Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση γαλλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Swipe to change

Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων

Γαλλία

Στην ενότητα αυτή θα βρείτε μια επισκόπηση των διαφόρων νομικών επαγγελμάτων.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Γαλλία
Δεν υπάρχει επίσημη μετάφραση στη γλώσσα που επιλέξατε.
Εδώ μπορείτε να βρείτε αυτόματη μετάφραση αυτού του περιεχομένου. Λάβετε υπόψη σας ότι η αυτόματη μετάφραση παρέχει μόνο το γενικό του νόημα. Ο ιδιοκτήτης της σελίδας αυτής δεν αποδέχεται καμία ευθύνη για την ποιότητα αυτής της μετάφρασης, που έγινε από μηχανή.

Νομικά επαγγέλματα – εισαγωγή

Οι δικαστές

Οργάνωση

Οι επαγγελματίες δικαστές περιλαμβάνουν τους δικαστές και τους εισαγγελείς. Οι δικαστές αναφέρονται συχνά ως «δικαστές της έδρας», ενώ η εισαγγελική αρχή εκπροσωπείται από τους «εισαγγελείς».

Οι πρώτοι αποφαίνονται επί των διαφορών που εισάγονται ενώπιόν τους, ενώ οι δεύτεροι εκπροσωπούν την κοινωνία και ζητούν την εφαρμογή του νόμου. Το καθεστώς των δικαστών ρυθμίζεται από τη διάταξη αριθ. 58-1270 της 22ας Δεκεμβρίου 1958 σχετικά με τον οργανικό νόμο για το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών. Από εκεί προκύπτει ότι κάθε δικαστής μπορεί κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του να διοριστεί σε θέση δικαστή ή εισαγγελέα: πρόκειται για την αρχή της ενότητας του δικαστικού επαγγέλματος (άρθρο 1), την οποία επιβεβαίωσε το Συνταγματικό Συμβούλιο, ιδίως με την απόφασή του της 11ης Αυγούστου 1993. Οι δικαστές είναι μέλη της δικαστικής αρχής, η οποία είναι θεματοφύλακας των ατομικών ελευθεριών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 του Συντάγματος. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές στο καθεστώς τους, ιδίως ότι οι δικαστές της έδρας δεν υπάγονται στην ιεραρχική εξουσία της ανώτερης αρχής και δεν είναι δυνατόν να μετατεθούν, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να διοριστούν αλλού χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Επιπλέον, οι προϋποθέσεις για τον διορισμό τους είναι διαφορετικές, καθόσον οι δικαστές της έδρας διορίζονται βάσει σύμφωνης γνώμης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ενώ οι δικαστές του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι πρώτοι πρόεδροι του εφετείου και οι πρόεδροι των δικαστηρίων διορίζονται κατόπιν πρότασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που διαθέτει πειθαρχικές εξουσίες ως προς όλους τους δικαστές. Οι εισαγγελείς από τη μεριά τους διορίζονται βάσει απλής γνωμοδότησης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και ο υπουργός Δικαιοσύνης προτείνει όλους τους διορισμούς και διαθέτει πειθαρχικές εξουσίες.

Οι περισσότεροι δικαστές προσλαμβάνονται με διαγωνισμό. Για να συμμετάσχουν στον «πρώτο διαγωνισμό», ο οποίος είναι ανοικτός στους φοιτητές, οι υποψήφιοι πρέπει να κατέχουν δίπλωμα που να πιστοποιεί εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών μετά το απολυτήριο (μεταπτυχιακό τίτλο). Οι επιτυχόντες υποψήφιοι διορίζονται ως ασκούμενοι και λαμβάνουν την ίδια κατάρτιση, που παρέχεται από την Εθνική Σχολή Δικαστών (École nationale de la magistrature, ENM). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις άμεσης πρόσληψης. Στο τέλος της κατάρτισής τους στην ENM, οι ασκούμενοι διορίζονται με διάταγμα στο δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο ανήκουν.

Οι επικεφαλής του δικαιοδοτικού οργάνου (πρόεδρος και εισαγγελέας) και οι επικεφαλής του δικαστηρίου (πρώτος πρόεδρος και γενικός εισαγγελέας) ασκούν, επιπλέον των δικαστικών καθηκόντων τους, διοικητικά καθήκοντα (π.χ. κατανομή των δικών).

Την 1η Ιανουαρίου 2018 υπήρχαν 8.412 εν ενεργεία δικαστές, εκ των οποίων 7.881 ήταν διορισμένοι σε δικαστήρια.

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο

Οι διατάξεις που αφορούν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (Conseil supérieur de la magistrature, CSM) περιέχονται στο άρθρο 65 του Συντάγματος. Ο συνταγματικός νόμος της 23ης Ιουλίου 2008 τροποποίησε τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (όσον αφορά τους διορισμούς) και θέσπισε τη δυνατότητα προσφυγής σ’ αυτό από έναν πολίτη που επιζητεί έννομη προστασία. Επίσης, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι πλέον μέλος του CSM.

Πρόεδρος της αρμόδιας σύνθεσης για τους δικαστές είναι ο πρώτος πρόεδρος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η σύνθεση περιλαμβάνει επίσης πέντε εισαγγελείς και έναν δικαστή, καθώς και τον σύμβουλο επικρατείας διορισμένο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έναν δικηγόρο καθώς και έξι πρόσωπα με κατάλληλα προσόντα που δεν ανήκουν ούτε στο Κοινοβούλιο ούτε στο δικαστικό σώμα ούτε στη διοίκηση. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και ο πρόεδρος της Γερουσίας ορίζουν έκαστος δύο πρόσωπα με κατάλληλα προσόντα.

Πρόεδρος της αρμόδιας σύνθεσης για τους εισαγγελείς είναι ο γενικός εισαγγελέας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η σύνθεση περιλαμβάνει επίσης πέντε εισαγγελείς και έναν δικαστή, καθώς και τον σύμβουλο επικρατείας, τον δικηγόρο και τα έξι πρόσωπα με κατάλληλα προσόντα που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

Η αρμόδια για τους δικαστές σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου υποβάλλει προτάσεις για τον διορισμό δικαστών στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, για τον διορισμό πρώτου προέδρου εφετείου και για τον διορισμό προέδρου πολυμελούς πρωτοδικείου. Οι λοιποί δικαστές διορίζονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του.

