Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων

Εσθονία

Στην παρούσα σελίδα παρέχεται επισκόπηση της οργάνωσης των νομικών επαγγελμάτων στην Εσθονία.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Εσθονία

Νομικά επαγγέλματα — εισαγωγή

Στα νομικά επαγγέλματα στην Εσθονία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

  • εισαγγελείς·
  • δικαστές·
  • λαϊκοί δικαστές·
  • βοηθοί δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι·
  • δικηγόροι·
  • συμβολαιογράφοι·
  • δικαστικοί επιμελητές· και
  • σύνδικοι πτώχευσης.

Εισαγγελείς

Οργάνωση

Η Εισαγγελία είναι κρατική υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Περιλαμβάνει δύο επίπεδα: τη Γενική Εισαγγελία (ως ανώτερη εισαγγελική αρχή) και τέσσερις περιφερειακές εισαγγελίες.

Η δικαιοδοσία της Γενικής Εισαγγελίας καλύπτει όλη την επικράτεια της Εσθονίας και η δικαιοδοσία της κάθε περιφερειακής εισαγγελίας αντιστοιχεί σε εκείνη των αστυνομικών διευθύνσεων. Προϊστάμενος της Γενικής Εισαγγελίας είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, η θητεία του οποίου είναι πενταετής. Ο Γενικός Εισαγγελέας διορίζεται από την κυβέρνηση της Εσθονίας βάσει πρότασης του υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει πρώτα συμβουλευθεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Κοινοβουλίου της χώρας.

Κάθε χρόνο, κατά την εαρινή σύνοδο του Κοινοβουλίου, ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσιάζει στη Συνταγματική Επιτροπή του Κοινοβουλίου ανασκόπηση των επιδόσεων της Εισαγγελίας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει της νομοθεσίας.

Οι περιφερειακές εισαγγελίες διευθύνονται από επικεφαλής εισαγγελείς, η θητεία των οποίων είναι επίσης πενταετής. Οι επικεφαλής εισαγγελείς διορίζονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης βάσει πρότασης του Γενικού Εισαγγελέα.

Στην Εσθονία υπάρχουν συνολικά οκτώ κατηγορίες εισαγγελέων: ο Γενικός Εισαγγελέας, οι επικεφαλής κρατικοί εισαγγελείς, οι κρατικοί εισαγγελείς και οι βοηθοί εισαγγελείς στη Γενική Εισαγγελία, καθώς και οι επικεφαλής εισαγγελείς, οι ανώτεροι εισαγγελείς, οι ειδικοί εισαγγελείς, οι περιφερειακοί εισαγγελείς και οι βοηθοί εισαγγελείς στις περιφερειακές εισαγγελίες.

Βλ. σχετικά τον νόμο για τις εισαγγελικές αρχές.

Αποστολή και καθήκοντα

Σύμφωνα με τον νόμο για τις εισαγγελικές αρχές, η Εισαγγελία:

  • συμμετέχει στον σχεδιασμό της επιτήρησης που απαιτείται για την πρόληψη και τη διερεύνηση εγκλημάτων·
  • διεξάγει την προδικαστική ποινική διαδικασία διασφαλίζοντας τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητά της·
  • εκπροσωπεί την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου·
  • εκπληρώνει άλλα καθήκοντα που επιβάλλονται στην Εισαγγελία από τον νόμο.

Η Εισαγγελία ασκεί με ανεξάρτητο τρόπο τις αρμοδιότητές της που απορρέουν από τον νόμο για τις εισαγγελικές αρχές.

Ως επικεφαλής της ποινικής δίωξης, ο εισαγγελέας διευθύνει την ανάκριση κατά τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και αποφασίζει για το αν θα απευθύνει κατηγορίες κατά συγκεκριμένου προσώπου με βάση τα πραγματικά περιστατικά.

Σύμφωνα με το καταστατικό της Εισαγγελίας:
η Γενική Εισαγγελία:

  • διασφαλίζει τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα της προδικαστικής ποινικής διαδικασίας και εκπροσωπεί την πολιτεία στα δικαστήρια όλων των βαθμίδων σε σχέση με αξιόποινες πράξεις δημόσιων λειτουργών, οικονομικά εγκλήματα, αδικήματα που τελούνται στο πλαίσιο της υπηρεσίας στις ένοπλες δυνάμεις, περιβαλλοντικά εγκλήματα, αδικήματα εις βάρος της απονομής δικαιοσύνης και ποινικά αδικήματα που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα σε διασυνοριακό επίπεδο ή εγκλήματα ιδιαίτερου δημόσιου ενδιαφέροντος, καθώς επίσης και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και της διεθνούς ασφάλειας, σοβαρότερα ποινικά αδικήματα κατά του κράτους, ποινικά αδικήματα που διαπράττονται από εισαγγελείς και άλλα ποινικά αδικήματα που καθορίζονται από τον επικεφαλής εισαγγελέα·
  • αναλύει, εποπτεύει και παρέχει συμβουλές για τις δραστηριότητες των περιφερειακών εισαγγελιών, ενώ επίσης αναλύει και συνάγει γενικά συμπεράσματα για τις δικαστικές και εισαγγελικές πρακτικές·
  • εκπληρώνει υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη διεθνή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στις εργασίες της Eurojust·
  • συμμετέχει στη σύνταξη νόμων, κανονισμών και διοικητικών διαταγμάτων της κυβέρνησης, καθώς και κανονισμών και διαταγμάτων του υπουργού Δικαιοσύνης σχετικά με τις δραστηριότητες της Εισαγγελίας·
  • συμμετέχει στην κατάρτιση αναπτυξιακών σχεδίων σχετικά με την Εισαγγελία και τα καθήκοντά της·
  • οργανώνει τις δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων της Εισαγγελίας και ενημερώνει το κοινό σχετικά με τις δραστηριότητες της Εισαγγελίας·
  • οργανώνει το ανθρώπινο δυναμικό και τις δράσεις επιμόρφωσης της Εισαγγελίας, ασχολείται με θέματα που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία λειτουργών και υπαλλήλων, και τηρεί αρχεία προσωπικού·
  • οργανώνει τα διοικητικά καθήκοντα της επιτροπής επιλογής εισαγγελέων·
  • καταρτίζει το σχέδιο προϋπολογισμού της Εισαγγελίας και διασφαλίζει ότι οι δημοσιονομικοί πόροι χρησιμοποιούνται με στοχευμένο τρόπο·
  • οργανώνει τη διαχείριση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή της Εισαγγελίας·
  • ασκεί τα άλλα καθήκοντα που της ανατίθενται με νόμο, απόφαση του Κοινοβουλίου, διάταγμα του προέδρου της Δημοκρατίας, κανονισμό ή διάταγμα της κυβέρνησης της Δημοκρατίας ή κανονισμό ή διάταγμα του υπουργού Δικαιοσύνης.

