Time limits on procedures

When you are involved in a civil dispute and think you may have to litigate, you must be aware that there is certain deadline for taking action.

All modern legal systems including those of the 27 Member States provide for the temporal limitation of civil claims. The laws governing limitation or prescription periods vary greatly with respect to the length of the time limits, when exactly the time limit starts and depending on which act or event suspends or interrupts the time limit. The law applicable to the claim also governs the limitation period affecting the claim.

Please select the relevant country's flag to obtain detailed national information.

Last update: 30/05/2023

This page is maintained by the European Commission. The information on this page does not necessarily reflect the official position of the European Commission. The Commission accepts no responsibility or liability whatsoever with regard to any information or data contained or referred to in this document. Please refer to the legal notice with regard to copyright rules for European pages.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Βέλγιο

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Ο δικαστικός κώδικας αναφέρει πληθώρα διαφορετικών προθεσμιών.

Αυτές οι προθεσμίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες και στις προθεσμίες ενέργειας.

Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες είναι οι προθεσμίες που πρέπει να λήξουν. Με άλλα λόγια, αυτές οι προθεσμίες πρέπει να παρέλθουν πριν καταστεί δυνατή η έγκυρη ενέργεια μιας διαδικαστικής πράξης.

Ένα παράδειγμα προπαρασκευαστικής προθεσμίας είναι η Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροπροθεσμία κλήτευσης. Μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία επιδίδεται η κλήτευση και της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης πρέπει να τηρηθεί «προθεσμία κλήτευσης»: οκτώ ημερών για την κύρια δίκη (αστικές υποθέσεις) και δύο ημερών για τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Οι προθεσμίες ενέργειας είναι οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να ενεργηθεί συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη, το αργότερο την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, την Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροdies ad quem, άλλως κηρύσσεται έκπτωση από το δικαίωμα για την ενέργεια της πράξης αυτής.

Στα παραδείγματα προθεσμιών ενέργειας συγκαταλέγονται οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων, συγκεκριμένα:

  • προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση έφεσης (άρθρο 1051 του δικαστικού κώδικα) κατά απόφασης που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία, από την επίδοση της εν λόγω απόφασης
  • προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση ανακοπής (άρθρο 1048 του δικαστικού κώδικα) κατά ερήμην εκδοθείσας απόφασης, από την επίδοση της εν λόγω απόφασης
  • προθεσμία τριών μηνών για την άσκηση αναίρεσης (άρθρο 1073 του δικαστικού κώδικα),
  • προθεσμία τριών μηνών για την άσκηση τριτανακοπής (άρθρο 1129 του δικαστικού κώδικα),
  • προθεσμία τριάντα ημερών για την άσκηση αγωγής κακοδικίας (άρθρο 1142 του δικαστικού κώδικα),
  • προθεσμία έξι μηνών για την άσκηση αναψηλάφισης (άρθρο 1136 του δικαστικού κώδικα).

Η προθεσμία κλήτευσης είναι, λοιπόν, προπαρασκευαστική προθεσμία.

Το άρθρο 707 του δικαστικού κώδικα ορίζει ότι η τακτική προθεσμία κλήτευσης στην κύρια δίκη είναι οκτώ ημέρες για τα πρόσωπα που κατοικούν ή διαμένουν στο Βέλγιο.

Το ίδιο ισχύει:

1° όταν η κλήση επιδίδεται στο Βέλγιο στον τόπο επιδόσεων

2° όταν το πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται η κλήση δεν έχει γνωστό τόπο κατοικίας ή γνωστή διαμονή ούτε στο Βέλγιο ούτε στο εξωτερικό,

3° όταν η κλήση σε διάδικο που κατοικεί στο εξωτερικό του επιδίδεται αυτοπροσώπως στο Βέλγιο.

Η προθεσμία κλήτευσης κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων είναι δύο ημέρες (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 1035 του δικαστικού κώδικα). Ομοίως, η προθεσμία κλήτευσης ενώπιον του Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροδικαστή κατασχέσεων είναι και αυτή δύο ημέρες, όταν ο τελευταίος δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Όταν ο εναγόμενος δεν έχει τόπο κατοικίας, διαμονή ή τόπο επιδόσεων στο Βέλγιο, οι προαναφερθείσες «τακτικές προθεσμίες» των οκτώ και δύο ημερών παρεκτείνονται σύμφωνα με το Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 55 του δικαστικού κώδικα.

Συνεπώς, η προθεσμία είναι (οκτώ ή δύο ημέρες + …):

1° δεκαπέντε ημέρες, όταν ο διάδικος διαμένει σε γειτονική χώρα ή στο Ηνωμένο Βασίλειο
2° τριάντα ημέρες, όταν διαμένει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα,
3° ογδόντα ημέρες, όταν διαμένει σε τρίτη χώρα.

Ωστόσο, αυτή η παρέκταση των προθεσμιών πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο. Αυτό ισχύει για την κλήτευση στην κύρια δίκη, κατά το Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 709 του δικαστικού κώδικα, και για την κλήτευση κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά το Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 1035 του δικαστικού κώδικα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι απαραίτητη η επίσπευση της κλήτευσης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι δυνατό να υποβληθεί μέσω δικηγόρου ή δικαστικού επιμελητή αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για τη σύντμηση των προθεσμιών. (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 708 του δικαστικού κώδικα για την κύρια δίκη, Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 1036 του δικαστικού κώδικα για τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων).

Κατά την επίδοση της κλήσης, ο δικαστικός επιμελητής επιδίδει επίσης αντίγραφο της απόφασης, ώστε να ενημερωθεί ο κλητευόμενος ως προς την έγκριση της σύντμησης της προθεσμίας.

Μία από τις σημαντικότερες πτυχές των προθεσμιών είναι ο υπολογισμός τους. Η διαδικασία υπολογισμού των προθεσμιών ορίζεται στα Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρα 48 έως 57 του δικαστικού κώδικα (δηλαδή, στο κεφάλαιο VIII του πρώτου μέρους του δικαστικού κώδικα) (βλέπε παρακάτω).

Τα άρθρα αυτά καλύπτουν γενικά σημεία (άρθρα 48 και 49), τις προθεσμίες ενέργειας (άρθρο 50, πρώτο εδάφιο), τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρουπολογισμό των προθεσμιών (άρθρο 52 και άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, καθώς και τα άρθρα 53 bis, 54 και 57), καταστάσεις Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροανωτέρας βίας, την Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροπαρέκταση των προθεσμιών (άρθρο 50 δεύτερο εδάφιο άρθρο 51 και άρθρο 53 δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 55) και την περίπτωση αναστολής της προθεσμίας λόγω θανάτου ενός από τους διαδίκους (άρθρο 56).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

1η Ιανουαρίου (Πρωτοχρονιά)

Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα (κινητή εορτή)

1η Μαΐου (Εργατική Πρωτομαγιά)

Ημέρα της Αναλήψεως (έκτη πέμπτη μετά την Κυριακή του Πάσχα)

Πεντηκοστή και Δευτέρα της Πεντηκοστής (έβδομη Κυριακή και Δευτέρα μετά το Πάσχα)

Εθνικές Εορτές: 21 Ιουλίου

15 Αυγούστου (Κοίμηση της Θεοτόκου)

1η Νοεμβρίου (Ημέρα των Αγίων Πάντων)

11 Νοεμβρίου (Ανακωχή του 1918)

25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα)

Αυτή η λίστα δεν περιλαμβάνεται στον δικαστικό κώδικα.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Βλέπε ερώτηση 1 (ανωτέρω).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Ο κανόνας είναι ότι η dies a quo (δηλαδή η ημέρα κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της προθεσμίας), ΔΕΝ υπολογίζεται για την συμπλήρωση της προθεσμίας, σε αντίθεση με την dies ad quem (δηλαδή την τελευταία ημέρα) («dies a quo non computatur in termino»).

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΆρθρο 52 του δικαστικού κώδικα: «Η προθεσμία υπολογίζεται από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα. Υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της και περιλαμβάνει όλες τις ημέρες, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις κατά τον νόμο εορτάσιμες ημέρες».

Κατά συνέπεια, ο υπολογισμός της προθεσμίας δεν αρχίζει την ημέρα της επίδοσης της κλήσης ή της απόφασης(dies a quo), αλλά την επομένη της επίδοσης (συγκεκριμένα, την επόμενη ημέρα από τις 00.00).

Παραδείγματος χάρη: αν η κλήση επιδοθεί τη Δευτέρα 4 Μαΐου (dies a quo), η Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροπροθεσμία κλήτευσης αρχίζει να τρέχει την Τρίτη 5 Μαΐου. Με άλλα λόγια, η πρώτη ημέρα της προθεσμίας των οκτώ ημερών είναι η Τρίτη 5 Μαΐου.

Εάν η 4η Μαΐου πέσει Παρασκευή, η προθεσμία κλήτευσης αρχίζει να τρέχει το Σάββατο 5 Μαΐου. Η πρώτη ημέρα της προθεσμίας κλήτευσης μπορεί ακόμα να πέσει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη κατά τον νόμο εορτάσιμη ημέρα.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

A/Επίδοση από δικαστικό επιμελητή:

Σύμφωνα με το άρθρο 57 του δικαστικού κώδικα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής, έφεσης και αναίρεσης αρχίζει από την επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο ή στον τόπο κατοικίας του ή, κατά περίπτωση, από την παράδοση ή την κατάθεση του αντιγράφου, όπως προβλέπεται στα Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρα 38 και Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρο40.

Για τα πρόσωπα που δεν έχουν ούτε κατοικία, ούτε διαμονή, ούτε τόπο επιδόσεων στο Βέλγιο και στα οποία η επίδοση δεν γίνεται αυτοπροσώπως, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την παράδοση αντιγράφου της απόφασης στο ταχυδρομείο ή, κατά περίπτωση, στον εισαγγελέα.

Στην περίπτωση προσώπων που δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή της επίδοσης της απόφασης στον νόμιμο εκπρόσωπό τους.

B/Ειδοποίηση με έντυπη μορφή (αλληλογραφία):

Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 53bis του δικαστικού κώδικα, οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση ή κοινοποίηση του εγγράφου στον παραλήπτη υπολογίζονται:

  1. όταν η κοινοποίηση πραγματοποιείται με ειδική συστημένη δικαστική επιστολή ή με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, από την πρώτη ημέρα που έπεται εκείνης κατά την οποία η ειδική επιστολή παραδόθηκε στην κατοικία του παραλήπτη ή, κατά περίπτωση, στον τόπο διαμονής του ή στον τόπο επιδόσεων,
  2. όταν η κοινοποίηση πραγματοποιείται με συστημένη ή απλή επιστολή, από την τρίτη εργάσιμη ημέρα που έπεται εκείνης κατά την οποία η επιστολή παραδόθηκε στο ταχυδρομείο, εκτός αν ο παραλήπτης αποδείξει το αντίθετο,
  3. όταν η κοινοποίηση πραγματοποιείται έναντι αποδεικτικού παραλαβής το οποίο φέρει ημερομηνία, από την επομένη της ημερομηνίας που αναγράφεται σε αυτό.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Ο κανόνας είναι ότι η dies a quo (δηλαδή η ημέρα κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της προθεσμίας), ΔΕΝ υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της προθεσμίας, σε αντίθεση με την dies ad quem (δηλαδή την τελευταία ημέρα της προθεσμίας).

DIES A QUO:

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΆρθρο 52 του δικαστικού κώδικα: «Η προθεσμία υπολογίζεται από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα. Υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της και περιλαμβάνει όλες τις ημέρες, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις κατά τον νόμο εορτάσιμες ημέρες».

Κατά συνέπεια, ο υπολογισμός της προθεσμίας δεν αρχίζει την ημέρα της επίδοσης της κλήσης ή της απόφασης (dies a quo), αλλά την επομένη της επίδοσης (συγκεκριμένα, από τις 00.00).

Παραδείγματος χάρη: αν η κλήση επιδοθεί τη Δευτέρα 4 Μαΐου (dies a quo), η Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροπροθεσμία κλήτευσης αρχίζει να τρέχει την Τρίτη 5 Μαΐου. Με άλλα λόγια, η πρώτη ημέρα της προθεσμίας των οκτώ ημερών είναι η Τρίτη 5 Μαΐου.

Εάν η 4η Μαΐου πέσει Παρασκευή, η προθεσμία κλήτευσης αρχίζει να τρέχει το Σάββατο 5 Μαΐου. Η πρώτη ημέρα της προθεσμίας κλήτευσης μπορεί ακόμα να πέσει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη κατά τον νόμο εορτάσιμη ημέρα.

DIES AD QUEM:

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΆρθρο 53 του δικαστικού κώδικα: «Η τελευταία ημέρα υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της προθεσμίας. Ωστόσο, αν η μέρα αυτή είναι το Σάββατο, η Κυριακή ή Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκατά τον νόμο εορτάσιμη, η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Η dies ad quem είναι η ημέρα κατά την οποία η προθεσμία λήγει. Περιλαμβάνεται στον υπολογισμό της προθεσμίας και, συνεπώς, πρόκειται για την τελευταία ημέρα αυτής.

Ωστόσο, αν η dies ad quem πέσει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη κατά τον νόμο εορτάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Σύμφωνα με το άρθρο 52 του δικαστικού κώδικα, η προθεσμία υπολογίζεται από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα. Υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της και περιλαμβάνει όλες τις ημέρες, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις κατά τον νόμο εορτάσιμες ημέρες».

Εντούτοις, μια πράξη μπορεί να πραγματοποιηθεί έγκυρα στη γραμματεία του δικαστηρίου μόνο τις ημέρες και τις ώρες κατά τις οποίες η γραμματεία είναι ανοιχτή για την εξυπηρέτηση του κοινού, εκτός και αν πρόκειται για πράξεις που μπορούν να διενεργηθούν και ηλεκτρονικά.

Ως εκ τούτου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Σύμφωνα με το άρθρο 54 του δικαστικού κώδικα, η προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες ή έτη τρέχει από την ημερομηνία έναρξής της έως την προηγούμενη της αντίστοιχης ημερομηνίας.

Το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε προθεσμίες που έχουν προσδιοριστεί σε μήνες ή έτη (για παράδειγμα, η προθεσμία ανακοπής ή έφεσης: ένας μήνας) και –σε συνδυασμό με το άρθρο 53 του δικαστικού κώδικα– οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προθεσμία ενός μηνός, για παράδειγμα, δεν διαρκεί πάντα 30 ή 31 ημέρες, αλλά μπορεί επίσης να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη.

Η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας είναι η ημέρα που έπεται της επίδοσης.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Δικαστικού Κώδικα, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας (δηλαδή η dies ad quem) περιλαμβάνεται στην προθεσμία.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Σύμφωνα με το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα, προβλέπεται ότι αν η μέρα αυτή είναι το Σάββατο, η Κυριακή ή ημέρα κατά τον νόμο εορτάσιμη, η ημερομηνία λήξης μεταφέρεται στην επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

α/ Μη αποσβεστικές προθεσμίες:

Το άρθρο 49 του δικαστικού κώδικα ορίζει ότι οι προθεσμίες προβλέπονται από τον νόμο και πως ο δικαστής δεν μπορεί να τις προσδιορίσει ο ίδιος, εκτός αν ο νόμος τού το επιτρέπει.

Σύμφωνα με το άρθρο 51 του δικαστικού κώδικα, ο δικαστής μπορεί, πριν από τη λήξη της, να συντομεύσει ή να παρεκτείνει μια αποσβεστική προθεσμία. Εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, η παρέκταση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την αρχική προθεσμία και δεν μπορεί να χορηγηθεί περαιτέρω παρέκταση, εκτός εάν αυτό γίνει με αιτιολογημένη απόφαση και συντρέχουν σοβαροί λόγοι.

β/ Πρόσωπο που δεν έχει τόπο κατοικίας, διαμονή ή τόπο επιδόσεων στο Βέλγιο:

Σύμφωνα με το άρθρο 55 του δικαστικού κώδικα, όταν ο νόμος ορίζει ότι οι προθεσμίες που επιβάλλονται σε διάδικο που δεν έχει τόπο κατοικίας, διαμονή ή τόπο επιδόσεων στο Βέλγιο πρέπει να παρεκταθούν, η παρέκταση αυτή είναι:

  1. 15 ημέρες, όταν ο διάδικος διαμένει σε γειτονική χώρα ή στο Ηνωμένο Βασίλειο,
  2. 30 ημέρες, όταν διαμένει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα,
  3. 80 ημέρες, όταν διαμένει σε τρίτη χώρα.

γ/ Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών:

Σύμφωνα με το άρθρο 50 δεύτερο εδάφιο, του δικαστικού κώδικα, εάν η προθεσμία για την άσκηση έφεσης ή ανακοπής που προβλέπεται στα Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρα 1048, Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρο1051 και στο άρθρο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρο1253quater, στοιχεία  c) και d), άρχεται και λήγει κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, τότε παρεκτείνεται έως και τη δέκατη πέμπτη ημέρα του επόμενου δικαστικού έτους.

Οι δικαστικές διακοπές διαρκούν από την 1η Ιουλίου έως και τις 31 Αυγούστου κάθε έτους.

Εάν η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ή έφεσης ξεκινά ή πρόκειται να λήξει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η dies ad quem της εν λόγω προθεσμίας παρεκτείνεται μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου.

Παράδειγμα 1: η επίδοση της απόφασης πραγματοποιείται στις 30 Ιουνίου (dies a quo). Η προθεσμία άρχεται την 1η Ιουλίου και λήγει (dies ad quem) στις 31 Ιουλίου.

Παράδειγμα 2: η επίδοση της απόφασης πραγματοποιείται στις 31 Ιουλίου (dies a quo). Η προθεσμία άρχεται την 1η Αυγούστου και λήγει (dies ad quem) στις 31 Αυγούστου.

Και στα δύο αυτά παραδείγματα, τόσο η πρώτη ημέρα της προθεσμίας όσο και η dies ad quem πέφτουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, και ως εκ τούτου η προθεσμία παρεκτείνεται μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, η οποία είναι η τελευταία εργάσιμη ημέρα για την επίδοση της ανακοπής ή της έφεσης.

Παράδειγμα 3: η επίδοση της απόφασης πραγματοποιείται στις 29 Ιουνίου. Η προθεσμία άρχεται στις 30 Ιουνίου. Η dies ad quem είναι η 29η Ιουλίου.

Παράδειγμα 4: η επίδοση της απόφασης πραγματοποιείται την 1η Αυγούστου. Η προθεσμία άρχεται στις 2 Αυγούστου. Η dies ad quem είναι η 1η Σεπτεμβρίου.

Και στα δύο αυτά παραδείγματα, τόσο η πρώτη ημέρα της προθεσμίας όσο και η dies ad quem δεν πέφτουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, και, ως εκ τούτου, η προθεσμία δεν παρεκτείνεται μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το άρθρο 50 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα (παρέκταση λόγω δικαστικών διακοπών) όσο και το άρθρο 53 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα (παρέκταση της ημερομηνίας λήξης μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα όταν πέφτει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη κατά τον νόμο εορτάσιμη) εφαρμόζεται όταν η τελευταία ημέρα των δικαστικών διακοπών (31 Αυγούστου) πέσει Σάββατο ή Κυριακή και η τελευταία ημέρα της προθεσμίας (dies ad quem) είναι η 31η Αυγούστου.

Η εφαρμογή άρθρου 50 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα πρέπει να προηγείται της εφαρμογής του άρθρου 53 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα.

Υπόθεση:

Μια πράξη επιδίδεται στις 31 Ιουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ή έφεσης τρέχει από την 1η έως την 31η Αυγούστου. Η 31η Αυγούστου είναι Σάββατο ή Κυριακή.

Σύμφωνα με το άρθρο 50 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα, η πρώτη και τελευταία ημέρα της προθεσμίας πέφτει κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, πράγμα που συνεπάγεται την παρέκταση της προθεσμίας μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου.

Μόνον όταν η 15η Σεπτεμβρίου πέφτει Σάββατο ή Κυριακή, μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 53 δεύτερο εδάφιο του δικαστικού κώδικα, και η τελευταία ημέρα της προθεσμίας μεταφέρεται στη Δευτέρα.

δ/ Ο θάνατος του διαδίκου που δικαιούται στην άσκηση ανακοπής, έφεσης ή αίτησης αναιρέσεως:

Σύμφωνα με το άρθρο 56 του δικαστικού κώδικα, ο θάνατος του διαδίκου αναστέλλει την προθεσμία που του έχει ταχθεί για την άσκηση ανακοπής, έφεσης ή αίτησης αναίρεσης.

Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει και πάλι με την εκ νέου επίδοση της απόφασης που εκδόθηκε από το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του θανόντος και άρχεται από τη λήξη των προθεσμιών για την κατάρτιση πίνακα απογραφής, εφόσον η απόφαση επιδοθεί πριν από τη λήξη των προθεσμιών αυτών.

Η απόφαση μπορεί να επιδοθεί από κοινού στους κληρονόμους, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα ή η ιδιότητά τους. Ωστόσο, αν o ενδιαφερόμενος δεν έχει λάβει γνώση της επίδοσης, μπορεί να εξαιρεθεί από το αποσβεστικό αποτέλεσμα της προθεσμίας το οποίο προκύπτει από την εκπνοή των προθεσμιών προσφυγής.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Κατά γενικό κανόνα, σύμφωνα με το άρθρο 1050 του δικαστικού κώδικα, ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί σε όλες τις περιπτώσεις μόλις εκδοθεί η απόφαση, έστω και αν αυτή εκδοθεί ερήμην. Κατά μιας απόφασης επί ζητήματος αρμοδιότητας ή, εκτός αν ο δικαστής αποφασίσει διαφορετικά, κατά προσωρινής απόφασης, έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο μαζί με την έφεση κατά της τελεσίδικης απόφασης.

Σύμφωνα με το άρθρο 1051 του δικαστικού κώδικα, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι ένας μήνας από την επίδοση της απόφασης, σύμφωνα με το Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 792, δεύτερο και τρίτο εδάφιο. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 1054 του δικαστικού κώδικα, ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει αντέφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ανά πάσα στιγμή, ακόμα και αν η απόφαση επιδόθηκε χωρίς επιφύλαξη ή έγινε δεκτή πριν από την επίδοση.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Σύμφωνα με το άρθρο 51 του δικαστικού κώδικα, ο δικαστής μπορεί, πριν από τη λήξη της, να συντομεύσει ή να παρεκτείνει μια μη αποσβεστική προθεσμία. Εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, η παρέκταση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την αρχική προθεσμία και δεν μπορεί να χορηγηθεί περαιτέρω παρέκταση, εκτός εάν αυτό γίνει με αιτιολογημένη απόφαση και συντρέχουν σοβαροί λόγοι.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Το άρθρο 55 προστέθηκε στον δικαστικό κώδικα συγκεκριμένα γι’ αυτόν τον διάδικο. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου, ο εν λόγω διάδικος μπορεί να επωφεληθεί από αυτή τη διάταξη.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Σύμφωνα με το άρθρο 50 πρώτο εδάφιο του δικαστικού κώδικα, οι αποσβεστικές προθεσμίες δεν συντομεύονται ούτε παρεκτείνονται, ακόμα και με τη συμφωνία των μερών, εκτός εάν η απόσβεση καλύπτεται από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

Με άλλα λόγια, η διαδικαστική πράξη πρέπει να ενεργείται πριν λήξει η προθεσμία, διαφορετικά διατρέχει τον κίνδυνο να είναι εκπρόθεσμη και, συνεπώς, απαράδεκτη.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η λήξη της προθεσμίας ενέργειας είναι οριστική. Με άλλα λόγια, δεν είναι πλέον δυνατή η άσκηση ένδικου μέσου, παρά μόνο σε περίπτωση που έχει παραβιαστεί ο νόμος.

Τελευταία επικαιροποίηση: 28/10/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Βουλγαρία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

A) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των υποκειμενικών ουσιαστικών δικαιωμάτων υπόκειται στις προθεσμίες παραγραφής και τις αποσβεστικές προθεσμίες που καθορίζει ο νόμος (ημερολογιακές χρονικές προθεσμίες).

Προθεσμία παραγραφής είναι το διάστημα που, εάν περάσει άπρακτο, συνεπάγεται απώλεια της δυνατότητας του δικαιούχου υποκειμενικού δικαιώματος να ζητήσει την έννομη προστασία του. Η παρέλευση του εν λόγω διαστήματος συνεπάγεται την απώλεια όχι του ίδιου του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά του συνδεδεμένου δικαιώματος προσφυγής και του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα η σχετική ενοχή να καθίσταται φυσική ενοχή (η αξίωση δεν είναι πλέον δικαστικά επιδιώξιμη). Η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο μετά από ένσταση του οφειλέτη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστικού επιμελητή.

Οι κανόνες που διέπουν τη διάρκεια, τη διακοπή και την αναστολή των προθεσμιών παραγραφής καθορίζονται στον νόμο περί ενοχών και συμβάσεων («ΝΕΣ»). Σε γενική πενταετή προθεσμία παραγραφής υπόκεινται όλες οι αξιώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται ειδική προθεσμία (άρθρο 110 του ΝΕΣ).

Σε τριετή προθεσμία παραγραφής υπόκεινται τρεις κατηγορίες αξιώσεων (άρθρο 111 του ΝΕΣ):

  • οι αξιώσεις για μισθούς για τις οποίες δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία παραγραφής
  • οι αξιώσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης που απορρέουν από ανεκτέλεστη σύμβαση
  • οι αξιώσεις για μισθώματα, τόκους και άλλες περιοδικές πληρωμές, όπως οι αξιώσεις των παρόχων θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξαρτήτως των τυχόν περιοδικών διακυμάνσεων του ποσού. Ωστόσο, οι καταβαλλόμενες χρεολυτικές δόσεις στο πλαίσιο συμβάσεων τραπεζικών δανείων δεν θεωρούνται περιοδικές πληρωμές και υπόκεινται στη γενική προθεσμία παραγραφής.

Τριετής προθεσμία παραγραφής προβλέπεται επίσης για το δικαίωμα επιδίωξης της δικαστικής ακύρωσης σύμβασης που έχει συναφθεί λόγω πλάνης απάτης ή απειλής, καθώς και σύμβασης που έχει συναφθεί από πρόσωπο χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα ή από τον αντιπρόσωπό του χωρίς να πληρούνται οι σχετικοί όροι.

Ετήσια προθεσμία παραγραφής προβλέπεται για το δικαίωμα επιδίωξης της δικαστικής ακύρωσης σύμβασης που έχει συναφθεί λόγω πιεστικής ανάγκης ή που περιέχει προδήλως καταπλεονεκτικούς όρους (άρθρο 33 του ΝΕΣ).

Εξάμηνη προθεσμία παραγραφής προβλέπεται για τις αξιώσεις που αφορούν ελάττωμα πωληθέντος κινητού ή ελαττωματική κατασκευή στο πλαίσιο σύμβασης έργου, εκτός από τις αξιώσεις που αφορούν κατασκευαστικά έργα, οι οποίες υπόκεινται στη συνήθη πενταετή προθεσμία παραγραφής (άρθρο 265του ΝΕΣ).

Διετής προθεσμία παραγραφής προβλέπεται στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν, στο πλαίσιο εναρχθείσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο πιστωτής δεν ζητήσει την εκτέλεση πράξεων εκτέλεσης για διάστημα δύο ετών, η διαδικασία εκτέλεσης τερματίζεται αυτοδικαίως βάσει του άρθρου 433 παράγραφος 1 σημείο 8 κώδικα πολιτικής δικονομίας και αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία παραγραφής με ημερομηνία έναρξης την ημερομηνία διενέργειας της πλέον πρόσφατης πράξης εκτέλεσης.

Η προθεσμία παραγραφής ξεκινά από τον χρόνο κατά τον οποίο γεννάται η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ο οποίος εξαρτάται από τη φύση του οικείου ουσιαστικού δικαιώματος. Ο εν λόγω χρόνος μπορεί να είναι ο χρόνος κατά τον οποίο μια συμβατική ενοχή κατέστη ληξιπρόθεσμη, ο χρόνος τέλεσης μιας παράνομης πράξης ή ο χρόνος ταυτοποίησης του τελέσαντος μια αδικοπραξία, ο χρόνος παράδοσης του πράγματος στην περίπτωση αξίωσης λόγω ελαττωμάτων κ.ο.κ.

Η προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να συντμηθεί ή να παραταθεί με συμφωνία των διαδίκων.

Ωστόσο, η προθεσμία παραγραφής μπορεί να διακοπεί και να ανασταλεί.

Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται στις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 115 του ΝΕΣ:

  • μεταξύ τέκνων και γονέων, όσο οι τελευταίοι ασκούν τη γονική τους μέριμνα
  • μεταξύ προσώπων που τελούν σε επιτροπεία ή κηδεμονία και των επιτρόπων ή κηδεμόνων τους, όσο διαρκεί η επιτροπεία ή η κηδεμονία
  • μεταξύ συζύγων
  • αξιώσεων προσώπων των οποίων η περιουσία τελεί υπό διαχείριση βάσει νόμου ή δικαστικής διαταγής κατά του διαχειριστή, όσο διαρκεί η διαχείριση
  • αξιώσεων αποζημίωσης των νομικών προσώπων κατά των διαχειριστών τους, όσο διαρκεί η θητεία τους
  • αξιώσεων ανηλίκων και προσώπων υπό κηδεμονία για το διάστημα που δεν υφίσταται νόμιμος εκπρόσωπος ή κηδεμόνας και για 6 μήνες μετά τον διορισμό τέτοιου προσώπου ή μετά την παύση της ανικανότητας
  • όσο διεξάγεται η δίκη για την αξίωση.

Στις εν λόγω περιπτώσεις, ο διάδικος στερείται προσωρινά και εκ του νόμου τη δυνατότητα να προσφύγει δικαστικά. Το διάστημα της προθεσμίας παραγραφής που έτρεξε έως την αναστολή λαμβάνεται υπόψη και η προθεσμία παραγραφής συνεχίζει να τρέχει μετά την άρση της περίστασης που επέφερε την αναστολή.

Η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται στις εξής περιπτώσεις:

  • με την αναγνώριση της αξίωσης από τον οφειλέτη
  • με την άσκηση αγωγής, την προβολή ένστασης ή την υποβολή αίτησης διαμεσολάβησης ωστόσο, εάν η αγωγή ή η ένσταση απορριφθεί, η προθεσμία παραγραφής δεν θεωρείται ότι έχει διακοπεί
  • με την αναγγελία απαίτησης κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας
  • με τη διενέργεια πράξεων εκτέλεσης

Στις εν λόγω περιπτώσεις, η παρέλευση του διαστήματος από τον χρόνο γέννησης του δικαιώματος προσφυγής έως την αναστολή της παραγραφής δεν παράγει έννομες συνέπειες και αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία παραγραφής. Όταν η διακοπή επέρχεται λόγω αγωγής ή ένστασης, ο νόμος καθορίζει και μια άλλη σημαντική συνέπεια: η νέα προθεσμία παραγραφής που ξεκινά μετά τη διακοπή είναι πάντοτε πενταετής.

Αποσβεστικές προθεσμίες είναι αυτές με την παρέλευση των οποίων αποσβένονται τα ίδια τα ουσιαστικά δικαιώματα. Οι εν λόγω προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από τον χρόνο γέννησης του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι του δικαιώματος προσφυγής.

Οι αποσβεστικές προθεσμίες δεν διακόπτονται ούτε αναστέλλονται όπως οι προθεσμίες παραγραφής.

Εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή τον δικαστικό επιμελητή, ακόμη και χωρίς να προβάλει ένσταση ο οφειλέτης. Η παρέλευση αποσβεστικής προθεσμίας καθιστά την εκπρόθεσμη αγωγή απαράδεκτη, ενώ η παρέλευση προθεσμίας παραγραφής (εφόσον έχει προβληθεί η σχετική ένσταση) καθιστά την αγωγή αβάσιμη.

Αποσβεστικές προθεσμίες αποτελούν: η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο ενεχυρούχος ή ο ενυπόθηκος δανειστής να προβάλει αντιρρήσεις αν η πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης έγινε προς τον κύριο του πράγματος η δίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο συγκύριος να ασκήσει αγωγή για την αγορά του κοινού πράγματος αν ο άλλος συγκύριος έχει πωλήσει το μερίδιό του σε τρίτο η ετήσια προθεσμία για την άσκηση αγωγής ακύρωσης δωρεάς κ.ο.κ.

B) Οι προθεσμίες για τη διενέργεια συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης και στη διαδικασία εκτέλεσης καθορίζονται από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ). Οι προθεσμίες για τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων στη διαδικασία φερεγγυότητας καθορίζονται στον εμπορικό νόμο (ΕΝ), στον νόμο περί τραπεζικής αφερεγγυότητας αν πρόκειται για υπόθεση αφερεγγυότητας τράπεζας και σε άλλους ειδικούς νόμους.

Όσον αφορά τους διαδίκους, η μη τήρηση της προθεσμίας οδηγεί στην απώλεια του δικαιώματος διενέργειας της οικείας διαδικαστικής πράξης. Η μη τήρηση της προθεσμίας από το δικαστήριο δεν παρεμποδίζει τη μεταγενέστερη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, διότι υφίσταται πάντοτε η υποχρέωση διενέργειάς της. Οι προθεσμίες που καθορίζονται για το δικαστήριο έχουν ενδεικτικό απλώς χαρακτήρα.

Οι προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους προβλέπονται από τον νόμο ή τάσσονται από το δικαστήριο.

Στις προθεσμίες που προβλέπονται από τον νόμο (νόμιμες προθεσμίες) περιλαμβάνονται:

  • η προθεσμία για τη θεραπεία ελαττωμάτων της αγωγής (μία εβδομάδα από την κοινοποίηση στον διάδικο - άρθρο 129 εδάφιο δεύτερο του ΚΠολΔ, αλλά το δικαστήριο μπορεί να ορίσει μεγαλύτερη προθεσμία)
  • η προθεσμία που έχει ο εναγόμενος για να απαντήσει στην αγωγή, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, να αμφισβητήσει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων της αγωγής, να ασκήσει ανταγωγή, να προκαλέσει την παρέμβαση στη δίκη τρίτων υπέρ του και να ασκήσει αγωγή εναντίον τους, και να προβάλει ένσταση κατά της διαδικασίας που έχει ορίσει το δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την παραλαβή του αντιγράφου της αγωγής από τον εναγόμενο και διαρκεί έναν μήνα ή δύο εβδομάδες, ανάλογα με το αν η αγωγή εκδικάζεται κατά τη γενική ή την ειδική διαδικασία εμπορικών διαφορών (άρθρα 131 και 367 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία για την άσκηση από τον ενάγοντα συμπληρωματικής αγωγής στη διαδικασία εμπορικών διαφορών –δύο εβδομάδες από την παραλαβή της απάντησης του εναγομένου (άρθρο 372 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία απάντησης του εναγομένου σε συμπληρωματική αγωγή στη διαδικασία εμπορικών διαφορών –δύο εβδομάδες από την παραλαβή της συμπληρωματικής αγωγής (άρθρο 373 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου – δύο εβδομάδες από την επίδοση της απόφασης στον διάδικο (άρθρο 259 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία απάντησης στην έφεση από τον αντίδικο και άσκησης αντέφεσης –δύο εβδομάδες από την παραλαβή αντιγράφου της έφεσης (άρθρο 263 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου – ένας μήνας από την επίδοση της απόφασης στον διάδικο (άρθρο 283 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά των διαταγών του δικαστηρίου –μία εβδομάδα από την κοινοποίησή τους στον διάδικο, ενώ, αν εκδόθηκαν σε συζήτηση στην οποία παρίστατο ο διάδικος, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία της συζήτησης (άρθρο 275 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία κατάθεσης αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου –τρεις μήνες από τη γέννηση του λόγου ακύρωσης (άρθρο 305 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο διάδικος να ζητήσει την εξαίρεση δικαστή – η πρώτη συζήτηση μετά τη γέννηση του λόγου της εξαίρεσης ή την περιέλευσή του σε γνώση του διαδίκου (άρθρο 23 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο διάδικος να προβάλει ένσταση έλλειψης καθ' ύλη αρμοδιότητας – έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό (άρθρο 119 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο διάδικος να προβάλει ένσταση έλλειψης κατά τόπο αρμοδιότητας βάσει του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο – έως την ολοκλήρωση της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζήτησης (άρθρο 119 του ΚΠολΔ), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση παραβίασης των κανόνων της κατά τόπο αρμοδιότητας, ένσταση μπορεί να προβληθεί μόνο από τον εναγόμενο εντός της προθεσμίας απάντησης στην αγωγή (άρθρο 119 του ΚΠολΔ). Στις αγωγές που ασκούνται από καταναλωτή και στις αγωγές που ασκούνται από τον ζημιωθέντα και στρέφονται κατά ασφαλιστή, το Ταμείο Εγγυήσεων και το Εθνικό Γραφείο Βούλγαρων Ασφαλιστών Αυτοκινήτων, το δικαστήριο μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την τήρηση των κανόνων της κατά τόπο αρμοδιότητας έως την ολοκλήρωση της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζήτησης
  • η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο ενάγων να αποσύρει την αγωγή χωρίς τη συγκατάθεση του εναγομένου – έως την ολοκλήρωση της πρώτης συζήτησης (άρθρο 232 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο διάδικος μπορεί να καταθέσει παρεμπίπτουσα αγωγή – κατά την πρώτη συζήτηση για τον ενάγοντα και εντός της προθεσμίας απάντησης στην αγωγή για τον εναγόμενο (άρθρο 212 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία προσβολής της ακρίβειας εγγράφου – το αργότερο με την απάντηση στο δικόγραφο στο πλαίσιο του οποίου προσκομίζεται ενώ, αν προσκομίζεται με την αγωγή, ο εναγόμενος πρέπει να το προσβάλει με την έγγραφη απάντησή του (άρθρο 193 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής – δύο εβδομάδες από την επίδοση της διαταγής (άρθρο 414 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία προσφυγής κατά άρνησης έκδοσης διαταγής πληρωμής – μία εβδομάδα από την κοινοποίηση στον αιτούντα (άρθρο 413 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία ανακοπής κατά της διαταγής έκδοσης εντολής εκτέλεσης – δύο εβδομάδες που αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της διαταγής για τον αιτούντα και από την επίδοση της πρόσκλησης σε εκούσια συμμόρφωση για τον οφειλέτη (άρθρο 407 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία εκούσιας συμμόρφωσης του οφειλέτη στη διαδικασία εκτέλεσης –δύο εβδομάδες από την επίδοση της πρόσκλησης από τον δικαστικό επιμελητή (άρθρο 428 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία ανακοπής κατά των πράξεων του δικαστικού επιμελητή – μία εβδομάδα από τη διενέργεια της πράξης αν ο διάδικος παρίστατο στην πράξη ή είχε κλητευθεί νομίμως ή από την ημερομηνία της κοινοποίησης στις λοιπές περιπτώσεις (άρθρο 436 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία αναγγελίας απαίτησης στη διαδικασία αφερεγγυότητας – ένας και τρεις μήνες, αντίστοιχα, από την καταχώριση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο εμπορικό μητρώο (άρθρο 685 και άρθρο 688 του ΕΝ)
  • η προθεσμία υποβολής σχεδίου εξυγίανσης – ένας μήνας από την ημερομηνία καταχώρισης στο εμπορικό μητρώο της δικαστικής απόφασης έγκρισης του καταλόγου των απαιτήσεων που έγιναν δεκτές (άρθρο 696 του ΕΝ)
  • η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων κατά του καταλόγου των απαιτήσεων που έγιναν δεκτές – επτά ημέρες από τη δημοσίευση του καταλόγου στο εμπορικό μητρώο (άρθρο 690 του ΕΝ)
  • η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων κατά του λογαριασμού διανομής που έχει καταρτίσει ο διαχειριστής της αφερεγγυότητας – δεκατέσσερις ημέρες από τη δημοσίευση του λογαριασμού στο εμπορικό μητρώο (άρθρο 727 του ΕΝ)
  • αποκλειστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων προβλέπονται επίσης σε άλλους ειδικούς νόμους, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν εξαντλητικά – τον ΕΝ για τις διαδικασίες σταθεροποίησης εμπόρου, τον νόμο περί τραπεζικής αφερεγγυότητας, τον ασφαλιστικό κώδικα κ.λπ.

Στις προθεσμίες που τάσσονται δικαστικά περιλαμβάνονται:

  • η προθεσμία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων (άρθρο 157 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία καταβολής των εξόδων συγκέντρωσης των αποδεικτικών στοιχείων (κλήτευση μαρτύρων, πληρωμή αμοιβής εμπειρογνωμόνων κ.ο.κ – άρθρο 160 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία θεραπείας των ελαττωμάτων διαδικαστικής πράξης που διενήργησε διάδικος (άρθρο 101 του ΚΠολΔ)
  • η προθεσμία καταχώρισης της αγωγής, η οποία, κατά κανόνα, είναι μεγαλύτερη από μία εβδομάδα

Οι προθεσμίες διακρίνονται επίσης σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το αν το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να τις παρατείνει ή όχι. Όλες οι προθεσμίες που τάσσονται από το δικαστήριο μπορούν να παραταθούν. Οι προθεσμίες για την άσκηση έφεσης και για την κατάθεση αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου δεν μπορούν να παραταθούν – άρθρο 63 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Στις δημόσιες αργίες περιλαμβάνονται:

1 Ιανουαρίου – πρώτη του έτους

3 Μαρτίου – Ημέρα Απελευθέρωσης – εθνική εορτή

1 Μαΐου – Εργατική Πρωτομαγιά

6 Μαΐου – Εορτή Αγίου Γεωργίου, Ημέρα ανδρείας και βουλγαρικού στρατού

24 Μαΐου – Ημέρα βουλγαρικής παιδείας και πολιτισμού και σλαβονικής λογοτεχνίας

6 Σεπτεμβρίου – Ημέρα Ενοποίησης

22 Σεπτεμβρίου – Ημέρα Ανεξαρτησίας

1 Νοεμβρίου– Ημέρα εθνικής συνείδησης (αργία για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά εργάσιμη ημέρα για τους υπόλοιπους φορείς)

24 Δεκεμβρίου – Παραμονή Χριστουγέννων, 25 και 26 Δεκεμβρίου – Χριστούγεννα

Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα – δύο ημέρες (Κυριακή και Δευτέρα), που ορίζονται προς εορτασμό το εκάστοτε έτος.

Το υπουργικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει για το εκάστοτε έτος επιπλέον ημέρες δημόσιων αργιών ή ημέρες εορτασμού συγκεκριμένων επαγγελμάτων, καθώς και να μεταθέσει αργίες εντός του έτους.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης και στη διαδικασία εκτέλεσης ορίζονται από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ). Ορισμένοι ειδικοί νόμοι επίσης ορίζουν αποσβεστικές προθεσμίες για την άσκηση διαδικαστικών δικαιωμάτων, π.χ. το άρθρο 74 του ΕΝ, τα άρθρα 19 και 25 του νόμου για το εμπορικό μητρώο και το μητρώο νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κ.λπ. Γενικές πληροφορίες για τους γενικούς κανόνες του κεφαλαίου επτά του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με τίτλο «Προθεσμίες και επαναφορά προθεσμιών», παρέχονται στις απαντήσεις των ερωτήσεων 4, 5 και 6.

Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες παραγραφής ορίζονται στα άρθρα 110 και επόμενα του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων. Βλ. την απάντηση της ερώτησης 1.

Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από ενοχικές σχέσεις ορίζονται στα άρθρα 69-72 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων.

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στο δικονομικό δίκαιο ( άρθρο 61, άρθρο 229, άρθρο 432 του ΚΠολΔ ), οι τασσόμενες δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται, αρχής γενομένης από το γεγονός που επέφερε την αναστολή της διαδικασίας. Οι διαδικασίες αναστέλλονται όταν επέλθει κώλυμα που εμποδίζει την πρόοδό τους και, έως την άρση του, η διενέργεια διαδικαστικών πράξεων είναι απαράδεκτη, με την εξαίρεση της εξασφάλισης της αγωγής. Μετά την άρση του κωλύματος (π.χ. θάνατος διαδίκου, ανάγκη ορισμού επιτρόπου, διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας κ.λπ.), η διαδικασία μπορεί να κινηθεί εκ νέου και όλες οι ενέργειες που διεξήχθησαν πριν από την αναστολή διατηρούν την ισχύ τους.

Ειδικοί νόμοι ορίζουν άλλες προθεσμίες που είναι συντομότερες από τη συνήθη προθεσμία παραγραφής.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Το σημείο έναρξης της προθεσμίας διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης είναι συνήθως η ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος ενημερώνεται ότι πρέπει να διενεργήσει την εν λόγω πράξη ή, αντίστοιχα, κατά την οποία ενημερώνεται για πράξη του δικαστηρίου κατά της οποίας μπορεί να προσφύγει.

  • Η προθεσμία θεραπείας ελαττωμάτων της αγωγής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κοινοποίησης των οδηγιών του δικαστηρίου στον διάδικο.
  • Η προθεσμία της έγγραφης απάντησης του εναγομένου στην αγωγή αρχίζει να τρέχει από την παραλαβή του αντιγράφου της αγωγής και των αποδεικτικών της στοιχείων, ενώ η κοινοποίηση με την οποία το δικαστήριο αποστέλλει στον εναγόμενο τα αντίγραφα πρέπει να προσδιορίζει την προθεσμία της απάντησης και τις συνέπειες της μη απάντησης.
  • Η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά απόφασης αρχίζει να τρέχει από την επίδοσή της στον διάδικο.
  • Η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε σε υπόθεση που εκδικάστηκε με ταχεία διαδικασία (τρίτο μέρος, κεφάλαιο 25 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία που το δικαστήριο ανακοίνωσε ότι θα γνωστοποιήσει την απόφασή του.
  • Η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά διαταγής αρχίζει να τρέχει από την κοινοποίησή της στον διάδικο, ενώ, αν εκδόθηκε σε συζήτηση στην οποία παρίστατο ο διάδικος, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία της συζήτησης.
  • Η ανακοπή κατά πράξεων του δικαστικού επιμελητή ασκείται εντός μιας εβδομάδας από τη διενέργεια της πράξης αν ο διάδικος παρίστατο στην πράξη ή είχε κλητευθεί νομίμως ή από την ημερομηνία της κοινοποίησης στις λοιπές περιπτώσεις.
  • Οι προθεσμίες στη διαδικασία αφερεγγυότητας αρχίζουν να τρέχουν από τη δημοσίευση της οικείας πράξης του διαχειριστή της αφερεγγυότητας (για παράδειγμα, της συμπλήρωσης του καταλόγου των πιστωτών των οποίων έχουν γίνει δεκτές οι απαιτήσεις) ή του δικαστηρίου στο εμπορικό μητρώο.

Υπάρχουν επίσης προθεσμίες οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από την έναρξη της δίκης, διότι ο νόμος ορίζει μόνο τον τελικό χρόνο λήξης τους.

Για παράδειγμα:

  • ο ενάγων μπορεί να μεταβάλει τη βάση ή το αίτημα της αγωγής του ή να αποσύρει την αγωγή του χωρίς τη συγκατάθεση του εναγομένου, έως την ολοκλήρωση της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης,
  • σε αγωγή διανομής, κάθε κληρονόμος μπορεί, μέχρι την έναρξη της πρώτης συζήτησης, να ζητήσει με έγγραφη αίτηση τη συμπερίληψη επιπλέον περιουσιακών στοιχείων στο αντικείμενο της διανομής κ.ο.κ.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την κοινοποίηση στον διάδικο. Ο χρόνος κατά τον οποίο η κοινοποίηση στον διάδικο θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε προσηκόντως καθορίζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο της κοινοποίησης. Το κεφάλαιο VI, με τίτλο «Κοινοποιήσεις και κλήσεις», του κώδικα πολιτικής δικονομίας καθορίζει τους κανόνες επίδοσης κοινοποιήσεων και κλήσεων στους διαδίκους, καθώς και τον χρόνο κατά τον οποίο αυτές θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί προσηκόντως.

Όταν η κοινοποίηση επιδίδεται προσωπικά στον αποδέκτη της ή τον εκπρόσωπό του ή σε άλλο πρόσωπο αντίστοιχα που διαμένει ή εργάζεται στην οικεία διεύθυνση, πρέπει να περιλαμβάνει μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία παραλήφθηκε από το οικείο πρόσωπο, είτε επιδόθηκε από δικαστικό επιμελητή είτε επιδόθηκε από ταχυδρομικό υπάλληλο. Από την ημερομηνία αυτή αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες διενέργειας της σχετικής διαδικαστικής πράξης.

Οι κοινοποιήσεις μπορούν επίσης να επιδίδονται σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει ορίσει ο διάδικος. Θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί από την καταχώρισή τους στο συγκεκριμένο πληροφοριακό σύστημα.

Αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις (για παράδειγμα, αν ο διάδικος έχει μεταβάλει τη διεύθυνση που είχε δηλώσει για την υπόθεση χωρίς να ενημερώσει το δικαστήριο), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πραγματοποίηση της επίδοσης με επισύναψη της κοινοποίησης στον φάκελο της υπόθεσης, οπότε η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα της επισύναψης. Πρόκειται για υποκατάσταση επίδοση, η οποία είναι δυνατή στην περίπτωση μη εκπλήρωσης επιβαλλόμενης δικονομικής υποχρέωσης.

Αν ο εναγόμενος δεν μπορεί να βρεθεί στον τόπο της κατοικίας του και κανείς δεν βρίσκεται εκεί για να παραλάβει την κοινοποίηση, ο επιδίδων πρέπει να θυροκολλήσει σχετική ειδοποίηση ή να επιθέσει τέτοια στο γραμματοκιβώτιο, αναγράφοντας σε αυτή ότι τα έγγραφα βρίσκονται στη γραμματεία του δικαστηρίου και μπορούν να παραληφθούν εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία της θυροκόλλησης της ειδοποίησης. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εναγόμενος δεν προσέλθει για να τα παραλάβει, η κοινοποίηση και τα συναφή έγγραφα θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί με την παρέλευση της προθεσμίας παραλαβής τους.

Η υποκατάστατη επίδοση στην περίπτωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το φυσικό πρόσωπο δεν εκπλήρωσε τη διοικητική υποχρέωσή του να δηλώσει μόνιμη και τρέχουσα διεύθυνση στην οποία μπορεί να εξευρεθεί.

Στην περίπτωση των εμπόρων και των νομικών προσώπων που είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο, οι επιδόσεις πραγματοποιούνται στην τελευταία δηλωμένη στο μητρώο διεύθυνση. Αν στη διεύθυνση αυτή δεν υπάρχει γραφείο και δεν βρεθούν σημεία της επιχείρησης, δηλαδή από τα στοιχεία προκύπτει ότι το πρόσωπο έχει αλλάξει διεύθυνση, όλες οι κοινοποιήσεις καταχωρίζονται στον φάκελο της υπόθεσης και θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί νομίμως – άρθρο 50 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ .

Αν ο έμπορος βρίσκεται στη διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη στο μητρώο αλλά ο επιδίδων δεν έχει πρόσβαση στο γραφείο ή δεν βρίσκει πρόσωπο πρόθυμο να παραλάβει την κοινοποίηση, ο επιδίδων θυροκολλεί σχετική ειδοποίηση και, αν τα έγγραφα δεν παραληφθούν εντός δύο εβδομάδων από τη θυροκόλληση, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί (υποκατάσταση επίδοση).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η προθεσμία υπολογίζεται κατά έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες. Προθεσμία που μετράται σε ημέρες υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της έναρξης της προθεσμίας και λήγει στο τέλος της τελευταίας ημέρας. Για παράδειγμα, αν υποδειχθεί στον διάδικο να άρει τα ελαττώματα μιας πράξης εντός επτά ημερών και η σχετική κοινοποίηση επιδοθεί την 1η Ιουνίου, αυτή είναι η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία, ωστόσο ο υπολογισμός ξεκινά την επόμενη ημερολογιακή ημέρα, 2 Ιουνίου, και η προθεσμία θα λήξει στις 8 Ιουνίου.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες προσδιορίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Αν, ωστόσο, η προθεσμία λήγει σε μη εργάσιμη ημέρα (σαββατοκύριακο ή αργία), θεωρείται ότι λήγει την πρώτη εργάσιμη ημέρα που ακολουθεί.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες λήγει την αντίστοιχη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας. Για παράδειγμα, αν υποδειχθεί στον διάδικο να άρει τα ελαττώματα της αγωγής εντός μιας εβδομάδας και η σχετική κοινοποίηση επιδοθεί ημέρα Παρασκευή, η προθεσμία θα λήξει την Παρασκευή της επόμενης εβδομάδας.

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει την αντίστοιχη ημέρα του τελευταίου μήνα, ενώ αν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημερομηνία, η προθεσμία θα λήξει την τελευταία ημέρα του μήνα.

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους, ενώ αν ο σχετικός μήνας του τελευταίου έτους δεν έχει τέτοια ημερομηνία, η προθεσμία θα λήξει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 8.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας δεν είναι εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει πάντοτε την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι μόνες προθεσμίες που δεν μπορούν να παραταθούν δικαστικά είναι οι προθεσμίες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών, άσκησης αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.

Όλες οι άλλες νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν δικαστικά, κατόπιν αίτησης του οικείου διαδίκου που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της προθεσμίας και εφόσον υπάρχουν εύλογοι λόγοι (άρθρο 63 του ΚΠολΔ). Η νέα προθεσμία δεν μπορεί να είναι συντομότερη από την αρχική. Η παραταθείσα προθεσμία τρέχει από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Η απόφαση με την οποία παρατείνεται η προθεσμία (όπως και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται σχετικό αίτημα) δεν κοινοποιείται στον διάδικο, ο οποίος, συνεπώς, θα πρέπει να παρακολουθεί ενεργά τις αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας ορίζει τους γενικούς κανόνες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών σε όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις τάσσοντας:

  • προθεσμία δύο εβδομάδων για την άσκηση έφεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το δικαστήριο, η οποία αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της απόφασης στον διάδικο
  • προθεσμία μίας εβδομάδας για την άσκηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το δικαστήριο, η οποία αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της απόφασης στον διάδικο
  • προθεσμία μίας εβδομάδας για την άσκηση έφεσης κατά των διαταγών που εκδίδονται από το δικαστήριο, η οποία αρχίζει να τρέχει από την κοινοποίησή τους στον διάδικο, ενώ, αν εκδόθηκαν σε συζήτηση στην οποία παρίστατο ο διάδικος, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία της συζήτησης

Οι εξαιρέσεις των εν λόγω γενικών κανόνων ορίζονται περιοριστικά στον νόμο και βασίζονται στα ειδικά χαρακτηριστικά της οικείας διαδικασίας. Τέτοιες εξαιρέσεις ορίζονται για:

  • τις αποφάσεις κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι οποίες προσβάλλονται με έφεση εντός επτά ημερών από την ημερομηνία καταχώρισής τους στο εμπορικό μητρώο
  • τις αποφάσεις που απορρίπτουν αίτηση κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι οποίες προσβάλλονται με έφεση εντός επτά ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του κώδικα πολιτικής δικονομίας
  • η απόφαση του δικαστηρίου, σε δίκη διανομής, σχετικά με τις αξιώσεις των συνδικαιούχων σε λογαριασμούς, η απόφαση δημόσιας εκποίησης ακινήτου του οποίου η αυτούσια διανομή δεν είναι εφικτή, η απόφαση απόδοσης ακινήτου του οποίου η αυτούσια διανομή δεν είναι εφικτή σε έναν από τους συνδικαιούχους, και η απόφαση δημοσίευσης του τελικού πρωτοκόλλου διανομής μπορούν να προσβληθούν με κοινή προσφυγή εντός της προθεσμίας έφεσης κατά της τελευταίας απόφασης
  • απόφαση που εκδόθηκε ερήμην δεν προσβάλλεται με έφεση, αλλά, εντός ενός μήνα από την επίδοσή της, ο διάδικος κατά του οποίου εκδόθηκε μπορεί να ζητήσει από το εφετείο την ακύρωση της απόφασης αν δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει στη δίκη
  • οι αποφάσεις έκδοσης συναινετικού διαζυγίου δεν υπόκεινται σε έφεση
  • υπάρχουν επίσης άλλες ειδικές περιπτώσεις προθεσμιών για την άσκηση ένδικων μέσων κατά αποφάσεων, π.χ. απόφαση καταχώρισης πολιτικού κόμματος μπορεί να προσβληθεί εντός προθεσμίας επτά ημερών.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Δεν προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου να συντμήσει τις προθεσμίες που καθορίζει το ίδιο ή ο νόμος, παρά μόνο δυνατότητά του να παρατείνει προθεσμίες έπειτα από αίτημα των διαδίκων. Οι μόνες προθεσμίες που δεν μπορούν να παραταθούν δικαστικά είναι οι προθεσμίες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών, άσκησης αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.

Ωστόσο, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να μεταβάλει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, την ημερομηνία συζήτησης, προγραμματίζοντάς την νωρίτερα ή αργότερα, εφόσον το επιτάσσουν σημαντικές συγκυρίες. Στις εν λόγω περιπτώσεις, ωστόσο, το δικαστήριο πρέπει να γνωστοποιήσει στους διαδίκους τη νέα ημερομηνία και η σχετική ειδοποίηση πρέπει να επιδοθεί το αργότερο μία εβδομάδα πριν από την ημερομηνία της συζήτησης.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Οι δικονομικοί κανόνες του κώδικα πολιτικής δικονομίας, περιλαμβανομένων όσων αφορούν την παράταση της προθεσμίας, ισχύουν για όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Γενικός κανόνας είναι ότι οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο. Πέραν του εν λόγω κανόνα, ο ΚΠολΔ ρητά ορίζει ότι αν τα ελαττώματα της αγωγής δεν θεραπευθούν εγκαίρως, η αγωγή επιστρέφεται αν έφεση, αίτηση ακύρωσης ή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας, επιστρέφεται ως εκπρόθεσμη αν διάδικος δεν καταθέσει εγκαίρως τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αυτά δεν θα γίνουν δεκτά στη δίκη, εκτός αν η παράλειψη οφείλεται σε ειδικές απρόβλεπτες περιστάσεις. Η μη τήρηση δικονομικής προθεσμίας επιφέρει απώλεια του δικαιώματος το οποίο αφορά η εν λόγω δικονομική προθεσμία.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Ο διάδικος που δεν έχει τηρήσει τη νόμιμη ή δικαστική προθεσμία μπορεί να ζητήσει την επαναφορά της αν αποδείξει ότι η μη τήρηση της προθεσμίας οφειλόταν σε ειδικές, απρόβλεπτες περιστάσεις τις οποίες δεν ήταν σε θέση να υπερκεράσει. Επαναφορά δεν επιτρέπεται αν μπορούσε να παραταθεί η προθεσμία για τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης.

Η αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί εντός μίας εβδομάδας από την κοινοποίηση της μη τήρησης της προθεσμίας και να περιλαμβάνει αναφορά όλων των περιστάσεων που τη δικαιολογούν, καθώς και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη βασιμότητά της. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο έπρεπε να έχει διενεργηθεί η οικεία διαδικαστική πράξη. Μαζί με την αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας κατατίθενται τα έγγραφα για τα οποία ζητείται η επαναφορά της προθεσμίας και, αν η προθεσμία αφορά την πληρωμή εξόδων, το δικαστήριο τάσσει νέα προθεσμία πληρωμής τους.

Η αίτηση εξετάζεται υποχρεωτικά σε δημόσια συνεδρίαση. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, τα απολεσθέντα δικαιώματα αποκαθίστανται.

Τελευταία επικαιροποίηση: 02/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Τσεχία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Γενικά, οι προθεσμίες που ισχύουν στην αστική διαδικασία είναι είτε δικονομικές είτε ουσιαστικές.

Δύο είναι τα είδη των δικονομικών προθεσμιών: οι νόμιμες και οι δικαστικές.

Οι νόμιμες προθεσμίες ορίζονται από τον νόμο. Η μη τήρηση νόμιμης προθεσμίας συνεπάγεται πάντοτε κάποιας μορφής δικονομική επίπτωση (λ.χ., απώλεια της δυνατότητας επιτυχούς εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου καθήκοντος, επιβολή πειθαρχικού προστίμου). Η μη τήρηση νόμιμης προθεσμίας μπορεί να είναι δικαιολογημένη [βλ. το άρθρο 58 του νόμου αριθ. 99/1963, του κώδικα πολιτικής δικονομίας (zákon č. 99/1963 Sb., občanský soudní řád, ve znění pozdějších předpisů) (κώδικας πολιτικής δικονομίας), όπως έχει τροποποιηθεί], εάν ο διάδικος ή νόμιμος εκπρόσωπός του δεν τήρησε την προθεσμία για λόγο που δικαιολογείται και εξαιτίας του οποίου δεν ήταν σε θέση να διενεργήσει πράξη την οποία νομιμοποιείται να επιχειρήσει. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί εντός 15 ημερών από την άρση του κρίσιμου εμποδίου με ταυτόχρονη εκτέλεση της πράξης που δεν διενεργήθηκε. Με αίτημα του διαδίκου το δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση, ώστε να δικαιολογηθεί η μη τήρηση της προθεσμίας.

