Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων

Φινλανδία

Στη σελίδα αυτή θα βρείτε μια επισκόπηση των νομικών επαγγελμάτων στη Φινλανδία.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Φινλανδία

Νομικά επαγγέλματα — Εισαγωγή

Τα νομικά επαγγέλματα στη Φινλανδία περιλαμβάνουν τους δικαστές, τους εισαγγελείς, τους σύμβουλους παροχής νομικής συνδρομής, τους δικηγόρους, τους νομικούς σύμβουλους, τους συμβολαιογράφους και τους δικαστικούς επιμελητές.

Εισαγγελείς

Οργάνωση

Η Εθνική Εισαγγελία απασχολεί περίπου 550 άτομα. Περίπου 400 από αυτούς είναι εισαγγελείς. Επιπλέον, η Εισαγγελία απασχολεί περίπου 150 άτομα σε διάφορες θέσεις υποστήριξης και εμπειρογνωμόνων.

Η Εθνική Εισαγγελία αποτελείται από τη Γενική Εισαγγελία που ενεργεί ως κεντρική διοικητική μονάδα και από πέντε περιφερειακές εισαγγελίες: της Νότιας Φινλανδίας, της Δυτικής Φινλανδίας, της Βόρειας Φινλανδίας, της Ανατολικής Φινλανδίας και των Åland. Διαθέτει 34 εγκαταστάσεις σε ολόκληρη τη Φινλανδία.

Επικεφαλής της Εθνικής Εισαγγελίας είναι ο γενικός εισαγγελέας ως ο ανώτατος εισαγγελέας στη χώρα.

Η Γενική Εισαγγελία είναι αρμόδια για την κεντρική διοίκηση, τη διεύθυνση και την εποπτεία της Εθνικής Εισαγγελίας και για τη λειτουργία της στο σύνολό της. Οι περιφερειακές εισαγγελίες εκτελούν στην πράξη το έργο της ποινικής δίωξης.

Η Εθνική Εισαγγελία υπάγεται στη διοικητική αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Καθήκοντα

Η ανεξάρτητη Εθνική Εισαγγελία είναι κρατική αρχή και μέρος του δικαστικού σώματος. Αποστολή της είναι να διασφαλίζει ότι αποδίδεται ποινική ευθύνη, δηλαδή ότι κάθε αδίκημα τιμωρείται με ποινή κατά την έννοια του νόμου. Οι εισαγγελείς αποφασίζουν σχετικά με την ποινική δίωξη ανεξάρτητα και αποτελούν ανεξάρτητα δικαστικά όργανα.

Στις ποινικές διαδικασίες, ο εισαγγελέας διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο μεταξύ των δημόσιων αρχών, ο οποίος ξεκινά από τις προδικαστικές έρευνες και φτάνει έως τη δίκη. Ο εισαγγελέας μπορεί επίσης να επιβάλει πρόστιμα για ήσσονος σημασίας αδικήματα.

Τα καθήκοντα του εισαγγελέα επικεντρώνονται κυρίως στην ποινική δίωξη και στη δίκη. Κατά τη διάρκεια της ποινικής δίωξης, οι εισαγγελείς αποφασίζουν ποιες υποθέσεις θα παραπέμψουν στο ακροατήριο βάσει των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν. Εναπόκειται στον εισαγγελέα σε δίκη να αποδείξει ότι έχει διαπραχθεί το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος.

Ο εισαγγελέας μεριμνά επίσης ώστε η προδικαστική έρευνα να διεξάγεται σε αρκετό βάθος. Ο εισαγγελέας λαμβάνει γνώση των πιο περίπλοκων ποινικών υποθέσεων ήδη από την έναρξη της προδικαστικής έρευνας και μπορεί επίσης, κατόπιν πρότασης του επικεφαλής της έρευνας, να τερματίσει την προδικαστική έρευνα πριν από το στάδιο της απαγγελίας κατηγορίας.

Ο ρόλος του εισαγγελέα στην προδικαστική έρευνα είναι ιδιαίτερα σημαντικός όταν ένας αστυνομικός είναι ύποπτος για διάπραξη εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας διευθύνει επίσης την προδικαστική έρευνα.

