Το λήμμα αυτό περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα επαγγέλματα του δικαστικού κόσμου (περιγραφή, όροι πρόσβασης στο επάγγελμα, κ.λπ.).
Τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου υποδιαιρούνται σε τακτικά δικαστήρια και σε διοικητικά δικαστήρια. Η οργάνωση αυτή βασίζεται στο κριτήριο του είδους της διαφοράς.
Η τακτική δικαιοσύνη περιλαμβάνει 3 Ειρηνοδικεία (Justices de Paix), 2 Πρωτοδικεία (Tribunaux d'arrondissement), 1 Εφετείο και 1 Ακυρωτικό Δικαστήριο. Τα δικαστήρια αυτά είναι αρμόδια κυρίως για διαφορές αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, καθώς και εργατικού δικαίου. Μέλη της τακτικής δικαιοσύνης είναι τόσο οι δικαστές της έδρας όσο και οι αντεισαγγελείς ή οι εισαγγελείς («ορθία δικαιοσύνη»).
Η διοικητική δικαιοσύνη περιλαμβάνει 1 Διοικητικό Πρωτοδικείο και 1 Διοικητικό Εφετείο. Τα όργανα αυτά εκδικάζουν διαφορές διοικητικής και φορολογικής φύσης (άμεσης φορολογίας).
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποτελείται από δικαστικούς της τακτικής και της διοικητικής δικαιοσύνης. Ελέγχει τη συμβατότητα των νόμων με το Σύνταγμα, το οποίο είναι ο υπέρτατος νόμος της χώρας.
Υπάρχουν δύο τρόποι πρόσβασης στο δικαστικό σώμα:
Οι μελλοντικοί δικαστές, δηλαδή οι δόκιμοι δικαστές (attachés de justice), προσλαμβάνονται μέσω διαγωνισμού. Για να γίνουν δεκτοί στον διαγωνισμό, οι υποψήφιοι πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η επιτροπή προσλήψεων και κατάρτισης των δόκιμων δικαστών, η οποία απαρτίζεται αποκλειστικά από δικαστές και στο εξής αναφέρεται ως «η επιτροπή», διοργανώνει τον διαγωνισμό για την πρόσληψη στο δικαστικό σώμα. Ο εν λόγω διαγωνισμός περιλαμβάνει τρεις γραπτές εξετάσεις που αφορούν το αστικό δίκαιο και την πολιτική δικονομία, το ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία, καθώς και το διοικητικό δίκαιο και τη διαδικασία ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Οι εξετάσεις συνίστανται κυρίως στη σύνταξη ενός σχεδίου δικαστικής απόφασης. Για να επιτύχουν στον διαγωνισμό, οι υποψήφιοι πρέπει να λάβουν τουλάχιστον τα τρία πέμπτα του συνόλου των βαθμών όλων των εξετάσεων και τουλάχιστον το ήμισυ του ανωτάτου βαθμού για την κάθε εξέταση. Η κατάταξη των υποψηφίων από την επιτροπή πραγματοποιείται κατά σειρά τελικής βαθμολογίας. Οι υποψήφιοι που κατατάσσονται μεταξύ των επιτυχόντων προσλαμβάνονται κατά σειρά προτεραιότητας.
Πρόκειται για επικουρική οδό πρόσληψης η οποία πραγματοποιείται μόνον σε περίπτωση που ο αριθμός των δόκιμων δικαστών, ο οποίος καθορίζεται κάθε έτος από τον υπουργό Δικαιοσύνης, δεν έχει επιτευχθεί μέσω του διαγωνισμού.
Για να μπορεί να υποβληθεί υποψηφιότητα, πρέπει:
Η επιτροπή καλεί τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη. Ένας εμπειρογνώμονας ψυχολόγος συμμετέχει στην προσωπική συνέντευξη και διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για κάθε υποψήφιο. Τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων είναι τα αποτελέσματα των εξετάσεων οι οποίες κυρώνουν τον κύκλο συμπληρωματικών μαθημάτων λουξεμβουργιανού δικαίου και των εξετάσεων του διπλώματος αποπεράτωσης της δικαστικής άσκησης, η επαγγελματική εμπειρία, τυχόν επιπλέον τίτλοι, καθώς και δημοσιεύσεις που ενδεχομένως πραγματοποιήθηκαν. Η επιλογή των υποψηφίων πραγματοποιείται από την επιτροπή.
