Σ’ αυτή τη σελίδα παρουσιάζονται συνοπτικά τα νομικά επαγγέλματα στις Κάτω Χώρες Εισαγγελείς Δικαστές Δικηγόροι Συμβολαιογράφοι Άλλα νομικά επαγγέλματα
Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Η εισαγγελική αρχή (Openbaar Ministerie) είναι εθνικός οργανισμός με εισαγγελίες σε όλες τις περιφέρειες. Υπάρχει επίσης εθνική εισαγγελία που ασχολείται με την καταπολέμηση της (διεθνούς) οργανωμένης εγκληματικότητας και επιχειρησιακή εισαγγελία για την καταπολέμηση της περιβαλλοντικής και οικονομικής εγκληματικότητας και απάτης.
Υπάρχουν 10 τοπικές εισαγγελίες, στις οποίες οι εισαγγελείς, επικουρούμενοι από διοικητικό προσωπικό και νομικούς εμπειρογνώμονες, διεκπεραιώνουν εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις ετησίως. Αν ασκηθεί έφεση, η υπόθεση διαβιβάζεται σε μια από τις τέσσερις περιφερειακές εισαγγελίες. Ο εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής στις εισαγγελίες αυτές αποκαλείται Γενικός Εισαγγελέας (Advocaat-Generaal). Οι επικεφαλής και οι γενικοί εισαγγελείς προΐστανται των εισαγγελιών. Σε εθνικό επίπεδο, η εισαγγελική αρχή διοικείται από το Συμβούλιο Γενικών Εισαγγελέων (College van Procureurs-generaal) που εδρεύει στη Χάγη. Ο πολιτικός προϊστάμενος της εισαγγελικής αρχής είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος, μαζί με το Συμβούλιο Γενικών Εισαγγελέων, αποφασίζει τις προτεραιότητες έρευνας και άσκησης ποινικής δίωξης.
Αποστολή και καθήκοντα
Η εισαγγελική αρχή προβαίνει σε ενέργειες σε σχέση με κάθε ύποπτο για την τέλεση ποινικού αδικήματος. Η εισαγγελική αρχή είναι το μόνο όργανο στις Κάτω Χώρες που μπορεί να προσάγει υπόπτους σε δίκη. Εξασφαλίζει τη διεξαγωγή έρευνας για τα ποινικά αδικήματα και την άσκηση ποινικής δίωξης.
Συνεργάζεται με την αστυνομία και με άλλες ανακριτικές υπηρεσίες. Επικεφαλής των ερευνών είναι εισαγγελέας. Η εισαγγελική αρχή εποπτεύει επίσης την προσήκουσα εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων: τα πρόστιμα πρέπει να πληρώνονται, οι ποινές φυλάκισης να εκτίονται και η υπηρεσία προς το κοινωνικό σύνολο να εκτελείται. Η εισαγγελική αρχή και οι δικαστές ανήκουν στη δικαστική εξουσία. Κατά συνέπεια, η εισαγγελική αρχή διαφέρει από κάθε άλλη κυβερνητική υπηρεσία.
Για να γίνει κανείς δικαστής πρέπει να έχει τουλάχιστον επτά έτη εργασιακή εμπειρία. Η εργασιακή εμπειρία αποκτάται μέσω εσωτερικής εκπαίδευσης στο δικαστικό σώμα ή σε άλλες θέσεις του δικαστικού συστήματος. Το δικαστικό σύστημα παρέχει την απαραίτητη κατάρτιση.
Ο διορισμός των δικαστών γίνεται από το Στέμμα υπ’ ευθύνη του υπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης. Δικαστές διορίζονται μόνο άτομα που έχουν την ολλανδική ιθαγένεια. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι απόφοιτοι νομικής σχολής ολλανδικού πανεπιστημίου.
Η υποβολή υποψηφιότητας για διορισμό στο δικαστικό σώμα μπορεί να γίνει μόνο έπειτα από σύσταση της εθνικής επιτροπής επιλογής, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους δικαστηρίων όλων των βαθμίδων, της εισαγγελικής αρχής και κοινωνικά ενεργούς πολίτες.