Η προθεσμία εκτέλεσης μιας πράξης που δεν ορίζεται απευθείας στον νόμο τάσσεται από τον πρόεδρο της (πολυμελούς) δικαστικής σύνθεσης (ή τον δικαστή σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης). Ο πρόεδρος της (πολυμελούς) σύνθεσης (ή ο δικαστής σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης) μπορεί να τάξει προθεσμία, όχι μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, αλλά και όποτε άλλοτε απαιτείται για τη διασφάλιση της επαρκούς και δεόντως ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας. Το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει μια δικαστική προθεσμία βασιζόμενο στις περιστάσεις (βλ. το άρθρο 55 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί). Δεν επιτρέπεται η δικαιολόγηση της μη τήρησης μιας προθεσμίας.

Οι δικονομικές προθεσμίες δεν είναι προθεσμίες που ισχύουν για το δικαστήριο, επί παραδείγματι, για την έκδοση μιας απόφασης: οι εν λόγω προθεσμίες είναι διοικητικές προθεσμίες.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Ημέρα αποκατάστασης του ανεξάρτητου κράτους της Δημοκρατίας της Τσεχίας, Πρωτοχρονιά: 1η Ιανουαρίου

Δευτέρα του Πάσχα: η εορτή είναι κινητή, αλλά συνήθως τοποθετείται στα τέλη Μαρτίου ή τις αρχές Απριλίου.

Εργατική Πρωτομαγιά: 1η Μαΐου

Ημέρα Νίκης: 8 Μαΐου

Ημέρα των Σλάβων αποστόλων Κύριλλου και Μεθόδιου: 5 Ιουλίου

Ημέρα αυτοθυσίας του Γιαν Χους (Jan Hus): 6 Ιουλίου

Ημέρα της τσεχικής πολιτείας: 28 Σεπτεμβρίου

Ημέρα της δημιουργίας του ανεξάρτητου τσεχοσλοβακικού κράτους: 28 Οκτωβρίου

Ημέρα του αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία: 17 Νοεμβρίου

Παραμονή Χριστουγέννων: 24 Δεκεμβρίου

Χριστούγεννα: 25 Δεκεμβρίου

Επομένη των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι νόμιμοι κανόνες που διέπουν τη μέθοδο υπολογισμού των προθεσμιών παραγραφής ορίζονται στα άρθρα 55-58 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί.

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε ημέρες ξεκινά την επόμενη ημέρα από το γεγονός που έχει αποφασιστική σημασία για την έναρξή της.

Ως μισός μήνας νοείται το διάστημα των δεκαπέντε ημερών.

Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγει την ημέρα που κατ’ όνομα ή αριθμό συμπίπτει με την ημέρα επέλευσης του αφετήριου γεγονότος της προθεσμίας. Εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, το τέλος της προθεσμίας συμπίπτει με την τελευταία ημέρα του μήνα.

Εάν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι Σάββατο, Κυριακή ή αργία, τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι η επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ώρες λήγουν με την παρέλευση της ώρας που αντιστοιχεί στην ώρα επέλευσης του αφετήριου γεγονότος της προθεσμίας.

Η δικονομική προθεσμία τηρείται αν η πράξη εκτελεστεί ενώπιον δικαστηρίου ή αν η κατάθεση πραγματοποιηθεί ενώπιον αρχής που είναι υποχρεωμένη να την επιδώσει, δηλαδή συνηθέστερα σε κάτοχο ταχυδρομικής άδειας, κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας.

Εάν η διαδικασία έχει διακοπεί, διακόπτεται ομοίως και η προθεσμία (άρθρο 111 παρ. 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Εάν η διαδικασία ξεκινήσει εκ νέου, οι προθεσμίες παραγραφής αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η ημέρα επέλευσης του αφετήριου γεγονότος της προθεσμίας δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία. Τούτο δεν ισχύει σε προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ώρες. Συνεπώς, γενικά η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της επέλευσης του γεγονότος που έχει αποφασιστική σημασία για την έναρξη της προθεσμίας (βλ. το άρθρο 57 παρ. 1 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η ημέρα επέλευσης του αφετήριου γεγονότος της προθεσμίας δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία. Τούτο δεν ισχύει σε προθεσμίες παραγραφής που προσδιορίζονται σε ώρες (βλ. το άρθρο 57 παρ. 1 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες παραγραφής υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες παραγραφής που υπολογίζονται σε εβδομάδες είναι σπάνιες στον κώδικα πολιτικής δικονομίας (νόμος αριθ. 99/1963, όπως έχει τροποποιηθεί) (λ.χ., άρθρο 260 παρ. 3, άρθρο 295 παρ. 1, και άρθρο 295 παρ. 2). Συνήθως, αποτελούν δικαστικές προθεσμίες στη δικαστική πρακτική.

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες στον κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζονται με διάρκεια ενός μήνα (λ.χ., άρθρο 82 παρ. 3, άρθρο 336m παρ. 2, και άρθρο 338za παρ. 2) δύο μηνών (λ.χ., άρθρο 240 παρ. 1 και άρθρο 247 παρ. 1) τριών μηνών (λ.χ., άρθρο 111 παρ. 3, άρθρο 233 παρ. 1, και άρθρο 234 παρ. 1) και έξι μηνών (λ.χ., άρθρο 77a παρ. 2 και άρθρο 260g παρ. 3).

Δύο ειδών είναι οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά έτη στον κώδικα πολιτικής δικονομίας: η ετήσια προθεσμία (λ.χ., άρθρο 111 παρ. 3) και η τριετής προθεσμία (λ.χ., άρθρο 99 παρ. 3, άρθρο 233 παρ. 2, και άρθρο 234 παρ. 2).

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν στο τέλος της ημέρας που αντιστοιχεί στην ημέρα επέλευσης του αφετήριου γεγονότος της προθεσμίας και εάν ο μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, τότε την τελευταία ημέρα του μήνα (βλ. άρθρο 57 παρ. 2 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί).

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι (βλ. το άρθρο 57 παρ. 2 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί).

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι νόμιμες δικονομικές προθεσμίες δεν μπορούν να μεταβληθούν με δικαστική απόφαση.

Το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει τη δικονομική προθεσμία, ανάλογα με τις περιστάσεις.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ο διάδικος μπορεί να προσβάλει την απόφαση του πρωτοδικείου (okresní soud) ή την απόφαση που έχει εκδώσει σε πρώτο βαθμό το περιφερειακό δικαστήριο (krajský soud), εκτός αν αυτό αποκλείεται από τον νόμο (βλ. το άρθρο 201 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί). Η έφεση πρέπει να κατατεθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της γραπτής απόφασης, στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η προθεσμία κατάθεσης της έφεσης δεν περιλαμβάνει την ημέρα επίδοσης της απόφασης στον διάδικο. Για την τήρηση της εν λόγω δικονομικής προθεσμίας, αρκεί η κοινοποίηση της έφεσης σε αρχή που υποχρεούται να την επιδώσει (ιδίως, σε κάτοχο ταχυδρομικής άδειας, στο σωφρονιστικό κατάστημα για πρόσωπα που είναι φυλακισμένα ή τελούν σε κράτηση, στο ίδρυμα που είναι επιφορτισμένο με την ιδρυματική ή ασφαλή ανατροφή του προσώπου που έχει τοποθετηθεί σ’ αυτό, κ.ο.κ.) ή στο δικαστήριο κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας παραγραφής.

Εάν εκδόθηκε διορθωτική απόφαση που αφορά την ίδια την απόφαση, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία που τίθεται σε ισχύ η διορθωτική απόφαση (βλ. το άρθρο 204 παρ. 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Η έφεση που ασκείται μετά τη λήξη της δεκαπενθήμερης προθεσμίας, αποκλειστικά όμως επειδή ο εφεσιβάλλων ακολούθησε τις εσφαλμένες υποδείξεις του δικαστηρίου για την έφεση, θεωρείται ότι έχει ασκηθεί εγκαίρως. Εάν η απόφαση δεν περιλαμβάνει υποδείξεις για την έφεση, για την προθεσμία της έφεσης ή για το δικαστήριο στο οποίο θα κατατεθεί ή εάν περιλαμβάνει εσφαλμένες υποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εντός τριών μηνών από την επίδοση της απόφασης.

Εάν σε μια υπόθεση εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων από την εν λόγω διαταγή μπορεί να εμποδιστεί μόνο με την άσκηση ανακοπής από τον καθ’ ου, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 15 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής, στο δικαστήριο που την εξέδωσε (βλ. το άρθρο 172 παρ. 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται με την άσκηση ανακοπής και το δικαστήριο διατάσσει συζήτηση. Έφεση μπορεί να κατατεθεί μόνο κατά της ανακοπής που αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, ωστόσο κατά κανόνα δεν ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας (νόμος αριθ. 99/1963, όπως έχει τροποποιηθεί) επιτρέπει την αναβολή της συζήτησης για σοβαρούς λόγους, εάν δεν είναι δυνατή η εκδίκαση της υπόθεσης και η έκδοση απόφασης επ’ αυτής σε μία μόνο συζήτηση (βλ. το άρθρο 119 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Σημαντικός λόγος αναβολής μπορεί να είναι, επί παραδείγματι, το γεγονός ότι ένας από τους διαδίκους δεν παρέστη στο δικαστήριο, και είναι αδύνατη η διεξαγωγή της συζήτησης ερήμην αυτού (βλ. το άρθρο 101 παρ. 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), ή το ότι ένας από τους διαδίκους δεν είχε στη διάθεσή του επαρκή χρόνο προπαρασκευής για τη συζήτηση, επειδή η κλήση δεν του επιδόθηκε με επαρκή προηγούμενη ειδοποίηση ή για άλλους σοβαρούς λόγους.

Ο διάδικος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την αναβολή της συζήτησης. Το δικαστήριο αποφασίζει επί του αιτήματος του διαδίκου για αναβολή, το οποίο είχε κατατεθεί εκ των προτέρων, βάσει της σοβαρότητας του λόγου που αυτός επικαλείται. Εάν το δικαστήριο δεν κάνει δεκτό το αίτημα του διαδίκου, τότε ο διάδικος πρέπει να παραστεί στη συζήτηση.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Οι νόμοι της Δημοκρατίας της Τσεχίας δεν ρυθμίζουν ρητά την εν λόγω περίσταση.

Σε μια διαδικασία με διασυνοριακή διάσταση κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να επιδοθεί ένα έγγραφο σε διάδικο στο εξωτερικό, ισχύουν οι δικονομικοί κανόνες του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), δηλαδή οι δικονομικοί κανόνες του κράτους το οποίο είναι αρμόδιο για την υπόθεση.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η μη τήρηση της δικονομικής προθεσμίας έχει δικονομικές επιπτώσεις.

Εάν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας (νόμος αριθ. 99/1963, όπως έχει τροποποιηθεί) τάσσει συγκεκριμένη προθεσμία για την εκτέλεση μιας πράξης (λ.χ., για την άσκηση τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου), η μη τήρηση της προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια της δυνατότητας επιτυχούς εκτέλεσης της πράξης. Η απώλεια της προθεσμίας μπορεί να δικαιολογηθεί εάν ο διάδικος ή ο εκπρόσωπός του την είχε απολέσει για λόγο που μπορεί να δικαιολογηθεί (λ.χ., ξαφνική ασθένεια, τραυματισμός κ.ο.κ.) και εξαιτίας του οποίου δεν ήταν σε θέση να διενεργήσει την πράξη, την οποία νομιμοποιείται να επιχειρήσει (βλ. το άρθρο 58 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), εκτός εάν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας αποκλείει τη δικαιολόγηση της μη τήρησης μιας συγκεκριμένης προθεσμίας (επί παραδείγματι, δυνάμει του άρθρου 235 παρ. 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η δικαιολόγηση της μη τήρησης της προθεσμίας αποκλείεται στην περίπτωση αιτήσεων επανάληψης της δίκης και ακύρωσης). Σε περίπτωση προθεσμίας που έχει ταχθεί για την τήρηση συγκεκριμένης υποχρέωσης, η μη τήρηση της προθεσμίας επιφέρει την επιβολή συγκεκριμένης κύρωσης (επί παραδείγματι, πειθαρχικού προστίμου).

Κάθε περίπτωση απώλειας μιας δικαστικής δικονομικής προθεσμίας επιφέρει, βάσει του νόμου, συγκεκριμένες επιπτώσεις. Η δικαστική προθεσμία μπορεί να παραταθεί μόνο από τον πρόεδρο της σύνθεσης (ή τον δικαστή, σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης). Δεν επιτρέπεται η δικαιολόγηση της μη τήρησης μιας προθεσμίας.

Η διαταγή πληρωμής κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή παράγει τα έννομα αποτελέσματα αμετάκλητης και εκτελεστής απόφασης (βλ. το άρθρο 174 παρ. 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η απώλεια συζήτησης έχει διαφορετικές επιπτώσεις από την απώλεια προθεσμίας. Εάν ο διάδικος που έχει κλητευθεί νομίμως δεν παρέστη στη συζήτηση χωρίς να ζητήσει αναβολή εγκαίρως και για σπουδαίο λόγο, το δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση και να αποφανθεί επ’ αυτής ερήμην του (βλ. το άρθρο 101 παρ. 3 του νόμου αριθ. 99/1963, κώδικας πολιτικής δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί) και, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 153b του κώδικα πολιτικής δικονομίας, μπορεί να εκδώσει απόφαση ερήμην αυτού.

Εάν ο εναγόμενος δεν παραστεί δικαιολογημένα στην πρώτη συζήτηση μιας υπόθεσης στην οποία εκδόθηκε απόφαση ερήμην, το δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση έπειτα από αίτημα του εναγομένου και διατάσσει τη συζήτηση της υπόθεσης. Ο διάδικος μπορεί να καταθέσει σχετική αίτηση έως την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (βλ. το άρθρο 153b παρ. 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Επιτρέπεται επίσης η άσκηση έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην με βάση την ουσία της υπόθεσης. Εάν ο εναγόμενος, εκτός από αίτηση ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης, έχει επίσης ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, και η αίτηση ακύρωσης της απόφασης γίνει δεκτή με εκτελεστή απόφαση, η έφεση απορρίπτεται (βλ. το άρθρο 153b παρ. 5 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 16/09/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Γερµανία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Στα άρθρα 214 έως 229 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung — ZPO) προβλέπονται οι γενικοί κανόνες για τις δικονομικές προθεσμίες, ενώ ειδικές διατάξεις για επιμέρους προθεσμίες περιλαμβάνονται σε άλλα άρθρα του κώδικα.

Κατ’ αρχήν γίνεται διάκριση μεταξύ των λεγόμενων «γνήσιων προθεσμιών» (eigentliche Fristen), δηλαδή των χρονικών διαστημάτων εντός των οποίων οι μετέχοντες στη διαδικασία δύνανται ή, ενίοτε, οφείλουν (διότι σε αντίθετη περίπτωση θα χάσουν κάποιο δικαίωμα που τους αναγνωρίζεται) να προβούν σε συγκεκριμένες διαδικαστικές πράξεις ή διατυπώσεις, και των λεγόμενων «μη γνήσιων προθεσμιών (uneigentliche Fristen), εντός των οποίων το δικαστήριο πρέπει βάσει του νόμου να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του.

Στο πλαίσιο των «γνήσιων προθεσμιών» γίνεται περαιτέρω διάκριση μεταξύ των νόμιμων προθεσμιών, η διάρκεια των οποίων καθορίζεται από τον νόμο, και των δικαστικών προθεσμιών, των οποίων η διάρκεια επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Στις νόμιμες προθεσμίες συγκαταλέγονται και οι λεγόμενες «υποχρεωτικές προθεσμίες» (Notfristen), σύμφωνα με το άρθρο 224 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του ZPO, το οποίο περιλαμβάνει τον ορισμό τους και των οποίων δεν επιτρέπεται ούτε η σύντμηση ούτε η παράταση.

Σε αντίθεση με τις υποχρεωτικές και τις μη γνήσιες προθεσμίες, οι δικαστικές και οι νόμιμες προθεσμίες μπορούν να συντμηθούν κατόπιν σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, όχι όμως και να παραταθούν. Στην περίπτωση των δικαστικών προθεσμιών είναι δυνατή κατ’ αρχήν η μεταβολή της προθεσμίας (παράταση ή σύντμηση) με απόφαση του δικαστηρίου, ενώ για τις νόμιμες προθεσμίες κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο στις καθοριζόμενες από τον νόμο περιπτώσεις. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για να προβεί το δικαστήριο σε μεταβολή της προθεσμίας, πρέπει οπωσδήποτε ένας εκ των διαδίκων να αποδείξει την ύπαρξη σχετικών σοβαρών λόγων.

Στο πλαίσιο των αστικών δικών οι διάδικοι οφείλουν επίσης να τηρούν μεταξύ άλλων τις ακόλουθες προθεσμίες:

α) Σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής

Στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής (Mahnverfahren) μπορεί να ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 692 παράγραφος 1 σημείο 3 του ZPO και ανακοπή κατά της διαταγής αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 700 παράγραφος 1 και το άρθρο 339 παράγραφος 1 του ZPO εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο εβδομάδων. Αν δεν ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και ο αιτών δεν ζητήσει την έκδοση διαταγής αναγκαστικής εκτέλεσης εντός προθεσμίας έξι μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 701 του ZPO.

β) Σε διαγνωστική δίκη

  1. Το άρθρο 132 του ZPO ορίζει γενικώς ότι, για την εξασφάλιση της έγκαιρης προετοιμασίας της προφορικής διαδικασίας και της προσήκουσας άσκησης του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως, τα προπαρασκευαστικά δικόγραφα πρέπει να υποβάλλονται στο δικαστήριο εγκαίρως ώστε να είναι δυνατή η επίδοσή τους στον αντίδικο τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την ακροαματική διαδικασία. Τα προπαρασκευαστικά δικόγραφα που περιλαμβάνουν αντίκρουση νέου ισχυρισμού πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν από την ακροαματική διαδικασία.
  2. Σε περίπτωση που ο δικαστής ορίσει προκαταρκτική πρώτη δικάσιμο, πρέπει να τάξει στον εναγόμενο προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων για να αντικρούσει την αγωγή (άρθρο 275 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 275 παράγραφος 3 και άρθρο 277 παράγραφος 3 του ZPO). Εάν ο δικαστής διατάξει τη διεξαγωγή έγγραφης προδικασίας, ο εναγόμενος οφείλει να δηλώσει εάν προτίθεται να αντικρούσει την αγωγή εντός υποχρεωτικής προθεσμίας δύο εβδομάδων (άρθρο 276 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του ZPO) το δικαστήριο του τάσσει τότε πρόσθετη προθεσμία δύο τουλάχιστον εβδομάδων για να υποβάλει έγγραφη αντίκρουση (άρθρο 276 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του ZPO). Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορεί κατόπιν να τάξει στον ενάγοντα προθεσμία για να υποβάλει εγγράφως απαντητικό υπόμνημα στην αντίκρουση της αγωγής (άρθρο 276 παράγραφος 3 του ZPO).
  3. Εάν ο εναγόμενος δεν δηλώσει εγκαίρως την πρόθεσή του να αντικρούσει την αγωγή, το δικαστήριο εκδίδει, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος και άνευ ακροαματικής διαδικασίας, απόφαση με την οποία κάνει δεκτή την (νόμω βάσιμη) αγωγή δυνάμει του άρθρου 331 παράγραφος 3 του ZPO (η απόφαση αυτή καλείται «απόφαση ερήμην» — Versäumnisurteil). Ερήμην απόφαση εκδίδεται επίσης σε περίπτωση που ο ενάγων ή ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί στη δικάσιμο ή δεν μετάσχει στη συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης. Ο διάδικος εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση ερήμην μπορεί, εντός υποχρεωτικής προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση ή κοινοποίηση της ερήμην απόφασης, να ασκήσει το ένδικο μέσο της ανακοπής (άρθρο 338 και άρθρο 339 παράγραφος 1 του ZPO). Εάν η ανακοπή είναι παραδεκτή (ιδίως από την άποψη της εμπρόθεσμης άσκησής της), η διαδικασία επανέρχεται στην προ της ερημοδικίας κατάσταση.
  4. Η υποχρεωτική προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης (Berufung) είναι ένας μήνας (άρθρο 517 του ZPO), ενώ η προθεσμία για την υποβολή του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της έφεσης είναι δύο μήνες (άρθρο 520 παράγραφος 2 του ZPO). Αμφότερες οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης και πάντως το αργότερο πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Για την απάντηση στην έφεση προβλέπεται δικαστική προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων (άρθρο 521 παράγραφος 2 και άρθρο 277 παράγραφος 3 του ZPO).
  5. Σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Berufungsgericht) αποφανθεί ότι δεν είναι δυνατή η άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης (Revision), ο θιγόμενος διάδικος δύναται να ασκήσει προσφυγή εντός υποχρεωτικής προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης (άρθρο 544 παράγραφος 1 και άρθρο 544 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του ZPO). Η προθεσμία για την υποβολή του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής είναι δύο μήνες από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους απόφασης και πάντως το αργότερο επτά μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης.
  6. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι επίσης υποχρεωτική και διαρκεί έναν μήνα (άρθρο 548 του ZPO), ενώ η προθεσμία για την αιτιολόγηση της αναίρεσης είναι δύο μήνες (άρθρο 551 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του ZPO). Αμφότερες οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης και πάντως το αργότερο πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης.
  7. Το ένδικο μέσο της άμεσης προσφυγής (sofortige Beschwerde) κατά διατάξεων που εκδίδει το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (Beschluss) πρέπει να ασκηθεί εντός υποχρεωτικής προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση ή κοινοποίηση της διάταξης και, πάντως, το αργότερο μετά την παρέλευση πέντε μηνών και δύο εβδομάδων από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 569 παράγραφος 1 του ZPO). Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης (Rechtsbeschwerde), η οποία πρέπει να αφορά μόνο νομικά σφάλματα, είναι υποχρεωτική και διαρκεί έναν μήνα από την επίδοση ή κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης (άρθρο 575 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του ZPO), ενώ για την αιτιολόγησή της προβλέπεται προθεσμία ενός μηνός (άρθρο 575 παράγραφος 2 του ZPO).
  8. Σε περίπτωση που ένας διάδικος παραλείψει, χωρίς δική του υπαιτιότητα, να προβεί σε κάποια από τις διαδικαστικές ενέργειες που απαριθμούνται στο άρθρο 233 του ZPO (π.χ. δεν τηρήσει υποχρεωτική προθεσμία ή προθεσμία αιτιολόγησης άσκησης ένδικου μέσου), μπορεί να υποβάλει αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την άρση του κωλύματος (άρθρο 234 παράγραφοι 1 και 2 του ZPO).

Εάν η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας εξαρτάται από τον χρόνο της επίδοσης ή κοινοποίησης (βλέπε την απάντηση στο ερώτημα 4), πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η επίδοση ή κοινοποίηση εκτελέστηκε έγκυρα. Σε περίπτωση που εφαρμόζεται κάποια εναλλακτική μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης, η εγκυρότητά της δεν εξαρτάται από το κατά πόσον η κρίσιμη πράξη περιήλθε πράγματι στην κατοχή του αποδέκτη. Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις αποτελεί προϋπόθεση η διεύθυνση επίδοσης ή κοινοποίησης να (εξακολουθεί να) ανταποκρίνεται πράγματι στον τόπο κατοικίας ή εργασίας του προς ον η επίδοση.

Εάν ο αποδέκτης δεν έχει λάβει γνώση της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στραφεί νομικώς κατά της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης, δύναται υπό ορισμένες προϋποθέσεις να υποβάλει αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (βλ. απάντηση στο ερώτημα 4). Σχετικά με το θέμα της έναρξης ισχύος της προθεσμίας στις εν λόγω περιπτώσεις, βλέπε την απάντηση στο ερώτημα 16.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

  • Πρωτοχρονιά: 1η Ιανουαρίου
  • Θεοφάνια: 6 Ιανουαρίου (μόνο στη Βάδη-Βιρτεμβέργη, τη Βαυαρία και τη Σαξονία-Άνχαλτ)
  • Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας: 8 Μαρτίου (μόνο στο Βερολίνο)
  • Μεγάλη Παρασκευή: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (περίπου τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου)
  • Κυριακή του Πάσχα: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (περίπου τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου)
  • Δευτέρα του Πάσχα: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (περίπου τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου)
  • 1η Μαΐου / Εργατική Πρωτομαγιά: 1η Μαΐου
  • της Αναλήψεως: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (Μάιος)
  • Κυριακή της Πεντηκοστής: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (Μάιος ή Ιούνιος)
  • Δευτέρα της Πεντηκοστής: η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (Μάιος ή Ιούνιος)
  • Εορτή της Αγίας Δωρεάς («Fronleichnam»): η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (περίπου τέλη Μαΐου / μέσα Ιουνίου) [μόνο στη Βάδη-Βιρτεμβέργη, τη Βαυαρία, την Έση, τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, τη Ρηνανία-Παλατινάτο, το Σάαρ, τη Σαξονία (περιφερειακά) και τη Θουριγγία (περιφερειακά)]
  • Κοίμηση της Θεοτόκου: 15 Αυγούστου [μόνο στη Βαυαρία (περιφερειακά) και στο Σάαρ]
  • Ημέρα της Γερμανικής Ενότητας: 3 Οκτωβρίου
  • Ημέρα της Μεταρρύθμισης: 31 Οκτωβρίου (μόνο στο Βραδεμβούργο, τη Βρέμη, το Αμβούργο, το Μεκλεμβούργο - Δυτική Πομερανία, την Κάτω Σαξονία, τη Σαξονία, τη Σαξονία-Άνχαλτ, το Σλέσβιχ-Χολστάιν και τη Θουριγγία)
  • Εορτή των Αγίων Πάντων: 1η Νοεμβρίου (μόνο στη Βάδη-Βιρτεμβέργη, τη Βαυαρία, τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, τη Ρηνανία-Παλατινάτο και το Σάαρ)
  • Εορτή της Μετανοίας (Büss-und Bettag): η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (περίπου μέσα με τέλη Νοεμβρίου) (μόνο στη Σαξονία)
  • 1η αργία των Χριστουγέννων: 25 Δεκεμβρίου
  • 2η αργία των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Το άρθρο 222 παράγραφος 1 του ZPO ορίζει ότι για τον υπολογισμό κάθε δικονομικής προθεσμίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 187 έως 193 του Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch — BGB).

Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προθεσμιών αναφέρονται στις απαντήσεις στα ερωτήματα 7-9.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Κατά κανόνα, η έναρξη της προθεσμίας εξαρτάται από την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης στην οποία μπορεί να εναντιωθεί ο αντίδικος ή της δικαστικής απόφασης κατά της οποίας είναι δυνατή η άσκηση ένδικου μέσου (πρβλ., για παράδειγμα, το άρθρο 276 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 329 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 339 παράγραφος 1 του ZPO). Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης, αναίρεσης ή προσφυγής αρχίζει με την επίδοση ή κοινοποίηση της αντίστοιχης δικαστικής απόφασης (άρθρα 517, 548 και άρθρο 569 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του ZPO). Σε περίπτωση, ωστόσο, που δεν γίνει επίδοση ή κοινοποίηση ή γίνει μεν αλλά κατά τρόπο που συνεπάγεται την ακυρότητά της και δεν πραγματοποιηθεί καμία ενέργεια προς θεραπεία της ακυρότητας κατ' εφαρμογή του άρθρου 189 του ZPO, η προθεσμία αρχίζει ούτως ή άλλως να τρέχει μετά την παρέλευση πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η πεντάμηνη προθεσμία υποκαθιστά την επίδοση ή κοινοποίηση. Παρόμοια ρύθμιση προβλέπεται και για την προσφυγή κατά απόφασης του δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτηση ενός διαδίκου, αν και η προθεσμία που υποκαθιστά την επίδοση ή κοινοποίηση εν προκειμένω είναι εξάμηνη (άρθρο 544 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του ZPO).

Διαφορετική ρύθμιση για την έναρξη της προθεσμίας προβλέπεται για την άσκηση ορισμένων ένδικων μέσων με τα οποία είναι δυνατόν να ανατραπεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δεδικασμένο δικαστικής απόφασης:

  • Η προθεσμία για την υποβολή αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (Wiedereinsetzung in den vorigen Stand) αρχίζει την ημέρα κατά την οποία εξέλιπε το κώλυμα (άρθρο 234 παράγραφος 2 του ZPO)
  • η προθεσμία για την άσκηση ένστασης λόγω σφάλματος της διαδικασίας που άπτεται της ακρόασης των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 321a του ZPO (Anhörungsrüge) αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που ο θιγόμενος διάδικος πληροφορείται την προσβολή του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 321a παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του ZPO)
  • η προθεσμία για την άσκηση αναψηλάφησης (Nichtigkeitsklage) ή αγωγής αποκατάστασης (Restitutionsklage, με αίτημα την επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 578 και επόμενα του ZPO) αρχίζει να τρέχει την ημέρα κατά την οποία ο διάδικος έλαβε γνώση του λόγου αμφισβήτησης, αν και οπωσδήποτε όχι πριν από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης (άρθρο 586 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του ZPO).

Εάν το ερώτημα αναφέρεται στο πότε θεωρείται ότι παράγει αποτελέσματα μια πράξη η οποία πρέπει να διενεργηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πράγμα που έχει επίσης συνέπειες για την τήρηση της προθεσμίας, η απάντηση είναι η εξής:

Μια διαδικαστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εφόσον πριν από την παρέλευση της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας διενεργηθεί η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη, που κατά κανόνα έγκειται στην υποβολή στο δικαστήριο της σχετικής πράξης με την οποία η προθεσμία λογίζεται τηρηθείσα. Επομένως, καταρχήν δεν είναι κρίσιμη η χρονική στιγμή της αποστολής της πράξης, αλλά η χρονική στιγμή της παραλαβής της από το δικαστήριο. Εξάλλου, η προθεσμία που ισχύει μπορεί να αξιοποιηθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή, δηλαδή μέχρι τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας, ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι τη στιγμή εκείνη βρίσκεται πράγματι ακόμη κάποιο πρόσωπο στο δικαστήριο για να λάβει γνώση της πράξης.

Εάν το ερώτημα αφορά το πώς εξακριβώνεται η έναρξη της προθεσμίας, η απάντηση είναι η εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 187 παράγραφος 1 του BGB, σε περίπτωση που για την έναρξη της προθεσμίας είναι κρίσιμο κάποιο γεγονός ή κάποια χρονική στιγμή που επισυμβαίνει κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης ημέρας, η εν λόγω ημέρα δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι. Όταν για την έναρξη μιας προθεσμίας θεωρείται κρίσιμος ο χρόνος της επίδοσης ή κοινοποίησης (βλέπε την απάντηση στο ερώτημα 4), δεν έχει καμία σημασία η μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης. Η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται συντελεσθείσα από τη στιγμή κατά την οποία είτε περιέρχεται στον αποδέκτη η προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη (άρθρο 177 του ZPO) είτε χρησιμοποιείται κάποια από τις εναλλακτικές μεθόδους επίδοσης ή κοινοποίησης (οι οποίες καθορίζονται στα άρθρα 178, 180 και 181 του ZPO, π.χ. παράδοση σε ενήλικο μέλος της οικογένειας του αποδέκτη ή τοποθέτηση σε γραμματοκιβώτιο).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Σύμφωνα με το άρθρο 187 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση που για την έναρξη της προθεσμίας είναι κρίσιμο κάποιο γεγονός ή κάποια χρονική στιγμή που επισυμβαίνει κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης ημέρας, η εν λόγω ημέρα δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Λαμβάνονται υπόψη οι ημερολογιακές ημέρες και όχι οι εργάσιμες ημέρες. Ωστόσο, εάν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με Κυριακή, Σάββατο ή άλλη αργία γενικής ισχύος, τότε η προθεσμία παρατείνεται έως την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα (άρθρο 222 παράγραφος 1 του ZPO και άρθρο 193 του BGB).

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Εάν μια προθεσμία είναι εκπεφρασμένη σε εβδομάδες, σε μήνες ή σε χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει περισσότερους του ενός μήνες (έτος, μισό έτος, τρίμηνο κ.λπ.) και για την έναρξή της κρίσιμο είναι κάποιο γεγονός ή κάποια χρονική στιγμή εντός της διάρκειας ορισμένης ημέρας (δηλαδή, για τον υπολογισμό της εν λόγω προθεσμίας δεν συνυπολογίζεται αυτή η ημέρα), τότε η προθεσμία λήγει με την εκπνοή της ημέρας εκείνης της τελευταίας εβδομάδας ή του τελευταίου μήνα η οποία αντιστοιχεί κατ’ όνομα ή κατ’ αριθμό στην ημερομηνία κατά την οποία συνέβη το γεγονός ή στην οποία ανήκε η χρονική στιγμή έναρξης της προθεσμίας. Εάν κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη μιας προθεσμίας είναι η έναρξη ορισμένης ημέρας (δηλαδή, για τον υπολογισμό της εν λόγω προθεσμίας συνυπολογίζεται αυτή η ημέρα), τότε η προθεσμία λήγει με την εκπνοή της ημέρας εκείνης της τελευταίας εβδομάδας ή του τελευταίου μήνα η οποία προηγείται της ημέρας που αντιστοιχεί κατ’ όνομα ή κατ’ αριθμό στην ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας (άρθρο 222 παράγραφος 1 του ZPO και άρθρο 188 παράγραφος 2 του BGB).

Σε περίπτωση που μια προθεσμία είναι εκπεφρασμένη σε μήνες και για την κρίσιμη για την εκπνοή της προθεσμίας ημέρα δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελευταίο μήνα, τότε γίνεται δεκτό ότι η προθεσμία λήγει με το πέρας της τελευταίας ημέρας του μήνα (π.χ. για προθεσμία ενός μηνός με έναρξη στις 30 Ιανουαρίου, η λήξη της προθεσμίας θα είναι στις 28 Φεβρουαρίου) (άρθρο 188 παράγραφος 3 του BGB).

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Βλέπε το ερώτημα 8.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Σε περίπτωση που η λήξη μιας προθεσμίας συμπίπτει με Κυριακή, Σάββατο ή άλλη αργία γενικής ισχύος, η ημέρα αυτή δε υπολογίζεται και γίνεται δεκτό ότι η προθεσμία εκπνέει την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα (άρθρο 222 παράγραφος 1 του ZPO και άρθρο 193 του BGB).

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Η παράταση των προθεσμιών επαφίεται κατά κανόνα στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται η παράταση των υποχρεωτικών προθεσμιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η συγκατάθεση του αντιδίκου.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

  1. Η υποχρεωτική προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης (Berufung) είναι ένας μήνας (άρθρο 517 του ZPO), ενώ η προθεσμία για την υποβολή του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της έφεσης είναι δύο μήνες (άρθρο 520 παράγραφος 2 του ZPO). Αμφότερες οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης και πάντως το αργότερο πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Για την απάντηση στην έφεση προβλέπεται δικαστική προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων (άρθρο 521 παράγραφος 2 και άρθρο 277 παράγραφος 3 του ZPO).
  2. Σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Berufungsgericht) αποφανθεί ότι δεν είναι δυνατή η άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης (Revision), ο θιγόμενος διάδικος δύναται να ασκήσει προσφυγή εντός υποχρεωτικής προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης (άρθρο 544 παράγραφος 1 και άρθρο 544 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του ZPO). Η προθεσμία για την υποβολή του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής είναι δύο μήνες από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους απόφασης και πάντως το αργότερο επτά μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 544 παράγραφος 4 του ZPO).
  3. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι επίσης υποχρεωτική και διαρκεί έναν μήνα (άρθρο 548 του ZPO), ενώ η προθεσμία για την αιτιολόγηση της αναίρεσης είναι δύο μήνες (άρθρο 551 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του ZPO). Αμφότερες οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση ή κοινοποίηση της πλήρους δικαστικής απόφασης και πάντως το αργότερο πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης.
  4. Το ένδικο μέσο της άμεσης προσφυγής (sofortige Beschwerde) κατά διατάξεων που εκδίδει το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (Beschluss) πρέπει να ασκηθεί εντός υποχρεωτικής προθεσμίας δύο εβδομάδων (άρθρο 569 παράγραφος 1 του ZPO). Η υποχρεωτική προθεσμία αρχίζει από την επίδοση ή κοινοποίηση της διάταξης και, πάντως, το αργότερο μετά την παρέλευση πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης (Rechtsbeschwerde), η οποία πρέπει να αφορά μόνο νομικά σφάλματα, είναι υποχρεωτική και διαρκεί έναν μήνα από την επίδοση ή κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης (άρθρο 575 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του ZPO), ενώ για την αιτιολόγησή της προβλέπεται προθεσμία ενός μηνός (άρθρο 575 παράγραφος 2 του ZPO).
  5. Σε περίπτωση που ένας διάδικος παραλείψει, χωρίς δική του υπαιτιότητα, να προβεί σε κάποια από τις διαδικαστικές ενέργειες που απαριθμούνται στο άρθρο 233 του ZPO (π.χ. δεν τηρήσει υποχρεωτική προθεσμία ή προθεσμία αιτιολόγησης άσκησης ένδικου μέσου), μπορεί να υποβάλει αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την άρση του κωλύματος (άρθρο 234 παράγραφοι 1 και 2 του ZPO).

Το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία της Γερμανίας προβλέπουν επίσης, ενδεικτικά, τις ακόλουθες ειδικές προθεσμίες:

  1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας, η απόφαση του διαιτητή μπορεί, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των μερών, να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου με αίτηση ακύρωσης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης (άρθρο 1059 παράγραφος 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο του ZPO).
  2. Η επανάληψη διαδικασίας που έχει περατωθεί με την τελεσιδικία οριστικής δικαστικής απόφασης μπορεί να ζητηθεί με αίτηση αναψηλάφησης (Nichtigkeitsklage) ή με αγωγή αποκατάστασης (Restitutionsklage) (άρθρο 586 παράγραφοι 1 και 2 του ZPO) εντός υποχρεωτικής προθεσμίας ενός μηνός από την ημέρα κατά την οποία ο διάδικος έλαβε γνώση του λόγου ακύρωσης της απόφασης.
  3. Στις περιπτώσεις που αφορούν την αυτοτελή αποδεικτική διαδικασία (selbständiges Beweisverfahren, άρθρο 494a παράγραφος 1 του ZPO) ή τη λήψη συντηρητικών μέτρων (Arrest, άρθρο 926 παράγραφος 1 του ZPO), το δικαστήριο δύναται επίσης να τάξει στον διάδικο προθεσμία για την προσβολή της απόφασης.
  4. Σε περίπτωση που ο μισθωτής, κατόπιν απαίτησης του εκμισθωτή για αύξηση του μισθώματος έως το σύνηθες στην περιοχή μίσθωμα σύμφωνα με το άρθρο 558 του BGB, δεν παράσχει τη συγκατάθεσή του για αύξηση του μισθώματος μέχρι την εκπνοή του δεύτερου ημερολογιακού μήνα από την κοινοποίηση της απαίτησης για την αύξηση, ο εκμισθωτής δύναται να υποβάλει αγωγή εντός τριών περαιτέρω μηνών (άρθρο 558b παράγραφος 2 του BGB).
  5. Σε περίπτωση που ένας μισθωτός επιθυμεί να προσβάλει την απόλυσή του ως άκυρη, οφείλει να εγείρει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου εργατικών διαφορών εντός τριών εβδομάδων από τη λήψη της έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας [άρθρο 4 πρώτο εδάφιο του νόμου περί προστασίας κατά των απολύσεων (Kündigungsschutzgesetz)]. Εάν δεν το πράξει εντός αυτής της προθεσμίας, η καταγγελία τεκμαίρεται έγκυρη.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Καταρχήν, κάθε δικαστήριο έχει την ευχέρεια να καθορίζει την ημερομηνία και την ώρα της εκάστοτε δικασίμου, αν και είναι υποχρεωμένο στο πλαίσιο αυτό να συμμορφώνεται με το καθήκον διευκόλυνσης της διαδικασίας, καθώς και με τον κανόνα ότι οι δικάσιμοι δεν πρέπει να προγραμματίζονται ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή άλλη αργία γενικής ισχύος παρά μόνο σε κατεπείγουσες περιπτώσεις.

Για την κλήτευση στη δικάσιμο το δικαστήριο πρέπει να τηρεί προθεσμία τουλάχιστον μίας εβδομάδας για τις δίκες για τις οποίες είναι υποχρεωτική η παράσταση διά συνηγόρου και τριών ημερών για τις υπόλοιπες δίκες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να συντομευθεί μόνο με συμφωνία των διαδίκων κατόπιν αίτησης ενός εκ των διαδίκων.

Για τη δικάσιμο κατά την οποία προβλέπεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία, το δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 141 παράγραφος 1 του ZPO, να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση αμφοτέρων των διαδίκων, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Ωστόσο, το δικαστήριο δύναται να μην απαιτήσει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενός διαδίκου σε περίπτωση που, λόγω μεγάλης απόστασης (βλέπε το ερώτημα 8) ή ένεκα άλλου επιτακτικού λόγου, δεν είναι εύλογο να απαιτηθεί από έναν διάδικο να παραστεί αυτοπροσώπως στη δικάσιμο. Με τον όρο «άλλος επιτακτικός λόγος» (sonstiger wichtiger Grund), κατά την έννοια του άρθρου 141 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του ZPO, νοείται οποιοσδήποτε σημαντικός λόγος ο οποίος αφορά τον οικείο διάδικο, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, ασθένεια, ήδη προγραμματισθείσες διακοπές, υπερβολικός φόρτος εργασίας ή η ψυχική ταλαιπωρία που αναμένεται ενδεχομένως να προκληθεί εξαιτίας της συνάντησης με τον έτερο διάδικο.

Ακόμη, το άρθρο 227 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του ZPO προβλέπει ότι, κατόπιν αίτησης ενός των διαδίκων, το δικαστήριο δύναται, για «βάσιμους λόγους» (erhebliche Gründe), να ματαιώσει ή να μεταθέσει τη δικάσιμο κατά την οποία προβλέπεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία ή να αναβάλει τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας. Για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, δεν νοείται ως «βάσιμος λόγος» η υπαίτια μη εμφάνιση ενός διαδίκου ούτε η αδικαιολόγητη ελλιπής προετοιμασία. Αντιθέτως, η έννοια του βάσιμου λόγου καλύπτει τη μη τήρηση των προθεσμιών κλήτευσης και παράστασης, την αναγκαία αλλαγή συνηγόρου, την ασθένεια μάρτυρα, συνηγόρου ή διαδίκου και την ύπαρξη κωλύματος για κάποιο από τα προαναφερθέντα πρόσωπα λόγω του θανάτου στενού συγγενικού του προσώπου. Το δικαστήριο δύναται να αξιώσει την απόδειξη του λόγου στον οποίον στηρίζεται η αίτηση αναβολής της δικασίμου, ενώ η διακρίβωσή του πρέπει να είναι τόσο πιο διεξοδική όσο συντομότερο είναι το χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο. Πέραν τούτου, το άρθρο 227 παράγραφος 3 του ZPO προβλέπει τη δυνατότητα, μετά την κατάργηση των δικαστικών διακοπών, για απλουστευμένη αναβολή της δικασίμου κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου μέχρι την 31η Αυγούστου κατόπιν αίτησης ενός των διαδίκων.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Δεδομένου ότι η επικράτεια της Γερμανίας δεν περιλαμβάνει γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, δεν συντρέχει λόγος για την ύπαρξη ειδικών ρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, στους κανόνες πολιτικής δικονομίας της Γερμανίας δεν προβλέπεται γενικής ισχύος παράταση των προθεσμιών για τα άτομα των οποίων η κατοικία βρίσκεται μακριά από την έδρα του αρμόδιου δικαστηρίου. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 141 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του ZPO, το δικαστήριο δύναται σε μεμονωμένες περιπτώσεις να απαλλάξει έναν διάδικο από την υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης εάν κρίνει ότι ο τόπος κατοικίας του διαδίκου βρίσκεται σε τόσο «μεγάλη απόσταση» (große Entfernung) από την έδρα του δικαστηρίου ώστε να μην είναι δίκαιο να απαιτηθεί αυτοπρόσωπη παράσταση του συγκεκριμένου διαδίκου στη δικάσιμο. Στο πλαίσιο αυτό, μια απόσταση μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων δεν θεωρείται πλέον «μεγάλη», και τούτο λόγω του ότι στις μέρες μας οι μεταφορικές συνδέσεις είναι ως επί το πλείστον καλές. Εξάλλου, εν προκειμένω έχουν σημασία οι γενικές περιστάσεις εκάστης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης της υγείας του διαδίκου.

Δεδομένου ότι οι κανόνες δεν προβλέπουν παράταση των προθεσμιών για τους διαδίκους που κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές, δεν υφίσταται στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξης ζήτημα αναγνώρισης μεγαλύτερων προθεσμιών σε άλλους τόπους.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η μη τήρηση προθεσμίας μπορεί να έχει ποικίλες έννομες συνέπειες. Παραδείγματα:

  1. Σύμφωνα με το άρθρο 296 παράγραφος 1 του ZPO, τα μέσα επίθεσης και άμυνας των διαδίκων, τα οποία ασκούνται μετά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ταχθεί για αυτά, γίνονται δεκτά μόνον εφόσον το δικαστήριο θεωρεί, με γνώμονα την ελεύθερη κρίση του, ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλέσει παρέλκυση της επίλυσης της νομικής διαφοράς ή εφόσον ο οικείος διάδικος επικαλείται επαρκείς λόγους προς δικαιολόγηση της καθυστέρησης. Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, τα μέσα επίθεσης και άμυνας των διαδίκων τα οποία έχουν απορριφθεί δικαίως δεν μπορούν να ασκηθούν ούτε στην κατ' έφεση εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 531 παράγραφος 1 του ZPO).
  2. Σε περίπτωση που, εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση ή κοινοποίηση του δικογράφου αγωγής, ο εναγόμενος δεν δηλώσει κατά την έγγραφη προδικασία δυνάμει του άρθρου 276 του ZPO ότι είναι έτοιμος να αντικρούσει την αγωγή, τότε το δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος, να προχωρήσει στην έκδοση ερήμην απόφασης εις βάρος του εναγομένου (άρθρο 276 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 276 παράγραφος 2 και άρθρο 331 παράγραφος 3 του ZPO).
  3. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, εάν ο οφειλέτης αφήσει να περάσει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (άρθρο 692 παράγραφος 1 σημείο 3 και άρθρο 694 του ZPO), ο δανειστής μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του οφειλέτη (άρθρο 699 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του ZPO).
  4. Η μη εμπρόθεσμη άσκηση ένδικου μέσου έχει ως συνέπεια την τελεσιδικία της απόφασης (άρθρο 705 του ZPO). Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ή ανακοπής κατά διαταγής αναγκαστικής εκτέλεσης. [Η συγκεκριμένη ανακοπή (Einspruch) δεν θεωρείται κατ’ ακριβολογία «ένδικο μέσο», δεδομένου ότι δεν αποφαίνεται για αυτήν δικαστήριο υψηλότερου βαθμού, αλλά το ίδιο δικαστήριο.] Η μη εμπρόθεσμη αιτιολόγηση έφεσης ή αναίρεσης έχει ως συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου με το σκεπτικό ότι είναι απαράδεκτο (πρβλ. άρθρο 522 παράγραφος 1, άρθρο 552 παράγραφος 1 και άρθρο 577 παράγραφος 1 του ZPO).
  5. Αντίστοιχη ρύθμιση ισχύει για την προθεσμία αιτιολόγησης προσφυγής κατά απόφασης του δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτηση ενός διαδίκου (άρθρο 544 παράγραφος 4 του ZPO).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν παρέλθει άπρακτη προθεσμία, ο θιγόμενος διάδικος έχει τις ακόλουθες δυνατότητες έννομης προστασίας σε σχέση με τις έννομες συνέπειες που περιγράφονται στην ανωτέρω απάντηση στο ερώτημα 15:

  1. Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 296 παράγραφος 1 του ZPO, ο διάδικος έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την καθυστέρηση (βλέπε ανωτέρω). Για τον σκοπό αυτόν, ο διάδικος οφείλει να επικαλεσθεί καθώς και να αποδείξει, εφόσον το απαιτήσει το δικαστήριο, ότι δεν είναι υπαίτιος για τη μη τήρηση της προθεσμίας. Εάν ο διάδικος κατορθώσει να αποδείξει ότι δεν είναι υπαίτιος, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη την εκπρόθεσμη πράξη.
  2. Ο διάδικος εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ερήμην απόφαση μπορεί να την προσβάλει με ανακοπή (άρθρο 338 του ZPO). Εφόσον η ανακοπή είναι παραδεκτή, δηλαδή ειδικότερα εάν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και με τον τύπο που προβλέπει ο νόμος (άρθρα 339 και 340 του ZPO), και εφόσον είναι βάσιμη, η δίκη επανέρχεται, στην έκταση που καλύπτει η ανακοπή, στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν προ της ερημοδικίας (άρθρο 342 του ZPO).
  3. Η άσκηση ανακοπής χωρεί και κατά διαταγής αναγκαστικής εκτέλεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 700 του ZPO, η διαταγή αυτή εξομοιούται με ερήμην δικαστική απόφαση.
  4. Οι προθεσμίες για την άσκηση εφέσεων και ανακοπών είναι υποχρεωτικές προθεσμίες. Εάν ένας διάδικος εμποδίστηκε χωρίς δική του υπαιτιότητα να τηρήσει μια υποχρεωτική προθεσμία, μπορεί να υποβάλει αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (άρθρα 233 και επόμενα του ZPO). Εν προκειμένω, ο διάδικος πρέπει να τηρήσει την προθεσμία και τον τύπο που ορίζει ο νόμος (άρθρο 234 και άρθρο 236 παράγραφος 1 του ZPO). Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προβάλλονται προς δικαιολόγηση της μη τήρησης της προθεσμίας πρέπει να εξηγηθούν και να αποδειχθούν (άρθρο 236 παράγραφος 2 του ZPO). Εντός της ίδιας προθεσμίας που ισχύει για την υποβολή της αίτησης, ο διάδικος πρέπει επίσης να προβεί σε κάθε διαδικαστική πράξη που είναι ενδεχομένως εκπρόθεσμη (π.χ. άσκηση έφεσης).
  5. Η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ισχύει επίσης στην περίπτωση της μη τήρησης της προθεσμίας που ισχύει για την αιτιολόγηση έφεσης ή αναίρεσης.
Τελευταία επικαιροποίηση: 18/01/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Εσθονία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού μέρους του νόμου για τον Αστικό Κώδικα (tsiviilseadustiku üldosa seadus, Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροTsÜS) σχετικά με τις προθεσμίες και τις καταληκτικές ημερομηνίες, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο. Βάσει του άρθρου 134 παράγραφος 2 του TsÜS, μια προθεσμία ορίζεται σε έτη, μήνες, εβδομάδες, ημέρες, ώρες ή μικρότερες μονάδες χρόνου ή βάσει ενός γεγονότος του οποίου είναι βέβαιη η επέλευση. Μια προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημερολογιακής ημέρας ή της επέλευσης γεγονότος που έχει οριστεί ως αφετηρία της προθεσμίας και λήγει την καταληκτική ημερομηνία. Εάν μια καταληκτική ημερομηνία ορίζεται ως προθεσμία υπολογιζόμενη σε ημέρες ή μεγαλύτερες μονάδες χρόνου, η προθεσμία λήγει στις 24:00 της καταληκτικής ημερομηνίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο. Δήλωση προθέσεων η οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί εντός προθεσμίας σε πρόσωπο που ασκεί οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα πρέπει να γνωστοποιείται στο πρόσωπο —και κάθε πράξη η οποία πρέπει να εκτελεστεί εντός προθεσμίας σε σχέση με το πρόσωπο πρέπει να εκτελείται— το αργότερο κατά την καταληκτική ημερομηνία έως τη λήξη του συνήθους ωραρίου εργασίας στον τόπο στον οποίο γνωστοποιείται η δήλωση προθέσεων ή εκτελείται η πράξη. Εάν μια διαδικαστική πράξη πρέπει να εκτελεστεί στο δικαστήριο, η προθεσμία θεωρείται ότι λήγει με την εκπνοή της εργάσιμης ημέρας του δικαστηρίου.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι μη εργάσιμες ημέρες απαριθμούνται στον νόμο για τις επίσημες αργίες και τις εθνικές επετείους (pühade ja tähtpäevade seadus) (τέθηκε σε ισχύ στις 23 Φεβρουαρίου 1998). Συγκεκριμένα είναι οι εξής:

  1. 24η Φεβρουαρίου – Ημέρα της ανεξαρτησίας και επέτειος της Δημοκρατίας της Εσθονίας
  2. 1η Ιανουαρίου – Πρωτοχρονιά
  3. — Μεγάλη Παρασκευή
  4. — Κυριακή του Πάσχα
  5. 1η Μαΐου – Πρωτομαγιά
  6. — Πεντηκοστή·
  7. 23η Ιουνίου – Ημέρα της νίκης
  8. 24η Ιουνίου – θερινό ηλιοστάσιο
  9. 20ή Αυγούστου – Ημέρα αποκατάστασης της ανεξαρτησίας
  10. 24η Δεκεμβρίου – παραμονή Χριστουγέννων
  11. 25η Δεκεμβρίου – Χριστούγεννα
  12. 26η Δεκεμβρίου – επομένη των Χριστουγέννων.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (tsiviilkohtumenetluse seadustik, TsMS), για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών εφαρμόζονται οι διατάξεις του TsÜS που αφορούν τις προθεσμίες και τις καταληκτικές ημερομηνίες, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Ο γενικός κανόνας ορίζεται στο άρθρο 135 παράγραφος 1 του TsÜS, βάσει του οποίου μια προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημερολογιακής ημέρας ή της επέλευσης γεγονότος που έχει οριστεί ως αφετηρία της προθεσμίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο ή σε σύμβαση. Προθεσμία η οποία ορίζεται από δικαστήριο, αρχίζει από την επομένη της ημέρας επίδοσης ή κοινοποίησης του εγγράφου στο οποίο ορίζεται η προθεσμία, εκτός εάν οριστεί διαφορετικά κατά τον χρόνο καθορισμού της προθεσμίας. Εάν δεν απαιτείται επίδοση ή κοινοποίηση του εγγράφου, η προθεσμία αρχίζει μόλις παραληφθεί κοινοποίηση για τον καθορισμό της προθεσμίας (άρθρο 63 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι προθεσμία που ορίζεται από δικαστήριο αρχίζει την επομένη της ημέρας επίδοσης ή κοινοποίησης του διαδικαστικού εγγράφου. Αυτό ισχύει για όλους τους τρόπους επίδοσης ή κοινοποίησης εγγράφων.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι — σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1 του TsÜS, μια προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημερολογιακής ημέρας ή της επέλευσης γεγονότος που έχει οριστεί ως αφετηρία της προθεσμίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο ή σε σύμβαση.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Βάσει του άρθρου 136 παράγραφος 9 του TsÜS, για τους σκοπούς του καθορισμού προθεσμίας, ως μία ημέρα νοείται η χρονική περίοδος από τα μεσάνυχτα έως τα επόμενα μεσάνυχτα. Επομένως, εάν μια προθεσμία εκφράζεται σε ημέρες, ο αριθμός ημερών αφορά ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κατά κανόνα, οι δικονομικές προθεσμίες εκφράζονται σε ημέρες.

Για παράδειγμα, σε μήνες εκφράζεται η προθεσμία κατά την εκπνοή της οποίας δεν είναι δυνατή η άσκηση έφεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 632 του TsMS, έφεση μπορεί να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικής απόφασης στον εκκαλούντα και το αργότερο πέντε μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Μετά την παρέλευση πέντε μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, ακόμη και αν απομένουν λιγότερες από 30 ημέρες έως τη λήξη της πεντάμηνης περιόδου που έπεται της επίδοσης ή κοινοποίησης και δημοσίευσης της απόφασης. Η απόλυτη αυτή προθεσμία θεσπίστηκε για λόγους ασφάλειας δικαίου. Παρόμοια πεντάμηνη απόλυτη προθεσμία για την άσκηση έφεσης έχει θεσπιστεί επίσης όσον αφορά, για παράδειγμα, την κατάθεση έφεσης κατά απόφασης ή αίτησης αναίρεσης.

Παράδειγμα προθεσμίας εκπεφρασμένης σε έτη αποτελεί η προθεσμία παραγραφής αξίωσης επιστροφής παραβόλου ή εγγύησης — η αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση δύο ετών από τη λήξη του έτους κατά το οποίο καταβλήθηκε η εγγύηση ή το παράβολο, αλλά όχι πριν από την περάτωση της διαδικασίας με τελεσίδικη απόφαση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αποτελεί προθεσμία για την παραγραφή αξίωσης και όχι δικονομική προθεσμία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί ούτε να παραταθεί ούτε να αποκατασταθεί.

Η προθεσμία παραγραφής αξίωσης εκφράζεται επίσης σε έτη. Ούτε αυτή είναι δικονομική προθεσμία. Σύμφωνα με το άρθρο 143 του TsÜS, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την παραγραφή αξίωσης μόνο κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Η προθεσμία λήγει την καταληκτική ημερομηνία. Εάν η καταληκτική ημερομηνία ορίζεται βάσει χρονικής περιόδου υπολογιζόμενης σε εβδομάδες, η καταληκτική ημερομηνία είναι η αντίστοιχη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας της εν λόγω χρονικής περιόδου. Εάν η καταληκτική ημερομηνία ορίζεται βάσει προθεσμίας υπολογιζόμενης σε μήνες, η καταληκτική ημερομηνία είναι η αντίστοιχη ημέρα του τελευταίου μήνα. Εάν η καταληκτική ημερομηνία ορίζεται βάσει προθεσμίας υπολογιζόμενης σε έτη, η καταληκτική ημερομηνία είναι η αντίστοιχη ημέρα του αντίστοιχου μήνα του τελευταίου έτους. Εάν η καταληκτική ημερομηνία ορίζεται βάσει προθεσμίας υπολογιζόμενης σε μήνες ή έτη και η καταληκτική ημερομηνία αντιστοιχεί σε μήνα που δεν διαθέτει τη συγκεκριμένη ημερομηνία, η καταληκτική ημερομηνία θεωρείται ότι είναι η τελευταία ημέρα του μήνα (άρθρο 136 παράγραφοι 2–5 του TsÜS).

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι. Στο άρθρο 136 παράγραφος 8 του γενικού μέρους του νόμου για τον Αστικό Κώδικα ορίζεται ότι, εάν η καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση δήλωσης προθέσεων ή την εκτέλεση υποχρέωσης συμπίπτει με αργία ή οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα, η καταληκτική ημερομηνία θεωρείται ότι είναι η πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εν λόγω μη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1 του TsMS, το δικαστήριο μπορεί, βάσει αιτιολογημένης αίτησης ή αυτεπαγγέλτως, να παρατείνει δικονομική προθεσμία που έχει το ίδιο ορίσει, εφόσον συντρέχουν βάσιμοι λόγοι. Μια προθεσμία μπορεί να παραταθεί περισσότερες από μία φορές μόνο με τη συγκατάθεση του αντιδίκου.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η έφεση πρέπει να κατατεθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση ή κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης στον εκκαλούντα και το αργότερο εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (esimese astme kohus) (άρθρο 632 παράγραφος 1 του TsMS). Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις στον γενικό αυτό κανόνα:

  1. εάν, κατά την εκδίκαση υπόθεσης, το περιφερειακό δικαστήριο (maakohus) αναγνωρίσει στο διατακτικό της απόφασης ότι η σχετική νομοθεσία γενικής εφαρμογής αντίκειται στο Σύνταγμα (põhiseadus) και αρνηθεί να την εφαρμόσει, η προθεσμία άσκησης έφεσης δεν αρχίζει παρά μόνο μετά την έκδοση της απόφασης συνταγματικού ελέγχου του Ανώτατου Δικαστηρίου (Riigikohus) σχετικά με τη νομοθεσία γενικής εφαρμογής η οποία δεν εφαρμόστηκε
  2. εάν εκδοθεί συμπληρωματική απόφαση σε υπόθεση κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης έφεσης, η προθεσμία άσκησης έφεσης αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της συμπληρωματικής απόφασης και ισχύει ακόμη και σε σχέση με την αρχική απόφαση. Σε περιπτώσεις προσθήκης μέρους που παραλείφθηκε σε δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε χωρίς το περιγραφικό μέρος ή το σκεπτικό, η προθεσμία άσκησης έφεσης αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία έκδοσης της πλήρους απόφασης.

Εάν οι διάδικοι καταλήξουν σε συμφωνία εν προκειμένω και ενημερώσουν το δικαστήριο, η προθεσμία άσκησης έφεσης μπορεί να μειωθεί ή μπορεί να αυξηθεί κατ’ ανώτατο όριο σε πέντε μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Βάσει του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δικαστήριο ορίζει δικάσιμο αμέσως μόλις παραλάβει αίτηση ή αγωγή και την απάντηση σε αυτή ή με τη λήξη της προθεσμίας απάντησης. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να ορίσει δικάσιμο προτού παραλάβει απάντηση ή πριν από τη λήξη της προθεσμίας απάντησης, εφόσον κρίνεται ότι θα απαιτηθεί να συνέλθει το δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την απάντηση, ή εάν ο άμεσος καθορισμός της δικασίμου θεωρείται εύλογος βάσει των περιστάσεων για άλλους λόγους. Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν απαιτείται απάντηση, ορίζει τη δικάσιμο αμέσως μόλις παραλάβει την αγωγή ή την αίτηση. Εάν είναι εφικτό, το δικαστήριο ζητεί και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των συμμετεχόντων στη διαδικασία κατά τον ορισμό της δικασίμου.