Το Σύνταγμα εγγυάται την ανεξαρτησία των δικαστών της έδρας έναντι της πολιτικής εξουσίας. Οι δικαστές είναι μόνιμοι. Κανένας δικαστικός δεν μπορεί να παυθεί ούτε να τεθεί σε διαθεσιμότητα, παρά μόνον με δικαστική απόφαση. Μπορούν να μετατεθούν μόνον με νέο διορισμό και με τη συναίνεσή τους. Ωστόσο, σε περίπτωση αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων τους ή ανάρμοστης συμπεριφοράς, μπορούν να τεθούν σε διαθεσιμότητα, να ανακληθούν ή να μετατεθούν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος.
Το λειτούργημα του δικαστή είναι ασυμβίβαστο με την ιδιότητα μέλους της κυβέρνησης, με την εντολή βουλευτή, δημάρχου, αντιδημάρχου ή μέλους του δημοτικού συμβουλίου, με κάθε δημόσια ή ιδιωτική έμμισθη θέση, με τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου ή του δικαστικού επιμελητή, με την ιδιότητα του στρατιωτικού ή του κληρικού, καθώς και με το επάγγελμα του δικηγόρου. Οι δικαστικοί είναι αμερόληπτοι και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Η αμοιβή τους καθορίζεται από τον νόμο.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τη σελίδα σχετικά με το επάγγελμα του δικαστή στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Το επάγγελμα του δικηγόρου διέπεται από τον τροποποιημένο νόμο της 10ης Αυγούστου 1991 σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου.
Το επάγγελμα του δικηγόρου είναι ελεύθερο και ανεξάρτητο επάγγελμα. Το επάγγελμα του δικηγόρου μπορεί να ασκηθεί από μεμονωμένους επαγγελματίες. Οι δικηγόροι μπορούν να συνιστούν εταιρείες δικηγόρων που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα. Οι δικηγόροι είναι οι μόνοι που επιτρέπεται να συνδράμουν ή να εκπροσωπούν τους διαδίκους, να υποβάλλουν αιτήματα ή να αγορεύουν για λογαριασμό των διαδίκων ενώπιον των κάθε είδους δικαστηρίων, να παραλαμβάνουν τα έγγραφα και τους τίτλους τους για να τα υποβάλουν στους δικαστές, να καταρτίζουν και να υπογράφουν τις αναγκαίες πράξεις για την κανονικότητα της διαδικασίας και να ασχολούνται με μια υπόθεση μέχρι το στάδιο της έκδοσης δικαστικής απόφασης.
Μόνον οι δικηγόροι μπορούν να παρέχουν, κατά σύνηθες επάγγελμα και επ’ αμοιβή, νομικές συμβουλές ή να συντάσσουν ιδιωτικά έγγραφα για λογαριασμό τρίτων. Οι δικηγόροι επίσης εκπροσωπούν ή συνδράμουν τους πελάτες τους ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων, όπως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι δικηγόροι δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο αποτελεί κανόνα δημοσίας τάξης και του οποίου η παραβίαση διώκεται ποινικά.
Για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στο Λουξεμβούργο, είναι υποχρεωτική η εγγραφή σε δικηγορικό σύλλογο με έδρα στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Αυτό ισχύει και για τον ευρωπαίο δικηγόρο που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του στο Λουξεμβούργο υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής του.
Το Μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου περιλαμβάνει έξι πίνακες:
Πίνακας 1: δικηγόροι παρά δικαστηρίω (avocats à la Cour)
Πίνακας 2: δικηγόροι
Πίνακας 3: επίτιμοι δικηγόροι
Πίνακας 4: δικηγόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασκούν το επάγγελμα υπό τον τίτλο καταγωγής τους
Πίνακας 5: εταιρείες δικηγόρων που έχουν την ιδιότητα του δικηγόρου παρά δικαστηρίω
Πίνακας 6: άλλες εταιρείες δικηγόρων
Για να εγγραφεί κανείς σε έναν από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Λουξεμβούργου, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τις γλωσσικές απαιτήσεις:
Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι ως μεμονωμένοι επαγγελματίες πρέπει να κατέχουν τη γλώσσα της νομοθεσίας κατά την έννοια του νόμου της 24ης Φεβρουαρίου 1984 για το γλωσσικό καθεστώς, καθώς και κάθε άλλη γλώσσα που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη των προαναφερομένων.
Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα II πρέπει επιπλέον να κατέχουν τις διοικητικές και δικαστικές γλώσσες του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου οι οποίες απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη δικαστική άσκηση.
