδέονται.

Ποιος μπορεί να υποβάλει αίτηση

Νομική συνδρομή μπορεί να χορηγηθεί σε πρόσωπα, των οποίων το φορολογητέο εισόδημα για τους σκοπούς του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, όπως προκύπτει από την πλέον πρόσφατη δήλωση, δεν υπερβαίνει επί του παρόντος τα 11 528,41 ευρώ (ποσό που καθορίζεται με το υπουργικό διάταγμα, της 7ης Μαΐου 2015, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 186, της 12ης Αυγούστου 2015, και επικαιροποιείται ανά διετία κατά την έννοια του άρθρου 77 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115/2002). Εάν ο ενδιαφερόμενος ζει με σύντροφο ή άλλα μέλη της οικογένειας, το εισόδημα συνίσταται στο άθροισμα των εισοδημάτων που αποκτήθηκαν κατά την ίδια περίοδο από κάθε μέλος της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος.

Για τον καθορισμό των ορίων εισοδήματος λαμβάνονται επίσης υπόψη τα εισοδήματα τα οποία, εκ του νόμου, εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων — IRPEF) ή έχουν υπαχθεί σε παρακράτηση φόρου στην πηγή ή σε φόρο αντικατάστασης.

Το προσωπικό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται για διαφορά σχετική με το δικαίωμα στην προσωπικότητα ή στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία τα συμφέροντα του αιτούντος συγκρούονται με τα συμφέροντα άλλων μελών της πυρηνικής οικογένειας που ζουν με το πρόσωπο αυτό.

Όσον αφορά τα άτομα που έχουν ήδη καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση για σοβαρά εγκλήματα που ορίζονται στον νόμο, το εισόδημα θεωρείται ότι υπερβαίνει τα προβλεπόμενα όρια. Τα θύματα σεξουαλικής βίας, μεταξύ άλλων στην περίπτωση εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί κατά ανηλίκων, μπορούν επίσης να λάβουν νομική συνδρομή κατά παρέκκλιση από τα γενικά όρια εισοδήματος.

Πρόσθετες πληροφορίες

Προϋποθέσεις για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση κρατικής νομικής συνδρομής

Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση νομικής συνδρομής σε οποιοδήποτε στάδιο ή σε οποιονδήποτε βαθμό της διαδικασίας. Η αίτηση συντάσσεται σε απλό χαρτί και, επί ποινή απαραδέκτου, περιέχει:

  1. το αίτημα χορήγησης νομικής συνδρομής, στο οποίο προσδιορίζεται η διαδικασία την οποία αφορά, εφόσον εκκρεμεί ήδη·
  2. γενικές πληροφορίες σχετικά με τον ενδιαφερόμενο και τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και τους αντίστοιχους φορολογικούς κωδικούς·
  3. δήλωση που ισοδυναμεί με βεβαίωση του ενδιαφερομένου με την οποία βεβαιώνεται ότι πληροί τις απαιτούμενες για την αποδοχή εισοδηματικές προϋποθέσεις, με ειδικό υπολογισμό του συνολικού εισοδήματος που μπορεί να εκτιμηθεί για τους σκοπούς αυτούς·
  4. τη δέσμευση κοινοποίησης, έως ότου περατωθεί η διαδικασία, σημαντικών μεταβολών των εισοδηματικών ορίων που βεβαιώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, εντός τριάντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή από την ημερομηνία τυχόν προηγούμενης κοινοποίησης μεταβολής.

Όσον αφορά το εισόδημα που αποκτάται στο εξωτερικό, οι πολίτες τρίτων χωρών πρέπει να υποβάλουν, μαζί με την αίτηση, βεβαίωση των αρμόδιων προξενικών αρχών, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση.

Κατόπιν αιτήματος του προηγούμενου δικαστηρίου ή του συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι αρμόδιο για την εκ των προτέρων χορήγηση, οι ενδιαφερόμενοι υποχρεούνται, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης, να προσκομίσουν τα αναγκαία έγγραφα προς απόδειξη της αλήθειας των στοιχείων που περιέχονται σε αυτήν.