Το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει, να μεταθέσει ή να αναβάλει τη δικάσιμο μόνον εφόσον συντρέχει βάσιμος λόγος (άρθρο 352 παράγραφος 1 του TsMS).

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Εάν η διαδικασία διεξάγεται βάσει του εσθονικού δικονομικού δικαίου, ένα πρόσωπο δεν χάνει το δικαίωμα παράτασης της δικονομικής προθεσμίας για τον λόγο και μόνον ότι προθεσμία μπορεί να παραταθεί στον τόπο όπου το πρόσωπο έλαβε γνώση της εν λόγω πράξης.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Εάν μια διαδικαστική πράξη δεν εκτελεστεί εμπρόθεσμα, ο διάδικος δεν δικαιούται να εκτελέσει τη διαδικαστική πράξη αργότερα, εκτός εάν το δικαστήριο αποκαταστήσει την προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο, παρατείνει την προθεσμία που έχει το ίδιο ορίσει ή κάνει δεκτή την προσφυγή, την αίτηση, τις αποδείξεις ή την ένσταση που κατέθεσε ο συμμετέχων στη διαδικασία. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του αν ο διάδικος ενημερώθηκε εκ των προτέρων για τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης εκτέλεσης της διαδικαστικής πράξης.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν το δικαστήριο εξέδωσε ερήμην απόφαση λόγω μη εμφάνισης του εναγομένου στο δικαστήριο, ο εναγόμενος δύναται να καταθέσει αίτηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 415 του TsMS). Ο εναγόμενος μπορεί να καταθέσει αίτηση ανακοπής ερημοδικίας, εάν η μη εμφάνισή του που οδήγησε στην έκδοση ερήμην απόφασης οφειλόταν σε βάσιμους λόγους. Στους βάσιμους λόγους μη απάντησης σε αγωγή ή μη εμφάνισης στο δικαστήριο και μη ειδοποίησης του δικαστηρίου σχετικά περιλαμβάνονται, κυρίως, προβλήματα με τις μεταφορές, απροσδόκητη ασθένεια διαδίκου ή απροσδόκητη σοβαρή ασθένεια στενού συγγενούς του διαδίκου, λόγω της οποίας ο διάδικος δεν απάντησε στην αγωγή ή δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο και δεν έστειλε αντιπρόσωπο στο δικαστήριο (άρθρο 422 παράγραφος 1).

Αίτηση ανακοπής ερημοδικίας μπορεί να κατατεθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη βάσιμου λόγου, εφόσον:

  1. σε περίπτωση μη απάντησης σε αγωγή, η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο ή στον αντιπρόσωπό του κατά τρόπο διαφορετικό από την προσωπική παράδοση έναντι υπογραφής ή ηλεκτρονικά
  2. σε περίπτωση μη εμφάνισης στο δικαστήριο, η κλήση επιδόθηκε στον εναγόμενο ή στον αντιπρόσωπό του κατά τρόπο διαφορετικό από την προσωπική παράδοση έναντι υπογραφής ή την παράδοση στο δικαστήριο
  3. δεν ήταν δυνατή η νόμιμη έκδοση της ερήμην απόφασης.

Αίτηση ανακοπής ερημοδικίας μπορεί να κατατεθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση ή κοινοποίηση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Εάν η επίδοση ή κοινοποίηση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης πραγματοποιηθεί μέσω δημόσιας αναγγελίας, η αίτηση ανακοπής ερημοδικίας μπορεί να κατατεθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εναγόμενος έλαβε γνώση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης ή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που κινήθηκε για την εκτέλεση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Εάν εκδοθεί εκ νέου ερήμην απόφαση κατά του εναγομένου μετά την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας, ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της νέας απόφασης μόνο λόγω μη επαλήθευσης των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση της ερήμην απόφασης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 12/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση αγγλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ιρλανδία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Τα κυριότερα είδη προθεσμιών είναι τα εξής:

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή: Μετά την επίδοση αγωγής που έχει κατατεθεί ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court), ο εναγόμενος πρέπει εντός 8 ημερών να καταθέσει δήλωση αναγνώρισης της επίδοσης, που καλείται «δήλωση παράστασης» (appearance). Ωστόσο, η προθεσμία των 8 ημερών δεν ισχύει για τις «ειδικές κλήσεις» (special summons) σύμφωνα με τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμό των ανώτερων δικαστηρίων (Rules of the Superior Courts), διάταξη 12 κανόνας 2, που επιτρέπει την κατάθεση δήλωσης παράστασης οποτεδήποτε.

Η γενική προθεσμία των 8 ημερών δεν περιλαμβάνει την ημέρα της επίδοσης, παρά μόνο αν το δικαστήριο ορίσει διαφορετικά. Περαιτέρω, ο εναγόμενος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 28 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του δικογράφου της αγωγής ή από την προθεσμία δήλωσης παράστασης, ανάλογα με το ποια από τις δύο προθεσμίες λήγει σε μεταγενέστερη ημερομηνία, για την υποβολή υπομνήματος υπεράσπισης (defence) [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 21 κανόνας 1].

Στις διαδικασίες που αφορούν αστικές υποθέσεις ενώπιον του Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court), ο εναγόμενος πρέπει να κοινοποιήσει το υπόμνημα υπεράσπισής του στον ενάγοντα εντός 10 ημερών από την κατάθεση δήλωσης παράστασης [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός του Κομητειακού Δικαστηρίου του 2001 (Circuit Court Rules 2001), διάταξη 15 κανόνας 4]. Στο Περιφερειακό Δικαστήριο (District Court), η δήλωση παράστασης και το υπόμνημα υπεράσπισης πρέπει να κατατεθούν το αργότερο εντός 28 ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης αγωγής (Claim Notice) [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός του Περιφερειακού Δικαστηρίου (District Court Rules) , διάταξη 42].

Προθεσμία για εκτέλεση απόφασης: Στο Ανώτερο Δικαστήριο διαδικασία για την εκτέλεση απόφασης μπορεί να κινηθεί εντός έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 42 κανόνας 23]. Όταν παρέλθει η προθεσμία των έξι ετών ή όταν έχουν επέλθει αλλαγές στο πρόσωπο των διαδίκων, είτε λόγω θανάτου είτε για άλλους λόγους, απαιτείται να κατατεθεί αίτηση στο δικαστήριο για την έκδοση απόφασης που θα επιτρέπει την κίνηση διαδικασίας εκτέλεσης. Αν έχουν παρέλθει 12 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή, κάθε ενέργεια που αφορά την απόφαση αυτή έχει υποπέσει σε παραγραφή [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος περί παραγραφής του 1957 (Statute of Limitations 1957), άρθρο 11].

Προθεσμίες παραγραφής: Στις υποθέσεις που αφορούν συμβάσεις, η προθεσμία άσκησης αγωγής από τους συμβαλλόμενους είναι 6 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία θεμελιώθηκε η ιστορική βάση της αγωγής. Στις υποθέσεις που αφορούν αδικοπραξίες, οι σχετικές αγωγές ασκούνται γενικά εντός προθεσμίας 6 ετών, ωστόσο στις υποθέσεις σωματικής βλάβης και δυσφήμισης ισχύουν ειδικοί κανόνες.

Στις υποθέσεις σωματικής βλάβης, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι 2 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η βλάβη ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της βλάβης, αν αυτό συνέβη αργότερα [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος του 2004 για την αστική ευθύνη και τα δικαστήρια (Civil Liability and Courts Act 2004), άρθρο 7].

Στις υποθέσεις δυσφήμισης ισχύει προθεσμία 1 έτους για την άσκηση αγωγής, η οποία προθεσμία μπορεί να επεκταθεί σε 2 έτη σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Οι αγωγές που στρέφονται κατά της περιουσίας θανόντος πρέπει να ασκηθούν εντός δύο ετών από τον θάνατο ή εντός της κανονικής προθεσμίας παραγραφής, ανάλογα με το ποια προθεσμία είναι συντομότερη [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος του 1961 για την αστική ευθύνη (Civil Liability Act 1961), άρθρο 9 παράγραφος 2].

Η προθεσμία για την κίνηση διαδικασίας από τους συμβιούντες συντρόφους σύμφωνα με το τμήμα 15 του νόμου του 2010 για το σύμφωνο συμβίωσης και ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβιούντων συντρόφων (Civil Partnership and Certain Rights and Obligations of Cohabitants Act 2010), είναι 2 έτη από τη λύση της σχέσης.

Για τις υποθέσεις που αφορούν την ανάκτηση εκτάσεων γης, η προθεσμία παραγραφής είναι 12 έτη.

Για την είσπραξη καθυστερούμενων συμβατικών μισθωμάτων, η προθεσμία παραγραφής είναι 6 έτη. Για την αποπληρωμή υποθήκης, η προθεσμία παραγραφής είναι 12 έτη. Για τις απαιτήσεις που προκύπτουν από διάσωση, ισχύει προθεσμία παραγραφής 2 ετών. Για τις απαιτήσεις αποζημίωσης που απορρέουν από αθέτηση συνομολογημένης ιδιότητας που αφορά ελαττωματικό μηχανοκίνητο όχημα, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι 2 έτη [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος του 1980 για την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών (Sale of Goods and Supply of Services Act 1980), άρθρο 13 παράγραφος 8]. Για τις απαιτήσεις αποζημίωσης που αφορούν ελαττωματικό προϊόν, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός 3 ετών [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος του 1991 για την ευθύνη από ελαττωματικά προϊόντα (Liability for Defective Products Act 1991), άρθρο 7 παράγραφος 1].

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι κανόνες που αφορούν τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων και τις δικαστικές διακοπές διατίθενται στον σύνδεσμο που παρέχεται στο τέλος του παρόντος εγγράφου.

Πέρα από το Σάββατο και την Κυριακή, οι ακόλουθες ημέρες αποτελούν αργίες στην Ιρλανδία:

η Πρωτοχρονιά (1η Ιανουαρίου)·

η εορτή του Αγίου Πατρικίου (17η Μαρτίου)·

η Δευτέρα του Πάσχα·

η ημέρα των Χριστουγέννων (25η Δεκεμβρίου)·

η εορτή του Αγίου Στεφάνου (26η Δεκεμβρίου)·

η πρώτη Δευτέρα των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Αυγούστου·

η τελευταία Δευτέρα του Οκτωβρίου.

Όταν τα Χριστούγεννα, η εορτή του Αγίου Στεφάνου ή η Πρωτοχρονιά συμπίπτει με σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών πραγματοποιείται περιορισμένος αριθμός συνεδριάσεων, π.χ. «συνεδριάσεις διακοπών» και συνεδριάσεις για την εξέταση αιτημάτων με επείγοντα χαρακτήρα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων δικαστικών διακοπών τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, πραγματοποιείται περιορισμένος αριθμός συνεδριάσεων στα ανώτερα δικαστήρια και στο Κομητειακό Δικαστήριο.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Ο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμος περί παραγραφής του 1957 (Statute of Limitations 1957), όπως έχει τροποποιηθεί, καθορίζει προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να διενεργούνται οι νομικές διαδικασίες. Αγωγή που ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται μόνο αν ο εναγόμενος επικαλεστεί τον νόμο περί παραγραφής προς υπεράσπισή του. Συνεπώς, ο νόμος περί παραγραφής δεν θίγει το δικαίωμα του ενάγοντος να ασκήσει αγωγή, αλλά ενδέχεται να επηρεάσει την ευδοκίμηση της άσκησης του δικαιώματος αυτού. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι, ακόμη και αν η αγωγή ασκηθεί εντός της σχετικής προθεσμίας, το Ανώτερο Δικαστήριο εξακολουθεί να διαθέτει αυτεπάγγελτη δικαιοδοσία να απορρίψει την αγωγή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, αν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία θεμελιώθηκε η ιστορική βάση της αγωγής και της ημερομηνίας της διαδικασίας ή της άσκησης της αγωγής είναι τόσο μεγάλο που η αποδοχή της θα συνεπαγόταν άδικη μεταχείριση του εναγομένου. Βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 1 ανωτέρω.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος ή την «ημερομηνία που έγινε γνωστό το σχετικό γεγονός» (π.χ. μια σωματική βλάβη). Για παράδειγμα, αν το δικαστήριο έχει ορίσει προθεσμία μίας εβδομάδας για τη διενέργεια κάποιας πράξης, η πράξη αυτή πρέπει να διενεργηθεί ή το σχετικό έγγραφο πρέπει να κατατεθεί εντός μίας εβδομάδας από την έκδοση της διαταγής που επιβάλλει τη διενέργεια της πράξης. Ομοίως, αν ο διάδικος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 6 ετών για την εκτέλεση απόφασης, αυτό σημαίνει 6 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

Γενικά, και εκτός των περιπτώσεων όπου προκύπτει αντίθετη πρόθεση του νομοθέτη σε κανόνα δικαίου, όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία [ερμηνευτικός νόμος του 2005 (Interpretation Act 2005), άρθρο 18 στοιχείο h)]. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν προσμετράται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Αν πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο της αγωγής κάποιο έγγραφο μέχρι ορισμένη ημερομηνία ή εντός ορισμένου αριθμού ημερών, κατά κανόνα διατάσσεται η επίδοσή του είτε με απλή επιστολή με προπληρωμένο τέλος είτε με συστημένη επιστολή. Αν το έγγραφο πρέπει να επιδοθεί με απλή επιστολή με προπληρωμένο τέλος, θεωρείται ότι έχει επιδοθεί στον αντίδικο κατά τον χρόνο που ο φάκελος που περιέχει το έγγραφο θα παραδιδόταν κατά τη συνήθη ταχυδρομική πρακτική, συνήθως την επόμενη ημέρα από την αποστολή του. [Για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση αστικής κλήσης (civil bill) ενώπιον του Κομητειακού Δικαστηρίου, βλ. τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμό του Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court Rules) του 2001, διάταξη 11 κανόνας 10 και διάταξη 14 κανόνας 3 σημείο vi) για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση ειδοποίησης αγωγής (Claim Notice) ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου, βλ. τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμό του Περιφερειακού Δικαστηρίου (Rules of the District Court), διάταξη 41· για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση κλήσης (summons) ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου, βλ. τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμό των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 9].

Η διάταξη 122 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων διέπει τους γενικούς κανόνες που αφορούν τις προθεσμίες, συμπεριλαμβανόμενου του χρονικού σημείου κατά το οποίο τεκμαίρεται ότι πραγματοποιήθηκε η επίδοση [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 122 κανόνας 9].

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται από ορισμένη ημέρα, π.χ. αν έγγραφο πρέπει να επιδοθεί σε αντίδικο «εντός 7 ημερών», η πρώτη ημέρα (π.χ. η ημέρα έκδοσης της σχετικής διαταγής), με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου ή του κανονισμού του δικαστηρίου, θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν συμπεριλαμβάνεται. Όταν ως λήξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται έως ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Όταν προβλέπεται προθεσμία μικρότερη των έξι ημερών για την επίδοση εγγράφου ή την κίνηση διαδικασίας, τα Σάββατα, οι Κυριακές, η ημέρα των Χριστουγέννων και η Μεγάλη Παρασκευή δεν προσμετρώνται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 122].

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Ημερολογιακές ημέρες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν η προθεσμία για τη διενέργεια οποιαδήποτε πράξης ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας ορίζεται σε μήνες ή έτη, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται σε ημερολογιακούς μήνες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Γενικά, και εκτός των περιπτώσεων όπου προκύπτει αντίθετη πρόθεση του νομοθέτη σε κανόνα δικαίου, όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται από ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία και όταν ως λήξη της προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται έως ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία [ερμηνευτικός νόμος του 2005 (Interpretation Act 2005), άρθρο 18 στοιχείο h)]. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν προσμετράται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι, αν η προθεσμία για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας των δικαστηρίων, και αν δεν είναι δυνατή η διενέργεια της πράξης για τον λόγο αυτό, η προθεσμία λήγει την επόμενη ημέρα λειτουργίας των δικαστηρίων. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά που προβλέπεται χρόνος λήξης της προθεσμίας.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Όταν η προθεσμία παραγραφής ορίζεται με νόμο, τα δικαστήρια δεν μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία αυτή. Εντούτοις, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στα δικαστήρια να παρατείνουν ή να συντμήσουν τις προθεσμίες που ορίζονται στους κανονισμούς των δικαστηρίων ή σε διαταγές δικαστηρίων σε ορισμένες περιπτώσεις. Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει την αγωγή του αμέσως χωρίς να χρειαστεί να επιδώσει έγγραφα στον εναγόμενο. Η αγωγή αυτή είναι γνωστή ως ex parte ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν εκδοθεί απόφαση ex parte, ο αντίδικος ειδοποιείται για την έκδοση της εν λόγω απόφασης και του παρέχεται η δυνατότητα να προσέλθει στο δικαστήριο και να ζητήσει την τροποποίηση ή ακύρωσή της. Γενικά, η προθεσμία κατάθεσης δικογράφων μπορεί να παρατεθεί με αμοιβαία συναίνεση των διαδίκων. Όταν ένας διάδικος σε αγωγή επιδιώκει την παράταση της προθεσμίας ένδικου μέσου, πρέπει να αποδείξει ότι αποφάσισε την άσκηση του ένδικου μέσου εντός της προθεσμίας, αλλά δεν το κατέθεσε έγκαιρα λόγω σφάλματος και ότι το ένδικο μέσο έχει πιθανότητες ευδοκίμησης. Αν η παρέλευση της προθεσμίας έχει προκαλέσει ζημία στον αντίδικο, το γεγονός αυτό μπορεί να είναι κρίσιμο και το δικαστήριο μπορεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, να απορρίψει το αίτημα παράτασης της προθεσμίας, ασκώντας τη σχετική διακριτική του ευχέρεια.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του Ανώτερου Δικαστηρίου πρέπει να ασκούνται εντός 28 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά της οποίας στρέφονται.

Το πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης του Κομητειακού Δικαστηρίου οφείλει να το πράξει εντός 10 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η έφεση [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 61 κανόνας 3].

Το πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου οφείλει να το πράξει εντός 14 ημερών από την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου [διάταξη 101 κανόνας 1 του Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμού του Περιφερειακού Δικαστηρίου].

Για τη δικαστική αναθεώρηση απόφασης δικαστή ή διοικητικού φορέα πρέπει να κατατεθεί αίτηση αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία προέκυψαν οι λόγοι της αίτησης αναθεώρησης, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για παράταση της προθεσμίας [Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροκανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 84 κανόνας 21 παράγραφος 1]

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Όταν η προθεσμία παραγραφής ορίζεται με νόμο, τα δικαστήρια δεν μπορούν να παρατείνουν ή να συντμήσουν την προθεσμία αυτή. Ωστόσο, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών νομοθετικών διατάξεων, το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει ή να συντμήσει την προθεσμία για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων. Τόσο ο κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων όσο και ο κανονισμός του Κομητειακού Δικαστηρίου προβλέπουν ότι το δικαστήριο μπορεί να επιμηκύνει ή να συντμήσει τις προθεσμίες που ορίζονται στους κανονισμούς αυτούς ή που έχουν οριστεί από οποιοδήποτε δικαστήριο.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι, ο διάδικος δεν χάνει το ευεργέτημα της παράτασης της προθεσμίας.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Όποιος διάδικος δεν τηρήσει τις προθεσμίες που επιβάλλονται από το δικαστήριο ή ορίζονται στους κανονισμούς του δικαστηρίου ή στη νομοθεσία φέρει τον κίνδυνο απόρριψης της υπόθεσής του. Για παράδειγμα, αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει δήλωση παράστασης σε συζήτηση που αφορά αγωγή στρεφόμενη εναντίον του ή δεν προσκομίσει υπόμνημα υπεράσπισης, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτηση για έκδοση απόφασης ερήμην.

Αν εκδοθεί απόφαση κατά εναγομένου υπό αυτές τις περιστάσεις, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση ανακοπής κατά της απόφασης ή να ασκήσει έφεση ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας. Αν ο ενάγων δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τα στοιχεία για το ιστορικό της αγωγής του, ο εναγόμενος μπορεί να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής λόγω παρέλευσης της προθεσμίας. Ο ενάγων μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με τα έξοδα της υπόθεσης με τέτοιο τρόπο ώστε να τιμωρήσει τον διάδικο που ευθύνεται για μη εύλογες καθυστερήσεις ή για τη μη τήρηση των σχετικών προθεσμιών.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Ο ερημοδικασθείς διάδικος μπορεί να αιτηθεί την έκδοση διαταγής από το δικαστήριο για παράταση της προθεσμίας. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως συνέπεια την έκδοση απόφασης ερήμην, ο ερημοδικασθείς διάδικος μπορεί να υποβάλει αίτηση ανακοπής κατά της απόφασης ή, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ανακοπής, να ασκήσει έφεση ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 17/10/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ελλάδα

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία πρέπει να επιχειρηθεί μια πράξη, ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να λάβει χώρα συζήτηση της υποθέσεως ή να επιχειρηθεί μια πράξη. Με την θέσπιση προθεσμιών επιδιώκεται η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως. Δικονομικές προθεσμίες είναι αυτές που με την τήρηση ή παραμέλησή τους συνδέονται δικονομικές συνέπειες. Διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: 1) προθεσμίες ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είναι αυτές εντός των οποίων πρέπει να ενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, όπως για παράδειγμα η προθεσμία που τάσσει ο νόμος για την άσκηση της έφεσης (βλ. άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ) και 2) προθεσμίες ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ είναι αυτές που η διαδικαστική πράξη πρέπει να ενεργηθεί μετά την πάροδό τους. Οι προθεσμίες αυτές είναι συνήθως προς όφελος του αμυνόμενου διάδικου, καθόσον του παρέχεται χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί, όπως για παράδειγμα η προθεσμία κλητεύσεως του εναγόμενου (βλ. άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Η διάκριση αυτή έχει σημασία διότι οι μεν προθεσμίες ενέργειας μπορούν να παραταθούν με συμφωνία των διαδίκων ενώ οι προπαρασκευαστικές δεν παρατείνονται. Οι προθεσμίες ενέργειας λήγουν την επόμενη εργάσιμη ημέρα, αν η ημέρα λήξης τους συμπίπτει με εξαιρετέα κατά τον νόμο ημέρα, ενώ οι προπαρασκευαστικές λήγουν την ημέρα λήξης τους, ανεξάρτητα από το αν η ημέρα αυτή είναι αργία ή εξαιρετέα. Ενδεικτικά, σημαντικές δικονομικές προθεσμίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) είναι οι ακόλουθες:

  1. Προθεσμία κλητεύσεως διαδίκων μετά την άσκηση αγωγής (εξήντα [60] ημέρες πριν τη συζήτηση, εκτός εάν ο διάδικος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι ενενήντα [90] ημέρες πριν τη συζήτηση- βλ. άρθρο 228 ΚΠολΔ).
  2. Προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (δεκαπέντε [15] ημέρες από την επίδοση της απόφασης, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εξήντα [60] ημέρες από την επίδοση της απόφασης- βλ. άρθρο 503 ΚΠολΔ).
  3. Προθεσμία εφέσεως (τριάντα [30] ημέρες από την επίδοση της οριστικής απόφασης αν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εξήντα [60] ημέρες από την επίδοση της οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η οριστική απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία [3] χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης- βλ. άρθρο 518 ΚΠολΔ).
  4. Προθεσμία αναψηλαφήσεως (εξήντα [60] ημέρες εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εκατόν είκοσι [120] ημέρες- βλ. άρθρο 545 ΚΠολΔ).
  5. Προθεσμία αναιρέσεως (τριάντα [30] ημέρες από την επίδοση της απόφασης εάν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι ενενήντα [90] ημέρες από την επίδοση της απόφασης. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία [3] χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης - βλ. άρθρο 564 του ΚΠολΔ).

Δικονομικές προθεσμίες ορίζονται ειδικότερα από τον ΚΠολΔ και σε άλλες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν τις γαμικές διαφορές (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, κλπ), έκδοση διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά αυτής (βλ. άρθρο 632 ΚΠολΔ), μισθωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, ασφαλιστικά μέτρα, αναγκαστική εκτέλεση και ανακοπής κατά αυτής.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι αργίες στην Ελλάδα καθορίζονται από τον Ν. 1157/1981, χωρίς η απαρίθμησή τους να είναι εξαντλητική. Κριτήριο για την ύπαρξη αργίας είναι η μη διεξαγωγή συναλλαγών εν γένει, επομένως αργίες για συγκεκριμένα επαγγέλματα ή υπηρεσίες είναι αδιάφορες. Μπορεί να είναι εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου, ακόμα και τοπικού ή μη μόνιμου χαρακτήρα. Εξαιρετέες ημέρες είναι οι αργίες των δημοσίων υπηρεσιών. Ως ημέρες αργίας θεωρούνται οι: 25η Μαρτίου (εθνική εορτή), 28η Οκτωβρίου (εθνική εορτή), η πρώτη του έτους, τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου), η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, η 1η Μαΐου, η 15η Αυγούστου, η πρώτη και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η Δευτέρα της Πεντηκοστής, η Καθαρά Δευτέρα, η Δευτέρα του Πάσχα και όλες οι Κυριακές.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Τα άρθρα 144- 151 του ΚΠολΔ αναφέρονται στις δικονομικές προθεσμίες. Με κριτήριο την πηγή που καθορίζει την διάρκειά τους, οι προθεσμίες διακρίνονται σε νόμιμες (αυτές που προσδιορίζονται από τον νόμο, όπως για παράδειγμα οι προθεσμίες άσκησης των ένδικων μέσων), δικαστικές (εκείνες που προσδιορίζονται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, όπως για παράδειγμα η προθεσμία για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων –βλ. άρθρο 245 του ΚΠολΔ), αναβλητικές (εκείνες που επιφέρουν την αναβολή της συζήτησης ως κύρωση για την μη τήρησή τους) και ανατρεπτικές (εκείνες που επιφέρουν έκπτωση από το δικαίωμα ως κύρωση για την μη τήρησή τους). Για την έναρξη και την λήξη των προθεσμιών θα γίνει λόγος κατωτέρω. Οι προθεσμίες διακόπτονται εάν κατά την διάρκεια μιας προθεσμίας, κάποιος διάδικος αποβιώσει. Αν η προθεσμία που διακόπηκε έχει αρχίσει από την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με την νέα επίδοση σε αυτούς που κατά τον νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν έχει αρχίσει από κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά την διάρκεια κάποιας προθεσμίας, διακόπτει την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 147 § 7 του ΚΠολΔ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι προθεσμίες των ένδικων μέσων και των ανακοπών.

Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις. Πρέπει δηλαδή οι διάδικοι να επικαλούνται και να προβάλλουν λόγους που δικαιολογούν την παράταση. Τέλος, επιτρέπεται σύντμηση προθεσμίας με δικαστική απόφαση, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων. Σε σύντμηση υπόκεινται όλες οι νόμιμες προθεσμίες, με εξαίρεση αυτές των ενδίκων μέσων.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της (a momento ad momentum).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπεται παράταση ή σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση μεταδόσεως ή αποστολής εγγράφων μέσω ταχυδρομείου, ή άλλου τύπου μεταφορικής υπηρεσίας.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Συναρίθμηση της ημέρας κατά την οποία λαμβάνει χώρα το αφετήριο γεγονός επιτρέπεται μόνο όταν προβλέπεται ρητά στον νόμο, την δικαστική απόφαση ή την σύμβαση. Τέτοια περίπτωση δεν αποτελεί η πρόβλεψη ότι ορισμένη προθεσμία αρχίζει με την επίδοση. Έτσι οι σημαντικές προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων της έφεσης, αναίρεσης ή της ανακοπής αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως ή της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Πάντως, όταν ορίζεται ότι η προθεσμία αρχίζει από ορισμένη ημέρα, αυτή συνυπολογίζεται. Όταν εναρκτήριο γεγονός αποτελεί η επίδοση, τυχόν γνώση του περιεχομένου του προς επίδοση εγγράφου με άλλον τρόπο είναι αδιάφορη για τον υπολογισμό της προθεσμίας.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας. Εργάσιμες ημέρες συνυπολογίζονται μόνο αν προβλέπεται ρητά κάτι τέτοιο (όπως στην προθεσμία για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής).

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Ομοίως, σε περίπτωση που η χρονική προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας, παρά  μόνον  αν ορίζεται  ρητά  στο νόμο  ότι  η προθεσμία αφορά  εργάσιμες  ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους.  Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία για τον υπολογισμό αν παρεμβάλλεται δίσεκτο έτος.

Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης. Αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία ο αριθμός των ημερών που έχει κάθε μήνας.

Η προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι (6) μηνών και η προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών.

Αν η προθεσμία  προσδιορίζεται  σε  εβδομάδες  λήγει μόλις  παρέλθει  η  αντίστοιχη ημέρα  της   εβδομάδας  που αντιστοιχεί στην ημέρα  έναρξης  δηλ  αν  το γεγονός  έλαβε   χώρα  την Δευτέρα , η  προθεσμία   της εβδομάδας λήγει  την  επόμενη  Δευτέρα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν η προθεσμία λήγει σε  Σάββατο, Κυριακή ή  ημέρα  αργίας  ή μη εργάσιμη , μετατίθεται η λήξη της στην επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

  1. . Προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (δεκαπέντε [15] ημέρες από την επίδοση της απόφασης, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εξήντα [60] ημέρες από την επίδοση της απόφασης- βλ. άρθρο 503 ΚΠολΔ
  2. Η προθεσμία της εφέσεως ρυθμίζεται στο άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα είναι τριάντα (30) ημέρες και αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής είναι εξήντα (60) ημέρες. Η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών δεν αφορά αυτούς που η διαμονή τους στο εξωτερικό είναι πρόσκαιρη (ταξίδια αναψυχής, ολιγοήμερη απουσία για ειδικό σκοπό), αλλά έχει κάποια διάρκεια, συνδεόμενη με την επαγγελματική ή οικογενειακή τους κατάσταση.
  3. Προθεσμία αναψηλαφήσεως (εξήντα [60] ημέρες εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εκατόν είκοσι [120] ημέρες- βλ. άρθρο 545 ΚΠολΔ).
  4. Προθεσμία αναιρέσεως (τριάντα [30] ημέρες από την επίδοση της απόφασης εάν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι ενενήντα [90] ημέρες από την επίδοση της απόφασης. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία [3] χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης - βλ. άρθρο 564 του ΚΠολΔ).

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Στην ελληνική έννομη τάξη γίνεται δεκτό ότι η αξίωση για ένδικη προστασία περιλαμβάνει, ανεξάρτητα από την φύση της διαφοράς, τόσο την οριστική, όσο και την προσωρινή δικαστική προστασία. Με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (κατά τα άρθρα 682-738 του ΚΠολΔ) ρυθμίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες λόγω του κατεπείγοντος, ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, τα δικαστήρια μπορούν να διατάζουν μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους, αρμόδιος να ορίσει τον τόπο και τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι ο δικαστής, ο οποίος ενεργεί με γνώμονα την ταχύτητα, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη και το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων. Έτσι έχει ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο κλητεύσεως και την προθεσμία κλητεύσεως, ακόμα και για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστης διαμονής. Η συζήτηση μπορεί να ορισθεί και Κυριακή ή εορτή. Εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα, στις υπόλοιπες αστικές διαδικασίες εφαρμόζονται οι προθεσμίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, χωρίς να προβλέπεται η επιμήκυνσή τους.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Δεν υπάρχει κάτι  τέτοιο  στην ελληνική έννομη τάξη.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η μη τήρηση προθεσμιών που αφορούν δικαστική ενέργεια δεν επάγεται δικονομικές συνέπειες. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ενέργειας για πράξεις των διαδίκων επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα, ενώ στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες επέρχονται άλλου είδους αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα απαράδεκτο της συζήτησης (βλ. άρθρο 271 § 1 του ΚΠολΔ).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι ένα ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από το Σύνταγμα, με το οποίο εάν ο διάδικος εξ αιτίας ανωτέρας βίας του, ή δόλου του αντιδίκου του δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την πάροδο της προθεσμίας κατάσταση.

Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).

Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).

Τελευταία επικαιροποίηση: 16/05/2014

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ισπανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ισπανία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Οι διαδικαστικές πράξεις πρέπει να διενεργούνται έως συγκεκριμένες καταληκτικές ημερομηνίες (términos) ή εντός συγκεκριμένων προθεσμιών (plazos) που ορίζει ο νόμος.

Η καταληκτική ημερομηνία προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ως το απώτατο χρονικό όριο διενέργειας ορισμένης διαδικαστικής πράξης.

Η προθεσμία προσδιορίζει ένα χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη. Οι προθεσμίες μπορεί να εκφράζονται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.

Εάν ο νόμος δεν προβλέπει προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία, η πράξη πρέπει να διενεργηθεί χωρίς καθυστέρηση.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου (Tribunal Constitucional), κάθε καθυστέρηση στη δίκη μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Ωστόσο, πρέπει να εφαρμόζεται το κριτήριο της αναλογικότητας και να ακολουθείται, σύμφωνα και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η έννοια της λογικής προθεσμίας (που λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο χρόνος που συνήθως απαιτείται για τις υποθέσεις του συγκεκριμένου είδους, τα συμφέροντα του ενάγοντος και η δικονομική του συμπεριφορά, η συμπεριφορά των αρχών ή οι διαθέσιμοι πόροι). Εξάλλου, εάν το δικαστήριο δεν σεβαστεί την έννοια της λογικής προθεσμίας, αυτό θα έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του ισπανικού Συντάγματος.

Επιπλέον, η μη τήρηση των καταληκτικών ημερομηνιών και των προθεσμιών από το δικαστήριο και τους δικαστικούς υπαλλήλους χωρίς εύλογη αιτία επισείει τις πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπει ο οργανικός νόμος του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial). Τούτο δεν θίγει το δικαίωμα του διαδίκου που έχει ζημιωθεί να αξιώσει κάθε αποκατάσταση που τυχόν δικαιούται.

Διακριτό από το ζήτημα των δικονομικών προθεσμιών είναι το ζήτημα των προθεσμιών άσκησης των ουσιαστικών δικαιωμάτων (απόσβεση και παραγραφή).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971

Σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των διοικητικών διαδικασιών, ο κανονισμός αριθ. 1182/71 εφαρμόζεται επί του παρόντος στο εθνικό δίκαιο βάσει του άρθρου 48 του νόμου για τη θέσπιση του νομικού καθεστώτος των δημόσιων οργάνων και της συνήθους διοικητικής διαδικασίας (Ley de Régimen Jurídico de las Administraciones Públicas y del Procedimiento Administrativo Común). Το άρθρο 48 ορίζει τα εξής:

  1. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων στις οποίες ορίζει διαφορετικά το ισπανικό δίκαιο ή το δίκαιο της ΕΕ, όταν οι προθεσμίες προσδιορίζονται σε ημέρες, νοούνται εργάσιμες ημέρες, ενώ εξαιρούνται οι Κυριακές και οι αργίες. Όταν προθεσμία υπολογίζεται σε ημερολογιακές ημέρες, αυτό προσδιορίζεται στις σχετικές κοινοποιήσεις.
  2. Όταν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης ή της δημοσίευσης της πράξης, ή από την επομένη της ημέρας κατά την οποία αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή ή ότι έχει απορριφθεί ελλείψει απάντησης από τις οικείες αρχές. Αν στον τελευταίο μήνα της προθεσμίας δεν υπάρχει αντίστοιχη ημερομηνία της αφετήριας ημερομηνίας, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας αποτελεί η τελευταία ημέρα του μήνα.
  3. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι μη εργάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
  4. Όταν προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, ο υπολογισμός ξεκινά από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης ή της δημοσίευσης ή από την επομένη της ημέρας κατά την οποία αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή ή ότι έχει απορριφθεί ελλείψει απάντησης από τις οικείες αρχές.
  5. Όταν μια ημέρα είναι εργάσιμη στον δήμο ή την αυτόνομη κοινότητα όπου κατοικεί ο οικείος διάδικος και μη εργάσιμη ημέρα στον τόπο όπου βρίσκεται το διοικητικό όργανο, ή αντίστροφα, θεωρείται σε κάθε περίπτωση μη εργάσιμη ημέρα.
  6. Το γεγονός της κήρυξης μιας ημέρας ως εργάσιμης ή μη εργάσιμης προς τον σκοπό του υπολογισμού προθεσμιών δεν καθορίζει από μόνο του τον τρόπο λειτουργίας των γραφείων της δημόσιας διοίκησης, τη διάρθρωση των εργάσιμων ωρών ή τη δημόσια πρόσβαση στα μητρώα.
  7. Προς τον σκοπό του υπολογισμού των προθεσμιών, η κεντρική κρατική διοίκηση και η διοίκηση των αυτόνομων κοινοτήτων, υπό την επιφύλαξη του επίσημου ημερολογίου των εργάσιμων ημερών, καταρτίζουν ημερολόγιο των μη εργάσιμων ημερών για τους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς τους. Το ημερολόγιο που εγκρίνεται από τις αυτόνομες κοινότητες περιλαμβάνει τις μη εργάσιμες ημέρες για τα διάφορα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ως προς τα οποία ισχύει το ημερολόγιο.

Το ημερολόγιο πρέπει να δημοσιεύεται πριν από την έναρξη κάθε έτους στην οικεία επίσημη εφημερίδα και σε άλλα μέσα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι καθίσταται γνωστό στο κοινό.

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΣΥΝΔΕΣΜΟΣ προς το ημερολόγιο των μη εργάσιμων ημερών κατά τη διάρκεια του 2022.

Οι μη εργάσιμες για τις δικαστικές διαδικασίες ημέρες καθορίζονται στο άρθρο 182 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial). Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

  1. Οι εξής ημέρες είναι μη εργάσιμες για δικονομικούς σκοπούς: Σάββατα και Κυριακές 24 και 31 Δεκεμβρίου εθνικές, περιφερειακές και τοπικές επίσημες αργίες. Με κανονισμό του, το γενικό συμβούλιο του δικαστικού σώματος (Consejo General del Poder Judicial) μπορεί να εγκρίνει τη διενέργεια δικαστικών διαδικασιών κατά τις εν λόγω ημέρες στις περιπτώσεις που δεν ορίζονται ρητά στον νόμο.
  2. Μια εργάσιμη ημέρα διαρκεί από τις 8 π.μ. έως τις 8 μ.μ., εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.

Βάσει του άρθρου 183 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος, οι ημέρες του Αυγούστου είναι μη εργάσιμες ημέρες για όλες τις δικαστικές διαδικασίες, με εξαίρεση όσες διαδικασίες χαρακτηρίζονται επείγουσες βάσει της δικονομικής νομοθεσίας.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι γενικοί κανόνες καθορίζονται στα άρθρα 130 έως 136 του κεφαλαίου II, τίτλος V, βιβλίο I του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Ley de Enjuiciamiento Civil) 1/2000, όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο 42/2015 της 5ης Οκτωβρίου 2015.

Τα κύρια χαρακτηριστικά των ισχυόντων κανόνων έχουν ως εξής:

α) Όλες οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να διενεργούνται σε εργάσιμες ημέρες και σε εργάσιμες ώρες.

Εργάσιμες ημέρες είναι όλες οι ημέρες του έτους πλην Σαββάτου, Κυριακής και εθνικών, περιφερειακών και τοπικών επίσημων αργιών. Οι ημέρες του Αυγούστου είναι επίσης μη εργάσιμες και τα δικαστήρια δεν αποστέλλουν κατά τις εν λόγω ημέρες ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις στους επαγγελματίες του νομικού κλάδου, εκτός εάν αυτές θεωρούνται εργάσιμες για τους σκοπούς των οικείων διατυπώσεων.

Εργάσιμες ώρες είναι οι ώρες μεταξύ 8 π.μ. και 8 μ.μ., εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος για συγκεκριμένη διαδικασία. Για πράξεις κοινοποίησης και εκτέλεσης, οι ώρες μεταξύ 8 μ.μ. και 10 μ.μ. θεωρούνται ομοίως εργάσιμες ώρες.

Κατ’ εξαίρεση, για ορισμένες διαδικασίες, όπως η υποβολή προσφορών σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες και δεν υπάρχουν μη εργάσιμες ώρες. Το άρθρο 649 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τάσσει προθεσμία είκοσι ημερολογιακών ημερών από την έναρξη του πλειστηριασμού, ενώ ο πλειστηριασμός περατώνεται μία ώρα μετά την υποβολή της τελευταίας προσφοράς, εφόσον αυτή είναι υψηλότερη από την προηγούμενη υψηλότερη προσφορά, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται παράταση της αρχικής προθεσμίας κατά έως 24 ώρες.

β) Ορισμένες ημέρες και ώρες μπορούν να χαρακτηριστούν εργάσιμες ημέρες και ώρες για τους σκοπούς διαδικασιών που θεωρούνται επείγουσες, δηλαδή όταν η καθυστέρηση είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρή ζημία στους ενδιαφερομένους ή στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή να καταστήσει μια δικαστική απόφαση άνευ αποτελέσματος (π.χ.: ο αναγκαστικός εγκλεισμός σε ψυχιατρικό ίδρυμα τα δικαστικά μέτρα που λαμβάνονται προς το συμφέρον ανηλίκων σε κάθε είδους αστικοδικαιικές διαφορές. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα του οικείου διαδίκου και μπορεί να διαταχθεί είτε από τον γραμματέα του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia) είτε από το ίδιο το δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.

Σε κάθε περίπτωση, τον μήνα Αύγουστο μπορούν να ληφθούν επείγοντα μέτρα χωρίς την ανάγκη ρητής έγκρισης. Παρομοίως, δεν απαιτείται έγκριση αν επείγοντα μέτρα που λήφθηκαν σε εργάσιμες ώρες πρέπει κατ’ ανάγκη να συνεχιστούν σε μη εργάσιμες ώρες.

γ) Όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της νόμιμης κοινοποίησης της έναρξης της προθεσμίας και περιλαμβάνει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, που λήγει τα μεσάνυχτα.

Όταν, ωστόσο, ο νόμος ορίζει ότι μια προθεσμία ξεκινά να τρέχει μετά τη λήξη μιας άλλης, αυτή ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της λήξης της προηγούμενης προθεσμίας χωρίς να απαιτείται νέα κοινοποίηση.

δ) Για την υποβολή εγγράφων (άρθρο 135 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) το δικαστήριο και οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους δύο είδη επικοινωνίας:

  1. Σε έντυπη μορφή, για τα φυσικά πρόσωπα που δεν εκπροσωπούνται από δικαστικό αντιπρόσωπο (procurador) (κάτι που ισχύει γενικά για αξιώσεις κάτω των 2 000 EUR) ή όταν το έγγραφο δεν μπορεί να υποβληθεί σε ψηφιακή μορφή.
  2. Μέσω των διαδικτυακών και ηλεκτρονικών συστημάτων των δικαστηρίων. Η χρήση των εν λόγω συστημάτων είναι υποχρεωτική για τους επαγγελματίες του νομικού κλάδου και ορισμένους διαδίκους ακόμη κι όταν δεν εκπροσωπούνται από δικαστικό αντιπρόσωπο (για παράδειγμα, τα νομικά πρόσωπα, τους συμβολαιογράφους και τους υποθηκοφύλακες: βλέπε άρθρο 273 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Όταν τα έγγραφα υποβάλλονται ηλεκτρονικά, παρέχεται επιβεβαίωση με τη μορφή ηλεκτρονικής απόδειξης που εκδίδεται αυτόματα. Η απόδειξη περιλαμβάνει τον αριθμό καταχώρισης και την ημερομηνία και ώρα της υποβολής, που συνιστά τον χρόνο κατά τον οποίο το έγγραφο θεωρείται ότι έχει υποβληθεί για κάθε σκοπό. Οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου μπορούν να υποβάλλουν δικόγραφα και άλλα έγγραφα ηλεκτρονικά 24 ώρες την ημέρα, κάθε ημέρα του έτους. Όταν ένα έγγραφο υποβάλλεται σε μη εργάσιμη ημέρα ή εκτός εργάσιμων ωρών, θεωρείται ότι έχει υποβληθεί με την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Προβλέπεται επίσης η παράταση των προθεσμιών που πρόκειται να λήξουν όταν ένα υποχρεωτικό έγγραφο δεν μπορεί να υποβληθεί εμπρόθεσμα λόγω απρογραμμάτιστης διακοπής της διαδικτυακής υπηρεσίας υποβολής.

Όποια μέθοδος υποβολής κι αν χρησιμοποιείται, όλα τα έγγραφα που υπόκεινται σε προθεσμία μπορούν να υποβληθούν έως τις 3 μ.μ. της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας.

Στην αστική διαδικασία, έγγραφα δεν μπορούν να κατατεθούν στο δικαστήριο υπηρεσίας.

ε) Οι προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν και αν διάδικος δεν τηρήσει την προθεσμία χάνει τη δυνατότητα διενέργειας της οικείας διαδικαστικής πράξης.

ΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΤΟΠΟΣ:

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Ο γενικός κανόνας του άρθρου 151 του κώδικα πολιτικής δικονομίας είναι ότι όλες οι αποφάσεις του δικαστηρίου ή των εισηγητών του δικαστηρίου (Letrados de la Administración de Justicia) πρέπει να επιδίδονται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημερομηνία της έκδοσης ή την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης.

Το άρθρο 151 παράγραφος 2 ορίζει ότι σε περίπτωση επίδοσης στον εισαγγελέα, τη νομική υπηρεσία του κράτους, σύμβουλο των Cortes Generales και των νομοθετικών συνελεύσεων ή σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας της διοίκησης κοινωνικής ασφάλισης ή άλλων οργάνων των αυτόνομων κοινοτήτων ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και σε περίπτωση επίδοσης μέσω των επαγγελματικών οργάνων που εκπροσωπούν τους δικαστικούς αντιπροσώπους, η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία παραλαβής που έχει καταχωριστεί στο επίσημο αρχείο ή στην επιβεβαίωση της παραλαβής αν η κοινοποίηση έχει επιδοθεί ηλεκτρονικά ή διαδικτυακά. Όταν η κοινοποίηση αποστέλλεται μετά τις 3 μ.μ. θεωρείται ότι έχει παραληφθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Η παράγραφος 3 ορίζει ότι, όταν η επίδοση εγγράφου που συνοδεύει την κοινοποίηση διενεργείται μετά τη λήψη της τελευταίας, το συγκεκριμένο έγγραφο θεωρείται ότι επιδόθηκε ύστερα από τη λήψη της εν λόγω κοινοποίησης, εφόσον τα αποτελέσματα που παράγει η κοινοποίηση συνδέονται με το έγγραφο.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης πραγματοποιείται από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομικά, κρίσιμη ημερομηνία είναι η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του εγγράφου από τον δικαστικό επιμελητή ή την ταχυδρομική υπηρεσία και υπογραφής της απόδειξης παραλαβής.

Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται με δημοσίευση βάσει του άρθρου 164 του κώδικα πολιτικής δικονομίας επειδή ο εναγόμενος είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της ανάρτησης στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου ή της δημοσίευσης στην επίσημη εφημερίδα του κράτους ή ηλεκτρονικά, ανάλογα με την περίπτωση.

Όταν αντίγραφα εγγράφων που έχουν υποβληθεί από δικαστικούς αντιπροσώπους πρέπει να διαβιβαστούν στους δικαστικούς αντιπροσώπους των άλλων διαδίκων, το άρθρο 278 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι, αν βάσει του νόμου η πράξη που διαβιβάστηκε σηματοδοτεί την έναρξη προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να διενεργηθεί διαδικαστική πράξη, η εν λόγω προθεσμία αρχίζει να τρέχει χωρίς δικαστική παρέμβαση και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται στα αντίγραφα που διαβιβάστηκαν ή της ημέρας κατά την οποία θεωρείται ότι αυτά διαβιβάστηκαν αν διαβιβάστηκαν ηλεκτρονικά.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Ο υπολογισμός ξεκινά την επόμενη ημέρα από την ημέρα επέλευσης του γεγονότος που βάσει του νόμου συνιστά το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι μη εργάσιμες ημέρες εξαιρούνται από τον υπολογισμό των προθεσμιών, με την προαναφερθείσα εξαίρεση των προσφορών σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, όπου η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες.

Κατά τον υπολογισμό των προθεσμιών για επείγουσες πράξεις, οι ημέρες του Αυγούστου δεν θεωρούνται μη εργάσιμες ημέρες: μόνο τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες εξαιρούνται από τον υπολογισμό.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη υπολογίζονται από ημερομηνία σε ημερομηνία. Το ισπανικό δίκαιο δεν προβλέπει προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά εβδομάδες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Αν ο τελευταίος μήνας της προθεσμίας δεν έχει αντίστοιχη ημερομηνία με την αφετήρια ημερομηνία, ως ημερομηνία λήξης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Αν μια προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη μη εργάσιμη ημέρα θεωρείται ότι παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ωστόσο, οι προθεσμίες μπορούν να διακοπούν και οι καταληκτικές ημερομηνίες μπορούν να αναβληθούν αν δεν μπορούν να τηρηθούν λόγω ανωτέρας βίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπολογισμός αρχίζει ξανά αφότου έχει παύσει ο λόγος της διακοπής ή της αναβολής. Το δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που επηρεάζεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 13).

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Οι προθεσμίες για την άσκηση των διαφόρων ένδικων μέσων ορίζονται στον νόμο και δεν επιδέχονται παράταση. Για τις εφέσεις στο αμέσως ανώτερο ιεραρχικά δικαστήριο (recursos de apelación) και τις αναιρέσεις ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recursos de casación), η προθεσμία είναι 20 ημέρες από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης (άρθρα 458 και 479 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι νόμιμες προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ενίοτε ο νόμος επιβάλλει στο δικαστήριο να ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα για μια πράξη.

Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται η διακοπή των προθεσμιών και η αναβολή των καταληκτικών ημερομηνιών λόγω ανωτέρας βίας:

α. Η γενική διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 134 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ο εισηγητής του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia), είτε με δική του πρωτοβουλία είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που θίγεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους. Η απόφαση του εισηγητή μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου.

β. Μετά τον καθορισμό της ημερομηνίας της συζήτησης, αν οποιοσδήποτε από όσους κλητεύθηκαν σε εμφάνιση δεν είναι σε θέση να παραστεί για λόγο ανωτέρας βίας ή για παρόμοιο λόγο, πρέπει να ενημερώσει αμέσως το δικαστήριο, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση, και να ζητήσει νέα συζήτηση ή απόφαση (άρθρο 183 παράγραφος 1 και άρθρα 189 και 430 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Νέα συζήτηση ορίζεται αν κριθεί ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη της κατάστασης και ότι αυτή εμποδίζει την παράσταση του δικηγόρου (άρθρο 183 παράγραφος 2 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημεία 5 και 6του κώδικα πολιτικής δικονομίας), διαδίκου του οποίου η παράσταση είναι απαραίτητη διότι δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο ή πρέπει να εξεταστεί (άρθρο 183 παράγραφος 3 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημείο 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), ή μάρτυρα ή εμπειρογνώμονα. Στην τελευταία περίπτωση, ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας μπορεί αντ’ αυτού να κληθεί να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία εκτός της συζήτησης, μετά την ακρόαση των διαδίκων (άρθρο 183 παράγραφος 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

γ. Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εκ μέρους του ερημοδικήσαντος διαδίκου μπορεί να παραταθεί λόγω ανωτέρας βίας (άρθρο 502 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

δ. Στην περίπτωση διεξαγωγής αποδείξεων πριν από τη διεξαγωγή της δίκης (μπορεί να εγκριθεί από τον δικαστή βάσει των άρθρων 293 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αν υπάρχει εύλογος φόβος ότι δεν θα είναι εφικτή η διεξαγωγή των αποδείξεων κατά το σύνηθες στάδιο της διαδικασίας), η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός δύο μηνών από τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εκτός αν αποδειχθεί ότι δεν ήταν εφικτή η κίνηση της δίκης εντός της εν λόγω προθεσμίας για λόγο ανωτέρας βίας ή παρόμοιο λόγο (άρθρο 295 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Επίσης, οι δύο διάδικοι μπορούν με αμοιβαία συμφωνία τους να ζητήσουν την αναστολή της διαδικασίας, χωρίς να αιτιολογήσουν το αίτημά τους, ή για να επιχειρήσουν τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους ή να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση ή διαιτησία. Η διαδικασία δεν μπορεί να ανασταλεί για περισσότερες από 60 ημέρες ή έως την περάτωση της διαμεσολάβησης (άρθρο 19 παράγραφος 4 και άρθρο 415 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης νομικής συνδρομής, το άρθρο 16 του νόμου 1/1996 περί νομικής συνδρομής, της 10ης Ιανουαρίου, όπως τροποποιήθηκε από τον ήδη προαναφερθέντα νόμο 42/2015, προβλέπει δύο ενδεχόμενα:

  1. Σε περίπτωση που η αίτηση νομικής συνδρομής υποβληθεί σε χρόνο που η δικαστική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, για να αποφεύγονται περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρέλευση προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα την παραγραφή δικαιωμάτων ή την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενός εκ των διαδίκων, ο δικαστικός ή ο διοικητικός υπάλληλος μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα των διαδίκων, να αποφασίσει την αναστολή της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης περί της χορήγησης ή μη νομικής συνδρομής, ή μέχρι τον προσωρινό διορισμό δικηγόρου και δικαστικού αντιπροσώπου, όταν η νομική εκπροσώπηση είναι είτε υποχρεωτική είτε αναγκαία για λόγους δικαιοσύνης, υπό τον όρο ότι το σχετικό αίτημα κατατέθηκε εντός της προθεσμίας που ορίζει η δικονομική νομοθεσία.
  2. Σε περίπτωση που η αίτηση για τη χορήγηση νομικής συνδρομής υποβληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας και συντρέχει ο κίνδυνος η παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας να επηρεάσει τη διαδικασία, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής ή αποσβεστική προθεσμία διακόπτεται ή αναστέλλεται, αντίστοιχα, έως ότου διοριστεί προσωρινά δικηγόρος και, εάν απαιτείται, δικαστικός αντιπρόσωπος που να εκπροσωπεί τον αιτούντα, και αν ο εν λόγω διορισμός δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί, έως ότου ληφθεί οριστική διοικητική απόφαση σχετικά με τη χορήγηση ή μη του εν λόγω δικαιώματος.

Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εκ νέου από την κοινοποίηση του προσωρινού διορισμού δικηγόρου από τον Δικηγορικό Σύλλογο στον αιτούντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την κοινοποίηση της απόφασης αναγνώρισης ή μη του δικαιώματος νομικής συνδρομής από την Επιτροπή Νομικής Συνδρομής (Comisión de Asistencia Jurídica Gratuita) και, σε κάθε περίπτωση, δύο μήνες μετά την υποβολή της αίτησης.

Εάν η αίτηση απορριφθεί, κριθεί προφανώς καταχρηστική και αποσκοπούσα αποκλειστικά στην καθυστέρηση της διαδικασίας, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης μπορεί να υπολογίσει τις προθεσμίες βάσει των αυστηρών νομοθετικών προβλέψεων, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Προφορική διαδικασία που συνεπάγεται έξωση λόγω μη καταβολής ή λήξης της προθεσμίας, άρθρο 441. 5 Ο LEC αφορά μια άλλη περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες επιβεβαιώνουν ότι το νοικοκυριό που επηρεάζεται είναι κοινωνικά ή οικονομικά ευάλωτο. Ο πληρεξούσιος δικαστικός επιμελητής, μετά την παραλαβή της ειδοποίησης, αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου οι κοινωνικές υπηρεσίες το κρίνουν σκόπιμο, για μέγιστη περίοδο ενός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης από τις κοινωνικές υπηρεσίες προς τη δικαστική αρχή, ή εντός τριών μηνών εάν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο. Μόλις ληφθούν τα μέτρα ή έχει παρέλθει η προθεσμία, η αναστολή αίρεται και η διαδικασία συνεχίζεται για τις διατυπώσεις της.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Άνευ αντικειμένου.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Γενικά, ο διάδικος που δεν τηρεί προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία χάνει το δικαίωμα διενέργειας της οικείας πράξης (άρθρο 136 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ορισμένες από τις σημαντικότερες συναφείς περιπτώσεις είναι οι εξής:

  • Όσον αφορά την εμφάνιση του εναγομένου στη δίκη, κηρύσσεται δικαζόμενος ερήμην (άρθρο 442 παράγραφος 2 και άρθρο 496 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) και η δίκη συνεχίζεται χωρίς την εκ νέου κλήτευση του εναγομένου. Του κοινοποιούνται μόνο η εν λόγω απόφαση και η απόφαση που περατώνει τη δίκη (άρθρο 497 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
  • Στην τακτική διαδικασία, εάν ο ενάγων ή ο δικηγόρος του ενάγοντα δεν παραστεί στην προδικαστική συζήτηση και ο εναγόμενος είτε δεν παραστεί είτε παραστεί αλλά δεν προβάλλει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, η υπόθεση απορρίπτεται (άρθρο 414 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
  • Στην προφορική διαδικασία, εάν ο ενάγων δεν παραστεί και ο εναγόμενος δεν προβάλλει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, ο ενάγων θεωρείται ότι παραιτήθηκε. Ο ενάγων διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα και να πληρώσει αποζημίωση στον εναγόμενο αν ο εναγόμενος το ζητήσει και τεκμηριώσει τη ζημιά και την απώλεια που υπέστη (άρθρο 442 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
  • Παρά το καθήκον του δικαστηρίου να διεκπεραιώνει αυτεπάγγελτα τις υποθέσεις, αν η διαδικασία δεν κινείται, η δίκη αποσβένεται και θεωρείται ότι έχει υπάρξει παραίτηση από κάθε αίτηση και ένδικο μέσο σε κάθε βαθμό (άρθρο 237 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Η δίκη στον πρώτο βαθμό αποσβένεται έπειτα από δύο άπρακτα έτη και θεωρείται ότι έχει επέλθει ανάκληση, γεγονός που σημαίνει ότι είναι δυνατή η άσκηση νέας αγωγής. Το εν λόγω διάστημα απραξίας είναι ενός έτους στον δεύτερο βαθμό, στην περίπτωση έκτακτης προσφυγής λόγω διαδικαστικού σφάλματος και στην περίπτωση αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, και ο διάδικος θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από κάθε ένδικο μέσο. Οι προθεσμίες υπολογίζονται από την ημερομηνία της τελευταίας κοινοποίησης στους διαδίκους. Η δίκη δεν αποσβένεται αν έχει ανασταλεί λόγω ανωτέρας βίας ή για άλλο λόγο που βρίσκεται εκτός του πεδίου έλεγχου των διαδίκων.
  • Η διαδικασία εκτέλεσης δεν αποσβένεται και μπορεί να συνεχιστεί έως την εκτέλεση της απόφασης, ακόμη κι αν παραμένει ανενεργή για τα χρονικά διαστήματα που περιγράφηκαν ανωτέρω. Ωστόσο, για να ισχύει αυτό πρέπει να έχει ξεκινήσει η διαδικασία εκτέλεσης, καθώς το άρθρο 518 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τάσσει προθεσμία πέντε ετών για κάθε πράξη εκτέλεσης που βασίζεται σε δικαστική απόφαση, δικαστική διαταγή ή συμφωνία διαμεσολάβησης. Η πενταετής προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη. Ως εκ τούτου, εάν εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν κατατεθεί αίτημα εκτέλεσης, η προθεσμία λήγει και επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Όταν ένας διάδικος ενημερώνεται για την παρέλευση της προθεσμίας διενέργειας ορισμένης πράξης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη του επόμενου διαδικαστικού σταδίου, ή όταν απορρίπτεται ένα έγγραφο ή μια αίτηση διαδίκου ως εκπρόθεσμο, ο διάδικος μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, σε περίπτωση απόρριψης της αντίκρουσης αγωγής λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της.

Πρόσωπο που καταδικάστηκε ερήμην και στο οποίο επιδόθηκε προσωπικά η απόφαση, μπορεί να προσφύγει κατ’ αυτής με έφεση ενώπιον του αμέσως ανώτερου ιεραρχικά δικαστηρίου (recurso de apelación) ή με αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recurso de casación). Τα εν λόγω ένδικα μέσα διατίθενται επίσης όταν η κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε με δημοσίευση σε επίσημα έντυπα ή ηλεκτρονικά. Και στις δυο περιπτώσεις, το ένδικο μέσο πρέπει να κατατεθεί εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος (άρθρο 500 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Σε περίπτωση διαρκούς ερημοδικίας, ο ερημοδικήσας μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση της απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εάν δεν ήταν σε θέση να παραστεί στο δικαστήριο ή δεν γνώριζε την ύπαρξη της δίκης λόγω ανωτέρας βίας (άρθρα 501 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 23/03/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Γαλλία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Στο γαλλικό δίκαιο γίνεται διάκριση μεταξύ του χρόνου παραγραφής, των αποκλειστικών προθεσμιών και των δικονομικών προθεσμιών.

Ο χρόνος παραγραφής είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ένα πρόσωπο αποκτά εμπράγματο δικαίωμα μέσω χρησικτησίας (στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «κτητική παραγραφή») ή δεν ασκεί ένα δικαίωμα οπότε το χάνει ή αυτό αποσβέννυται (στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «αποσβεστική προθεσμία»). Η παραγραφή μπορεί να ανασταλεί ή να διακοπεί.