Δικαστές

Οργάνωση

Οι δικαστές πρέπει να είναι Εσθονοί πολίτες, να διαθέτουν εθνικώς αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών νομικής, ισοδύναμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 2 του νόμου της Δημοκρατίας της Εσθονίας για την εκπαίδευση ή ισοδύναμο τίτλο που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή, να διαθέτουν επάρκεια γνώσης της εσθονικής γλώσσας σε προχωρημένο επίπεδο, να χαίρουν υψηλής ηθικής υπόληψης και να διαθέτουν τις ικανότητες και τα προσωπικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για την άσκηση του επαγγέλματος του δικαστή. Το αξίωμα του δικαστή είναι ισόβιο. Ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν έχει κανένα δικαίωμα ελέγχου ή πειθαρχικής εξουσίας επί των δικαστών. Δικαστής μπορεί να καθαιρεθεί μόνο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Οι δικαστές μπορούν να ασκούν το λειτούργημά τους μέχρι την ηλικία των 67 ετών, με δυνατότητα παράτασης.

Δεν μπορούν να διοριστούν σε θέση δικαστή:

  • άτομα που έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα·
  • άτομα που έχουν καθαιρεθεί από τη θέση του δικαστή, του συμβολαιογράφου ή του δικαστικού επιμελητή·
  • άτομα που έχουν διαγραφεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Εσθονίας·
  • άτομα που έχουν απολυθεί από τον δημόσιο τομέα λόγω πειθαρχικού παραπτώματος·
  • άτομα που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση·
  • άτομα των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες ως ελεγκτών τερματίστηκαν, με εξαίρεση την περίπτωση που αυτό συνέβη βάσει αίτησης του ελεγκτή·
  • άτομα που έχουν απολέσει το δικαίωμα να εργάζονται ως σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, με εξαίρεση την περίπτωση που αυτό συνέβη βάσει αίτησης του συμβούλου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας·
  • άτομα που έχουν απολέσει το δικαίωμα να εργάζονται ως ορκωτοί μεταφραστές βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 3 σημείο 3) του νόμου για τους ορκωτούς μεταφραστές.

Δικαστής σε περιφερειακό ή διοικητικό δικαστήριο μπορεί να διοριστεί όποιος, μετά την απόκτηση του σχετικού τίτλου, έχει αποκτήσει τουλάχιστον 5 έτη εμπειρίας στην άσκηση νομικού επαγγέλματος ή έχει εργαστεί ως γραμματέας δικαστηρίου ή ως δικαστικός υπάλληλος για τουλάχιστον 3 έτη και έχει επιτύχει στις εξετάσεις για τον διορισμό σε θέση δικαστή ή απαλλάσσεται από τις εξετάσεις.

Δικαστές εφετείων μπορούν να διοριστούν πεπειραμένοι και αναγνωρισμένοι δικηγόροι οι οποίοι έχουν επιτύχει στις εξετάσεις για τον διορισμό σε θέση δικαστή. Όποιος έχει διατελέσει δικαστής κατά τη χρονική περίοδο ακριβώς πριν από τον διορισμό του δεν χρειάζεται να δώσει εξετάσεις για τον διορισμό σε θέση δικαστή.

Στο αξίωμα του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορούν να διοριστούν πεπειραμένοι και αναγνωρισμένοι δικηγόροι.

Οι δικαστές διορίζονται μέσω ανοιχτού διαγωνισμού.

Οι δικαστές δεν μπορούν να ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα πέραν του λειτουργήματος του δικαστή, με εξαίρεση δραστηριότητες διδακτικού ή ερευνητικού προσωπικού. Οι δικαστές οφείλουν να ενημερώνουν τον πρόεδρο του δικαστηρίου για κάθε άλλη επαγγελματική απασχόληση πέραν του λειτουργήματος του δικαστή. Τυχόν επαγγελματική απασχόληση πέραν του λειτουργήματος του δικαστή δεν πρέπει να υπονομεύει την επιτέλεση των επίσημων καθηκόντων του δικαστή ή την αμεροληψία του κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Ο δικαστής δεν μπορεί να είναι μέλος του Κοινοβουλίου ή μέλος δημοτικού συμβουλίου, μέλος πολιτικού κόμματος, ιδρυτής, διαχειριστής εταίρος ή μέλος διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου εταιρείας, διευθυντής υποκαταστήματος αλλοδαπής επιχείρησης, σύνδικος πτώχευσης, μέλος επιτροπής πτώχευσης, αναγκαστικός διαχειριστής ακινήτου ή διαιτητής που έχει επιλεγεί από έναν εκ των διαδίκων.

Ο δικαστής μπορεί να καθαιρεθεί από το αξίωμά του μόνο με δικαστική απόφαση. Ποινική δίωξη σε βάρος δικαστή πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μόνο βάσει πρότασης της ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου της Δημοκρατίας. Ποινική δίωξησε βάρος δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μόνο βάσει πρότασης του Επιτρόπου Δικαιοσύνης με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου της Εσθονίας.

