National rules relating to the division of the property of civil partnerships for couples that have an international element to their relationship, in cases of dissolution of the partnership or death
European Union citizens increasingly move across national borders to study, work or start a family in another EU country. This leads to an increased number of international couples, whether in a marriage or a registered partnership.
International couples are couples whose members have different nationalities, live in an EU country other than their own or own property in different countries. International couples, whether in a marriage or in a registered partnership, need to manage their property and, in particular, share it in case of divorce/separation or the death of one of the members.
EU rules help international couples in these situations. These rules apply in 18 EU countries: Sweden, Belgium, Greece, Croatia, Slovenia, Spain, France, Portugal, Italy, Malta, Luxembourg, Germany, the Czech Republic, the Netherlands, Austria, Bulgaria, Finland and Cyprus.
These rules determine which EU country’s courts should deal with matters concerning the property of an international couple and which law should apply to resolve these matters. The rules also simplify how judgments or notarial documents originating in one EU country should be recognised and enforced in another EU country.
Please select the relevant country's flag to obtain detailed national information.
Should you need additional information, please contact the authorities or a legal professional of the EU country concerned.
You can also consult the website http://www.coupleseurope.eu/en/home of the Council of Notariats of the European Union.
This page is maintained by the European Commission. The information on this page does not necessarily reflect the official position of the European Commission. The Commission accepts no responsibility or liability whatsoever with regard to any information or data contained or referred to in this document. Please refer to the legal notice with regard to copyright rules for European pages.
Όχι. Η τσεχική νομοθεσία γνωρίζει μία μόνο μορφή καταχωρισμένης συμβίωσης: αυτήν της μόνιμης κοινωνίας συμβίωσης μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου η οποία έχει συναφθεί κατά τον τρόπο που ορίζεται από τον νόμο.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων δεν υπόκεινται σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση. Η καταχωρισμένη συμβίωση δεν οδηγεί σε σχέση κοινοκτημοσύνης.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων δεν υπόκεινται σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση. Οι περιουσιακές τους σχέσεις υπόκεινται στους γενικούς κανόνες περί κυριότητας, συγκυριότητας και υποχρεώσεων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελούν σε σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης.
Όχι, με εξαίρεση το γεγονός ότι η καταχωρισμένη συμβίωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε σχέση κοινοκτημοσύνης.
Το τέλος της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης δεν επηρεάζει τις περιουσιακές σχέσεις των πρώην καταχωρισμένων συντρόφων.
Ο καταχωρισμένος σύντροφος αποτελεί νόμιμο κληρονόμο πρώτης και δεύτερης τάξης του θανόντος συντρόφου του. Κατά τα λοιπά, ο θάνατος του ενός εκ των καταχωρισμένων συντρόφων δεν επηρεάζει τις περιουσιακές σχέσεις του άλλου.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων δεν υπόκεινται σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση. Τυχόν διαφορές ως προς περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις επιλύονται από το αρμόδιο εκάστοτε δικαστήριο.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων δεν υπόκεινται σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση. Οι περιουσιακές τους σχέσεις υπόκεινται στους γενικούς κανόνες περί κυριότητας, συγκυριότητας και υποχρεώσεων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελούν σε σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων δεν υπόκεινται σε ιδιαίτερη νομική ρύθμιση. Αν οι πρώην καταχωρισμένοι σύντροφοι είναι συγκύριοι ορισμένου περιουσιακού στοιχείου ή συνοφειλέτες ορισμένης υποχρέωσης, εφαρμόζονται οι συνήθεις νομικές διατάξεις περί συγκυριότητας και κοινών υποχρεώσεων.
Οι νομικές πράξεις που αποσκοπούν στη σύσταση ή τη μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, καθώς και οι νομικές πράξεις που αποσκοπούν στην τροποποίηση ή την άρση τέτοιου δικαιώματος πρέπει να καταρτίζονται εγγράφως. Αν η μεταβίβαση αφορά δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου καταχωρισμένου σε δημόσιο βιβλίο, η μεταβίβαση της κυριότητας επέρχεται με εγγραφή στο εν λόγω βιβλίο.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Από την έναρξη ισχύος, την 1η Οκτωβρίου 2017, του νόμου που θεσπίζει το δικαίωμα σύναψης γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, δεν είναι πλέον δυνατή η σύναψη νέων συμφώνων καταχωρισμένης συμβίωσης στη Γερμανία. Έκτοτε, τα ομόφυλα ζευγάρια είναι σε θέση να συνάψουν γάμο μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, τίθενται στην ίδια θέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια. Οι υφιστάμενες σχέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης μπορούν να μετατραπούν σε γάμο. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά υποχρέωση μετατροπής. Ως εκ τούτου, οι υφιστάμενες σχέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης μπορούν να συνεχιστούν ως έχουν.
Σύμφωνα με τον νόμο για την καταχωρισμένη συμβίωση (LPartG), από τον Αύγουστο του 2001 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 δύο πρόσωπα του ιδίου φύλου μπορούσαν να συνάψουν σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Οι έννομες συνέπειες της καταχωρισμένης συμβίωσης ήταν (και εξακολουθούν να είναι) σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με τις έννομες συνέπειες του γάμου.
Οι καταχωρισμένοι σύντροφοι υπάγονται σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης αποκτημάτων, εκτός εάν συμφωνήσουν διαφορετικά στο πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης. Συναφώς, ο LPartG ορίζει ότι οι κανόνες δικαίου που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους καταχωρισμένους συντρόφους (άρθρο 6 του LPartG). Επιπλέον, με το σύμφωνο συμβίωσης μπορούν να επιλεγούν τα συστήματα της περιουσιακής αυτοτέλειας και της κοινοκτημοσύνης (άρθρο 7 του LPartG).
Βάσει της παραπομπής στους κανόνες δικαίου που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ισχύουν αναλογικά τα αναφερόμενα για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Σε περίπτωση που οι καταχωρισμένοι σύντροφοι ζουν χωριστά, ένας σύντροφος μπορεί να απαιτήσει από τον άλλο σύντροφο διατροφή ανάλογη των συνθηκών διαβίωσης των συντρόφων και της οικονομικής και περιουσιακής τους κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόζονται αναλογικά οι κανόνες για την καταβολή διατροφής κατά τη διάσταση (άρθρο 12 του LPartG). Όσον αφορά τη διατροφή μετά τη λύση της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, εφαρμόζονται αναλογικά οι κανόνες σχετικά με τη μετά τον γάμο διατροφή και την εξισορρόπηση των συνταξιοδοτικών αξιώσεων (άρθρα 16 και 20 του LPartG).
Το νόμιμο κληρονομικό δικαίωμα των καταχωρισμένων συντρόφων εξομοιώνεται με το δικαίωμα των συζύγων (άρθρο 10 του LPartG).
Το δικαστήριο οικογενειακών διαφορών είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν αξιώσεις που απορρέουν από τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων. Οι υποθέσεις αυτές αποτελούν υποθέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης και ισχύουν γι’ αυτές οι κανόνες που ισχύουν για τις υποθέσεις διαζυγίου.