Η αποκλειστική ή προκαθορισμένη προθεσμία είναι μια ιδιαίτερα αυστηρή προθεσμία, η οποία κατά κανόνα προβλέπεται στο νόμο για την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης. Κατά την παρέλευσή της, η αξίωση θεωρείται παραγραφείσα. Οι αποκλειστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται και, καταρχήν, δεν διακόπτονται. Εντούτοις, σύμφωνα με τα άρθρα 2241 και 2244 του αστικού κώδικα, διακόπτονται με ορισμένες πράξεις, όπως άσκηση αγωγής ή πράξη εκτέλεσης (όπως η κατάσχεση).

Οι δικονομικές προθεσμίες εφαρμόζονται στις διαδικαστικές πράξεις στο πλαίσιο μιας δίκης. Τάσσονται από τον νόμο ή από τον δικαστή, αναλόγως. Σε αντίθεση με τις αποκλειστικές προθεσμίες, οι προθεσμίες που τάσσονται για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης δεν επισύρουν παραγραφή της αξίωσης. Οι προθεσμίες αυτές δεν μπορούν να διακοπούν ή να ανασταλούν.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας θεωρούνται αργίες:

  • η 1η Ιανουαρίου·
  • η Δευτέρα του Πάσχα·
  • η Πρωτομαγιά
  • η 8η Μαΐου·
  • η εορτή της Αναλήψεως
  • η Δευτέρα της Πεντηκοστής
  • η 14η Ιουλίου·
  • η Κοίμηση της Θεοτόκου (15η Αυγούστου)·
  • η εορτή των Αγίων Πάντων (1η Νοεμβρίου)·
  • η 11η Νοεμβρίου·
  • η ημέρα των Χριστουγέννων (25η Δεκεμβρίου).

Σε ορισμένα διαμερίσματα και εδαφικές ενότητες προβλέπονται οι εξής αργίες για τον εορτασμό της κατάργησης της δουλείας: η 27η Μαΐου στη Γουαδελούπη, η 10η Ιουνίου στη Γουιάνα, η 22α Μαΐου στη Μαρτινίκα, η 20η Δεκεμβρίου στη Ρεϊνιόν και η 27η Απριλίου στο Μαγιότ.

Στα διαμερίσματα της περιφέρειας Αλσατίας-Μοζέλα, είναι αργία η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και η Μεγάλη Παρασκευή.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αριθ. 2008-561 της 17ης Ιουνίου 2008 (που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις), σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, η αποσβεστική προθεσμία είναι 5 έτη (από 30 έτη που ήταν προηγουμένως).

Ωστόσο, η αρχή αυτή έχει πολλές εξαιρέσεις, για παράδειγμα ως προς τις αγωγές αστικής ευθύνης για σωματική βλάβη, για τις οποίες η παραγραφή ορίζεται σε 10 έτη.

Η διάρκεια των αποκλειστικών και των δικονομικών προθεσμιών ποικίλλει ανάλογα με το θέμα και τη διαδικασία.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 640 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να ολοκληρωθεί πριν τη λήξη συγκεκριμένης προθεσμίας, η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης από την οποία αρχίζει να τρέχει.

Η αφετηρία της αποσβεστικής προθεσμίας στο κοινό δίκαιο των ενοχικών αξιώσεων και των εμπράγματων δικαιωμάτων επί κινητών ορίζεται για «την ημέρα κατά την οποία ο δικαιούχος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που του επέτρεπαν να ασκήσει τα δικαιώματά του». Ειδικές αφετηρίες ορίζονται σε ορισμένες υποθέσεις όπως η αγωγή αστικής ευθύνης λόγω γεγονότος που επέφερε σωματική βλάβη. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2226 του Αστικού Κώδικα, η αφετηρία της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής είναι η παγίωση της αρχικής ή της επιδεινωθείσας σωματικής βλάβης.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 664-1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν η κοινοποίηση γίνεται από δικαστικό επιμελητή (επίδοση), ως ημερομηνία επίδοσης θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδίδεται άμεσα στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή στον τόπο διαμονής ή κατοικίας του εν λόγω προσώπου, ή η ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης στην οποία ο δικαστικός επιμελητής αναφέρει τις προσπάθειες που έκανε για την ανεύρεση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η επίδοση, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει κατοικία, διαμονή ή γνωστό τόπο εργασίας.. Η ημερομηνία και η ώρα της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα είναι η ώρα και η ημερομηνία αποστολής της πράξης προς το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.

Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 668 και 669 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η ημερομηνία κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου είναι, για τον επισπεύδοντα, η ημερομηνία αποστολής, και για το πρόσωπο στο οποίο αυτή απευθύνεται, η ημερομηνία παραλαβής της επιστολής. Ως ημερομηνία αποστολής κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου θεωρείται η ημερομηνία που αναγράφεται στη σφραγίδα του ταχυδρομείου αποστολής. Ως ημερομηνία παράδοσης θεωρείται η ημερομηνία της απόδειξης παραλαβής ή υπογραφής περιθωρίου. Ως ημερομηνία παραλαβής κοινοποίησης με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής θεωρείται η ημερομηνία που τίθεται από την ταχυδρομική υπηρεσία κατά την παράδοση της επιστολής στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται.

Κατά παρέκκλιση από τις προαναφερθείσες διατάξεις, το άρθρο 647-1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι ως ημερομηνία κοινοποίησης εξωδικαστικής ή δικαστικής πράξης στη Γαλλική Πολυνησία, στις νήσους Ουάλις και Φουτούνα, στη Νέα Καληδονία, στις γαλλικές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής ή στο εξωτερικό θεωρείται, έναντι του επισπεύδοντα, η ημερομηνία αποστολής της πράξης από δικαστικό επιμελητή ή από τη γραμματεία του δικαστηρίου ή, αν δεν υπάρχει, η ημερομηνία παραλαβής από την αρμόδια εισαγγελία.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 641 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, για τον υπολογισμό προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες δεν λαμβάνεται υπόψη η ημέρα της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης από τις οποίες αρχίζει να τρέχει η προθεσμία. Ο κανόνας αυτός ισχύει για τις δικονομικές προθεσμίες.

Ομοίως, ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται σε ημέρες κατά τις οποίες δεν λαμβάνεται υπόψη η ημέρα από την οποία αρχίζει να τρέχει η παραγραφή. Ειδικότερα για τις προθεσμίες άσκησης αγωγής, σε περίπτωση έμμεσης επίδοσης, ορισμένες διατάξεις επιτρέπουν να διαφοροποιηθεί το σημείο έναρξης της προθεσμίας, ώστε αυτή να αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία αυτοπρόσωπης επίδοσης της πράξης ή λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει της πράξης.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 642 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η προθεσμία που θα έληγε κανονικά Σάββατο, Κυριακή ή αργία παρατείνεται μέχρι την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Κατά συνέπεια, η προθεσμία εξακολουθεί να τρέχει τις Κυριακές και τις αργίες, αλλά παρατείνεται έως την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά από τη λήξη της, σε περίπτωση που η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή αργία.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 641 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη λήγει την ημέρα του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους η οποία αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης βάσει των οποίων η προθεσμία αρχίζει να τρέχει. Ελλείψει κατ’ αριθμόν αντίστοιχης ημέρας, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα.

Για τον υπολογισμό προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες και μήνες, μετρώνται πρώτα οι μήνες και στη συνέχεια οι ημέρες.

Ο κανόνας του άρθρου 642 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (βλ. προηγούμενη ερώτηση) εφαρμόζεται σε όλες τις προθεσμίες, ανεξαρτήτως του αν αυτές προσδιορίζονται σε ημέρες, μήνες ή έτη.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 641 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη λήγει την ημέρα του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους η οποία αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης βάσει των οποίων η προθεσμία αρχίζει να τρέχει. Ελλείψει κατ’ αριθμόν αντίστοιχης ημέρας, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα.

Για τον υπολογισμό προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες και μήνες, μετρώνται πρώτα οι μήνες και στη συνέχεια οι ημέρες.

Ο κανόνας του άρθρου 642 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (βλ. προηγούμενη ερώτηση) εφαρμόζεται σε όλες τις προθεσμίες, ανεξαρτήτως του αν αυτές προσδιορίζονται σε ημέρες, μήνες ή έτη.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Όπως προαναφέρθηκε, η προθεσμία που θα έληγε κανονικά Σάββατο, Κυριακή ή αργία παρατείνεται μέχρι την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Η παράταση μέχρι την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 643 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν ασκείται αγωγή ενώπιον δικαστηρίου που εδρεύει στη μητροπολιτική Γαλλία, οι προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, έφεσης, ανακοπής, αναψηλάφησης και αναίρεσης προσαυξάνονται κατά:

  • έναν μήνα για τα πρόσωπα που διαμένουν στη Γουαδελούπη, τη Γουιάνα, τη Μαρτινίκα, τη Ρεϊνιόν, τη Μαγιότ, τον Άγιο Βαρθολομαίο, τον Άγιο Μαρτίνο, το Σεν Πιερ και Μικελόν, τη Γαλλική Πολυνησία, τις νήσους Ουάλις και Φουτούνα, τη Νέα Καληδονία και τις γαλλικές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής·
  • δύο μήνες για τα πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 644 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν ασκείται αγωγή ενώπιον δικαστηρίου που εδρεύει στη Γουαδελούπη, τη Γουιάνα, τη Μαρτινίκα, τη Ρεϊνιόν, τη Μαγιότ, τον Άγιο Βαρθολομαίο, τον Άγιο Μαρτίνο, το Σεν Πιερ και Μικελόν και τις νήσους Ουάλις και Φουτούνα, οι προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, έφεσης, ανακοπής και αναψηλάφησης προσαυξάνονται κατά:

  • ένα μήνα για τα πρόσωπα που δεν διαμένουν στην εδαφική ενότητα στην οποία εδρεύει το δικαστήριο
  • δύο μήνες για τα πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 538 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι ένας μήνας για τις υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και δεκαπέντε ημέρες για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντούτοις, πολλές διατάξεις εισάγουν εξαιρέσεις από την αρχή αυτή. Έτσι, παρέχεται προθεσμία δεκαπέντε ημερών για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, αποφάσεων του δικαστή εκτέλεσης, διατάξεων του δικαστή οικογενειακών υποθέσεων και αποφάσεων του δικαστή ανηλίκων για θέματα εκπαιδευτικής συνδρομής.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Σε γενικές γραμμές, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, οι προθεσμίες εμφάνισης και κλήτευσης μπορούν να συντέμνονται από το δικαστήριο. Αυτές οι προθεσμίες μπορούν επίσης να συντμηθούν κατ’ εφαρμογή του νόμου ή κανονισμού.

Για παράδειγμα, μπορεί να επιτραπεί στους διαδίκους να προβούν σε κλήτευση σε καθορισμένη ημερομηνία, σε διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και σε ταχείες διαδικασίες ουσίας (με τη διαδικασία του κατεπείγοντος), αλλά και στο πλαίσιο της διαδικασίας με προκαθορισμένη ημερομηνία.

Γενικά, οι δικαστές μπορούν να αποφασίσουν να αναβάλουν την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης για μεταγενέστερη ημερομηνία προκειμένου να μπορέσουν να παραστούν οι διάδικοι.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 647 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αν πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα δικαιούτο παράτασης προθεσμίας του κοινοποιείται άμεσα σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, η κοινοποίηση υπάγεται στις προθεσμίες που εφαρμόζονται στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στον εν λόγω τόπο.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Εφόσον συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής ή λήξει η αποκλειστική προθεσμία, αποσβέννυται το δικαίωμα άσκησης αγωγής, με αποτέλεσμα να καθίσταται η αγωγή απαράδεκτη και να αποκλείεται η εξέτασή της επί της ουσίας.

Οι κυρώσεις τις οποίες επιφέρει η μη τήρηση δικονομικής προθεσμίας που τάσσεται από τον νόμο ή από τον δικαστή ποικίλλουν ανάλογα με τον ρόλο της προθεσμίας και την ενέργεια που έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Η ποινή για μη συμμόρφωση με την προθεσμία εμφάνισης δεν προβλέπεται σε κείμενο νόμου· με βάση τη νομολογία, η μη τήρηση της προθεσμίας εμφάνισης στο δικαστήριο καθιστά άκυρη την απόφαση που εκδόθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας εφόσον ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε.

Η έλλειψη επιμέλειας από τους διαδίκους όταν τάσσεται προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ενεργήσουν τιμωρείται κατά κανόνα με διαγραφή. Ωστόσο, η μη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων μπορεί επίσης να επισύρει ακυρότητα (για παράδειγμα, εάν η κλήτευση δεν αποσταλεί στη γραμματεία εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας) ή με την περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας στο προπαρασκευαστικό στάδιο (τακτική γραπτή διαδικασία).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Δεν υπάρχει διάταξη που να ανατρέπει τα αποτελέσματα της απόσβεσης του δικαιώματος άσκησης αγωγής, η οποία αποτελεί την έννομη συνέπεια της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής ή της λήξης της αποκλειστικής προθεσμίας.

Εντούτοις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα, όπου αυτό προβλέπεται από τον νόμο, να απαλλάσσει τον διάδικο από τα αποτελέσματα της λήξης αποκλειστικής προθεσμίας. Έτσι, το άρθρο 540 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αν η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ή που τεκμαίρεται ότι εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία παρήλθε άπρακτη διότι ο διάδικος, για λόγους που δεν οφείλονται σε δική του υπαιτιότητα, δεν έλαβε γνώση της απόφασης εγκαίρως ώστε να ασκήσει το ένδικο μέσο ή βρισκόταν σε αδυναμία να ενεργήσει.

Κατά της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει άκυρη διαδικαστική πράξη μπορεί να ασκηθεί αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Επιπλέον, η ακυρότητα θέτει τέλος στη δίκη, αλλά δεν θίγει το δικαίωμα του διαδίκου να ζητήσει έννομη προστασία. Συνεπώς, μπορεί να ασκηθεί νέα αγωγή, με την επιφύλαξη ότι δεν υφίσταται λόγος για τον οποίον δεν μπορεί να επιδιωχθεί η αξίωση, όπως για παράδειγμα παραγραφή.

Δεν χωρούν ένδικα μέσα κατά της απόφασης με την οποία μια υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο. Εντούτοις, η διαγραφή δεν καταργεί την δίκη. Κατά συνέπεια, η διακοπή της παραγραφής ή της αποκλειστικής προθεσμίας λόγω κλήτευσης συνεχίζει να παράγει αποτελέσματα. Η διακοπή της αναστολής της δίκης επιτρέπεται με αίτηση εκ νέου αναγραφής της υπόθεσης στο πινάκιο, η οποία θα αιτιολογείται με βάση την ολοκλήρωση των πράξεων στις οποίες είχε βασιστεί η απόφαση διαγραφής.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΔικτυακός τόπος Legifrance – κώδικας πολιτικής δικονομίας

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΔικτυακός τόπος Legifrance - κώδικας πολιτικής δικονομίας στα αγγλικά και στα ισπανικά

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΔικτυακός τόπος Legifrance – αργίες

Τελευταία επικαιροποίηση: 12/01/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Κροατία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Στη Δημοκρατία της Κροατίας, οι προθεσμίες που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 111-114 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας (Zakon o parničnom postupku — στο εξής: «ZPP») [Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας (Narodne Novine), αριθ. 53/91, 91/92, 112/99, 129/00, 88/01, 117/03, 88/05, 2/07, 84/08, 96/08, 123/08, 57/11, 25/13, 89/14 και 70/19].

Ως προθεσμία νοείται ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να διενεργηθεί μια δικονομική πράξη ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να μπορεί να διενεργηθεί μια δικονομική πράξη.

Το κροατικό δικονομικό δίκαιο γνωρίζει διάφορα είδη προθεσμιών:

  • νόμιμες (zakonski) και δικαστικές (sudski) προθεσμίες — η διάρκεια των νόμιμων προθεσμιών καθορίζεται από τον νόμο και δεν μπορεί να μεταβληθεί από το δικαστήριο ή τους διαδίκους, ενώ η διάρκεια των δικαστικών προθεσμιών καθορίζεται από το δικαστήριο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια για κάθε επιμέρους υπόθεση, βάσει εξουσιοδότησης από τον νόμο
  • δυνάμενες να παραταθούν (produživi) και μη δυνάμενες να παραταθούν (neproduživi) προθεσμίες — οι νόμιμες προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν, ενώ οι δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν, με απόφαση του δικαστηρίου, αλλά μόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου, αν υπάρχει εύλογη αιτία που να δικαιολογεί την παράταση (άρθρο 111 παράγραφος 2 του ΖΡΡ)
  • υποκειμενικές (subjektivni) και αντικειμενικές (objektivni) προθεσμίες — υποκειμενικές είναι οι προθεσμίες των οποίων η έναρξη εξαρτάται από τον χρόνο κατά τον οποίο περιήλθε σε γνώση του δικαιούχου προσώπου ορισμένο γεγονός το οποίο είναι κρίσιμο για τον υπολογισμό της προθεσμίας, ενώ αντικειμενικές είναι οι προθεσμίες που αρχίζουν από τη στιγμή κατά την οποία έλαβε χώρα το κρίσιμο γεγονός, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο αυτό περιήλθε σε γνώση του δικαιούχου προσώπου
  • ανατρεπτικές (prekluzivni) και ενδεικτικές (instruktivni) προθεσμίες — η μη τήρηση ανατρεπτικής προθεσμίας συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος μεταγενέστερης διενέργειας της σχετικής δικονομικής πράξης, ενώ η μη τήρηση ενδεικτικής προθεσμίας δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις και η δικονομική πράξη μπορεί να διενεργηθεί μεταγενέστερα
  • αναβλητικές (dilatorni) προθεσμίες και προθεσμίες χάριτος (paricijski) — οι αναβλητικές προθεσμίες έχουν την έννοια ότι μια δικονομική πράξη δεν μπορεί να διενεργηθεί μέχρι την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος, ενώ οι προθεσμίες χάριτος έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε ορισμένη ενέργεια μέχρι να παρέλθει η προθεσμία χάριτος
  • προθεσμίες αστικού δικαίου (građanskopravni) και προθεσμίες δικονομικού δικαίου (procesnopravni) — προθεσμίες αστικού δικαίου είναι εκείνες που τάσσουν προθεσμία για την άσκηση δικαιώματος ή την εκπλήρωση υποχρέωσης που απορρέει από το ουσιαστικό αστικό δίκαιο, ενώ προθεσμίες δικονομικού δικαίου είναι εκείνες που τάσσουν προθεσμία για την άσκηση δικαιώματος ή την εκπλήρωση υποχρέωσης που απορρέει από το δικονομικό (αστικό) δίκαιο.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Στη Δημοκρατία της Κροατίας, ο κατάλογος των αργιών καθορίζεται από τον νόμο για τις επίσημες αργίες, τις ημέρες μνήμης και τις μη εργάσιμες ημέρες στη Δημοκρατία της Κροατίας (Zakon o blagdanima, spomendanima i neradnim danima u Republici Hrvatskoj) (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας, αριθ. 110/19).

Οι επίσημες αργίες στη Δημοκρατία της Κροατίας είναι οι εξής:

  • 1η Ιανουαρίου — Πρωτοχρονιά
  • 6η Ιανουαρίου — Άγια Θεοφάνεια
  • Κυριακή του Πάσχα και Δευτέρα του Πάσχα
  • Της Αγίας Δωρεάς (Corpus Christi)
  • 1η Μαΐου — Εργατική πρωτομαγιά
  • 30ή Μαΐου — Εθνική εορτή
  • 22α Ιουνίου — Ημέρα του αγώνα κατά του φασισμού
  • 5η Αυγούστου — Ημέρα της νίκης και εθνικών ευχαριστιών και ημέρα των Κροατών βετεράνων πολέμου
  • 15η Αυγούστου — Κοίμησης της Θεοτόκου
  • 1η Νοεμβρίου — Των Αγίων Πάντων
  • 18η Νοεμβρίου — Ημέρα μνήμης για τα θύματα του πολέμου υπέρ της πατρίδας και ημέρα μνήμης των θυμάτων του Vukovar και της Škabrnja
  • 25η Δεκεμβρίου — Χριστούγεννα
  • 26η Δεκεμβρίου — Επομένη των Χριστουγέννων / του Αγίου Στεφάνου

Στη Δημοκρατία της Κροατίας, οι επίσημες αργίες αποτελούν μη εργάσιμες ημέρες.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε ημέρες, μήνες και έτη.

Οι κανόνες για τον υπολογισμό των προθεσμιών εφαρμόζονται για όλες τις προθεσμίες. Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε πλήρεις ημέρες, από τα μεσάνυχτα έως τα επόμενα μεσάνυχτα (computatio civilis, a die ad diem), και όχι από χρονική στιγμή σε χρονική στιγμή, με υπολογισμό των ωρών και των λεπτών (computatio naturalis, a momento ad momentum). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους γενικούς κανόνες, βλ. την απάντηση στο σημείο 1.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας είναι η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ή η ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός (π.χ. η επίδοση, η αναγγελία) που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Η ημερομηνία έναρξης δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες. Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε εργάσιμη ημέρα, από τις επτά το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ, στην κατοικία ή στον χώρο εργασίας του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται ή στο δικαστήριο, αν το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται εκεί. Η εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα ότι οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε εργάσιμη ημέρα και από τις επτά το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ δεν εφαρμόζεται ως προς τις επιδόσεις ή κοινοποιήσεις μέσω ταχυδρομείου ή συμβολαιογράφου.

Επίδοση ή κοινοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε άλλο τόπο και χρόνο με τη συγκατάθεση του προσώπου προς το οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Το δικαστήριο, αν το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να διατάξει την πραγματοποίηση επίδοσης ή κοινοποίησης σε οποιονδήποτε άλλο τόπο ή σε οποιονδήποτε άλλο χρόνο. Σε περίπτωση τέτοιας επίδοσης ή κοινοποίησης, πρέπει να κοινοποιείται στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η επίδοση ή κοινοποίηση αντίγραφο της δικαστικής απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση. Η εν λόγω απόφαση δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει αιτιολογία.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν μια προθεσμία έχει προσδιοριστεί σε ημέρες, η ημέρα κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση ή η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας δεν συμπεριλαμβάνεται στην εν λόγω προθεσμία. Αντιθέτως, η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα.

Για παράδειγμα, σε περίπτωση που το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία προθεσμίας 15 ημερών έλαβε χώρα στις 5 Φεβρουαρίου, η προθεσμία των 15 ημερών λήγει τα μεσάνυχτα της 20ής Φεβρουαρίου.

Δηλαδή, ο υπολογισμός της προθεσμίας δεν αρχίζει την ημέρα που έλαβε χώρα το κρίσιμο γεγονός (dies a quo), αλλά την επόμενη ημέρα.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, ο προσδιοριζόμενος αριθμός ημερών αναφέρεται σε ημερολογιακές ημέρες. Ωστόσο, αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας συμπίπτει με αργία, Κυριακή ή άλλη ημέρα κατά την οποία το δικαστήριο δεν λειτουργεί, η προθεσμία λήγει με την πάροδο της πρώτης εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη λήγουν με την πάροδο της ημέρας του τελευταίου μήνα ή έτους που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας.

Αν δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Βλέπε σημείο 8.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Προθεσμία που έχει οριστεί από δικαστήριο μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου και εφόσον υπάρχει εύλογη αιτία.

Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της οποίας ζητείται παράταση.

Η απόφαση σχετικά με την παράταση προθεσμίας δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.

Το διάστημα της παράτασης της προθεσμίας αρχίζει την ημέρα που ακολουθεί την εκπνοή της προθεσμίας της οποίας ζητήθηκε η παράταση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά πρωτοβάθμιας απόφασης εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τους επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της απόφασης, εκτός αν ο νόμος προβλέπει άλλη προθεσμία. Στις διαφορές από επιταγή ή συναλλαγματική η προθεσμία αυτή είναι οκτώ ημερών.

Οι εν λόγω προθεσμίες για την άσκηση έφεσης αναστέλλονται κατά το διάστημα από την 1η έως τη 15η Αυγούστου.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Προθεσμία που έχει οριστεί από δικαστήριο μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου και εφόσον υπάρχει εύλογη αιτία.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Το κροατικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπει παράταση της προθεσμίας σε συνάρτηση με τον τόπο διαμονής των διαδίκων.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Οι συνέπειες εξαρτώνται από τη νομική φύση της εκάστοτε προθεσμίας. Στην περίπτωση των νόμιμων προθεσμιών, οι οποίες δεν δύνανται να παραταθούν, αν ο διάδικος δεν προβεί στην οικεία δικονομική πράξη εντός της τασσόμενης προθεσμίας, η μη τήρηση της προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος μεταγενέστερης διενέργειας της εν λόγω δικονομικής πράξης.

Αντιθέτως, υπάρχουν προθεσμίες των οποίων η μη τήρηση δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος μεταγενέστερης διενέργειας της σχετικής πράξης, οι δε προθεσμίες αυτές καλούνται «ενδεικτικές».

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Αν διάδικος ερημοδικήσει ή δεν τηρήσει προθεσμία για τη διενέργεια δικονομικής πράξης και, για τον λόγο αυτόν, απολέσει το δικαίωμα διενέργειας της εν λόγω πράξης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον εν λόγω διάδικο, κατόπιν αίτησής του, να προβεί στην οικεία πράξη σε μεταγενέστερο χρόνο (επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση), αν κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία για την παράλειψη του διαδίκου.

Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την ημέρα κατά την οποία έπαψε να υφίσταται ο λόγος στον οποίο οφειλόταν η παράλειψη. Αν ο διάδικος έλαβε γνώση της παράλειψης σε μεταγενέστερο χρόνο, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός έλαβε γνώση της παράλειψης. Μετά την παρέλευση δύο μηνών από την ημερομηνία της παράλειψης, δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Τελευταία επικαιροποίηση: 06/02/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ιταλία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Η δικονομική προθεσμία, ήτοι η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να εκτελείται μια δικονομική πράξη, μπορεί να είναι: α) επιτακτική (perentorio), δηλαδή η μη τήρησή της καθιστά άκυρη τη δικονομική πράξη β) ενδεικτική (ordinatorio), δηλαδή η μη τήρησή της δεν συνεπάγεται έκπτωση ή ακυρότητα γ) αναβλητική (dilatorio), δηλαδή η δικονομική πράξη είναι άκυρη εάν ασκείται πριν από την ταχθείσα ημερομηνία (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρα 152 έως 155, βλέπε το παράρτημα που αναφέρεται κατωτέρω).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Θεωρούνται αργίες οι ακόλουθες ημέρες: όλες οι Κυριακές, η 1η Ιανουαρίου, η 6η Ιανουαρίου, η 25η Απριλίου, η Δευτέρα του Πάσχα, η 1η Μαΐου, η 2α Ιουνίου, η 15η Αυγούστου, η 1η Νοεμβρίου, η 8η Δεκεμβρίου και η 25η και 26η Δεκεμβρίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Κατά τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών δεν λαμβάνεται υπόψη η ημέρα έναρξης της προθεσμίας (dies a quo) Εάν η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας (dies ad quem) είναι αργία, η προθεσμία παρατείνεται αυτομάτως έως την επόμενη εργάσιμη. Εάν στον νόμο αναφέρεται η έννοια των ολόκληρων ημερών (giorni liberi), δεν συνυπολογίζεται ούτε η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας.

Εάν στον νόμο δεν ορίζεται ρητά ότι η προθεσμία είναι επιτακτική, η προθεσμία αυτή λογίζεται ως ενδεικτική.

Για τον υπολογισμό των προθεσμιών που εκφράζονται σε μήνες ή έτη, χρησιμοποιείται το κοινό ημερολόγιο επομένως, η προθεσμία εκπνέει με τη λήξη του τελευταίου λεπτού της ημέρας του μήνα που αντιστοιχεί στον αρχικό μήνα ή, στην περίπτωση προθεσμιών που εκφράζονται σε έτη, του τελευταίου λεπτού της ημέρας του μήνα και του (επόμενου) έτους που αντιστοιχεί στη χρονολογία έναρξης, ανεξαρτήτως εάν οι μήνες έχουν 31 ή 28 ημέρες ή εάν ο υπολογισμός περιλαμβάνει τον Φεβρουάριο δίσεκτου έτους.

Οι επιτακτικές προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν.

Οι δικονομικές προθεσμίες στα τακτικά και τα διοικητικά δικαστήρια αναστέλλονται αυτομάτως (με την εξαίρεση των εργατικών διαφορών) διακόπτονται εκ του νόμου από την 1η έως τις 31 Αυγούστου κάθε έτους με βάση τη μεταρρύθμιση που τέθηκε σε εφαρμογή με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 132/2014 (προηγουμένως η αναστολή διαρκούσε έως τις 15 Σεπτεμβρίου) και αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου από το τέλος της εν λόγω περιόδου αναστολής.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Αν το δικαστήριο δεν προσδιορίσει από πότε αρχίζει να τρέχει μια προθεσμία, η εν λόγω ημερομηνία υπολογίζεται από τη στιγμή που ο διάδικος λαμβάνει πραγματικά ή εκ του νόμου γνώση της υποχρέωσής του (για παράδειγμα: η προθεσμία για την άσκηση έφεσης τρέχει από την επίδοση της απόφασης ή, σε περίπτωση μη επίδοσής της, από τη δημοσίευσή της).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Το ζήτημα αυτό μπορεί να ανακύψει στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) Όσον αφορά τις προθεσμίες που αρχίζουν από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης ενός εγγράφου (για παράδειγμα, οι προθεσμίες άσκησης ενδίκου μέσου κατά απόφασης):

Στις εν λόγω περιπτώσεις, για την άσκηση ενδίκου μέσου εντός της σύντομης προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 325 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (30 ημέρες για την έφεση ή 60 ημέρες για την αναίρεση στο Ακυρωτικό Δικαστήριο) είναι καθοριστική η χρονική στιγμή παραλαβής του αντιγράφου της απόφασης από τον αποδέκτη. Για τον λόγο αυτόν, ο χρόνος από τον οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία μπορεί πράγματι να ποικίλλει ανάλογα με τη μέθοδο επίδοσης, εφόσον η ταχυδρομική επίδοση μπορεί να καθυστερήσει περισσότερο από την επίδοση από δικαστικό επιμελητή.

β) Όσον αφορά την ταχυδρομική επίδοση, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε (αποφάσεις αριθ. 477 του 2002 και αριθ. 28 του 2004) ότι η επίδοση δικαστικού εγγράφου ολοκληρώνεται για τον επιδίδοντα τη χρονική στιγμή που το έγγραφο παραδίνεται στον δικαστικό επιμελητή, ανεξαρτήτως της διαδικασίας επίδοσης που ακολουθείται στη συνέχεια (ταχυδρομικώς ή με επίδοση από τον δικαστικό επιμελητή), ενώ για τον αποδέκτη η διαδικασία επίδοσης ολοκληρώνεται την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου.

Κατά την έννοια της αρχής αυτής, η ημερομηνία επίδοσης του εγγράφου από τον επιδίδοντα είναι διακριτή από την ημερομηνία παραλαβής του από τον αποδέκτη, αρχή που γίνεται επίσης δεκτή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου. Η αρχή, ωστόσο, αφορά μόνο την εμπρόθεσμη επίδοση του εγγράφου και, στην περίπτωση αυτή, η νόμιμη προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί από τον επιδίδοντα εφόσον το προς επίδοση έγγραφο παραδοθεί στον δικαστικό επιμελητή πριν από την εκπνοή της ισχύουσας προθεσμίας. Δεν επηρεάζει καθόλου τον χρόνο έναρξης όσον αφορά άλλες προθεσμίες, όπως η στιγμή κοινοποίησης ή επίδοσης του εγγράφου στον αποδέκτη ή της δημοσίευσης μιας απόφασης, ή άλλο γεγονός όπως εξηγείται αναλυτικότερα ανωτέρω.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι, η ημέρα κατά την οποία επήλθε το γεγονός δεν λαμβάνεται υπόψη.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Υπολογίζονται όλες οι ημέρες μόνο σε περίπτωση που η προθεσμία συμπίπτει με αργία παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν η προθεσμία εκφράζεται σε μήνες ή έτη, υπολογίζεται σύμφωνα με τους ημερολογιακούς μήνες και τα ημερολογιακά έτη.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Στις εν λόγω περιπτώσεις, η προθεσμία εκπνέει με τη λήξη του τελευταίου λεπτού της ημέρας του μήνα που αντιστοιχεί στον αρχικό μήνα ή, στην περίπτωση προθεσμιών που εκφράζονται σε έτη, του τελευταίου λεπτού της ημέρας του μήνα και του (επόμενου) έτους που αντιστοιχεί στη χρονολογία έναρξης, ανεξαρτήτως εάν οι μήνες έχουν 31 ή 28 ημέρες ή εάν ο υπολογισμός περιλαμβάνει τον Φεβρουάριο δίσεκτου έτους.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι επιτακτικές προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν. Ωστόσο, οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν επαναπροσδιορισμό από το δικαστήριο σε περίπτωση που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν τήρησαν την προθεσμία για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς τους.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Μια πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει μεταξύ της μακράς και της σύντομης προθεσμίας.

Η μακρά προθεσμία ορίζεται στους έξι μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης. Η σύντομη προθεσμία, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή που κοινοποιείται η απόφαση, ορίζεται στις 30 ημέρες για την άσκηση έφεσης ενώπιον του Εφετείου και στις 60 ημέρες για την άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Οι αιτήσεις τριτανακοπής (opposizione di terzo revocatoria) και οι αιτήσεις αναθεώρησης (revocazione) πρέπει να υποβάλλονται εντός 30 ημερών από την ανακάλυψη της δόλιας πρακτικής ή της συμπαιγνίας ή του σφάλματος που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης. Οι προσφυγές λόγω αναρμοδιότητας πρέπει να ασκούνται εντός 30 ημερών.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Κατά κανόνα, το δικαστήριο δύναται να ορίζει προθεσμίες κατά το δοκούν, εντός των χρονικών ορίων που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Εντούτοις, οι προθεσμίες εμφάνισης των διαδίκων στο δικαστήριο καθορίζονται από τον νόμο και όχι από το δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 168-bis του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο δικαστής μπορεί να μεταφέρει την ημερομηνία της πρώτης ακροαματικής διαδικασίας έως και 45 ημέρες.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Δεν υπάρχει στην Ιταλία γενικός κανόνας για τη χορήγηση του ευεργετήματος παράτασης των προθεσμιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, έχουν ανασταλεί προθεσμίες λόγω φυσικών καταστροφών. Ως εκ τούτου, το ευεργέτημα της παράτασης ισχύει κατά κανόνα μόνο για το πρόσωπο ή την περιοχή που αφορά το μέτρο κανονιστικού χαρακτήρα ή το υπουργικό διάταγμα.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η μη τήρηση επιτακτικής προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διενέργειας της πράξης που καλύπτεται από την αντίστοιχη προθεσμία.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι ερημοδικούντες διάδικοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση επαναπροσδιορισμού της προθεσμίας εάν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν τήρησαν τη συγκεκριμένη προθεσμία για λόγους που μπορούν να καταλογιστούν σε αυτούς.

Σχετικά παραρτήματα

Δικονομικές προθεσμίες – Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρα 323-338 PDF(72 Kb)it

Δικονομικές προθεσμίες – Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρα 152-155 PDF(41 Kb)it

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Κύπρος

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Οι σημαντικότερες προθεσμίες βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι οι εξής:

Προθεσμίες για καταχώρηση Δικογράφων:

Στις περιπτώσεις γενικού οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, ο Ενάγοντας θα πρέπει να καταχωρήσει στο Δικαστήριο και να παραδώσει στον Εναγόμενο Έκθεση Απαίτησης εντός 10 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης από τον Εναγόμενο, εκτός εάν το Δικαστήριο ορίσει διαφορετικά.

Η Υπεράσπιση Εναγομένου που έχει ήδη καταχωρήσει Σημείωμα Εμφάνισης θα πρέπει να καταχωρηθεί εντός 14 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της Έκθεσης Απαίτησης, εκτός εάν η προθεσμία αυτή παραταθεί από το Δικαστήριο.

Προθεσμία για εκτέλεση δικαστικής απόφασης:

Δικαστική απόφαση δύναται να εκτελεστεί εντός 6 ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη εκτελεστή. Σε περίπτωση που η εκτέλεση δεν κατέστη δυνατή εντός της τακτής προθεσμίας, ο Ενάγοντας δύναται να αιτηθεί ανανέωση της απόφασης (η οποία συνιστά έμμεση παράταση της προθεσμίας).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Στην Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, θεωρούνται ως αργίες και οι ακόλουθες ημέρες:

  • 1η Ιανουαρίου (Πρωτοχρονιά)
  • 6η Ιανουαρίου (Θεοφάνια)
  • Καθαρή Δευτέρα  (μετακινούμενη αργία)
  • 25 Μαρτίου (Εθνική εορτή – έναρξη επανάστασης 1821)
  • 1η Απριλίου (Εθνική εορτή – έναρξη απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959)
  • 1η Μαΐου (Πρωτομαγιά)
  • Μεγάλη Παρασκευή
  • Δευτέρα της Διακαινησίμου (του Πάσχα)
  • Γιορτή του Αγίου Πνεύματος (μετακινούμενη γιορτή)
  • 15 Αυγούστου (Κοίμηση της Θεοτόκου)
  • 1 Οκτωβρίου (Ημέρα της Ανεξαρτησίας)
  • 28 Οκτωβρίου (Εθνική εορτή – επέτειος του ΟΧΙ (1940))
  • 24 Δεκεμβρίου (Παραμονή Χριστουγέννων)
  • 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα)
  • 26 Δεκεμβρίου (Επομένη Χριστουγέννων)

Περαιτέρω, σύμφωνα με το Θεσμό 61 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επίσημες αργίες όσο αφορά τη Δικαστική Εξουσία θεωρούνται και οι ακόλουθες:

  • Η περίοδος από τη 10η Ιουλίου μέχρι την 9η Σεπτεμβρίου, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ημερομηνιών (θερινές διακοπές)
  • Η περίοδος από τη 24η Δεκεμβρίου μέχρι την 6η Ιανουαρίου, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ημερομηνιών (διακοπές Χριστουγέννων)
  • Η περίοδος από τη Μεγάλη Πέμπτη μέχρι την Κυριακή του Θωμά, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ημερομηνιών (διακοπές του Πάσχα)

Η διενέργεια ακροάσεων ή άλλης διαδικασίας κατά τις πιο πάνω περιόδους είναι επιτρεπτή μόνο δυνάμει οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή οποιουδήποτε Δικαστή σε περίπτωση διαδικασίας που υπάγεται στην αρμοδιότητά του.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

  • Όσο αφορά δικονομικές προθεσμίες, ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας
  • Αναφορικά με προθεσμίες έγερσης αγωγής, ισχύουν οι διατάξεις του περί Παραγραφής Νόμου 165(Ι)/2002.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία ξεκινά από την επόμενη ημέρα της επίδοσης αφού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, «ημέρες» σημαίνει «καθαρές» ημέρες.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, η επίδοση εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας διενεργείται προσωπικά μέσω δικαστικού επιδότη [επιμελητή] (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων όπου το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής αίτησης, μπορεί να διατάξει διαφορετικά). Η προθεσμία δεν επηρεάζεται από τον χρόνο επίδοσης.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι. Παρακαλώ δέστε απάντηση στην ερώτηση 4 ανωτέρω.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν η προθεσμία αναφέρεται σε ημέρες εννοεί «ημερολογιακές ημέρες» εκτός εάν το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση ορίσει διαφορετικά. Για παράδειγμα, το Δικαστήριο δύναται να ορίσει όπως η ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση καταχωρηθεί «εντός 3 εργάσιμων ημερών από σήμερα» ή όπως η επίδοση του διατάγματος (π.χ. στον Εναγόμενο σε μονομερή διαδικασία ή σε τραπεζικό ίδρυμα στα πλαίσια διαδικασίας παγοποίησης λογαριασμού) διενεργηθεί «εντός 5 εργάσιμων ημερών από τη σύνταξή του».

Σύμφωνα, δε, με τον Περί Ερμηνείας Νόμο, η αναφορά σε ημέρες σημαίνει πάντοτε «καθαρές» ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Η προθεσμία αφορά ημερολογιακές εβδομάδες ή μήνες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Σε τέτοιες περιπτώσεις η προθεσμία λήγει με την εκπνοή της τελευταίας ώρας της  τελευταίας ημέρας της εβδομάδας, μήνα ή έτους της προθεσμίας.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι, σε τέτοιες περιπτώσεις η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Σύμφωνα με το Θεσμό 57, Διαταγή 2 (Θ.57.Δ.2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να παρατείνει ή να συντμήσει προθεσμίες που προνοούνται από τους ως άνω Θεσμούς ή που καθορίζονται από σχετικό διάταγμα, χωρίς την επιβολή όρων ή υπό τέτοιους όρους ως απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Έφεση κατά διατάγματος, προσωρινού ή τελικού, για ζήτημα που δεν συνιστά αγωγή καθώς και εναντίον απόρριψης ενδιάμεσης αίτησης  καταχωρείται εντός 14 ημερών από την ημερομηνία που το διάταγμα καθίσταται δεσμευτικό ή από την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης.

Σε οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις (π.χ. κατά τελικής απόφασης σε αστική αγωγή) η έφεση πρέπει να καταχωρηθεί εντός 6 εβδομάδων από την ημερομηνία που η απόφαση καθίσταται δεσμευτική.

Η προθεσμία δεν παρατείνεται, πλην σε εξαιρετικά σπάνιες και ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Οι προθεσμίες για έγερση αγωγής προνοούνται στον περί Παραγραφής Νόμο, Ν. 165(Ι)/2002.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Μετά την επίδοση της αγωγής, υπάρχει προθεσμία 10 ημερών για καταχώρηση Σημειώματος Εμφάνισης από τον Εναγόμενο.

Κατά τα άλλα, οι ημερομηνίες εμφάνισης των διαδίκων στο Δικαστήριο καθορίζονται από το ίδιο το Δικαστήριο.

Ο καθορισμός της πρώτης εμφάνισης σε αίτηση ορίζεται από το Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου με την καταχώριση της αίτησης εκτός εάν υπάρχει ειδικός λόγος για καθορισμό ειδικής ημερομηνίας εμφάνισης. Στην περίπτωση αυτή, η ειδική ημερομηνία ορίζεται μόνο αφότου προηγηθεί σχετική άδεια από το εκδικάζον Δικαστήριο.

Για την τροποποίηση των λοιπών προθεσμιών, παρακαλώ δέστε απάντηση στην ερώτηση 11 πιο πάνω.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Εφόσον το ισχύον δίκαιο στη διαδικασία είναι το κυπριακό, εφαρμόζονται οι ίδιοι κανόνες και οι ίδιες προθεσμίες ανεξάρτητα με το πού κατοικεί ο διάδικος στον οποίο η πράξη επιδίδεται.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Σε περίπτωση Εναγομένου που δεν έχει καταχωρήσει είτε Σημείωμα Εμφάνισης είτε, ακολούθως, Υπεράσπιση εντός των προθεσμιών, ο Ενάγοντας δύναται να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση απόφασης υπέρ του ως η αξίωση.

Αναλόγως, Εναγόμενος δύναται να αιτηθεί απόρριψη της αγωγής όταν, σε περίπτωση γενικού οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, ο Ενάγοντας παραλείπει να καταχωρήσει Έκθεση Απαίτησης εντός της καθοριζόμενης προθεσμίας.

Επιπρόσθετα, ένσταση, σε αίτηση, που καταχωρείται εκπρόθεσμα, δύναται να αγνοηθεί από το Δικαστήριο με συνέπεια ο απειθής καθ’ ου η αίτηση να απολέσει το δικαίωμά του να ακουσθεί στη διαδικασία.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Ο Ενάγοντας που ερημοδίκησε και απορρίφθηκε η αγωγή του, μπορεί να αιτηθεί την επαναφορά της.

Ο Εναγόμενος που ερημοδίκησε και εκδόθηκε εναντίον του απόφαση, μπορεί να αιτηθεί την απόφασή της.

Τέτοιες αιτήσεις κατ’ εξαίρεση γίνονται αποδεκτές.

Τελευταία επικαιροποίηση: 07/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Λεττονία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Δικονομικές προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα εντός των οποίων πρέπει να εκτελείται κάποια διαδικαστική πράξη.

Οι προθεσμίες ταξινομούνται σε κατηγορίες ανάλογα με το ποιον δεσμεύουν:

- Οι προθεσμίες με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα δικαστήρια, οι δικαστές ή οι δικαστικοί επιμελητές ορίζονται από τον νόμο και είναι συνήθως σύντομες. Στις αστικές διαδικασίες, οι εν λόγω προθεσμίες κυμαίνονται από 1 έως 30 ημέρες [για παράδειγμα, άρθρο 102 παράγραφος 2 του νόμου για την πολιτική δικονομία (Civilprocesa likums, στο εξής ΝΠολΔ), 15 ημέρες άρθρο 140 παράγραφος 9 ΝΠολΔ, 30 ημέρες άρθρο 341.6 παράγραφος 2 ΝΠολΔ, 15 ημέρες Ο δικαστής πρέπει να αποφασίσει αν θα κάνει δεκτή την αίτηση εντός επτά ημερών από την παραλαβή αυτής. Εντούτοις, όταν αντικείμενο της αίτησης είναι η επιστροφή ενός παιδιού στη Λετονία και αυτή θα πρέπει να υποβληθεί σε αλλοδαπή χώρα, πρέπει να εκδοθεί δικαστική απόφαση εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας. Απόφαση εξασφάλισης μιας απαίτησης πρέπει να λαμβάνεται το αργότερο την επομένη της έναρξης της διαδικασίας. Εκδίκαση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά πράξεων βίας πρέπει να πραγματοποιείται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της αίτησης, εφόσον δεν απαιτούνται πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ή εφόσον τυχόν καθυστέρηση θα επηρέαζε ενδεχομένως σημαντικά τα δικαιώματα του αιτούντος σε άλλες περιπτώσεις απόφαση πρέπει να λαμβάνεται εντός 20 ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ξεκινά η εξέταση ή ο έλεγχος της υπόθεσης και να εκδίδεται απόφαση. Αντίγραφο της απόφασης πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο τρεις ημέρες μετά την έκδοσή της, ή, σε περίπτωση έκδοσης συνοπτικής απόφασης, εντός τριών ημερών από τη σύνταξη της πλήρους απόφασης. Ο νόμος προβλέπει και άλλες προθεσμίες. Ενίοτε το δικαστήριο ή ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να εκτελούν ορισμένες πράξεις άμεσα. Σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο υφίστανται γενικές προθεσμίες τις οποίες τα δικαστήρια ή οι δικαστές μπορούν να καταστήσουν συγκεκριμένες, ορίζοντας με τον τρόπο αυτό αφ’ εαυτών τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να εκτελεστεί μια πράξη. Σε περίπλοκες υποθέσεις το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει συνοπτική απόφαση, η οποία αποτελείται μόνο από το προοίμιο και το διατακτικό. Συντάσσει εν συνεχεία πλήρη απόφαση εντός 14 ημερών και προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θα είναι έτοιμη η πλήρης απόφαση. Ο νόμος για την πολιτική δικονομία δεν προσδιορίζει προθεσμίες εντός των οποίων το δικαστήριο υποχρεούται να προετοιμάσει και να κρίνει μια αστική υπόθεση. Εντούτοις, το άρθρο 28 του νόμου περί δικαστικής εξουσίας (Likums par tiesu varu) ορίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η προάσπιση των παραβιαζόμενων δικαιωμάτων ενός προσώπου, ένα δικαστήριο πρέπει να εξετάζει τη σχετική υπόθεση «σε εύθετο χρόνο», δηλαδή η υπόθεση πρέπει να κρίνεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Συγχρόνως, κατ’ εξαίρεση σε σχέση με τη συνήθη δικαστική διαδικασία, ο νόμος για την πολιτική δικονομία προβλέπει συγκεκριμένες προθεσμίες για την εξέταση αιτήσεων για ορισμένες κατηγορίες αστικών υποθέσεων που υπόκεινται σε ειδικές διαδικασίες: για παράδειγμα, ο δικαστής πρέπει να αποφαίνεται επί αίτησης εκούσιας εκτέλεσης υποχρεώσεων εντός επτά ημερών από την παραλαβή της. Επιπλέον, υφίστανται ειδικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προσδιορίζουν ποιες υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται στο πλαίσιο έκτακτης διαδικασίας [παραδείγματος χάρη, πρέπει να δίδεται προτεραιότητα σε αιτήσεις που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των παιδιών, κατά τα οριζόμενα στον νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού (Bērnu tiesību aizsardzības likums)].

- Ο νόμος για την πολιτική δικονομία προβλέπει επίσης προθεσμίες για διαδικαστικές πράξεις στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι διάδικοι: 14 ημέρες προ της επ’ ακροατηρίω συζήτησης για την προσκόμιση αποδείξεων, εκτός αν ο δικαστής έχει ορίσει διαφορετική προθεσμία (επτά ημέρες στην περίπτωση γραπτής διαδικασίας) 10 ημέρες για την άσκηση επικουρικής αγωγής (blakus sūdzība) 20 ημέρες για την άσκηση έφεσης (apelācija) κ.λπ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, οι εφαρμοστέες προθεσμίες για τους διαδίκους και οποιονδήποτε άλλον ενδιαφερόμενο καθορίζονται από το δικαστήριο, τον δικαστή ή τον δικαστικό επιμελητή, οι οποίοι ορίζουν συγκεκριμένη ημερομηνία για προθεσμία την οποία η νομοθεσία προβλέπει γενικά, ή ορίζουν ημερομηνία ανεξαρτήτως, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το είδος της διαδικαστικής πράξης, την απόσταση από τον τόπο διαμονής ή την τοποθεσία ενός προσώπου, καθώς και άλλες περιστάσεις.

Οι εφαρμοστέες προθεσμίες για μη διαδίκους ορίζονται μόνο από δικαστήριο ή δικαστή.

Τα κύρια είδη προθεσμίας είναι τα εξής:

• Προθεσμία για την προσκόμιση αποδείξεων: εάν ο δικαστής δεν ορίσει διαφορετικά, οι αποδείξεις πρέπει να προσκομίζονται το αργότερο 14 ημέρες πριν από την επ’ ακροατηρίω συζήτηση (επτά ημέρες πριν από την έναρξη των συζητήσεων στο πλαίσιο της γραπτής διαδικασίας). Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης επιτρέπεται η προσκόμιση αποδείξεων κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου ή τρίτου, εφόσον αυτό δεν επιφέρει καθυστερήσεις στην κρίση της υπόθεσης ή εφόσον το δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους δεν προσκομίστηκαν οι αποδείξεις εμπρόθεσμα ή ότι οι αποδείξεις αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η απόφαση του δικαστηρίου να αρνηθεί να δεχθεί αποδείξεις δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, αλλά μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις κατά της απόφασης στο πλαίσιο άσκησης έφεσης (apelācija) ή αναίρεσης(kasācija).

• Προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων από τον καθ’ ου: κατόπιν της έναρξης της διαδικασίας, το δικόγραφο πρέπει να σταλεί αμέσως στον καθ’ ου, στην επίσημη ηλεκτρονική του διεύθυνση ή με συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τάσσοντας προθεσμία για την κατάθεση έγγραφων παρατηρήσεων 15 έως 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής του δικογράφου.

• Προθεσμία διόρθωσης ελλείψεων σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και εκ νέου κρίσης της υπόθεσης: σε περίπτωση απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην, ο καθ’ ου έχει στη διάθεσή του 20 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της απόφασης για να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και εκ νέου κρίσης της υπόθεσης.

Προθεσμία αναστολής της διαδικασίας:

  • σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου ή παύσης ύπαρξης νομικού προσώπου, το οποίο είναι διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση, και εφόσον η υπό εξέταση έννομη σχέση επιτρέπει τη μεταβίβαση δικαιωμάτων, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως τον καθορισμό διαδόχου ή τον διορισμό νόμιμου εκπροσώπου
  • σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι διάδικος ή τρίτος έχει χάσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητα τα δικονομικά δικαιώματα και να εκπληρώσει τις δικονομικές υποχρεώσεις του, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως τον διορισμό νόμιμου εκπροσώπου
  • - σε περίπτωση αδυναμίας συμμετοχής στη διαδικασία διαδίκου ή τρίτου λόγω σοβαρής ασθένειας, ηλικίας ή αναπηρίας, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την προθεσμία που ορίζει το δικαστήριο για τον διορισμό εκπροσώπου
  • σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίσει την υποβολή αίτησης στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ή το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει κινήσει διαδικασία επί συνταγματικής αξίωσης του ενάγοντος (εφεσιβάλλοντος) σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίσει την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης σε περίπτωση που η κρίση μιας υπόθεσης δεν είναι δυνατή προτού εκδοθεί απόφαση επί άλλης αστικής, ποινικής ή διοικητικής διαδικασίας, τότε η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως ότου η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου τελεσιδικήσει
  • σε περίπτωση που διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση βρίσκεται εκτός των συνόρων της Λετονίας σε μακροχρόνια αποστολή ή επίσημη εργασία, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την έκδοση εντάλματος με την οποία ζητείται η παρουσία του εναγομένου σε περίπτωση που διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στη διαδικασία λόγω ασθένειας, ή το δικαστήριο διατάξει πραγματογνωμοσύνη, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως ότου παύσουν να ισχύουν οι ανωτέρω περιστάσεις
  • σε περίπτωση που οι διάδικοι συμφωνήσουν να ανασταλεί η διαδικασία και κανένας τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση δεν προβάλει αντίρρηση, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την προθεσμία που ορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου
  • σε περίπτωση που έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του νομικού ή φυσικού προσώπου που είναι ο καθ’ ου οι απαιτήσεις οικονομικής φύσης, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Προθεσμία άσκησης έφεσης – έφεση κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί εντός 20 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Σε περίπτωση έκδοσης συνοπτικής απόφασης, η προθεσμία άσκησης έφεσης ξεκινά από την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για τη σύνταξη της πλήρους απόφασης. Αν η απόφαση συνταχθεί μετά την ως άνω ημερομηνία, η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά της απόφασης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξης της απόφασης. Έφεση η οποία ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας δεν είναι παραδεκτή και επιστρέφεται στον εκκαλούντα

επικουρική ένσταση μπορεί να ασκηθεί εντός 10 ημερών από την ημέρα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από το δικαστήριο, εκτός εάν ο νόμος για την πολιτική δικονομία ορίζει διαφορετικά. Επικουρική ένσταση η οποία ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας δεν είναι παραδεκτή και επιστρέφεται στον αιτούντα.

Προθεσμία υποβολής αίτησης εξέτασης νέων πραγματικών περιστατικών - η προθεσμία υποβολής τέτοιας αίτησης ξεκινά:

  • όσον αφορά περιστάσεις ουσιώδεις για την υπόθεση, οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο της συζήτησης αλλά δεν ήταν και δεν μπορούσαν να είναι γνωστές στον αιτούντα: από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά καθίστανται γνωστά
  • όσον αφορά εκ προθέσεως ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις, πραγματογνωμοσύνες ή μεταφράσεις, ή πλαστές έγγραφες ή υλικές αποδείξεις που καθίστανται γνωστές σε σχέση με δικαστική απόφαση η οποία έχει αποκτήσει νομική ισχύ σε μια ποινική υπόθεση, βάσει των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, ή, όσον αφορά εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες καθίστανται γνωστές σε σχέση με μια δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει νομική ισχύ σε μια ποινική υπόθεση, βάσει των οποίων εκδόθηκε ή ελήφθη παράνομη ή αβάσιμη δικαστική ή άλλη απόφαση: από την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά νομική ισχύ η απόφαση επί της ποινικής υπόθεσης
  • όσον αφορά την ακύρωση απόφασης δικαστηρίου ή άλλου θεσμικού οργάνου που αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση επί της υπόθεσης: από την ημερομηνία που αποκτά ισχύ η δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται η απόφαση επί της αστικής ή ποινικής υπόθεσης, ή από την ημερομηνία ακύρωσης της απόφασης του άλλου θεσμικού οργάνου η οποία αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση ενόψει νέων πραγματικών περιστατικών
  • σε περίπτωση που αναγνωριστεί ότι κανόνας δικαίου που εφαρμόστηκε κατά την εξέταση της υπόθεσης δεν συνάδει με κανόνα δικαίου μεγαλύτερης νομικής ισχύος: από την ημερομηνία που αποκτά νομική ισχύ η απόφαση με την οποία ο εφαρμοστέος κανόνας καθίσταται ανίσχυρος επειδή δεν είναι σύμφωνος με τον κανόνα δικαίου μεγαλύτερης νομικής ισχύος.

Προθεσμία υποβολής εγγράφων εκτέλεσης: έγγραφο εκτέλεσης μπορεί να υποβληθεί προς εκτέλεση εντός 10 ετών από την ημέρα που η απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή αποκτά νομική ισχύ, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλες περιόδους παραγραφής.

Σε περίπτωση που δικαστική απόφαση διατάσσει την είσπραξη οφειλής μέσω περιοδικών πληρωμών, το έγγραφο εκτέλεσης παραμένει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι πληρωμές ωστόσο, η προαναφερόμενη προθεσμία των δέκα ετών ξεκινά από τη δήλη ημερομηνία κάθε πληρωμής.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σύμφωνα με τον νόμο για τις δημόσιες αργίες, τις ημέρες μνήμης και τις εορτές, οι ακόλουθες ημερομηνίες έχουν καθοριστεί ως αργίες:

  • 1η Ιανουαρίου: Πρωτοχρονιά
  • Μεγάλη Παρασκευή, Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα
  • 1η Μαΐου εργατική Πρωτομαγιά, εορτασμός της σύγκλησης της Συντακτικής Συνέλευσης της Δημοκρατίας της Λετονίας
  • 4 Μαΐου εορτασμός της διακήρυξης για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Λετονίας
  • δεύτερη Κυριακή του Μαΐου: γιορτή της μητέρας
  • Κυριακή της Πεντηκοστής
  • 23 Ιουνίου: παραμονή ημέρας Αγίου Ιωάννη
  • 24 Ιουνίου: Αγίου Ιωάννη, θερινό ηλιοστάσιο
  • τελευταία ημέρα του εθνικού μουσικοχορευτικού φεστιβάλ της Λετονίας
  • 18 Νοεμβρίου: εορτασμός της ανακήρυξης της Δημοκρατίας της Λετονίας
  • 24, 25 και 26 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα (χειμερινό ηλιοστάσιο)
  • 31 Δεκεμβρίου: παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Οι ορθόδοξοι και οι παλαιόπιστοι, καθώς και οι πιστοί άλλων θρησκευτικών δογμάτων γιορτάζουν το Πάσχα, την Κυριακή της Πεντηκοστής και τα Χριστούγεννα τις ημέρες που καθορίζονται από τα εν λόγω δόγματα.

Εάν η 4η Μαΐου, η τελευταία ημέρα του εθνικού μουσικοχορευτικού φεστιβάλ της Λετονίας ή η 18η Νοεμβρίου πέσει Σάββατο ή Κυριακή, η επόμενη εργάσιμη ημέρα είναι αργία.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι διαδικαστικές ενέργειες διενεργούνται εντός των προθεσμιών που τάσσονται από τον νόμο. Εάν ο νόμος δεν προβλέπει προθεσμία, αυτή καθορίζεται από το δικαστήριο ή τον δικαστή. Η προθεσμία που τάσσεται από δικαστήριο ή δικαστή πρέπει να επαρκεί για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης.

Η προθεσμία μπορεί να είναι συγκεκριμένη ημερομηνία, ή περίοδος που να λήγει σε ορισμένη ημερομηνία, ή περίοδος εκπεφρασμένη σε έτη, μήνες, ημέρες ή ώρες. Εάν η διαδικαστική πράξη δεν απαιτείται να εκτελεστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, είναι δυνατόν να εκτελεστεί οποτεδήποτε εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Η προθεσμία μπορεί επίσης να καθοριστεί σε σχέση με την επέλευση ενός υποχρεωτικού γεγονότος.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Δικονομική προθεσμία που υπολογίζεται σε έτη, μήνες ή ημέρες ξεκινά την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας ή του γεγονότος που σηματοδοτεί την έναρξή της.

Δικονομική προθεσμία που υπολογίζεται σε ώρες ξεκινά την επόμενη ώρα από το γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξή της.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Τα δικόγραφα αποστέλλονται κυρίως με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος, αν ο παραλήπτης έχει ενημερώσει το δικαστήριο ότι συμφωνεί στη χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος για την επικοινωνία με το δικαστήριο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που έχει παρασχεθεί από τον παραλήπτη, αν ο παραλήπτης έχει ενημερώσει το δικαστήριο ότι συμφωνεί ότι συμφωνεί στη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την αλληλογραφία με το δικαστήριο στην επίσημη ηλεκτρονική διεύθυνση του παραλήπτη. Όταν τα έγγραφα αποστέλλονται ηλεκτρονικά, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την τρίτη ημέρα από την αποστολή τους.

