Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων

Λουξεµβούργο

Στην ενότητα αυτή θα βρείτε μια επισκόπηση των διαφόρων νομικών επαγγελμάτων.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Λουξεµβούργο

Νομικά επαγγέλματα — εισαγωγή

Η ενότητα αυτή περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα επαγγέλματα στον νομικό τομέα (περιγραφή του επαγγέλματος, δικαίωμα εισόδου στο επάγγελμα κ.λπ.).

Επισκόπηση του νομικού συστήματος

Στο Λουξεμβούργο, τα δικαστήρια χωρίζονται σε δύο τμήματα, τα τακτικά δικαστήρια και τα διοικητικά δικαστήρια. Η φύση της διαφοράς υπαγορεύει ποιο τμήμα θα εκδικάσει την υπόθεση.

Τα τακτικά δικαστήρια (l’ordre judiciaire) αποτελούνται από τρία ειρηνοδικεία (Justices de Paix), δύο πρωτοδικεία (Tribunaux d’arrondissement), ένα Εφετείο (Cour d’Appel) και ένα Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de Cassation). Τα δικαστήρια αυτά είναι κατ’ ουσίαν αρμόδια για διαφορές αστικού, εμπορικού, ποινικού και εργατικού δικαίου. Τόσο οι δικαστές (magistrats du siège) όσο και οι εισαγγελείς ή οι αναπληρωτές εισαγγελείς (magistrature debout) ανήκουν σε αυτό το τμήμα.

Το διοικητικό τμήμα αποτελείται από ένα Διοικητικό Πρωτοδικείο (Tribunal administratif) και ένα Διοικητικό Εφετείο (Cour administrative). Τα δικαστήρια αυτά εκδικάζουν διαφορές σε διοικητικά και φορολογικά θέματα (impôts directs).

Το Συνταγματικό Δικαστήριο (Cour constitutionnelle) απαρτίζεται από δικαστές των τακτικών δικαστηρίων και των διοικητικών δικαστηρίων. Διασφαλίζει τη συμμόρφωση των νόμων με το Σύνταγμα, το οποίο αποτελεί την ανώτατη νομική εξουσία στη χώρα.

Δικαστές

Υπάρχουν δύο τρόποι να γίνει κανείς δικαστής:

Πρόσληψη με διαγωνισμό

Οι μελλοντικοί δικαστές, δηλαδή οι νέοι δικαστές (attachés de justice), προσλαμβάνονται με διαγωνισμό. Για να γίνει δεκτός στον διαγωνισμό, ο υποψήφιος πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  1. να είναι πολίτης του Λουξεμβούργου·
  2. να απολαύει πλήρων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και να προσκομίσει την απαραίτητη εγγύηση εντιμότητας·
  3. να είναι κάτοχος πλήρους πανεπιστημιακού πτυχίου νομικής σχολής του Λουξεμβούργου που να αντιστοιχεί σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών ή πλήρους πανεπιστημιακού πτυχίου νομικής σχολής της αλλοδαπής που να αντιστοιχεί σε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών αποδεκτό και αναγνωρισμένο από τον αρμόδιο υπουργό για την τριτοβάθμια εκπαίδευση δυνάμει του τροποποιημένου νόμου, της 18ης Ιουνίου 1969, για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αναγνώριση των αλλοδαπών πτυχίων και διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·
  4. να έχει επαρκή γνώση της λουξεμβουργιανής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας·
  5. να έχει κάνει δικαστική ή συμβολαιογραφική πρακτική άσκηση διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών·
  6. να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας, οι οποίες επαληθεύονται με ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις.