Βάσει της παραπομπής στους κανόνες δικαίου που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, πρόσωπο που βρίσκεται σε καταχωρισμένη συμβίωση ευθύνεται κατά κανόνα μόνο για τις δικές του οφειλές και μόνο με τα δικά του περιουσιακά στοιχεία. Εξαιρούνται οι δικαιοπραξίες για την εύλογη κάλυψη των καθημερινών αναγκών της οικογένειας (άρθρο 8 παράγραφος 2 του LPartG σε συνδυασμό με το άρθρο 1357 του γερμανικού αστικού κώδικα). Βάσει της παραπομπής στους κανόνες δικαίου που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ισχύουν αναλογικά τα αναφερόμενα για τους ενδεχόμενους περιορισμούς διάθεσης που ισχύουν στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Η κοινή κατοικία και τα οικιακά αντικείμενα μπορούν να διανεμηθούν κατά τη διάρκεια της διάστασης (άρθρα 13 και 14 του LPartG) ή μετά τη λύση της συμβίωσης (άρθρο 17 του LPartG σε συνδυασμό με τα άρθρα 1568a και 1568b του γερμανικού αστικού κώδικα).
Εάν οι καταχωρισμένοι σύντροφοι επιλέξουν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης για τις περιουσιακές τους σχέσεις, πρέπει να υποβάλουν το συμβολαιογραφικό σύμφωνο συμβίωσης στο κτηματολόγιο και να ζητήσουν διόρθωση του κτηματολογίου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, δηλαδή εάν οι σύντροφοι δεν επιλέξουν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης για τις περιουσιακές τους σχέσεις, το κτηματολόγιο δεν χρειάζεται να διορθωθεί.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Ναι.
Δεν υπάρχουν αστικού δικαίου ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τα ζευγάρια που ζουν σε ελεύθερη συμβίωση και, κατά συνέπεια, οι περισσότερες αυτόνομες κοινότητες έχουν θεσπίσει τους δικούς τους, είτε αστικούς είτε καθαρά διοικητικούς, κανόνες που ρυθμίζουν τη σύσταση ελεύθερης συμβίωσης, τη νομική της ρύθμιση, τα αποτελέσματά της, τις μορφές της και τις συνέπειες από τη λύση της. Η κατάσταση αυτή συναρτάται με τη συνύπαρξη διαφορετικών αστικών δικαίων (δίκαια των αυτόνομων κοινοτήτων) στην Ισπανία σε συνδυασμό με το κοινό δίκαιο.
Παράλληλα με τον γάμο και την αρρύθμιστη ελεύθερη συμβίωση, κάθε αυτόνομη κοινότητα επιφυλάσσει διαφορετική νομική αναγνώριση στα ζευγάρια που ζουν σε ελεύθερη συμβίωση. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω διαφορές σε επίπεδο αυτόνομης κοινότητας ποικίλουν από τη νομική αναγνώριση με μόνη προϋπόθεση την ύπαρξη ελάχιστης περιόδου συγκατοίκησης ή με προϋπόθεση τον συνδυασμό συγκατοίκησης και κοινών τέκνων μέχρι την υποχρέωση εγγραφής ή καταχώρισης της ελεύθερης συμβίωσης ώστε να έχει διοικητική ισχύ. Τέσσερις αυτόνομες κοινότητες (Βαλεαρίδες Νήσοι, Εστρεμαδούρα, Χώρα των Βάσκων και Γαλικία) έχουν θεσπίσει μητρώο στο οποίο πρέπει να καταχωρίζονται οι σχετικές συστατικές πράξεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι τα διοικητικά θέματα εξαιρούνται από το πεδίο της κανονιστικής ρύθμισης, καθώς το παρόν δελτίο περιέχει ορισμένες παραπομπές σε κανόνες αμιγώς διοικητικούς που διέπουν την ελεύθερη συμβίωση και την καταχώρισή της σε ορισμένες αυτόνομες κοινότητες, οι οποίες όμως δεν διαθέτουν κατά τα άλλα συνταγματική αρμοδιότητα στον τομέα του αστικού δικαίου.
Δεν προβλέπονται ειδικοί κανόνες οικονομικής ή περιουσιακής φύσης που να ρυθμίζουν τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτώνται κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης. Οι ρυθμίσεις που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν ισχύουν για τα ζευγάρια σε ελεύθερη συμβίωση ούτε κατ’ αναλογία και, συνεπώς, εκτός κι αν έχει συναφθεί σχετική συμφωνία μεταξύ των μερών, οι διατάξεις που διέπουν τις περιουσιακές τους σχέσεις είναι οι διατάξεις του αστικού κώδικα (ή των αντίστοιχων κωδίκων της εκάστοτε αυτόνομης κοινότητας) που διέπουν τη συγκυριότητα ή την κοινοκτημοσύνη (άρθρο 392 και επόμενα του αστικού κώδικα όσον αφορά το κοινό αστικό δίκαιο), όταν το ακίνητο ανήκει από κοινού στα μέρη του ζευγαριού.
Τα μέρη δύνανται πράγματι να ρυθμίζουν τις οικονομικές και περιουσιακές πτυχές της συμβίωσης τους. Γι’ αυτό, στις ρυθμίσεις των περισσότερων αυτόνομων κοινοτήτων περιέχεται ειδική πρόβλεψη για τις συμφωνίες τις οποίες μπορούν να συνάψουν τα μέρη. Οι περισσότερες νομοθεσίες απαιτούν έγγραφο τύπο, αν και σε μερικές αυτόνομες κοινότητες γίνονται δεκτές και οι προφορικές συμφωνίες (Βαλεαρίδες Νήσοι και Κανάριες Νήσοι).
Η γενική πρόβλεψη σχετικά με τον έγγραφο τύπο είναι ότι γίνεται δεκτό δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει συνταχθεί προς τον σκοπό αυτόν και ανάλογα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις μπορεί να προβλέπεται η χορήγηση οικονομικής αντιστάθμισης σε περίπτωση ρήξης που θα αποτελεί αιτία ανισορροπίας μεταξύ των μερών.
Σε ορισμένες νομοθεσίες απαιτείται σε κάθε περίπτωση η σχετική συμφωνία να περιαφθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο. Αυτό ισχύει στην περίπτωση της Αραγονίας, της Κανταβρίας, της Καταλωνίας, της Εστρεμαδούρας, της Γαλικίας και της Μαδρίτης.
Ναι, η ελευθερία των συμβάσεων υπόκειται σε περιορισμούς. Η εμβέλεια των εν λόγω περιορισμών εξαρτάται από τις ισχύουσες διατάξεις στην εκάστοτε αυτόνομη κοινότητα. Σε γενικές γραμμές, κηρύσσονται άκυρες οι συμφωνίες που αντιβαίνουν σε νόμους αναγκαστικού δικαίου, στην ισότητα των δικαιωμάτων των μερών ή που είναι ιδιαιτέρως δυσμενείς για ένα από τα μέρη. Ορισμένες νομοθεσίες κηρύσσουν επίσης ειδικώς άκυρες τις συμφωνίες που έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο τη ρύθμιση προσωπικών θεμάτων ή που επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή των μερών. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι συμφωνίες δεν μπορούν να είναι επιζήμιες για τρίτους.
Οι συνέπειες της λύσης της ελεύθερης συμβίωσης εξαρτώνται πρώτα από όλα από τη σχετική συμφωνία που έχουν ενδεχομένως συνάψει τα μέρη. Μερικές νομοθεσίες προβλέπουν επίσης ότι είναι δυνατόν να προβλεφθεί συμβατικά η χορήγηση οικονομικής αντιστάθμισης σε περίπτωση ανισορροπίας λόγω μελλοντικής ρήξης. Σε κάθε περίπτωση, για τη λύση και την εκκαθάριση της κοινής περιουσίας ισχύουν οι γενικοί αστικοί και δικονομικοί κανόνες, ενώ το δίκαιο της εκάστοτε αυτόνομης κοινότητας, όπως η Καταλωνία και η Αραγονία, ρυθμίζει τη δικαστική έγκριση της οικονομικής αντιστάθμισης για λόγους παροχής εργασίας από ένα από τα μέρη στο σπίτι ή προς τα οικονομικά και επαγγελματικά συμφέροντα του άλλου μέρους της ελεύθερης συμβίωσης.