Εάν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική διαβίβαση δικαστικών εγγράφων σε φυσικό πρόσωπο, αυτά αποστέλλονται στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του φυσικού προσώπου. Τα δικόγραφα μπορούν επίσης να παραδίδονται και στον χώρο εργασίας ενός προσώπου. Εάν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική διαβίβαση δικαστικών εγγράφων σε νομικό πρόσωπο, αυτά αποστέλλονται στην έδρα του νομικού προσώπου. Όταν τα έγγραφα αποστέλλονται ταχυδρομικά, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την έβδομη ημέρα από την αποστολή τους.

Τα δικόγραφα μπορούν να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται αυτοπροσώπως στον παραλήπτη ή σε οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της οικογένειας που διαμένει με τον παραλήπτη. Στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί κατά την ημερομηνία αποδοχής τους από τον παραλήπτη ή από άλλο πρόσωπο.

Το εάν τα δικόγραφα έχουν κοινοποιηθεί δεν καθορίζεται εξ ορισμού από το αν έχουν παραδοθεί στον δηλωθέντα τόπο κατοικίας φυσικού προσώπου, σε πρόσθετη διεύθυνση που αναγράφεται στη δήλωση κατοικίας, στη διεύθυνση που υποδεικνύεται από φυσικό πρόσωπο για την επικοινωνία με το δικαστήριο, ή στην καταχωρισμένη διεύθυνση νομικού προσώπου, ούτε από το αν λαμβάνεται ειδοποίηση από το ταχυδρομείο με την οποία γνωστοποιείται ότι η παραλαβή έχει γίνει ή τα έγγραφα επιστρέφονται. Ο παραλήπτης μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο ότι τα έγγραφα επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν την έβδομη ημέρα από την αποστολή, εάν απεστάλησαν ταχυδρομικά, ή την τρίτη ημέρα από την αποστολή, εάν απεστάλησαν ηλεκτρονικά, επικαλούμενος αντικειμενικές περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του, οι οποίες τον εμπόδισαν να παραλάβει τα έγγραφα στην αναγραφόμενη διεύθυνση. Εάν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει τα δικόγραφα, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την ημερομηνία κατά την οποία ο παραλήπτης αρνήθηκε να τα παραλάβει.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι. Εάν η περίοδος ξεκινά με την έλευση ενός συγκεκριμένου συμβάντος, ο χρόνος αρχίζει να τρέχει από την επομένη της έλευσης του συμβάντος που σηματοδοτεί την έναρξή της.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Εάν μια περίοδος εκφράζεται σε ημέρες, ο αριθμός ημερών περιλαμβάνει όλες τις ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι περίοδοι που εκφράζονται σε έτη, μήνες ή ημέρες περιλαμβάνουν τις ημερολογιακές ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που υπολογίζεται σε έτη λήγει τον αντίστοιχο μήνα και την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους της περιόδου.

Περίοδος που υπολογίζεται σε μήνες λήγει την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου μήνα της περιόδου. Εάν περίοδος που υπολογίζεται σε μήνες λήγει σε μήνα που δεν έχει την αντίστοιχη ημερομηνία, τότε λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Περίοδος που εκτείνεται έως μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήγει την εν λόγω ημερομηνία.

  • Διαδικαστική πράξη της οποίας η προθεσμία λήγει, είναι δυνατόν να εκτελεστεί έως τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας.
  • Η προθεσμία για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης λήγει κατά τη λήξη των εργάσιμων ωρών του δικαστηρίου. Εφόσον μια αγωγή, έφεση ή άλλο δικόγραφο παραδοθεί σε φορέα επικοινωνιών έως τα μεσάνυχτα της ημέρας λήξης της σχετικής προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν η προθεσμία λήγει Σάββατο ή Κυριακή ή εθνική αργία, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας μεταφέρεται στην επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Μόνο οι προθεσμίες που τάσσει δικαστήριο ή δικαστής μπορούν να παραταθούν κατόπιν αιτήματος διαδίκου. Άλλες προθεσμίες που τάσσει ο νόμος μπορούν, εντούτοις, να ανανεωθούν από δικαστήριο κατόπιν αιτήματος διαδίκου. Η αίτηση παράτασης ή επαναφοράς απολεσθείσας προθεσμίας υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου έπρεπε να διενεργηθεί η εκπρόθεσμη πράξη και η αίτηση εξετάζεται με την έγγραφη διαδικασία. Πριν από την εξέταση της αίτησης με την έγγραφη διαδικασία, οι διάδικοι ενημερώνονται σχετικά και τους κοινοποιείται αντίγραφο της αίτησης παράτασης ή επαναφοράς της απολεσθείσας προθεσμίας.  Η αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας συνοδεύεται από τα έγγραφα που απαιτούνται για τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης και περιλαμβάνει παράθεση των λόγων που δικαιολογούν την επαναφορά της προθεσμίας.

Προθεσμία που έχει τάξει δικαστής δύναται να παραταθεί από μονομελές δικαστήριο. Απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή που απορρίπτει αίτηση παράτασης ή επαναφοράς προθεσμίας μπορεί να προσβληθεί με αντιρρήσεις.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η επικουρική ένσταση πρέπει να ασκείται εντός 10 ημερών από την ημέρα έκδοσης, από το δικαστήριο, της προσβαλλόμενης απόφασης.

Εάν η απόφαση εκδίδεται με γραπτή διαδικασία, η προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης αρχίζει από την ημέρα επίδοσης της απόφασης.

Εάν η απόφαση εκδίδεται ερήμην ενός διαδίκου (για παράδειγμα, απόφαση που διατάσσει διεξαγωγή αποδείξεων ή ασφαλιστικά μέτρα), η προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης αρχίζει από την ημέρα επίδοσης ή αποστολής της απόφασης.

Αν δικαστική απόφαση αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει επικουρική ένσταση εντός 15 ημερών από την ημέρα επίδοσης της απόφασης ή, εάν το δικαστήριο έχει εκδώσει συνοπτική απόφαση, από την ημέρα επίδοσης αντιγράφου της πλήρους απόφασης.

Η έφεση (apelācija) πρέπει να ασκείται εντός 20 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης ή, εάν έχει εκδοθεί συνοπτική απόφαση, από την ημερομηνία που έταξε το δικαστήριο για τη σύνταξη πλήρους απόφασης. Αν η απόφαση συνταχθεί μετά την ως άνω ημερομηνία, η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά της απόφασης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξης της απόφασης.

Αν δικαστική απόφαση αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει έφεση εντός 20 ημερών από την ημέρα επίδοσης του αντιγράφου της απόφασης.

Η αίτηση αναίρεσης (kasācija) πρέπει να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης, αλλά εάν έχει εκδοθεί συνοπτική απόφαση, από την ημερομηνία που όρισε το δικαστήριο για τη σύνταξη πλήρους απόφασης. Αν η απόφαση συνταχθεί μετά την ως άνω ημερομηνία, η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά της απόφασης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξης της απόφασης.

Αν δικαστική απόφαση αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το πρόσωπο μπορεί να ασκήσει αναίρεση εντός 30 ημερών από την ημέρα επίδοσης της απόφασης.

Είτε ασκείται έφεση είτε αίτηση αναίρεσης, σε περίπτωση που ασκηθεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας, είναι απαράδεκτη και επιστρέφεται στον αιτούντα. Επικουρική ένσταση μπορεί να ασκηθεί κατά απορριπτικής δικαστικής απόφασης επί έφεσης ή αίτησης αναίρεσης εντός 10 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο.

Για ορισμένες κατηγορίες διαφορών, παραδείγματος χάρη όσον αφορά την αναγνώριση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, μπορούν να προβλέπονται συγκεκριμένες προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων, οι οποίες ορίζονται ανά υπόθεση στο πλαίσιο των κανόνων που διέπουν την πολιτική δικονομία.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Το δικαστήριο πρέπει να αναβάλει την εξέταση μιας υπόθεσης και να ορίσει άλλη ημερομηνία για την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, εάν:

  • οποιοσδήποτε διάδικος απουσιάζει από τη συζήτηση και δεν έχει ειδοποιηθεί για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης
  • οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος έχει ενημερωθεί για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης, απουσιάζει εντούτοις από τη συζήτηση για λόγους που το δικαστήριο κρίνει βάσιμους
  • δεν έχει επιδοθεί η αγωγή στον καθ’ ου και για τον λόγο αυτό ο καθ’ ου ζητεί να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης
  • είναι απαραίτητο να κληθεί ως διάδικος πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν από την απόφαση του δικαστηρίου
  • η αναβολή μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της συμβίωσης των συζύγων ή στην προώθηση φιλικού διακανονισμού, οπότε το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, η εξέταση της υπόθεσης γι’ αυτόν τον σκοπό μπορεί επίσης να αναβληθεί κατ’ επανάληψη
  • ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του καθ’ ου δεν βρίσκεται στη Λετονία και εστάλη σ’ αυτόν κοινοποίηση σχετικά με τον χρόνο και τόπο της συζήτησης και έχει ληφθεί επιβεβαίωση της επίδοσης των εγγράφων αλλά ο καθ’ ου δεν τα έλαβε εγκαίρως και δεν παρέστη στη συζήτηση
  • ο τόπος κατοικίας ή παραμονής του καθ’ ου δεν βρίσκεται στη Λετονία και εστάλη σε αυτόν κοινοποίηση σχετικά με τον χρόνο και τόπο της συζήτησης, ή εστάλη η αγωγή αλλά δεν ελήφθη επιβεβαίωση και ο καθ’ ου δεν παρέστη στη συζήτηση.
  • ληφθεί η συγκατάθεση των διαδίκων για διαμεσολάβηση.

Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εξέταση της υπόθεσης και σε άλλες περιστάσεις.

Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εξέταση της υπόθεσης στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • αν ενάγων που ειδοποιήθηκε για τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της συζήτησης δεν παραστεί για άγνωστους λόγους
  • αν εναγόμενος που ειδοποιήθηκε για τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της συζήτησης δεν παραστεί για άγνωστους λόγους
  • αν το δικαστήριο κρίνει αδύνατο να αποφανθεί επί της υπόθεσης λόγω της απουσίας διαδίκου του οποίου η παρουσία είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τον νόμο, ή λόγω της απουσίας μάρτυρα, πραγματογνώμονα ή διερμηνέα τον οποίο διορίζει το δικαστήριο
  • κατόπιν αιτήματος διαδίκου ο οποίος ζητεί να του επιτραπεί να προσκομίσει επιπλέον αποδείξεις
  • αν ένα πρόσωπο δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στη συζήτηση μέσω βιντεοδιάσκεψης, για τεχνικούς ή άλλους λόγους πέραν του ελέγχου του δικαστηρίου
  • αν διερμηνέας απουσιάζει από τη συζήτηση για λόγους που το δικαστήριο κρίνει θεμιτούς.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι. Σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας, η παράδοση και επίδοση δικαστικών εγγράφων σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή παραμονής βρίσκεται εκτός της Λετονίας υπόκειται σε διαφορετικό μηχανισμό, και οι δικονομικές προθεσμίες που αρχίζουν από τη στιγμή παραλαβής των δικαστικών εγγράφων υπολογίζονται διαφορετικά.

Για παράδειγμα, κατά γενικό κανόνα, έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης μπορεί να ασκηθεί εντός 20 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης. Αν η απόφαση αποστέλλεται σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή παραμονής βρίσκεται εκτός της Λετονίας, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει έφεση εντός 20 ημερών από την ημέρα επίδοσης της δικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση που για τους διάφορους διαδίκους ορίζονται διαφορετικές προθεσμίες για την άσκηση έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης, η απόφαση αποκτά νομική ισχύ εφόσον δεν ασκηθεί έφεση εντός της επιτρεπόμενης περιόδου για άσκηση έφεσης, η οποία υπολογίζεται από την τελευταία ημέρα επίδοσης της απόφασης, εκτός αν ασκηθεί έφεση.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Το δικαίωμα κίνησης διαδικαστικής ενέργειας παύει κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος ή το δικαστήριο. Προσφυγές και έγγραφα που υποβάλλονται μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν γίνονται δεκτά.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Κατόπιν αίτησης διαδίκου, το δικαστήριο επαναφέρει απολεσθείσα δικονομική προθεσμία, αν κρίνει δικαιολογημένη την απώλειά της.

παραδείγματος χάρη, δεν είναι δυνατή η επαναφορά προθεσμίας για την υποβολή εγγράφου εκτέλεσης κατόπιν της λήξης δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, η οποία άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία που απέκτησε νομική ισχύ η σχετική απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή.

Όταν επαναφέρει απολεσθείσα δικονομική προθεσμία, το δικαστήριο επιτρέπει επίσης τη διενέργεια της εκπρόθεσμης διαδικαστικής πράξης.

Δικονομικές προθεσμίες που τάσσει δικαστήριο, δικαστής ή δικαστικός επιμελητής μπορούν να παραταθούν πριν τη λήξη τους με αίτημα ενός διαδίκου. Προθεσμίες που τάσσει ο νόμος δεν μπορούν να παραταθούν. Σε περίπτωση μη τήρησης προθεσμίας που τάσσει δικαστήριο, δικαστής ή δικαστικός επιμελητής, το πρόσωπο που δεσμεύεται από την προθεσμία μπορεί να ζητήσει να οριστεί νέα προθεσμία για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης.

Αίτηση παράτασης ή επαναφοράς προθεσμίας που έληξε πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έπρεπε να έχει εκτελεστεί η καθυστερημένη πράξη Η αίτηση εξετάζεται σε συζήτηση και οι διάδικοι ειδοποιούνται εκ των προτέρων για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης. Η μη παράσταση διαδίκου δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης.

Η αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας συνοδεύεται από τα έγγραφα που απαιτούνται για τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης και περιλαμβάνει παράθεση των λόγων που δικαιολογούν την επαναφορά της προθεσμίας.

Προθεσμία που έχει τάξει δικαστής δύναται να παραταθεί από μονομελές δικαστήριο.

Απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή που απορρίπτει αίτηση παράτασης ή επαναφοράς προθεσμίας μπορεί να προσβληθεί με αντιρρήσεις.

Τελευταία επικαιροποίηση: 05/04/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Λιθουανία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Ο αστικός κώδικας (Civilinis kodeksas) προβλέπει μια γενική προθεσμία παραγραφής και ορισμένες βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής. Οι προθεσμίες μπορεί να είναι δεκτικές επαναφοράς, κτητικές ή ανατρεπτικές.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι Κυριακές

1 Ιανουαρίου: πρωτοχρονιά

16 Φεβρουαρίου: ημέρα αποκατάστασης του κράτους της Λιθουανίας

11 Μαρτίου: ημέρα αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της Λιθουανίας

Κυριακή του Πάσχα και Δευτέρα του Πάσχα (σύμφωνα με τη δυτική παράδοση)

1 Μαΐου: εργατική πρωτομαγιά

Πρώτη Κυριακή του Μαΐου: ημέρα της μητέρας

Πρώτη Κυριακή του Ιουνίου: ημέρα του πατέρα

24 Ιουνίου: θερινό ηλιοστάσιο, εορτή του Αγίου Ιωάννη

6 Ιουλίου: εθνική εορτή (στέψη του βασιλιά Μιντάουγκας)

15 Αυγούστου: Κοίμηση της Θεοτόκου

1 Νοεμβρίου: ημέρα των Αγίων Πάντων

24 Δεκεμβρίου: παραμονή Χριστουγέννων

25 και 26 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι νόμιμες, οι συμβατικές και οι δικαστικές προθεσμίες προσδιορίζονται βάσει ορισμένης ημερομηνίας ή ως αριθμός ετών, μηνών, εβδομάδων, ημερών ή ωρών.

Προθεσμία μπορεί επίσης να προσδιορίζεται βάσει ορισμένου συμβάντος το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να επέλθει. Οι προθεσμίες μπορεί να είναι δεκτικές επαναφοράς, κτητικές ή ανατρεπτικές. Δεκτικές επαναφοράς είναι οι προθεσμίες που μπορούν να επαναφερθούν δικαστικά μετά την παρέλευσή τους, αν η απώλεια της οικείας προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Οι κτητικές προθεσμίες συνίστανται σε ορισμένο χρονικό διάστημα με την παρέλευση του οποίου θεμελιώνεται (αποκτάται) ένα συγκεκριμένο αστικό δικαίωμα ή μια ενοχή. Οι ανατρεπτικές προθεσμίες συνίστανται σε ορισμένο χρονικό διάστημα με την παρέλευση του οποίου επέρχεται έκπτωση από ένα συγκεκριμένο αστικό δικαίωμα ή μια ενοχή. Οι ανατρεπτικές προθεσμίες δεν μπορούν να επαναφερθούν με δικαστική ή διαιτητική απόφαση.

Η γενική προθεσμία παραγραφής είναι δεκαετής.

Το δίκαιο της Λιθουανίας τάσσει βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για συγκεκριμένα είδη αξιώσεων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας ενός μήνα, υπόκεινται οι αξιώσεις που απορρέουν από το αποτέλεσμα διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας τριών μηνών, υπόκεινται οι αξιώσεις που αφορούν την κήρυξη της ακυρότητας αποφάσεων των οργάνων νομικού προσώπου.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας έξι μηνών, υπόκεινται:

  1. οι αξιώσεις για την καταβολή κύρωσης υπερημερίας (ποινής, τόκων υπερημερίας)
  2. οι αξιώσεις που αφορούν ελαττώματα πωληθέντων πραγμάτων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας έξι μηνών, υπόκεινται οι αξιώσεις που απορρέουν από τις σχέσεις των μεταφορικών εταιρειών με τους πελάτες τους και αφορούν αποστολές στο εσωτερικό της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, ενώ σε προθεσμία παραγραφής ενός έτους υπόκεινται οι αξιώσεις που αφορούν αποστολές στο εξωτερικό.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας ενός έτους, υπόκεινται οι ασφαλιστικές αξιώσεις.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας τριών ετών, υπόκεινται οι αξιώσεις αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν λόγω της ελλειμματικής ποιότητας προϊόντων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας πέντε ετών, υπόκεινται οι αξιώσεις για την καταβολή τόκων και άλλων περιοδικών πληρωμών.

10. Οι αξιώσεις που αφορούν ελαττώματα έργων που έχουν εκτελεστεί υπόκεινται σε βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής.

Οι αξιώσεις που απορρέουν από τη μεταφορά φορτίων, επιβατών και αποσκευών υπόκεινται στις προθεσμίες παραγραφής που ορίζονται στους κώδικες (νόμους) που ρυθμίζουν τους οικείους τρόπους μεταφοράς.

Οι προθεσμίες παραγραφής και οι κανόνες υπολογισμού τους δεν μπορούν να μεταβληθούν με συμφωνία των μερών.

Δεν υπόκεινται σε παραγραφή:

1) οι αξιώσεις που απορρέουν από την παραβίαση προσωπικών μη περιουσιακών δικαιωμάτων, με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στον νόμο

2) οι αξιώσεις των καταθετών για την επιστροφή των καταθέσεών τους που τηρούνται σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα

3) οι αξιώσεις αποζημίωσης που απορρέουν από τις εξής εγκληματικές πράξεις που ορίζονται στον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροποινικό κώδικα (Baudžiamasis kodeksas):

1) γενοκτονία (άρθρο 99)

2) μεταχείριση προσώπων κατά τρόπο που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο (άρθρο 100)

3) ανθρωποκτονία προσώπων που προστατεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (άρθρο 101)

4) απέλαση ή εκτόπιση αμάχων (άρθρο 102)

5) πρόκληση σωματικής βλάβης, υποβολή σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη μεταχείριση προσώπων που προστατεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (άρθρο 103)

6) καταναγκαστική στρατολόγηση αμάχων ή αιχμαλώτων πολέμου σε εχθρικές ένοπλες δυνάμεις (άρθρο 105)

7) καταστροφή προστατευόμενων αγαθών ή λεηλασία εθνικών θησαυρών (άρθρο 106)

8) επίθεση (άρθρο 110)

9) απαγορευμένες στρατιωτικές επιθέσεις (άρθρο 111)

10) χρήση απαγορευμένων πολεμικών μέσων (άρθρο 112)

11) αμελής εκτέλεση των καθηκόντων διοικητή

4) Περιπτώσεις που ορίζονται σε άλλους νόμους και άλλες αξιώσεις.

Προθεσμίες εκδίκασης αστικών υποθέσεων. Το δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει τη συντομότερη δυνατή εκδίκαση των αστικών υποθέσεων, να αποφεύγει τις καθυστερήσεις και να διασφαλίζει την ολοκλήρωση της συζήτησης των υποθέσεων σε μια μόνο συνεδρίαση.

Η νομοθεσία μπορεί να θεσπίζει ειδικές προθεσμίες για την εκδίκαση συγκεκριμένων κατηγοριών αστικών υποθέσεων. Εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διενεργήσει δικονομική πράξη εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο αστικός κώδικας, ο διάδικος που έχει συναφώς έννομο συμφέρον δικαιούται να προσφύγει στο εφετείο με αίτημα να ταχθεί προθεσμία για τη διενέργειά της. Η σχετική αίτηση πρέπει να κατατεθεί μέσω του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση και αυτό οφείλει να αποφανθεί για το παραδεκτό της το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της. Εάν το δικαστήριο που δεν διενήργησε τη δικονομική πράξη στην οποία ερείδεται η αίτηση διενεργήσει εν τέλει την επίμαχη πράξη μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, ο οικείος διάδικος θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από την αίτηση. Άλλως, η αίτηση παραπέμπεται στο εφετείο μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την ημέρα παραλαβής της. Οι εν λόγω αιτήσεις συνήθως εξετάζονται στο πλαίσιο γραπτής διαδικασίας, χωρίς να γνωστοποιείται στους διαδίκους ο χρόνος και ο τόπος της συνεδρίασης ή να καλούνται οι διάδικοι να παραστούν. Η αίτηση πρέπει να εξεταστεί μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της από το εφετείο. Πρέπει να εξεταστεί και να εκδοθεί απόφαση επ’αυτής από τον πρόεδρο του εφετείου, τον πρόεδρο του τμήματος αστικών υποθέσεων ή δικαστή που έχει οριστεί από αυτούς. Η απόφαση που εκδίδεται δεν μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελές ένδικο μέσο.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Κάθε γραπτή αίτηση ή κοινοποίηση που αποστέλλεται ταχυδρομικά, τηλεγραφικά ή διαβιβάζεται με άλλα μέσα επικοινωνίας πριν από τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας θεωρείται ότι έχει αποσταλεί εγκαίρως (άρθρο 1.122 του αστικού κώδικα).

Το άρθρο 123 παράγραφοι 3 και 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Civilinio proceso kodeksas) ορίζει ότι όταν το πρόσωπο που επιδίδει διαδικαστικό έγγραφο δεν βρίσκει τον παραλήπτη στον τόπο κατοικίας ή εργασίας του, πρέπει να επιδώσει το έγγραφο σε οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της οικογένειάς του που συνοικεί με αυτόν [τέκνο (θετό τέκνο), γονέα (θετό γονέα), σύζυγο κ.ο.κ.], εκτός εάν τα μέλη της οικογένειας έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα όσον αφορά την έκβαση της υπόθεσης ή απουσιάζουν και αυτά, περίπτωση κατά την οποία το έγγραφο πρέπει να επιδοθεί στη διοίκηση του τόπου εργασίας του παραλήπτη.

Όταν το πρόσωπο που επιδίδει διαδικαστικό έγγραφο δεν βρίσκει τον παραλήπτη στην έδρα του νομικού προσώπου ή σε άλλον τόπο που προσδιορίζεται από το νομικό πρόσωπο, πρέπει να επιδώσει το διαδικαστικό έγγραφο σε οποιονδήποτε υπάλληλο του νομικού προσώπου που παρευρίσκεται στον τόπο της επίδοσης. Εάν διαδικαστικό έγγραφο δεν επιδοθεί με τον τρόπο που προσδιορίζει η παρούσα παράγραφος, πρέπει να ταχυδρομηθεί στη διεύθυνση της έδρας του νομικού προσώπου και θεωρείται ότι έχει επιδοθεί μέσα σε διάστημα δέκα ημερών από την ημερομηνία της ταχυδρόμησης.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει στις 00:00 της ημέρας που έπεται του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά (άρθρο 73 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες παραγραφής υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Αρχίζουν να τρέχουν στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι δικονομικές προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά έτη, μήνες, εβδομάδες ή ημέρες αρχίζουν να τρέχουν στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά εβδομάδες λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας της προθεσμίας. Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά μήνες λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας του τελευταίου μήνα της προθεσμίας. Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά έτη λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας του αντίστοιχου μήνα του τελευταίου έτους της προθεσμίας. Εάν προθεσμία που προσδιορίζεται κατά έτη ή μήνες λήγει σε μήνα που δεν περιλαμβάνει την εν λόγω ημερομηνία, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Οι δημόσιες αργίες και οι μη εργάσιμες ημέρες (Σάββατο και Κυριακή) συνυπολογίζονται στην προθεσμία. Εάν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι αργία ή μη εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Επαναφορά δικονομικών προθεσμιών. Αν πρόσωπο δεν μπόρεσε να τηρήσει νόμιμη ή δικαστική προθεσμία για λόγο που το δικαστήριο κρίνει σπουδαίο, μπορεί να επιτύχει την επαναφορά της προθεσμίας. Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να επαναφέρει προθεσμία αυτεπαγγέλτως, αν από τη δικογραφία προκύπτει ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο.

Η αίτηση επαναφοράς προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο στο οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η σχετική διαδικαστική πράξη. Εξετάζεται στο πλαίσιο μιας γραπτής διαδικασίας. Η διαδικαστική πράξη (κατάθεση αγωγής, υποβολή εγγράφων ή διενέργεια άλλης πράξης) για τη διενέργεια της οποίας παρήλθε άπρακτη η προθεσμία πρέπει να διενεργηθεί παράλληλα με την υποβολή της αίτηση. Η αίτηση επαναφοράς προθεσμίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Πρέπει να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ανάγκη επαναφοράς της προθεσμίας.

Οι δικονομικές προθεσμίες επαναφέρονται με δικαστική απόφαση. Για την άρνηση της επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας εκδίδεται αιτιολογημένη δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας που έχει απολεσθεί μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Έφεση κατά απόφασης περιφερειακού δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Αυτοτελής έφεση κατά απόφασης περιφερειακού δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί:

  • μέσα σε 7 ημέρες από την έκδοση της απόφασης στις περιπτώσεις που η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας
  • μέσα σε 7 ημέρες από την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης στις περιπτώσεις που η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο πλαίσιο γραπτής διαδικασίας.

Έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά των αποφάσεων των περιφερειακών δικαστηρίων που αποφαίνονται επί της ουσίας της υπόθεσης, ενώ αυτοτελής έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά των ενδιάμεσων αποφάσεων των περιφερειακών δικαστηρίων που ορίζονται ρητά στον κώδικα πολιτικής δικονομίας [λ.χ., κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας (άρθρο 78 παράγραφος 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), κατά των αποφάσεων επί των δικαστικών εξόδων (άρθρο 100 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) και κατά των αποφάσεων για την περάτωση της διαδικασίας].

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων πρέπει να διεξάγονται συνεχόμενα, εκτός αν διαταχθεί αναβολή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε εργάσιμες ημέρες. Αναβολή μπορεί να διαταχθεί προκειμένου να δοθεί στο δικαστήριο και στους διαδίκους η δυνατότητα ανάπαυσης μετά από παρατεταμένη διαδικασία και συλλογής κάθε τυχόν ελλείποντος αποδεικτικού στοιχείου, ώστε να διασφαλίζεται η ταχύτερη δυνατή επίλυση της διαφοράς.

Σε περίπτωση αναβολής της εκδίκασης από το δικαστήριο, πρέπει να οριστεί ο χρόνος της επόμενης συζήτησης και να γνωστοποιηθεί στους διαδίκους έναντι ενυπόγραφης σχετικής βεβαίωσής τους. Τα πρόσωπα που δεν παρίσταντο στο δικαστήριο ή που συμπεριλήφθηκαν εκ των υστέρων στη διαδικασία ενημερώνονται για τον χρόνο της επόμενης συζήτησης σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη συζήτηση. Η αναστολή έχει την έννοια ότι κάθε διαδικαστική πράξη που χρειάζεται να διενεργηθεί για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης αναστέλλεται προσωρινά για αόριστο διάστημα. Μια υπόθεση μπορεί να ανασταλεί για αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, οι οποίοι αποκλείουν την εκδίκαση αστικής υπόθεσης και δεν υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ή για λόγους που δεν προβλέπονται ειδικά από τη νομοθεσία, αλλά που δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο να συζητήσει την υπόθεση επί της ουσίας.

Το δικαστήριο οφείλει να αναστείλει την εκδίκαση στις εξής περιστάσεις:

  • σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου ή λύσης νομικού προσώπου που ήταν διάδικος, εφόσον επιτρέπεται η διαδοχή στα δικαιώματα ενόψει των έννομων σχέσεων της διαφοράς αν διάδικος απολέσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα, η υπόθεση πρέπει να ανασταλεί έως ότου οριστεί ο διάδοχος του θανόντος φυσικού προσώπου ή του λυθέντος νομικού προσώπου ή αποσαφηνιστούν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην αδυναμία διαδοχής ή οριστεί νόμιμος αντιπρόσωπος του φυσικού προσώπου που απώλεσε τη δικαιοπρακτική του ικανότητα
  • αν δεν μπορεί να συζητηθεί μια υπόθεση έως την έκδοση απόφασης επί άλλης υπόθεσης, η υπόθεση στην αστική, ποινική ή διοικητική διαδικασία θα ανασταλεί έως ότου αρχίσει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μια δικαστική απόφαση, κρίση, διαταγή ή εντολή ή έως την έκδοση απόφασης στη διοικητική διαδικασία
  • αν σε υπόθεση που αφορά περιουσιακές αξιώσεις κατά εναγομένου προκύψει ότι η ικανοποίηση των εν λόγω περιουσιακών αξιώσεων σχετίζεται με την εξέταση ποινικής υπόθεσης, η υπόθεση θα ανασταλεί έως την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ή την άρση των προσωρινών περιορισμών στα περιουσιακά δικαιώματα ειδικοί νόμοι προβλέπουν και άλλες συναφείς περιστάσεις.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Άνευ αντικειμένου.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής πριν από την κατάθεση της αγωγής θα επιφέρει την απόρριψη της αγωγής.

Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η απώλεια της προθεσμίας δικαιολογείται από σπουδαίο λόγο, το δικαίωμα που έχει παραβιαστεί πρέπει να προστατευτεί και η επίμαχη προθεσμία να επαναφερθεί.

Τα ζητήματα περιουσιακού δικαίου που αφορούν την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων που υπόκειται σε προθεσμίες παραγραφής που έχουν λήξει επιλύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV του αστικού κώδικα.

Το δικαίωμα διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης εκπνέει με την πάροδο της σχετικής νόμιμης ή η δικαστικής προθεσμίας. Οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας επιστρέφεται στον καταθέτη του. Η απώλεια της προθεσμίας εκπλήρωσης ορισμένης διαδικαστικής υποχρέωσης δεν απαλλάσσει το οικείο πρόσωπο από την εν λόγω υποχρέωση.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν προθεσμία δεν τηρηθεί για σπουδαίο λόγο και δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης, το δικαστήριο μπορεί κατόπιν αίτησης του εφεσιβάλλοντος να επαναφέρει την επίμαχη προθεσμία. Η προθεσμία άσκησης έφεσης μπορεί να επαναφερθεί αν το δικαστήριο κρίνει ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση. Εάν το εφετείο κάνει δεκτή την εν λόγω αυτοτελή έφεση και επαναφέρει την προθεσμία για την άσκηση έφεσης, ο πρόεδρος του τμήματος αστικών υποθέσεων του εφετείου οφείλει να παραπέμψει την έφεση, μαζί με τη δικογραφία, στη δικαστική επιτροπή του εφετείου ή να αναπέμψει το ζήτημα του παραδεκτού της έφεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εάν, στις εν λόγω περιστάσεις, η δικογραφία της υπόθεσης παραπεμφθεί στη δικαστική επιτροπή του εφετείου, το εφετείο οφείλει να αποστείλει αντίγραφα της έφεσης και των παραρτημάτων της στους διαδίκους μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που κρίθηκε παραδεκτή η έφεση. Αφού παρέλθει η προθεσμία προσβολής της απόφασης και απάντησης στην έφεση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαβιβάζει την υπόθεση στο εφετείο μέσα σε επτά ημέρες και ενημερώνει τους διαδίκους. Αν η υπόθεση διαβιβαστεί στο εφετείο και αυτό κρίνει ότι η προθεσμία της έφεσης έχει παρέλθει, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να επαναφέρει την προθεσμία, εφόσον προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο, ή να προτείνει στον διάδικο να καταθέσει αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας της έφεσης (άρθρο 307 παράγραφοι 2 και 3, άρθρο 338 και άρθρο 78 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του εφεσιβάλλοντος για επαναφορά της προθεσμίας μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση (άρθρο 78 παράγραφος 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/10/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Λουξεµβούργο

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Στις δικονομικές προθεσμίες του λουξεμβουργιανού δικαίου περιλαμβάνονται οι προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων, οι προθεσμίες διεκπεραίωσης των δικονομικών διατυπώσεων, οι προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, οι προθεσμίες λόγω αποστάσεως και άλλες προθεσμίες.

Καθώς οι προθεσμίες παραγραφής και οι αποσβεστικές προθεσμίες δεν είναι αμιγώς δικονομικής φύσης, δεν εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος δελτίου.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Ως αργίες νοούνται το Σάββατο και η Κυριακή καθώς και οι ακόλουθες επίσημες αργίες:

  • Πρωτοχρονιά, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαΐου, 9η Μαΐου, της Αναλήψεως, του Αγίου Πνεύματος, εθνική εορτή της 23ης Ιουνίου,
  • Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Αγίων Πάντων και επίσης τα Χριστούγεννα και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι δικονομικές προθεσμίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον τομέα δικαίου και την προβλεπόμενη διαδικασία.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει από τα μεσάνυχτα της ημέρας της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης της πράξης.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Ναι, εάν απαιτείται από τον νόμο επίδοση με πράξη δικαστικού επιμελητή ή κοινοποίηση από γραμματέα δικαστηρίου, η επίδοση ή η κοινοποίηση μπορεί να τεκμαίρεται ότι πραγματοποιήθηκε ημέρα άλλη από εκείνη της πραγματικής ιδιόχειρης παράδοσης του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο (π.χ. σε περίπτωση άρνησης παραλαβής της πράξης, σε περίπτωση επίδοσης ή κοινοποίησης κατ’ οίκον...).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Για κάθε δικονομική προθεσμία, ο υπολογισμός ξεκινά από τα μεσάνυχτα της ημέρας της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης που σηματοδοτεί την έναρξή της.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι επίσημες αργίες, το Σάββατο και η Κυριακή προσμετρώνται στις προθεσμίες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι επίσημες αργίες, το Σάββατο και η Κυριακή προσμετρώνται στις προθεσμίες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κάθε δικονομική προθεσμία λήγει τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας.

Όταν μια προθεσμία είναι εκφρασμένη σε εβδομάδες, λήγει την ημέρα της τελευταίας εβδομάδας της οποίας το όνομα αντιστοιχεί στην ημέρα της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας.

Όταν μια προθεσμία είναι εκφρασμένη σε μήνες ή σε έτη, λήγει την ημέρα του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους που είναι κατ’ αριθμόν αντίστοιχη με την ημέρα της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας. Ελλείψει κατ’ αριθμόν αντίστοιχης ημέρας, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα.

Όταν μια προθεσμία είναι εκφρασμένη σε μήνες και ημέρες ή κλάσματα μηνών, προσμετρώνται καταρχάς οι ακέραιοι μήνες και στη συνέχεια οι ημέρες ή τα κλάσματα μηνών. Για τον υπολογισμό των κλασμάτων μηνών, θεωρείται ότι ο μήνας έχει 30 ημέρες.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Κάθε προθεσμία που λήγει κανονικά Σάββατο, Κυριακή ή σε ημέρα επίσημης αργίας ή αργίας αντικατάστασης, παρατείνεται έως την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα. Το ίδιο ισχύει για τις επιδόσεις στο δημαρχείο, όταν οι υπηρεσίες του Δήμου είναι κλειστές για το κοινό την τελευταία ημέρα της προθεσμίας.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Για τα πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό προβλέπεται προθεσμία λόγω αποστάσεως σε περίπτωση άσκησης αγωγής εναντίον τους ενώπιον δικαστηρίου του Λουξεμβούργου. Η προθεσμία αυτή κυμαίνεται από δεκαπέντε έως τριανταπέντε ημέρες, ανάλογα με τον τόπο διαμονής του κλητευόμενου.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι, κατά κανόνα, σαράντα ημέρες, προσαυξημένη με προθεσμία λόγω αποστάσεως για τους κατοίκους εξωτερικού. Επίσης, δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων κατά προσωρινής μη εκτελεστής απόφασης πριν από την παρέλευση οκτώ ημερών.

Η προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην είναι δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση ή την κοινοποίηση.

Ένδικα μέσα κατά της διάταξης περί ασφαλιστικών μέτρων μπορούν να ασκηθούν εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την επίδοσή της. Σε περίπτωση ερημοδικίας, μπορεί να ασκηθεί ανακοπή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την επίδοση. Η προθεσμία ανακοπής αρχίζει ταυτόχρονα με την προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Όσον αφορά τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτήσεις παραπέμπονται με επίδοση κλήσης σε ειδική ακρόαση, η οποία διεξάγεται τη συνήθη ημέρα και ώρα εξέτασης των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Εάν, ωστόσο, η υπόθεση είναι επείγουσα, ο πρόεδρος ή ο δικαστής που τον αντικαθιστά μπορεί να επιτρέψει την κλήτευση, σε καθορισμένη ώρα, ακόμη και σε αργίες ή άλλες μη εργάσιμες ημέρες, είτε στο δικαστήριο είτε στην κατοικία του με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Εάν η κλήση διαδίκου που κατοικεί εκτός του Μεγάλου Δουκάτου επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο στο Μεγάλο Δουκάτο, ισχύουν οι συνήθεις προθεσμίες, εκτός εάν το δικαστήριο τις παρατείνει, εφόσον συντρέχει λόγος.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η λήξη μιας προθεσμίας άσκησης ένδικων μέσων συνεπάγεται απόσβεση, απώλεια του δικαιώματος. Η λήξη προθεσμίας διεκπεραίωσης δικονομικών διατυπώσεων συνεπάγεται, κατά κανόνα, παραγραφή του δικαιώματος ή διαγραφή της υπόθεσης από το πινάκιο.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν ένα πρόσωπο δεν προβεί σε δικαστικές ενέργειες εντός της ταχθείσας προθεσμίας, μπορεί, σε όλες τις υποθέσεις, να εξαιρεθεί από την αποσβεστική συνέπεια της λήξης της προθεσμίας εάν, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της πράξης που σηματοδότησε την έναρξη της προθεσμίας ή εάν δεν ήταν σε θέση να ενεργήσει. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνον εάν υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξης που σηματοδότησε την έναρξη της προθεσμίας ή από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η αδυναμία του να ενεργήσει. Η αίτηση δεν είναι πλέον παραδεκτή μετά την παρέλευση ενός έτους από την εκπνοή της προθεσμίας, της οποίας την έναρξη σηματοδοτεί κανονικά η πράξη. Οι προθεσμίες αυτές δεν είναι ανασταλτικές.

Κάθε δίκη καταργείται σε περίπτωση διακοπής των ενεργειών επίσπευσης για διάστημα τριών ετών. Η προθεσμία αυτή επαυξάνεται κατά έξι μήνες σε κάθε περίπτωση υποβολής αίτησης επανάληψης της δίκης ή ορισμού νέου αντικλήτου. Η πάροδος της προθεσμίας δεν καταργεί την αγωγή, συνεπάγεται απλώς τη λήξη της διαδικασίας. Το πρόσωπο που επιθυμεί να ενεργήσει δικαστικά μπορεί να ασκήσει νέα αγωγή για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, εφόσον βεβαίως η αγωγή του δεν έχει παραγραφεί.

Η διάταξη διαγραφής από το πινάκιο λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων προθεσμιών από τους δικηγόρους δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.legilux.lu/

Τελευταία επικαιροποίηση: 11/01/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ουγγαρία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Κατά γενικό κανόνα, οι διαδικαστικές ενέργειες για την επίτευξη του επιθυμητού έννομου αποτελέσματος μπορούν να εκτελεστούν εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο.

Οι σχετικοί όροι δυνάμει του ουσιαστικού δικαίου εν μέρει θεσπίζονται από τους κανόνες για τη δικαστική προσφυγή και εν μέρει διέπονται από τους κανόνες περί παραγραφής.   Αυτοί καθορίζουν τις προθεσμίες για την κίνηση διαδικασιών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ο νόμος χορηγεί απαλλαγή από αυτούς τους περιορισμούς αποκλειστικά και μόνο για τη διασφάλιση της άνευ όρων εκτέλεσης απαιτήσεων (για παράδειγμα, εμπράγματων αξιώσεων). Ορισμένες διαδικαστικές ενέργειες μπορούν να εκτελεστούν νόμιμα μόνον εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (προθεσμίας). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διάρκεια της προθεσμίας προσδιορίζεται σαφώς από τον νόμο, όπως στην περίπτωση άσκησης ενδίκων μέσων προσφυγής (νόμιμη προθεσμία), ενώ σε άλλες –παραδείγματος χάρη, όταν πρόκειται για αποκατάσταση ελλείψεων– εξαρτάται από την απόφαση του δικαστηρίου (δικαστική προθεσμία).

Η μέθοδος υπολογισμού των δικονομικών προθεσμιών σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο διαφέρει σημαντικά από εκείνη που χρησιμοποιείται στην περίπτωση του δικονομικού δικαίου, όπως διαφέρουν και οι έννομες συνέπειες της μη τήρησης αυτών των δύο ειδών προθεσμιών.   Η μη τήρηση προθεσμίας δυνάμει του ουσιαστικού δικαίου επιφέρει έκπτωση δικαιωμάτων και δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την προσκόμιση δικαιολογητικών στοιχείων. Μια «δικαιολογία» μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εάν ισχύει παραγραφή και μόνο σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ υποκειμενικών και αντικειμενικών προθεσμιών. Οι υποκειμενικές προθεσμίες περιλαμβάνουν τις προθεσμίες των οποίων η ημερομηνία έναρξης συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος έλαβε κοινοποίηση και η μη τήρησή τους μπορεί γενικά να αποκατασταθεί με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [restitutio in integrum] (αίτηση για παράταση), ενώ οι αντικειμενικές προθεσμίες δεν συνδέονται με την παραλαβή κοινοποίησης από τον ενδιαφερόμενο διάδικο και η μη τήρησή τους δεν μπορεί να αποκατασταθεί με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 του νόμου Ι του 2012 για τον Εργατικό Κώδικα, οι ακόλουθες ημέρες θεωρούνται αργίες: 1η Ιανουαρίου, 15η Μαρτίου, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαΐου, Δευτέρα της Πεντηκοστής, 20ή Αυγούστου, 23η Οκτωβρίου, 1η Νοεμβρίου και 25η και 26η Δεκεμβρίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε ημέρες, μήνες ή έτη. Η ημερομηνία έναρξης δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες. Η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει χώρα η πράξη ή άλλο γεγονός (π.χ. επίδοση, δημοσίευση) που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας. Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη εκπνέουν την ημέρα εκείνη του μήνα λήξης που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας ή –εάν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα κατά τον μήνα λήξης– την τελευταία ημέρα εκείνου του μήνα. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι αργία, η προθεσμία εκπνέει την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία αυτή. Η προθεσμία εκπνέει στο τέλος της τελευταίας ημέρας ωστόσο, οι προθεσμίες υποβολής δικογράφων ή προσφυγής στο δικαστήριο εκπνέουν ήδη κατά τη λήξη του ωραρίου εργασίας. Οι γενικοί κανόνες που ισχύουν για τις προθεσμίες σε όλες τις άλλες αστικές διαδικασίες θεσπίζονται από τα άρθρα 103 έως 112 του νόμου ΙΙΙ του 1952 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας («Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας»).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει χώρα η πράξη ή άλλο γεγονός (π.χ. επίδοση, δημοσίευση) που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας. Η ημερομηνία έναρξης δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων μεθόδων επίδοσης εγγράφων. Ωστόσο, ισχύουν ορισμένες ειδικές διατάξεις αν τα έγγραφα ανταλλάσσονται ηλεκτρονικά. Ορισμένα έγγραφα αποστέλλονται στον πραγματογνώμονα σε έντυπη μορφή, ακόμη και αν ο πραγματογνώμονας διατηρεί επικοινωνία με το δικαστήριο με ηλεκτρονικά μέσα: το δικαστήριο παρέχει στον πραγματογνώμονα παραρτήματα των δικαστικών εγγράφων σε έντυπη μορφή ή με άλλο μέσο αποθήκευσης δεδομένων εάν, λόγω του μεγάλου όγκου των παραρτημάτων ή της φύσης του μέσου αποθήκευσης δεδομένων, η ψηφιοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογο ή ανυπέρβλητο φόρτο, ή εάν είναι αμφίβολη η γνησιότητα του έντυπου εγγράφου. Εάν, για τους ανωτέρω λόγους, τα ηλεκτρονικά έγγραφα που αποστέλλει το δικαστήριο συνοδεύονται από παραρτήματα σε έντυπη μορφή, η βάση υπολογισμού της προθεσμίας είναι η ημερομηνία παραλαβής του παραρτήματος. Η υποβολή δικογράφων που αφορούν τη διαδικασία και η επίδοση δικαστικών εγγράφων στις περιπτώσεις που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ήδη πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά. Οι ημέρες κατά τις οποίες το σύστημα παράδοσης για τον σκοπό αυτό είναι εκτός λειτουργίας για τουλάχιστον τέσσερις ώρες δεν περιλαμβάνονται στην προθεσμία που ορίζεται από τον νόμο ή το δικαστήριο.

Αν η επικοινωνία κατά τη διαδικασία διεξάγεται με ηλεκτρονικά μέσα, οι συνέπειες της μη τήρησης των προθεσμιών δεν ισχύουν εάν ένα δικόγραφο υποβλήθηκε στο δικαστήριο ηλεκτρονικά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πληροφορικής την τελευταία ημέρα της προθεσμίας το αργότερο. Όσον αφορά τον υπολογισμό της προθεσμίας, ένα δικόγραφο θεωρείται ότι έχει υποβληθεί από τη στιγμή που έχει αποσταλεί αποδεικτικό παραλαβής από το σύστημα πληροφορικής του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας. Ο πρόεδρος της Εθνικής Δικαστικής Αρχής παρέχει έντυπο (φόρμα) για την υποβολή δικογράφων σε ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης. Το μέσο αποθήκευσης πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο ιδιοχείρως ή ταχυδρομικά το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή, από το αρμόδιο πρόσωπο για την ηλεκτρονική υποβολή δικογράφων, της επιβεβαίωσης παραλαβής του εντύπου (φόρμας) από το δικαστήριο. Μέσω του συστήματος επίδοσης, το δικαστήριο αποστέλλει αυτομάτως στο αρμόδιο πρόσωπο για την ηλεκτρονική υποβολή δικογράφων επιβεβαίωση παραλαβής του μέσου αποθήκευσης. Το δικόγραφο θεωρείται ότι έχει επιδοθεί στο δικαστήριο την ημερομηνία που αναφέρεται στην επιβεβαίωση παραλαβής του εντύπου (φόρμας) από το δικαστήριο.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η ημερομηνία έναρξης δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες. Η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει χώρα η πράξη ή άλλο γεγονός (π.χ. επίδοση, δημοσίευση) που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, ο αναφερόμενος αριθμός ημερών αφορά ημερολογιακές ημέρες. Εάν, ωστόσο, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι αργία, η προθεσμία εκπνέει μόνον την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία αυτή.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη εκπνέουν την ημέρα εκείνη του μήνα λήξης που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας ή –εάν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα κατά τον μήνα λήξης– την τελευταία ημέρα εκείνου του μήνα.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη εκπνέουν την ημέρα εκείνη του μήνα λήξης που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας ή –εάν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα κατά τον μήνα λήξης– την τελευταία ημέρα εκείνου του μήνα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Εκτός των περιπτώσεων που αναφέρονται ανωτέρω, το δικαστήριο μπορεί, για οποιονδήποτε σημαντικό λόγο, να παρατείνει προθεσμία που το ίδιο έχει ορίσει μόνο μία φορά η προθεσμία –μαζί με την παράτασή της– δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 ημέρες, εκτός αν απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Οι νόμιμες προθεσμίες μπορούν να παραταθούν μόνο σε περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Η περίοδος από τις 15 Ιουλίου έως τις 20 Αυγούστου κάθε έτους δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες (λόγω των δικαστικών διακοπών). Εάν μια προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη πρόκειται να εκπνεύσει κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, θα εκπνεύσει την ημέρα εκείνη του επόμενου μήνα η οποία αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας ή, εάν και αυτή η ημέρα εμπίπτει στην περίοδο των δικαστικών διακοπών, την πρώτη ημέρα μετά τις δικαστικές διακοπές. Ο νόμος προβλέπει επίσης εξαιρέσεις για τις δικαστικές διακοπές. Το δικαστήριο πρέπει να εφιστά συγκεκριμένα την προσοχή των διαδίκων στις εν λόγω εξαιρέσεις. Στις εξωδικαστικές διαδικασίες που ρυθμίζονται από άλλους νόμους πλην του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι διατάξεις για τις δικαστικές διακοπές μπορούν να εφαρμοστούν μόνον εάν υπάρχει σχετική πρόβλεψη από χωριστό νόμο.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Κατά γενικό κανόνα, έφεση μπορεί να ασκηθεί εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης, και εντός 3 ημερών σε αγωγές που αφορούν συναλλαγματικές.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Το δικαστήριο μπορεί, για οποιονδήποτε σημαντικό λόγο, να παρατείνει προθεσμία που το ίδιο έχει ορίσει μόνο μία φορά η προθεσμία –μαζί με την παράτασή της– δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 ημέρες, εκτός αν απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Οι νόμιμες προθεσμίες μπορούν να παραταθούν μόνο σε περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας στην Ουγγαρία δεν προβλέπουν παράταση λόγω του τόπου κατοικίας των διαδίκων. Εντούτοις, η μη τήρηση της προθεσμίας μπορεί να δικαιολογηθεί εάν οι διάδικοι δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν στη διεύθυνση που αναφέρεται στο μητρώο προσωπικών δεδομένων και διευθύνσεων για βάσιμο λόγο.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, οι διάδικοι δεν μπορούν πλέον να εκτελέσουν εγκύρως τις μη διενεργηθείσες διαδικαστικές πράξεις. Οι συνέπειες της μη εκτέλεσης αυτών των πράξεων –εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο– προκύπτουν αυτόματα, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Εάν, σύμφωνα με τον νόμο, οι συνέπειες μιας παράλειψης προκύπτουν μόνο κατόπιν προηγούμενης ειδοποίησης ή κατόπιν αιτήματος του αντιδίκου, η μη διενεργηθείσα πράξη μπορεί να εκτελεστεί κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην ειδοποίηση ή μέχρι την υποβολή του αιτήματος ή, εάν το αίτημα υποβληθεί σε ακροαματική διαδικασία, έως τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης. Εάν οποιοσδήποτε από τους διαδίκους κωλύεται να εκτελέσει μια πράξη λόγω κάποιου κοινώς γνωστού φυσικού γεγονότος ή άλλων εμποδίων που εκφεύγουν του ελέγχου του, αυτό δεν θεωρείται παράλειψη. Οι συνέπειες της μη τήρησης των προθεσμιών δεν ισχύουν εάν ένα δικόγραφο ταχυδρομηθεί ως συστημένη επιστολή προς το δικαστήριο το αργότερο την τελευταία ημέρα της προθεσμίας.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) για να δικαιολογήσουν την παράλειψή τους.   Το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί δίκαια για την αίτηση.

Σε περίπτωση που ένας διάδικος ή ο αντιπρόσωπός του δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή δεν τηρήσει μια προθεσμία για λόγο που εκφεύγει του ελέγχου του, οι συνέπειες της παράλειψης –πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται κατωτέρω– μπορούν να αποκατασταθούν με την προσκόμιση δικαιολογητικών για την παράλειψη. Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολόγηση εάν η δυνατότητα δικαιολόγησης αποκλείεται από τον νόμο, εάν οι συνέπειες της παράλειψης μπορούν να αποτραπούν χωρίς δικαιολόγηση, εάν η παράλειψη δεν επιφέρει δυσμενείς συνέπειες που προσδιορίζονται σε απόφαση του δικαστηρίου, ή εάν ο διάδικος αδυνατεί να τηρήσει τη νέα προθεσμία που έχει οριστεί κατόπιν αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum).

Αιτήσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μπορούν να υποβληθούν εντός 15 ημερών. Αυτή η προθεσμία πρέπει να αρχίζει από τη μη τηρηθείσα ημερομηνία λήξης ή την τελευταία ημέρα της μη τηρηθείσας προθεσμίας. Εάν, ωστόσο, ένας διάδικος ή ο αντιπρόσωπός του λάβει γνώση της παράλειψης σε μεταγενέστερη ημερομηνία ή εάν κάποιο εμπόδιο αρθεί μόνο σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η προθεσμία για την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ο διάδικος λάβει γνώση της παράλειψης ή αίρεται το εμπόδιο. Δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μετά την παρέλευση τριών μηνών από τον χρόνο της παράλειψης.

Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να αναφέρει τις αιτίες της παράλειψης και τις περιστάσεις λόγω των οποίων είναι πιθανό η παράλειψη να ήταν ακούσια. Σε περίπτωση μη τήρησης μιας προθεσμίας, η μη διενεργηθείσα πράξη πρέπει να εκτελείται ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Εάν η δυνατότητα δικαιολόγησης αποκλείεται από τον νόμο ή εάν η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβληθεί εκπρόθεσμα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει εάν –σε περίπτωση μη τήρησης μιας προθεσμίας– ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δεν εκτελέσει τη μη διενεργηθείσα πράξη ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης.

Κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μπορεί να ασκηθεί έφεση.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/01/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Μάλτα

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Ο γενικός κανόνας, βάσει του κεφαλαίου 12 της νομοθεσίας της Μάλτας, είναι ότι κάθε πρόσωπο οφείλει να υποβάλει υπόμνημα απάντησης εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης. Ωστόσο, υπάρχουν ειδικοί νόμοι που τάσσουν διαφορετικές προθεσμίες.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

1η Ιανουαρίου, 10η Φεβρουαρίου, 19η Μαρτίου, 31η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή 1η Μαΐου, 7η Ιουνίου, 29η Ιουνίου, 15η Αυγούστου, 8η Σεπτεμβρίου, 21η Σεπτεμβρίου, 8η Δεκεμβρίου, 13η Δεκεμβρίου, 25η Δεκεμβρίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Κατά κανόνα, πρόσωπο κατά του οποίου έχει ασκηθεί αστική αγωγή έχει στη διάθεσή του είκοσι ημέρες για να υποβάλει υπόμνημα απάντησης στο δικαστήριο. Ωστόσο, υπάρχουν ειδικοί νόμοι που τάσσουν, κατά περίπτωση, συντομότερες ή μακρότερες προθεσμίες.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι, η μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης δεν επηρεάζει την έναρξη της προθεσμίας. Λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Γενικά, η προθεσμία άρχεται από την επόμενη ημέρα. Ωστόσο, ο νόμος ή το Δικαστήριο μπορούν να τάξουν προθεσμία στην οποία η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης προσμετράται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Σύμφωνα με το δίκαιο της Μάλτας, οι ημέρες που αναφέρονται στον νόμο θεωρούνται ημερολογιακές ημέρες, εκτός εάν αναφέρεται ρητώς στον νόμο ότι πρόκειται για εργάσιμες ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κατά τον υπολογισμό προθεσμιών, προθεσμία μίας ημέρας θεωρείται προθεσμία 24 ωρών, ενώ οι μήνες και τα έτη υπολογίζονται ημερολογιακά.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κατά τον υπολογισμό προθεσμιών, προθεσμία μίας ημέρας θεωρείται προθεσμία 24 ωρών, ενώ οι μήνες και τα έτη υπολογίζονται ημερολογιακά.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι, εάν η προθεσμία λήγει σε μη εργάσιμη ημέρα (δηλαδή Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας), η προθεσμία παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 108 του κεφαλαίου 12 της νομοθεσίας της Μάλτας.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι προθεσμίες παρατείνονται μόνο με άδεια του δικαστηρίου, και επιτρέπεται να υποβάλει κανείς υπόμνημα απάντησης εάν μπορεί να αποδείξει, κατά τρόπο ικανοποιητικό κατά την κρίση του δικαστηρίου, την ύπαρξη βάσιμων λόγων για τη μη έγκαιρη υποβολή της ένορκης απάντησης.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Μετά την έκδοση απόφασης από πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το πρόσωπο μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα εντός είκοσι (ημερολογιακών) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της. Ο καθ’ ου έχει στη διάθεσή του είκοσι ημέρες για να απαντήσει. Σε υποθέσεις συνταγματικού δικαίου, εάν η αξίωση ασκήθηκε με αίτηση, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι είκοσι ημέρες από την έκδοση της απόφασης. Εάν η υπόθεση παραπέμφθηκε στα Συνταγματικά Δικαστήρια από άλλο δικαστήριο, τα ένδικα μέσα πρέπει να ασκηθούν εντός οκτώ εργάσιμων ημερών. Ο εναγόμενος σε υπόθεση συνταγματικού δικαίου έχει στη διάθεσή του οκτώ εργάσιμες ημέρες για να απαντήσει. Σε περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης, τα ένδικα μέσα πρέπει να ασκηθούν εντός έξι ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της μη οριστικής απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση. Αυτή είναι η γενική διαδικασία. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ειδικοί νόμοι που τάσσουν διαφορετικές προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων, σε περίπτωση που τα ένδικα μέσα εκδικάζονται από διαφορετικό δικαστήριο από τα προαναφερθέντα.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Όλες οι αστικές υποθέσεις της τακτικής δικαιοδοσίας πρέπει να προσδιορίζονται για εκδίκαση εντός δύο μηνών και οι δικάσιμοι πρέπει να διεξάγονται σε διμηνιαία βάση. Το δικαστήριο μπορεί να επιλέξει να μην ορίσει δικασίμους από τις 16 Ιουλίου έως τις 15 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.

Στις υποθέσεις συνταγματικού δικαίου, το δικαστήριο πρέπει να ορίσει ημερομηνία δικασίμου η οποία να εμπίπτει εντός οκτώ εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή από την εμπρόθεσμη κατάθεση υπομνήματος απάντησης από τον εναγόμενο ή, σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί υπόμνημα απάντησης, από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

Στην περίπτωση συνοπτικής ή ειδικής διαδικασίας, ο εναγόμενος πρέπει να κληθεί να εμφανιστεί το νωρίτερο δεκαπέντε ημέρες και το αργότερο τριάντα ημέρες από την επίδοση ή κοινοποίηση.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Στη Μάλτα δεν υπάρχουν τόποι όπου ένας κάτοικος θα μπορούσε να τύχει παράτασης προθεσμίας.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών, ο μη τηρήσας την προθεσμία διάδικος θεωρείται ότι απειθεί προς το δικαστήριο και χάνει το δικαίωμα να υποβάλει υπόμνημα απάντησης και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, το δικαστήριο, πριν από την έκδοση της απόφασής του, παρέχει στον εναγόμενο σύντομη και αποκλειστική προθεσμία για να διατυπώσει εγγράφως ή προφορικώς τους ισχυρισμούς του κατά της απαίτησης του ενάγοντος. Ο μη τηρήσας την προθεσμία διάδικος διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της οριστικής απόφασης, εάν αυτή δεν είναι υπέρ του.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι εν λόγω διάδικοι απαιτείται να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση της προθεσμίας. Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι έχουν βάσιμους λόγους για τη μη τήρηση της προθεσμίας, μπορεί να τους επιτρέψει να υποβάλουν υπόμνημα απάντησης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 25/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ολλανδικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Κάτω Χώρες

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Οι προθεσμίες του αστικού δικονομικού δικαίου μπορούν να ομαδοποιηθούν στις εξής ευρείες κατηγορίες:

α. Ελάχιστες προθεσμίες κλήτευσης του αντιδίκου, τρίτων και μαρτύρων για να παραστούν στη διαδικασία. Κατά κανόνα, ισχύει προθεσμία μίας τουλάχιστον εβδομάδας. Καταρχήν, προθεσμία μίας τουλάχιστον εβδομάδας ισχύει επίσης για την κλήτευση των ενδιαφερόμενων μερών για να παραστούν στη διαδικασία που κινείται με αίτηση (verzoekschriftprocedure), εκτός αν άλλως ορίζει το δικαστήριο [άρθρα 114-119 και 276 (κλήτευση διαδίκων και τρίτων) και τα άρθρα 170 και 284 (κλήτευση μαρτύρων) του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Wetboek van Burgerlijke Rechtsvordering)]. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, εάν ο εναγόμενος έχει γνωστή διεύθυνση ή τόπο διαμονής εκτός Κάτω Χωρών, η προθεσμία κλήτευσής του είναι τουλάχιστον 4 εβδομάδες (άρθρο 115 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

β. Ανώτατες προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων. Το ένδικο μέσο της ανακοπής (verzet) κατά κανόνα πρέπει να ασκηθεί εντός 4 εβδομάδων. Γενικά, προθεσμία 3 μηνών ισχύει για την άσκηση έφεσης (hoger beroep), αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (cassatie) και αίτησης ακύρωσης τελεσίδικης απόφασης (herroeping) [βλέπε άρθρο 143 (ανακοπή), άρθρα 339 και 358 (έφεση), άρθρα 402 και 426 (αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου) και άρθρα 383 και 391 (ακύρωση τελεσίδικης απόφασης) του κώδικα πολιτικής δικονομίας].