Οι προϋποθέσεις που ισχύουν για τους δικαστές, την προπαρασκευαστική τους υπηρεσία και τις υποχρεώσεις τους ορίζονται στον νόμο για τα δικαστήρια.

Αποστολή και καθήκοντα

Το λειτούργημα του δικαστή ρυθμίζεται από τη νομοθεσία. Σχετικός κώδικας δεοντολογίας έχει συνταχθεί από την ολομέλεια των δικαστών της Εσθονίας. Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο των εσθονικών δικαστηρίων και στον ιστότοπο του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Αποστολή του δικαστή είναι να απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, βάσει των οποίων ο δικαστής καταλήγει σε μια δίκαιη λύση για τους διαδίκους μιας υπόθεσης. Ο δικαστής αναπτύσσει το δίκαιο ερμηνεύοντας τη νομοθεσία και διεξάγοντας έρευνα.

Ο δικαστής ασκεί τα επίσημα καθήκοντά του αμερόληπτα χωρίς ιδιοτέλεια και σέβεται τα συμφέροντα της υπηρεσίας ακόμη και εκτός της επαγγελματικής δραστηριότητάς του. Ο δικαστής οφείλει να συμπεριφέρεται άψογα τόσο στο πλαίσιο όσο και εκτός των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του και να απέχει από πράξεις που θα μπορούσαν να πλήξουν το κύρος του δικαστηρίου. Ο δικαστής δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση του κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του δικαστηρίου ή συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα κατά την προσπάθεια επίτευξης συμβιβασμού. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου ισχύει στο διηνεκές, ακόμη και μετά τη συνταξιοδότηση του δικαστή. Στα καθήκοντα του δικαστή περιλαμβάνεται η εποπτεία των δικαστών πρωτοβάθμιων δικαστηρίων με πείρα λιγότερη των 3 ετών, εκείνων που πραγματοποιούν την προπαρασκευαστική υπηρεσία για να διοριστούν βοηθοί δικαστές και των ασκούμενων φοιτητών πανεπιστημίου. Δικαστής δεν μπορεί να έχει περισσότερα από δύο άτομα υπό την εποπτεία του σε κάθε δεδομένη στιγμή. Ο δικαστής οφείλει να διευρύνει σε τακτική βάση τις επιστημονικές γνώσεις και δεξιότητές του και να συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης.

Κοινωνικές εγγυήσεις για τους δικαστές

Δυνάμει της νομοθεσίας, οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν διάφορες κοινωνικές εγγυήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, επίσημο μισθό, πρόσθετη αμοιβή, συνταξιοδοτικά ωφελήματα, άδεια, επίσημα ενδύματα και άλλες κοινωνικές εγγυήσεις.

Οι επίσημοι μισθοί των δικαστών καθορίζονται στον νόμο για τους μισθούς των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων.

Οι κανόνες για τον καθορισμό της σύνταξης των δικαστών καθορίζονται στον νόμο για τα δικαστήρια.

Στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του δικαστή περιλαμβάνονται η κύρια σύνταξη, η πρόσθετη σύνταξη λόγω αυξημένης προϋπηρεσίας, η σύνταξη αναπηρίας και η σύνταξη επιζώντος για τα μέλη της οικογένειας του δικαστή. Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα δεν καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της άσκησης του λειτουργήματος του δικαστή. Σε περίπτωση που συνταξιούχος δικαστής αναπτύσσει άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, λαμβάνει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς ανεξαρτήτως αποδοχών. Συνταξιοδοτικά ωφελήματα δεν καταβάλλονται σε δικαστή που έχει καθαιρεθεί από το αξίωμα για πειθαρχικό παράπτωμα ή σε δικαστή ο οποίος έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα το οποίο έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως. Συνταξιοδοτικά ωφελήματα δεν καταβάλλονται σε δικαστή ο οποίος έχει καταδικαστεί για αδίκημα κατά της απονομής της δικαιοσύνης.

Ο δικαστής δικαιούται ετήσια άδεια. Η διάρκεια της ετήσιας άδειας είναι 35 ημερολογιακές ημέρες, ενώ χορηγείται πρόσθετη άδεια μέχρι 7 ημερολογιακές ημέρες βάσει της προϋπηρεσίας στη θέση του δικαστή, υπό τους όρους που προβλέπονται στον νόμο για τα δικαστήρια.

Λαϊκοί δικαστές

Οι λαϊκοί δικαστές συμμετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης στα περιφερειακά δικαστήρια μόνο σε ποινικές υποθέσεις που αφορούν εγκλήματα πρώτου βαθμού. Ο λαϊκός δικαστής έχει την ίδια θέση, τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους τακτικούς δικαστές σε ό,τι αφορά την απονομή της δικαιοσύνης. Ένας λαϊκός δικαστής μπορεί να οριστεί για περίοδο έως και 4 ετών και πρέπει να είναι Εσθονός πολίτης με δικαιοπρακτική ικανότητα, να είναι ηλικίας μεταξύ 25 και 70 ετών, να κατοικεί στην Εσθονία, να διαθέτει επάρκεια γνώσης της εσθονικής γλώσσας σε επίπεδο C1 κατά τον νόμο για τις γλώσσες ή σε ισοδύναμο επίπεδο και να χαίρει της υψηλής ηθικής υπόληψης που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων του λαϊκού δικαστή. Οι λαϊκοί δικαστές δεν μπορούν να διορίζονται για περισσότερες από δύο συνεχόμενες θητείες.