Σε ορισμένες αυτόνομες κοινότητες ο επιζών σύντροφος έχει κληρονομικό δικαίωμα ως προς τον αποβιώσαντα σύντροφο με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους συζύγους. Επίσης, σε ορισμένες αυτόνομες κοινότητες αναγνωρίζεται κληρονομικό δικαίωμα επί της οικοσκευής, δικαίωμα παραμονής στην κοινή κατοικία για ένα έτος ή υποκατάστασης του άλλου μέρους στη μίσθωση της κατοικίας.
Αρμόδιες για τη λήψη αποφάσεων σε περιουσιακά θέματα του χωρισμού είναι οι δικαστικές αρχές. Πάντως η ύπαρξη ελεύθερης συμβίωσης δεν συνεπάγεται κάποια ειδική δωσιδικία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (πβλ. άρθρα 769 και 807 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ως εκ τούτου, καθώς αρμόδιες είναι οι δικαστικές αρχές, η αρμοδιότητά τους διέπεται από τους γενικούς κανόνες (άρθρα 50 και επόμενα του αστικού κώδικα).
Σε γενικές γραμμές η νομοθεσία της εκάστοτε αυτόνομης κοινότητας προβλέπει ειδικούς κανόνες σχετικά με τις συνέπειες έναντι τρίτων, πέραν της βασικής πρόβλεψης σε ορισμένες από αυτές ότι η ελεύθερη συμβίωση δεν μπορεί να θίγει δικαιώματα τρίτων. Μόνο σε ορισμένες αυτόνομες κοινότητες προβλέπεται ότι τα μέρη της ελεύθερης συμβίωσης ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι των τρίτων ως προς ορισμένες δαπάνες (όπως στην περίπτωση της Ανδαλουσίας).
Ούτε η εθνική νομοθεσία ούτε η νομοθεσία των αυτόνομων κοινοτήτων περιέχουν ειδικές δικονομικές διατάξεις σχετικά με τη λύση και την εκκαθάριση της περιουσίας των μερών ελεύθερης συμβίωσης. Σε γενικές γραμμές ισχύει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης (εξ αδιαιρέτου κυριότητα των μερών) που διέπεται από τα άρθρα 392 και επόμενα του αστικού κώδικα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εκάστοτε αστικού δικαίου που ισχύει στην Ισπανία. Ως εκ τούτου η εκκαθάριση διέπεται από τους γενικούς κανόνες της συνήθους εξ αδιαιρέτου κυριότητας (άρθρο 400 του αστικού κώδικα).
Για την καταχώριση ακίνητης περιουσίας απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης.
Η εγγραφή στο μητρώο εξαρτάται από τις σχετικές διατάξεις αστικού δικαίου και γίνεται βάσει αυτών. Για τα μέρη ελεύθερης συμβίωσης που έχουν καταχωριστεί και αναγνωριστεί από αμιγώς διοικητική άποψη, χωρίς αστικά αποτελέσματα, το μητρώο θεωρεί ότι πρόκειται για συνήθη κατάσταση συνιδιοκτησίας. Εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση οι αρχές που ισχύουν για την καταχώριση στο μητρώο δημόσιων ή επικυρωμένων εγγράφων.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στη Γαλλία υπάρχει μόνο ένα είδος συμφώνου συμβίωσης: το αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης (pacte civil de solidarité ή PACS). Στο άρθρο 515-1 του αστικού κώδικα ορίζεται ως «σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ δύο ενήλικων φυσικών προσώπων, του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, για την οργάνωση της συμβίωσής τους».
Η καταχωρισμένη συμβίωση δημιουργεί περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συντρόφων και έναντι τρίτων. Οι εν λόγω σχέσεις είναι λιγότερο εκτεταμένες από αυτές του συστήματος ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, αφήνοντας περιθώρια στη βούληση των συντρόφων.
Οι εν λόγω περιουσιακές σχέσεις διέπονται από ένα σύνολο νομικών κανόνων που αφορούν τις εξουσίες, την κυριότητα επί των περιουσιακών στοιχείων και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συντρόφων κατά τη διάρκεια του PACS.
Οι σύντροφοι υπάγονται επίσης σε μια μορφή βασικού συστήματος (régime primaire) αναγκαστικού δικαίου, ανεξαρτήτως του περιουσιακού συστήματος που έχουν επιλέξει. Το άρθρο 515-4 του αστικού κώδικα ορίζει συναφώς ότι οι σύντροφοι υπέχουν αμοιβαία υποχρέωση συμβίωσης καθώς και αμοιβαίας υλικής βοήθειας και συνδρομής. Επιπλέον, οι σύντροφοι ευθύνονται κατά κανόνα αλληλεγγύως έναντι των τρίτων για τα χρέη που συνομολογεί ένας εξ αυτών για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής τους.
Το γαλλικό δίκαιο παρέχει στους συντρόφους που έχουν συνάψει PACS τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο περιουσιακών συστημάτων.
Αφενός, οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν το σύστημα του κοινού δικαίου (απουσία ειδικής συμφωνίας), που συνεπάγεται περιουσιακή αυτοτέλεια με τεκμήριο συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου ελλείψει αποδείξεως του εναντίου. Ως εκ τούτου, κάθε σύντροφος διατηρεί το δικαίωμα διοίκησης, χρήσης και ελεύθερης διάθεσης των προσωπικών του περιουσιακών στοιχείων και παραμένει αποκλειστικά υπεύθυνος για τα προσωπικά του χρέη που γεννήθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια του συμφώνου (άρθρο 515-5 του αστικού κώδικα). Ένα περιουσιακό στοιχείο θα θεωρείται ότι ανήκει και στους δύο συντρόφους εξ αδιαιρέτου και ισομερώς, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι δεν αποτελεί ατομική περιουσία του ενός εξ αυτών.
Αφετέρου, οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν ένα συμβατικό σύστημα εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των αποκτημάτων. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν, είτε από κοινού είτε χωριστά κατά τη διάρκεια του PACS, θεωρούνται ισομερώς κοινά (άρθρο 515-5-1 του αστικού κώδικα). Ωστόσο, ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 515-5-2 του αστικού κώδικα παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα κάθε συντρόφου, όπως τα χρήματα που εισπράχθηκαν από κάθε σύντροφο μετά τη σύναψη του PACS και τα οποία δεν δαπανήθηκαν για την απόκτηση αγαθών, τα δημιουργούμενα περιουσιακά στοιχεία και τα παραρτήματά τους, τα περιουσιακά στοιχεία «προσωπικής φύσης», τα περιουσιακά στοιχεία ή τμήματα περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν με χρήματα που ανήκαν στον έναν από τους δύο συντρόφους πριν από την καταχώριση του αρχικού ή του τροποποιητικού συμφώνου, τα περιουσιακά στοιχεία ή τμήματα περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν με τα χρήματα δωρεάς ή κληρονομίας και, τέλος, τα τμήματα περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν μέσω πλειστηριασμού του συνόλου ή μέρους περιουσιακού στοιχείου το οποίο ανήκε σε έναν από τους δύο συντρόφους στο πλαίσιο κοινωνίας συγκληρονόμων ή κατόπιν δωρεάς.