Ο διαγωνισμός για την πρόσληψη δικαστών διοργανώνεται από την επιτροπή πρόσληψης και κατάρτισης νέων δικαστών (στο εξής: επιτροπή), η οποία απαρτίζεται αποκλειστικά από δικαστές. Ο διαγωνισμός αυτός περιλαμβάνει τρεις γραπτές δοκιμασίες που αφορούν το αστικό δίκαιο και την πολιτική δικονομία, το ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία και το διοικητικό δίκαιο και τις διοικητικές διαφορές. Οι δοκιμασίες περιλαμβάνουν κυρίως τη σύνταξη δικαστικής απόφασης ή διαταγής. Οι επιτυχόντες υποψήφιοι πρέπει να λάβουν τουλάχιστον τα τρία πέμπτα του συνόλου των διαθέσιμων βαθμών για τις τρεις δοκιμασίες και τουλάχιστον το ήμισυ των διαθέσιμων βαθμών για κάθε δοκιμασία. Οι υποψήφιοι κατατάσσονται από την επιτροπή σύμφωνα με την τελική τους βαθμολογία. Οι υποψήφιοι προσλαμβάνονται κατά σειρά κατάταξης.

Πρόσληψη με βάση φάκελο αίτησης

Πρόκειται για εναλλακτική διαδικασία πρόσληψης η οποία οργανώνεται μόνο σε περίπτωση που ο διαγωνισμός δεν παρέχει τον αριθμό των νέων δικαστών που καθορίζεται κάθε χρόνο από τον υπουργό Δικαιοσύνης.

Για να είναι επιλέξιμος, ο υποψήφιος πρέπει:

  1. να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό, ήτοι τις προϋποθέσεις 1, 4 και 6·
  2. να διαθέτει δίπλωμα που πιστοποιεί την ολοκλήρωση της πρακτικής άσκησης·
  3. να έχει ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου επί πέντε τουλάχιστον έτη συνολικά.

Η επιτροπή καλεί τους υποψηφίους σε ατομική συνέντευξη. Ένας ειδικός ψυχολογίας συμμετέχει στην ατομική συνέντευξη και υποβάλλει αιτιολογημένη γνώμη για κάθε υποψήφιο. Τα κριτήρια για την επιλογή των υποψηφίων είναι τα αποτελέσματα των τελικών εξετάσεων σε πρόσθετα μαθήματα στο δίκαιο του Λουξεμβούργου και των τελικών εξετάσεων πρακτικής άσκησης, η επαγγελματική πείρα, τυχόν πρόσθετα προσόντα και τυχόν δημοσιεύσεις. Οι υποψήφιοι επιλέγονται από την επιτροπή.

Το Σύνταγμα εγγυάται την πολιτική ανεξαρτησία των δικαστών. Ο διορισμός τους είναι μόνιμος. Ένας δικαστής μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του ή να τεθεί σε αργία μόνο με δικαστική απόφαση. Επιπλέον, ένας δικαστής δεν μπορεί να μετατεθεί παρά μόνο με τον διορισμό του σε νέα θέση και μόνο με τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, σε περίπτωση ανικανότητας ή παραπτώματος, οι δικαστές μπορούν να τεθούν σε αργία, να απολυθούν ή να μετατεθούν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

Το αξίωμα του δικαστή είναι ασυμβίβαστο με την ιδιότητα μέλους της κυβέρνησης, βουλευτή, δημάρχου, δημοτικού συμβούλου, προσώπου που κατέχει οποιαδήποτε δημόσια ή ιδιωτική αμειβόμενη θέση, συμβολαιογράφου ή δικαστικού επιμελητή, προσώπου που κατέχει στρατιωτικό ή εκκλησιαστικό αξίωμα ή δικηγόρου. Οι δικαστές είναι αμερόληπτοι και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Η αμοιβή τους καθορίζεται από τον νόμο.

Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στη σελίδα για το επάγγελμα του δικαστή στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Δικηγόροι

Το επάγγελμα του δικηγόρου (avocat) ρυθμίζεται από τον τροποποιημένο νόμο, της 10ης Αυγούστου 1991, σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου.