Η συγκεκριμένη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λειτουργεί και ως πειθαρχικό συμβούλιο των δικαστών. Στην περίπτωση αυτή, περιλαμβάνει, εκτός από τα προαναφερθέντα μέλη, τον δικαστή που ανήκει στην αρμόδια σύνθεση για τους εισαγγελείς.

Η αρμόδια για τους εισαγγελείς σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου γνωμοδοτεί σχετικά με τους διορισμούς που αφορούν εισαγγελείς. Η συγκεκριμένη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου γνωμοδοτεί επί των πειθαρχικών κυρώσεων που αφορούν εισαγγελείς. Στην περίπτωση αυτή, περιλαμβάνει, εκτός από τα μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 65 τρίτο εδάφιο, τον εισαγγελέα που ανήκει στην αρμόδια σύνθεση για τους δικαστές.

Εισαγγελική αρχή

Οργάνωση

Η εισαγγελική αρχή εκπροσωπείται από τους εισαγγελείς, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι να μεριμνούν για τα συμφέροντα της κοινωνίας που εκπροσωπούν ζητώντας την εφαρμογή του νόμου.

Με εξαίρεση τη γενική εισαγγελία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση, η εισαγγελική αρχή σχηματίζει στη Γαλλία μια ιεραρχική πυραμίδα «υπό την εξουσία του υπουργού Δικαιοσύνης». Έτσι, το άρθρο 30 του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης εφαρμόζει την ποινική πολιτική που καθορίζεται από την κυβέρνηση. Μεριμνά για τη συνεκτικότητα της εφαρμογής της στην επικράτεια της χώρας. Για τον σκοπό αυτό, απευθύνει στους εισαγγελείς γενικές οδηγίες σχετικά με την ποινική πολιτική.

Σε κάθε πολυμελές πρωτοδικείο, ο εισαγγελέας διευθύνει την εισαγγελία αποτελούμενη από ορισμένους εισαγγελείς, οι οποίοι είναι ιεραρχικά υφιστάμενοί του. Οργανώνει την εισαγγελία του κατανέμοντας τα καθήκοντα και τις υπηρεσίες μεταξύ των αντιεισαγγελέων, των βοηθών εισαγγελέων και των αναπληρωτών εισαγγελέων. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τελεί υπό τον εποπτεία και την καθοδήγηση του γενικού εισαγγελέα.

Πέρα από την ιεραρχική αυτή δομή, η εισαγγελία είναι αδιαίρετη: ο αναπληρωτής εισαγγελέας δεν χρειάζεται εξουσιοδότηση από τον προϊστάμενό του για να ενεργήσει και κάθε πράξη του δεσμεύει το σύνολο της εισαγγελίας.

Αποστολή και καθήκοντα

Η εισαγγελία έχει κυρίως ποινικές αρμοδιότητες. Διευθύνει τις ανακρίσεις και εκτελεί ή ζητεί να εκτελεσθούν όλες οι αναγκαίες πράξεις για τη δίωξη των παραβάσεων του νόμου. Επίσης, αξιολογεί τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις ποινικές υποθέσεις βάσει της αρχής της σκοπιμότητας της δίωξης (π.χ. κίνηση ανακριτικής διαδικασίας, παραπομπή σε δίκη ή αρχειοθέτηση της υπόθεσης χωρίς να δοθεί συνέχεια). Παρεμβαίνει υποχρεωτικά στη δίκη αναπτύσσοντας ελεύθερα τις προφορικές παρατηρήσεις του (σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, την προσωπικότητα του κατηγορουμένου και την ποινή), τις οποίες θεωρεί ενδεδειγμένες για την κατάλληλη απονομή της δικαιοσύνης. Είναι επίσης αρμόδιος για την εκτέλεση των ποινών.

Ο εισαγγελέας είναι επίσης επιφορτισμένος με την προστασία των ανηλίκων που διατρέχουν κίνδυνο και έχει ορισμένες αστικές αρμοδιότητες όσον αφορά, για παράδειγμα, την κατάσταση των προσώπων (π.χ. τροποποίηση των ατομικών στοιχείων ενός προσώπου), διοικητικές αρμοδιότητες (π.χ. σε θέματα καταστημάτων πώλησης ποτών, περιοδικού Τύπου, άμεσων πωλήσεων κ.λπ.) και εμπορικές αρμοδιότητες (π.χ. σε συλλογικές διαδικασίες).

Η αποστολή και τα καθήκοντα των δικαστών περιγράφονται αναλυτικά στην ενότητα για τα τακτικά δικαστήρια.

Μη επαγγελματίες δικαστές

Προσωρινοί δικαστές

Προκειμένου να προσεγγίσει η δικαιοσύνη τον πολίτη, πρόσωπο από την κοινωνία των πολιτών μπορεί να προσληφθεί ως προσωρινός δικαστής (MTT) για να συμμετάσχει, σε προσωρινή βάση, στη λειτουργία δικαιοδοτικού οργάνου σύμφωνα με τα άρθρα 41-10 και επόμενα του διατάγματος αριθ. 58-1270 της 22ας Δεκεμβρίου 1958 σχετικά με τον οργανικό νόμο για το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, όπως τροποποιείται.

Το καθεστώς προσωρινού δικαστή έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι επιτρέπει την άσκηση των καθηκόντων δικαστή, αστυνομικού και/ή παρέδρου στους συλλογικούς σχηματισμούς των πολυμελών πρωτοδικείων, σε προσωρινή βάση, καθώς και την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συμβατής με τα δικαστικά καθήκοντα.

Η πρόσφατη εξέλιξη του θεσμού των προσωρινών δικαστών συνδέεται άμεσα με τον θεσμό των δικαστών εγγύτητας (juges de proximité), μη επαγγελματιών δικαστών κατώτερης δικαιοδοτικής βαθμίδας, που δημιουργήθηκε με τον νόμο της 9ης Σεπτεμβρίου 2002 και που καταργήθηκε οριστικά με άρθρο 15 του νόμου αριθ. 2016-1547, της 18ης Νοεμβρίου 2016, για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος του εικοστού πρώτου αιώνα και το διάταγμα αριθ. 2017-683 της 28ης Απριλίου 2017.