Ο δικηγόρος που αναλαμβάνει μια υπόθεση πρέπει να έχει τις απαραίτητες επαγγελματικές και γλωσσικές ικανότητες, άλλως εκτίθεται σε πειθαρχικές κυρώσεις.
Το Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, μετά από γνωμοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να απαλλάξει τον υποψήφιο από την προϋπόθεση της ιθαγένειας, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας εκ μέρους της χώρας μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας την ιθαγένεια έχει ο υποψήφιος. Το ίδιο ισχύει και για τους υποψηφίους στους οποίους έχει αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα και στους οποίους έχει χορηγηθεί άσυλο στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα I των δικηγόρων είναι οι μόνοι που μπορούν να φέρουν τον τίτλο «δικηγόρος παρά δικαστηρίω» (avocat à la Cour). Για τον σκοπό αυτό, πρέπει:
Οι δικηγόροι που φέρουν τον τίτλο «δικηγόροι παρά δικαστηρίω» είναι οι μόνοι που δικαιούνται να διενεργούν τις πράξεις για τις οποίες οι νόμοι και οι κανονισμοί επιτάσσουν παράσταση δικηγόρου, δηλαδή να εκπροσωπούν τους διαδίκους ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, των διοικητικών δικαστηρίων, του Ανώτατου Δικαστηρίου και ενώπιον των Πρωτοδικείων όταν εκδικάζουν αστικές υποθέσεις, να αναπτύσσουν ισχυρισμούς εξ ονόματός τους, να παραλαμβάνουν τα έγγραφα και τους τίτλους τους για να τα υποβάλουν στους δικαστές, να καταρτίζουν και να υπογράφουν τις αναγκαίες πράξεις για την κανονικότητα της διαδικασίας και να ασχολούνται με μια υπόθεση μέχρι το στάδιο της έκδοσης δικαστικής απόφασης.
Οι δικηγόροι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα ΙΙ των δικηγόρων, καθώς και οι ευρωπαίοι δικηγόροι που επιτρέπεται να ασκήσουν το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους και οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα ΙV των δικηγόρων, μπορούν να διενεργούν τις εν λόγω πράξεις μόνον αν συμπαρίσταται δικηγόρος εγγεγραμμένος στον πίνακα Ι που φέρει τον τίτλο «δικηγόρος παρά δικαστηρίω». Καθώς η εκπροσώπηση των διαδίκων είναι ελεύθερη ενώπιον όλων των δικαστηρίων στα οποία δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στους πίνακες ΙΙ ή IV μπορούν να εκπροσωπούν τους διαδίκους χωρίς συμπαράσταση δικηγόρου παρά δικαστηρίω.
Η πρόσβαση στην κατάρτιση δικηγόρου διέπεται από τον κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου της 10ης Ιουνίου 2009 για την οργάνωση της δικαστικής άσκησης και τη ρύθμιση της πρόσβασης στο λειτούργημα του συμβολαιογράφου, ο οποίος προβλέπει κύκλο επαγγελματικής κατάρτισης αποτελούμενο από συμπληρωματικά μαθήματα δικαίου του Λουξεμβούργου και ακολουθούμενο από πρακτική άσκηση.
Μετά τη λήψη του πιστοποιητικού συμπληρωματικής κατάρτισης στο δίκαιο του Λουξεμβούργου, οι ασκούμενοι μπορούν να εγγραφούν στον πίνακα 2 ενός από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Λουξεμβούργου.
Σκοπός της δικαστικής άσκησης είναι η εκμάθηση του τρόπου άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι πανεπιστημιακές σπουδές έχουν επιτρέψει στον ασκούμενο να αποκτήσει σε βάθος γνώση του δικαίου, ενώ τα συμπληρωματικά μαθήματα δικαίου του Λουξεμβούργου συμπληρώνουν αυτές τις γνώσεις με την εκμάθηση των ιδιομορφιών του δικαίου του Λουξεμβούργου. Κατά τη δικαστική άσκηση, το βάρος πέφτει κυρίως στην εκμάθηση του τρόπου άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, τόσο ασκώντας το επάγγελμα υπό την αιγίδα του δικηγόρου που είναι υπεύθυνος για τον ασκούμενο όσο και με την παρακολούθηση μαθημάτων που έχουν ως αντικείμενο την εκμάθηση του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος.