Προς υπόμνηση, υπάρχει μόνο ένα είδος συμφώνου συμβίωσης στη Γαλλία: το PACS.
Οι σύντροφοι μπορούν να συνάψουν PACS ενώπιον ληξιάρχου ή συμβολαιογράφου.
Το άρθρο 515-3 του αστικού κώδικα ορίζει ότι «τα πρόσωπα που συνάπτουν αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης υποβάλλουν κοινή δήλωση ενώπιον του ληξιάρχου του δήμου στoν οποίo καθορίζουν την κοινή τους κατοικία ή, σε περίπτωση σοβαρού κωλύματος καθορισμού αυτής, ενώπιον του ληξιάρχου του δήμου στoν οποίo βρίσκεται η κατοικία ενός εκ των δύο μερών». Στο πλαίσιο αυτό, οι σύντροφοι καταθέτουν το σύμφωνο που έχουν συνάψει μεταξύ τους ενώπιον του ληξιάρχου.
Το PACS μπορεί επίσης να καταρτιστεί με συμβολαιογραφική πράξη· στην περίπτωση αυτή, ο συμβολαιογράφος που συντάσσει την πράξη λαμβάνει την κοινή δήλωση, προβαίνει στην καταχώριση του συμφώνου και φροντίζει για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων δημοσιότητας (άρθρο 515-3 πέμπτο εδάφιο του αστικού κώδικα).
Οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν να υπαχθούν στο σύστημα εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των αποκτημάτων που προβλέπεται στο άρθρο 515-5-1 του αστικού κώδικα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπαχθούν στο προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας που προβλέπεται στο άρθρο 515-5 του αστικού κώδικα.
Κατά τη διάρκεια του PACS, οι σύντροφοι μπορούν να αποφασίσουν να τροποποιήσουν ή να αλλάξουν το σύστημα που διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις μέσω τροποποιητικού συμφώνου, που θα υπόκειται στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας με το αρχικό σύμφωνο. Για την καταχώρισή του, το εν λόγω τροποποιητικό σύμφωνο κατατίθεται ή υποβάλλεται στον ληξίαρχο ή στον συμβολαιογράφο που είχε συντάξει την αρχική πράξη (άρθρο 515-3 έκτο εδάφιο του αστικού κώδικα).
Το σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων είναι, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο σύμφωνο, το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας. Ωστόσο, οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν ρητά το σύστημα της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των αποκτημάτων που προβλέπεται στο άρθρο 515-5-1 του αστικού κώδικα: «Οι σύντροφοι μπορούν, στο αρχικό σύμφωνο ή σε τροποποιητικό σύμφωνο, να επιλέξουν να υποβάλουν στο σύστημα της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτούν, από κοινού ή χωριστά, από την ημερομηνία καταχώρισης των εν λόγω συμφώνων. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ισομερώς κοινά, χωρίς να είναι δυνατή η προσφυγή του ενός συντρόφου εναντίον του άλλου λόγω άνισης συμμετοχής.».
Ανεξάρτητα από το επιλεγμένο σύστημα, οι σύντροφοι υπάγονται επίσης σε ένα βασικό σύστημα (régime primaire) αναγκαστικού δικαίου που ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν έναντι αλλήλων και έναντι τρίτων. Το άρθρο 515-4 του αστικού κώδικα ορίζει συναφώς ότι οι σύντροφοι υπέχουν αμοιβαία υποχρέωση συμβίωσης καθώς και αμοιβαίας υλικής βοήθειας και συνδρομής. Επιπλέον, οι σύντροφοι ευθύνονται κατά κανόνα αλληλεγγύως έναντι των τρίτων για τα χρέη που συνομολογεί ένας εξ αυτών για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής τους.
Το άρθρο 515-7 του αστικού κώδικα προβλέπει ότι το αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης λύεται με τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων ή με τον γάμο των συντρόφων ή ενός εξ αυτών. Στην περίπτωση αυτή, η λύση επέρχεται κατά την ημερομηνία του συμβάντος. Λύεται επίσης με κοινή δήλωση των συντρόφων ή με μονομερή δήλωση ενός εξ αυτών.
Η λύση του PACS επέρχεται, ως προς τις σχέσεις των συντρόφων μεταξύ τους, κατά την ημερομηνία της καταχώρισής του. Μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτους από την ημερομηνία ολοκλήρωσης των διατυπώσεων δημοσιότητας.
Η λύση ή η ακύρωση της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης συνεπάγεται την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 515-7 δέκατο εδάφιο του αστικού κώδικα, εναπόκειται στους συντρόφους να προβούν στην εκκαθάριση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το PACS. Μόνο ελλείψει συμφωνίας θα αποφασίσει ο δικαστής για τις περιουσιακές συνέπειες της λύσης.
Κάθε σύντροφος ανακτά τα προσωπικά περιουσιακά του στοιχεία.
Τα κοινά περιουσιακά στοιχεία μοιράζονται ισομερώς, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο σύμφωνο. Ωστόσο, τίποτα δεν εμποδίζει τους πρώην συντρόφους να παραμείνουν στο σύστημα της συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου.
Οι απαιτήσεις μεταξύ των συντρόφων διευθετούνται.
Οι διατάξεις σχετικά με τις απονομές κατά προτίμηση μέσω διανομής (άρθρα 831, 831-2, 832-3 και 832-4 του αστικού κώδικα) ισχύουν μεταξύ των συντρόφων.
Ο θάνατος ενός εκ των δύο συντρόφων έχει ως αποτέλεσμα τη λύση της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης την ημέρα του θανάτου και συνεπάγεται την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων, σύμφωνα με τους ίδιους όρους που περιγράφονται ανωτέρω.
Ο επιζών σύντροφος δεν είναι νόμιμος κληρονόμος κατά το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο. Μπορεί, ωστόσο, να οριστεί κληρονόμος με διαθήκη.
Ο επιζών σύντροφος μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα προσωρινής χρήσης για διάστημα ενός έτους του ακινήτου το οποίο αποτελούσε ουσιαστικά την κύρια κατοικία του κατά την ημερομηνία του θανάτου (σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 763 πρώτο και δεύτερο εδάφια).
Το εν λόγω δικαίωμα δεν αποτελεί, ωστόσο, δικαίωμα δημόσιας τάξης και ο θανών μπορεί να το αποκλείσει με διαθήκη.
Ο επιζών σύντροφος μπορεί επίσης να ζητήσει απονομή κατά προτίμηση της οικογενειακής στέγης, εάν ο θανών το όρισε ρητά στη διαθήκη του (άρθρο 515-6 δεύτερο εδάφιο του αστικού κώδικα).
Αρμόδιος για τα ζητήματα συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου μεταξύ των συντρόφων του PACS ή των συμβιούντων είναι ο δικαστής γαμικών διαφορών (JAF) (νόμος 2009-506, της 12ης Μαΐου 2009, περί της απλούστευσης του δικαίου, διάταγμα 2009-1591, της 17ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή γαμικών διαφορών σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, εγκύκλιος CIV/10/10, της 16ης Ιουνίου 2010, για τις αρμοδιότητες του δικαστή γαμικών διαφορών σε ζητήματα εκκαθάρισης).