Ο οργανικός νόμος αριθ. 2016-1090 της 8ης Αυγούστου 2016, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2017, συγχώνευσε τους οργανισμούς των δικαστών εγγύτητας και των προσωρινών δικαστών.

Οι προσωρινοί δικαστές προσλαμβάνονται κατά περίπτωση σε συνεχή βάση.

Προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας του προσωρινού δικαστή

Οι προσωρινοί δικαστές πρέπει να έχουν τη γαλλική ιθαγένεια, να ηλικίας μεταξύ 35 και 75 ετών, να απολαύουν των πολιτικών τους δικαιωμάτων, να διαθέτουν ήθος, να έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους βάσει του εθνικού κώδικα σχετικά με τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και να πληρούν τις προϋποθέσεις σωματικής ικανότητας που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων αντιστάθμισης της αναπηρίας.

Οι υποψήφιοι πρέπει επίσης να πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • να είναι κάτοχοι διπλώματος που πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση εκπαίδευσης σπουδών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών μετά το απολυτήριο (ή τουλάχιστον ισοδύναμου αναγνωρισμένου επαγγελματικού τίτλου) και να διαθέτουν τουλάχιστον επτά (7) έτη επαγγελματικής εμπειρίας που να λειτουργούν ιδίως ως προσόν για την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων.
  • να είναι διευθυντής* γραμματείας δικαστηρίου και να διαθέτει επτά (7) έτη πραγματικής προϋπηρεσίας στο όργανο αυτό
  • να είναι δημόσιος υπάλληλος βαθμού Α του Υπουργείου Δικαιοσύνης** με προϋπηρεσία τουλάχιστον 7 ετών υπό την ιδιότητα αυτή
  • να είναι ενεργό ή πρώην μέλος των νομικών και δικαστικών επαγγελμάτων που υπόκεινται σε νομοθετικό ή κανονιστικό καθεστώς ή των οποίων ο τίτλος προστατεύεται, και να διαθέτει επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον πέντε ετών.

Καθεστώς προσωρινών δικαστών

Η σύνθεση που είναι αρμόδια για τους δικαστές στην έδρα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου γνωμοδοτεί επί των υποψηφιοτήτων που του προτείνει ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

Ο προσωρινός δικαστής, που διορίζεται με διάταγμα του προέδρου της Δημοκρατίας, υπόκειται στο καθεστώς των δικαστικών λειτουργών.

Διορίζεται για θητεία 5 ετών, ανανεώσιμη άπαξ, και δεν μπορεί να ασκεί καθήκοντα μετά την ηλικία των 75 ετών.

Ο προσωρινός δικαστής μπορεί να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ταυτόχρονα με τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, με την επιφύλαξη ορισμένων ασυμβιβάστων που αναφέρονται στον φάκελο της υποψηφιότητας.

Αρμοδιότητες προσωρινών δικαστών

Οι αρμοδιότητες των προσωρινών δικαστών είναι οι εξής:

  • στο πολυμελές πρωτοδικείο, οι προσωρινοί δικαστές είναι αρμόδιοι για αστικές και ποινικές υποθέσεις με την ιδιότητα του παρέδρου στους συλλογικούς σχηματισμούς. Μπορούν να είναι αρμόδιοι για την επικύρωση των ποινικών συνθέσεων στο όριο του ενός τρίτου της υπηρεσίας. Ενεργούν επίσης ως πταισματοδίκες και επιλαμβάνονται, σε περιορισμένο βαθμό, αδικημάτων των πρώτων 4 κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της κατηγορίας 5 που εμπίπτουν στη διαδικασία του κατ’ αποκοπήν προστίμου, καθώς και για της εκτέλεσης των ποινικών αποφάσεων που αφορούν τα προαναφερθέντα αδικήματα.
  • στο πρωτοδικείο επιλαμβάνονται αστικών διαφορών και δεν μπορούν να παρέχουν περισσότερο από το ένα τρίτο των υπηρεσιών του πρωτοδικείου στο οποίο υπάγονται.

Κατάρτιση προσωρινών δικαστών

Οι προσωρινοί δικαστές παρακολουθούν θεωρητική κατάρτιση 10 ημερών στην Εθνική Σχολή Δικαστών.

Κατά την κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, υπόκεινται σε δοκιμαστική πρακτική άσκηση 40 έως 80 ημερών που πραγματοποιείται στο δικαστήριο εντός περιόδου 6 μηνών ή σε προηγούμενη εκπαίδευση 40 ημερών στα δικαστήρια, η οποία μπορεί κατ’ εξαίρεση να μειωθεί ανάλογα με την επαγγελματική πείρα του υποψηφίου.

Αμοιβή προσωρινών δικαστών

Οι προσωρινοί δικαστές αμείβονται με βάση τις παρεχόμενες υπηρεσίες και τον χρόνο που αφιερώθηκε.

Η τιμή μονάδας για τον χρόνο που αφιερώνεται ανέρχεται σε 106,28 ευρώ μικτά (με αναφορά στην τιμή του δείκτη Δημόσιας Διοίκησης την 1/2/2017) και τα τμήματα χρόνου που αφιερώνεται δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα 300 ετησίως.

Ο προσωρινός δικαστής δεν λαμβάνει έξοδα μετακίνησης μεταξύ της οικογενειακής του κατοικίας και του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί.

Εργατοδίκες

Το εργατοδικείο (conseil de prud’hommes), θεσμός που ιδρύθηκε το 1806, είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ειδικεύεται στην επίλυση ατομικών διαφορών μεταξύ εργαζομένων ή μαθητευομένων και των εργοδοτών τους στο πλαίσιο σύμβασης απασχόλησης ή μαθητείας. Οι εργατοδίκες προέρχονται από τον κόσμο της εργασίας.

Ο θεσμός των εργατοδικείων στηρίζεται στην ιδέα ότι η εργασιακή σχέση, ως εκ της φύσεώς της και της πολυπλοκότητάς της, συνεπάγεται την εξέταση από δικαστή ο οποίος έχει αποδεδειγμένη πείρα στη σχέση αυτή, τόσο από την πλευρά του εργαζομένου όσο και του εργοδότη.