Η πρακτική άσκηση η οποία διαρκεί τουλάχιστον 2 έτη ολοκληρώνεται με τις εξετάσεις αποπεράτωσης της άσκησης. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των εξετάσεων αυτών, ο ασκούμενος αποκτά τον τίτλο «δικηγόρος παρά δικαστηρίω» και εγγράφεται στον πίνακα 1.
Μετά από δεόντως αιτιολογημένη και δικαιολογημένη αίτηση, η επιτροπή παρακολούθησης μπορεί να επιτρέψει στον ασκούμενο να πραγματοποιήσει διάστημα 3 έως 6 μηνών της δικαστικής του άσκησης σε δικηγορικό γραφείο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η εγκεκριμένη περίοδος άσκησης συνυπολογίζεται στη διάρκεια της δικαστικής άσκησης.
Οι δικηγόροι ανήκουν σε Δικηγορικό Σύλλογο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες αρχές και από τη δικαστική εξουσία. Υπάρχει ένας Δικηγορικός Σύλλογος στο Λουξεμβούργο και ένας Δικηγορικός Σύλλογος στο Diekirch. Κάθε δικηγορικός σύλλογος διαθέτει νομική προσωπικότητα. Ο δικηγορικός σύλλογος περιλαμβάνει τα ακόλουθα όργανα: τη Συνέλευση, το Συμβούλιο, τον Πρόεδρο και, για το σύνολο του κλάδου, το Πειθαρχικό και Διοικητικό Συμβούλιο.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τη σελίδα σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του τροποποιημένου νόμου της 9ης Δεκεμβρίου 1976 σχετικά με την οργάνωση του λειτουργήματος του συμβολαιογράφου, ο αριθμός των συμβολαιογράφων καθορίζεται με κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου. Σήμερα, ο αριθμός των συμβολαιογράφων ανέρχεται σε 36 σε ολόκληρη τη χώρα.
Οι συμβολαιογράφοι είναι δημόσιοι λειτουργοί εξουσιοδοτημένοι να συμπράττουν σε όλες τις πράξεις και συμβάσεις στις οποίες τα μέρη υποχρεούνται ή επιθυμούν να προσδώσουν τον χαρακτήρα αυθεντικότητας που έχουν οι πράξεις των δημόσιων αρχών, να προσδώσουν βέβαιη χρονολογία, να καταθέσουν, να λάβουν απόγραφα και αντίγραφα.
Απαγορεύεται στους συμβολαιογράφους να ασκούν, οι ίδιοι ή μέσω παρένθετου προσώπου, άμεσα ή έμμεσα: εμπόριο να είναι διαχειριστές, ομόρρυθμοι εταίροι, διευθύνοντες σύμβουλοι ή εκκαθαριστές εμπορικής εταιρείας ή βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης να ασχολούνται με τη διαχείριση και την εποπτεία εταιρειών, επιχειρήσεων ή πρακτορείων αντικείμενο των οποίων είναι η αγορά, η πώληση, η οικοπεδοποίηση ή η ανέγερση ακινήτων, ή να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον σε μια τέτοια εταιρεία, επιχείρηση ή πρακτορείο να διατηρούν με τις εν λόγω εταιρείες, επιχειρήσεις ή πρακτορεία διαρκείς σχέσεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την ελεύθερη επιλογή συμβολαιογράφου από τα μέρη να διενεργούν κατά σύνηθες επάγγελμα τραπεζικές πράξεις, προεξοφλήσεις και μεσιτείες ή να κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο, εξαιρουμένων των πράξεων προεξόφλησης που διενεργούνται στο πλαίσιο του λειτουργήματός τους να παραλαμβάνουν ως θεματοφύλακες χρηματικά ποσά, εξαιρουμένων των χρηματικών ποσών που τους κατατίθενται ενόψει ή επ' ευκαιρία των πράξεων που διενεργούν στο πλαίσιο του λειτουργήματός τους ή της εκκαθάρισης κληρονομιών να συμπράττουν σε υποθέσεις στις οποίες έχουν προσωπικό συμφέρον να χρησιμοποιούν τρίτους για πράξεις τις οποίες δεν μπορούν να διενεργήσουν απευθείας να έχουν στην υπηρεσία τους, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, μεσάζοντες ή κτηματομεσίτες.
Η αποδεικτική αξία των συμβολαιογραφικών πράξεων καθορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα οι συμβολαιογραφικές πράξεις είναι εκτελεστές εφόσον φέρουν τον εκτελεστήριο τύπο. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να συντάσσουν τις πράξεις τους στη γαλλική ή στη γερμανική γλώσσα, κατ’ επιλογή των μερών.