Οι δικηγόροι ασκούν ανεξάρτητο, ελεύθερο επάγγελμα. Οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους σε ατομική βάση. Μπορούν επίσης να συστήνουν δικηγορικές εταιρείες με νομική προσωπικότητα. Μόνον οι δικηγόροι μπορούν να επικουρούν ή να εκπροσωπούν διαδίκους και να καταθέτουν εξ ονόματός τους ενώπιον δικαστικών οργάνων οποιασδήποτε φύσεως, να παραλαμβάνουν τα έγγραφα και τα πιστοποιητικά τους προκειμένου να τα προσκομίσουν στο δικαστήριο, να συντάσσουν και να υπογράφουν τα αναγκαία διαδικαστικά έγγραφα και να προετοιμάζουν τις υποθέσεις για το δικαστήριο.

Μόνον οι δικηγόροι δικαιούνται να παρέχουν νομικές συμβουλές σε τακτική βάση έναντι αμοιβής ή να συντάσσουν ιδιωτικές πράξεις για λογαριασμό άλλων. Επίσης, οι δικηγόροι επικουρούν ή εκπροσωπούν τους πελάτες τους ενώπιον διεθνών δικαστηρίων, όπως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι δικηγόροι δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο είναι ζήτημα δημόσιας τάξης και η παραβίασή του συνιστά ποινικό αδίκημα.

Για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο Λουξεμβούργο, οι δικηγόροι πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο που βρίσκεται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Το ίδιο ισχύει και για τους Ευρωπαίους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο Λουξεμβούργο υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους.

Το μητρώο δικηγορικού συλλόγου (ordre des avocats) περιλαμβάνει έξι καταλόγους:

Κατάλογος 1: δικηγόροι πλήρους αρμοδιότητας (avocats à la Cour)

Κατάλογος 2: δικηγόροι

Κατάλογος 3: επίτιμοι δικηγόροι (avocats honoraires)

Κατάλογος 4: δικηγόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασκούν το επάγγελμα υπό τον τίτλο καταγωγής τους

Κατάλογος 5: δικηγορικές εταιρείες που έχουν ικανότητα δικηγόρου με δικαίωμα παράστασης ενώπιον των δικαστηρίων

Κατάλογος 6: άλλα δικηγορικά γραφεία

Για να εγγραφούν σε δικηγορικό σύλλογο στο Λουξεμβούργο, οι δικηγόροι πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • να προσκομίσουν την απαραίτητη εγγύηση εντιμότητας·
  • να αποδείξουν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις εγγραφής για την πρακτική άσκηση δικηγόρου ή ότι έχουν επιτύχει στη δοκιμασία επάρκειας που έχει θεσπιστεί, για τους δικηγόρους από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον τροποποιημένο νόμο, της 10ης Αυγούστου 1991, για τον καθορισμό για το δικηγορικό επάγγελμα του γενικού συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν την επιτυχή ολοκλήρωση τουλάχιστον τριών ετών επαγγελματικής κατάρτισης ή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις εγγραφής ως δικηγόρου με δικαίωμα άσκησης της δικηγορίας στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους, κατ’ εφαρμογή του τροποποιημένου νόμου, της 13ης Νοεμβρίου 2002, για τη μεταφορά στο δίκαιο του Λουξεμβούργου της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος· και να αποδείξουν καλή γνώση της γλώσσας της νομοθεσίας και των γλωσσών της διοίκησης και των δικαστηρίων κατά την έννοια του νόμου, της 24ης Φεβρουαρίου 1984, για τη χρήση των γλωσσών·
  • να είναι πολίτες του Λουξεμβούργου ή πολίτες άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
  • να γνωρίζουν καλά τη γλώσσα της νομοθεσίας και τις γλώσσες της διοίκησης και των δικαστηρίων κατά την έννοια του νόμου, της 24ης Φεβρουαρίου 1984, για τη χρήση των γλωσσών, με την επιφύλαξη του άρθρου 31-1 του τροποποιημένου νόμου της 10ης Αυγούστου 1991. Για τα λουξεμβουργιανά και τα γερμανικά, το επίπεδο επάρκειας που απαιτείται είναι το επίπεδο Β2 του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς στην προφορική κατανόηση, το επίπεδο Β1 στην προφορική έκφραση και, μόνο για τα γερμανικά, το επίπεδο Β2 στη γραπτή κατανόηση. Για τα γαλλικά απαιτείται το επίπεδο B2 του ίδιου πλαισίου στην κατανόηση και στη γραπτή και προφορική έκφραση.
    Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο, κατά την εισαγωγή τους στον κατάλογο 1 δικηγορικού συλλόγου, οι Ευρωπαίοι δικηγόροι που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος πρέπει μόνο να αποδείξουν καλή γνώση της γλώσσας της νομοθεσίας κατά την έννοια του νόμου, της 24ης Φεβρουαρίου 1984, για τη χρήση των γλωσσών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επαγγελματικές δραστηριότητές τους περιορίζονται σε αυτές που δεν απαιτούν γνώση των άλλων γλωσσών που αναφέρονται στον νόμο. Το απαιτούμενο επίπεδο γλωσσικών γνώσεων είναι αυτό που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Περαιτέρω διευκρινίσεις όσον αφορά τις γλωσσικές απαιτήσεις:

Οι δικηγόροι που εγγράφονται σε ατομική βάση πρέπει να αποδεικνύουν καλή γνώση της γλώσσας της νομοθεσίας κατά την έννοια του νόμου, της 24ης Φεβρουαρίου 1984, για τη χρήση των γλωσσών, καθώς και κάθε άλλης γλώσσας που απαιτείται για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη των ανωτέρω.

Οι δικηγόροι που εγγράφονται στον κατάλογο ΙΙ πρέπει επίσης να γνωρίζουν καλά τις γλώσσες της διοίκησης και των δικαστηρίων στο Λουξεμβούργο που ενδέχεται να απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη πρακτική άσκηση δικηγόρου.

Κάθε δικηγόρος που αναλαμβάνει μια υπόθεση πρέπει να διαθέτει τις απαιτούμενες επαγγελματικές και γλωσσικές δεξιότητες, ειδάλλως μπορεί να του επιβληθούν πειθαρχικές κυρώσεις.

Το συμβούλιο δικηγορικού συλλόγου, αφού ακούσει τη γνώμη του υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί, κατόπιν αποδείξεως της αμοιβαιότητας κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ο υποψήφιος είναι πολίτης, να άρει την προϋπόθεση ιθαγένειας. Το ίδιο ισχύει και για τους υποψηφίους που έχουν καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα και απολαμβάνουν δικαίωμα ασύλου στο Λουξεμβούργο.

Μόνο οι δικηγόροι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο I δικαιούνται να χρησιμοποιούν τον τίτλο του δικηγόρου πλήρους αρμοδιότητας (avocat de la Cour). Για να εγγραφούν στον κατάλογο Ι, πρέπει:

  • να έχουν ολοκληρώσει διετή πρακτική άσκηση δικηγόρου και να έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς την τελική εξέταση της πρακτικής άσκησης, ως δικηγόροι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο ΙΙ,
  • είτε να έχουν επιτύχει στη δοκιμασία επάρκειας που έχει θεσπιστεί για δικηγόρους από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον τροποποιημένο νόμο, της 10ης Αυγούστου 1991, για τον καθορισμό για το δικηγορικό επάγγελμα του γενικού συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν την επιτυχή ολοκλήρωση τουλάχιστον τριών ετών επαγγελματικής κατάρτισης,
  • ή, για τους Ευρωπαίους δικηγόρους που επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμά τους υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους, να αποδείξουν ότι έχουν ασκήσει τακτικά το επάγγελμά τους επί τρία τουλάχιστον έτη στο Λουξεμβούργο και στο δίκαιο του Λουξεμβούργου, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή να υπόκεινται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του τροποποιημένου νόμου, της 13ης Νοεμβρίου 2002, για τη μεταφορά στο δίκαιο του Λουξεμβούργου της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος.