Τα εργατοδικεία είναι λοιπόν εκ φύσεως μικτά δικαστήρια. Οι δικαστές τους χωρίζονται σε δύο σώματα, εργαζόμενους και εργοδότες, και σε πέντε τμήματα (βιομηχανία, εμπόριο, γεωργία, διάφορες δραστηριότητες και στελέχη εταιρειών).

Οι 14.512 εργατοδίκες ασκούν τα καθήκοντά τους στα 210 μητροπολιτικά και υπερπόντια εργατοδικεία και διεκπεραιώνουν περίπου 142.500 υποθέσεις ετησίως.

Το βασικό τους καθήκον είναι να συμφιλιώνουν τους διαδίκους και, σε αντίθετη περίπτωση, να επιλύουν τις μεταξύ τους διαφορές.

Τρόπος διορισμού

Από το 1979 οι δικαστές των εργατοδικείων εκλέγονται από τους ομολόγους τους κάθε πέντε χρόνια με γενικές εκλογές με άμεση καθολική ψηφοφορία. Ενόψει της σταδιακής μείωσης της συμμετοχής στις εκλογές και, ως αποτέλεσμα, της νομιμότητας του θεσμού των εργατοδικείων, αναζητήθηκαν νέοι τρόποι διορισμού των δικαστών αυτών.

Έτσι, το διάταγμα αριθ. 2016-388 της 31ης Μαρτίου 2016, επιβεβαιώνοντας την ιδιαιτερότητα των εργατοδικείων, αντικατέστησε την άμεση εκλογή με διορισμό κατόπιν πρότασης συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και επαγγελματικών ενώσεων των εργοδοτών, με βάση την αντιπροσωπευτικότητά τους, που υπολογίζεται με βάση την αντιπροσωπευτικότητα των ενώσεων εργαζομένων και εργοδοτών.

Η γενική ανανέωση της θητείας τους πραγματοποιείται πλέον κάθε τέσσερα χρόνια. Οι εργατοδίκες διορίζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Εργασίας. Οι θέσεις που χηρεύουν κατά τη διάρκεια μιας θητείας δημοσιεύονται στο πλαίσιο συμπληρωματικών εκστρατειών διορισμού και πληρούνται με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τις γενικές ανανεώσεις.

Κατάρτιση

Ο νόμος αριθ. 2015-990, της 6ης Αυγούστου 2015, για την ανάπτυξη, τη δραστηριότητα και τις ίσες οικονομικές ευκαιρίες επιδίωξε την ενίσχυση του επαγγελματικού χαρακτήρα του θεσμού του εργατοδίκη, ιδίως με την καθιέρωση υποχρεωτικής αρχικής και συνεχούς κατάρτισης.

Έτσι, οι εργατοδίκες υποχρεωτική αρχική κατάρτιση κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους και συνεχή κατάρτιση.

Η αρχική κατάρτιση είναι κοινή για τους εργατοδίκες από την πλευρά των εργοδοτών και από την πλευρά των εργαζομένων. Οργανώνεται και παρέχεται από την Εθνική Σχολή Δικαστών και υποδιαιρείται σε διάφορες θεωρητικές και πρακτικές ενότητες συνολικής διάρκειας πέντε ημερών. Κάθε εργατοδίκης ο οποίος δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση αρχικής κατάρτισης εντός 15 μηνών που υπολογίζονται από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά τον διορισμό του θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί.

Οι εργατοδίκες επωφελούνται επίσης από έξι εβδομάδες συνεχούς κατάρτισης κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας τους. Η κατάρτιση αυτή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας.

Δεοντολογία

Οι εργατοδίκες ορκίζονται. Υπόκεινται στις δεοντολογικές αρχές που διέπουν τα καθήκοντά τους ως δικαστών: ανεξαρτησία, αμεροληψία, αξιοπρέπεια και εντιμότητα, και συμπεριφέρονται κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται κάθε εύλογη αμφιβολία ως αυτό. Δεσμεύονται επίσης από τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών.

Το διάταγμα 2016-1948, της 28 Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με τη δεοντολογία και την πειθαρχία των εργατοδικών, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του νόμου 2015-990, της 6ης Αυγούστου 2015, για την ανάπτυξη, τη δραστηριότητα και τις ίσες οικονομικές ευκαιρίες, προσέθεσε στον Εργατικό Κώδικα το άρθρο R. 1431-3-1, το οποίο αναθέτει στο ανώτατο συμβούλιο εργατοδικών την κατάρτιση κώδικα δεοντολογίας για τους εργατοδίκες, ο οποίος πρέπει να δημοσιοποιείται.

Ο κώδικας δεοντολογίας επικυρώθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2018 από το ανώτατο συμβούλιο εργατοδικών.

Καθεστώς

Οι εν ενεργεία μισθωτοί εργατοδίκες απολαύουν του καθεστώτος του προστατευόμενου εργαζομένου, που απαγορεύει την απόλυσή τους χωρίς προηγούμενη έγκριση από την επιθεώρηση εργασίας, και της δυνατότητας να απουσιάζουν κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας τους.

Οι απουσίες αυτές εξομοιώνονται με πραγματικό χρόνο εργασίας και, ως τέτοιες, αμείβονται από τον εργοδότη και καλύπτονται από την κοινωνική προστασία. Ως εκ τούτου, ο χρόνος που αφιερώνεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τα καθήκοντα του εργατοδίκη κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται απώλεια μισθού ή συναφούς οφέλους. Ο μισθός επιστρέφεται στον εργοδότη από το κράτος.

Οι εργατοδίκες των εργοδοτών και οι εργατοδίκες των εργαζομένων που δεν εμπίπτουν στην προηγούμενη κατηγορία (άτομα που αναζητούν εργασία, συνταξιούχοι, πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εργατοδίκη εκτός του ωραρίου εργασίας τους) υπόκεινται σε καθεστώς ωριαίας αποζημίωσης που ορίζεται με διάταγμα.

Τα έξοδα μετακίνησής τους μπορούν επίσης να καλυφθούν.

Εμποροδίκες

Η εμπορική δικαιοσύνη 1ου βαθμού αποτελείται από 134 εμποροδικεία που εδρεύουν στη μητροπολιτική Γαλλία, με εξαίρεση την περιφέρεια Αλσατίας-Μοζέλα (όπου οι διαφορές υπάγονται σε τμήμα του πολυμελούς πρωτοδικείου με βάση εξαίρεση δυνάμει του τοπικού δικαίου) και μικτά εμποροδικεία (9) σε υπερπόντιες περιοχές.