Νομικές βάσεις δεδομένων

Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο της Εθνικής Εισαγγελίας.

Δικαστές

Οργάνωση

Στη Φινλανδία, οι περισσότερες δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται από επαγγελματίες δικαστές. Στα τοπικά δικαστήρια υπάρχουν επίσης λαϊκοί δικαστές. Οι δικαστές είναι μέλη της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας. Υπηρετούν στο Ανώτατο Δικαστήριο, στα εφετεία και στα τοπικά δικαστήρια, στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και στα διοικητικά δικαστήρια, στο Δικαστήριο Υποθέσεων Κοινωνικής Ασφάλισης, στο Εργατοδικείο και στο Δικαστήριο Οικονομικών Υποθέσεων. Οι δικαστές είναι κρατικοί λειτουργοί και δεν μπορούν να απομακρύνονται από το αξίωμά τους. Ένας δικαστής δεν μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα παρά μόνο με απόφαση δικαστηρίου. Επιπλέον, οι δικαστές δεν μπορούν να μετατίθενται χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Το κεφάλαιο 12 του νόμου σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους στην κεντρική διοίκηση περιλαμβάνει χωριστές νομικές διατάξεις για τους δικαστές ως δημόσιους υπαλλήλους. Σύμφωνα με τον νόμο, οι διατάξεις που διέπουν ζητήματα όπως άδεια απουσίας, επίπληξη, προσωρινή απασχόληση και απόλυση των υπολοίπων δημόσιων υπαλλήλων δεν ισχύουν για τους δικαστές. Σύμφωνα με τον νόμο σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους στην κεντρική διοίκηση, οι δικαστές οφείλουν να παραιτούνται από το αξίωμά τους όταν φτάσουν στην προβλεπόμενη ηλικία συνταξιοδότησης (η οποία για τους δικαστές είναι τα 68 έτη) ή εφόσον προκύπτει μόνιμη ανικανότητα άσκησης των καθηκόντων τους.

Καθήκοντα

Δικαστές

Οποιοσδήποτε επιθυμεί να αναλάβει δικαστικό αξίωμα πρέπει να διαθέτει πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής και να έχει συμπληρώσει μονοετή κατάρτιση σε έδρα πρωτοδικείου. Η συνήθης οδός προς το επάγγελμα του δικαστή είναι να εργαστεί κανείς ως υπεύθυνος υποβολής (υψηλόβαθμος γραμματέας) στο εφετείο και στη συνέχεια να διοριστεί δικαστής σε τοπικό δικαστήριο ή σε εφετείο. Στο μέλλον οι υποψήφιοι δικαστές θα λαμβάνουν ειδική σχετική κατάρτιση. Το εφετείο ανακοινώνει τις κενές θέσεις και το Συμβούλιο Διορισμού Δικαστικών αξιολογεί την καταλληλότητα των αιτούντων. Οι δικαστές διορίζονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Λαϊκοί δικαστές

Τα τοπικά δικαστήρια διαθέτουν επίσης λαϊκά μέλη ή «λαϊκούς δικαστές», οι οποίοι συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων σε ορισμένες υποθέσεις. Οι λαϊκοί δικαστές χρησιμοποιούνται κυρίως σε ποινικές υποθέσεις, αλλά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και σε αστικές υποθέσεις και σε διαφορές ιδιοκτησίας. Στα τοπικά δικαστήρια η εκδίκαση των υποθέσεων γίνεται από έναν μόνιμο δικαστή, με την ιδιότητα του προέδρου, και τρεις λαϊκούς δικαστές. Οι λαϊκοί δικαστές λειτουργούν ανεξάρτητα και, όταν κρίνεται απαραίτητο, η απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνεται με ψηφοφορία. Η ετυμηγορία διαμορφώνεται με βάση την άποψη της πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας σε ποινική υπόθεση, υπερισχύει η επιεικέστερη γνώμη για τον κατηγορούμενο. Στις αστικές υποθέσεις, η αποφασιστική ψήφος είναι εκείνη του προέδρου.