Μόνο οι δικηγόροι πλήρους αρμοδιότητας επιτρέπεται να εκτελούν τις πράξεις για τις οποίες απαιτείται νομική εκπροσώπηση από νόμους και κανονισμούς, και συγκεκριμένα να εκπροσωπούν τους διαδίκους ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου και ενώπιον των πρωτοδικείων που εκδικάζουν αστικές υποθέσεις, και να καταθέτουν δικόγραφα εξ ονόματός τους, να παραλαμβάνουν τα έγγραφα και τα αποδεικτικά τους στοιχεία προκειμένου να τα προσκομίσουν στα δικαστήρια, να διασφαλίζουν την ορθή υπογραφή των εγγράφων και να προετοιμάζουν την υπόθεση για δίκη.

Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο ΙΙ και οι Ευρωπαίοι δικηγόροι που είναι εξουσιοδοτημένοι να ασκούν το επάγγελμά τους με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο IV, δεν μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα αυτά εκτός εάν επικουρούνται από δικηγόρο πλήρους αρμοδιότητας εγγεγραμμένο στον κατάλογο I. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την εκπροσώπηση των διαδίκων στα δικαστήρια στα οποία δεν υπάρχει υποχρεωτική απαίτηση νομικής εκπροσώπησης, οι δικηγόροι των καταλόγων II ή IV επιτρέπεται να εκπροσωπούν διαδίκους στα εν λόγω δικαστήρια χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου πλήρους αρμοδιότητας.

Η πρόσβαση στην κατάρτιση δικηγόρων, η οποία ρυθμίζεται από τον κανονισμό του Μεγάλου Δούκα, της 10ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την οργάνωση της πρακτικής άσκησης δικηγόρου και τη ρύθμιση της πρόσβασης στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, συνίσταται σε επαγγελματική πρακτική άσκηση που περιλαμβάνει περίοδο πρόσθετων κύκλων μαθημάτων στο δίκαιο του Λουξεμβούργου, ακολουθούμενη από τοποθέτηση σε θέση για την απόκτηση επαγγελματικής πείρας.

Μετά την απόκτηση του πιστοποιητικού πρόσθετης κατάρτισης στο δίκαιο του Λουξεμβούργου, οι ασκούμενοι γίνονται δεκτοί στον κατάλογο ΙΙ ενός από τους δικηγορικούς συλλόγους του Λουξεμβούργου.

Σκοπός της πρακτικής άσκησης δικηγόρου είναι οι ασκούμενοι να μάθουν το επάγγελμα του δικηγόρου. Οι πανεπιστημιακές σπουδές παρέχουν στους ασκούμενους τη δυνατότητα να αποκτήσουν εις βάθος γνώση του δικαίου, ενώ οι πρόσθετοι κύκλοι μαθημάτων στο δίκαιο του Λουξεμβούργου (CCDL) συμπληρώνουν τις γνώσεις αυτές με τη διδασκαλία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του δικαίου του Λουξεμβούργου. Κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης δικηγόρου, δίνεται έμφαση κυρίως στην εκμάθηση του επαγγέλματος του δικηγόρου τόσο με την άσκηση του επαγγέλματος υπό την επίβλεψη επόπτη όσο και με την παρακολούθηση μαθημάτων ειδικά σχεδιασμένων για την εκμάθηση του επαγγέλματος.

Η τοποθέτηση σε θέση για την απόκτηση επαγγελματικής πείρας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών λήγει με την τελική εξέταση πρακτικής άσκησης. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της εν λόγω εξέτασης, ο υποψήφιος καθίσταται δικηγόρος πλήρους αρμοδιότητας και εγγράφεται στον κατάλογο I.

Κατόπιν υποβολής αιτιολογημένης και τεκμηριωμένης αίτησης, η διευθύνουσα επιτροπή μπορεί να επιτρέψει σε ασκούμενο να πραγματοποιήσει κατ’ ελάχιστον τρεις και με ανώτατο όριο έξι μήνες πρακτικής άσκησης δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η νομίμως εγκεκριμένη πρακτική άσκηση συνυπολογίζεται στην περίοδο πρακτικής άσκησης δικηγόρου.