Τα εμποροδικεία είναι αρμόδια να επιλύουν διαφορές μεταξύ εμπόρων ή μεταξύ εμπόρων και εμπορικών εταιρειών, καθώς και διαφορές που αφορούν εμπορικές συναλλαγές.

Οι δικαστές των δικαστηρίων αυτών, γνωστοί και ως εμποροδίκες (juges consulaires), είναι έμποροι και διευθυντές επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαθέτουν επαγγελματική πείρα στον οικονομικό και εμπορικό τομέα.

Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι από 3.400 εμποροδίκες.

Διορίζονται από τους ομολόγους τους σε ετήσιες εκλογές δύο βαθμών.

Η αρχική τους θητεία είναι διετής. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, μπορούν να επανεκλεγούν για περίοδο 4 ετών, στο ίδιο ή σε οποιοδήποτε άλλο εμποροδικείο, χωρίς υπέρβαση του μέγιστου αριθμού των 4 θητειών, με εξαίρεση τον απερχόμενο πρόεδρο ο οποίος μπορεί να επανεκλεγεί για πέμπτη θητεία μόνο ως μέλος του δικαστηρίου.

Ορκίζονται και έχουν κοινές δεοντολογικές υποχρεώσεις με τους δικαστές.

Εκτελούν τα καθήκοντά τους σε εθελοντική βάση. Η δέσμευσή τους απαιτεί διαθεσιμότητα και, κυρίως, προσωπική επένδυση στα καθήκοντά τους, ιδίως μέσω υποχρεωτικής αρχικής και συνεχούς κατάρτισης.

Ο νόμος αριθ. 2016-1547 της 18ης Νοεμβρίου 2016 για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος του εικοστού πρώτου αιώνα ανανέωσε σημαντικά το καθεστώς των προξενικών δικαστών. Ειδικότερα, μεταρρύθμισε τις διατάξεις σχετικά με τη δεοντολογία και την πειθαρχία τους και συνέβαλε στην επαγγελματοποίησή τους με την καθιέρωση υποχρεωτικής αρχικής και συνεχούς κατάρτισης που παρέχεται από την Εθνική Σχολή Δικαστών.

Πάρεδροι δικαστηρίων υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης

Ορίζονται για τρία έτη από τον πρώτο πρόεδρο του εφετείου βάσει καταλόγου που υποβάλλεται, στην περιφέρεια του εκάστοτε δικαστηρίου, από τον διευθυντή της περιφερειακής διεύθυνσης νεολαίας, υγειονομικών και κοινωνικών υποθέσεων.

Ο νόμος για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης του εικοστού πρώτου αιώνα, της 18ης Νοεμβρίου 2016, προέβλεπε την κατάργηση των δικαστηρίων υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και τη μεταφορά των διαφορών που εισάγονται ενώπιόν τους σε ειδικά καθορισμένα πολυμελή πρωτοδικεία την 1η Ιανουαρίου 2019. Στις υποθέσεις αυτές συμμετέχουν επίσης πάρεδροι.

Πάρεδροι δικαστηρίων υποθέσεων αναπηρίας

Ορίζονται για θητεία τριών ετών από τον πρώτο πρόεδρο του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του δικαστηρίου, από τον προϊστάμενο της περιφερειακής υπηρεσίας νεολαίας, αθλητισμού και κοινωνικής συνοχής βάσει καταλόγων που καταρτίζονται με πρόταση των πλέον αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών οργανώσεων.

Ο νόμος για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης του εικοστού πρώτου αιώνα, της 18ης Νοεμβρίου 2016, προέβλεπε την κατάργηση των δικαστηρίων υποθέσεων αναπηρίας και τη μεταφορά των διαφορών τους, κατά την 1η Ιανουαρίου 2019, σε ειδικά καθορισμένα πολυμελή πρωτοδικεία. Στις υποθέσεις αυτές συμμετέχουν ιδίως πάρεδροι.

Πάρεδροι του δικαστικού σχηματισμού του πολυμελούς πρωτοδικείου σε κοινωνικές υποθέσεις

Οι εν λόγω πάρεδροι συμμετέχουν, από την 1η Ιανουαρίου 2019, στον δικαστικό σχηματισμό των πολυμελών πρωτοδικείων που έχουν οριστεί ειδικά για την επίλυση διαφορών κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας.

Διορίζονται για περίοδο τριών ετών από τον πρώτο πρόεδρο του εφετείου, αφού ληφθεί η γνώμη του προέδρου του πολυμελούς πρωτοδικείου, από κατάλογο που καταρτίζεται στην περιφέρεια κάθε δικαστηρίου από τον νομάρχη κατόπιν προτάσεως των πλέον αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών οργανώσεων.

Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τη γαλλική ιθαγένεια, να είναι τουλάχιστον 23 ετών, να πληρούν τις προϋποθέσεις ικανότητας για την ορκοδοσία, να μην έχουν εκδοθεί ες βάρος τους ορισμένες καταδικαστικές αποφάσεις που προβλέπονται στον κώδικα γεωργίας και θαλάσσιας αλιείας και στον κώδικα κοινωνικής ασφάλισης και να μην είναι μέλη διοικητικού συμβουλίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης ή επικουρικής ασφάλισης. Τα καθήκοντά τους είναι συμβατά με τα καθήκοντα του εργατοδίκη.

Πάρεδροι δικαστηρίων ανηλίκων

Διορίζονται για περίοδο τεσσάρων ετών από τον υπουργό Δικαιοσύνης, από κατάλογο υποψηφίων που υποβάλλει ο πρώτος πρόεδρος του εφετείου στο οποίο υπάγεται κάθε δικαστήριο ανηλίκων.

Οι υποψήφιοι πάρεδροι δικαστηρίων ανηλίκων πρέπει να έχουν τη γαλλική ιθαγένεια, να είναι τουλάχιστον 30 ετών και να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για θέματα νεολαίας με οποιαδήποτε ιδιότητα.