Τα δημοτικά συμβούλια διορίζουν λαϊκούς δικαστές για τετραετείς θητείες. Κάθε δήμος πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον δύο λαϊκούς δικαστές. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ υψηλότερος στους μεγάλους δήμους. Οι λαϊκοί δικαστές πρέπει να αντικατοπτρίζουν κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό τα χαρακτηριστικά του κάθε δήμου από άποψη ηλικίας, φύλου, γλώσσας και επαγγέλματος των κατοίκων του.

Οι λαϊκοί δικαστές πρέπει να είναι Φινλανδοί πολίτες. Άνθρωποι ηλικίας κάτω των 25 και άνω των 63 ετών δεν μπορούν να διορίζονται λαϊκοί δικαστές. Άνθρωποι με επίσημα αξιώματα σε δικαστήρια ή σε φορείς ποινικού δικαίου δεν μπορούν να υπηρετούν ως λαϊκοί δικαστές. Το ίδιο ισχύει και για όσους υπηρετούν ως εισαγγελείς, δικηγόροι ή αστυνομικοί. Ο λαϊκός δικαστής ορκίζεται ως δικαστής ή υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση πριν από την ανάληψη της θέσης του.

Στόχος είναι η συμμετοχή κάθε λαϊκού δικαστή σε μία ακρόαση περίπου ανά μήνα ή 12 φορές ανά έτος. Το τοπικό δικαστήριο καταβάλει στους λαϊκούς δικαστές αμοιβή ανά ακρόαση, καθώς και αποζημίωση για απώλεια εισοδήματος.

Σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής

Οργάνωση

Οι σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής είναι νομικοί ή δικηγόροι οι οποίοι εργάζονται στα κρατικά γραφεία παροχής νομικής συνδρομής. Οι εν λόγω σύμβουλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι διορίζονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Τα γραφεία παροχής νομικής συνδρομής υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Οι σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής πρέπει να είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος νομικής (oikeustieteen kandidaatti ή oikeustieteen maisteri) και να διαθέτουν επαρκή πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα και στις δικαστικές υποθέσεις. Πολλοί σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής φέρουν επίσης τον τιμητικό τίτλο varatuomari (κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος νομικής με άσκηση στο δικαστήριο).

Οι σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων. Έχουν την υποχρέωση να τηρούν τους κανόνες της επαγγελματικής δεοντολογίας των δικηγόρων στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους. Για τον λόγο αυτό, τελούν υπό την πειθαρχική εξουσία του Φινλανδικού Δικηγορικού Συλλόγου. Η πλειονότητα των συμβούλων παροχής νομικής συνδρομής είναι εγγεγραμμένοι στον Δικηγορικό Σύλλογο. Οι σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία.

Δικηγόροι

Μόνο τα μέλη του Φινλανδικού Δικηγορικού Συλλόγου μπορούν να χρησιμοποιούν τους επαγγελματικούς τίτλους «asianajaja», στα σουηδικά «advokat». Κάθε πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση εγγραφής στον Φινλανδικό Δικηγορικό Σύλλογο πρέπει:

  • να κατέχει μεταπτυχιακό νομικής (LL.M.), το οποίο του δίνει τη δυνατότητα ανάληψης δικαστικού αξιώματος
  • να είναι πρόσωπο εγνωσμένης ακεραιότητας
  • να διαθέτει αρκετά χρόνια πείρας στο νομικό επάγγελμα και σε άλλες δικαστικές δραστηριότητες
  • να πετύχει σε ειδική εξέταση που αφορά τα βασικά στοιχεία του νομικού επαγγέλματος και της επαγγελματικής δεοντολογίας
  • να είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο έναντι οποιασδήποτε επιρροής από κρατικούς λειτουργούς και άλλα πρόσωπα, εξαιρουμένου του πελάτη του
  • να διαθέτει διάφορα άλλα προσόντα, ανάλογα με την περίπτωση.

Ευθύνες των δικηγόρων και εποπτεία της επαγγελματικής πρακτικής τους

Σε ό,τι αφορά την ποινική ή την αδικοπρακτική ευθύνη, ισχύει καταρχήν για τον δικηγόρο ό,τι ισχύει και για οποιονδήποτε άλλο πολίτη. Ωστόσο κάθε δικηγόρος πρέπει να προβαίνει σε ασφαλιστική κάλυψη ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει ζημίες που προκύπτουν από οτιδήποτε άλλο εκτός από προμελέτη ή σοβαρή αμέλεια. Ο Δικηγορικός Σύλλογος έχει συστήσει ταμείο αποζημιώσεων για την κάλυψη ζημιών που προέρχονται από τυχόν εγκληματική συμπεριφορά δικηγόρων.