Οι δικαστές διορίζονται σε συγκεκριμένο δικαστήριο. Ο διορισμός γίνεται μόνον εφόσον ο υποψήφιος δικαστής προταθεί ως υποψήφιος από το δικαστήριο διορισμού. Οι όροι αυτοί διασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα του συστήματος διορισμού.
Ο δικαστής είναι δημόσιος λειτουργός με ειδικό καθεστώς. Οι δικαστές δεν υποχρεούνται να αποδεχθούν διορισμό αλλού μετά τον πρώτο τους διορισμό.
Οι δικαστές μπορούν να παραμείνουν σε υπηρεσία μέχρι τα 70 έτη. Πριν από την ηλικία αυτή μπορούν να αποπεμφθούν μόνο από το ανώτατο δικαστικό σώμα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden), κατόπιν καταγγελίας του γενικού εισαγγελέα (procureur-general) του εν λόγω δικαστηρίου. Αυτό το σύστημα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις έναντι των πολιτικών επιρροών επί των διορισμών και των παύσεων.
Οι δικαστές είναι επιφορτισμένοι με την αμερόληπτη εκδίκαση των νομικών διαφορών, ακόμη και των υποθέσεων εκείνων στις οποίες διάδικος είναι οι δημόσιες αρχές. Για να διασφαλιστεί η αμεροληψία έναντι των δημοσίων αρχών, εφαρμόζεται ειδικό σύστημα επιλογής και διορισμού των δικαστών, το δε νομικό καθεστώς τους διαφέρει από εκείνο των υπολοίπων δημόσιων λειτουργών.
Το ολλανδικό Σύνταγμα αναθέτει την εκδίκαση των διαφορών στη δικαστική εξουσία και περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με το νομικό καθεστώς των μελών της.
Τηρώντας τους ισχύοντες νόμους, οι δικαστές διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να χειρίζονται την εκάστοτε υπόθεση και καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την πρακτική εξέλιξη της διαδικασίας, ορίζοντας για παράδειγμα τις προθεσμίες.
Αν ένας από τους διαδίκους διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία του δικαστή στη διάρκεια της διαδικασίας, ο νόμος του παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον διορισμό του συγκεκριμένου δικαστή. Συμβαίνει κάποιες φορές ένας διάδικος να μην είναι ικανοποιημένος από το έργο του δικαστή. Εν προκειμένω, ο νόμος προβλέπει μια διάκριση μεταξύ των δικαστικών αποφάσεων και της συμπεριφοράς του δικαστή.
Υπάρχει πλήθος νομικών διατάξεων περί της συμπεριφοράς των δικαστών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία.
Οι δικαστές εξειδικεύονται σε τουλάχιστον δύο νομικά πεδία και συνήθως καλούνται να δικάζουν εκ περιτροπής σε διαφορετικά πεδία, ούτως ώστε να μην αφοσιώνονται επί μακρόν σε ένα μόνο πεδίο εξειδίκευσης.
Οι δικαστές εργάζονται σε πρωτοδικεία (rechtbanken), τα οποία διαθέτουν τουλάχιστον τέσσερα τμήματα: πολιτικό, ποινικό, διοικητικό και περιφερειακό (ειρηνοδικείο). Οι δικαστές που εργάζονται στο περιφερειακό τμήμα αποκαλούνται kantonrechter, οι υπόλοιποι δικαστές rechter. Οι δικαστές των εφετείων και του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αποκαλούνται raadsheer.
Η σύνθεση των δικαστηρίων κατά την εκδίκαση υποθέσεων είναι η ακόλουθη:
Το δημόσιο όργανο που φέρει την ευθύνη ρύθμισης του επαγγέλματος είναι το ολλανδικό δικαστικό σώμα (rechtspraak).
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον δικτυακό τόπο σχετικά με την de απονομή δικαιοσύνης, στις Κάτω Χώρες, ο οποίος είναι προσβάσιμος στο ευρύ κοινό.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος των Κάτω Χωρώ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και συνιστά το επαγγελματικό όργανο του συνόλου των δικηγόρων στις Κάτω Χώρες. Το εκ νόμου προβλεπόμενο βασικό καθήκον του Δικηγορικού Συλλόγου είναι να μεριμνά για την ποιότητα των δικηγορικών υπηρεσιών, η οποία διασφαλίζεται μεταξύ άλλων από:
Σύμφωνα με τον νόμο, ο δικηγόρος πρέπει να είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου. Το 2014, υπήρχαν 17 000 εγγεγραμμένοι δικηγόροι.