Σύμφωνα με το άρθρο 515-4 δεύτερο εδάφιο του αστικού κώδικα, το οποίο εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του περιουσιακού συστήματος που έχουν επιλέξει οι σύντροφοι, οι σύντροφοι ευθύνονται αλληλεγγύως έναντι των τρίτων για τα χρέη που συνομολογεί ένας εξ αυτών για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής τους. Ωστόσο, η αλληλέγγυος ευθύνη δεν ισχύει για προδήλως υπερβολικές δαπάνες. Επίσης, δεν ισχύει, εάν δεν έχει προηγηθεί η συναίνεση και των δύο συντρόφων, για τις αγορές με δόσεις και για τα δάνεια, εκτός εάν τα τελευταία αφορούν μικρά ποσά που απαιτούνται για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής και το συνολικό ύψος των ποσών αυτών, σε περίπτωση πληθώρας δανείων, δεν είναι προδήλως υπερβολικό σε σχέση με τον τρόπο ζωής του νοικοκυριού.
Σύμφωνα με το άρθρο 515-5 τρίτο εδάφιο του αστικού κώδικα, ο σύντροφος που έχει στην ατομική κατοχή του κινητό τεκμαίρεται, έναντι των καλόπιστων τρίτων, ότι έχει την εξουσία να προβεί μόνος του σε οποιαδήποτε πράξη διοίκησης, χρήσης ή διάθεσης του εν λόγω κινητού.
Σύμφωνα με το άρθρο 515-7 δέκατο εδάφιο του αστικού κώδικα, κατά τη λύση του PACS, εναπόκειται στους συντρόφους να προβούν στην εκκαθάριση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το PACS. Μόνο ελλείψει συμφωνίας θα αποφασίσει ο δικαστής για τις περιουσιακές συνέπειες της λύσης.
Η διανομή είναι είτε εκούσια είτε δικαστική. Στην περίπτωση εκούσιας διανομής, συνάπτεται συμφωνία διανομής μεταξύ των συντρόφων. Εάν αφορά περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε καταχώριση στο κτηματολόγιο, λαμβάνει τη μορφή συμβολαιογραφικής πράξης. Εάν τα μέρη αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εκκαθάριση ή τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων, λαμβάνει χώρα δικαστική διανομή. Ο δικαστής αποφαίνεται επί των αιτημάτων διατήρησης της συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου ή επιδίκασης κατά προτίμηση (άρθρο 831 του αστικού κώδικα).
Εάν οι σύντροφοι είχαν υπαχθεί στο περιουσιακό σύστημα του κοινού δικαίου, δηλαδή στο σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία οι σύντροφοι μπόρεσαν να αποδείξουν ότι ανήκαν στην ατομική περιουσία του ενός ή του άλλου επιστρέφονται στον ιδιοκτήτη τους. Το ίδιο ισχύει και για τα ατομικά χρέη εκάστου των συντρόφων, τα οποία παραμένουν ατομικά. Αντιθέτως, τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν ατομική περιουσία ενός εκ των συντρόφων τεκμαίρονται κοινά και ανήκουν στον καθένα ισομερώς.
Εάν οι σύντροφοι είχαν επιλέξει συμβατικό σύστημα εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των αποκτημάτων, η ομάδα των κοινών περιουσιακών στοιχείων θεωρείται ότι ανήκει στον καθένα ισομερώς. Επομένως, η ομάδα των κοινών περιουσιακών στοιχείων θα διαιρεθεί ισομερώς μεταξύ των συντρόφων, με την επιφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν ιδιοκτησία του καθενός (βλ. ανωτέρω και άρθρο 515-5-2 του αστικού κώδικα).
Οι διατάξεις σχετικά με τις απονομές κατά προτίμηση μέσω διανομής (άρθρα 831, 831-2, 832-3 και 832-4 του αστικού κώδικα) ισχύουν μεταξύ των συντρόφων.
Στο πλαίσιο εκούσιας διανομής που αφορά περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε καταχώριση στο κτηματολόγιο (με άλλα λόγια, ακίνητα), η πράξη εκκαθάρισης-διανομής πρέπει υποχρεωτικά να περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο.
Πράγματι, το άρθρο 710-1 του αστικού κώδικα ορίζει ότι «για τους σκοπούς της καταχώρισης στο κτηματολόγιο, κάθε πράξη ή δικαίωμα πρέπει να απορρέει από πράξη που περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, με τη σύμπραξη συμβολαιογράφου που ασκεί το επάγγελμα στη Γαλλία, από δικαστική απόφαση ή από δημόσιο έγγραφο που προέρχεται από διοικητική αρχή».
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η μορφή «καταχωρισμένης συμβίωσης» που προβλέπει το δίκαιο της Μάλτας είναι το «σύμφωνο συμβίωσης», το οποίο ρυθμίζεται στον νόμο περί συμφώνου συμβίωσης κεφάλαιο 530 της νομοθεσίας της Μάλτας. Επιτρέπεται η καταχώριση σχέσης συμβίωσης μεταξύ δύο προσώπων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου υπό τη μορφή συμφώνου συμβίωσης. Από τη στιγμή που θα καταχωριστεί το σύμφωνο συμβίωσης, οι συνέπειες και τα έννομα αποτελέσματά του είναι αντίστοιχα με αυτά του πολιτικού γάμου. Τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που είχε συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόμου του 2017 που τροποποίησε τον νόμο περί γάμου και λοιπές διατάξεις, έχουν τη δυνατότητα, εντός 5 ετών από την 1η Σεπτεμβρίου 2017, να μετατρέψουν το σύμφωνο συμβίωσης σε γάμο. Σε περίπτωση μετατροπής του συμφώνου συμβίωσης σε γάμο, το σύμφωνο παύει να ισχύει από τη μετατροπή και ο γάμος που προκύπτει θεωρείται ότι υφίσταται από την ημερομηνία σύναψης του συμφώνου συμβίωσης.
Δεδομένου ότι το σύμφωνο συμβίωσης και ο πολιτικός γάμος παράγουν τα ίδια έννομα αποτελέσματα, ισχύουν και στις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων τα ίδια καθεστώτα. Το κράτος της Μάλτας παρέχει στα πρόσωπα που επιθυμούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης σύμφωνα με το δίκαιο της Μάλτας την ελευθερία να επιλέξουν το καθεστώς το οποίο θα ρυθμίζει τις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις. Ωστόσο, το κύριο καθεστώς ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στη Μάλτα είναι αυτό της κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων.
Το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται εκ του νόμου σε κάθε σχέση συμβίωσης, εκτός εάν τα μέρη που έχουν ήδη συνάψει ή πρόκειται να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης επιλέξουν την υπαγωγή των μεταξύ τους περιουσιακών σχέσεων σε κάποιο άλλο καθεστώς το οποίο δεν αντίκειται στο πνεύμα του δικαίου της Μάλτας. Το καθεστώς αυτό πρέπει να καθοριστεί με συμβολαιογραφική πράξη.
Οι άλλες μορφές ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που προβλέπονται στη Μάλτα και οι οποίες εφαρμόζονται και στα σύμφωνα συμβίωσης είναι το καθεστώς περιουσιακής αυτοτέλειας και το καθεστώς κοινοκτημοσύνης επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης.
Η κοινοκτημοσύνη επί των αποκτημάτων είναι το καθεστώς ρύθμισης περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που εφαρμόζεται εκ του νόμου, σύμφωνα με το οποίο όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τα μέρη μετά τη σύναψη του συμφώνου συμβίωσης εντάσσονται στο καθεστώς της κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων και, ως εκ τούτου, ανήκουν και στους δύο κατά ίσα μέρη. Το δίκαιο της Μάλτας προβλέπει ειδικώς ποια περιουσιακά στοιχεία εντάσσονται στο εν λόγω σύστημα, από το οποίο εξαιρούνται όσα αποκτήθηκαν διά δωρεάς και μέσω κληρονομίας, καθώς και η ατομική περιουσία έκαστου μέρους.