Οι δικηγόροι έχουν επιπλέον και επαγγελματική ευθύνη. Το συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου πρέπει να διασφαλίζει ότι οι δικηγόροι εκπληρώνουν το καθήκον τους σύμφωνα με την επαγγελματική δεοντολογία. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Δικηγορικός Σύλλογος κινεί πειθαρχικές διαδικασίες, οι οποίες ξεκινούν συνήθως με γραπτή καταγγελία ή προειδοποίηση. Ο/Η Επίτροπος Δικαιοσύνης ενημερώνεται σχετικά με τις αποφάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου και μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις αυτές στο Εφετείο του Ελσίνκι.

Ο Φινλανδικός Δικηγορικός Σύλλογος είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου και η λειτουργία του διέπεται από τον νόμο για τους δικηγόρους του 1958. Στην προηγούμενη μορφή του ήταν αναγνωρισμένο σωματείο με την ίδια επωνυμία. Όλα τα μέλη και των δύο οργανισμών είναι και ήταν πάντα δικηγόροι.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος αριθμεί περίπου 1.850 μέλη, τα οποία αποκαλούνται «δικηγόροι» («asianajaja» στα φινλανδικά, «advokat» στα σουηδικά). Τα δικηγορικά γραφεία απασχολούν περίπου 600 συνεργάτες νομικούς. Περίπου 120 δικηγόροι είναι σύμβουλοι παροχής νομικής συνδρομής. Τα κρατικά γραφεία παροχής νομικής συνδρομής απασχολούν επίσης περισσότερους από 100 συμβούλους παροχής νομικής συνδρομής οι οποίοι δεν είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου.

Νομικός που έχει διαγραφεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο συνεπεία πειθαρχικών μέτρων μπορεί να εξακολουθήσει να ασκεί το επάγγελμά του με άλλον επαγγελματικό τίτλο. Σε τέτοια περίπτωση, ωστόσο, ο νομικός ασκεί το επάγγελμά του χωρίς να δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις της δικηγορικής ιδιότητας και η επαγγελματική του πρακτική δεν εποπτεύεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο.

Κάθε Φινλανδός πολίτης ή πολίτης άλλου κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ηλικίας άνω των 25 ετών, ο οποίος χαρακτηρίζεται από εντιμότητα και του οποίου οι ικανότητες και ο τρόπος ζωής αρμόζουν στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, μπορεί να γίνει δεκτός από τον Δικηγορικό Σύλλογο. Για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η εκπλήρωση των ακαδημαϊκών απαιτήσεων στη Φινλανδία για δικαστικό αξίωμα, καθώς και η ύπαρξη των απαραίτητων επαγγελματικών δεξιοτήτων και της πείρας στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Επιπλέον, οι υποψήφιοι δικηγόροι θα πρέπει να μην έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση και να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.

Βάσει των διεθνών δεσμεύσεων που έχουν τεθεί σε ισχύ στη Φινλανδία, ένα άτομο το οποίο δεν πληροί τις ακαδημαϊκές απαιτήσεις και δεν διαθέτει την επαγγελματική πείρα που απαιτείται στη Φινλανδία, αλλά διαθέτει τα επαγγελματικά προσόντα που θεωρούνται απαραίτητα για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, μπορεί να γίνει επίσης δεκτό από τον Δικηγορικό Σύλλογο. Στην περίπτωση αυτή, οι υποψήφιοι πρέπει να αποδείξουν, σε εξετάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου, ότι έχουν επαρκείς γνώσεις όσον αφορά τόσο το δίκαιο της Φινλανδίας όσο και την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στη Φινλανδία.