Πάρεδροι μικτών δικαστηρίων αγροτικών μισθώσεων

Διορίζονται για περίοδο έξι ετών από τον πρώτο πρόεδρο του εφετείου βάσει καταλόγου που καταρτίζεται στην περιφέρεια κάθε μικτού δικαστηρίου από τον νομάρχη κατόπιν πρότασης των επαγγελματικών οργανώσεων ή, κατά περίπτωση, των πλέον αντιπροσωπευτικών αγροτικών ιδιοκτητών.

Περιλαμβάνουν τους ιδιοκτήτες και τους μισθωτές αγροτικών γαιών, οι οποίοι κατανέμονται, κατά περίπτωση, σε δύο τμήματα του μικτού δικαστηρίου· Ένα από τα τμήματα αποτελείται από ιδιοκτήτες και μισθωτές στο πλαίσιο αγρομίσθωσης και το άλλο από ιδιοκτήτες και μισθωτές στο πλαίσιο επίμορτης αγροληψίας.

Οι υποψήφιοι πάρεδροι στα μικτά δικαστήρια αγροτικών μισθώσεων πρέπει να έχουν γαλλική ιθαγένεια, να είναι τουλάχιστον 26 ετών, να απολαύουν των αστικών, πολιτικών και επαγγελματικών τους δικαιωμάτων και να έχουν επί πέντε τουλάχιστον έτη την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή μισθωτή στο πλαίσιο αγρομίσθωσης ή επίμορτης αγροληψίας.

Γραμματείς δικαστηρίου

Ως τεχνικοί διαδικασίας, οι γραμματείς των δικαστηρίων επικουρούν τους δικαστές στις πράξεις των δικαστηρίων τους και επικυρώνουν τις δικαστικές πράξεις, εφόσον αυτό προβλέπεται από τους νόμους και τους κανονισμούς.

Ως φυσικοί συνεργάτες των δικαστών, οι γραμματείς των δικαστηρίων ασκούν καθήκοντα υποστήριξης των δικαστών κατά την προετοιμασία και την επεξεργασία δικογραφιών και στο πλαίσιο της νομικής έρευνας. Σύμφωνα με τις οδηγίες των δικαστών, καταρτίζουν σχέδια αποφάσεων και κατηγορητηρίων. Στο πλαίσιο υπηρεσίας υποδοχής και γενικής ενημέρωσης για το κοινό, οι γραμματείς των δικαστηρίων μπορεί να είναι υπεύθυνοι για την παροχή πληροφοριών, καθοδήγησης και βοήθειας στους χρήστες κατά τη διεκπεραίωση νομικών διατυπώσεων ή διαδικασιών. Μπορεί να είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Τα καθήκοντα του γραμματέα δικαστηρίου ασκούνται κυρίως στις διάφορες υπηρεσίες των δικαστηρίων. Ανάλογα με τη σημασία του δικαστηρίου και την οργάνωσή του, ο γραμματέας μπορεί να επιφορτισθεί με διοικητικές αρμοδιότητες, όπως προϊστάμενος γραμματείας, αναπληρωτής διευθυντής ή προϊστάμενος υπηρεσίας.

Προϊστάμενος γραμματείας  PDF (378 Kb) en

Γραμματέας  PDF (375 Kb) en

Από την 1η Ιανουαρίου 2018, η υποδιεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού των γραμματειών είναι αρμόδια για 10.931 υπαλλήλους γραμματειών, εκ των οποίων οι 9.368 εργάζονται εντός των δικαστηρίων.

Δικηγόροι

Οι δικηγόροι είναι λειτουργοί της δικαιοσύνης, οι οποίοι ασκούν ελεύθερο και ανεξάρτητο επάγγελμα. Το καθεστώς τους απορρέει κυρίως από τον νόμο αριθ. 71-1130 της 31ης Δεκεμβρίου 1971 για τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος ορισμένων δικαστικών και νομικών επαγγελμάτων και το διάταγμα αριθ. 91-1197 της 27ης Νοεμβρίου 1991 για την οργάνωση του δικηγορικού επαγγέλματος. Ο νόμος αριθ. 90-1259 της 31ης Δεκεμβρίου 1990, ο οποίος τροποποίησε τον νόμο του 1971, και τα διατάγματα εφαρμογής του δημιούργησαν το νέο επάγγελμα του δικηγόρου συγχωνεύοντας το επάγγελμα του δικηγόρου και του νομικού συμβούλου.Ο νόμος της 25ης Ιανουαρίου 2011 για τη μεταρρύθμιση της εκπροσώπησης ενώπιον των εφετείων, από την πλευρά του, συγχώνευσε το επάγγελμα του δικηγόρου και του νομικού συμβούλου παρ’ εφέταις.

Στην καθημερινή άσκηση της δραστηριότητάς του, ο δικηγόρος εκπληρώνει δύο καθήκοντα: Αφενός, νομική συνδρομή και εκπροσώπηση (δικαστική δραστηριότητα), αφετέρου, νομικές συμβουλές και σύνταξη εγγράφων (νομική δραστηριότητα).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 πρώτο εδάφιο του νόμου της 31ης Δεκεμβρίου 1971, οι δικηγόροι διαθέτουν οιονεί μονοπώλιο όσον αφορά την παροχή συνδρομής και την εκπροσώπηση των διαδίκων, την παράσταση και την αγόρευση ενώπιον των δικαστηρίων και των κάθε φύσης δικαιοδοτικών ή πειθαρχικών οργάνων.

Το επάγγελμα χαρακτηρίζεται από την απουσία εθνικού δικηγορικού σώματος, καθώς οι δικηγόροι επιθυμούν να διαφυλάξουν τη δίκαιη εκπροσώπηση του συνόλου των δικηγορικών συλλόγων. Οι δικηγόροι υπάγονται στους 16 δικηγορικούς συλλόγους της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων εδαφών που υφίστανται στην περιφέρεια των πρωτοδικείων (tribunaux de grande instance). Κάθε δικηγορικός σύλλογος διαθέτει έναν πρόεδρο και διοικείται από το συμβούλιο του σώματος, το οποίο είναι αρμόδιο να χειρίζεται κάθε θέμα που αφορά την άσκηση του επαγγέλματος και να μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεων των δικηγόρων καθώς και για την προστασία των δικαιωμάτων τους.