Το πρόσωπο στο οποίο χορηγείται νομική συνδρομή μπορεί να διορίσει δικηγόρο ο οποίος επιλέγεται μεταξύ εκείνων που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους δικηγόρων για νομική συνδρομή, εγγεγραμμένο στον Δικηγορικό Σύλλογο της περιφέρειας του εφετείου, στην οποία εδρεύει ο ειρηνοδίκης που είναι αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας ή ο ειρηνοδίκης ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία.

Η αμοιβή και τα έξοδα που οφείλονται στον δικηγόρο καταβάλλονται από τη δικαστική αρχή μέσω διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με το επαγγελματικό τιμολόγιο, ώστε σε καμία περίπτωση να μην υπερβαίνουν τις μέσες τιμές των αμοιβών που προβλέπονται από τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της επαγγελματικής δέσμευσης, σε σχέση με τον αντίκτυπο των μέτρων που λαμβάνονται όσον αφορά τη δικονομική θέση του υπερασπιζόμενου προσώπου.

Η πληρωμή πραγματοποιείται στο τέλος κάθε σταδίου ή βαθμού της διαδικασίας και, ως εκ τούτου, κατά τη στιγμή της παύσης της εντολής από την εισαγγελική δικαστική αρχή· για το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, η πληρωμή πραγματοποιείται από το δικαστήριο της παραπομπής ή από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση με ισχύ δεδικασμένου. Σε κάθε περίπτωση, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί επίσης να μεριμνήσει για την καταβολή των αμοιβών που οφείλονται για τα προγενέστερα στάδια ή τους προηγούμενους βαθμούς της διαδικασίας, όταν η διαταγή για τη χορήγηση της νομικής συνδρομής εκδίδεται μεταγενέστερα.

Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται από το δικαστήριο ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασης με την οποία περατώνεται το στάδιο το οποίο αφορά τη σχετική αξίωση.

Ο δικηγόρος, ο εμπειρογνώμονας και ο τεχνικός σύμβουλος δεν επιτρέπεται να ζητούν και να λαμβάνουν αμοιβή ή αποζημίωση από τον πελάτη τους για κανέναν άλλον σκοπό, πέραν εκείνων που προβλέπονται στο σχετικό μέρος του κωδικοποιημένου νόμου. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.
Κάθε παραβίαση της απαγόρευσης αυτής συνιστά σοβαρό επαγγελματικό πειθαρχικό παράπτωμα.

Πρέπει να τονιστεί ότι η νομική συνδρομή σε ποινικές διαδικασίες διέπεται από τα άρθρα 90 επ. του προεδρικού διατάγματος αριθ. 115 του 2002, ενώ η νομική συνδρομή σε αστικές, διοικητικές, λογιστικές και φορολογικές υποθέσεις διέπεται από τα άρθρα 119 επ. του προαναφερθέντος κωδικοποιημένου νόμου.

Πότε καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα ο ηττηθείς διάδικος;

Στις αστικές υποθέσεις, τα άρθρα 91 έως 98 του κώδικα πολιτικής δικονομίας αφορούν την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων.

Με την απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη ενώπιόν του, το δικαστήριο διατάσσει τον ηττηθέντα διάδικο να επιστρέψει τα δικαστικά έξοδα υπέρ του αντιδίκου και να καταβάλει το ποσό αυτό μαζί με τα έξοδα υπεράσπισης.

Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αγωγή σε έκταση που δεν υπερβαίνει τυχόν πρόταση συμβιβασμού που έγινε από το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης, ο διάδικος που απέρριψε την πρόταση χωρίς βάσιμο λόγο διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα που προέκυψαν από τη δίκη μετά την υποβολή της πρότασης, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης (αμφότεροι οι διάδικοι ηττήθηκαν, απολύτως καινοφανής χαρακτήρας της υπό εξέταση υπόθεσης ή μεταβολές στη νομολογία σε σχέση με τα ουσιώδη ζητήματα).