Δεν μπορούν να διοριστούν σε θέση λαϊκού δικαστή: άτομα που έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, άτομα που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση, άτομα που είναι ακατάλληλα για λόγους υγείας, άτομα που είχαν μόνιμη διεύθυνση (δηλαδή, διεύθυνση καταχωρισμένη στο μητρώο πληθυσμού) για λιγότερο από ένα έτος στην περιοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία προωθεί το άτομο ως υποψήφιο για το αξίωμα του λαϊκού δικαστή, άτομα που εργάζονται στα δικαστήρια, στην Εισαγγελία ή στην Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας, άτομα που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι ή δικαστικοί επιμελητές, μέλη της κυβέρνησης της Εσθονίας ή δημοτικού συμβουλίου, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ή μέλη του Κοινοβουλίου. Άτομα που έχουν κατηγορηθεί για ποινικό αδίκημα δεν μπορούν να διοριστούν στο αξίωμα του λαϊκού δικαστή κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Ουσιαστικά, η αποστολή του λαϊκού δικαστή είναι να εκπροσωπεί, κατά την απονομή της δικαιοσύνης, την άποψη του απλού πολίτη, ο οποίος παρατηρεί τις νομικές διαδικασίες μέσα από μια λιγότερο νομική και περισσότερο ανθρώπινη σκοπιά. Η εκλογή των υποψήφιων λαϊκών δικαστών γίνεται από τα συμβούλια της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Βοηθοί δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι

Ο βοηθός δικαστής είναι δικαστικός υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα καθορισμένα από τον νόμο. Ο βοηθός δικαστής είναι αμερόληπτος αλλά πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις των δικαστών στον βαθμό που ορίζεται από τον νόμο. Ο βοηθός δικαστής είναι αρμόδιος για την καταχώριση εγγραφών σε μητρώα (κτηματολόγιο, εμπορικό μητρώο κ.λπ.) και για την έκδοση κανονισμών σχετικά με την τήρηση μητρώων και, μεταξύ άλλων, αποφάσεων επιβολής προστίμων. Οι βοηθοί δικαστές μπορούν να διεξάγουν την ταχεία διαδικασία έκδοσης διαταγών πληρωμής. Για τους βοηθούς δικαστές ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί που ισχύουν για την κατοχή του αξιώματος του δικαστή.

Βοηθός δικαστής μπορεί να διοριστεί όποιος διαθέτει εθνικώς αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών νομικής, ισοδύναμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 2 του νόμου της Δημοκρατίας της Εσθονίας για την εκπαίδευση ή ισοδύναμο τίτλο που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή, διαθέτει επάρκεια γνώσης της εσθονικής γλώσσας σε επίπεδο C1 κατά τον νόμο για τις γλώσσες ή σε ισοδύναμο επίπεδο, χαίρει υψηλής ηθικής υπόληψης και έχει ολοκληρώσει την προπαρασκευαστική υπηρεσία που απαιτείται για να γίνει βοηθός δικαστής, εκτός αν η επιτροπή επιλογής τον έχει απαλλάξει από την εν λόγω προπαρασκευαστική υπηρεσία. Βοηθός δικαστής μπορεί επίσης να διοριστεί όποιος έχει επιτύχει στις εξετάσεις για τον διορισμό σε θέση δικαστή.

Δεν μπορούν να διοριστούν σε θέση βοηθού δικαστή: άτομα που έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα· άτομα που έχουν καθαιρεθεί από τη θέση του δικαστή, του συμβολαιογράφου ή του δικαστικού επιμελητή· άτομα που έχουν διαγραφεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Εσθονίας· άτομα που έχουν απολυθεί από τον δημόσιο τομέα λόγω πειθαρχικού παραπτώματος· άτομα που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση· άτομα των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες ως ελεγκτών τερματίστηκαν, με εξαίρεση την περίπτωση που αυτό συνέβη βάσει αίτησης του ελεγκτή· άτομα που έχουν απολέσει το δικαίωμα να εργάζονται ως σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, με εξαίρεση την περίπτωση που αυτό συνέβη βάσει αίτησης του συμβούλου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας· άτομα που έχουν απολέσει το δικαίωμα να εργάζονται ως ορκωτοί μεταφραστές βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 3 σημείο 3) του νόμου για τους ορκωτούς μεταφραστές· άτομα που έχουν καθαιρεθεί από το αξίωμα του δικαστή λόγω ακαταλληλότητας για τη συγκεκριμένη θέση — για 3 χρόνια μετά τον διορισμό τους στο δικαστικό αξίωμα.

Οι βοηθοί δικαστές διορίζονται μέσω ανοιχτού διαγωνισμού.

Οι απαιτήσεις για τους βοηθούς δικαστές καθορίζονται στον νόμο για τα δικαστήρια.

Δικαστικός υπάλληλος είναι ο υπάλληλος του δικαστηρίου που συμμετέχει, είτε αυτόνομα είτε υπό την εποπτεία δικαστή, στην προετοιμασία και στον χειρισμό των υποθέσεων στον βαθμό που προβλέπεται από τον νόμο που διέπει τις δικαστικές διαδικασίες. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει την εξουσία να εκτελεί τις ίδιες πράξεις και να λαμβάνει τις ίδιες αποφάσεις με τον βοηθό δικαστή ή άλλο δικαστικό λειτουργό δυνάμει του νόμου που διέπει τις δικαστικές διαδικασίες. Ο δικαστικός υπάλληλος ενεργεί ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αλλά πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις των δικαστών στον βαθμό που ορίζεται από τον νόμο.

Οι απαιτήσεις που δεσμεύουν τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι οι ίδιες με εκείνες που δεσμεύουν τους βοηθούς δικαστές. Οι κενές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων καλύπτονται με τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών.

Δικαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να διοριστεί: άτομο που έχει καταδικαστεί για τέλεση ποινικού αδικήματος με πρόθεση· άτομο που έχει καταδικαστεί για τέλεση αδικήματος κατά του κράτους με πρόθεση, ανεξάρτητα από το αν τα στοιχεία της καταδίκης έχουν διαγραφεί· άτομο που έχει απολέσει το δικαίωμα να εργάζεται ως δικαστικός υπάλληλος δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης· άτομο που είναι πλησιέστερος συγγενής ή σύντροφος προσώπου που έχει υπό την άμεση εποπτεία του έναν δικαστικό υπάλληλο.