Η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί ένα καθεστώς το οποίο τα μέρη μπορούν να επιλέξουν αντί της κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων και το οποίο προβλέπει ότι κάθε μέρος έχει το δικαίωμα να ασκεί απόλυτο έλεγχο και να διαχειρίζεται την περιουσία που απέκτησε πριν και κατά τη διάρκεια της σχέσης συμβίωσης, χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση του έτερου μέρους.
Η κοινοκτημοσύνη επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης είναι ακόμη ένα καθεστώς ρύθμισης περιουσιακών σχέσεων το οποίο τα μέρη μπορούν να επιλέξουν αντί της κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων και σύμφωνα με το οποίο κάθε μέρος έχει το δικαίωμα να αποκτά περιουσία και να διατηρεί και να διαχειρίζεται την περιουσία που απέκτησε στο όνομά του ως εάν ήταν αποκλειστικός κύριός της. Ωστόσο, το καθεστώς αυτό δεν αποκλείει την απόκτηση περιουσίας από κοινού από τα μέρη, την οποία και θα διαχειρίζονται από κοινού.
Στο πλαίσιο του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων, ο γενικός κανόνας είναι ότι τα μέρη υποχρεούνται να ρυθμίζουν και να διαχειρίζονται την περιουσία τους από κοινού. Εντούτοις, ειδικά για το συγκεκριμένο αυτό καθεστώς, το δίκαιο της Μάλτας διακρίνει μεταξύ συνήθους διαχείρισης, η οποία συνίσταται σε πράξεις οι οποίες μπορούν να διενεργηθούν από κάθε μέρος του συμφώνου συμβίωσης χωριστά, και έκτακτης διαχείρισης, η οποία αφορά πράξεις που πρέπει να διενεργούνται από κοινού από τα μέρη. Το δίκαιο της Μάλτας καθορίζει μόνον τις πράξεις έκτακτης διαχείρισης, επομένως όσες πράξεις δεν αναφέρονται ρητώς στον νόμο θεωρείται ότι αποτελούν πράξεις συνήθους διαχείρισης. Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων τελεί υπό τον όρο ότι, σε κάθε περίπτωση, τηρείται η τυπική προϋπόθεση της συναίνεσης αμφότερων των μερών του συμφώνου συμβίωσης. Σε περίπτωση μεταβίβασης ή σύστασης εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος επί ακίνητου ή κινητού περιουσιακού στοιχείου χωρίς τη συναίνεση των μερών, η πράξη δύναται να ακυρωθεί κατόπιν αίτησης του μη συναινέσαντος μέρους.
Στο πλαίσιο του καθεστώτος περιουσιακής αυτοτέλειας, ο γενικός κανόνας είναι ότι κάθε μέρος του συμφώνου συμβίωσης έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει και να διαχειρίζεται την περιουσία του, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του έτερου μέρους.
Στο πλαίσιο του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης, ο γενικός κανόνας είναι ότι όταν ένα εκ των μερών της σχέσης συμβίωσης αποφασίζει να αποκτήσει ένα περιουσιακό στοιχείο ενεργώντας ατομικά, δεν χρειάζεται να εξασφαλίσει τη συναίνεση του έτερου μέρους, και το εν λόγω μέρος θα έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει και να διαχειρίζεται ατομικά το περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε. Σε περίπτωση που τα μέρη προβούν σε αγορά από κοινού, θα πρέπει να έχουν και τα δύο συναινέσει σε αυτήν και, συνεπώς, και τα δύο μέρη έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν και να διαχειρίζονται το αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο από κοινού.
Στο πλαίσιο του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων, τα μέρη υποχρεούνται να ενεργούν από κοινού. Συνεπώς, δεν είναι ελεύθερα να ρυθμίζουν και να διαχειρίζονται την περιουσία ατομικά, με εξαίρεση τις πράξεις συνήθους διαχείρισης που δεν απαιτούν τη συναίνεση αμφότερων των μερών.
Από την άλλη πλευρά, εάν επιλεγεί το καθεστώς περιουσιακής αυτοτέλειας, κάθε μέρος είναι ελεύθερο να ενεργεί όπως κρίνει σκόπιμο σε σχέση με την ατομική περιουσία του, χωρίς καμία παρέμβαση από τo έτερο μέρος.
Στο πλαίσιο του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης, εάν ένα από τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης προβεί σε αγορά χωρίς τη συναίνεση του έτερου μέρους, το μέρος που πραγματοποίησε την αγορά είναι ελεύθερο να διαχειρίζεται το αντικείμενο της αγοράς χωρίς περιορισμούς. Ωστόσο, σε περίπτωση που τα μέρη προβούν σε αγορά περιουσιακού στοιχείου από κοινού, υποχρεούνται να ενεργούν από κοινού σε σχέση με το εν λόγω στοιχείο.
Όσον αφορά το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης επί των αποκτημάτων, ο νόμος προβλέπει ρητώς ότι αυτό τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία γάμου και παύει με τον θάνατο ενός εκ των συζύγων ή με τη λύση του γάμου. Ο νόμος προβλέπει επίσης ότι, σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, είναι δυνατόν να ζητηθεί η δικαστική διανομή της περιουσίας.
Όσον αφορά το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης, ο νόμος προβλέπει ότι παύει, μεταξύ άλλων, και με τη λύση του γάμου ή σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού των συζύγων.
Ωστόσο, σε περίπτωση εφαρμογής του καθεστώτος της περιουσιακής αυτοτέλειας, εάν επέλθει λύση του γάμου, χωρισμός ή ακύρωση του γάμου, οι σύζυγοι εξακολουθούν να ρυθμίζουν και να διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποκτήσει ο καθένας στο όνομά του.
Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση των καταχωρισμένων σχέσεων συμβίωσης.
Συνεπώς, η συνέπεια του διαζυγίου, του χωρισμού και της ακύρωσης του γάμου, όσον αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, είναι ότι τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου κατανέμονται στα μέρη είτε μέσω φιλικού διακανονισμού ή με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου.
Μετά τον θάνατο ενός εκ των μερών, η νομοθεσία της Μάλτας σχετικά με την κληρονομική διαδοχή εφαρμόζεται μόνον εφόσον τα μαλτεζικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, ενώ ο βασικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι αν το μέρος είχε συντάξει διαθήκη ή αν απεβίωσε αδιάθετο.
Η αρμόδια αρχή για τη λήψη αποφάσεων επί ζητημάτων που άπτονται των περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων είναι το δικαστήριο αστικών υποθέσεων (τμήμα οικογενειακών διαφορών).
Αφ’ ης στιγμής αρχίσει να εφαρμόζεται στη σχέση συμβίωσης το καθεστώς που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων, δημιουργείται έννομη σχέση μεταξύ των καταχωρισμένων συντρόφων και των τρίτων, ανάλογα με την περίπτωση. Οι τρίτοι έχουν δικαίωμα να ασκούν τα νόμιμα δικαιώματά τους έναντι αμφότερων των καταχωρισμένων συντρόφων από κοινού ή χωριστά, ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή ανάλογα με το ποιος εκ των δύο συντρόφων συνήψε την επίμαχη σύμβαση ή ποιος εκ των δύο είναι ο οφειλέτης.