Κατά την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την ανάκτηση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος, εφόσον αυτά κρίνονται υπερβολικά ή περιττά· και μπορεί να καταδικάσει έναν διάδικο, ανεξάρτητα από το αν νίκησε ή όχι, στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων εξόδων, που προκάλεσε στον αντίδικο λόγω παράβασης του καθήκοντος εντιμότητας και αλήθειας.

Αν αμφότεροι οι διάδικοι ηττηθούν ή σε περίπτωση που το ζήτημα εξετάζεται για πρώτη φορά ή σε περίπτωση μεταβολής της νομολογίας ως προς τα ουσιώδη ζητήματα, το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει μεταξύ των διαδίκων, εν μέρει ή εν όλω, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

Σε περίπτωση συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, τα έξοδα θεωρείται ότι έχουν συμψηφιστεί, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι ίδιοι οι διάδικοι καταλήγουν σε διαφορετική συμφωνία στο πρακτικό συμβιβασμού.

Αν αποδειχθεί ότι ο ηττηθείς διάδικος ενήργησε ή αντέδρασε κακόπιστα ή με βαριά αμέλεια στο πλαίσιο της δίκης, το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του αντιδίκου, διατάσσει τον ηττηθέντα διάδικο, πέραν των δικαστικών εξόδων, να καταβάλει αποζημίωση την οποία θα υπολογίσει στην απόφαση, μεταξύ άλλων και αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο που διαπιστώνει ότι ελήφθη ασφαλιστικό μέτρο, εστάλη εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, μεταγράφηκε υποθήκη ή κινήθηκε ή περατώθηκε διαδικασία εκτέλεσης, χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, διατάσσει, κατόπιν αίτησης του ζημιωθέντος, τον ενάγοντα ή τον πιστωτή, ο οποίος ενέργησε χωρίς τη δέουσα επιμέλεια, να καταβάλει αποζημίωση.

Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο, όταν αποφαίνεται για τα δικαστικά έξοδα, μπορεί, μεταξύ άλλων και αυτεπαγγέλτως, να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο να καταβάλει στον αντίδικο ποσό το οποίο καθορίζεται κατά το ορθόν και το ίσον (ex aequo et bono).

Αμοιβές εμπειρογνωμόνων, διερμηνέων και μεταφραστών

Στο προσωπικό του γραφείου του ειρηνοδίκη καταβάλλεται αμοιβή, αποζημίωση ταξιδίου και διαμονής, έξοδα ταξιδίου και επιστροφή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι αμοιβές είναι πάγιες, κυμαινόμενες και βάσει χρόνου.

Το ύψος των πάγιων και κυμαινόμενων αμοιβών, καθώς και των αμοιβών βάσει χρόνου, καθορίζεται βάσει πινάκων, οι οποίοι εγκρίνονται με διάταγμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών (υπουργικό διάταγμα της 30ής Μαΐου 2002).

Για υπηρεσίες που δεν προβλέπονται στους πίνακες, οι αμοιβές είναι ανάλογες με τον χρόνο που δαπανήθηκε και καθορίζονται με βάση τις χρεώσεις παροχής υπηρεσιών. Η διάρκεια της παροχής επαγγελματικής υπηρεσίας είναι δύο ώρες. Η αμοιβή για την πρώτη περίοδο παροχής της υπηρεσίας είναι 14,68 ευρώ και στη συνέχεια 8,15 ευρώ για κάθε επόμενη περίοδο.

Η αμοιβή για την περίοδο παροχής επαγγελματικής υπηρεσίας μπορεί να διπλασιαστεί όταν προβλέπεται μέγιστη προθεσμία πέντε ημερών για την ολοκλήρωση των εργασιών· μπορεί να αυξηθεί έως και κατά το ήμισυ σε περιπτώσεις όπου ορίζεται προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις 15 ημέρες.

Τελευταία επικαιροποίηση: 31/01/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.