γ. Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και έκδοσης αποφάσεων από το δικαστήριο. Γενικά οι εν λόγω προθεσμίες κυμαίνονται από 2 έως 6 εβδομάδες. Σε συγκεκριμένες περιστάσεις το δικαστήριο ενδέχεται να επιτρέψει την αναβολή της διενέργειας των διαδικαστικών πράξεων.

δ. Προθεσμίες κίνησης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου και επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Η γενική προθεσμία είναι 20 έτη. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, ισχύει συντομότερη πενταετής προθεσμία. Οι πρόσθετες χρηματικές ποινές παραγράφονται 6 μήνες μετά την ημέρα επιβολής τους. Παραγραφή που έχει ήδη αρχίσει μπορεί να διακοπεί, ενώ μετά τη διακοπή μπορεί να αρχίσει νέα παραγραφή. Επί παραδείγματι, η παραγραφή για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να διακοπεί με την επίδοση της απόφασης ή με οποιαδήποτε άλλη πράξη εκτέλεσης (άρθρα 306-325, Βιβλίο 3, του αστικού κώδικα (Burgerlijk Wetboek).

Οι νόμιμες προθεσμίες υπόκεινται επίσης στους κανόνες που ορίζει ο νόμος για τη γενική παράταση των προθεσμιών (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροAlgemene Termijnenwet).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, ο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρο νόμος για τη γενική παράταση των προθεσμιών ορίζει ως επίσημες αργίες τις παρακάτω:

  • Πρωτοχρονιά: 1η Ιανουαρίου
  • Μεγάλη Παρασκευή: Παρασκευή προ του Πάσχα
  • Δευτέρα του Πάσχα: Δευτέρα μετά το Πάσχα
  • Εορτή της Αναλήψεως: Πέμπτη, 40 ημέρες μετά το Πάσχα
  • Ημέρα του Βασιλιά: 27 Απριλίου
  • Ημέρα Απελευθέρωσης: 5 Μαΐου
  • Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος: Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή
  • Χριστούγεννα και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων: 25 και 26 Δεκεμβρίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι νόμιμες προθεσμίες διέπονται από τον νόμο για τη γενική παράταση των προθεσμιών. Ο εν λόγω νόμος ορίζει ότι νόμιμη προθεσμία που λήγει Σάββατο, Κυριακή ή σε επίσημη αργία παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης ημέρας που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημη αργία. Εάν είναι αναγκαίο, προθεσμία τουλάχιστον 3 ημερών παρατείνεται για να συμπεριλάβει τουλάχιστον 2 ημέρες που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημες αργίες.

Στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες των αστικών υποθέσεων που κινούνται με κλήτευση (Landelijk procesreglement voor civiele dagvaardingen bij de rechtbanken), η προθεσμία 6 εβδομάδων θεωρείται το σημείο εκκίνησης για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και την έκδοση της απόφασης. Σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες πολιτικής δικονομίας για τα ειρηνοδικεία (Landelijk reglement voor de civiele rol van de kantonsectoren), καταρχήν τα ειρηνοδικεία κάνουν χρήση της προθεσμίας των 4 εβδομάδων (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.rechtspraak.nl/).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Το χρονικό σημείο έναρξης είναι πάντοτε η επόμενη ημέρα από το κρίσιμο γεγονός.

Κλήτευση

Άνευ αντικειμένου

Ένδικα μέσα

H προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της ανακοπής (επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην) έχει τρία διαφορετικά σημεία έναρξης:

  1. την επίδοση της απόφασης στον καταδικασθέντα διάδικο αυτοπροσώπως
  2. σε περίπτωση που χρησιμοποιείται άλλη μέθοδος επίδοσης: τη διενέργεια από τον καταδικασθέντα διάδικο πράξης με την οποία αποδεικνύεται ότι τελεί σε γνώση της απόφασης ή της έναρξης της εκτέλεσης και
  3. σε άλλες περιπτώσεις: κατά την περάτωση της εκτέλεσης της απόφασης.

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και αναίρεσης υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Πρώτη ημέρα της προθεσμίας είναι η επόμενη ημέρα από την έκδοση της εν λόγω απόφασης. Βλέπε επίσης την απάντηση στην ερώτηση 12.

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και αναίρεσης υπολογίζεται:

  • από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τον διάδικο που ασκεί το ένδικο μέσο και τους ενδιαφερόμενους που παρίστανται στη διαδικασία, και
  • μετά την επίδοση ή άλλως κοινοποίηση της απόφασης, για τους άλλους ενδιαφερόμενους.

Η προθεσμία υποβολής αίτησης ακύρωσης δικαστικής απόφασης που έχει καταστεί τελεσίδικη αρχίζει αφότου προκύψει ο λόγος ακύρωσης και αφότου ο αιτών απέκτησε γνώση αυτού, πάντως όχι προτού καταστεί τελεσίδικη η δικαστική απόφαση, δηλαδή όταν πλέον δεν μπορεί να ακυρωθεί με ανακοπή, έφεση ή αναίρεση.

Διαδικαστικές πράξεις

Οι πάγιες προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων υπολογίζονται γενικά από την προηγούμενη ημερομηνία πινακίου, σε πλήρεις εβδομάδες. Παράδειγμα: κατόπιν συζήτησης υπόθεσης η οποία, σύμφωνα με το πινάκιο, διεξάγεται ημέρα Τετάρτη, η υπόθεση εγγράφεται εκ νέου στο πινάκιο ημέρα Τετάρτη, 4 εβδομάδες αργότερα, με προθεσμία κατάθεσης τις 10 π.μ. Εάν, για παράδειγμα, η υπόθεση διαγραφεί από το πινάκιο, το δικαστήριο ορίζει την ημερομηνία της εκ νέου εγγραφής της στο πινάκιο.

Προθεσμίες

Ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής εξαρτάται από τη φύση της αγωγής. Για παράδειγμα, το δικαίωμα άσκησης αγωγής με αίτημα την εκτέλεση συμβατικής υποχρέωσης που συνίσταται σε παροχή ή πράξη παραγράφεται 5 έτη μετά την ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή. Παράδειγμα: το δικαίωμα άσκησης αγωγής με αίτημα την άρση παρανομίας παραγράφεται 5 έτη μετά την έναρξη της επόμενης ημέρας από αυτή κατά την οποία μπορεί να αξιωθεί η άμεση άρση της παρανομίας.

Εκτέλεση

Καταρχήν, το δικαίωμα επίσπευσης της εκτέλεσης παραγράφεται 20 έτη μετά την έναρξη της επόμενης ημέρας από την έκδοση της απόφασης.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι. Παρά ταύτα, σε ορισμένες περιπτώσεις ο τρόπος που η απόφαση περιέρχεται σε γνώση ενός διαδίκου επηρεάζει την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου, λ.χ., της άσκησης ανακοπής. Βλέπε επίσης την απάντηση στην ερώτηση 4.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι. Η προθεσμία ξεκινά την επόμενη ημέρα από αυτή της επέλευσης του γεγονότος.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Εκτός αν άλλως ορίζεται, στο ολλανδικό δίκαιο χρησιμοποιούνται ημερολογιακές ημέρες. Ο νόμος για τη γενική παράταση των προθεσμιών ορίζει ότι η προθεσμία που λήγει Σάββατο, Κυριακή ή σε επίσημη αργία παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης ημέρας που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημη αργία.

Περαιτέρω, εάν κριθεί αναγκαίο, μια νόμιμη προθεσμία τουλάχιστον 3 ημερών παρατείνεται για να συμπεριλάβει τουλάχιστον 2 ημέρες που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημες αργίες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες αυτές αναφέρονται επίσης σε ημερολογιακούς μήνες και ημερολογιακά έτη.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Κλήτευση

Άνευ αντικειμένου

Ένδικα μέσα

Στη διαδικασία που κινείται με κλήτευση τα ένδικα μέσα ασκούνται με επίδοση κλήσης. Ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορεί να επιδώσει την κλήση μετά τις 8 μ.μ. χωρίς την άδεια του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου καλείται να παραστεί ο διάδικος. Συνεπώς, η προθεσμία λήγει στις 8 μ.μ. της τελευταίας ημέρας. Στην εν λόγω διαδικασία θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ούτε η ημέρα επίδοσης της κλήσης ούτε η ημέρα κατά την οποία ο διάδικος καλείται να παραστεί (η πρώτη ημερομηνία πινακίου) προσμετρώνται στον υπολογισμό της προθεσμίας κλήτευσης. Συνεπώς, η ελάχιστη προθεσμία πρέπει να περιλαμβάνεται μεταξύ των εν λόγω δύο ημερομηνιών.

Στη διαδικασία που κινείται με αίτηση τα ένδικα μέσα ασκούνται με κατάθεση αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου. Η εν λόγω κατάθεση μπορεί να γίνει μέσω ταχυδρομείου ή αυτοπροσώπως κατά τις εργάσιμες ώρες της γραμματείας ή με τηλεομοιοτυπία έως τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας.

Σε ένδικα μέσα που ασκούνται σε οικογενειακές υποθέσεις, ο χρόνος της έναρξης διαφέρει ελαφρά από αυτόν που ισχύει για τα ένδικα μέσα σε άλλες διαδικασίες που κινούνται με αίτηση (βλέπε επίσης την απάντηση στην ερώτηση 4. «Ένδικα μέσα»). Ο εφεσιβάλλων μπορεί να ασκήσει έφεση εντός 3 μηνών από την ημέρα της έκδοσης της απόφασης. Άλλοι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν έφεση εντός 3 μηνών από την επίδοση ή άλλως την κοινοποίηση της απόφασης.

Διαδικαστικές πράξεις

Εάν μια υπόθεση περιλαμβάνεται στο πινάκιο, ισχύουν τα παρακάτω για την κατάθεση των εγγράφων. Καταρχήν, ένα έγγραφο που προορίζεται για συγκεκριμένη ημερομηνία πινακίου κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου έως την προθεσμία κατάθεσης. Το δικαστήριο πρέπει να έχει στη διάθεσή του οποιοδήποτε έγγραφο και έκθεση, εκτός της κλήσης, το αργότερο έως τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες η ημέρα και η ώρα υποχρεωτικής κατάθεσης των εγγράφων είναι η Τετάρτη στις 10 π.μ. Εάν δεν διεξάγεται συζήτηση λόγω εξέτασης της υπόθεσης σε γραπτή διαδικασία, τα έγγραφα κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου έως και την ημερομηνία του πινακίου. Το ειρηνοδικείο διεξάγει πάντοτε συζητήσεις, διότι εν προκειμένω οι διαδικαστικές πράξεις μπορούν επίσης να εκτελεστούν προφορικά. Τα έγγραφα πρέπει να κατατεθούν στη γραμματεία του δικαστηρίου το αργότερο κατά την προηγούμενη ημέρα από την ημερομηνία του πινακίου. Τούτο μπορεί να γίνει μέσω ταχυδρομείου ή αυτοπροσώπως κατά τις εργάσιμες ώρες της γραμματείας ή με τηλεομοιοτυπία έως τα μεσάνυχτα της εν λόγω ημέρας.

Προθεσμίες

Βλέπε επίσης την απάντηση «Προθεσμίες» στην ερώτηση 4. Για ορισμένα δικαιώματα προσφυγής στο δικαστήριο είναι σημαντικός ο χρόνος κατά τον οποίο ο διάδικος λαμβάνει γνώση ενός συγκεκριμένου γεγονότος. Παράδειγμα: το δικαίωμα άσκησης αγωγής για την είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παραγράφεται 5 έτη μετά την έναρξη της επόμενης ημέρας κατά την οποία ο δανειστής έλαβε γνώση της ύπαρξης της αξίωσης και της ταυτότητας του αποδέκτη, και σε κάθε περίπτωση 20 έτη μετά τη γέννηση της αξίωσης.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι, μια προθεσμία που λήγει Σάββατο, Κυριακή ή σε επίσημη αργία παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης ημέρας που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημη αργία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον νόμο για τη γενική παράταση των προθεσμιών παραγραφής εξαιρούνται οι προθεσμίες που λήγουν σε συγκεκριμένο χρόνο ή με την επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος. Δηλαδή, ο παρών κανόνας ισχύει για ανώτατες και όχι ελάχιστες προθεσμίες παραγραφής.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος τάσσει παράταση της προθεσμίας. Για παράδειγμα, εάν ο ηττηθείς διάδικος αποβιώσει κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης και οι κληρονόμοι του επιθυμούν να τον διαδεχθούν στη διαδικασία της έφεσης, ισχύει νέα περίοδος τριών μηνών.

Γενικά, ωστόσο, οι κανόνες για τις προθεσμίες εφαρμόζονται αυστηρά, παρότι το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) έχει δεχτεί εξαίρεση για τις περιπτώσεις που ο εφεσιβάλλων δεν έλαβε αμέσως γνώση της απόφασης λόγω σφάλματος ή παράλειψης του δικαστηρίου. Στην εν λόγω περίπτωση, χορηγείται σύντομη παράταση στον διάδικο που ανυπαίτια δεν συμμορφώθηκε με την προθεσμία.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία κατάθεσης έφεσης είναι συνήθως 3 μήνες. Σε ορισμένες αστικές υποθέσεις, όπως στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ταχεία διαδικασία) ισχύουν συντομότερες προθεσμίες για την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, δηλαδή προθεσμίες 4 και 8 εβδομάδων αντίστοιχα.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Όλες οι προθεσμίες που αφορούν την εμφάνιση διαδίκου στο δικαστήριο συνιστούν ελάχιστες προθεσμίες. Δεν ορίζεται ανώτατη προθεσμία.

Κλήτευση

Το δικαστήριο μπορεί, με αίτημα του αιτούντος, να συντάμει τις προθεσμίες και εφόσον κριθεί αναγκαίο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κλήτευση διενεργείται μόνον αφότου ο δικαστής έχει ορίσει την ημερομηνία και τον χρόνο της συζήτησης, που μπορεί να διεξαχθεί και Κυριακή. Εάν κριθεί αναγκαίο, ο διάδικος μπορεί να κληθεί εντός εξαιρετικά σύντομης προθεσμίας. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να ορίσει συντομότερη προθεσμία κλήτευσης διαδίκου σε διαδικασία που κινείται με αίτηση.

Το δικαστήριο δεν μπορεί να παρατείνει τις προθεσμίες για την κλήτευση διαδίκου, παρότι μπορεί να ορίσει μεγαλύτερη προθεσμία κλήτευσης για την εμφάνιση στη διαδικασία που κινείται με αίτηση (βλέπε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις 7 και 8).

Διαδικαστικές πράξεις

Το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει τις προθεσμίες εντός των οποίων οι διάδικοι πρέπει να διενεργήσουν διαδικαστικές πράξεις, εφόσον υποβληθεί σχετικό κοινό αίτημα των διαδίκων. Σε περίπτωση μονομερούς αιτήματος, παράταση χορηγείται μόνον για σπουδαίους λόγους ή λόγω ανωτέρας βίας. Οι σπουδαίοι λόγοι περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την πραγματική ή νομική πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την ανάγκη αναμονής της έκδοσης απόφασης σε άλλες σχετικές διαδικασίες ή όταν ο διάδικος ή ο δικηγόρος του είναι ασθενής ή σε διακοπές.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Το ολλανδικό δίκαιο δεν περιέχει σχετική πρόβλεψη

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Κλήτευση

Εάν η κλήτευση διαδίκου δεν σεβαστεί τις ταχθείσες προθεσμίες και δεν προσέλθει ο κλητευθείς, και το δικαστήριο την κηρύττει άκυρη. Η ακυρότητα δεν επέρχεται αυτοδίκαια. Ο ενάγων μπορεί να θεραπεύσει το εν λόγω ελάττωμα αναθέτοντας στον δικαστικό επιμελητή να επιδώσει τροποποιημένη κλήση πριν από την πρώτη ημερομηνία του πινακίου.

Εάν ο εναγόμενος δεν παραστεί την πρώτη ημερομηνία του πινακίου, εξετάζεται το κατά πόσον η κλήση είχε ελαττώματα που ενδεχομένως την καθιστούν άκυρη. Αν η κλήση δεν είναι άκυρη, ο εναγόμενος κηρύσσεται ερημοδικήσας και η αγωγή γίνεται γενικά δεκτή ερήμην του. Εάν ο εναγόμενος δεν παραστεί και πιθανολογείται ότι δεν έχει λάβει την κλήση του δικαστικού επιμελητή λόγω του ελαττώματος, το δικαστήριο κηρύττει την κλήση άκυρη.

Εάν ο εναγόμενος δεν παραστεί ή δεν ορίσει δικηγόρο παρότι είχε ειδοποιηθεί σχετικά κατά την κλήτευση και προκύπτει ότι η κλήση του δικαστικού επιμελητή ήταν άκυρη λόγω ελαττώματος, ο εναγόμενος δεν κηρύσσεται ερημοδικήσας. Το δικαστήριο ορίζει νέα ημερομηνία πινακίου και διατάσσει την άρση του ελαττώματος με έξοδα του ενάγοντα. Εάν ο εναγόμενος παραστεί και δεν επικαλεστεί το ελάττωμα, η κλήτευση θεωρείται ότι διενεργήθηκε σωστά.

Ένδικα μέσα

Η μη τήρηση της προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου επισείει την απόρριψή του. Η υποκείμενη δικαστική απόφαση καθίσταται τότε τελεσίδικη, δηλαδή δεν μπορεί πλέον να ακυρωθεί με ένσταση, έφεση ή αναίρεση.

Διαδικαστικές πράξεις

Εάν μια διαδικαστική πράξη δεν διενεργηθεί ενός της καθορισμένης προθεσμίας, μπορεί να χορηγηθεί αναβολή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 10). Εάν δεν μπορεί να χορηγηθεί αναβολή, το δικαίωμα διενέργειας της διαδικαστικής πράξης παραγράφεται.

Προθεσμίες

Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν ενέργησε εντός της προθεσμίας άσκησης αγωγής, το σχετικό του δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από την αξίωση εξακολουθεί να υφίσταται. Ωστόσο, δεν είναι πλέον εφικτό να ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι διάδικοι που δεν τήρησαν τις δικονομικές προθεσμίες έχουν στη διάθεσή τους τα παρακάτω ένδικα μέσα.

Κλήτευση

Ο εναγόμενος που δεν παρίσταται στην πρώτη συζήτηση την ημερομηνία του πινακίου γενικά δικάζεται ερήμην. Έως την έκδοση της οριστικής απόφασης, ο εν λόγω εναγόμενος μπορεί να αποτρέψει την έκδοση ερήμην απόφασης εμφανιζόμενος στη διαδικασία ως διάδικος. Μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο της ανακοπής. Η έκδοση απόφασης ερήμην, η αποτροπή της έκδοσης ερήμην απόφασης με την εμφάνιση στο δικαστήριο και η ανακοπή δεν ισχύουν στη διαδικασία που κινείται με αίτηση. Στις εν λόγω περιπτώσεις ο οικείος ερημοδικήσας διάδικος έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση.

Ένδικα μέσα

Οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων τηρούνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Οι προθεσμίες για την άσκηση έφεσης και αναίρεσης είναι αποκλειστική. Τα δικαστήρια εφαρμόζουν με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις εν λόγω προθεσμίες για λόγους ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών έχει επιτρέψει έναν βαθμό ευελιξίας στις εφέσεις κατά αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε διαδικασίες που κινούνται με αίτηση. Στο δικόγραφο της έφεσης πρέπει να εκτίθενται οι λόγοι της έφεσης, ωστόσο όταν η απόφαση έχει εκδοθεί αλλά δεν έχει ακόμη κοινοποιηθεί και επομένως ο εφεσιβάλλων δεν έχει πρόσβαση στην αιτιολογία της, χωρεί η έκθεση των λόγων της έφεσης σε ένα μεταγενέστερο, συμπληρωματικό δικόγραφο. Η έφεση πρέπει ωστόσο να έχει κατατεθεί εμπρόθεσμα. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο είχε διαπράξει διπλό σφάλμα η προθεσμία παρατείνεται κατά 14 ημέρες μετά την παραλαβή της απόφασης. Τούτο ισχύει εάν ο εφεσιβάλλων δεν γνώριζε και δεν θα μπορούσε να γνωρίζει πότε θα εκδιδόταν η απόφαση λόγω σφάλματος του δικαστηρίου (ή της γραμματείας του δικαστηρίου) και η απόφαση του κοινοποιήθηκε ή εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης λόγω σφάλματος που δεν μπορεί να αποδοθεί στον εφεσιβάλλοντα. Στη διαδικασία που κινείται με κλήτευση, το δικόγραφο της έφεσης δεν απαιτείται να εκθέτει τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι αυτοί εκτίθενται σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

Διαδικαστικές πράξεις

Σε συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορεί να ζητηθεί αναβολή για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 13). Σε περίπτωση που δεν δοθεί αναβολή, το δικαίωμα διενέργειας της διαδικαστικής πράξης παραγράφεται.

Προθεσμίες

Δεν διατίθεται ένδικο μέσο για την προσβολή της λήξης μιας προθεσμίας παραγραφής, παρεκτός για την διακοπή της σε εύθετο χρόνο (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 1. δ.). Ωστόσο, σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι η επίκληση της παραγραφής αντίκειται στις αρχές του προσήκοντος και της δίκαιης δίκης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 09/02/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Αυστρία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Στο αυστριακό δίκαιο υπάρχουν διάφορα είδη προθεσμιών.

Γίνεται διάκριση μεταξύ των δικονομικών προθεσμιών, δηλαδή των χρονικών περιόδων έως τη λήξη των οποίων κάποιος διάδικος ή άλλος συμμετέχων στη δίκη μπορεί ή πρέπει να εκτελέσει μια συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη, και των προθεσμιών ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή των χρονικών περιόδων έως τη λήξη των οποίων πρέπει να συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός για να προκύψουν από αυτό ορισμένες συνέπειες ουσιαστικού δικαίου στο πλαίσιο της έννομης τάξης [π.χ. η προθεσμία για την άσκηση αγωγής προσβολής της νομής σύμφωνα με το άρθρο 454 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung – ZPO) ή οι προθεσμίες καταγγελίας σύμβασης μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 560 του ZPO]. Σημαντικό είναι ότι στις δικονομικές προθεσμίες, σε αντίθεση με τις προθεσμίες ουσιαστικού δικαίου, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες της ταχυδρομικής αποστολής. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένδικο μέσο (δικονομική προθεσμία) θεωρείται εμπρόθεσμο εφόσον ταχυδρομήθηκε (ημερομηνία της σφραγίδας του ταχυδρομείου) την τελευταία ημέρα της σχετικής προθεσμίας, ακόμη και αν φθάσει στο δικαστήριο μετά τη λήξη της προθεσμίας.

Διάκριση γίνεται επίσης μεταξύ των προθεσμιών των οποίων η διάρκεια ορίζεται απευθείας από τον νόμο (π.χ. οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων) και των προθεσμιών των οποίων η διάρκεια ορίζεται από το δικαστήριο ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε υπόθεσης (π.χ. η προθεσμία για την καταβολή εγγυοδοσίας). Συνδυασμό των δύο περιπτώσεων αποτελούν οι καθοδηγητικές προθεσμίες, για τις οποίες ο νόμος καθορίζει απλώς ορισμένο χρονικό πλαίσιο (μια ελάχιστη ή μια μέγιστη διάρκεια ή μια κατά προσέγγιση διάρκεια, όπως στο άρθρο 257 παράγραφος 1 του ZPO για την ημερομηνία της προκαταρκτικής δικασίμου).

Οι απόλυτες προθεσμίες καθορίζονται μέσω της χρονικής στιγμής κατά την οποία λήγουν (συνήθως ορισμένη ημερολογιακή ημέρα), ενώ στις σχετικές προθεσμίες καθορίζεται η διάρκειά τους· η έναρξή τους καθορίζεται από το γεγονός που συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας.

Κατά κανόνα, οι προθεσμίες μπορούν να παραταθούν από το δικαστήριο (προθεσμίες υποκείμενες σε παράταση). Οι προθεσμίες των οποίων την παράταση ο νόμος, κατ’ εξαίρεση, απαγορεύει ονομάζονται προθεσμίες που δεν υπόκεινται σε παράταση ή αναγκαστικές προθεσμίες.

Η διάκριση μεταξύ προθεσμιών που υπόκεινται σε επαναφορά και προθεσμιών που δεν υπόκεινται σε επαναφορά γίνεται με βάση το αν, σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας, είναι δυνατή ή όχι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Κατά κανόνα, οι προθεσμίες υπόκεινται σε επαναφορά· στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος, κατ’ εξαίρεση, απαγορεύει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, οι σχετικές προθεσμίες ονομάζονται αποκλειστικές προθεσμίες ή προθεσμίες που επιφέρουν έκπτωση. Αποκλειστικές δικονομικές προθεσμίες αποτελούν, για παράδειγμα, οι απόλυτες προθεσμίες για την άσκηση αγωγής ακύρωσης και για την άσκηση αγωγής επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 534 παράγραφος 3 του ZPO).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Στην Αυστρία μη εργάσιμες ημέρες είναι το Σάββατο, η Κυριακή, η Μεγάλη Παρασκευή και οι επίσημες αργίες. Επίσημες αργίες στην Αυστρία είναι η 1η Ιανουαρίου (Πρωτοχρονιά), η 6η Ιανουαρίου (εορτή των Θεοφανείων), η Δευτέρα του Πάσχα, η 1η Μαΐου (εθνική εορτή), η εορτή της Αναλήψεως, η Δευτέρα της Πεντηκοστής, η εορτή της Αγίας Δωρεάς, η 15η Αυγούστου (εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), η 26η Οκτωβρίου (εθνική εορτή), η 1η Νοεμβρίου (εορτή των Αγίων Πάντων), η 8η Δεκεμβρίου (εορτή της Αμώμου Συλλήψεως), η 25η Δεκεμβρίου (εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και η 26η Δεκεμβρίου (εορτή του Αγίου Στεφάνου).

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι διατάξεις που διέπουν τις προθεσμίες περιλαμβάνονται κατά βάση στα άρθρα 123 έως 129, 140 έως 143 και 222 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung – ZPO), καθώς και στο άρθρο 89 του νόμου περί οργάνωσης των δικαστηρίων (Gerichtsorganisationsgesetz – GOG).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Κατά κανόνα, η προθεσμία αρχίζει με την επίδοση της απόφασης με την οποία τάσσεται η προθεσμία ή η οποία αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας διαφορετικά, με τη δημοσίευσή της (άρθρο 124 του ZPO).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Ναι, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, κατά τον οποίο ως χρόνος επίδοσης λογίζεται καταρχήν ο χρόνος της επίδοσης ή της δημοσίευσης της απόφασης με την οποία τάσσεται η προθεσμία ή η οποία αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, ως χρόνος επίδοσης των ηλεκτρονικά διαβιβαζόμενων δικαστικών αποφάσεων και πράξεων κατά το άρθρο 89a παράγραφος 2 του νόμου περί οργάνωσης των δικαστηρίων (Gerichtsorganisationsgesetz – GOG) λογίζεται η επόμενη εργάσιμη ημέρα της ημέρας περιέλευσής τους στο ηλεκτρονικό πεδίο ελέγχου του παραλήπτη (το Σάββατο δεν θεωρείται συναφώς εργάσιμη ημέρα — άρθρο 89d παράγραφος 2 του GOG).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Για τον υπολογισμό των προθεσμιών που προσδιορίζονται σε ημέρες δεν συνυπολογίζεται η ημέρα εντός της οποίας βρίσκεται η χρονική στιγμή ή λαμβάνει χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας.

Αντιθέτως, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή του τελευταίου μήνα η οποία αντιστοιχεί κατ’ όνομα ή κατ’ αριθμό με την ημέρα κατά την οποία άρχισε η προθεσμία. Αν η αντίστοιχη ημέρα δεν υπάρχει τον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του εν λόγω μήνα.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Για τον υπολογισμό των προθεσμιών που προσδιορίζονται σε ημέρες υπολογίζονται οι ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Δεδομένου του τρόπου κατά τον οποίο υπολογίζονται οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη (βλ. ερωτήσεις 6 και 9), το ζήτημα αυτό δεν τίθεται για τις εν λόγω προθεσμίες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή του τελευταίου μήνα η οποία αντιστοιχεί κατ’ όνομα ή κατ’ αριθμό με την ημέρα κατά την οποία άρχισε η προθεσμία. Αν η αντίστοιχη ημέρα δεν υπάρχει τον τελευταίο μήνα της προθεσμίας (π.χ. όταν μια μηναία προθεσμία αρχίζει στις 31 Ιανουαρίου), η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού (στο παράδειγμά μας: την 28η ή την 29η Φεβρουαρίου). Τα Σάββατα, οι Κυριακές, οι επίσημες αργίες ή η Μεγάλη Παρασκευή δεν εμποδίζουν την έναρξη και τη διαδρομή προθεσμιών.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι. Αν προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή, επίσημη αργία ή Μεγάλη Παρασκευή, η λήξη της μετατίθεται στην επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι αναγκαστικές προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων αναστέλλονται από τη 15η Ιουλίου έως τη 17η Αυγούστου και από την 24η Δεκεμβρίου έως την 6η Ιανουαρίου. Αν κατά την έναρξη περιόδου αναστολής κατά τα παραπάνω τρέχει τέτοια αναγκαστική προθεσμία ή αν η έναρξη τέτοιας αναγκαστικής προθεσμίας λαμβάνει χώρα σε περίοδο αναστολής κατά τα παραπάνω, η αναγκαστική προθεσμία παρατείνεται κατά το σύνολο της περιόδου αναστολής ή κατά το τμήμα της περιόδου αναστολής που απομένει κατά την έναρξη της προθεσμίας.

Αυτό δεν ισχύει για ορισμένες ειδικές διαδικασίες, ιδίως για τις διαφορές που αφορούν διατάραξη νομής, διατροφή, τις αγωγές εκτέλεσης και τα ασφαλιστικά μέτρα, καθώς και για τις προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων κατά αποφάσεων ερήμην και αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατόπιν αναγνώρισης της αξίωσης από τον εναγόμενο.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων εξαρτώνται, καταρχήν, από το είδος της απόφασης (απόφαση ή διάταξη) και από το αντικείμενο της υπόθεσης. Στις αστικές υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά διάταξης είναι κατά κανόνα 14 ημέρες, ενώ η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά απόφασης είναι τέσσερις εβδομάδες.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Κατά κανόνα, οι προθεσμίες μπορούν να παραταθούν από το δικαστήριο (προθεσμίες υποκείμενες σε παράταση). Οι προθεσμίες των οποίων την παράταση ο νόμος, κατ’ εξαίρεση, απαγορεύει ονομάζονται προθεσμίες που δεν υπόκεινται σε παράταση ή αναγκαστικές προθεσμίες (π.χ. οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων).

Όλες οι προθεσμίες μπορούν να συντμηθούν βάσει συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων που αποδεικνύεται εγγράφως. Κατόπιν αιτήματος διαδίκου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη σύντμηση προθεσμίας, αν πιθανολογείται ότι η σύντμηση είναι αναγκαία για την αποτροπή επαπειλούμενης σημαντικής βλάβης και αν ο διάδικος για πράξη του οποίου τάσσεται η προθεσμία μπορεί να εκτελέσει τη διαδικαστική πράξη εντός της συντμηθείσας προθεσμίας χωρίς δυσχέρεια (άρθρο 129 του ZPO).

Προθεσμία μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο κατόπιν σχετικού αιτήματος, αν ο διάδικος ο οποίος υπόκειται στην προθεσμία αδυνατεί, για αναπόφευκτους ή εν πάση περιπτώσει πολύ σημαντικούς λόγους, να εκτελέσει τη διαδικαστική πράξη εντός της προθεσμίας και ιδίως αν, χωρίς την παράταση της προθεσμίας, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία (άρθρο 128 παράγραφος 2 του ZPO). Παράταση προθεσμίας με συμφωνία μεταξύ των διαδίκων δεν επιτρέπεται (άρθρο 128 παράγραφος 1 του ZPO).

Εντούτοις, οι κλητεύσεις εκδίδονται καταρχήν για συγκεκριμένη ημερομηνία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής των «προθεσμιών κλήτευσης» ή των «ειδικών προθεσμιών» για τις κλητεύσεις.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι, επειδή εν προκειμένω σημασία έχει η εμπρόθεσμη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων οι οποίες πρέπει να διενεργηθούν ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Γενικά, η απώλεια της προθεσμίας διενέργειας διαδικαστικής πράξης έχει ως συνέπεια την έκπτωση του οικείου διαδίκου από το δικαίωμα διενέργειας της εν λόγω πράξης (αποτέλεσμα έκπτωσης, άρθρο 144 του ZPO). Εξαιρέσεις εισάγουν, για παράδειγμα, το άρθρο 289 παράγραφος 2 του ZPO (συνέπειες της μη εμφάνισης σε αποδεικτική διαδικασία) και το άρθρο 491 του ZPO (συνέπειες της μη εμφάνισης στη συζήτηση έφεσης).

Εκπρόθεσμα διενεργηθείσα διαδικαστική πράξη είναι κατά κανόνα αυτοδικαίως απαράδεκτη, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις κηρύσσεται απαράδεκτη μόνο κατόπιν σχετικής αίτησης (του αντιδίκου).

Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απώλεια προθεσμίας επιφέρει, πέραν των γενικών, και ειδικές συνέπειες. Οι συνέπειες αυτές είναι εξαιρετικά πολυποίκιλες. Η σημαντικότερη ειδική συνέπεια της απώλειας προθεσμίας είναι ότι, στην πολιτική δίκη, σε περίπτωση που διάδικος απωλέσει προθεσμία, ο αντίδικός του μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να ζητήσει την έκδοση ερήμην απόφασης (άρθρα 396 και 442 του ZPO). Άλλα παραδείγματα είναι τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 170 του ZPO, η μη παράσταση σε δικάσιμο αμφότερων των διαδίκων επιφέρει διακοπή της δίκης (για τουλάχιστον τρεις μήνες). Στη διαδικασία των γαμικών διαφορών, σε περίπτωση μη παράστασης του ενάγοντος, η αγωγή κηρύσσεται, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εναγομένου, ανακληθείσα χωρίς παραίτηση από την αξίωση (άρθρο 460 σημείο 5 του ZPO).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η άρση των έννομων συνεπειών που επέφερε η μη παράσταση σε δικάσιμο ή η απώλεια της προθεσμίας διενέργειας διαδικαστικής πράξης μπορεί να επιτευχθεί με τα ακόλουθα ένδικα βοηθήματα:

Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (άρθρα 146 επ. του ZPO):

Η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αποτελεί ένδικο βοήθημα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την άρση των συνεπειών της μη παράστασης σε δικάσιμο ή της απώλειας προθεσμίας για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, αν η ερημοδικία / απώλεια της προθεσμίας εκ μέρους του διαδίκου ή του εκπροσώπου του οφείλεται σε απρόβλεπτο ή αναπόφευκτο γεγονός και ο διάδικος ή ο εκπρόσωπός του δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα ή βαρύνεται με ελαφρύ μόνο πταίσμα (ελαφρά αμέλεια) για την ερημοδικία / απώλεια της προθεσμίας. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας 14 ημερών από την άρση του κωλύματος.

Ανακοπή (άρθρα 397a και 442a του ZPO):

Η ανακοπή αποτελεί ένδικο βοήθημα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξαφάνιση ερήμην απόφασης του άρθρου 396 ή του άρθρου 442 του ZPO. Η ανακοπή πρέπει κατά κανόνα να ασκηθεί εντός μη υποκείμενης σε παράταση προθεσμίας 14 ημερών από την επίδοση της ερήμην απόφασης, με τη μορφή εισαγωγικού δίκης δικογράφου και ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση.

Έφεση (άρθρα 461 επ. του ZPO):

Ερήμην απόφαση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, ιδίως στη βάση ότι δεν υπήρξε ερημοδικία επειδή συντρέχει λόγος ακυρότητας από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 477 παράγραφος 1 σημεία 4 και 5 του ZPO (πλημμελής επίδοση ή μη εκπροσώπηση του διαδίκου κατά τη διαδικασία). Ωστόσο, η έφεση λόγω ακυρότητας δεν ασκείται λόγω πραγματικής ερημοδικίας του διαδίκου, αλλά —όπως όλα τα ένδικα μέσα— λόγω σφάλματος του δικαστηρίου, εξαιτίας του οποίου φαίνεται να υπάρχει ερημοδικία του διαδίκου.

Τελευταία επικαιροποίηση: 05/06/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση πολωνικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Προθεσμίες των διαδικασιών - Πολωνία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Η πολωνική πολιτική δικονομία ορίζει 1) νόμιμες, δικαστικές και συμβατικές προθεσμίες για τις διαδικαστικές πράξεις που πρέπει να διενεργηθούν από τους διαδίκους και 2) ενδεικτικές προθεσμίες για τις διαδικαστικές πράξεις που πρέπει να διενεργήσει το δικαστήριο.

Δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των (καταληκτικών) νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών.

Οι νόμιμες προθεσμίες, οι οποίες ορίζονται ως αποσβεστικές προθεσμίες (γεγονός που σημαίνει ότι η μη τήρησή τους καθιστά άκυρη την εκάστοτε εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη), καθορίζονται σε τυπικούς νόμους. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Οι νόμιμες προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν κατά τον χρόνο που ορίζει ο τυπικός νόμος. Δύο είναι τα είδη των νόμιμων προθεσμιών: οι προθεσμίες πριν από την παρέλευση των οποίων πρέπει να εκτελεστεί μια πράξη και οι προθεσμίες μετά τις οποίες μπορεί να εκτελεστεί μια πράξη. Οι νόμιμες προθεσμίες περιλαμβάνουν τις προθεσμίες κατάθεσης ένδικων μέσων, λ.χ. τις προθεσμίες κατάθεσης έφεσης ή προσφυγής.

Οι δικαστικές προθεσμίες ορίζονται ομοίως ως αποσβεστικές προθεσμίες, αλλά τάσσονται από το δικαστήριο ή από δικαστή. Οι δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν, μόνο όμως για σπουδαίο λόγο και έπειτα από αίτηση που κατατέθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας, ακόμη και χωρίς την ακρόαση του αντιδίκου. Οι εν λόγω προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν από την έκδοση της σχετικής απόφασης ή διαταγής όταν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας ορίζει αυτεπάγγελτη επίδοση, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει με την επίδοση της απόφασης ή της διαταγής. Στις δικαστικές προθεσμίες περιλαμβάνονται ιδίως οι προθεσμίες για τη θεραπεία προβλημάτων που αφορούν την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα δικαστικής παράστασης και οι προθεσμίες για την αποκατάσταση τυπικών ελαττωμάτων έφεσης ή προσφυγής.

Οι συμβατικές προθεσμίες, όπως υποδηλώνει ο όρος, ορίζονται με συμφωνία των διαδίκων. Τυπικό παράδειγμα συνιστά η αναστολή της διαδικασίας έπειτα από κοινό αίτημα των διαδίκων. Εάν οι διάδικοι καταθέσουν τέτοιο αίτημα, το δικαστήριο μπορεί (αλλά δεν είναι υποχρεωμένο) να αναστείλει τη διαδικασία. Η εφαρμογή των προθεσμιών αυτού του είδους εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των διαδίκων.

Οι ενδεικτικές προθεσμίες κατά κανόνα απευθύνονται στις δικαστικές αρχές (δικαστήρια), όχι στους διαδίκους. Η μη τήρησή τους δεν συνεπάγεται δυσμενείς δικονομικές συνέπειες. Βασικός τους σκοπός είναι η εφαρμογή της αρχής της ταχύτητας της διαδικασίας. Παράδειγμα τέτοιας προθεσμίας είναι η προθεσμία που τάσσεται στο δικαστήριο για να συντάξει το σκεπτικό απόφασης.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Δυνάμει του νόμου της 18ης Ιανουαρίου 1951 για τις εξαιρετέες ημέρες, ισχύουν οι εξής εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες:

1. όλες οι Κυριακές (τα Σάββατα δεν αποτελούν εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες),

2. οι ακόλουθες ημέρες:

α) 1 Ιανουαρίου - Πρωτοχρονιά,

β) 6 Ιανουαρίου - Άγια Θεοφάνια,

γ) Κυριακή του Πάσχα,

δ) Δευτέρα του Πάσχα,

ε) 1 Μαΐου - επίσημη αργία,

στ) 3 Μαΐου - εθνική εορτή της τρίτης Μαΐου,

ζ) Κυριακή της Πεντηκοστής,

η) της Αγίας Δωρεάς,

θ) 15 Αυγούστου - Κοίμηση της Θεοτόκου,

ι) 1 Νοεμβρίου - Ημέρα των Αγίων Πάντων,

ια) 11 Νοεμβρίου - εθνική εορτή - ημέρα ανεξαρτησίας,

ιβ) 25 Δεκεμβρίου - Χριστούγεννα,

ιγ) 26 Δεκεμβρίου - Επομένη των Χριστουγέννων.

Το 2019 Κυριακή του Πάσχα είναι η 21η Απριλίου, Δευτέρα του Πάσχα είναι η 22α Απριλίου, Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η 9η Ιουνίου και η εορτή της Αγίας Δωρεάς είναι η 20ή Ιουνίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Στο αστικό δίκαιο, ο όρος «προθεσμία» χρησιμοποιείται με δύο έννοιες. Μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο (λ.χ., 5 Απριλίου 2017) ή σε συγκεκριμένο διάστημα με αρχή και τέλος (λ.χ., 14 ημέρες).

Όταν ορίζεται καταληκτική προθεσμία (ημερομηνία έως την οποία πρέπει να γίνει κάτι), το κρίσιμο στοιχείο είναι ο ακριβής χρόνος λήξης της. Οι προθεσμίες δεν είναι υποχρεωτικό να προσδιορίζονται κατά ημέρες, ωστόσο πρέπει να προσδιορίζονται βάσει της επέλευσης ορισμένου γεγονότος το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη προβλέπουν ότι θα επέλθει σε μια συγκεκριμένη περίσταση.

Οι δικονομικές προθεσμίες προσδιορίζονται με τη χρήση μονάδων χρόνου, όπως η ημέρα, η εβδομάδα, ο μήνας ή το έτος. Βάσει του άρθρου 165 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στις περιπτώσεις που τυπικός νόμος, δικαστική απόφαση, απόφαση άλλης κρατικής αρχής ή άλλη νομική πράξη τάσσει προθεσμία χωρίς να προσδιορίζει τον τρόπο υπολογισμού της, η μέθοδος υπολογισμού των προθεσμιών στις αστικές δίκες ρυθμίζεται από τις διατάξεις του αστικού κώδικα σχετικά με τις προθεσμίες (άρθρο 110 του αστικού κώδικα). Η ταχυδρόμηση δικογράφου μέσω των πολωνικών ταχυδρομείων ή ταχυδρομικού γραφείου παρόχου καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμεί με κατάθεση του εν λόγω δικογράφου στο δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για την κατάθεση εγγράφου από στρατιώτη στα κεντρικά γραφεία της μονάδας του, για την κατάθεση εγγράφου από πρόσωπο που στερείται την ελευθερία του στη διοίκηση του σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο κρατείται και για την κατάθεση εγγράφου από μέλος του πληρώματος πολωνικού ποντοπόρου πλοίου στον καπετάνιο του εν λόγω πλοίου.

Η ημέρα έχει 24 ώρες, και αρχίζει και λήγει στις 24:00. Προθεσμία που προσδιορίζεται σε ημέρες εκπνέει στο τέλος της τελευταίας ημέρας. Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ' όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, αν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, νοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα, ενώ ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες. Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Εάν η έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες εξαρτάται από συγκεκριμένο γεγονός, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία. Για παράδειγμα, εάν το δικαστήριο προέβη σε κοινοποίηση στον διάδικο με την οποία τον κάλεσε, στις 11 Ιανουαρίου 2017, να εκτελέσει μια συγκεκριμένη πράξη εντός προθεσμίας επτά ημερών, η εν λόγω προθεσμία έληξε τα μεσάνυχτα (24.00) της 18ης Ιανουαρίου 2017.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Το δικαστήριο μπορεί να πραγματοποιήσει κοινοποίηση με διάφορους τρόπους: μέσω ταχυδρομείου, με δικαστικό επιμελητή, με κλητήρα ή μέσω της υπηρεσίας επιδόσεων του δικαστηρίου. Η επίδοση στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με την παράδοση του εγγράφου για τον παραλήπτη στη γραμματεία του δικαστηρίου. Στο μέτρο που η επίδοση έχει πραγματοποιηθεί νόμιμα, όλες οι εν λόγω μέθοδοι είναι εξίσου έγκυρες, ενώ η μέθοδος που επιλέγεται δεν επηρεάζει την πορεία των προθεσμιών.

Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2016, η νομοθεσία παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να προβαίνει σε επιδόσεις μέσω ενός συστήματος διαβίβασης δεδομένων, εφόσον το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται έχει καταθέσει έγγραφα μέσω του εν λόγω συστήματος ή έχει επιλέξει τον εν λόγω τρόπο. Παραλήπτης που έχει επιλέξει να καταθέτει έγγραφα μέσω συστήματος διαβίβασης δεδομένων μπορεί να αυτοεξαιρεθεί από την ηλεκτρονική επίδοση.

Έγγραφο που επιδίδεται με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι έχει επιδοθεί την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην ηλεκτρονική πιστοποίηση της παραλαβής της αλληλογραφίας, ακόμη κι αν η εν λόγω ημερομηνία είναι εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα. Η παραλαβή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε νυκτερινή ώρα δεν θίγει το κύρος της επίδοσης. Ελλείψει ηλεκτρονικής πιστοποίησης της παραλαβής της αλληλογραφίας, η επίδοση θεωρείται ότι αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της 14 ημέρες μετά την ημερομηνία ανάρτησης του εγγράφου στο σύστημα διαβίβασης δεδομένων. Οι ανωτέρω κανόνες επιβάλλουν στους διαδίκους να ελέγχουν τον ηλεκτρονικό τους λογαριασμό τουλάχιστον κάθε 14 ημέρες.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες, η ημέρα επέλευσής του δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες προσδιορίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Εάν η προθεσμία εκτέλεσης μιας διαδικαστικής πράξης λήγει σε εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Μόνο οι δικαστικές προθεσμίες, δηλαδή οι προθεσμίες που τάσσει το δικαστήριο ή ο πρόεδρός του, μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Απόφαση παράτασης ή σύντμησης μιας προθεσμίας μπορεί να ληφθεί από το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, μόνο όμως για σπουδαίους λόγους, ενώ η αξιολόγηση των λόγων εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια.

Προθεσμία μπορεί να παραταθεί ή να συντμηθεί μόνο κατόπιν αιτήματος διαδίκου, προσώπου που μετέχει σε εκουσία διαδικασία, παρεμβαίνοντα, εισαγγελέα, επιθεωρητή εργασίας, του συνηγόρου του καταναλωτή, μη κυβερνητικής οργάνωσης, πραγματογνώμονα που έχει διορίσει το δικαστήριο ή μάρτυρα, εάν η προθεσμία αφορά τις πράξεις τους. Τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή δικαστή.

Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας της οποίας ζητείται η παράταση ή η σύντμηση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας της Πολωνίας ορίζει νόμιμες δικονομικές προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων ανάλογα με το είδος της δικαστικής απόφασης [απόφαση (wyrok), διαταγή επί της ουσίας της υπόθεσης σε εκουσία διαδικασία (postanowienie co do istoty sprawy w postępowaniu nieprocesowym), απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (wyrok zaoczny), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία βάσει εντολής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu upominawczym), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu nakazowym) και διαταγή (postanowienie)]. Συγκεκριμένα, προβλέπονται οι εξής νόμιμες προθεσμίες:

  • αποφάσεις και διαταγές επί της ουσίας της υπόθεσης στην εκουσία διαδικασία: το σκεπτικό καταρτίζεται εγγράφως έπειτα από αίτηση του διαδίκου για επίδοση της απόφασης και του σκεπτικού της, η οποία κατατίθεται εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας του διατακτικού της απόφασης. Σε δύο περιπτώσεις (αν διάδικος που ενεργεί χωρίς δικηγόρο, νομικό σύμβουλο ή πράκτορα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης επειδή στερούνταν την ελευθερία του και αν η απόφαση απαγγέλθηκε σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών), η εν λόγω προθεσμία της μίας εβδομάδας αρχίζει από την επίδοση του διατακτικού της απόφασης. Έφεση μπορεί να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης και του σκεπτικού της στον εφεσιβάλλοντα. Αν ο διάδικος δεν ζήτησε, εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας του διατακτικού της απόφασης, να του επιδοθεί η απόφαση και το σκεπτικό της, η προθεσμία κατάθεσης της έφεσης αρχίζει να τρέχει από την ημέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής της εν λόγω αίτησης
  • διαταγές: η προθεσμία κατάθεσης προσφυγής είναι μία εβδομάδα και αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της διαταγής ή, αν ο διάδικος δεν ζήτησε εμπρόθεσμα την επίδοση της διαταγής που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο, από την απαγγελία της διαταγής
  • αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην του εναγομένου: ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε μπορεί να ασκήσει ανακοπή εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης
  • αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην του ενάγοντα: το δικαστήριο παραθέτει το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε ερήμην αν η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της ή εν μέρει και αν ο ενάγων είχε ζητήσει να του κοινοποιηθεί το σκεπτικό της απόφασης εντός μίας εβδομάδας από την επίδοση της απόφασης ή αν ο ενάγων δεν είχε καταθέσει τέτοιο αίτημα αλλά άσκησε έφεση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
  • διαταγές πληρωμής βάσει εντολής πληρωμής: ο καθ’ ου οφείλει, βάσει της διαταγής πληρωμής, είτε να ικανοποιήσει την αξίωση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, είτε να καταθέσει ανακοπή εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής
  • διαταγές πληρωμής σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής: με την έκδοση της διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο ορίζει ότι ο καθ’ ου οφείλει είτε να ικανοποιήσει την αξίωση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία της επίδοσης της διαταγής είτε να ασκήσει ανακοπή εντός της ίδιας προθεσμίας.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι μάρτυρες και οι διάδικοι βαρύνονται με την απόλυτη υποχρέωση να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Οι μάρτυρες πρέπει να εμφανιστούν στο δικαστήριο ακόμη και αν δεν γνωρίζουν τις περιστάσεις της υπόθεσης ή έχουν ήδη αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμά τους να αρνηθούν να καταθέσουν. Οι μάρτυρες πρέπει να δικαιολογήσουν εγγράφως την τυχόν απουσία τους πριν από την ημερομηνία της συζήτησης. Η μεταγενέστερη παράθεση λόγων που δικαιολογούν τη μη εμφάνιση στο δικαστήριο δεν αποτρέπει την επιβολή προστίμου στον μάρτυρα από το δικαστήριο κατά τη συζήτηση. Οι μάρτυρες πρέπει να επισυνάψουν στο έγγραφο δικαιολόγησης της απουσίας τους σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η μη εμφάνιση μάρτυρα στο δικαστήριο μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω ασθένειας, σημαντικού επαγγελματικού ταξιδιού ή σοβαρού απρόβλεπτου περιστατικού. Όταν γίνεται επίκληση ασθένειας για τη μη εμφάνιση μάρτυρα που έχει κλητευθεί, πρέπει να υποβληθεί πιστοποιητικό που να βεβαιώνει την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο το οποίο να έχει εκδοθεί από εξουσιοδοτημένο ιατρό. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο θα ορίσει άλλη ημερομηνία εμφάνισης στο ακροατήριο.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Οι διάδικοι και οι μάρτυρες υπόκεινται στους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζει η δικαστική αρχή (δικαστήριο).

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Διαδικαστική πράξη που διενεργεί διάδικος μετά τη λήξη της προθεσμίας είναι άκυρη. Η εν λόγω αρχή ισχύει τόσο για τις νόμιμες όσο και τις δικαστικές προθεσμίες. Η ακυρότητα διαδικαστικής πράξης έχει την έννοια ότι πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που της προσδίδει η νομοθεσία. Διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα είναι άκυρη ακόμη κι αν το δικαστήριο δεν έχει ακόμη εκδώσει την απόφασή του που υπαγορεύεται από τη λήξη της προθεσμίας.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Σε περίπτωση παρέλευσης μιας προθεσμίας, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την επαναφορά της ή την επανάληψη της διαδικασίας.

Εάν ο διάδικος έχει απολέσει την προθεσμία διενέργειας διαδικαστικής πράξης χωρίς δική του υπαιτιότητα, το δικαστήριο θα επαναφέρει την προθεσμία κατόπιν αίτησης του διαδίκου. Ωστόσο, επαναφορά της προθεσμίας δεν είναι δυνατή αν η μη τήρηση της προθεσμίας δεν συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον διάδικο. Δικόγραφο με αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο επρόκειτο να διενεργηθεί η πράξη το αργότερο μία εβδομάδα αφότου παρήλθε ο λόγος της μη τήρησης της προθεσμίας. Στο δικόγραφο πρέπει να τεκμηριώνονται οι περιστάσεις που δικαιολογούν την αίτηση επαναφοράς. Ο διάδικος πρέπει να διενεργήσει τη διαδικαστική πράξη ταυτόχρονα με την κατάθεση της αίτησης. Εάν έχει παρέλθει ένα έτος από την εκπνοή της προθεσμίας, η επαναφορά της επιτρέπεται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις. Επαναφορά της προθεσμίας έφεσης κατά απόφασης ακύρωσης γάμου ή διαζυγίου ή κατά απόφασης που αναγνωρίζει το ανυπόστατο γάμου δεν γίνεται δεκτή αν έστω και ένας από τους διαδίκους τέλεσε νέο γάμο αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση. Το δικαστήριο απορρίπτει αίτηση επαναφοράς προθεσμίας που κατατίθεται εκπρόθεσμα ή που είναι απαράδεκτη βάσει της νομοθεσίας. Η κατάθεση αίτησης επαναφοράς προθεσμίας δεν αναστέλλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί, ωστόσο, ανάλογα με τις περιστάσεις, να αναστείλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει αμέσως στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Η επανάληψη της διαδικασίας επιτρέπει την εκ νέου εκδίκαση μιας υπόθεσης που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Η προσφυγή με αίτημα την επανάληψη της διαδικασίας συχνά χαρακτηρίζεται ως έκτακτο ένδικο μέσο, που χρησιμοποιείται για την προσβολή αμετάκλητων αποφάσεων, σε αντίθεση με τα τακτικά ένδικα μέσα (που χρησιμοποιούνται για την προσβολή μη αμετάκλητων αποφάσεων). Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί: για τον λόγο ότι η απόφαση βασίστηκε σε πλαστογραφημένο ή παραποιημένο έγγραφο ή σε ποινική καταδικαστική απόφαση που στη συνέχεια ανατράπηκε, ή για τον λόγο ότι η απόφαση εκδόθηκε ως αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης. Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί επίσης: αν έγινε μεταγενέστερα γνωστή άλλη αμετάκλητη απόφαση που αφορά την ίδια έννομη σχέση, ή αν έγιναν γνωστά αποδεικτικά στοιχεία ή πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της υπόθεσης και τα οποία δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο διάδικος στην προηγούμενη δίκη αν το περιεχόμενο της απόφασης επηρεάστηκε από απόφαση που δεν περάτωνε τη διαδικασία της υπόθεσης και η οποία εκδόθηκε βάσει κανονιστικής πράξης που κηρύχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο αντίθετη στο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΣύνταγμα, σε επικυρωμένη διεθνή συνθήκη ή σε τυπικό νόμο (ακυρώνεται ή τροποποιείται σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Επανάληψη της διαδικασίας δεν μπορεί να ζητηθεί αν έχουν παρέλθει δέκα έτη αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση, εκτός αν ο διάδικος δεν ήταν σε θέση να ενεργήσει ή δεν είχε εκπροσωπηθεί δεόντως.

Τελευταία επικαιροποίηση: 25/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Πορτογαλία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Οι δικονομικές προθεσμίες μπορεί να είναι προθεσμίες ενέργειας όταν αποσβένουν το δικαίωμα ενέργειας της πράξης, ή προπαρασκευαστικές όταν μεταθέτουν για συγκεκριμένη στιγμή τη δυνατότητα ενέργειας της πράξης ή το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας.

Οι δικονομικές προθεσμίες υπόκεινται στους κανόνες των άρθρων 138 έως 143 του πορτογαλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Οι κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 278, 279 και 296 του πορτογαλικού Αστικού Κώδικα ισχύουν για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών ή των προθεσμιών που τάσσονται από τα δικαστήρια.

Όσον αφορά τις προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις, ο χρόνος και ο αντίκτυπός τους στις έννομες σχέσεις διέπονται από τα άρθρα 296 έως 333 του Αστικού Κώδικα.

Ειδικότερα, όσον αφορά την παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες, ισχύουν αντιστοίχως οι κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 300 έως 327 και 328 έως 333 του Αστικού Κώδικα.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Γι’ αυτόν τον σκοπό, η Πορτογαλία έχει γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις ακόλουθες επίσημες αργίες:

1η Ιανουαρίου· 7 Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή)· 9 Απριλίου (Κυριακή του Πάσχα)· 25 Απριλίου· Πρωτομαγιά 8 Ιουνίου (Αγία Δωρεά)· 10 Ιουνίου· 15 Αυγούστου· 5 Οκτωβρίου· 1η Νοεμβρίου· 1η, 8η και 25η Δεκεμβρίου.

Ο κατάλογος αυτός δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2023/C 39/07, ο οποίος είναι διαθέσιμος σ’ αυτόν τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροσύνδεσμο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται από τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε χρόνο και ότι υπάρχουν κινητές αργίες οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στις ημερομηνίες του καταλόγου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Ο γενικός κανόνας στην πορτογαλική πολιτική δικονομία προβλέπει ότι, ελλείψει ειδικής διάταξης, η προθεσμία των διαδίκων να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη ή διαδικασία, αίτηση ακύρωσης, υποβολή πρόσθετων ισχυρισμών ή άσκηση οποιουδήποτε δικονομικού δικαιώματος, ανέρχεται σε 10 ημέρες η προθεσμία του αντιδίκου να απαντήσει στους ισχυρισμούς είναι επίσης 10 ημέρες (άρθρο 149 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Ως γενικός κανόνας ισχύει ότι η προθεσμία για οποιαδήποτε απάντηση αρχίζει από την ημερομηνία επίδοσης της συγκεκριμένης πράξης (άρθρο 149 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Οι κοινοποιήσεις προς τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας γίνονται προς τους δικαστικούς εκπροσώπους (mandatários judiciais) τους.

Όταν η κοινοποίηση στοχεύει να κληθεί ένας διάδικος να παραστεί αυτοπροσώπως, πέραν της κοινοποίησης προς τον δικαστικό εκπρόσωπό του, αποστέλλεται και στον ίδιο κοινοποίηση με συστημένη επιστολή, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία, ο τόπος και ο σκοπός της εμφάνισης.

Οι δικαστικοί εκπρόσωποι λαμβάνουν κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα (υπουργική απόφαση αριθ. 280/13 της 26ης Αυγούστου 2013, που διατίθεται σε Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροαυτόντον σύνδεσμο), και το σύστημα ΤΠ πιστοποιεί την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η κοινοποίηση, η οποία θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε την τρίτη ημέρα μετά την ημερομηνία αυτή ή, εάν η εν λόγω ημερομηνία δεν είναι εργάσιμη, την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά απ’ αυτήν.

Η επίδοση με συστημένη επιστολή και απόδειξη παραλαβής «θεωρείται ότι έγινε κατά την ημέρα υπογραφής της απόδειξης παραλαβής και ότι κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη, ακόμη και εάν η απόδειξη παραλαβής υπογράφηκε από τρίτο πρόσωπο, θεωρείται δε, εκτός εάν υπάρχει απόδειξη για το αντίθετο, ότι η επιστολή επιδόθηκε αμελλητί στον παραλήπτη» (άρθρο 230 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Όταν η επίδοση γίνεται μέσω δικαστικού αντιπροσώπου, δικαστικού επιμελητή ή δικαστικού υπαλλήλου, η προθεσμία αρχίζει από το χρονικό σημείο υπογραφής της απόδειξης παραλαβής από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Ναι. Βλέπε σχετικά την απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Δεν συνεκτιμάται η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η πράξη, το γεγονός, η απόφαση, η επίδοση ή η κοινοποίηση [άρθρο 279 στοιχείο b) του Αστικού Κώδικα].

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Εάν η προθεσμία για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης λήγει κατά την ημέρα που τα δικαστήρια είναι κλειστά, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα (άρθρο 138 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Οι δικαστικές διακοπές διαρκούν από τις 22 Δεκεμβρίου έως τις 3 Ιανουαρίου, από την Κυριακή των Βαΐων έως τη Δευτέρα του Πάσχα και από τις 16 Ιουλίου έως τις 31 Αυγούστου.