Οι συμβολαιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους στο σύνολο της εθνικής επικράτειας. Λόγω του λειτουργήματός τους, συμμετέχουν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας.
Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος αποτελείται από επτά μέλη που εκλέγονται μεταξύ των συμβολαιογράφων της χώρας από τη γενική συνέλευση των συμβολαιογράφων.
Εκτός από τις εξουσίες που ασκεί δυνάμει νόμων και κανονισμών, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος είναι αρμόδιος για:
Το πειθαρχικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου του Λουξεμβούργου ή τον αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, και τέσσερα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου που ορίζονται κατά σειρά αρχαιότητας στο επάγγελμα.
Το πειθαρχικό συμβούλιο ασκεί πειθαρχική εξουσία σε όλους τους συμβολαιογράφους για: παράβαση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος επαγγελματικό πταίσμα και αμέλεια πράξεις αντίθετες προς την επαγγελματική ευαισθησία και αξιοπρέπεια, καθώς και προς την τιμή και την ακεραιότητα επιφυλασσομένης της αρμοδιότητας των δικαστηρίων για τα περιστατικά αυτά. Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να ασκήσει έφεση τόσο ο τιμωρηθείς συμβολαιογράφος όσο και ο γενικός εισαγγελέας του κράτους. Η έφεση ασκείται ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται τελεσίδικα.
Για να μπορεί να ασκήσει κανείς καθήκοντα συμβολαιογράφου πρέπει:
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τη σελίδα σχετικά με το επάγγελμα του συμβολαιογράφου στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο δικαστικός επιμελητής είναι δημόσιος λειτουργός και είναι ο μόνος αρμόδιος για:
Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να προβεί:
Μπορεί να διοριστεί από δικαστήριο για να διενεργήσει:
Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται με κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου.
Ο Σύλλογος των Δικαστικών Επιμελητών εκπροσωπεί το επάγγελμα σε εθνικό επίπεδο. Διοικείται από τριμελές Συμβούλιο που αποτελείται από πρόεδρο, γραμματέα και ταμία. Ο πρόεδρος εκπροσωπεί τον Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών ενώπιον των δικαστηρίων και εκτός αυτών.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε τη σελίδα για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο προϊστάμενος γραμματέας ασκεί τα καθήκοντα του διευθύνοντος την γραμματεία δικαστηρίου και του προϊσταμένου του προσωπικού της. Τα διοικητικά καθήκοντα του προϊσταμένου γραμματέα περιλαμβάνουν κυρίως τη χορήγηση αντιγράφων σε δικηγόρους και σε φυσικά πρόσωπα (π.χ. πιστοποιητικά διαζυγίου για την αναγνώριση διαζυγίου στο εξωτερικό), την έκδοση αντιγράφων/απογράφων, την παραλαβή ιδιόγραφων διαθηκών και δηλώσεων στο πλαίσιο κληρονομικής διαδοχής, την ορκωμοσία των γραμματέων, την προετοιμασία των γενικών συνελεύσεων, την κατάρτιση στατιστικών, καθώς και την επίβλεψη των αρχείων. Τέλος, παραλαμβάνει τις καταγγελίες που αποβλέπουν στην εξαίρεση δικαστών.
Τα καθήκοντα των γραμματέων είναι να επικουρούν τον δικαστή στο πλαίσιο του λειτουργήματός του σε όλες τις πράξεις και να συντάσσουν τα πρακτικά, συγκεκριμένα, κατά τις ακροάσεις, τις εμφανίσεις των διαδίκων, τις έρευνες, τις επισκέψεις χώρων και τις αυτοψίες, καθώς και τους καταλόγους πτώχευσης, τα πρακτικά των αποφάσεων και τα πρακτικά των ακροάσεων προσώπων υπό επιτροπεία ή κηδεμονία. Ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να δικάσει χωρίς γραμματέα.
Τα καθήκοντα των γραμματέων καθορίζονται από τα άρθρα 78 και επόμενα του τροποποιημένου νόμου σχετικά με την οργάνωση των δικαστηρίων.
Συλλογή ειδικών νόμων σ. 7 – 40.
Η πρόσβαση στο λειτούργημα καθορίζεται από τον τροποποιημένο νόμο της 16ης Απριλίου 1979 για τον καθορισμό του γενικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων.
http://www.fonction-publique.public.lu/fr/publications/Reformes/Recueils/1_Statut.pdf
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.