Οι δικηγόροι συγκροτούν δικηγορικό σύλλογο (ordre des avocats), ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες αρχές και το δικαστικό σώμα. Υπάρχει ένας δικηγορικός σύλλογος στο Λουξεμβούργο και ένας δικηγορικός σύλλογος στο Diekirch. Κάθε δικηγορικός σύλλογος έχει νομική προσωπικότητα. Οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτελούνται από τα ακόλουθα όργανα: μια συνέλευση, ένα συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου, έναν πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου και ένα πειθαρχικό και διοικητικό συμβούλιο που καλύπτει το σύνολο του επαγγέλματος.

Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στη σελίδα για το επάγγελμα του δικηγόρου στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Συμβολαιογράφοι

Ο αριθμός των συμβολαιογράφων καθορίζεται από τον κανονισμό του Μεγάλου Δούκα σύμφωνα με το άρθρο 13 του τροποποιημένου νόμου, της 9ης Δεκεμβρίου 1976, σχετικά με την οργάνωση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος (notaire). Επί του παρόντος, υπάρχουν 36 συμβολαιογράφοι που εξυπηρετούν ολόκληρη τη χώρα.

Οι συμβολαιογράφοι είναι δημόσιοι λειτουργοί αρμόδιοι για την καταχώριση κάθε εγγράφου και σύμβασης που οι δικαιοπρακτούντες υποχρεούνται ή επιθυμούν να περιβληθεί τη γνησιότητα που σχετίζεται με έγγραφα δημόσιας αρχής, καθώς και για τη θεώρηση των σχετικών εγγράφων προκειμένου να αποκτήσουν βέβαιη χρονολογία, τη φύλαξη των εγγράφων αυτών και τη χορήγηση κύριων και πρόσθετων αντιγράφων.

Απαγορεύεται για τους ίδιους τους συμβολαιογράφους, άμεσα ή έμμεσα, ή μέσω ενδιαμέσου: να συμμετέχουν σε εμπορικές συναλλαγές· να είναι διαχειριστές, ομόρρυθμοι εταίροι, διευθύνοντες σύμβουλοι ή εκκαθαριστές εμπορικής εταιρείας ή βιομηχανικής ή εμπορικής εγκατάστασης· να συμμετέχουν στη διοίκηση και την εποπτεία εταιρειών, επιχειρήσεων ή οργανισμών των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα συνίσταται στην αγορά, την πώληση ή τη διάθεση ακινήτων, ή να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον σε αυτά· να διατηρούν στενές σχέσεις με τις προαναφερθείσες εταιρείες, επιχειρήσεις ή οργανισμούς, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ελεύθερη επιλογή του συμβολαιογράφου από τα μέρη· να πραγματοποιούν σε τακτική βάση τραπεζικές συναλλαγές, συναλλαγές προεξόφλησης και μεσιτείας ή συναλλαγές με σκοπό το κέρδος στο χρηματιστήριο, με εξαίρεση τις συναλλαγές προεξόφλησης που πραγματοποιούνται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους· να καταθέτουν χρηματικά ποσά, με εξαίρεση τα ποσά που λαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή κατά την εκκαθάριση κληρονομιαίας περιουσίας· να παρέχουν τις υπηρεσίες τους για οποιοδήποτε θέμα για το οποίο ενδέχεται να έχουν συμφέρον· να προβαίνουν στην εκτέλεση πράξεων τις οποίες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν οι ίδιοι χρησιμοποιώντας ονόματα άλλων· να έχουν εμπορικούς πράκτορες ή κτηματομεσίτες να εργάζονται για λογαριασμό τους υπό οποιαδήποτε ιδιότητα.