Δεν υπάρχει κεντρικός ρυθμιστικός φορέας για τους νομικούς συμβούλους.
Βλέπε τον δικτυακό τόπο του Βασιλικού Συμβολαιογραφικού Συλλόγου (Koninklijke Notariële Beroepsorganisatie).
Συμβολαιογραφική πράξη απαιτείται από τον νόμο για την αναγνώριση μιας σειράς συμφωνιών και δικαιοπραξιών, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι:
Για πρακτικούς λόγους, οι συμβολαιογράφοι ενεργούν και άλλες δικαιοπραξίες και συντάσσουν και άλλες συμβάσεις, π.χ. καταστατικά προσωπικών εταιριών (ομόρρυθμων εμπορικών, αστικών και ετερόρρυθμων), σύμφωνα συμβίωσης και πράξεις προστασίας μονοπρόσωπων εταιριών περιορισμένης ευθύνης έναντι τρίτων.
Ο Βασιλικός Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών (Koninklijke Beroepsorganisatie van Gerechtsdeurwaarders ή KBvG) ιδρύθηκε με τον νόμο περί δικαστικών επιμελητών που τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2001. Αποστολή του KBvG, στον οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά όλοι οι δικαστικοί επιμελητές των Κάτω Χωρών, είναι η προαγωγή της ορθής άσκησης του επαγγέλματος από τα μέλη του.
Οι ολλανδοί δικαστικοί επιμελητές είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον της παραλαβής και διαβίβασης πράξεων σύμφωνα με τον κανονισμό 1348/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Οι επιδοτέες στις Κάτω Χώρες πράξεις αποστέλλονται απευθείας σε δικαστικό επιμελητή. Η αίτηση επίδοσης συντάσσεται στην ολλανδική ή αγγλική γλώσσα.
Αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν μπορεί να αποσταλεί στην ολλανδική κεντρική αρχή, δηλαδή στον Βασιλικό Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών. Η βοήθεια του Συλλόγου μπορεί να ζητηθεί μόνον εκτάκτως, στις περιπτώσεις του σημείου γ) του άρθρου 3 του ανωτέρω Κανονισμού.
Για τις πρώτες νομικές συμβουλές, μπορείτε να απευθύνεστε στα γραφεία νομικής αρωγής, από όπου μπορείτε να ζητήσετε διευκρινίσεις επί νομικών θεμάτων, πληροφορίες και συμβουλές. Τα γραφεία νομικής αρωγής αποτελούν υπηρεσίες πρώτης γραμμής όσον αφορά την παροχή νομικής αρωγής.
Εάν χρειάζεται, θα σας παραπέμψουν σε ιδιώτη δικηγόρο ή διαμεσολαβητή, για πιο εξειδικευμένη νομική αρωγή.
Όλες οι πληροφορίες στα γραφεία νομικής αρωγής παρέχονται δωρεάν, με ή χωρίς ραντεβού (μέγιστης διάρκειας 60 λεπτών). Μπορείτε να απευθύνεστε στα εν λόγω γραφεία για αστικές, διοικητικές, ποινικές υποθέσεις, αλλά και θέματα που εμπίπτουν στη μεταναστευτική νομοθεσία.
Λειτουργούν συνολικά 30 γραφεία νομικής αρωγής, με ισόρροπη γεωγραφική κατανομή σε όλη τη χώρα προκειμένου να βρίσκονται κοντά σε κάθε ολλανδό πολίτη.
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον δικτυακό τόπο των γραφείων νομικής αρωγής .
Εισαγγελική Αρχή, Δικαστικό σώμα και Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Rechtspraak), Δικηγορικός Σύλλογος Κάτω Χωρών (Nederlandse Orde van Advocaten Koninklijke), Βασιλικός Συμβολαιογραφικός Σύλλογος (Notariële Beroepsorganisatie Koninklijke), Βασιλικός Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών (Beroepsorganisatie van Gerechtsdeurwaarders), Γραφείο νομικής αρωγής (Het Juridisch Loket), Fact sheet Court Staff (Ενημερωτικό δελτίο για το προσωπικό των δικαστηρίων) (389 Kb)
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.