Η διαδικασία διανομής της περιουσίας κατά κανόνα λαμβάνει χώρα στο στάδιο κατά το οποίο τα μέρη έχουν κινήσει διαδικασίες χωρισμού ή έκδοσης διαζυγίου. Οι διαδικασίες αυτές προϋποθέτουν ότι τα μέρη, προτού προσφύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο, θα ξεκινήσουν διαδικασία διαμεσολάβησης, στο πλαίσιο της οποίας καθήκον του διαμεσολαβητή είναι να επιχειρήσει να επιτύχει φιλικό διακανονισμό μεταξύ των μερών.
Εάν η διαμεσολάβηση αποβεί επιτυχής, οι σύντροφοι μπορούν να χωρίσουν συναινετικά σε αυτή την περίπτωση, τα μέρη συμφωνούν σχετικά με τα αμοιβαία δικαιώματά τους, τα δικαιώματά τους όσον αφορά τα κοινά τέκνα τους, καθώς και σχετικά με τη διανομή της συζυγικής περιουσίας, με συμβολαιογραφική πράξη η οποία υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο για έλεγχο ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των μερών. Αφού εγκριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο, η σύμβαση αυτή επικυρώνεται από συμβολαιογράφο και καταχωρίζεται ώστε να παράγει έννομα αποτελέσματα από κάθε άποψη, μεταξύ άλλων και έναντι τρίτων.
Εάν δεν τελεσφορήσει η διαδικασία διαμεσολάβησης και δεν επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός μεταξύ των μερών, τα μέρη πρέπει να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, αιτούμενα τη λύση του καθεστώτος ρύθμισης των περιουσιακών τους σχέσεων, ώστε η περιουσία να διανεμηθεί μεταξύ τους. Η απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, αφού αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καταχωρίζεται ώστε να παραγάγει έννομα αποτελέσματα από κάθε άποψη, μεταξύ άλλων και έναντι τρίτων.
Για την καταχώριση ακίνητης περιουσίας στη Μάλτα, ο συμβολαιογράφος που συνέταξε το συμβόλαιο προσκομίζει αίτηση εγγραφής στο Δημόσιο Μητρώο προκειμένου να μεταγραφεί το συμβόλαιο. Με την υποβολή της αίτησης, η ακίνητη περιουσία καταχωρίζεται και η σύμβαση καθίσταται νομικά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη καθώς και έναντι τρίτων.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Εκτός από τον θεσμό του γάμου, η Αυστρία αναγνωρίζει επίσης τον θεσμό των σχέσεων καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει του νόμου περί σχέσεων καταχωρισμένης συμβίωσης [Eingetragene Partnerschaft-Gesetz (EPG)].
Το Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του της 4ης Δεκεμβρίου 2017, ήρε τις διαφορετικές ρυθμίσεις που διείπαν τα ετερόφυλα και τα ομόφυλα ζευγάρια Αυτό σημαίνει ότι, από την 1.1.2019, μπορούν πλέον και τα ομόφυλα ζευγάρια να παντρεύονται στην Αυστρία. Επιπλέον, από την ίδια ημερομηνία, έχουν και τα ετερόφυλα ζευγάρια τη δυνατότητα να συνάπτουν σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, η οποία μέχρι τότε προοριζόταν αποκλειστικά για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Υπάρχουν μόνο ήσσονος σημασίας ουσιαστικές αποκλίσεις από τους κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους, για παράδειγμα όσον αφορά την ελάχιστη ηλικία (18 έτη, χωρίς να προβλέπεται «αναγνώριση δικαιοπρακτικής ικανότητας προς σύναψη γάμου» από την ηλικία των 16 ετών) ή όσον αφορά τη λύση (η οποία είναι, σε κάθε περίπτωση, δυνατή μετά από τριετή διάσταση, ενώ στην περίπτωση του γάμου προβλέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις προθεσμία έξι ετών).
Όπως συμβαίνει και με τον γάμο, η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας εφαρμόζεται εκ του νόμου και στις σχέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης [άρθρο 1217 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 1233 του γενικού αστικού κώδικα (Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch - ABGB)]. Κάθε καταχωρισμένος σύντροφος διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία που εισέφερε στη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης και καθίσταται αποκλειστικός κύριος των αποκτημάτων του. Επίσης, κάθε καταχωρισμένος σύντροφος είναι αποκλειστικός πιστωτής των οφειλετών του και οφειλέτης των πιστωτών του.
Οι καταχωρισμένοι σύντροφοι μπορούν επίσης να ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις τους μέσω συμφώνων συμβίωσης, υπό τους ίδιους όρους με τους συζύγους. Τα μέρη είναι ελεύθερα να αποκλείσουν την εφαρμογή του εκ του νόμου συστήματος ρύθμισης των περιουσιακών τους σχέσεων, δυνάμει συμβατικής ρύθμισης. Τέτοιου είδους σύμφωνα πρέπει, για να είναι έγκυρα, να περιβάλλονται τον συμβολαιογραφικό τύπο [άρθρο 1 του νόμου περί συμβολαιογραφικών πράξεων (Notariatsaktsgesetz - NotAktsG)].
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους.
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους (άρθρα 24 επ. EPG).
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους (άρθρα 24 επ. EPG).
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους.
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους.
Ισχύουν οι ίδιοι ουσιαστικοί κανόνες που ισχύουν για τους συζύγους.
Η αίτηση καταχώρησης του δικαιώματος κυριότητας στο κτηματολόγιο πρέπει να υποβάλλεται στο ειρηνοδικείο (Bezirksgericht) στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το προς καταχώριση ακίνητο.
Η γραπτή αίτηση πρέπει να υπογράφεται από τον αιτούντα. Καταρχήν, δεν χρειάζεται να βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής εκτός εάν στην αίτηση καταγράφεται η δήλωση συναίνεσης (Aufsandungserklärung).
Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από δημόσιο έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαιωμένο το γνήσιο των υπογραφών των μερών, το οποίο να περιέχει τη νομική βάση της κτήσης της κυριότητας (π.χ. σύμβαση πώλησης). Τα ιδιωτικά έγγραφα πρέπει να περιέχουν, πέραν των λεπτομερών στοιχείων του ακινήτου, και τη λεγόμενη δήλωση συναίνεσης.
Η δήλωση συναίνεσης είναι η ρητή δήλωση του προσώπου του οποίου το δικαίωμα περιορίζεται, επιβαρύνεται, αίρεται ή μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο, ότι συναινεί στην καταχώριση (στην περίπτωση σύμβασης πώλησης, το πρόσωπο αυτό είναι ο πωλητής). Η δήλωση συναίνεσης πρέπει να επικυρώνεται από το δικαστήριο ή από συμβολαιογράφο και να υπογράφεται από τον υπόχρεο. Η δήλωση αυτή μπορεί επίσης να γίνει στην αίτηση προς το κτηματολόγιο, αλλά στην περίπτωση αυτή οι υπογραφές της αίτησης προς το κτηματολόγιο πρέπει να επικυρώνονται από το δικαστήριο ή από συμβολαιογράφο.
Επίσης, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 160 του ομοσπονδιακού κώδικα φορολογίας (Bundesabgabenordnung - ΒΑΟ). Πρόκειται για «βεβαίωση» της εφορίας ότι δεν υπάρχει κώλυμα για την καταχώριση, λόγω αμφιβολιών σχετικά με τους φόρους που πρέπει να καταβληθούν.