Οι συμβολαιογραφικές πράξεις είναι δημόσια έγγραφα σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα· είναι εκτελεστές όταν περιέχουν ρήτρα που παρέχει τη δυνατότητα εκτέλεσης. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα για τη σύνταξη πράξεων, όπως απαιτείται από τον πελάτη.

Οι συμβολαιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους σε ολόκληρη τη χώρα. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους συμμετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος (Chambre des Notaires) απαρτίζεται από επτά μέλη που εκλέγονται μεταξύ των συμβολαιογράφων της χώρας από τη γενική συνέλευση των συμβολαιογράφων.

Εκτός από τις εξουσίες που του ανατίθενται από τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας, ο Σύλλογος έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

  • να τηρεί την πειθαρχία μεταξύ των συμβολαιογράφων και να ασκεί πειθαρχικές εξουσίες μέσω του πειθαρχικού συμβουλίου του· να προλαμβάνει ή να επιλύει τυχόν διαφορές μεταξύ συμβολαιογράφων και, εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί διακανονισμός, να γνωμοδοτεί επί της διαφοράς·
  • να επιλύει τυχόν διαφορές μεταξύ συμβολαιογράφων και τρίτων·
  • να παρέχει τη γνώμη του σχετικά με τις δυσκολίες όσον αφορά τις επαγγελματικές αμοιβές, τις απολαβές, τους μισθούς, τις πληρωμές, τα έξοδα και τις δαπάνες που χρεώνουν οι συμβολαιογράφοι, καθώς και σχετικά με τυχόν διαφορές που υποβάλλονται σε σχέση με αυτά στα πολιτικά δικαστήρια·
  • να δέχεται καταθέσεις των αρχείων των πρακτικών· να ελέγχει τους λογαριασμούς των συμβολαιογράφων·
  • να εκπροσωπεί τους συμβολαιογράφους του Λουξεμβούργου για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του επαγγέλματος.

Το πειθαρχικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου του Λουξεμβούργου ή τον δικαστή που τον αντικαθιστά ως πρόεδρο, καθώς και από τέσσερα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου που διορίζονται ανάλογα με την αρχαιότητά τους στο επάγγελμα.

Το πειθαρχικό συμβούλιο ασκεί πειθαρχική εξουσία σε σχέση με όλους τους συμβολαιογράφους όσον αφορά: παράβαση νομικών και κανονιστικών απαιτήσεων σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος· επαγγελματικό παράπτωμα και αμέλεια· ενέργειες που αντιβαίνουν στην επαγγελματική διακριτικότητα και αξιοπρέπεια, καθώς και στην τιμή και την εντιμότητα· όλα με την επιφύλαξη τυχόν νομικών ενεργειών που δύνανται να προκύψουν από μια τέτοια συμπεριφορά. Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή είτε από συμβολαιογράφο στον οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις είτε από τον γενικό εισαγγελέα. Οι προσφυγές ασκούνται στο πολιτικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται οριστικά επί του θέματος.

Για να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, ο υποψήφιος πρέπει:

  • να είναι πολίτης του Λουξεμβούργου ή πολίτης άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
  • να απολαμβάνει πλήρη αστικά και πολιτικά δικαιώματα·
  • να είναι άνω των 25 ετών και να έχει λάβει είτε δίπλωμα υποψήφιου συμβολαιογράφου σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου (σύμφωνα με το παρόν σύστημα) είτε πιστοποιητικό ολοκλήρωσης πρακτικής άσκησης που απαιτείται για την άσκηση του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου (σύμφωνα με το προηγούμενο σύστημα)·
  • να έχουν καλή γνώση της γλώσσας της νομοθεσίας και των γλωσσών της διοίκησης και των δικαστηρίων κατά την έννοια του νόμου, της 24ης Φεβρουαρίου 1984, για τη χρήση των γλωσσών.

Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στη σελίδα για το επάγγελμα του συμβολαιογράφου στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Άλλα νομικά επαγγέλματα

Δικαστικοί επιμελητές

Οι δικαστικοί επιμελητές (huissiers de justice) είναι δημόσιοι λειτουργοί που έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα:

  • να επιδίδουν πράξεις και διαταγές και να προβαίνουν σε επίδοση ή κοινοποίηση που προβλέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, όταν ο νόμος δεν προβλέπει άλλον τρόπο κοινοποίησης·
  • να εκτελούν δικαστικές αποφάσεις και άλλα έγγραφα που είναι άμεσα εκτελεστά.

Οι δικαστικοί επιμελητές μπορούν να προβαίνουν σε:

  • δικαστική ή εξωδικαστική είσπραξη πάσης φύσεως οφειλών. Η εξουσία αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα υπογραφής αιτήσεων εξ ονόματος των εναγόντων για την έκδοση εντολών πληρωμής ή εντολών κατάσχεσης για περιοδικές πληρωμές·
  • αποτίμηση και δημόσια πώληση επίπλων, ειδών οικιακής χρήσης και κατασχεθέντων αγαθών, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς.

Μπορούν να διορίζονται από το δικαστήριο για να καταρτίσουν:

  • εκθέσεις αποκλειστικά για υλικά αγαθά, αποκλειόμενης κάθε γνώμης σχετικά με τις πραγματικές ή νομικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν·
  • εκθέσεις της ίδιας φύσης κατόπιν αίτησης ιδιωτών· και στις δύο περιπτώσεις, οι εκθέσεις αυτές είναι έγκυρες έως ότου αποδειχθεί το αντίθετο.

Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται με κανονισμό του Μεγάλου Δούκα.

Ο Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών (Chambre des huissiers de justice) εκπροσωπεί το επάγγελμα σε εθνικό επίπεδο. Ο Σύλλογος διοικείται από συμβούλιο που αποτελείται από τρία μέλη: έναν πρόεδρο, έναν γραμματέα και έναν ταμία. Ο πρόεδρος εκπροσωπεί τον Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών σε δικαστικές και άλλες υποθέσεις.

Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στη σελίδα για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Γραμματείς

Ο προϊστάμενος γραμματείας (greffier en chef) είναι επικεφαλής της γραμματείας και των δικαστικών υπαλλήλων. Τα διοικητικά καθήκοντα του προϊστάμενου γραμματείας περιλαμβάνουν την έκδοση αντιγράφων σε δικηγόρους και ιδιώτες (π.χ. πιστοποιητικά διαζυγίου για μεταγραφή στο εξωτερικό), την έκδοση αντιγράφων διαδικαστικών εγγράφων, την παραλαβή κατάθεσης ιδιόγραφων διαθηκών και δηλώσεων σχετικά με την κληρονομική διαδοχή, την ορκωμοσία γραμματέων, την προετοιμασία γενικών συνελεύσεων και στατιστικών στοιχείων και την εποπτεία των αρχείων. Ο γραμματέας δέχεται επίσης προσφυγές κατά της αμεροληψίας των δικαστών.

Ο ρόλος των γραμματέων είναι να βοηθούν τους δικαστές σε όλες τις σχετικές πράξεις και αρχεία, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, της παράστασης των διαδίκων, των ερευνών, των επιτόπιων επισκέψεων, των αυτοψιών, των πτωχευτικών απογραφών, της σύνταξης δικαστικών αποφάσεων και των ακροάσεων προσώπων υπό καθεστώς επιτροπείας ή κηδεμονίας. Ο δικαστής δεν μπορεί να ενεργήσει χωρίς γραμματέα.

Τα καθήκοντα των γραμματέων καθορίζονται στα άρθρα 78 επ. του τροποποιημένου νόμου, της 7ης Μαρτίου 1980, για το δικαστικό σύστημα.

Η πρόσβαση στο επάγγελμα διέπεται από τον τροποποιημένο νόμο, της 16ης Απριλίου 1979, για τη θέσπιση του γενικού κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των δημόσιων υπαλλήλων.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Υπουργείο Δικαιοσύνης

Τελευταία επικαιροποίηση: 20/04/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.