Ο δικαστής μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξη και αφού ακούσει τους διαδίκους, να αναστείλει τη δικονομική προθεσμία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269 παράγραφος 1 στοιχείο c) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Στον υπολογισμό οποιασδήποτε προθεσμίας δεν περιλαμβάνεται ούτε η ημέρα ούτε η ώρα (εφόσον η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες) κατά την οποία σημειώνεται το περιστατικό από το οποίο και έπειτα αρχίζει να τρέχει η προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 279 στοιχείο b) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Σε περίπτωση που η προθεσμία προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη και ξεκινά από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας, του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους· Σε περίπτωση που δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα [άρθρο 279 στοιχείο c) του Αστικού Κώδικα].

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Τα δικαστήρια λειτουργούν μόνο τις εργάσιμες ημέρες, ωστόσο εφόσον οι Κυριακή και οι αργίες θεωρούνται δικαστικές διακοπές, σε περίπτωση που μια προθεσμία λήγει Κυριακή ή σε αργία, η ημερομηνία λήξης μετατίθεται στην πρώτη εργάσιμη μέρα που ακολουθεί, εάν πρέπει να λάβει χώρα δικάσιμος για την επίδικη πράξη.

Ο κανόνας για τον υπολογισμό όλων των δικονομικών προθεσμιών είναι ότι η λήξη της προθεσμίας για τη διεξαγωγή της δικονομικής πράξης παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα εφόσον συμπίπτει με ημέρα που τα δικαστήρια είναι κλειστά (άρθρο 138 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι νόμιμες δικονομικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

Επιτρέπεται η παράταση της προθεσμίας άπαξ και για την ίδια χρονική περίοδο, κατόπιν συμφωνίας των μερών (άρθρο 141 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)·

Σε περίπτωση δικαιολογημένου κωλύματος: ο νόμος επιτρέπει την παράταση της προθεσμίας (άρθρο 140 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)·

Ο νόμος επιτρέπει επίσης την εκτέλεση της πράξης εντός των τριών πρώτων εργάσιμων ημερών από την εκπνοή της προθεσμίας, με την επιφύλαξη της καταβολής προστίμου (βλ. άρθρο 139 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι 30 ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης (άρθρο 638 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η οποία μειώνεται σε 15 ημέρες για τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 644 παράγραφος 2 και στο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροάρθρο 677 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Σε περίπτωση μη κοινοποίησης της απόφασης: η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έλαβε γνώση της απόφασης.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι νόμιμες προθεσμίες δεν μπορούν να συντμηθούν. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ημερομηνία ή προθεσμία για την εμφάνιση των παρεμβαινόντων.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όταν η κλήτευση πραγματοποιείται εκτός του τόπου του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής, παρατείνεται, για το κλητευόμενο πρόσωπο, η προθεσμία για την υποβολή αντίκρουσης στο πλαίσιο αστικής διαδικασίας (άρθρο 245 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η λήξη της προθεσμίας ενέργειας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος ενέργειας της πράξης. Ωστόσο, η ενέργεια της πράξης είναι δυνατή εκτός της ταχθείσας προθεσμίας σε περίπτωση δικαιολογημένου κωλύματος και, ανεξαρτήτως αυτής της αιτίας, μπορεί επίσης να ενεργηθεί εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας, με άμεση καταβολή προστίμου σε περίπτωση μη υποβολής (άρθρο 139 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η πράξη μπορεί να ενεργηθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας σε περίπτωση δικαιολογημένου κωλύματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 140 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δικαιολογημένο κώλυμα θεωρείται ένα γεγονός που δεν καταλογίζεται στον διάδικο ή στους αντιπροσώπους ή τους δικαστικούς εκπροσώπους του και που εμποδίζει την έγκαιρη ενέργεια της πράξης. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος που επικαλείται το κώλυμα φέρει και το βάρος να προσκομίσει εγκαίρως αποδεικτικά στοιχεία.

Ανεξαρτήτως δικαιολογημένου κωλύματος, η πράξη μπορεί να ενεργηθεί εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήξη της προθεσμίας, με καταβολή προστίμου, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, και ο δικαστής μπορεί, κατ᾽ εξαίρεση, να αποφασίσει τη μείωση ή τη μη επιβολή του προστίμου σε περίπτωση σαφούς οικονομικής αδυναμίας καταβολής του οφειλόμενου ποσού ή σε περίπτωση που το ποσό θεωρηθεί δυσανάλογο, ιδίως σε αγωγές στις οποίες δεν απαιτείται ο διορισμός δικαστικού εκπροσώπου και η αγωγή έχει κατατεθεί αυτοπροσώπως από τον διάδικο.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι

Τελευταία επικαιροποίηση: 08/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ρουμανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Προθεσμίες των διαδικασιών - Ρουμανία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Από δικονομική άποψη, η διαδικαστική προθεσμία, κατά γενικό κανόνα, ορίζεται ως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι υποχρεωτική ή αντιθέτως απαγορεύεται η διενέργεια συγκεκριμένων δικονομικών πράξεων. Οι σχετικές διατάξεις περιέχονται στα άρθρα 180 έως 186 του νόμου αριθ. 134/2010 σχετικά με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας, αναδημοσιευμένος, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα (τέθηκε σε ισχύ στις 15 Φεβρουαρίου 2013).

Τα διάφορα είδη των προθεσμιών που ισχύουν στην αστική διαδικασία, κατατάσσονται βάσει του ορισμού τους σε νόμιμες, δικαστικές ή συμβατικές προθεσμίες (ανεξάρτητα από τη φύση τους). Νόμιμες προθεσμίες παραγραφής είναι όσες ρητά ορίζονται στον νόμο και είναι καταρχήν πάγιες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι εφικτή η σύντμηση ή η παράτασή τους από τον δικαστή ή τους διαδίκους (επί παραδείγματι, η πενθήμερη προθεσμία επίδοσης της κλήσης). Κατ’ εξαίρεση, ο νόμος επιτρέπει την παράταση ή τη σύντμηση συγκεκριμένων νόμιμων προθεσμιών. Δικαστικές προθεσμίες είναι όσες ορίζονται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση των υποθέσεων και αφορούν την εμφάνιση των διαδίκων, την ακρόαση των μαρτύρων, τη διαχείριση των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή των εγγράφων, των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης κ.ο.κ. Συμβατικές προθεσμίες είναι όσες προθεσμίες μπορούν να οριστούν από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της εκδίκασης των διαφορών και δεν προϋποθέτουν την έγκριση του δικαστηρίου.

Ανάλογα με το είδος τους, οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε αποσβεστικές (δηλωτικές) και απαγορευτικές (με δυνατότητα αναβολής) οι πρώτες είναι οι προθεσμίες στις οποίες πρέπει να διενεργηθεί μια συγκεκριμένη δικονομική πράξη (επί παραδείγματι, οι προθεσμίες κατάθεσης ενός ενδίκου μέσου: έφεσης, δεύτερης έφεσης κ.ο.κ.), ενώ οι δεύτερες είναι οι προθεσμίες κατά τη διάρκεια των οποίων ο νόμος απαγορεύει τη διενέργεια δικονομικών πράξεων.

Ένα άλλο κριτήριο της κατάταξης των προθεσμιών είναι η κύρωση που επιβάλλεται σε περίπτωση μη τήρησής τους, και γίνεται διάκριση ανάμεσα σε απόλυτες και σχετικές προθεσμίες. Η μη τήρηση των απόλυτων προθεσμιών εν τέλει επηρεάζει το κύρος των δικονομικών πράξεων, ενώ η μη τήρηση των σχετικών προθεσμιών, ακόμη κι αν δεν επιφέρει κατ’ ανάγκη την ακύρωση των δικονομικών πράξεων, μπορεί να σημάνει την επιβολή πειθαρχικών ή χρηματικών κυρώσεων στους υπαίτιους διαδίκους (η προθεσμία απόφασης, η προθεσμία προπαρασκευής κ.ο.κ.).

Τέλος, σε συνάρτηση με τη διάρκειά τους, οι προθεσμίες μπορούν να προσδιορίζονται κατά ώρες, ημέρες, εβδομάδες, μήνες και έτη, και η εν λόγω κατηγοριοποίηση ορίζεται επίσης στο άρθρο 181 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επιπλέον, για συγκεκριμένες περιπτώσεις, ο νόμος δεν καθορίζει ένα συγκεκριμένο είδος προθεσμίας (ώρα, ημέρα κ.ο.κ.) αλλά ένα χρονικό σημείο περάτωσης μιας δικονομικής πράξης (όπως στην περίπτωση προβολής αντίρρησης κατά της εκτέλεσης, η οποία μπορεί να κατατεθεί έως την τελευταία πράξη εκτέλεσης) ή περιλαμβάνει διατάξεις που υποδεικνύουν ότι η πράξη θα πρέπει να διενεργηθεί «χωρίς καθυστέρηση» ή «το συντομότερο δυνατό» ή «κατεπειγόντως».

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο, οι μη εργάσιμες ημέρες είναι όλες τα Σάββατα και οι Κυριακές, στις οποίες προστίθενται οι ακόλουθες αργίες: 1η και 2α Ιανουαρίου (Πρωτοχρονιά)· 24 Ιανουαρίου (Ημέρα Ενοποίησης Ρουμανικών Πριγκιπάτων)· Πάσχα — δύο ημέρες ανάλογα με τις ημερομηνίες (συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Παρασκευής)· 1η Μαΐου — Εργατική πρωτομαγιά· 1η Ιουνίου (Ημέρα των Παιδιών)· Πεντηκοστή — μία ημέρα ανάλογα με τις ημερομηνίες· 15 Αυγούστου (Κοίμηση της Θεοτόκου)· 30 Νοεμβρίου (Αγίου Ανδρέα)· 1η Δεκεμβρίου (εθνική εορτή)· 25 και 26 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα).

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι κανόνες που ισχύουν για τις προθεσμίες παραγραφής ορίζονται στα άρθρα 180 έως 186 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Κάθε προθεσμία έχει τον χρόνο έναρξης και λήξης της, καθώς και την ενδιάμεση διάρκειά της.

Όσον αφορά τον χρόνο έναρξης, το άρθρο 184 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία επίδοσης των δικονομικών πράξεων, εκτός αν άλλως ο νόμος ορίζει.

Ωστόσο, υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες η επίδοση της δικονομικής πράξης που έχει οριστεί ως σημείο έναρξης της προθεσμίας μπορεί να αντικατασταθεί από ισοδύναμες δικονομικές πράξεις (περιπτώσεις ισοδυναμίας). Συνεπώς, η επίδοση της δικονομικής πράξης που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας αντικαθίσταται ενίοτε από άλλες διαδικασίες που συνιστούν το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας (όπως το αίτημα επίδοσης των δικονομικών πράξεων στον αντίδικο, η κατάθεση έφεσης ή η επίδοση της εντολής εκτέλεσης).

Κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από άλλα χρονικά σημεία αντί της επίδοσης, και ειδικότερα από την έκδοση της απόφασης (με την οποία διαπιστώνεται η λήξη της προθεσμίας παραγραφής ή με την οποία συμπληρώνεται η απόφαση) από την πιστοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων (για την κατάθεση των αιτούμενων ποσών ή του καταλόγου των μαρτύρων, εντός πέντε ημερών), από τη δημοσίευση συγκεκριμένων εγγράφων (για τη διαφήμιση της πώλησης ενός κτιρίου, εντός πέντε ημερών).

Όσον αφορά τον χρόνο λήξης, αυτός ορίζεται ως το χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η παραγραφή, που σημαίνει την παύση της δυνατότητας διεξαγωγής της διαδικασίας για την οποία έχει ταχθεί η προθεσμία (για τις αποσβεστικές προθεσμίες) ή, αντιθέτως, καθορίζει/σηματοδοτεί το χρονικό σημείο της γέννησης του δικαιώματος διενέργειας συγκεκριμένων δικονομικών πράξεων (για τις απαγορευτικές προθεσμίες).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Μεταξύ του σημείου έναρξης και του σημείου λήξης οι προθεσμίες τρέχουν αδιάλειπτα, καταρχήν, χωρίς δυνατότητα διακοπής ή αναστολής. Ωστόσο, η παρεμπόδιση λόγω περίστασης που εκτείνεται πέρα από τη βούληση του διαδίκου —που αναφέρεται στο άρθρο 186 του κώδικα πολιτικής δικονομίας— συνιστά λόγο διακοπής των δικονομικών προθεσμιών. Στην εν λόγω περίπτωση προστίθενται και άλλες ειδικές περιστάσεις διακοπής: (επί παραδείγματι, η διακοπή μιας προθεσμίας άσκησης έφεσης: άρθρο 469 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ταυτόχρονα, ο νόμος ορίζει ότι η δικονομική προθεσμία μπορεί επίσης να ανασταλεί (όπως ισχύει στην προθεσμία παραγραφής: άρθρο 418 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Εάν η προθεσμία διακόπτεται βάσει του άρθρου 186 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, μετά την εξάλειψη του εμποδίου, αρχίζει να τρέχει μια μη μεταβαλλόμενη προθεσμία 15 ημερών, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της προθεσμίας που διακόπηκε. Σε περίπτωση αναστολής, η προθεσμία θα συνεχίσει να τρέχει από το σημείο που έπαυσε η αναστολή, και θα συνυπολογιστεί ο χρόνος που είχε διανυθεί πριν από την αναστολή της προθεσμίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 183 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικονομικό έγγραφο που κατατέθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας με συστημένη επιστολή μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή ειδικής υπηρεσίας επικοινωνιών ή με φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο θεωρείται ότι έχει κατατεθεί εμπρόθεσμα. Το έγγραφο που κατέθεσε ο ενδιαφερόμενος διάδικος εντός της νόμιμης προθεσμίας στη στρατιωτική μονάδα ή το διοικητικό γραφείο ή τον τόπο κράτησής του θεωρείται επίσης ότι έχει κατατεθεί εμπρόθεσμα. Η παραλαβή από το ταχυδρομείο και η καταχώριση ή πιστοποίηση του εγγράφου που έχει κατατεθεί από την υπηρεσία ταχυμεταφοράς, την ειδική υπηρεσία επικοινωνιών, τη στρατιωτική μονάδα ή τη διοικητική δομή στην οποία κρατείται το πρόσωπο, κατά περίπτωση, καθώς και η αναφορά της ημερομηνίας και της ώρας παραλαβής του φαξ ή του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όπως αυτές βεβαιώνονται στον υπολογιστή ή τη συσκευή φαξ του δικαστηρίου, όπου γίνεται η λήψη, επέχει θέση απόδειξης της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος ξεκίνησε να ενεργεί.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Σύμφωνα με το άρθρο 181 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά ημέρες υπολογίζονται σύμφωνα με το αποκλειστικό σύστημα, δηλαδή σύμφωνα με πλήρεις ημέρες, μη συνυπολογιζομένης ούτε της ημέρας έναρξης –dies a quo– ούτε της ημέρας λήξης –dies ad quem–, ενώ εφαρμόζονται οι κανόνες που ορίζονται σε συνάρτηση με το αφετήριο γεγονός, όπως αυτοί παρατίθενται στην ενότητα 4.

Οι προθεσμίες που εκφράζονται σε ημέρες υπολογίζονται πάντοτε σε ολόκληρες ημέρες· ωστόσο, η πράξη μπορεί να υποβληθεί μόνο εντός του ωραρίου εργασίας των υπηρεσιών του δικαστηρίου. Η εν λόγω έλλειψη, ωστόσο, μπορεί να θεραπευθεί με αποστολή της δικονομικής πράξης μέσω ταχυδρομείου, και την υπόδειξη, από τον υπάλληλο του ταχυδρομείου, της ημερομηνίας και του τρόπου της πραγματικής κοινοποίησης στον αποδέκτη. Συμβουλευθείτε επίσης την απάντηση στην ερώτηση 4.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Επί παραδείγματι, εάν το πρόσωπο πρέπει να ενεργήσει ή του επιδίδεται μια πράξη τη Δευτέρα, 4 Απριλίου 2005, και καλείται να παράσχει απάντηση εντός 14 ημερών από την επίδοση, αυτό σημαίνει ότι το υπόψη πρόσωπο πρέπει να απαντήσει πριν από:

  • την Τρίτη, 19 Απριλίου (ημερολογιακές ημέρες) ή
  • την Παρασκευή, 22 Απριλίου (εργάσιμες ημέρες);

Η σωστή απάντηση είναι ότι ο καθορισμένος αριθμός ημερών περιλαμβάνει ημερολογιακές ημέρες. Το υπόψη πρόσωπο πρέπει να λάβει αποτελεσματικά μέτρα αποκλειστικά έως τις 19 Απριλίου.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Σύμφωνα με το άρθρο 182 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά έτη, μήνες ή εβδομάδες λήγουν την ημέρα του έτους, του μήνα ή της εβδομάδας που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης.

Η προθεσμία που ξεκινά την 29η, την 30ή ή την 31η ημέρα του μήνα και λήγει σε μήνα που δεν έχει τέτοια ημέρα θεωρείται ότι λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα.

Όταν η προθεσμία λήγει σε επίσημη αργία ή όταν έχει ανασταλεί η επίδοση, τότε η προθεσμία θα παρατείνεται έως το τέλος της πρώτης επόμενης εργάσιμης ημέρας.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Η προθεσμία που προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγει την αντίστοιχη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας ή του τελευταίου μήνα ή έτους. Εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει αντίστοιχη ημέρα με την ημέρα έναρξης, η προθεσμία παραγραφής λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Όταν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρατείνεται έως την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι, όταν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα ημέρα, η προθεσμία παρατείνεται έως την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Το άρθρο 184 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι η δικονομική προθεσμία διακόπτεται και αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία από την ημερομηνία της νέας επίδοσης, στις εξής περιπτώσεις:

  • όταν οποιοσδήποτε διάδικος έχει αποβιώσει στην εν λόγω περίπτωση, επιδίδεται νέο έγγραφο στην τελευταία κατοικία του θανόντος, με παραλήπτη τον κληρονόμο, χωρίς αναγραφή του ονόματος και της (δικονομικής) θέσης του κάθε κληρονόμου
  • όταν ο εκπρόσωπος οποιουδήποτε διαδίκου έχει αποβιώσει στην εν λόγω περίπτωση, επιδίδεται νέο έγγραφο στον υπόψη διάδικο.

Η δικονομική προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει —και εάν είχε ήδη αρχίσει να τρέχει τότε διακόπτεται— για τον διάδικο που δεν έχει την ικανότητα να ενεργήσει ή έχει περιορισμένη ικανότητα να ενεργήσει έως τον διορισμό προσώπου που θα τον εκπροσωπεί ή θα του παρέχει συνδρομή, αν ενδείκνυται.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ναι, υπάρχουν ειδικές προθεσμίες για διάφορους τομείς του δικαίου. Οι γενικές προθεσμίες της έφεσης και της δεύτερης έφεσης είναι 30 ημέρες κατά τον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Σε συγκεκριμένες υποθέσεις (ειδικές διαδικασίες), όπως στην περίπτωση προσωρινής διαταγής, η προθεσμία της έφεσης είναι πέντε ημέρες, δηλαδή μικρότερη από την προθεσμία κατάθεσης έφεσης βάσει του κοινού δικαίου.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Η απάντηση είναι θετική, με την έννοια ότι σε συγκεκριμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νόμος επιτρέπει στον δικαστή είτε να παρατείνει την προθεσμία (επί παραδείγματι, κατά πέντε ημέρες βάσει των άρθρων 469 και 490 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, σε υποθέσεις έφεσης και δεύτερης έφεσης, αντίστοιχα) είτε να τη συντμήσει (επί παραδείγματι, βάσει του άρθρου 159 του κώδικα πολιτικής δικονομίας σε συνάρτηση με την προθεσμία επίδοσης της κλήσης πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία της συζήτησης).

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Βάσει του άρθρου 1088 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στις διεθνείς αστικές διαδικασίες, το δικαστήριο εφαρμόζει το δικονομικό δίκαιο της Ρουμανίας, με την επιφύλαξη των ρητών αντίθετων διατάξεων. Βλ. επίσης την απάντηση στις ερωτήσεις 5, 11 και 16.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η μη τήρηση των απόλυτων προθεσμιών εν τέλει επηρεάζει το κύρος της διαδικασίας, ενώ η μη τήρηση των σχετικών προθεσμιών, ακόμη κι αν δεν επιφέρει κατ’ ανάγκη την ακύρωση των δικονομικών πράξεων, μπορεί να σημάνει την επιβολή πειθαρχικών ή χρηματικών κυρώσεων για τους υπαίτιους διαδίκους (προθεσμίες έκδοσης απόφασης, προθεσμίες προπαρασκευής, κ.ο.κ.).

Η μη τήρηση των δικονομικών προθεσμιών παραγραφής μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή διάφορων κυρώσεων, ως εξής:

  • ακυρότητα της δικονομικής πράξης
  • κατάργηση της προθεσμίας που έχει ταχθεί για τη διενέργεια της δικονομικής πράξης
  • παρέλευση του κύρους του αιτήματος που έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου
  • περιορισμός του δικαιώματος να επιδιωχθεί η εκτέλεση·
  • χρηματικές κυρώσεις
  • πειθαρχικές κυρώσεις
  • υποχρέωση εκ νέου διενέργειας ή τροποποίησης μιας πράξης που διενεργήθηκε χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων
  • υποχρέωση χορήγησης αποζημίωσης στον διάδικο που υπέστη ζημία λόγω της αθέτησης των δικονομικών διατυπώσεων.

Το άρθρο 185 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι, όταν ένα δικονομικό δικαίωμα πρέπει να ασκηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η μη τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης επιφέρει την ανάκληση του δικαιώματος αυτού, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Η δικονομική πράξη που διενεργείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας είναι άκυρη. Όταν ο νόμος ορίζει τη διακοπή μιας δικονομικής πράξης εντός μιας προθεσμίας, η πράξη που διενεργήθηκε πριν από την παρέλευση της προθεσμίας μπορεί να ακυρωθεί με αίτημα του ενδιαφερόμενου διαδίκου.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Το άρθρο 186 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι ο διάδικος που έχει απολέσει μια δικονομική προθεσμία λαμβάνει νέα προθεσμία μόνο αν αποδείξει ότι η καθυστέρηση δικαιολογείται νομίμως. Ο υπόψη διάδικος θα διενεργήσει τη δικονομική πράξη σε διάστημα 15 ημερών το αργότερο από την ημερομηνία της παύσης της διακοπής, με ταυτόχρονο αίτημα χορήγησης νέας προθεσμίας παραγραφής. Σε περίπτωση άσκησης ενδίκων μέσων, η εν λόγω προθεσμία είναι η ίδια μ’ αυτήν που έχει ταχθεί για την κατάθεση της έφεσης. Το αρμόδιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται του αιτήματος που αφορά το δικαίωμα που δεν ασκήθηκε εντός της προθεσμίας θα επιληφθεί του αιτήματος χορήγησης νέας προθεσμίας. Αν ο διάδικος έχει ενεργήσει υπαίτια, δεν έχει στη διάθεσή του ένδικα μέσα.

Τελευταία επικαιροποίηση: 05/07/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Σλοβενία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο της Σλοβενίας, ως προθεσμία νοείται χρονικό διάστημα που οριοθετείται από δύο χρονικά σημεία –τα σημεία έναρξης και λήξης του χρονικού διαστήματος– κατά το οποίο μπορεί ή, κατ’ εξαίρεση, δεν μπορεί να διενεργηθεί μια συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη.

Το σλοβενικό δίκαιο γνωρίζει διάφορα είδη προθεσμιών:

  • ουσιαστικές και δικονομικές προθεσμίες: οι ουσιαστικές προθεσμίες τίθενται από το ουσιαστικό δίκαιο για την προβολή δικαιωμάτων και διακρίνονται σε αποσβεστικές προθεσμίες, με τη λήξη των οποίων επέρχεται εκ του νόμου η απόσβεση του δικαιώματος, και σε προθεσμίες παραγραφής, η παρέλευση των οποίων καθιστά πλέον αδύνατη την άσκηση δικαιώματος αν προβάλει σχετική ένσταση ο αντίδικος. Οι δικονομικές προθεσμίες τάσσονται για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων
  • νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες: οι νόμιμες προθεσμίες και η διάρκειά τους ορίζονται απευθείας από τον νόμο, ενώ οι δικαστικές προθεσμίες ορίζονται από το δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης
  • προθεσμίες επιδεκτικές και μη επιδεκτικές παράτασης: οι δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν, ενώ οι νόμιμες όχι
  • υποκειμενικές και αντικειμενικές προθεσμίες: οι υποκειμενικές προθεσμίες ξεκινούν όταν το οικείο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ενός συγκεκριμένου γεγονότος ή αποκτά τη δυνατότητα διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης, ενώ οι αντικειμενικές προθεσμίες ξεκινούν με την επέλευση μιας συγκεκριμένης αντικειμενικής περίστασης
  • δικονομικές ανατρεπτικές προθεσμίες και ενδεικτικές προθεσμίες: η παρέλευση δικονομικής ανατρεπτικής προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται πλέον η έγκυρη διενέργεια της σχετικής διαδικαστικής πράξης, ενώ η παραβίαση ενδεικτικής προθεσμίας δεν έχει άμεσες έννομες συνέπειες.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 1182/71, ως «εργάσιμη ημέρα» νοείται κάθε ημέρα που δεν είναι αργία, Κυριακή και Σάββατο. Οι εξής αργίες έχουν οριστεί ως εξαιρετέες ημέρες στη Σλοβενία με τον νόμο για τις αργίες και τις εξαιρετέες ημέρες στη Δημοκρατία της Σλοβενίας (Zakon o praznikih in dela prostih dnevih v Republiki Sloveniji - «ZPDPD»):

  • 1 Ιανουαρίου - Πρωτοχρονιά
  • 8 Φεβρουαρίου - Ημέρα Prešeren, η πολιτισμική εορτή της Σλοβενίας
  • 27 Απριλίου - Ημέρα εξέγερσης κατά της κατοχής
  • 1 και 2 Μαΐου - Αργία της Πρωτομαγιάς
  • 25 Ιουνίου - Εθνική εορτή
  • 1 Νοεμβρίου - Ημέρα των Αγίων Πάντων
  • 26 Δεκεμβρίου - Ημέρα ανεξαρτησίας και ενότητας.

Στις εξαιρετέες ημέρες στη Σλοβενία περιλαμβάνονται επίσης:

  • η Κυριακή του Πάσχα και η Δευτέρα του Πάσχα
  • 15 Αυγούστου - Κοίμηση της Θεοτόκου
  • 31 Οκτωβρίου - Ημέρα της Μεταρρύθμισης
  • 25 Δεκεμβρίου - Χριστούγεννα.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις δικονομικές προθεσμίες στο σλοβενικό δίκαιο ορίζονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku - «ZPP»). Τα άρθρα 110 έως 112 και 116 έως 120 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τυγχάνουν ευθείας εφαρμογής στην αμφισβητούμενη διαδικασία και αναλογικής εφαρμογής στην εκουσία διαδικασία, στη διαδικασία εκτέλεσης και εξασφάλισης, και στη διαδικασία αναγκαστικού συμβιβασμού ή πτώχευσης λόγω αφερεγγυότητας επιχείρησης ή εκκαθάρισής της.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Στο σλοβενικό δίκαιο οι προθεσμίες υπολογίζονται ημερολογιακά, δηλαδή ανά ημέρες. Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε ημέρες, μήνες και έτη. Εάν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, η ημέρα επίδοσης του δικαστικού εγγράφου ή η ημέρα επέλευσης του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία μιας προθεσμίας δεν περιλαμβάνεται στην προθεσμία. Αντίθετα, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει την επόμενη ημέρα. Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη λήγουν κατά το τέλος της ημέρας του τελευταίου μήνα ή έτους η οποία έχει τον ίδιο αριθμό με την ημέρα έναρξης της προθεσμίας. Εάν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα κατά τον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Οι προθεσμίες στις εν λόγω περιπτώσεις ξεκινούν την ίδια την ημέρα κατά την οποία επήλθε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία υπολογισμού της προθεσμίας (για παράδειγμα, αν μια διαδικαστική πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός ενός έτους από την επίδοση ενός εγγράφου και η επίδοση διενεργήθηκε στις 25 Απριλίου 2005, η προθεσμία λήγει στις 25 Απριλίου 2006). Αν η τελευταία ημέρα μιας προθεσμίας είναι Σάββατο, Κυριακή, αργία ή άλλη ημέρα που ορίζεται ως εξαιρετέα από τον νόμο για τις αργίες και τις εξαιρετέες ημέρες στη Δημοκρατία της Σλοβενίας (βλέπε το σημείο 2 ανωτέρω), η προθεσμία λήγει την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα. Οι ανωτέρω αναφερόμενες ημέρες δεν έχουν αντίκτυπο στην έναρξη και την εξέλιξη της διαδικασίας, διότι η προθεσμία τρέχει αδιάλειπτα και τις εν λόγω ημέρες. Εξαίρεση στον εν λόγω κανόνα αποτελούν οι δικαστικές διακοπές (μεταξύ 15 Ιουλίου και 15 Αυγούστου), κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπορεί να ξεκινήσει να τρέχει προθεσμία αντ’ αυτού, ξεκινά την πρώτη ημέρα μετά τις δικαστικές διακοπές.

Τα συνηθέστερα γεγονότα που σηματοδοτούν την αφετηρία προθεσμίας είναι η επίδοση δικαστικού εγγράφου, η διενέργεια πράξης από τον αντίδικο και μη διαδικαστικά συμβάντα.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Σύμφωνα με το σλοβενικό δίκαιο, τα έγγραφα επιδίδονται μέσω ταχυδρομείου, δικαστικού επιμελητή, στο δικαστήριο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ορίζει ο νόμος. Για τις προθεσμίες που ξεκινούν να τρέχουν από την επίδοση, η μέθοδος επίδοσης των εγγράφων δεν έχει αντίκτυπο στον εναρκτήριο χρόνο της προθεσμίας. Η προθεσμία ξεκινά να τρέχει από τον χρόνο που διενεργήθηκε ή θεωρείται ότι διενεργήθηκε η επίδοση σύμφωνα με τον νόμο.

Η επίδοση εγγράφων διέπεται από τα άρθρα 132 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Γίνεται διάκριση μεταξύ μη προσωπικής (συνήθους) και προσωπικής ταχυδρομικής επίδοσης και επίδοσης μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών μέσων, η οποία μπορεί επίσης να είναι προσωπική ή μη προσωπική.

Στη μη προσωπική επίδοση εγγράφων (άρθρα 140 και 141 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την ημέρα που ο δικαστικός επιμελητής επέδωσε τα έγγραφα στον τόπο κατοικίας ή εργασίας του παραλήπτη. Εάν ο παραλήπτης δεν μπορεί να βρεθεί στην κατοικία του, τα έγγραφα μπορούν να επιδοθούν σε κάποιο ενήλικο μέλος του νοικοκυριού του. Εάν ο δικαστικός επιμελητής επιδώσει τα έγγραφα στον τόπο εργασίας του παραλήπτη και αυτός απουσιάζει κατά τον χρόνο της επίδοσης ή ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορεί να τον βρει για λόγους που σχετίζονται με την οργάνωση της διαδικασίας εργασίας του, η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί όταν τα έγγραφα επιδόθηκαν σε πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί για την παραλαβή της ταχυδρομικής αλληλογραφίας ή σε πρόσωπο που απασχολείται στον εν λόγω τόπο εργασίας. Αν ο παραλήπτης διαμένει σε δομή φιλοξενίας και ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορεί να τον βρει εκεί, τα έγγραφα παραδίδονται στο πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να παραλαμβάνει την αλληλογραφία των προσώπων που διαμένουν εκεί. Η προθεσμία ξεκινά την επόμενη ημέρα από την εν λόγω επίδοση. Αν η επίδοση δεν είναι εφικτή, ο δικαστικός επιμελητής τοποθετεί τα έγγραφα στην ταχυδρομική θυρίδα της κατοικίας του προσώπου, οπότε η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την ημέρα που τα έγγραφα τοποθετήθηκαν στην ταχυδρομική θυρίδα. Αν ο αποδέκτης δεν διαθέτει ταχυδρομική θυρίδα ή αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, τα έγγραφα μπορούν να παραδοθούν στο δικαστήριο που ζήτησε την επίδοση ή στο τοπικό ταχυδρομικό γραφείο, με θυροκόλληση της έκθεσης επίδοσης που αναγράφει τον τόπο παραλαβής των εγγράφων. Η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την ημέρα της θυροκόλλησης της έκθεσης επίδοσης. Το ταχυδρομικό γραφείο τηρεί τα έγγραφα για διάστημα 30 ημερών. Αν ο παραλήπτης δεν αναλάβει τα έγγραφα εντός της εν λόγω προθεσμίας, αυτά επιστρέφονται στο δικαστήριο. Αν τα έγγραφα πρέπει να επιδοθούν σε νομικό πρόσωπο που είναι καταχωρισμένο στο μητρώο ή σε ελεύθερο επαγγελματία και η επίδοση δεν είναι εφικτή στη διεύθυνση της επιχείρησης που είναι καταχωρισμένη στο μητρώο, η επίδοση διενεργείται με κατάλειψη των εγγράφων ή της έκθεσης επίδοσης στη διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη στο μητρώο, εφόσον αυτή πράγματι υπάρχει.

Προσωπική επίδοση (άρθρα 142 και 143 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) διενεργείται όταν η επίδοση αφορά αγωγή, δικαστική απόφαση κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ή έκτακτου ένδικου μέσου, διαταγή πληρωμής των δικαστικών τελών που επιβάλλονται στις καταθέσεις του άρθρου 105α του κώδικα πολιτικής δικονομίας, πρόσκληση σε συζήτηση για διακανονισμό ή την πρώτη κύρια συζήτηση. Άλλα έγγραφα επιδίδονται προσωπικά μόνο όταν το επιτάσσει ο νόμος ή το κρίνει αναγκαίο το δικαστήριο επειδή τα έγγραφα είναι πρωτότυπα ή επειδή για κάποιον άλλο λόγο χρήζουν μεγαλύτερης προσοχής. Η προθεσμία ξεκινά να τρέχει την επόμενη ημέρα από την εν λόγω επίδοση. Η προθεσμία μπορεί να λήγει σε εξαιρετέα ημέρα, με την έννοια ότι, εάν λήγει σε εξαιρετέα ημέρα, παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Εάν είναι αναγκαία αλλά όχι εφικτή η άμεση προσωπική επίδοση, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να αφήσει το έγγραφο στην ταχυδρομική θυρίδα ή να θυροκολλήσει στην είσοδο της κατοικίας έκθεση επίδοσης των εγγράφων με την οποία τάσσεται προθεσμία 15 ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας ο παραλήπτης μπορεί να αναλάβει τα έγγραφα από το τοπικό ταχυδρομικό γραφείο, αν η επίδοση επιχειρήθηκε μέσω ταχυδρομείου, ή στο δικαστήριο που διέταξε την επίδοση. Η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί όταν ο παραλήπτης αναλάβει τα έγγραφα από το ταχυδρομείο ή έπειτα από 15 ημέρες εάν ο παραλήπτης δεν αναλάβει τα έγγραφα. Εάν ο παραλήπτης δεν αναλάβει τα έγγραφα, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει την επομένη της ημέρας που διενεργήθηκε ή που θεωρείται ότι διενεργήθηκε η επίδοση.

Η ηλεκτρονική επίδοση εγγράφων μπορεί να γίνει με ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα. Το δικαστικό πληροφοριακό σύστημα αποστέλλει αυτόματα τα έγγραφα στην καταχωρισμένη διεύθυνση επιδόσεων ή στην ασφαλή ηλεκτρονική θυρίδα του παραλήπτη μέσω εξουσιοδοτημένων φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία επιδίδουν έγγραφα με ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα ως καταχωρισμένη δραστηριότητα βάσει ειδικής άδειας από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Ο παραλήπτης οφείλει να παραλάβει τα έγγραφα εντός 15 ημερών. Ο παραλήπτης παραλαμβάνει τα έγγραφα από το πληροφοριακό σύστημα αφού αποδείξει την ταυτότητά του με τον προβλεπόμενο τρόπο, υπογράφει ηλεκτρονικά την απόδειξη παραλαβής και την επιστρέφει στον αποστολέα με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο. Η επίδοση θεωρείται ότι διενεργήθηκε την ημέρα που ο παραλήπτης αποδέχθηκε τα ηλεκτρονικά έγγραφα. Εάν τα έγγραφα δεν γίνουν αποδεκτά εντός 15 ημερών, η επίδοση θεωρείται ότι διενεργήθηκε με τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Τουλάχιστον τρεις μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας των 15 ημερών από την παραλαβή του ηλεκτρονικού μηνύματος, ο παραλήπτης τεκμαίρεται ότι έχει ενημερωθεί για το περιεχόμενο του εγγράφου. Η προθεσμία ξεκινά να τρέχει την επομένη της ημέρας που διενεργήθηκε ή θεωρείται ότι διενεργήθηκε η επίδοση αν ο παραλήπτης δεν παραλάβει τα έγγραφα. Πρέπει να τονιστεί ότι, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται νομοθετικά, η ηλεκτρονική επίδοση δεν είναι ακόμη στην πράξη δυνατή στις αστικές και εμπορικές δικαστικές διαδικασίες, με εξαίρεση τις διαδικασίες εκτέλεσης, αφερεγγυότητας και κτηματολογίου. Αναφορικά με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, βλ. την ενότητα «Αυτόματη διαδικασία».

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, η ημέρα της επίδοσης του δικαστικού εγγράφου ή ημέρα επέλευσης του γεγονότος που κινεί την προθεσμία δεν περιλαμβάνεται στην προθεσμία. Αντιθέτως, η πρώτη ημέρα της προθεσμίας είναι η επομένη της ημέρας επίδοσης του δικαστικού εγγράφου ή η επομένη της ημέρας επέλευσης του γεγονότος.

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη λήγουν κατά το τέλος της ημέρας του τελευταίου μήνα ή έτους που έχει αντίστοιχο αριθμό με την ημέρα έναρξης της προθεσμίας. Αν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα τον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Οι προθεσμίες στις εν λόγω περιπτώσεις ξεκινούν την ημέρα κατά την οποία επήλθε το γεγονός που κινεί την προθεσμία (για παράδειγμα, αν μια διαδικαστική πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός ενός έτους από την επίδοση ενός εγγράφου και η επίδοση έλαβε χώρα στις 25 Απριλίου 2005, η προθεσμία λήγει στις 25 Απριλίου 2006).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, πρόκειται για ημερολογιακές ημέρες. Οι προθεσμίες τρέχουν αδιάλειπτα, συμπεριλαμβανομένων του Σαββάτου, της Κυριακής και των εξαιρετέων ημερών. Για παράδειγμα, αν μια απόφαση επιδόθηκε Παρασκευή, η προθεσμία της έφεσης ξεκινά να τρέχει το Σάββατο. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι Σάββατο, Κυριακή, αργία ή άλλη ημέρα που ορίζεται εξαιρετέα από τον νόμο για τις αργίες και τις εξαιρετέες ημέρες στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, η προθεσμία λήγει την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Κατά τον υπολογισμό των προθεσμιών πρέπει επίσης να εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες του άρθρου 83 του νόμου περί δικαστηρίων (Zakon o sodiščih), που διέπει τις δικαστικές διακοπές. Κατά το διάστημα μεταξύ 15 Ιουλίου και 15 Αυγούστου τα δικαστήρια διεξάγουν συζητήσεις και εκδίδουν αποφάσεις μόνο για τις επείγουσες υποθέσεις, όπως αυτές ορίζονται στον νόμο (ασφαλιστικά μέτρα, επιμέλεια και μέριμνα τέκνων, υποχρεώσεις διατροφής κ.ο.κ). Με εξαίρεση τις επείγουσες υποθέσεις, οι δικονομικές προθεσμίες δεν τρέχουν. Αν η επίδοση διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (για παράδειγμα, στις 20 Ιουλίου) η δικονομική προθεσμία ξεκινά να τρέχει την επομένη της τελευταίας ημέρας των δικαστικών διακοπών, δηλαδή στις 16 Αυγούστου. Επίσης, οι δικονομικές προθεσμίες δεν μπορούν να λήξουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Για παράδειγμα, αν η επίδοση διενεργήθηκε στις 10 Ιουλίου, η 15ήμερη προθεσμία λήγει στις 26 Αυγούστου. Οι δικαστικές διακοπές διακόπτουν την πορεία της προθεσμίας.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Στο σλοβενικό δίκαιο οι προθεσμίες δεν προσδιορίζονται κατά εβδομάδες. Οι προθεσμίες προσδιορίζονται κατά ημέρες, μήνες και έτη. Τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι άλλες εξαιρετέες ημέρες δεν έχουν αντίκτυπο στις προθεσμίες, αλλά προθεσμία δεν μπορεί να λήξει τέτοια ημέρα. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι Σάββατο, Κυριακή, αργία ή άλλη ημέρα που ορίζεται εξαιρετέα στον νόμο για τις αργίες και τις εξαιρετέες ημέρες στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, η προθεσμία λήγει την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Το πλαίσιο που προβλέπει ο νόμος περί δικαστηρίων για τις προθεσμίες κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη, αναφορικά με τις οποίες το άρθρο 111 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι λήγουν την ημερομηνία που έχει αντίστοιχο αριθμό με την ημερομηνία της έναρξης της προθεσμίας. Οι δικαστικές διακοπές δεν επηρεάζουν τις προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά έτη. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες δεν τρέχουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών και συνεπώς παρατείνονται κατά έναν μήνα (για παράδειγμα, τρίμηνη δικονομική προθεσμία που ξεκινά να τρέχει στις 20 Ιουνίου λήγει στις 20 Σεπτεμβρίου, ενώ τρίμηνη προθεσμία που θα έληγε κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, για παράδειγμα στις 5 Αυγούστου, παρατείνεται κατά έναν μήνα και λήγει στις 5 Σεπτεμβρίου).

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη λήγουν κατά το τέλος της ημέρας του τελευταίου μήνα ή έτους που έχει αντίστοιχο αριθμό με την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας. Αν δεν υπάρχει τέτοια ημέρα κατά τον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα (για παράδειγμα, αν μια διαδικαστική πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός ενός έτους από την επίδοση ενός εγγράφου και η επίδοση έλαβε χώρα στις 25 Απριλίου 2005, η προθεσμία λήγει στις 25 Απριλίου 2006 αν μια διαδικαστική πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός ενός μήνα από επίδοση που διενεργήθηκε στις 31 Μαΐου 2005, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι η 30ή Ιουνίου 2005).

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Οι προθεσμίες δεν λήγουν Σάββατο, Κυριακή ή άλλη εξαιρετέα ημέρα. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι Σάββατο, Κυριακή, αργία ή άλλη ημέρα που ορίζεται εξαιρετέα στον νόμο για τις αργίες και τις εξαιρετέες ημέρες στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, η προθεσμία λήγει την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Μόνο οι προθεσμίες που τάσσονται από δικαστήριο, οι επονομαζόμενες δικαστικές προθεσμίες (άρθρο 110 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), μπορούν να παραταθούν. Δικαστική προθεσμία μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο έπειτα από αίτημα διαδίκου όταν η παράταση είναι δικαιολογημένη. Η παράταση της προθεσμίας πρέπει να ζητηθεί πριν από τη λήξη της. Οι προθεσμίες που ορίζονται στον νόμο δεν επιδέχονται παράταση. Η διάταξη για τον μη επιδεκτικό παράτασης χαρακτήρα των νόμιμων προθεσμιών είναι αναγκαστικού δικαίου.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν έφεση κατά απόφασης ή διαταγής που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό εντός της γενικής προθεσμίας έφεσης των 30 ημερών από την επίδοση αντιγράφου της απόφασης ή εντός 15 ημερών από την επίδοση αντιγράφου της διαταγής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εκτός αν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας (άρθρο 333 ή άρθρο 336 παράγραφος 2) ορίζει διαφορετικά.

Ο νόμος προβλέπει ρητά προθεσμία έφεσης 15 ημερών για τις διαφορές που αφορούν συναλλαγματικές ή επιταγές (άρθρο 333 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) και προθεσμία 8 ημερών για τις διαφορές που αφορούν προσβολή κυριότητας (άρθρο 428 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), για τις μικροδιαφορές (άρθρο 458 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), για την κοινοποίηση έφεσης σε εμπορική μικροδιαφορά και για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η συντομότερη 8ήμερη προθεσμία ισχύει επίσης για την άσκηση ένδικων μέσων (εφέσεων και ανακοπών) στη διαδικασία εκτέλεσης και στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων [άρθρο 9 του νόμου περί εκτέλεσης και εξασφάλισης αστικών αξιώσεων (Zakon o izvršbi in zavarovanju)].

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Τα δικαστήρια διεξάγουν συζητήσεις που ορίζονται από τον νόμο ή κρίνονται αναγκαίες κατά την εξέλιξη της διαδικασίας (άρθρο 113 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ως συζήτηση νοείται η προκαθορισμένη συνάντηση σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για τη διενέργεια μιας διαδικαστικής πράξης. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει για μεταγενέστερο χρόνο μια συζήτηση αν υπάρχουν λόγοι που το δικαιολογούν (άρθρο 115 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να παρατείνει την προθεσμία που έταξε σε διάδικο για τη διενέργεια μιας διαδικαστικής πράξης (δικαστική προθεσμία) αν η παράτασή της δικαιολογείται και ο διάδικος τη ζήτησε πριν από τη λήξη της προθεσμίας.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Κατά το σλοβενικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται η παράταση προθεσμίας για τον λόγο ότι ένας διάδικος είναι κάτοικος ενός συγκεκριμένου τόπου ή μιας συγκεκριμένης περιοχής.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η απώλεια προθεσμίας γενικά συνεπάγεται την απώλεια δικαιώματος. Ο διάδικος χάνει το δικαίωμά του να ασκήσει ένα ένδικο μέσο (αποσβεστική προθεσμία) και ένδικο μέσο που κατατίθεται εκπρόθεσμα απορρίπτεται. Το δικαστήριο θα απορρίψει αίτηση διαδίκου που δεν έχει τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί εντός ταχθείσας προθεσμίας.

Σε περίπτωση απώλειας προθεσμίας, ο διάδικος μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παραιτηθεί από την αγωγή του (για παράδειγμα, αν ο διάδικος δεν πληρώσει τα δικαστικά τέλη εντός της νόμιμης προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από την αγωγή του και η διαδικασία αναστέλλεται το ίδιο ισχύει αν κανείς διάδικος δεν ζητήσει τη συνέχιση της διαδικασίας εντός τεσσάρων μηνών από την αναστολή της).

Αν διάδικος δεν παραστεί σε συζήτηση, σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από την αγωγή (για παράδειγμα, αν κανείς διάδικος δεν παραστεί στην πρώτη συζήτηση, ο ενάγων θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από την αγωγή).

Η απώλεια προθεσμίας μπορεί επίσης να έχει συνέπειες για τον διάδικο κατά τη διαδικασία των αποδείξεων. Η απώλεια της προθεσμίας για την πληρωμή της προκαταβολής για τη διεξαγωγή αποδείξεων που έχουν προταθεί σημαίνει ότι οι εν λόγω αποδείξεις δεν θα διεξαχθούν.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Αν ένας διάδικος απολέσει προθεσμία διενέργειας διαδικαστικής πράξης και η απώλεια αυτή έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα (δηλαδή, απώλεια του δικαιώματος του διαδίκου να διενεργήσει τη διαδικαστική πράξη), το δικαστήριο μπορεί να κάνει δεκτό αίτημα του διαδίκου να τη διενεργήσει μεταγενέστερα (δηλαδή, αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση - άρθρα 116 έως 121 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Οι προϋποθέσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι:

  • να έχει απολέσει ο διάδικος την προθεσμία για δικαιολογημένη αιτία, στοιχείο που κρίνεται από το δικαστήριο βάσει όλων των περιστάσεων της υπόθεσης
  • η απώλεια της προθεσμίας να έχει επιφέρει αποσβεστικό αποτέλεσμα
  • ο διάδικος να καταθέσει αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο έπρεπε να έχει διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, εντός 15 ημερών από την άρση του λόγου που επέφερε την απώλεια της προθεσμίας ή, αν ο διάδικος έλαβε γνώση της απώλειας της προθεσμίας μεταγενέστερα, εντός 15 ημερών απ’ όταν έλαβε γνώση σε κάθε περίπτωση, εντός τριών μηνών ή, στις εμπορικές διαφορές, 30 ημερών από την ημέρα της απώλειας της προθεσμίας
  • να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη που δεν είχε διενεργηθεί ταυτόχρονα με την κατάθεση της αίτησης.

Η κατάθεση αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση γενικά δεν επηρεάζει την πορεία της δίκης, αλλά το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αναστολή της δίκης έως ότου καταστεί οριστική η απόφαση επί της αίτησης. Αν παραλάβει εμπρόθεσμη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, το δικαστήριο γενικά διεξάγει συζήτηση στην οποία αποφασίζει επί της αίτησης. Αν επιτρέπεται η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, η δίκη επαναφέρεται στην προτέρα της απώλειας της προθεσμίας κατάσταση και ακυρώνονται οι αποφάσεις που εξέδωσε το δικαστήριο λόγω της απώλειας της προθεσμίας.

Σχετικοί σύνδεσμοι:

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.dz-rs.si/wps/portal/Home/deloDZ/zakonodaja/preciscenaBesedilaZakonov

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.sodisce.si/

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://www.uradni-list.si/glasilo-uradni-list-rs

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.pisrs.si/Pis.web/

Τελευταία επικαιροποίηση: 24/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Σλοβακία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

α) Nόμιμες — η διάρκειά τους καθορίζεται από τον νόμο.

β) Δικαστικές — το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου διαδίκου.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Μη εργάσιμες ημέρες είναι οι ημέρες που προβλέπονται για την ανάπαυση των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και οι επίσημες αργίες.

α) Μη εργάσιμες ημέρες στη Σλοβακική Δημοκρατία: 6η Ιανουαρίου, Μεγάλη Παρασκευή, Κυριακή του Πάσχα, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαΐου, 8η Μαΐου, 15η Σεπτεμβρίου, 1η Νοεμβρίου, 24η Δεκεμβρίου, 25η Δεκεμβρίου 26η Δεκεμβρίου.

β) Επίσημες αργίες στη Σλοβακική Δημοκρατία: 1η Ιανουαρίου, 5η Ιουλίου, 29η Αυγούστου, 1η Σεπτεμβρίου, 17η Νοεμβρίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

α) Σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 160/2015, κώδικας πολιτικής κατ’ αντιδικία διαδικασίας (zákon č. 160/2015 Civilný sporový poriadok) (εφεξής «ΚΠΑΔ»), ελλείψει ειδικότερης διάταξης περί του αντιθέτου, η προθεσμία για τη διενέργεια πράξης προσδιορίζεται από το δικαστήριο. Στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες, η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας δεν συνυπολογίζεται.

β) Οι προθεσμίες δεν τρέχουν εναντίον προσώπου που έχει απολέσει την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα δικαστικής παράστασης (άρθρο 119 του ΚΠΑΔ).

γ) Αν παρέμβει στη δίκη νέος διάδικος, νόμιμος αντιπρόσωπος ή συμπαραστάτης διαδίκου, τρέχει εναντίον του νέα προθεσμία, η οποία αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο παρενέβη στη δίκη (άρθρο 120 του ΚΠΑΔ).

δ) Προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί αν η οικεία πράξη διενεργηθεί στο δικαστήριο ή αν το οικείο έγγραφο υποβληθεί στην αρχή που υποχρεούται να το κοινοποιήσει, κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας (άρθρο 121 παράγραφος 5 του ΚΠΑΔ)

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει την επομένη της ημέρας κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Όχι.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Για τον υπολογισμό των προθεσμιών χρησιμοποιούνται οι ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη επίσης υπολογίζονται με βάση τις ημερολογιακές ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν κατά το τέλος της ημέρας που αντιστοιχεί στην ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας ή, αν δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον κρίσιμο μήνα, την τελευταία ημέρα του μήνα. Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα αργίας, η λήξη της μετατίθεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα (άρθρο 121 του ΚΠΑΔ).

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Αν ο νόμος δεν τάσσει προθεσμία για τη διενέργεια ορισμένης πράξης, τάσσει, εφόσον απαιτείται, προθεσμία το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να παρατείνει προθεσμία που έχει τάξει (άρθρο 118 παράγραφος 2 του ΚΠΑΔ).

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η έφεση κατατίθεται εντός 15 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στο δικαστήριο που την εξέδωσε (άρθρο 362 του ΚΠΑΔ).

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Ναι, αλλά μόνο τις προθεσμίες που αφορούν ακροάσεις ενημερωτικού χαρακτήρα.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η συνέπεια της μη τήρησης προθεσμίας είναι η απώλεια της προθεσμίας.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Το δικαστήριο μπορεί να άρει τις συνέπειες της μη τήρησης προθεσμίας αν ο διάδικος ή ο αντιπρόσωπός του απώλεσε την προθεσμία για εύλογη αιτία η οποία τον εμπόδισε να διενεργήσει την πράξη την οποία έπρεπε να διενεργήσει. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός 15 ημερών από την άρση του εμποδίου και να συνοδεύεται από τη διενέργεια της μη διενεργηθείσας πράξης (άρθρο 122 του ΚΠΑΔ). Η κρίση περί του αν ο προβαλλόμενος λόγος μπορεί πράγματι να δικαιολογήσει τη μη τήρηση της προθεσμίας από τον διάδικο ή τον αντιπρόσωπό του ανήκει στην πλήρη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Τελευταία επικαιροποίηση: 22/04/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Φινλανδία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Οι χρονικές προθεσμίες αναφέρονται στα χρονικά περιθώρια που έχουν οριστεί για την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου σταδίου μιας διαδικασίας. Ορισμένες χρονικές προθεσμίες προβλέπονται από τον νόμο, ενώ άλλες επιβάλλονται από τα δικαστήρια.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Εκτός από τα Σάββατα και τις Κυριακές, στην Φινλανδία θεωρούνται αργίες οι παρακάτω ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά (1 Ιανουαρίου)
  • Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου)
  • Μεγάλη Παρασκευή (κινητή)
  • Κυριακή του Πάσχα (κινητή)
  • Δευτέρα του Πάσχα (κινητή)
  • Πρωτομαγιά (1 Μαΐου)
  • Ανάληψη του Χριστού (κινητή)
  • Γιορτή του Αγίου Πνεύματος (κινητή)
  • Παραμονή θερινού ηλιοστασίου (κινητή)
  • Θερινό ηλιοστάσιο (κινητή)
  • Των Αγίων Πάντων (κινητή)
  • Ημέρα της Ανεξαρτησίας (6 Δεκεμβρίου)
  • Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου)
  • Ημέρα του Αγίου Στεφάνου (26 Δεκεμβρίου)

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι κανόνες για τον υπολογισμό των χρονικών προθεσμιών περιλαμβάνονται στον νόμο περί χρονικών προθεσμιών (määräaikalaki) (150/1930). Διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια των χρονικών προθεσμιών περιλαμβάνονται επίσης στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (oikeudenkäymiskaari) και σε αρκετούς ακόμα κανονισμούς.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Οι χρονικές προθεσμίες υπολογίζονται γενικά από την επομένη της ημέρας κατά την οποία εκδηλώθηκε το γεγονός που οδήγησε στην πράξη ή τη διατύπωση. Για παράδειγμα, η χρονική προθεσμία για την προσβολή διαθήκης υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κοινοποιήθηκε η διαθήκη.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Η μέθοδος διαβίβασης ή επίδοσης εγγράφων δεν επηρεάζει την ημερομηνία έναρξης. Η χρονική προθεσμία ξεκινά από τη στιγμή που έγινε η διαβίβαση ή επίδοση του εγγράφου.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν μια χρονική περίοδος εκφράζεται ως αριθμός ημερών μετά από συγκεκριμένη ημερομηνία, η τελευταία δεν λαμβάνεται υπόψη. Για παράδειγμα, δεν υπολογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε η κοινοποίηση.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Στον ενδεικτικό αριθμό ημερών λαμβάνονται υπόψη οι ημερολογιακές και όχι μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Εάν, ωστόσο, η τελευταία ημέρα της χρονικής προθεσμίας συμπέσει με μια από τις ημέρες που παρατίθενται στην ερώτηση 2, η χρονική προθεσμία παρατείνεται για την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι χρονικές προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη κατόπιν συγκεκριμένης ημερομηνίας λήγουν την ημέρα της εβδομάδας ή του μήνα που αντιστοιχεί σε όνομα ή αριθμητικώς με εκείνη την ημερομηνία. Εάν δεν υπάρχει ημερομηνία που να αντιστοιχεί στον μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία, τότε η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα εκείνου του μήνα.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 8.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 7.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Οι χρονικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν εφόσον μπορεί να αιτιολογηθεί η ανάγκη παράτασης. Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης, να χορηγήσει παράταση σε χρονικές προθεσμίες που αφορούν, για παράδειγμα, εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις. Το πρόσωπο που έχει οριστεί για την υπόθεση αποφασίζει τη χορήγηση ή όχι της παράτασης.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ο διάδικος που επιθυμεί να προσφύγει κατά απόφασης περιφερειακού δικαστηρίου (käräjäoikeus) πρέπει να κοινοποιήσει την πρόθεσή του για προσφυγή το αργότερο εντός επτά ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου. Η χρονική προθεσμία για την κατάθεση προσφυγής είναι 30 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου. Ο προσφεύγων πρέπει να καταθέσει την επιστολή προσφυγής του στη γραμματεία του περιφερειακού δικαστηρίου το αργότερο έως την τελευταία ημέρα της χρονικής προθεσμίας, κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα εφετεία (hovioikeus), η χρονική προθεσμία για την υποβολή αίτησης για άδεια άσκησης προσφυγής και για την υποβολή της επιστολής προσφυγής είναι 60 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του εφετείου. Ο προσφεύγων πρέπει να υποβάλει την οικεία επιστολή προσφυγής, η οποία πρέπει να απευθύνεται στο Ανώτατο Δικαστήριο (korkein oikeus) και να συνοδεύεται από αίτηση για άδεια άσκησης προσφυγής καθώς και από την ίδια την προσφυγή, στη γραμματεία του εφετείου, το αργότερο έως την τελευταία ημέρα της χρονικής προθεσμίας.

Εάν η προσφυγή αφορά υπόθεση την οποία εκδίκασε το εφετείο ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η χρονική προθεσμία κατάθεσης της προσφυγής είναι 30 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του εφετείου.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι χρονικές προθεσμίες που ορίζονται στον νόμο περί χρονικών προθεσμιών δεν μπορούν να μειωθούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να ορίσει χρονικές προθεσμίες για συγκεκριμένες πράξεις και διατυπώσεις, καθώς επίσης να παρατείνει τις εν λόγω προθεσμίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δικαστήρια μπορούν επίσης να παρατείνουν τις χρονικές προθεσμίες που προβλέπονται για τις προσφυγές.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Δεν υπάρχουν τέτοιου είδους μέρη στην Φινλανδία, οπότε δεν μπορούν να προκύψουν τέτοιες καταστάσεις.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Κατά γενικό κανόνα, η αδυναμία τήρησης των χρονικών προθεσμιών είναι επιζήμια για τον διάδικο που δεν τις τηρεί και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των δικαιωμάτων του ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Δεν υπάρχει κάποιο καθολικό μέσο επανόρθωσης για την μη τήρηση προθεσμιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει η δυνατότητα καθορισμού νέας χρονικής προθεσμίας, κατόπιν αίτησης. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι εξαιρετικά σπάνιο.

Τελευταία επικαιροποίηση: 10/05/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Σουηδία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Υπάρχουν διάφοροι τύποι προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις, καθώς και χρονικές περίοδοι που ορίζει το Σύνταγμα. Μεταξύ αυτών είναι, για παράδειγμα, οι προθεσμίες υποβολής αιτήματος αναιρέσεως, καταγγελίας και επανάληψης της υπόθεσης (η περίοδος εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί προσφυγή στο δικαστήριο). Υπάρχουν επίσης διατάξεις που ορίζουν απλώς τη λήψη μέτρου και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων σχετικά με τη δέουσα χρονική περίοδο, όπως, για παράδειγμα, προθεσμίες για την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων ή υπομνήματος αντικρούσεως.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σάββατα, Κυριακές και επίσημες αργίες θεωρούνται μη εργάσιμες ημέρες.

Επίσημες αργίες στη Σουηδία (νόμος 1989:253 περί αργιών («lagen om allmänna helgdagar»)) είναι οι ακόλουθες ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά (1η Ιανουαρίου)
  • Των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου)
  • Μεγάλη Παρασκευή (η τελευταία Παρασκευή πριν από το Πάσχα)
  • Κυριακή του Πάσχα (η πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο ή μετά τις 21 Μαρτίου)
  • Δευτέρα του Πάσχα (η ημέρα μετά την Κυριακή του Πάσχα)
  • Της Αναλήψεως (η έκτη Πέμπτη μετά την Κυριακή του Πάσχα)
  • Πεντηκοστή (η έβδομη Κυριακή μετά το Πάσχα)
  • Εθνική εορτή (6 Ιουνίου)
  • Εορτή του Θερινού Ηλιοστασίου (το Σάββατο μεταξύ 20 και 26 Ιουνίου)
  • Των Αγίων Πάντων (το Σάββατο μεταξύ 31 Οκτωβρίου και 6 Νοεμβρίου)
  • Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου)
  • Δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων (26 Δεκεμβρίου).