Επιπλέον, άτομο το οποίο διαθέτει τα επαγγελματικά προσόντα τα οποία απαιτούνται για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εργαστεί ως δικηγόρος στη Φινλανδία χωρίς να υποβληθεί σε ειδική εξέταση. Ωστόσο, προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας χωρίς εξετάσεις είναι να έχει εγγραφεί, επί τριετία τουλάχιστον, στο μητρώο που τηρεί ο Δικηγορικός Σύλλογος για τους δικηγόρους που χρησιμοποιούν τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους και έχουν το δικαίωμα να ασκούν δικηγορία σε άλλο κράτος μέλος (μητρώο ΕΕ). Επίσης, θα πρέπει να αποδείξει ότι ασκούσε κανονικά το δικηγορικό επάγγελμα στη Φινλανδία για τουλάχιστον το ανωτέρω χρονικό διάστημα.

Νομικές βάσεις δεδομένων

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να συμβουλευτείτε τον ιστότοπο του Φινλανδικού Δικηγορικού Συλλόγου.

Νομικοί σύμβουλοι

Νομικός σύμβουλος είναι νομικός που έχει λάβει άδεια από το Συμβούλιο Νομικών Συμβούλων να ενεργεί ως νομικός σύμβουλος. Οι νομικοί σύμβουλοι υποχρεούνται να συμμορφώνονται με κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας ισοδύναμους με εκείνους του κώδικα δεοντολογίας όταν ενεργούν στο δικαστήριο ως συνήγοροι ή δικηγόροι. Στο πλαίσιο αυτό, οι νομικοί σύμβουλοι υπόκεινται σε εποπτεία από το εποπτικό συμβούλιο του Φινλανδικού Δικηγορικού Συλλόγου, το Συμβούλιο Νομικών Συμβούλων και τον Επίτροπο Δικαιοσύνης.

Νομικές βάσεις δεδομένων

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον κατάλογο των νομικών συμβούλων διατίθενται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Φινλανδίας.

Συμβολαιογράφοι

Στη Φινλανδία, τα καθήκοντα των συμβολαιογράφων διέπονται από τη νομοθεσία της χώρας. Οι συμβολαιογράφοι απασχολούνται από τοπικά ληξιαρχικά γραφεία και τοπικά γραφεία δικαιοδοσίας. Προκειμένου κάποιος να γίνει συμβολαιογράφος πρέπει να διαθέτει μεταπτυχιακό νομικής (oikeustieteen kandidaatti ή oikeustieteen maisteri).

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες, τα καθήκοντα του συμβολαιογράφων στη Φινλανδία διαφέρουν σημαντικά από τα καθήκοντα των συμβολαιογράφων σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Φινλανδία, ο συμβολαιογράφος είναι πάντοτε δημόσιος λειτουργός. Ωστόσο, δεν είναι συμβολαιογράφοι πλήρους απασχόλησης· οι περισσότεροι λειτουργοί που ασκούν τα καθήκοντα συμβολαιογράφου είναι τοπικοί ληξίαρχοι σε τοπικά ληξιαρχικά γραφεία. Στη Φινλανδία, λόγω της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων σε αστικές υποθέσεις, δεν απαιτείται επικύρωση από τον συμβολαιογράφο για την ισχύ των συμβάσεων. Τα μόνα συμβόλαια αστικού δικαίου που απαιτούν επικύρωση από συμβολαιογράφο είναι αυτά που αφορούν μεταβίβαση.

Οι συμβολαιογράφοι είναι επιφορτισμένοι με την επικύρωση, μεταξύ άλλων, υπογραφών, αντιγράφων πιστοποιητικών και βιογραφικών σημειωμάτων. Οι συμβολαιογράφοι μπορούν επίσης να επικυρώνουν έγγραφα με επισημείωση, πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι ο υπογράφων συγκεκριμένο έγγραφο έχει τη θέση που αναφέρεται στο έγγραφο και ότι είναι εξουσιοδοτημένος να εκδώσει το έγγραφο.