Πέραν των δικαστικών υπαλλήλων  Word (521 Kb) en και των βοηθών δικαστών  PDF (373 Kb) en, υπάλληλοι δικαστηρίων είναι και οι διευθυντές των δικαστηρίων  PDF (367 Kb) en και οι δικαστικοί γραμματείς  PDF (364 Kb) en.

Δικηγόροι

Στους δικηγόρους περιλαμβάνονται οι δικηγόροι και οι βοηθοί τους.

Οι δικηγόροι είναι μέλη του Εσθονικού Δικηγορικού Συλλόγου και η δραστηριότητά τους διέπεται από τον νόμο για τον δικηγορικό σύλλογο. Όποιος πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για τον δικηγορικό σύλλογο και έχει υποβληθεί με επιτυχία στις εξετάσεις για την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλματος δικηγόρου μπορεί να γίνει μέλος του Εσθονικού Δικηγορικού Συλλόγου.

Ο Εσθονικός Δικηγορικός Σύλλογος είναι αυτοδιοικούμενο επαγγελματικό σωματείο το οποίο έχει συσταθεί για την παροχή νομικών υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος και την προάσπιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των δικηγόρων. Ο Εσθονικός Δικηγορικός Σύλλογος παρακολουθεί τις επαγγελματικές δραστηριότητες των μελών του και τη συμμόρφωσή τους προς την επαγγελματική δεοντολογία. Ο Εσθονικός Δικηγορικός Σύλλογος οργανώνει επίσης την επαγγελματική κατάρτιση των ασκούμενων δικηγόρων και τη χορήγηση κρατικής νομικής συνδρομής. Ο Δικηγορικός Σύλλογος διασφαλίζει διά των μελών του τη χορήγηση κρατικής νομικής συνδρομής.

Ο Εσθονικός Δικηγορικός Σύλλογος ενεργεί μέσω των οργάνων του. Στα όργανα αυτά περιλαμβάνεται η γενική συνέλευση, το διοικητικό συμβούλιο, ο πρόεδρος, η ελεγκτική επιτροπή, το πειθαρχικό συμβούλιο και η επιτροπή αξιολόγησης επαγγελματικής καταλληλότητας.

Οι δικηγόροι είναι εξουσιοδοτημένοι:

  • να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται τους εντολείς τους ενώπιον δικαστηρίου και στις προδικαστικές και λοιπές διαδικασίες τόσο στην Εσθονία όσο και στην αλλοδαπή·
  • να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία·
  • να επιλέγουν κατά βούληση και να χρησιμοποιούν νόμιμα μέσα και ενέργειες κατά την παροχή νομικών υπηρεσιών·
  • να εξασφαλίζουν από τις εθνικές και τοπικές αρχές τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παροχή νομικών υπηρεσιών, να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα και σε αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών, εκτός εάν η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα δεν επιτρέπεται στους δικηγόρους βάσει νόμου·
  • να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα ατόμων εκτός των εντολέων τους τα οποία περιήλθαν στην κατοχή τους βάσει σύμβασης ή νόμου, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων, χωρίς τη συναίνεση των ατόμων αυτών, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για την παροχή των νομικών υπηρεσιών·
  • να ελέγχουν τη γνησιότητα των υπογραφών και των αντιγράφων που κατατίθενται στο δικαστήριο και σε άλλους επίσημους φορείς στο πλαίσιο των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν στον πελάτη·
  • να παρέχουν υπηρεσίες αντικλήτου·
  • να αναλαμβάνουν ρόλο διαιτητή ή διαμεσολαβητή για την επίτευξη συμβιβασμού στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται από τον νόμο περί συμβιβασμού·
  • να ενεργούν ως σύνδικοι πτώχευσης, εφόσον είναι μέλη του Συλλόγου.

Οι βοηθοί δικηγόροι έχουν τα δικαιώματα του δικηγόρου εντός των ορίων που θέτει ο νόμος.

Οι βοηθοί δικηγόροι δεν έχουν δικαίωμα να αναλαμβάνουν ρόλο διαιτητή ή διαμεσολαβητή για την επίτευξη συμβιβασμού στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται από τον νόμο περί συμβιβασμού. Δεν έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούν ή να υπερασπίζονται εντολείς στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Οι βοηθοί δικηγόροι δεν έχουν δικαίωμα να ενεργούν ως σύνδικοι πτώχευσης.

Οι βοηθοί δικηγόροι παρέχουν νομικές υπηρεσίες μόνο υπό την εποπτεία του προϊσταμένου ή της προϊσταμένης τους, που είναι δικηγόρος.

Κατά την παροχή νομικών υπηρεσιών, ο δικηγόρος ενεργεί ανεξάρτητα και σύμφωνα με τον νόμο, τις νομικές πράξεις και αποφάσεις των οργάνων του Εσθονικού Δικηγορικού Συλλόγου, τα κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας των δικηγόρων, την ορθή πρακτική και τη συνείδησή του.

Οι πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση του δικηγόρου είναι εμπιστευτικές. Απαγορεύεται να υποβάλλονται ερωτήσεις ή να ζητούνται εξηγήσεις από δικηγόρο, υπάλληλο του Εσθονικού Δικηγορικού Συλλόγου ή δικηγορικό γραφείο που καλούνται σε ακρόαση ως μάρτυρες για θέματα τα οποία υπέπεσαν στην αντίληψή τους κατά την παροχή νομικών υπηρεσιών.

Τα μέσα δεδομένων που σχετίζονται με την παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο είναι απαραβίαστα.

Η εκτέλεση από δικηγόρο των επαγγελματικών καθηκόντων του δεν μπορεί να οδηγεί σε ταύτισή του με εντολέα ή με δικαστική υπόθεση εντολέα.