Το Εθνικό Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων (Conseil national des barreaux, CNB), το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο της 31ης Δεκεμβρίου 1990 (άρθρο 15), είναι ίδρυμα κοινής ωφέλειας με νομική προσωπικότητα, επιφορτισμένο να εκπροσωπεί το δικηγορικό επάγγελμα ενώπιον των δημόσιων αρχών και να μεριμνά για την εναρμόνιση των κανόνων και των πρακτικών του επαγγέλματος.

Το Εθνικό Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων διαθέτει δικτυακό τόπο, ο οποίος παρέχει δωρεάν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση του επαγγέλματος, ζητήματα επικαιρότητας που αφορούν το επάγγελμα καθώς και κατάλογο του συνόλου των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στους δικηγορικούς συλλόγους της Γαλλίας. Οι περισσότεροι μεγάλοι δικηγορικοί σύλλογοι διαθέτουν δικτυακούς τόπους στους οποίους παρέχεται ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση και οι διευθύνσεις των οποίων περιέχονται στον κατάλογο των δικηγορικών συλλόγων που είναι διαθέσιμος στον δικτυακό τόπο του CNB.

Για τον σκοπό αυτό, θεσπίζει εθνικό εσωτερικό κανονισμό με αποφάσεις νομοθετικού χαρακτήρα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα και εφαρμόζονται άμεσα στους δικηγόρους.

Οι δικηγόροι στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’Etat) και στο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de cassation) αποτελούν ξεχωριστό επάγγελμα: είναι δημόσιοι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονται για την άσκηση των καθηκόντων τους με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης. Διαθέτουν αποκλειστικό δικαίωμα εκπροσώπησης ενώπιον των ανώτατων δικαστηρίων, όταν η εκπροσώπηση αυτή είναι υποχρεωτική. Το καθεστώς τους προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 1817, η οποία θεσπίζει το σώμα των δικηγόρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το διάταγμα αριθ. 91-1125 της 28ης Οκτωβρίου 1991 σχετικά με τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο εν λόγω επάγγελμα καθώς και το διάταγμα αριθ. 2002-76 της 11ης Ιανουαρίου 2002 σχετικά με τους πειθαρχικούς κανόνες που διέπουν το επάγγελμα αυτό.

Οι δικηγόροι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ακυρωτικό Δικαστήριο αποτελούν αυτόνομο σώμα, επικεφαλής του οποίου είναι ο πρόεδρος, ο οποίος επικουρείται από το συμβούλιο του σώματος που απαρτίζεται από 11 μέλη. Ο φορέας αυτός ασκεί πειθαρχικά καθήκοντα και εκπροσωπεί το επάγγελμα.

Οι πληροφορίες αυτές περιέχονται επίσης στον δικτυακό τόπο του δικηγορικού σώματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Διατίθεται βάση δεδομένων στον συγκεκριμένο τομέα;

Διατίθεται βάση δεδομένων, η οποία τηρείται από το Εθνικό Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων με βάση τον κατάλογο των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στους πίνακες κάθε δικηγορικού σώματος στη Γαλλία.

Παρέχεται δωρεάν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές;

Η πρόσβαση στην εν λόγω βάση στον δικτυακό τόπο του Εθνικού Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων παρέχεται δωρεάν.

Συμβολαιογράφοι

Οργάνωση

Οι συμβολαιογράφοι είναι δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης. Ωστόσο, ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Το καθεστώς τους προκύπτει κατά κύριο λόγο από τον νόμο της 25ης Βεντόζ του έτους XI, τη διάταξη αριθ. 45-2590 της 2ας Νοεμβρίου 1945 και το διάταγμα αριθ. 45-0117 της 19ης Δεκεμβρίου 1945 σχετικά με την οργάνωση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, το διάταγμα αριθ. 73-609 της 5ης Ιουλίου 1973 σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα και το διάταγμα αριθ. 78-262 της 8ης Μαρτίου 1978 σχετικά με τον καθορισμό των αμοιβών των συμβολαιογράφων.

Το επάγγελμα είναι οργανωμένο σε συμβολαιογραφικούς συλλόγους σε επίπεδο διαμερίσματος και περιφέρειας, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη ρύθμιση και τα πειθαρχικά ζητήματα που αφορούν τους συμβολαιογράφους που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους. Το όργανο εκπροσώπησης ενώπιον των δημόσιων αρχών σε εθνικό επίπεδο είναι το Ανώτατο Συμβολαιογραφικό Συμβούλιο.

Εκτός από το καθήκον εκπροσώπησης ενώπιον των δημόσιων αρχών, το Ανώτατο Συμβολαιογραφικό Συμβούλιο ασκεί καθήκοντα πρόληψης και συμβιβασμού των διαφορών επαγγελματικής φύσης μεταξύ συμβολαιογράφων που δεν υπάγονται στο ίδιο περιφερειακό συμβούλιο. Το Ανώτατο Συμβολαιογραφικό Συμβούλιο διαθέτει δικτυακό τόπο δωρεάν πρόσβασης που περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά του επαγγέλματος και περιέχει κατάλογο των συμβολαιογράφων και των νομαρχιακών και περιφερειακών σωμάτων.

Αποστολή και καθήκοντα

Οι συμβολαιογράφοι έχουν την εξουσία να χορηγούν δημόσια έγγραφα, τα οποία είναι εκτελεστά χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση.

Ασκούν επίσης καθήκοντα παροχής συμβουλών σε ιδιώτες και σε επιχειρήσεις, οι οποίες συμβουλές συνδέονται ή μη με την κατάρτιση πράξεων, και μπορούν να παρεμβαίνουν, επικουρικώς, στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και στη διαπραγμάτευση ακινήτων.

Άλλα νομικά επαγγέλματα

Δικαστικοί επιμελητές

Οι δικαστικοί επιμελητές είναι δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονται στα καθήκοντά τους με απόφαση του Σφραγιδοφύλακα, του υπουργού Δικαιοσύνης. Ωστόσο, ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Το καθεστώς τους απορρέει, ειδικότερα, από τον νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1923, τη διάταξη αριθ. 45-2592 της 2ας Νοεμβρίου 1945, το διάταγμα αριθ. 56-222 της 29ης Φεβρουαρίου 1956 και το διάταγμα αριθ. 75-770 της 14ης Αυγούστου 1975.

Έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα επίδοσης των διαδικαστικών πράξεων και εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων καθώς και εκτελεστών πράξεων ή εκτελεστών τίτλων. Μπορούν επίσης, και ειδικότερα βάσει δικαστικής παραγγελίας ή κατόπιν αιτήματος ιδιώτη, να προβαίνουν σε διαπιστώσεις. Επίσης, δικαιούνται, κατόπιν ενημέρωσης του οικείου περιφερειακού Συλλόγου καθώς και του γενικού εισαγγελέα του εφετείου στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η έδρα τους, να ασκούν τις επικουρικές δραστηριότητες του διαμεσολαβητή, του διαχειριστή ακινήτων και του ασφαλιστικού πράκτορα.

Οι δικαστικοί επιμελητές εισπράττουν, σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για τις πράξεις του λειτουργήματός τους, αμοιβές που υπόκεινται σε διατίμηση και προβλέπονται στο διάταγμα αριθ. 96-1080 της 12ης Δεκεμβρίου 1996.

Το επάγγελμα εκπροσωπείται από νομαρχιακά και περιφερειακά σώματα στη δικαιοδοσία κάθε εφετείου. Επίσης, το εθνικό σώμα εκπροσωπεί το σύνολο του επαγγέλματος ενώπιον των δημόσιων αρχών και επιλύει τις διαφορές μεταξύ των σωμάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ δικαστικών επιμελητών. Το Εθνικό σώμα δικαστικών επιμελητών διαθέτει δικτυακό τόπο δωρεάν πρόσβασης που περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά του επαγγέλματος και περιέχει κατάλογο των επαγγελματιών.

Το διάταγμα της 2ας Ιουνίου 2016 προβλέπει τη δημιουργία ενός νέου επαγγέλματος, αυτό του επιτρόπου δικαιοσύνης (commissaire de justice), το οποίο θα αντικαταστήσει, από την 1η Ιουλίου 2022, τα επαγγέλματα του δικαστικού επιμελητή και του εκπλειστηριαστή.

Το εν λόγω διάταγμα καθορίζει το καθεστώς των επιτρόπων δικαιοσύνης και προβλέπει τη σταδιακή εισαγωγή του νέου επαγγέλματος, εισάγοντας μεταβατικό καθεστώς έως την 1η Ιουλίου 2022. Λόγω της μερικής ομοιότητας και συμπληρωματικότητας των καθηκόντων των δικαστικών επιμελητών και των εκπλειστηριαστών, κατέστη αναγκαίος ο εξορθολογισμός της τρέχουσας οργάνωσης του εσωτερικού κανονισμού τους και, ως εκ τούτου, η συγχώνευση των δύο αυτών επαγγελμάτων στο νέο επάγγελμα του επιτρόπου δικαιοσύνης.

Ο εσωτερικός κανονισμός για τους επιτρόπους δικαιοσύνης θα τεθεί σε πλήρη ισχύ από την 1η Ιουλίου 2022. Από την 1η Ιουλίου 2026, από τον κανονισμό αυτόν εξαιρούνται τα προηγούμενα επαγγέλματα και οι δικαστικοί επιμελητές και οι εκπλειστηριαστές που δεν έχουν λάβει την ειδική κατάρτιση που απαιτείται για την απόκτηση του τίτλου του επιτρόπου δικαιοσύνης παύουν να ασκούν το επάγγελμά τους. Από την 1η Ιανουαρίου 2019 το εθνικό επιμελητήριο επιτρόπων δικαιοσύνης αντικαθιστά το εθνικό επιμελητήριο δικαστικών επιμελητών και το εθνικό επιμελητήριο εκπλειστηριαστών, προκειμένου να προετοιμαστεί η σταδιακή προσέγγιση και στη συνέχεια η συγχώνευση των δύο επαγγελμάτων.

Άλλοι λειτουργοί της δικαιοσύνης

Στα εμποροδικεία υπάρχουν γραμματείς εμποροδικείων, οι οποίοι είναι δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι αξιωματούχοι. Τα κύρια καθήκοντά τους περιλαμβάνουν την παροχή συνδρομής στα μέλη του εμποροδικείου κατά τη δίκη καθώς και στον πρόεδρο του εμποροδικείου όσον αφορά το σύνολο των διοικητικών καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί. Διευθύνουν τις υπηρεσίες της γραμματείας και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του μητρώου εμπορίου και εταιρειών (registre du commerce et des sociétés, RCS), των καταλόγων και των φακέλων του δικαστηρίου. Χορηγούν έγγραφα και αντίγραφα, τηρούν τις σφραγίδες και τα ποσά που κατατίθενται στη γραμματεία, καταρτίζουν τις πράξεις της γραμματείας και αναλαμβάνουν τις διατυπώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

Το επάγγελμα ρυθμίζεται από τα άρθρα L.741-1 και επόμενα έως R.741-1 του εμπορικού κώδικα.

Το επάγγελμα εκπροσωπείται ενώπιον των δημόσιων αρχών από το εθνικό συμβούλιο γραμματέων εμποροδικείων (Conseil national des greffiers des tribunaux de commerce, CNGTC), ίδρυμα κοινής ωφέλειας με νομική προσωπικότητα, επιφορτισμένο να προασπίζεται τα συλλογικά συμφέροντα του επαγγέλματος. Οργανώνει την αρχική και συνεχή κατάρτιση των γραμματέων και του προσωπικού της γραμματείας, τις επαγγελματικές εξετάσεις, διευκολύνει την εξασφάλιση πρακτικών ασκήσεων και διασφαλίζει την παρακολούθησή τους. Το σύνολο των πληροφοριών αυτών παρέχεται στον δικτυακό τόπο του εθνικού συμβουλίου γραμματέων εμποροδικείων.

Γραμματέας εμποροδικείου  PDF (366 Kb) en

Έμμισθος γραμματέας εμποροδικείου  PDF (366 Kb) en

Νομικοί σύμβουλοι / Νομικοί επιχειρήσεων

Το επάγγελμα του νομικού συμβούλου συγχωνεύθηκε με εκείνο του δικηγόρου με τον νόμο αριθ. 90-1259 της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

Οι νομικοί που εργάζονται σε επιχειρήσεις δεν υπάγονται σε ειδική επαγγελματική ρύθμιση.

Τελευταία επικαιροποίηση: 10/01/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.