Εάν η αίτηση υποβάλλεται από δικηγόρο ή συμβολαιογράφο, πρέπει να υποβάλλεται ηλεκτρονικά. Στην περίπτωση αυτή, τα συνημμένα πρέπει να υποβάλλονται σε αρχείο εγγράφων. Η βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας της εφορίας μπορεί στην περίπτωση αυτή να αντικατασταθεί από δήλωση υπολογισμού του δικηγόρου ή του συμβολαιογράφου.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Το πορτογαλικό νομικό σύστημα δεν προβλέπει καταχωρισμένη συμβίωση.
Ωστόσο, ο νόμος αριθ. 7/2001 προβλέπει ορισμένα μέτρα για την προστασία της ελεύθερης συμβίωσης (união de facto). Τα μέτρα αυτά απαριθμούνται στο άρθρο 3 του εν λόγω νόμου και περιλαμβάνουν το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής κατοικίας και είσπραξης σύνταξης σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συντρόφων. Επιπλέον, το άρθρο 2020 του πορτογαλικού αστικού κώδικα προβλέπει δικαίωμα διατροφής σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συντρόφων, η οποία καταβάλλεται στον επιζώντα σύντροφο από την περιουσία του θανόντος συντρόφου.
Οι επικαιροποιημένες εκδόσεις της ως άνω νομοθεσίας είναι διαθέσιμες στα πορτογαλικά στους ακόλουθους συνδέσμους:
Σημείωση: Οι πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο είναι γενικής φύσης, δεν είναι εξαντλητικές και δεν δεσμεύουν το σημείο επαφής, το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τα δικαστήρια ή οποιονδήποτε άλλον αποδέκτη. Θα πρέπει να ανατρέχετε πάντα στην εκάστοτε επικαιροποιημένη έκδοση της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Εξάλλου, οι παρούσες πληροφορίες δεν υποκαθιστούν τις συμβουλές επαγγελματία νομικού.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση επηρεάζεται από την απάντηση στην ερώτηση 1.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Ο θεσμός της καταχωρισμένης συμβίωσης δεν είναι γνωστός στη σλοβενική έννομη τάξη.
/
/
/
/
/
/
/
/
/
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στη Φινλανδία υπάρχει μόνο ένα είδος καταχωρισμένης συμβίωσης. Τα πρόσωπα σε ομόφυλη σχέση μπορούσαν να καταχωρίσουν τη σχέση τους έως το 2017.
Στις αρχές Μαρτίου του 2017 τέθηκαν σε ισχύ τροποποιήσεις στον νόμο για τον γάμο και στον νόμο για τις σχέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης. Μετά τις τροποποιήσεις αυτές, δεν είναι πλέον δυνατή στη Φινλανδία η καταχώριση σχέσης συμβίωσης, αλλά τα πρόσωπα σε ομόφυλη σχέση μπορούν να συνάψουν γάμο.
Τα ζευγάρια σε σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης μπορούν, αν το επιθυμούν, να μετατρέψουν τη σχέση τους σε γάμο, εφόσον η σχέση τους ήταν καταχωρισμένη στη Φινλανδία. Ωστόσο, η μετατροπή των σχέσεων καταχωρισμένης συμβίωσης σε γάμο δεν είναι υποχρεωτική και τα σχετικά ζευγάρια μπορούν, αν το επιθυμούν, να παραμείνουν σε σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων διέπονται από τις ίδιες διατάξεις με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Οι καταχωρισμένοι σύντροφοι μπορούν να συνάψουν σύμβαση για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεών τους, η σύμβαση δε αυτή μπορεί είτε να έχει συναφθεί πριν από την καταχώριση της σχέσης συμβίωσης είτε να συναφθεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω σχέσης. Η μετατροπή σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης σε γάμο δεν επηρεάζει το κύρος σύμβασης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων που έχει συναφθεί είτε πριν από την καταχώριση της σχέσης συμβίωσης είτε κατά τη διάρκεια της σχέσης αυτής.
Οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων διέπονται από τις ίδιες διατάξεις με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων που ακολουθεί τη λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης πραγματοποιείται όπως και η εκκαθάριση που ακολουθεί το διαζύγιο.
Η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων ή ο καταμερισμός της περιουσίας μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής για τη λύση της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, αφότου η υπόθεση εισαχθεί στο περιφερειακό δικαστήριο (Käräjäoikeus). Οποιοσδήποτε από τους καταχωρισμένους συντρόφους μπορεί να ζητήσει την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων.
Η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων που πραγματοποιείται σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των καταχωρισμένων συντρόφων είναι η ίδια με αυτή που πραγματοποιείται σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συζύγων, ο δε επιζών σύντροφος έχει τα ίδια δικαιώματα με τον/την χήρο/-α σύζυγο.
Στη Φινλανδία, οι αρχές δεν κινούν διαδικασίες αυτεπαγγέλτως. Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία για την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεών τους, το περιφερειακό δικαστήριο διορίζει, κατόπιν σχετικής αίτησης, εκτελεστή για την εν λόγω εκκαθάριση.
Οι συνέπειες των περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων στις νομικές σχέσεις μεταξύ καταχωρισμένου συντρόφου και τρίτων είναι οι ίδιες με αυτές των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στις αντίστοιχες νομικές σχέσεις.
Η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων που ακολουθεί τη λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης πραγματοποιείται όπως και η εκκαθάριση που ακολουθεί τη λύση γάμου.
Η κυριότητα επί ακινήτου καταχωρίζεται με την υποβολή αίτησης καταχώρισης τίτλου κυριότητας. Ο τίτλος κυριότητας καταχωρίζεται στο κτηματολόγιο. Στη συνέχεια, ο κύριος του ακινήτου αναγράφεται στο πιστοποιητικό τίτλου κυριότητας.
Σε περίπτωση μεταβολής της κυριότητας επί ακινήτου λόγω διανομής ή καταμερισμού του, το πρωτότυπο της σύμβασης διανομής ή καταμερισμού του ακινήτου, επεξήγηση της αιτίας της διανομής (π.χ. βεβαίωση του περιφερειακού δικαστηρίου ότι κινήθηκε ενώπιόν του δίκη για τη λύση της σχέσης συμβίωσης) και απόδειξη εξόφλησης όλων των φόρων μεταβίβασης πρέπει να αποσταλούν στην εθνική τοπογραφική υπηρεσία της Φινλανδίας (Maanmittauslaitos), προκειμένου να ζητηθεί η έκδοση τίτλου κυριότητας.
Η προθεσμία καταχώρισης τίτλου κυριότητας λόγω διανομής ακινήτου μετά τη λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης αρχίζει με την έναρξη ισχύος της διανομής. Η προθεσμία καταχώρισης είναι έξι μήνες.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Όχι, υπάρχει μόνο μία μορφή καταχωρισμένης συμβίωσης —για ομόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, η δυνατότητα καταχώρισης συμβίωσης καταργήθηκε το 2009, όταν έγιναν τροποποιήσεις στον κώδικα περί γάμου. Οι τροποποιήσεις επιτρέπουν στα ζευγάρια του ιδίου φύλου να παντρεύονται επί ίσοις όροις με τα ετερόφυλα ζευγάρια. Οι διατάξεις του κώδικα περί γάμου ισχύουν εξίσου, ανεξάρτητα από το αν οι σύζυγοι είναι του ίδιου ή διαφορετικού φύλου. Ωστόσο, συμβίωση που έχει καταχωριστεί πριν από το 2009 εξακολουθεί να ισχύει έως ότου η συμβίωση λυθεί από τα μέρη ή, κατόπιν αιτήσεως των μερών, μετατραπεί σε γάμο.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις καταχωρισμένες συμβιώσεις όπως και για τα έγγαμα ζευγάρια.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.