Άλλα νομικά επαγγέλματα

Αρχές επιβολής του νόμου

Η Εθνική Αρχή Επιβολής της Φινλανδίας είναι υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και είναι αρμόδια για την ανεξάρτητη εκτέλεση των καθηκόντων επιβολής που προβλέπονται από τον νόμο. Η επιβολή αποτελεί μέρος του δικαστικού συστήματος και βασίζεται στον νόμο. Στα καθήκοντα επιβολής του νόμου περιλαμβάνονται η είσπραξη απαιτήσεων, οι εξώσεις και τα μέτρα ασφάλειας. Η αρχή επιβολής του νόμου ενεργεί αμερόληπτα και λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα τόσο του δανειστή όσο και του οφειλέτη. Το δίκτυο 64 γραφείων της Εθνικής Αρχής Επιβολής καλύπτει ολόκληρη τη Φινλανδία.

Δικαστικός επιμελητής ή αρμόδιος λειτουργός επιβολής του νόμου είναι γενικός όρος για κρατικούς υπαλλήλους που εκτελούν καθήκοντα επιβολής του νόμου. Ο δικαστικός επιμελητής διαθέτει ανεξάρτητες εξουσίες επιβολής του νόμου.

Σύμφωνα με τον νόμο, οι δικαστικοί επιμελητές είναι:

  • επιθεωρητές επιβολής του νόμου της βασικής μονάδας επιβολής του νόμου
  • ανώτεροι επιθεωρητές επιβολής του νόμου των διευρυμένων και ειδικών μονάδων επιβολής του νόμου
  • λογοδοτούν στους ανώτερους υπαλλήλους επιβολής του νόμου και
  • επικεφαλής υπάλληλοι επιβολής του νόμου
  • στα Åland, οι ισοδύναμοι τίτλοι είναι ανώτερος επιθεωρητής επιβολής του νόμου και επαρχιακός ανώτερος διευθυντής επιβολής του νόμου.
  • Δυνάμει του νόμου, στους δικαστικούς επιμελητές περιλαμβάνονται επίσης ο γενικός διευθυντής της Εθνικής Αρχής Επιβολής της Φινλανδίας και ο αναπληρωτής διευθυντής.

Υπάρχουν επίσης και άλλοι νόμιμοι τίτλοι στην Εθνική Αρχή Επιβολής, όπως οικονομικός σύμβουλος, ειδικός, διοικητικός δικαστικός επιμελητής και ανώτερος διοικητικός δικαστικός επιμελητής.

Η πλειονότητα των απαιτήσεων επιβολής του νόμου διεκπεραιώνεται με τη χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων είσπραξης στην Εθνική Βασική Μονάδα Επιβολής, και αυτό δεν απαιτεί προσωπική επαφή με τον οφειλέτη.

Στις αντίστοιχες επικράτειές τους, οι πέντε περιφερειακές μονάδες επιβολής για διευρυμένη επιβολή είναι αρμόδιες, για παράδειγμα, για την πώληση κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων (αναγκαστική πώληση) και για άλλα πιο απαιτητικά καθήκοντα επιβολής του νόμου.

Η Εθνική Ειδική Μονάδα Επιβολής εκτελεί πολλά ερευνητικά και χρονοβόρα καθήκοντα επιβολής του νόμου και συμμετέχει στη διυπηρεσιακή συνεργασία και στην καταπολέμηση της παραοικονομίας και του οικονομικού εγκλήματος.

Η κεντρική διοίκηση της Εθνικής Αρχής Επιβολής είναι αρμόδια για τη διοικητική εποπτεία, την ανάπτυξη και τον έλεγχο των υπηρεσιών επιβολής. Η κεντρική διοίκηση είναι επίσης υπεύθυνη για τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα της Εθνικής Αρχής Επιβολής στο σύνολό της.

Η κεντρική διοίκηση της Αρχής δεν εμπλέκεται σε επιμέρους καθήκοντα επιβολής· όλες οι μονάδες επιβολής ενεργούν ανεξάρτητα. Οι μεμονωμένες υποθέσεις επιβολής του νόμου εμπίπτουν πάντοτε στην αρμοδιότητα του δικαστικού επιμελητή / αρμόδιου λειτουργού επιβολής του νόμου που είναι αρμόδιος για την υπόθεση, ενώ οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε μεμονωμένες υποθέσεις επιβολής δεν μπορούν, για παράδειγμα, να αναθεωρηθούν από την κεντρική διοίκηση.

Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο της Εθνικής Αρχής Επιβολής της Φινλανδίας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/09/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.