Απαγορεύεται η σύλληψη, η υποβολή σε έρευνα ή η θέση του δικηγόρου υπό κράτηση για λόγους που απορρέουν από την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων, εκτός εάν βασίζεται σε απόφαση περιφερειακού δικαστηρίου. Απαγορεύεται η διενέργεια έρευνας σε δικηγορικό γραφείο μέσω του οποίου δικηγόρος παρέχει νομικές υπηρεσίες για λόγους που απορρέουν από την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του δικηγόρου.

Κατάλογοι δικηγόρων και δικηγορικών γραφείων, καθώς και άλλες χρήσιμες πληροφορίες, διατίθενται μέσω του ιστότοπου του Εσθονικού Δικηγορικού Συλλόγου. Εξάλλου, η λειτουργία «Εξεύρεση δικηγόρου» καθιστά δυνατή την εξεύρεση δικηγόρου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Νομικές βάσεις δεδομένων

Δεν υπάρχουν βάσεις δεδομένων πέραν των προαναφερθεισών.

Νομικοί σύμβουλοι

Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των νομικών συμβούλων δεν ρυθμίζονται από τη νομοθεσία στην Εσθονία.

Συμβολαιογράφοι

Οργάνωση

Όλοι οι συμβολαιογράφοι στην Εσθονία έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες. Το επάγγελμα του συμβολαιογράφου ρυθμίζεται από τον νόμο για τους συμβολαιογράφους. Τόσο το Υπουργείο Δικαιοσύνης όσο και ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος έχουν αρμοδιότητα για τη ρύθμιση και τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των συμβολαιογράφων. Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και όλοι όσοι διορίζονται στο αξίωμα του συμβολαιογράφου αποτελούν μέλη του. Τα καθήκοντά του περιλαμβάνουν την εποπτεία των συμβολαιογράφων σε ό,τι αφορά την ορθή και ενσυνείδητη εκτέλεση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, την εναρμόνιση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, την πρόβλεψη κατάρτισης για τους συμβολαιογράφους, την οργάνωση της υπηρεσίας υποψηφίων, τη διαχείριση και ανάπτυξη του ηλεκτρονικού συστήματος πληροφοριών σχετικά με τους συμβολαιογράφους και την παροχή συνδρομής στον υπουργό Δικαιοσύνης ως προς τις εποπτικές του δραστηριότητες, κλπ. Πληροφορίες σχετικά με τους συμβολαιογράφους και τα συμβολαιογραφικά καθήκοντά τους διατίθενται στον ιστότοπο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

Αποστολή και καθήκοντα

Το αξίωμα του συμβολαιογράφου διέπεται από το δημόσιο δίκαιο. Ο συμβολαιογράφος είναι εξουσιοδοτημένος από το κράτος να πιστοποιεί, κατόπιν αιτήματος κάποιου προσώπου, γεγονότα και πράξεις νομικής σημασίας, καθώς και να προβαίνει σε άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις που αποβλέπουν στην ασφάλεια δικαίου.

Οι συμβολαιογράφοι πρέπει να είναι αμερόληπτοι, άξιοι εμπιστοσύνης και να ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Οφείλουν να εξακριβώνουν τις πραγματικές προθέσεις των συμβαλλόμενων μερών μιας πράξης και τις συνθήκες που απαιτούνται για την ορθή σύναψη μιας πράξης, καθώς και να εξηγούν στα συμβαλλόμενα μέρη τους διαφορετικούς τρόπους σύναψης της πράξης και τις συνέπειές της.

Οι συμβολαιογράφοι οφείλουν να εκτελούν τις ακόλουθες συμβολαιογραφικές πράξεις κατόπιν σχετικού αιτήματος:

  • να παρέχουν συμβολαιογραφική πιστοποίηση (διαφόρων ειδών συμβολαίων, πληρεξουσίων, διαθηκών) και συμβολαιογραφική βεβαίωση γνησιότητας (αντιγράφων, υπογραφών, εκτυπώσεων κλπ.)·
  • να διευθετούν ζητήματα κληρονομικής διαδοχής·
  • να εκδίδουν βεβαιώσεις σχετικά με τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων προς εκτέλεση στην Εσθονία, βάσει του άρθρου 60 ή του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1)·
  • να εκδίδουν βεβαιώσεις σχετικά με τη νομική ισχύ συμβολαιογραφικών εγγράφων στην Εσθονία, βάσει του άρθρου 59 παράγραφος 1 και του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 107), καθώς και να εκδίδουν βεβαιώσεις σχετικά με τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων προς εκτέλεση στην Εσθονία, βάσει του άρθρου 60 παράγραφος 2 και του παραρτήματος II·
  • να εκδίδουν αποσπάσματα σχετικά με την κατάρτιση συμβολαιογραφικών εγγράφων προς εκτέλεση στην Εσθονία, βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 3 και των παραρτημάτων III και IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ L 7 της 10.1.2009, σ. 1)·
  • να ακυρώνουν πληρεξούσια σύμφωνα με τον νόμο για τη συμβολαιογραφική επικύρωση·
  • να κηρύσσουν εκτελεστές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μέσω δικηγόρου σε ρόλο διαμεσολαβητή για την επίτευξη συμβιβασμού ή μέσω άλλου συμβολαιογράφου·
  • να εκδίδουν πιστοποιητικά (apostille)·
  • κατόπιν αιτήματος νομικών προσώπων, να υποβάλλουν τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις τους στο δικαστήριο που τηρεί το σχετικό μητρώο·
  • να επικυρώνουν γάμους και διαζύγια και να προετοιμάζουν τις καταχωρίσεις γάμου και διαζυγίου·
  • να δέχονται καταθέσεις χρημάτων, χρεογράφων και εγγράφων·
  • να καθιστούν δυνατή την πρόσβαση στα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο κτηματολογικό μητρώο ή στο μητρώο της υπηρεσίας μητρώων ή σε έγγραφο που τηρείται στο μητρώο·
  • να υποβάλλουν ανακοινώσεις και αιτήσεις σε διοικητικές αρχές κατόπιν αιτήματος επιχείρησης, να παραλαμβάνουν έγγραφα ή άλλες πληροφορίες από διοικητικές αρχές και να διαβιβάζουν διοικητικές πράξεις σε επιχειρήσεις·
  • να καταχωρίζουν πληροφορίες στο μητρώο κατόπιν αιτήματος επιχείρησης·
  • κατόπιν αιτήματος νομικού προσώπου ή εμπιστευματοδόχου, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.

Ο πελάτης οφείλει να καταβάλει στον συμβολαιογράφο τη νόμιμη αμοιβή για τις εν λόγω πράξεις.

Οι συμβολαιογράφοι μπορούν να παρέχουν τις ακόλουθες επίσημες υπηρεσίες:

  • νομική συμβουλή εκτός της διαδικασίας πιστοποίησης·
  • παροχή συμβουλών σε θέματα φορολογικού δικαίου και αλλοδαπού δικαίου, στο πλαίσιο ή και ανεξαρτήτως διαδικασίας πιστοποίησης·
  • διαμεσολάβηση για την επίτευξη συμβιβασμού σύμφωνα με τον νόμο περί συμβιβασμού·
  • υπηρεσίες διαιτητή βάσει του κώδικα πολιτικής δικονομίας·
  • διενέργεια πλειστηριασμών, ψηφοφοριών, λαχειοφόρων και κληρώσεων και έλεγχο των αποτελεσμάτων·
  • ένορκες καταθέσεις και βεβαίωση της γνησιότητας ένορκων βεβαιώσεων·
  • διαβίβαση αναφορών και ανακοινώσεων που δεν σχετίζονται με επίσημα καθήκοντα και έκδοση βεβαιώσεων σχετικά με τη διαβίβαση ή την αδυναμία διαβίβασης τέτοιων αναφορών και/ή ανακοινώσεων·
  • παροχή υπηρεσιών αντικλήτου·
  • αποδοχή καταθέσεων χρημάτων (εξαιρουμένων των μετρητών), χρεογράφων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, εφόσον δεν πρόκειται για συμβολαιογραφική πράξη ή για επίσημο καθήκον που απορρέει από συμβολαιογραφική πράξη·
  • παροχή απαντήσεων σε αιτήματα παροχής εξηγήσεων επιχειρήσεων.

Πληροφορίες σχετικά με τις επίσημες υπηρεσίες που παρέχονται από τους συμβολαιογράφους διατίθενται στον ιστότοπο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Οι αμοιβές για τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και του συμβολαιογράφου πριν από την παροχή της υπηρεσίας.

Άλλα νομικά επαγγέλματα

Δικαστικοί επιμελητές

Στην Εσθονία, το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή ανήκει στα ελευθέρια νομικά επαγγέλματα: οι δικαστικοί επιμελητές ενεργούν για λογαριασμό τους και φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους. Οι δικαστικοί επιμελητές οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία και υπευθυνότητα. Οι επίσημες δραστηριότητες των δικαστικών επιμελητών ρυθμίζονται από τον νόμο για τους δικαστικούς επιμελητές.

Από τον Ιανουάριο του 2010 λειτουργεί κοινή επαγγελματική οργάνωση για τους δικαστικούς επιμελητές και τους συνδίκους πτώχευσης, ο Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών και Συνδίκων Πτώχευσης (στο εξής: Σύλλογος). Οι επίσημες δραστηριότητες των δικαστικών επιμελητών, η εποπτεία, η πειθαρχική ευθύνη και οι δραστηριότητες του επαγγελματικού σωματείου τους διέπονται από τον νόμο για τους δικαστικούς επιμελητές. Αποστολή του Συλλόγου είναι η ανάπτυξη και προώθηση των ελευθέριων νομικών επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής και παρακολούθησης της συμμόρφωσης προς την ορθή επίσημη και επαγγελματική πρακτική, η θέσπιση συστάσεων για την εναρμόνιση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η οργάνωση κατάρτισης, η ανάπτυξη πληροφοριακών συστημάτων κλπ. Ο Σύλλογος διαθέτει επίσης πειθαρχικό συμβούλιο. Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Συλλόγου διατίθενται στον ιστότοπό του.

Τα επαγγελματικά καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή είναι τα ακόλουθα:

  1. η διεξαγωγή των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με τον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης·
  2. η επίδοση εγγράφων σύμφωνα με τους δικονομικούς κώδικες·
  3. η κατάρτιση απογραφών κληρονομιών και η διαχείριση κληρονομιών σύμφωνα με τον νόμο για την κληρονομική διαδοχή·
  4. η διεξαγωγή, στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, πλειστηριασμών κατόπιν αιτήματος δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου εκτός των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης·
  5. η ανάληψη του ρόλου του μεσάζοντα για διατροφή που λαμβάνεται από αλλοδαπό κράτος, βάσει του νόμου για τις οικογενειακές παροχές·
  6. δημιουργία προφίλ αναγκαστικής εκτέλεσης όσον αφορά τους οφειλέτες.

Η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την εκτέλεση των ανωτέρω επίσημων καθηκόντων ορίζεται στον νόμο για τους δικαστικούς επιμελητές.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε προσώπου, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να παρέχει τις ακόλουθες επαγγελματικές υπηρεσίες:

  1. διενέργεια πλειστηριασμών για κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία·
  2. επίδοση εγγράφων·
  3. παροχή νομικών συμβουλών και κατάρτιση νομικών εγγράφων, αν η εκπαίδευσή του πληροί τους όρους του άρθρου 47 παράγραφος 1 σημείο 1) του νόμου για τα δικαστήρια·
  4. παροχή υπηρεσιών για τη διακρίβωση νομικών γεγονότων εκτός δικαστικής διαδικασίας·
  5. ανάληψη του ρόλου του διαμεσολαβητή για την επίτευξη συμβιβασμού σύμφωνα με τον νόμο περί συμβιβασμού·
  6. υπηρεσίες διαιτητή βάσει του κώδικα πολιτικής δικονομίας.

Οι δικαστικοί επιμελητές δικαιούνται να αρνηθούν την παροχή επαγγελματικής υπηρεσίας.

Οι όροι παροχής των επαγγελματικών υπηρεσιών και η αμοιβή τους συμφωνούνται εγγράφως με τον εντολέα πριν από την παροχή της υπηρεσίας. Οι όροι και η αμοιβή που συμφωνούνται πρέπει να συνάδουν με την ορθή επαγγελματική πρακτική.

Κατά την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών, οι δικαστικοί επιμελητές δεν μπορούν να ασκούν τα δικαιώματα που τους παρέχει ο νόμος για την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων ή τα οποία απορρέουν από το λειτούργημά τους.

Πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχονται από τους δικαστικούς επιμελητές διατίθενται στον ιστότοπο του Συλλόγου.

Η κρατική εποπτεία των επίσημων καθηκόντων των δικαστικών επιμελητών ασκείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον Σύλλογο.

Οι δικαστικοί επιμελητές ευθύνονται για ζημία που προκλήθηκε παράνομα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, ακόμη και αν η ζημία προκλήθηκε από υπάλληλο του γραφείου τους. Αν αξιώσεις αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από επαγγελματική πράξη δικαστικού επιμελητή δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από την περιουσία του δικαστικού επιμελητή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που τυχόν ευθύνεται για τη ζημία, ή εάν οι αξιώσεις αυτές δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως, ο Σύλλογος βαρύνεται με την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε. Το κράτος φέρει την τελική ευθύνη για τις ενέργειες των δικαστικών επιμελητών. Τόσο ο Σύλλογος όσο και το κράτος έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά του υπαίτιου της ζημίας· το κράτος έχει επίσης δικαίωμα αναγωγής κατά του Συλλόγου.

Σύνδικοι πτώχευσης

Ο σύνδικος πτώχευσης είναι πρόσωπο διορισμένο από το δικαστήριο το οποίο, στο πλαίσιο της αποστολής του, διενεργεί συναλλαγές και άλλες πράξεις που σχετίζονται με πτωχευτική περιουσία και εκπροσωπεί τον οφειλέτη ενώπιον των δικαστηρίων σε διαφορές που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Κύρια υποχρέωση του συνδίκου πτώχευσης είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του συνόλου των πιστωτών και του οφειλέτη και η διασφάλιση μιας νόμιμης, ταχείας και οικονομικά εύλογης πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πτώχευσης εκτελεί τα καθήκοντά του αυτοπροσώπως. Ως σύνδικοι πτώχευσης μπορούν να ενεργούν: φυσικά πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί η εξουσία να ενεργούν ως σύνδικοι πτώχευσης από τον Σύλλογο, δικηγόροι, νόμιμοι ελεγκτές και δικαστικοί επιμελητές. Ο Σύλλογος τηρεί κατάλογο των συνδίκων πτώχευσης. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τα στοιχεία όλων όσοι μπορούν να ενεργούν ως σύνδικοι πτώχευσης και είναι προσβάσιμος στο κοινό από τον ιστότοπο του Συλλόγου. Οι σύνδικοι που καταχωρίζονται στον κατάλογο υποχρεούνται να μεριμνούν για την ακρίβεια των στοιχείων τους.

Τα κύρια καθήκοντα του συνδίκου πτώχευσης είναι:

  1. η διακρίβωση των απαιτήσεων των πιστωτών, η διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας, η οργάνωση της σύστασης και πώλησης της περιουσίας, καθώς και η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από την περιουσία·
  2. ο καθορισμός των αιτίων και της ημερομηνίας επέλευσης της αφερεγγυότητας του οφειλέτη·
  3. η διασφάλιση, όπου απαιτείται, της συνέχισης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη·
  4. η εκκαθάριση, όπου απαιτείται, του οφειλέτη, αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο·
  5. η παροχή πληροφοριών στους πιστωτές και στον οφειλέτη στις περιπτώσεις που ορίζονται από τον νόμο·
  6. η υποβολή εκθέσεων για τις δραστηριότητές του και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις πτωχευτικές διαδικασίες στο δικαστήριο, τον εποπτεύοντα την πτώχευση και την επιτροπή της πτώχευσης.

Η διοικητική εποπτεία των δραστηριοτήτων των συνδίκων πτώχευσης ασκείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και στηρίζεται σε καταγγελίες ή άλλα στοιχεία που του διαβιβάζονται σε σχέση με τον σύνδικο, βάσει των οποίων δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ο εν λόγω σύνδικος ανταποκρίθηκε ως όφειλε στις υποχρεώσεις του. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα, κατά την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του συνδίκου, να ελέγχει αν οι επαγγελματικές δραστηριότητες του συνδίκου είναι αρμόζουσες και σύννομες. Ο υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να αναλάβει πειθαρχική δράση εναντίον συνδίκου για μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες καθορίζουν τις επαγγελματικές δραστηριότητες των συνδίκων πτώχευσης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν δύναται να αναλάβει πειθαρχική δράση εναντίον δικηγόρων που ενεργούν ως σύνδικοι πτώχευσης. Ωστόσο, ο υπουργός διατηρεί το δικαίωμα να κινήσει τις διαδικασίες πειθαρχικού συμβουλίου στον Δικηγορικό Σύλλογο.

Εκτός της διοικητικής εποπτείας, οι δραστηριότητες των συνδίκων πτώχευσης παρακολουθούνται από την επιτροπή της πτώχευσης, τη γενική συνέλευση των πιστωτών, το δικαστήριο και τον Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών και Συνδίκων Πτώχευσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Υπουργείο Δικαιοσύνης

Μη κερδοσκοπική οργάνωση «Ένωση Δικηγόρων»

Γραφείο Νομικής Συνδρομής

Εσθονικός Δικηγορικός Σύλλογος

Εισαγγελία

Συμβολαιογραφικός Σύλλογος

Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών και Συνδίκων Πτώχευσης

Τελευταία επικαιροποίηση: 20/04/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.