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Η βασική αρχή που διέπει τις προθεσμίες είναι ότι όταν το δικαστήριο απαιτεί από ένα πρόσωπο να προβεί σε κάποια ενέργεια στο πλαίσιο της διαδικασίας, πρέπει να του παρέχει εύλογο χρόνο για να συμμορφωθεί προς την απαίτηση (κεφάλαιο 32 άρθρο 1 του σουηδικού δικονομικού κώδικα («rättegångsbalken»)). Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο επιτρεπόμενος χρόνος ορίζεται από το δικαστήριο, που πρέπει εν προκειμένω να τάξει προθεσμία που θα παράσχει στον διάδικο αποδεκτό χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να συμμορφωθεί.

Σε λιγοστές περιπτώσεις, ο χρόνος ορίζεται στον σουηδικό δικονομικό κώδικα. Αυτό ισχύει κυρίως για προθεσμίες υποβολής αίτησης αναιρέσεως κατά δικαστικής απόφασης, αίτησης επανάληψης περατωθείσας διαδικασίας ή, σε ορισμένες υποθέσεις, για αλλαγή της προθεσμίας.

Πρόσωπο που επιθυμεί να προσφύγει κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε υπόθεση αστικού δικαίου πρέπει να το πράξει εντός τριών εβδομάδων από την απαγγελία της απόφασης. Πρόσωπο που επιθυμεί να προσφύγει κατά απόφασης πρωτοδικείου («tingsrätt») σε υπόθεση αστικού δικαίου πρέπει να το πράξει εντός της ίδιας προθεσμίας. Ωστόσο, εάν απόφαση που ελήφθη εκκρεμούσης της δίκης δεν έχει απαγγελθεί ενώπιον ακροατηρίου και κανένα υπόμνημα δεν έχει υποβληθεί στο δικαστήριο ως προς τον χρόνο απαγγελίας της απόφασης, η περίοδος αναιρέσεως υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων παραλαμβάνει την απόφαση. Για αιτήματα αναιρέσεως κατά αποφάσεων Εφετείου («hovrätt»), η προθεσμία είναι τέσσερις εβδομάδες (κεφάλαιο 50 άρθρο 1, κεφάλαιο 52 άρθρο 1, κεφάλαιο 55 άρθρο 1 και κεφάλαιο 56 άρθρο 1 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).

Σε περίπτωση απόφασης που εκδίδεται ερήμην από πρωτοδικείο («tingsrätt»), ο διάδικος δύναται, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η απόφαση, να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας (κεφάλαιο 44 άρθρο 9 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).

Σε περίπτωση λήξης ισχύος της προσφυγής λόγω μη εμφάνισης του αναιρεσείοντος στο Εφετείο, ο αναιρεσείων δύναται, εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για επαναφορά της διαδικασίας (κεφάλαιο 50 άρθρο 22 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).

Σε περίπτωση που ο διάδικος χάσει την προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για επαναφορά ή επανάληψη της διαδικασίας, μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση της προθεσμίας. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών εβδομάδων από τη λήξη των δικαιολογημένων περιστάσεων και το αργότερο εντός ενός έτους από την εκπνοή της προθεσμίας (κεφάλαιο 58 άρθρο 12 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).

Ορισμένες προθεσμίες ισχύουν και για συνοπτικές διαδικασίες της σουηδικής Υπηρεσίας Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Ο εναγόμενος διατάσσεται να γνωμοδοτήσει επί δικογράφου εντός ορισμένου χρόνου από την ημερομηνία κοινοποίησης. Εκτός ειδικών περιστάσεων, η περίοδος αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες (άρθρο 25 του νόμου (1990:746) περί διαταγών πληρωμής και συνδρομής («lagen om betalningsföreläggande och handräckning»)). Εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει το δικόγραφο, ο ενάγων έχει στη διάθεσή του τέσσερις εβδομάδες κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία κατά την οποία του εστάλη η κοινοποίηση της ανακοπής για να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης σε πρωτοδικείο («tingsrätt»), το οποίο θα επιληφθεί περαιτέρω (άρθρο 34). Εάν η σουηδική Υπηρεσία Αναγκαστικής Εκτέλεσης αποφανθεί για υπόθεση που αφορά διαταγή πληρωμής ή γενική συνδρομή, ο εναγόμενος μπορεί να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας εντός ενός μηνός από την ημερομηνία λήψης της απόφασης (άρθρο 53). Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί κατά και άλλων τύπων αποφάσεων που εκδίδει η Υπηρεσία Αναγκαστικής Εκτέλεσης εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση (άρθρα 55-57).

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Εάν μια πράξη πρέπει να εκτελεστεί εντός δεδομένης περιόδου, η προθεσμία αρχίζει κανονικά να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή. Σε περιπτώσεις, ωστόσο, στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή, η προθεσμία εκφράζεται συχνά υπό μορφή συγκεκριμένης ημερομηνίας έως την οποία πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή όπως προκύπτει από την απόφαση ή τη διαταγή. Ορισμένες φορές, όμως, προθεσμία τάσσεται επίσης όταν ορίζεται ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένου αριθμού ημερών, εβδομάδων, μηνών ή ετών, πάντα με βάση συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης. Όταν η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία επίδοσης, αναφέρεται πάντα ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένου αριθμού ημερών, εβδομάδων, μηνών ή ετών από την ημερομηνία επίδοσης, που είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος παραλαμβάνει το δικόγραφο.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Εάν η χρονική περίοδος εκφράζεται σε ημέρες, ο αριθμός των ημερών περιλαμβάνει ημερολογιακές και όχι μόνο εργάσιμες ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Εάν μια πράξη πρέπει να εκτελεστεί εντός δεδομένης περιόδου, η προθεσμία αρχίζει κανονικά να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή. Σε περιπτώσεις, ωστόσο, στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Ο νόμος (1930:173) περί υπολογισμού των προβλεπόμενων από τον νόμο προθεσμιών αναφέρει ότι, όταν οι προθεσμίες εκφράζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη, η τελική ημερομηνία είναι η ημέρα η οποία, με την ονομασία της ή τον αριθμό της στον μήνα, αντιστοιχεί στην ημέρα κατά την οποία άρχισε να τρέχει η προθεσμία. Εάν δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελικό μήνα, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας θεωρείται η τελευταία ημέρα του μήνα.

Εάν η ημέρα έως την οποία πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή συμπίπτει με Σάββατο, Κυριακή ή άλλη αργία (βλ. ερώτηση 2 ανωτέρω), παραμονή της εορτής του Θερινού Ηλιοστασίου (η ημέρα πριν από την εορτή του Θερινού Ηλιοστασίου), παραμονή Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) ή παραμονή Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου), η προθεσμία άσκησης προσφυγής παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση προθεσμίας που αρχίζει κατά την ημερομηνία επίδοσης.

Αντ' αυτού, όπου εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν η ημέρα έως την οποία πρέπει να εκτελεσθεί η πράξη συμπίπτει με Σάββατο, Κυριακή ή άλλη αργία (βλ. ερώτηση 2 ανωτέρω), παραμονή της εορτής του Θερινού Ηλιοστασίου (η ημέρα πριν από την εορτή του Θερινού Ηλιοστασίου), παραμονή Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) ή παραμονή Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου), η προθεσμία άσκησης προσφυγής παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση προθεσμίας που αρχίζει κατά την ημερομηνία επίδοσης.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για παράταση προθεσμιών σε περιπτώσεις όπου ο διάδικος διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ή άλλως εδρεύει εκτός Σουηδίας ή σε απομακρυσμένη περιοχή. Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε πολλές υποθέσεις το ίδιο το δικαστήριο ορίζει τη διάρκεια της προθεσμίας και παράλληλα διασφαλίζει ότι ο διάδικος έχει στη διάθεσή του εύλογο χρόνο για να ενεργήσει.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων κατά δικαστικών αποφάσεων είναι συνήθως τρεις ή τέσσερις εβδομάδες.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Εάν η προθεσμία καθορίζεται από τον νόμο (π.χ. προθεσμία υποβολής αίτησης αναιρέσεως), η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί ούτε να μειωθεί ούτε να αυξηθεί. Εάν διάδικος έχει διαταχθεί να παραστεί στο δικαστήριο ή να εκτελέσει κάποια άλλη πράξη, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει το χρονικό διάστημα τάσσοντας νέα προθεσμία. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, τίποτα δεν εμποδίζει το δικαστήριο να ακυρώσει προγραμματισμένη ακροαματική διαδικασία και να οργανώσει άλλη σε προγενέστερη ημερομηνία. Ωστόσο, οι διάδικοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο χρόνο προετοιμασίας.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι, βλ. ερώτηση 11 ανωτέρω.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Προθεσμίες συμμόρφωσης προς διαταγές κ.λπ.

Εάν ο ενάγων δεν συμμορφώνεται προς διαταγή για την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών όσον αφορά την αίτηση δικαστικής κλήσης που έχει υποβάλει ή εάν υπάρχει οιοδήποτε άλλο κώλυμα στην εκδίκαση της απόφασης, η αγωγή απορρίπτεται. Εάν ο εναγόμενος δεν υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως, μπορεί να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση ερήμην του. Η μη έγκαιρη συμμόρφωση προς διαταγή μπορεί επίσης να οδηγήσει εντούτοις το δικαστήριο να αποφανθεί επί της υποθέσεως.

Ερημοδικία

Σε υποθέσεις που μπορούν να διευθετηθούν εξωδικαστικά (π.χ. εμπορικές διαφορές), η μη αυτοπρόσωπη παρουσία ενός εκ των διαδίκων ενώπιον του πρωτοδικείου («tingsrätt») μπορεί να οδηγήσει σε ερημοδικία. Σε άλλες υποθέσεις μπορεί να επιβληθούν πρόστιμα. Ωστόσο, σε περιπτώσεις που δεν μπορούν να διευθετηθούν εξωδικαστικά (π.χ. οικογενειακές διαφορές), η μη αυτοπρόσωπη παρουσία του ενάγοντος ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να οδηγήσει στη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, ενώ σε απόντα αντίδικο μπορεί είτε να επιβληθεί πρόστιμο είτε να παραγγελθεί η εμφάνισή του με βίαια προσαγωγή. Εάν ο προσφεύγων δεν εμφανιστεί ενώπιον Εφετείου, η προσφυγή μπορεί να καταστεί άκυρη. Σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης παρουσίας του αντιδίκου μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο.

Προθεσμία άσκησης προσφυγής

Εάν ένας εκ των διαδίκων προσφύγει εκπρόθεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν η προθεσμία δεν ορίζεται από τον νόμο, ο διάδικος οφείλει, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, να αποταθεί στο δικαστήριο για την καθυστέρηση και να ζητήσει παράταση της περιόδου. Εάν η προθεσμία έχει λήξει και, ως εκ τούτου,το δικαστήριο έχει επιληφθεί, π.χ. εξέδωσε απόφαση για την υπόθεση, ο διάδικος μπορεί να λάβει ορισμένα τακτικά και έκτακτα μέτρα. Σκοπός αυτών των μέτρων είναι είτε η αποκατάσταση περατωθείσας υπόθεσης είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλαγή της προθεσμίας (βλ. ερώτηση 3 ανωτέρω).

Τελευταία επικαιροποίηση: 09/09/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Αγγλία και Ουαλία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Τα κυριότερα είδη προθεσμιών είναι τα εξής:

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή – Από τη στιγμή που ο εναγόμενος παραλάβει το δικόγραφο της αγωγής ή τα συνοδευτικά του έγγραφα, αν επιδοθούν ξεχωριστά, έχει στη διάθεσή του 14 ημέρες είτε για να απαντήσει στην αγωγή είτε για να καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης. Από τη στιγμή που ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, έχει στη διάθεσή του επιπλέον 14 ημέρες για να προετοιμάσει την αντίκρουσή του. Αυτό σημαίνει ότι ο εναγόμενος μπορεί να έχει στη διάθεσή του έως 28 ημέρες για να απαντήσει στην αγωγή, αλλά αν καταθέσει το αποδεικτικό επίδοσης την επομένη της παραλαβής των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής, ο εναγόμενος έχει μόνο 15 ημέρες στη διάθεσή του για να υποβάλει την αντίκρουσή του.

Προθεσμία εκτέλεσης απόφασης – Σύμφωνα με το άρθρο 24 του νόμου περί παραγραφής του 1980 (Limitation Act 1980), αξίωση που απορρέει από δικαστική απόφαση παραγράφεται έξι έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

Προθεσμίες παραγραφής – Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι εξαετής, στην κατηγορία δε αυτή ανήκουν:

  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων από αδικοπραξία (άρθρο 2 του νόμου περί παραγραφής του 1980)
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων σε υποθέσεις διαδοχικών υπεξαιρέσεων και εξάλειψης τίτλων κυριότητας και υπεξαιρεθέντων αγαθών (άρθρο 3 του νόμου περί παραγραφής του 1980)
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων για ποσά ανακτήσιμα εκ του νόμου (άρθρο 9 του νόμου περί παραγραφής του 1980)

Οι προθεσμίες παραγραφής ποικίλλουν για άλλα είδη υποθέσεων. Για παράδειγμα:

  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων που απορρέουν από ειδική τυπική σύμβαση (specialty) είναι δώδεκα έτη (άρθρο 8 του νόμου περί παραγραφής του 1980) – π.χ. για οφειλές όπως οι υποθήκες·
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων για βλάβη της υγείας είναι τρία έτη (άρθρο 11 του νόμου περί παραγραφής του 1980).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Τα σημεία 2.8 έως 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροCivil Procedure Rules) αφορούν την εφαρμογή και την ερμηνεία των κανόνων όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών.

Στην Αγγλία και την Ουαλία αργίες αποτελούν, πέρα από το Σάββατο και την Κυριακή, και οι εξής ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά: 1 Ιανουαρίου
  • Μεγάλη Παρασκευή: Παρασκευή προ του Πάσχα
  • Δευτέρα του Πάσχα: Δευτέρα μετά το Πάσχα
  • Επίσημη αργία στις αρχές Μαΐου: Πρώτη Δευτέρα του Μαΐου
  • Εαρινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Μαΐου
  • Θερινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Αυγούστου
  • Χριστούγεννα: 25 Δεκεμβρίου
  • Επομένη των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

Όταν τα Χριστούγεννα, η επομένη των Χριστουγέννων ή η Πρωτοχρονιά πέφτουν σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Για παράδειγμα, αν η 25η και η 26η Δεκεμβρίου πέσουν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα, η επόμενη Δευτέρα και η επόμενη Τρίτη θα είναι αργίες.

Επιπλέον, όλα τα δικαστήρια είναι κλειστά για μία επιπλέον ημέρα τα Χριστούγεννα.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Ο νόμος περί παραγραφής του 1980 (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροLimitation Act 1980) – Προβλέπει διάφορες προθεσμίες για την έναρξη της διαδικασίας και ορίζει άλλες προθεσμίες εντός των οποίων, π.χ., πρέπει να εκτελεστεί μια απόφαση ή να πραγματοποιηθούν άλλες ενέργειες από τους διαδίκους. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στην απάντηση της παραπάνω ερώτησης 1.

Ο νόμος περί αλλοδαπών προθεσμιών παραγραφής του 1984 (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροForeign Limitation Periods Act 1984) – Προβλέπει ότι κάθε νομοθετικός κανόνας που αφορά την παραγραφή αξιώσεων αντιμετωπίζεται, για τους σκοπούς των υποθέσεων στις οποίες εφαρμόζεται αλλοδαπό δίκαιο ή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, ως ζήτημα ουσιαστικού δικαίου και όχι ως ζήτημα δικονομικού δικαίου. Ισχύει τόσο για τις διαιτητικές όσο και για τις δικαστικές διαδικασίες στα δικαστήρια της Αγγλίας και της Ουαλίας στις περιπτώσεις που πρέπει να ληφθεί υπόψη αλλοδαπό δίκαιο.

Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροCivil Procedure Rules) – Πρόκειται για τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια στην Αγγλία και στην Ουαλία και οι οποίοι προβλέπουν προθεσμίες για διάφορες αξιώσεις.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η εναρκτήρια ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η προθεσμία είναι συνήθως η ημερομηνία του οικείου συμβάντος. Για παράδειγμα, ημέρα έναρξης της 14ήμερης προθεσμίας για την αντίκρουση αγωγής είναι η ημέρα παραλαβής του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων, αν επιδόθηκαν ξεχωριστά (με την επιφύλαξη των κανόνων περί τεκμαιρόμενης επίδοσης – βλ. παρακάτω). Επιπλέον, ημέρα έναρξης της 6ετούς προθεσμίας για την εκτέλεση απόφασης είναι η ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Η συνήθης μέθοδος επίδοσης που χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση εγγράφων είναι η ταχυδρομική αποστολή πρώτης τάξης (δηλ. με προτεραιότητα). Στις περιπτώσεις που η επίδοση πραγματοποιείται με ταχυδρομική αποστολή πρώτης τάξης (δηλ. με προτεραιότητα), η επίδοση τεκμαίρεται ότι έχει πραγματοποιηθεί τη δεύτερη ημέρα μετά την ταχυδρομική αποστολή.

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες τεκμαιρόμενης επίδοσης για άλλες μορφές μη προσωπικής επίδοσης, π.χ. ανταλλαγής εγγράφων, παράδοσης του εγγράφου ή απόθεσής του στην αποδεκτή διεύθυνση, φαξ ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροPart 6 of the Civil Procedure Rules).

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν η προθεσμία εκφράζεται ως αριθμός ημερών, αυτές λογίζονται ως ολόκληρες ημέρες. Στον υπολογισμό των «ολόκληρων ημερών» δεν συνυπολογίζονται η ημέρα έναρξης της προθεσμίας και, αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, η ημέρα κατά την οποία επέρχεται το γεγονός. Παραδείγματα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω ημερών περιλαμβάνονται στο μέρος 2 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροPart 2 of the Civil Procedure Rules).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, διάταξη ή εντολή που τάσσει προθεσμία για την εκτέλεση μιας πράξης, η τελευταία ημερομηνία συμμόρφωσης πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα και να περιλαμβάνει την ώρα κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη. Όταν η ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη αναγράφεται σε έγγραφο, η ημερομηνία αυτή πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα.

Για παράδειγμα, αν σε ένα πρόσωπο επιδοθεί κάποιο έγγραφο στις 4 Απριλίου και το εν λόγω πρόσωπο καλείται να απαντήσει εντός 14 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του εγγράφου, θα πρέπει να απαντήσει πριν από τις 18 Απριλίου.

Ωστόσο, αν η τασσόμενη προθεσμία είναι μικρότερη από 5 ημέρες, τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες δεν υπολογίζονται.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «μήνα», νοείται ημερολογιακός μήνας.

Όταν προθεσμία εκφράζεται σε έτη, αν και δεν υπάρχει ρητός σχετικός κανόνας, πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά το μέρος 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας. Ως εκ τούτου, αν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «έτος», νοείται ημερολογιακό έτος.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, δεν συμπεριλαμβάνεται η ημέρα κατά την οποία επέρχεται αυτό το γεγονός. Βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 6 παραπάνω.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Όταν προθεσμία που καθορίζεται από τους κανόνες πολιτικής δικονομίας, από πρακτικές οδηγίες, από δικαστική απόφαση ή από δικαστική διάταξη για την εκτέλεση πράξης στη γραμματεία του δικαστηρίου λήγει σε ημέρα κατά την οποία η εν λόγω γραμματεία είναι κλειστή, η πράξη θεωρείται ότι εκτελέστηκε εμπρόθεσμα αν εκτελεστεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η γραμματεία είναι ανοικτή. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά που προβλέπεται χρόνος λήξης της προθεσμίας.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Όταν το δικόγραφο της αγωγής επιδίδεται εκτός των ορίων δικαιοδοσίας, εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες. Για παράδειγμα, αν η επίδοση γίνεται σε κράτος μέλος της ΕΕ ή σε συμβαλλόμενο κράτος της σύμβασης της Χάγης του 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 35 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Αν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους της σύμβασης της Χάγης του 1965, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 45 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Περισσότερες λεπτομέρειες περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροPart 6 of the Civil Procedure Rules).

Όταν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η προθεσμία κατάθεσης του αποδεικτικού επίδοσης ή η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον πίνακα (στον οποίο παραπέμπει ο παρακάτω σύνδεσμος) μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, σε περίπτωση που ο εναγόμενος έχει καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον εν λόγω πίνακα συν επιπλέον 14 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Ο πίνακας περιλαμβάνεται στις πρακτικές οδηγίες 6Β των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροPractice Direction 6B of the Civil Procedure Rules).

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά απόφασης είναι 14 ημέρες. Η προθεσμία για την κατάθεση αίτησης για την επανεξέταση από δικαστή της απόφασης οργάνου, εφόσον ο νόμος προβλέπει δικαίωμα για την κατάθεση τέτοιας αίτησης, είναι 28 ημέρες, εκτός αν ο οικείος νόμος ορίζει διαφορετικά.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει μια αίτηση επειγόντως και χωρίς να επιδοθεί κανένα έγγραφο στον εναγόμενο, δηλ. «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν ο δικαστής εκδώσει διαταγή «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση», ο ενάγων θα λάβει νέα ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να εμφανιστεί εκ νέου στο δικαστήριο. Ο εναγόμενος θα έχει το δικαίωμα να είναι παρών κατά την εν λόγω νέα ημερομηνία, ώστε ο δικαστής να μπορέσει να ακούσει αμφότερους τους διαδίκους προτού αποφασίσει την τυχόν έκδοση νέας διαταγής.

Περαιτέρω δυνατότητες παράτασης προθεσμιών προβλέπονται στο μέρος ΙΙ του νόμου περί παραγραφής του 1980. Για παράδειγμα, μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής σε περίπτωση που ο ενάγων είναι ανίκανος (άρθρο 28 του νόμου περί παραγραφής του 1980).

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους κανόνες πολιτικής δικονομίας ή σε πρακτικές οδηγίες και εφόσον το δικαστήριο δεν ορίσει διαφορετικά, η προθεσμία που ορίζεται από τους κανόνες ή το δικαστήριο για την εκτέλεση κάποιας πράξης μπορεί να τροποποιηθεί με έγγραφη συμφωνία των διαδίκων. Επιπροσθέτως, οι δικαστές έχουν εκτεταμένες εξουσίες διαχείρισης των υποθέσεων ώστε να τροποποιούν τις προθεσμίες.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι. Διάδικος δεν έχανε αυτό το ευεργέτημα.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Αν ο εναγόμενος δεν αντικρούσει ή αποδεχθεί την αγωγή εντός της τασσόμενης προθεσμίας, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτημα ή αίτηση για την έκδοση απόφασης ερήμην. Ωστόσο, ο εναγόμενος θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, ενώ η εν λόγω απόφαση θα μπορεί επίσης να εξαφανιστεί από δικαστήριο.

Επιπλέον, μπορούν να επιβληθούν άλλες κυρώσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν διάδικος καλείται να υποβάλει κάτι, π.χ. μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και δεν το πράξει, το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την έκθεση απαράδεκτη.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να επιβάλει κυρώσεις, π.χ. για απείθεια προς το δικαστήριο.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι διάδικοι που δεν τήρησαν τις προθεσμίες μπορούν να απευθυνθούν στο δικαστήριο και να του ζητήσουν παράταση των προθεσμιών. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ερήμην απόφασης, μπορούν να ασκήσουν έφεση ή να ζητήσουν την εξαφάνιση της απόφασης.

Σχετικοί σύνδεσμοι

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΥπουργείο Δικαιοσύνης

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΚανόνες πολιτικής δικονομίας

Τελευταία επικαιροποίηση: 03/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Βόρεια Ιρλανδία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή – Στις διαδικασίες στο High Court (Ανώτερο Δικαστήριο), ο εναγόμενος, αν είναι κάτοικος Βόρειας Ιρλανδίας, έχει στη διάθεσή του 14 ημέρες από την επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου («writ») [διάταξη (Order) 10] (συμπεριλαμβανομένης της ημέρας επίδοσης), αν και μπορεί να δηλώσει εκπρόθεσμη παράσταση ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση απόφασης εναντίον του. Παράσταση μετά την έκδοση απόφασης προϋποθέτει άδεια {διάταξη 12 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 [Order 12 of the Rules of the Court of Judicature (Northern Ireland) 1980]}. Ο εναγόμενος οφείλει να επιδώσει το δικόγραφο της αντίκρουσής του («defence») εντός 6 εβδομάδων από την παραλαβή του δικογράφου της αγωγής («statement of claim»), 6 εβδομάδων από τη δήλωσή παράστασής του ή 6 εβδομάδων από τη λήψη της άδειας αντίκρουσης της αγωγής, ανάλογα με το ποια από τις εν λόγω προθεσμίες λήγει τελευταία (διάταξη 18). Στις διαδικασίες στο County Court (τοπικό δικαστήριο), ο εναγόμενος οφείλει να επιδώσει κοινοποίηση της πρόθεσής του να αντικρούσει την αγωγή εντός 21 ημερών από την επίδοση σε αυτόν του δικογράφου αστικής αγωγής («civil bill») {διάταξη 12 των κανόνων σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981 [Order 12 of the County Court Rules (Northern Ireland) 1981]}.

Προθεσμία εκτέλεσης απόφασης – Σύμφωνα με το άρθρο 16 του διατάγματος περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989 [Limitation (Northern Ireland) Order 1989], αξίωση που απορρέει από δικαστική απόφαση παραγράφεται έξι έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

Προθεσμίες παραγραφής – Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι εξαετής, στην κατηγορία δε αυτή, για παράδειγμα, ανήκουν:

  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων από αδικοπραξία [άρθρο 6 του διατάγματος περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989],
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων σε υποθέσεις διαδοχικών υπεξαιρέσεων και εξάλειψης τίτλων κυριότητας και υπεξαιρεθέντων αγαθών [άρθρο 17 του διατάγματος περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989].

Οι προθεσμίες παραγραφής ποικίλλουν για άλλα είδη υποθέσεων. Για παράδειγμα:

η προθεσμία άσκησης αξιώσεων για βλάβη της υγείας είναι τρία έτη [άρθρο 7 του διατάγματος περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989].

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Η διάταξη 3 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του νόμου περί ερμηνείας του 1978 (Interpretation Act 1978), και η διάταξη 43 των κανόνων σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του νόμου περί ερμηνείας (Βόρεια Ιρλανδία) του 1954 [Interpretation Act (Northern Ireland) 1954], ρυθμίζουν την εφαρμογή και την ερμηνεία των κανόνων σχετικά με το Ανώτατο Δικαστήριο (Rules of the Supreme Court) και των κανόνων σχετικά με το County Court, αντίστοιχα, όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών.

Στη Βόρεια Ιρλανδία, πέραν του Σαββάτου και της Κυριακής, επίσημες αργίες αποτελούν και οι εξής ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά: 1 Ιανουαρίου
  • Γιορτή του Αγίου Πατρικίου: 17 Μαρτίου
  • Δευτέρα του Πάσχα: Δευτέρα μετά το Πάσχα
  • Τρίτη του Πάσχα Τρίτη μετά το Πάσχα
  • Επίσημη αργία στις αρχές Μαΐου: Πρώτη Δευτέρα του Μαΐου
  • Εαρινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Μαΐου
  • Επίσημες αργίες του Ιουλίου: 12 και 13 Ιουλίου
  • Θερινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Αυγούστου
  • Χριστούγεννα: 25 Δεκεμβρίου
  • Επομένη των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

Όταν τα Χριστούγεννα, η επομένη των Χριστουγέννων ή η Πρωτοχρονιά πέφτουν σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Για παράδειγμα, αν η 25η και η 26η Δεκεμβρίου πέσουν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα, η επόμενη Δευτέρα και η επόμενη Τρίτη θα είναι αργίες.

Επιπλέον, όλα τα δικαστήρια είναι κλειστά για μία επιπλέον ημέρα τα Χριστούγεννα, όπως επίσης και τη Μεγάλη Παρασκευή.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Το διάταγμα περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989 – Προβλέπει διάφορες προθεσμίες για την έναρξη της διαδικασίας και ορίζει άλλες προθεσμίες εντός των οποίων, π.χ., πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση ή να διενεργηθούν άλλες ενέργειες από τους διαδίκους. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στην απάντηση της ερώτησης 1 ανωτέρω.

Το διάταγμα περί αλλοδαπών προθεσμιών παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1985 [Foreign Limitation Periods (Northern Ireland) Order 1985] – Ορίζει ότι κάθε νομοθετικός κανόνας που αφορά την παραγραφή αξιώσεων αντιμετωπίζεται, για τους σκοπούς των υποθέσεων στις οποίες εφαρμόζεται αλλοδαπό δίκαιο ή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, ως ζήτημα ουσιαστικού δικαίου και όχι ως ζήτημα δικονομικού δικαίου. Ισχύει τόσο για τις διαιτητικές όσο και για τις δικαστικές διαδικασίες στα δικαστήρια της Βόρειας Ιρλανδίας στις περιπτώσεις που πρέπει να ληφθεί υπόψη αλλοδαπό δίκαιο.

Οι κανόνες σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 και οι κανόνες σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981 – Πρόκειται για τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια στη Βόρεια Ιρλανδία και οι οποίοι προβλέπουν προθεσμίες για διάφορες αξιώσεις.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας για την αντίκρουση αγωγής κατά κανόνα αρχίζει από την ημερομηνία επίδοσης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου – βλ. απάντηση της ερώτησης 1 ανωτέρω. Σύμφωνα με το διάταγμα περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989, η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας είναι συνήθως η ημερομηνία του σχετικού συμβάντος, π.χ., η ημερομηνία έναρξης της 6ετούς προθεσμίας για την εκτέλεση απόφασης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Ναι — όταν εισαγωγικό δικόγραφο ενώπιον του High Court («writ») επιδίδεται ταχυδρομικώς ή με απόθεση στο γραμματοκιβώτιο, τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε την έβδομη ημέρα (συνυπολογιζόμενων του Σαββάτου και της Κυριακής) μετά την ταχυδρομική αποστολή ή απόθεση [διάταξη 10 κανόνας 1 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980], αν και σε περίπτωση ταχυδρομικής αποστολής του Κυριακή, πιθανότατα θα κριθεί ότι επιδόθηκε τη Δευτέρα οκτώ ημέρες μετά την αποστολή του. Ομοίως, αν δικόγραφο αστικής αγωγής («civil bill») επιδοθεί από δικηγόρο με ταχυδρομική αποστολή πρώτης τάξης, τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε την έβδομη εργάσιμη ημέρα μετά την ταχυδρομική αποστολή του (μη συνυπολογιζόμενης της ημέρας αποστολής του), αλλά, σε αντίθεση με ό,τι ορίζουν οι κανόνες του Ανώτερου Δικαστηρίου, στην εν λόγω επταήμερη περίοδο δεν συνυπολογίζονται το Σάββατο, η Κυριακή και οι επίσημες αργίες [διάταξη 43 κανόνας 19A των κανόνων σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981].

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η διάταξη 3 κανόνας 2 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 εφαρμόζεται σε κάθε προθεσμία που καθορίζεται από τους εν λόγω κανόνες ή από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, διάταξη ή εντολή για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης. Όταν μια πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας μετά ή από ορισμένη ημερομηνία, η προθεσμία συνήθως αρχίζει αμέσως μετά την εν λόγω ημερομηνία. Όταν η πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός καθορισμένου αριθμού ολόκληρων ημερών πριν ή μετά ορισμένη ημερομηνία, μεταξύ της ημέρας διενέργειας της πράξης και της εν λόγω ημερομηνίας πρέπει να παρεμβάλλεται τουλάχιστον ο εν λόγω αριθμός ημερών.

Η διάταξη 43 κανόνας 17 των κανόνων σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981 εφαρμόζεται στις προθεσμίες που καθορίζονται από τους εν λόγω κανόνες. Όταν κάτι πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας από ή μετά την επέλευση ορισμένου γεγονότος, η προθεσμία αρχίζει στο τέλος της ημέρας επέλευσης του γεγονότος, εκτός αν η εν λόγω ημέρα συμπεριλαμβάνεται ρητώς στην προθεσμία.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Η διάταξη 3 κανόνας 2 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 ορίζει ότι όταν η οικεία προθεσμία, εφόσον είναι 7ήμερη ή συντομότερη, περιλαμβάνει Σάββατο, Κυριακή ή αργία, την ημέρα των Χριστουγέννων ή τη Μεγάλη Παρασκευή, η εν λόγω ημέρα δεν συνυπολογίζεται. Η διάταξη 3 κανόνας 3 ορίζει ότι, πλην αν ορίσει διαφορετικά το δικαστήριο, η περίοδος των μεγάλων διακοπών, δηλ. των θερινών διακοπών, δεν συνυπολογίζεται σε οποιαδήποτε προθεσμία που καθορίζεται από τους εν λόγω κανόνες ή από οποιαδήποτε διάταξη ή εντολή για την επίδοση, την κατάθεση ή την τροποποίηση οποιουδήποτε δικογράφου. Η διάταξη 3 κανόνας 4 ορίζει ότι, όταν η προθεσμία που προβλέπεται από τους εν λόγω κανόνες ή από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, διάταξη ή εντολή για τη διενέργεια πράξης σε υπηρεσία του Ανώτατου Δικαστηρίου λήγει σε ημέρα κατά την οποία η εν λόγω υπηρεσία είναι κλειστή, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διενεργηθεί η πράξη κατά την εν λόγω ημέρα, η πράξη διενεργείται εμπρόθεσμα αν διενεργηθεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η οικεία υπηρεσία είναι ανοικτή.

Η διάταξη 43 κανόνας 17 των κανόνων σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981 ορίζει ότι όταν, σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, κάτι πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας που δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τρεις ημέρες, στις εν λόγω ημέρες δεν συνυπολογίζονται το Σάββατο, η Κυριακή ή άλλη ημέρα κατά την οποία είναι κλειστή η υπηρεσία. Αν η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να διενεργηθεί ορισμένη πράξη λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη ημέρα κατά την οποία η υπηρεσία είναι κλειστή, η πράξη μπορεί να διενεργηθεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η υπηρεσία είναι ανοικτή. Η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται επίσης ως προς τις προθεσμίες που προβλέπονται από δικαστική απόφαση ή εντολή.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Η διάταξη 3 κανόνας 1 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 ορίζει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του νόμου περί παραγραφής του 1978, στο μέτρο που εφαρμόζεται στους εν λόγω κανόνες, η λέξη «μήνας», όταν χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή άλλο έγγραφο, σημαίνει ημερολογιακός μήνας, εκτός αν από τα συμφραζόμενα προκύπτει άλλως.

Κατ’ αναλογία και παρότι δεν υπάρχει ρητός κανόνας, όταν προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη, η λέξη «έτος» σε οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή άλλο έγγραφο σημαίνει ημερολογιακό έτος.

Όσον αφορά τις διαδικασίες στο County Court, εφαρμοστέο είναι το άρθρο 39 του νόμου περί ερμηνείας (Βόρεια Ιρλανδία) του 1954, το οποίο ορίζει ότι ως «έτος» νοούνται 12 (ημερολογιακοί) μήνες και ως «μήνας» νοείται ημερολογιακός μήνας.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Η διάταξη 3 κανόνας 2 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 ορίζει ότι, αν ορισμένη πράξη πρέπει να διενεργηθεί εντός ορισμένης προθεσμίας η τουλάχιστον πριν από ορισμένη ημερομηνία, η προθεσμία λήγει αμέσως πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Στους κανόνες σχετικά με το County Court (Βόρεια Ιρλανδία) του 1981, δυνάμει του άρθρου 39 του νόμου περί ερμηνείας (Βόρεια Ιρλανδία) του 1954, προθεσμία που ορίζεται ότι λήγει σε συγκεκριμένα μέρα ή που υπολογίζεται μέχρι συγκεκριμένη ημέρα περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Η διάταξη 3 κανόνας 2 των κανόνων σχετικά με το Court of Judicature (Βόρεια Ιρλανδία) του 1980 ορίζει ότι όταν η οικεία προθεσμία, εφόσον είναι 7ήμερη ή συντομότερη, περιλαμβάνει Σάββατο, Κυριακή ή αργία, την ημέρα των Χριστουγέννων ή τη Μεγάλη Παρασκευή, η εν λόγω ημέρα δεν συνυπολογίζεται. Η διάταξη 3 κανόνας 3 ορίζει ότι, πλην αν ορίσει διαφορετικά το δικαστήριο, η περίοδος των μεγάλων διακοπών, δηλ. των θερινών διακοπών, δεν συνυπολογίζεται σε οποιαδήποτε προθεσμία που καθορίζεται από τους εν λόγω κανόνες ή από οποιαδήποτε διάταξη ή εντολή για την επίδοση, την κατάθεση ή την τροποποίηση οποιουδήποτε δικογράφου. Η διάταξη 3 κανόνας 4 ορίζει ότι, όταν η προθεσμία που προβλέπεται από τους εν λόγω κανόνες ή από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, διάταξη ή εντολή για τη διενέργεια πράξης σε υπηρεσία του Ανώτατου Δικαστηρίου λήγει σε ημέρα κατά την οποία η εν λόγω υπηρεσία είναι κλειστή, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διενεργηθεί η πράξη κατά την εν λόγω ημέρα, η πράξη διενεργείται εμπρόθεσμα αν διενεργηθεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η οικεία υπηρεσία είναι ανοικτή.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

-

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων κατά αποφάσεων του High Court είναι κατά κανόνα έξι εβδομάδες και για την άσκηση ένδικων μέσων κατά αποφάσεων του County Court είναι 21 ημέρες. Η προθεσμία για την κατάθεση αίτησης για την επανεξέταση από δικαστή της απόφασης οργάνου, εφόσον ο νόμος προβλέπει δικαίωμα για την κατάθεση τέτοιας αίτησης, είναι 21 ημέρες, εκτός αν ο οικείος νόμος ορίζει διαφορετικά.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει αίτηση επειγόντως και χωρίς να επιδοθεί κανένα έγγραφο στον εναγόμενο, δηλ. «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν ο δικαστής εκδώσει διαταγή «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση», ο ενάγων θα λάβει νέα ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να εμφανιστεί εκ νέου στο δικαστήριο. Ο εναγόμενος θα έχει το δικαίωμα να είναι παρών κατά την εν λόγω νέα ημερομηνία, ώστε ο δικαστής να μπορέσει να ακούσει αμφότερους τους διαδίκους προτού αποφασίσει την τυχόν έκδοση νέας διαταγής.

Περαιτέρω δυνατότητες παράτασης προθεσμιών προβλέπονται στο μέρος IV του διατάγματος περί παραγραφής (Βόρεια Ιρλανδία) του 1989. Για παράδειγμα, μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής αν ο ενάγων είναι ανίκανος (άρθρο 48 του νόμου περί παραγραφής του 1980).

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους κανόνες σχετικά με το οικείο δικαστήριο και εφόσον δεν ορίσει διαφορετικά το δικαστήριο, προθεσμία που καθορίζεται από κανόνα ή δικαστική απόφαση για τη διενέργεια ορισμένης πράξης μπορεί να τροποποιηθεί με έγγραφη συμφωνία των διαδίκων. Επιπλέον, οι δικαστές έχουν εξουσίες τροποποίησης προθεσμιών.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι. Ο διάδικος δεν χάνει το ευεργέτημα της αλλοδαπής νομοθεσίας.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Αν ο εναγόμενος δεν αντικρούσει ή αποδεχθεί την αγωγή εντός της τασσόμενης προθεσμίας, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτημα για την έκδοση απόφασης ερήμην. Ωστόσο, ο εναγόμενος θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, ενώ η εν λόγω απόφαση θα μπορεί επίσης να εξαφανιστεί από δικαστήριο.

Επιπλέον, μπορούν να επιβληθούν άλλες κυρώσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν διάδικος καλείται να υποβάλει κάτι, π.χ. μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και δεν το πράξει, το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την έκθεση απαράδεκτη.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να επιβάλει κυρώσεις, π.χ. για απείθεια προς το δικαστήριο.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι διάδικοι που δεν τήρησαν την προθεσμία μπορούν να απευθυνθούν στο δικαστήριο και να του ζητήσουν παράταση της προθεσμίας. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ερήμην απόφασης, μπορούν να ασκήσουν έφεση ή να ζητήσουν την εξαφάνιση της απόφασης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 04/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Σκωτία

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή

Για τις υποθέσεις του Court of Session (ανώτατου πολιτικού δικαστηρίου) στις οποίες ο τόπος επίδοσης βρίσκεται εντός ή εκτός Ευρώπης, η προθεσμία είναι 21 ημέρες από την ημέρα επίδοσης. Για ορισμένες υποθέσεις στις οποίες η επίδοση δεν πραγματοποιείται σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, η προθεσμία είναι 42 ημέρες.

Για τις υποθέσεις του Sheriff Court (τοπικού δικαστηρίου) στις οποίες ο τόπος επίδοσης βρίσκεται εντός Ευρώπης, η προθεσμία είναι 21 ημέρες από την ημέρα επίδοσης. Για όλες τις υποθέσεις στις οποίες ο τόπος επίδοσης βρίσκεται εκτός Ευρώπης, η προθεσμία είναι 42 ημέρες από την ημέρα επίδοσης.

Περισσότερες πληροφορίες περιλαμβάνονται στους:

Επιπλέον, στις υποθέσεις με αντικείμενο χρηματική αξίωση ύψους έως 5.000 λιρών στερλινών, εφαρμόζονται η απλή διαδικασία (Simple Procedure) και οι κανόνες σχετικά με τη συνοπτική διαδικασία (Summary Cause Rules).

Προθεσμίες παραγραφής και αποσβεστικές προθεσμίες

Στο σκωτικό δίκαιο, οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να ασκηθεί αγωγή καθορίζονται από τις νομικές έννοιες της παραγραφής και της απόσβεσης. Η παραγραφή είναι δικονομικός κανόνας —ένσταση— βάσει του οποίου ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (αν και εξακολουθούν να υφίστανται) καθίστανται νομικά μη εκτελεστά μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος. Η απόσβεση είναι κανόνας ουσιαστικού δικαίου βάσει του οποίου επέρχεται η εξαφάνιση δικαιώματος και/ή υποχρέωσης ενός προσώπου μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος.

Ο ισχύων συναφώς νόμος είναι ο νόμος περί προθεσμιών παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών (Σκωτία) του 1973 [Prescription and Limitation (Scotland) Act 1973] (όπως έχει τροποποιηθεί).

Οι διατάξεις σχετικά με τις αποσβεστικές προθεσμίες ορίζουν πότε αποσβένονται τα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η διάρκεια της προθεσμίας ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της υποχρέωσης.

Ο νόμος προβλέπει προθεσμία παραγραφής για τις αξιώσεις αποζημίωσης για υλική ζημία, για βλάβη της υγείας, για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για τις αξιώσεις που απορρέουν από την ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Η προθεσμία παραγραφής είναι τρία έτη από τον χρόνο γνώσης της ζημίας, αν και τα δικαστήρια έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέψουν την εκδίκαση αγωγής και μετά την παρέλευση του εν λόγω χρονικού διαστήματος, αν κρίνουν ότι αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της ευθυδικίας.

Επιπλέον, διάφορες άλλες νομοθετικές πράξεις προβλέπουν διαφορετικές προθεσμίες παραγραφής, για παράδειγμα σε σχέση με τις αξιώσεις που απορρέουν από σύμβαση αεροπορικής, οδικής, θαλάσσιας ή σιδηροδρομικής μεταφοράς (προσώπων ή εμπορευμάτων).

Αν επιθυμείτε να ασκήσετε αγωγή και θέλετε να μάθετε αν η εν λόγω αγωγή σας υπόκειται σε συγκεκριμένη προθεσμία, μπορείτε να ζητήσετε συμβουλή από δικηγόρο ή από Γραφείο Ενημέρωσης Πολιτών (Citizens Advice Bureau).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Στη Σκωτία, πέραν του Σαββάτου και της Κυριακής, αργίες είναι και οι εξής ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά: 1 Ιανουαρίου
  • Αργία Πρωτοχρονιάς: 2 Ιανουαρίου
  • Μεγάλη Παρασκευή: Παρασκευή πριν από το Πάσχα
  • Επίσημη αργία στις αρχές Μαΐου: Πρώτη Δευτέρα του Μαΐου
  • Εαρινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Μαΐου
  • Θερινή επίσημη αργία: Πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου
  • Χριστούγεννα: 25 Δεκεμβρίου
  • Επομένη των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

Αν τα Χριστούγεννα, η επομένη των Χριστουγέννων ή η Πρωτοχρονιά και η δεύτερη ημέρα της Πρωτοχρονιάς συμπέσουν με σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Για παράδειγμα, αν η 25η και η 26η Δεκεμβρίου πέσουν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα, η επόμενη Δευτέρα και η επόμενη Τρίτη θα είναι αργίες.

Όλες οι ημερομηνίες καθορίζονται στο παράρτημα 1 του νόμου περί τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών του 1971 (Banking and Financial Dealings Act 1971), εκτός της εαρινής επίσημης αργίας και της δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων, που υπόκεινται σε βασιλική διακήρυξη.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Προθεσμίες παραγραφής και αποσβεστικές προθεσμίες

Ο νόμος περί προθεσμιών παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών (Σκωτία) του 1973, όπως έχει τροποποιηθεί, περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για τον υπολογισμό των διάφορων προθεσμιών παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών, όπως περιγράφεται στην απάντηση στην ερώτηση 1.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η έναρξη της προθεσμίας καθορίζεται από την ημερομηνία της επίδοσης.  Στην περίπτωση ταχυδρομικής επίδοσης, ημερομηνία πραγματοποίησης της επίδοσης είναι η επομένη της ημέρας ταχυδρόμησης του εισαγωγικού δικογράφου (writ/summons).  Στην περίπτωση εισαγωγικού δικογράφου ως προς το οποίο η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας συμπίπτει με σαββατοκύριακο, επίσημη αργία ή δικαστική αργία, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παρατείνεται στην επόμενη ημέρα εκτός σαββατοκύριακου ή στην επόμενη εργάσιμη ημέρα.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας είναι πάντοτε η ημερομηνία πραγματοποίησης της επίδοσης, ανεξάρτητα από τον τρόπο επίδοσης.  Περισσότερες λεπτομέρειες για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας πραγματοποίησης της επίδοσης παρέχονται στην απάντηση στην ερώτηση 4.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η ημερομηνία της πράξης.  Η πρώτη ημέρα μετά την ημέρα πραγματοποίησης της επίδοσης είναι η πρώτη ημέρα που υπολογίζεται για την αντίστροφη μέτρηση έως τη λήξη της προθεσμίας (περισσότερες λεπτομέρειες παρέχονται στο πλαίσιο της ερώτησης 4 για τις αργίες).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Ημερολογιακές ημέρες (βλ. όμως και την ερώτηση 4 για τις αργίες κ.λπ.).  Παρά το γεγονός ότι οι προθεσμίες δεν είναι δυνατόν να λήξουν σε μη εργάσιμη ημέρα, όταν αρχίζει η προθεσμία και κατά την αντίστροφη μέτρηση έως τη λήξη της συνυπολογίζονται όλες οι υπόλοιπες μη εργάσιμες ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν σε δικαστικό έγγραφο γίνεται αναφορά σε «μήνα», νοείται ημερολογιακός μήνας.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι προθεσμίες λήγουν σύμφωνα με τις αρχές που περιγράφονται στο πλαίσιο των προηγούμενων ερωτήσεων, δηλαδή, ανάλογα με την εκάστοτε προθεσμία, την τελευταία ημέρα αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης αρχίζει αντίστροφη μέτρηση.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Ναι. Βλ. την απάντηση στην ερώτηση 4.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Η διάρκεια της προθεσμίας που αρχίζει για τον εναγόμενο μετά την επίδοση μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο, αν αυτό δικαιολογείται και το δικαστήριο πειστεί ότι υπάρχει σχετική ανάγκη.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Στο Court of Session, ο εναγόμενος διαθέτει 14 ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της οριστικής απόφασης ή της προδικαστικής απόφασης για να ασκήσει έφεση και να κοινοποιήσει την εν λόγω πρόθεσή του στο δικαστήριο.

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά ορισμένων αποφάσεων του Sheriff Court έχει αυξηθεί από τις 14 στις 28 ημέρες.  Οι εν λόγω εφέσεις ασκούνται πλέον απευθείας στο Sheriff Appeal Court (εφετείο).

Οι εφέσεις που υπάγονται στην απλή διαδικασία και οι εφέσεις που υπάγονται στη συνοπτική διαδικασία εξακολουθούν να ασκούνται στο Sheriff Court και η προθεσμία έφεσης παραμένει 14 ημέρες.

Επισημαίνεται ότι όταν η νομοθεσία προβλέπει προθεσμία για την άσκηση συγκεκριμένων ένδικων μέσων, π.χ. εφέσεων κατά αποφάσεων ειδικών δικαιοδοτικών οργάνων που έχουν συσταθεί με νόμο, η οποία διαφέρει από την προθεσμία που ορίζεται από τους γενικούς κανόνες, ισχύει η εν λόγω ειδική προθεσμία.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ως προς τη σύντμηση προθεσμιών, η ελάχιστη προθεσμία είναι 48 ώρες. Μόνο στις διαδικασίες έκδοσης προσωρινών απαγορεύσεων σε υπόθεση επιμέλειας παιδιού μπορεί να υπάρξει πλήρης παρέκκλιση από την απαίτηση προηγούμενης κοινοποίησης στον καθ’ ου. Στις υποθέσεις αυτές, μπορεί βεβαίως να οριστεί ακροαματική διαδικασία σε μεταγενέστερο στάδιο, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης όλων των διαδίκων.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Αν ο εναγόμενος δεν αντικρούσει την αγωγή, μπορεί να εκδοθεί ερήμην απόφαση, αν το έχει ζητήσει ο ενάγων. Ωστόσο, ο εναγόμενος θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση, σύμφωνα με όσα περιγράφονται στην απάντηση στην ερώτηση 12.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση παράτασης της προθεσμίας. Αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση (ερήμην), ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση ανάκλησης της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι όροι των εφαρμοστέων κανόνων διαδικασίας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 04/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Προθεσμίες των διαδικασιών - Γιβραλτάρ

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Τα κυριότερα είδη προθεσμιών είναι τα εξής:

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή – Από τη στιγμή που ο εναγόμενος παραλάβει το δικόγραφο της αγωγής ή τα συνοδευτικά του έγγραφα, αν επιδοθούν ξεχωριστά, έχει στη διάθεσή του 14 ημέρες είτε για να απαντήσει στην αγωγή είτε για να καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης. Από τη στιγμή που ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, έχει στη διάθεσή του επιπλέον 14 ημέρες για να προετοιμάσει την αντίκρουσή του. Αυτό σημαίνει ότι ο εναγόμενος μπορεί να έχει στη διάθεσή του έως 28 ημέρες για να απαντήσει στην αγωγή, αλλά αν καταθέσει το αποδεικτικό επίδοσης την επομένη της παραλαβής των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής, ο εναγόμενος έχει μόνο 15 ημέρες στη διάθεσή του για να υποβάλει την αντίκρουσή του.

Προθεσμία εκτέλεσης απόφασης – Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 του νόμου περί παραγραφής του 1960 (Limitation Act 1960), αξίωση που απορρέει από δικαστική απόφαση παραγράφεται δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

Προθεσμίες παραγραφής – Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι εξαετής, στην κατηγορία δε αυτή ανήκουν:

  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων από αδικοπραξία [άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο a) του νόμου περί παραγραφής του 1960]
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων σε υποθέσεις διαδοχικών υπεξαιρέσεων και εξάλειψης τίτλων κυριότητας και υπεξαιρεθέντων αγαθών (άρθρο 11 του νόμου περί παραγραφής του 1960)
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων για ποσά ανακτήσιμα εκ του νόμου [άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο d) του νόμου περί παραγραφής του 1960]

Οι προθεσμίες παραγραφής ποικίλλουν για άλλα είδη υποθέσεων. Για παράδειγμα:

  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων που απορρέουν από ειδική τυπική σύμβαση (specialty) είναι δώδεκα έτη (άρθρο 4 παράγραφος 3 του νόμου περί παραγραφής του 1960) – π.χ. για οφειλές όπως οι υποθήκες·
  • η προθεσμία άσκησης αξιώσεων για βλάβη της υγείας είναι τρία έτη (άρθρο 4 παράγραφος 1 του νόμου περί παραγραφής του 1960).

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Τα σημεία 2.8 έως 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules) αφορούν την εφαρμογή και την ερμηνεία των κανόνων όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών.

Στο Γιβραλτάρ πέραν του Σαββάτου και της Κυριακής, επίσημες αργίες αποτελούν και οι εξής ημέρες:

  • Πρωτοχρονιά: 1 Ιανουαρίου
  • Μεγάλη Παρασκευή: Παρασκευή προ του Πάσχα
  • Δευτέρα του Πάσχα: Δευτέρα μετά το Πάσχα
  • Ημέρα Μνήμης των Εργαζομένων: 28 Απριλίου
  • Πρωτομαγιά:     1η Μαΐου
  • Εαρινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Μαΐου
  • Γενέθλια της βασίλισσας: 2η/3η Δευτέρα του Ιουνίου
  • Θερινή επίσημη αργία: Τελευταία Δευτέρα του Αυγούστου
  • Εθνική εορτή: 10 Σεπτεμβρίου
  • Χριστούγεννα: 25 Δεκεμβρίου
  • Επομένη των Χριστουγέννων: 26 Δεκεμβρίου

Όταν τα Χριστούγεννα, η επομένη των Χριστουγέννων, η Πρωτοχρονιά ή η εθνική εορτή πέφτουν σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Για παράδειγμα, αν η 25η και η 26η Δεκεμβρίου πέσουν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα, η επόμενη Δευτέρα και η επόμενη Τρίτη θα είναι αργίες. Επιπλέον, τα δικαστήρια μπορούν επίσης να παραμένουν κλειστά την περίοδο μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Ο νόμος περί παραγραφής του 1960 (Limitation Act 1960) – Προβλέπει διάφορες προθεσμίες για την έναρξη της διαδικασίας και ορίζει άλλες προθεσμίες εντός των οποίων, π.χ., πρέπει να εκτελεστεί μια απόφαση ή να πραγματοποιηθούν άλλες ενέργειες από τους διαδίκους. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στην απάντηση της παραπάνω ερώτησης 1.

Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules) – Πρόκειται για τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια στην Αγγλία και στην Ουαλία (οι οποίοι εφαρμόζονται και στο Γιβραλτάρ) και οι οποίοι προβλέπουν προθεσμίες για διάφορες αξιώσεις.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η εναρκτήρια ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η προθεσμία είναι συνήθως η ημερομηνία του οικείου συμβάντος. Για παράδειγμα, ημέρα έναρξης της 14ήμερης προθεσμίας για την αντίκρουση αγωγής είναι η ημέρα παραλαβής του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων, αν επιδόθηκαν ξεχωριστά (με την επιφύλαξη των κανόνων περί τεκμαιρόμενης επίδοσης – βλ. παρακάτω). Επιπλέον, ημέρα έναρξης της 12ετούς προθεσμίας για την εκτέλεση απόφασης είναι η ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Η συνήθης μέθοδος επίδοσης που χρησιμοποιείται στο Γιβραλτάρ για τη διαβίβαση εγγράφων είναι η προσωπική επίδοση. Για τις περιπτώσεις που η επίδοση πραγματοποιείται ταχυδρομικώς, το άρθρο 8 του νόμου περί ερμηνείας και γενικών ρητρών (Interpretation and General Clauses Act) ορίζει ότι η επίδοση τεκμαίρεται ότι έχει πραγματοποιηθεί «κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συνήθως παραδίδονται οι επιστολές μέσω του ταχυδρομείου.»

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες τεκμαιρόμενης επίδοσης για άλλες μορφές μη προσωπικής επίδοσης, π.χ. ανταλλαγής εγγράφων, παράδοσης του εγγράφου ή απόθεσής του στην αποδεκτή διεύθυνση, φαξ ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 6 of the Civil Procedure Rules).

Όταν έγγραφο επιδίδεται προσωπικά, θεωρείται ότι επιδόθηκε την επόμενη εργάσιμη ημέρα αν επιδόθηκε μετά τις 17:00 σε εργάσιμη ημέρα ή αν επιδόθηκε οποιαδήποτε ώρα Σάββατο, Κυριακή ή σε επίσημη αργία.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν η προθεσμία εκφράζεται ως αριθμός ημερών, αυτές λογίζονται ως ολόκληρες ημέρες. Στον υπολογισμό των «ολόκληρων ημερών» δεν συνυπολογίζονται η ημέρα έναρξης της προθεσμίας και, αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, η ημέρα κατά την οποία επέρχεται το γεγονός. Παραδείγματα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω ημερών περιλαμβάνονται στο μέρος 2 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 2 of the Civil Procedure Rules).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Όταν το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, διάταξη ή εντολή που τάσσει προθεσμία για την εκτέλεση μιας πράξης, η τελευταία ημερομηνία συμμόρφωσης πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα και να περιλαμβάνει την ώρα κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη. Όταν η ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη αναγράφεται σε έγγραφο, η ημερομηνία αυτή πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα.

Για παράδειγμα, αν σε ένα πρόσωπο επιδοθεί κάποιο έγγραφο στις 4 Απριλίου και το εν λόγω πρόσωπο καλείται να απαντήσει εντός 14 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του εγγράφου, θα πρέπει να απαντήσει πριν από τις 18 Απριλίου.

Ωστόσο, αν η τασσόμενη προθεσμία είναι μικρότερη από 5 ημέρες, τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες δεν υπολογίζονται.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «μήνα», νοείται ημερολογιακός μήνας.

Όταν προθεσμία εκφράζεται σε έτη, αν και δεν υπάρχει ρητός σχετικός κανόνας, πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά το μέρος 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας. Ως εκ τούτου, αν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «έτος», νοείται ημερολογιακό έτος.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, δεν συμπεριλαμβάνεται η ημέρα κατά την οποία επέρχεται αυτό το γεγονός. Βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 6 παραπάνω.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Όταν προθεσμία που καθορίζεται από τους κανόνες πολιτικής δικονομίας, από πρακτικές οδηγίες, από δικαστική απόφαση ή από δικαστική διάταξη για την εκτέλεση πράξης στη γραμματεία του δικαστηρίου λήγει σε ημέρα κατά την οποία η εν λόγω γραμματεία είναι κλειστή, η πράξη θεωρείται ότι εκτελέστηκε εμπρόθεσμα αν εκτελεστεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η γραμματεία είναι ανοικτή. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά που προβλέπεται χρόνος λήξης της προθεσμίας.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Όταν το δικόγραφο της αγωγής επιδίδεται εκτός των ορίων δικαιοδοσίας, εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες. Για παράδειγμα, αν η επίδοση γίνεται σε κράτος μέλος της ΕΕ ή σε συμβαλλόμενο κράτος της σύμβασης της Χάγης του 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 35 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Αν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους της σύμβασης της Χάγης του 1965, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 45 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Περισσότερες λεπτομέρειες περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 6 of the Civil Procedure Rules).

Όταν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η προθεσμία κατάθεσης του αποδεικτικού επίδοσης ή η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον πίνακα που περιλαμβάνεται στις πρακτικές οδηγίες (Practice Direction) 6Β των κανόνων πολιτικής δικονομίας μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, σε περίπτωση που ο εναγόμενος έχει καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον εν λόγω πίνακα συν επιπλέον 14 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά απόφασης είναι 14 ημέρες. Η προθεσμία για την κατάθεση αίτησης για την επανεξέταση από δικαστή της απόφασης οργάνου, εφόσον ο νόμος προβλέπει δικαίωμα για την κατάθεση τέτοιας αίτησης, είναι τρεις μήνες, εκτός αν ο οικείος νόμος ορίζει διαφορετικά (αν και οι εν λόγω αιτήσεις δικαστικής επανεξέτασης πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατατίθενται αμελλητί).

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει μια αίτηση επειγόντως και χωρίς να επιδοθεί κανένα έγγραφο στον εναγόμενο, δηλ. «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν ο δικαστής εκδώσει διαταγή «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση», ο ενάγων θα λάβει νέα ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να εμφανιστεί εκ νέου στο δικαστήριο. Ο εναγόμενος θα έχει το δικαίωμα να είναι παρών κατά την εν λόγω νέα ημερομηνία, ώστε ο δικαστής να μπορέσει να ακούσει αμφότερους τους διαδίκους προτού αποφασίσει την τυχόν έκδοση νέας διαταγής.

Περαιτέρω δυνατότητες παράτασης προθεσμιών προβλέπονται στον νόμο περί παραγραφής του 1960. Για παράδειγμα, μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής αν ο ενάγων είναι ανίκανος (άρθρο 28 του νόμου περί παραγραφής).

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους κανόνες πολιτικής δικονομίας ή σε πρακτικές οδηγίες και εφόσον το δικαστήριο δεν ορίσει διαφορετικά, η προθεσμία που ορίζεται από τους κανόνες ή το δικαστήριο για την εκτέλεση κάποιας πράξης μπορεί να τροποποιηθεί με έγγραφη συμφωνία των διαδίκων. Επιπροσθέτως, οι δικαστές έχουν εκτεταμένες εξουσίες διαχείρισης των υποθέσεων ώστε να τροποποιούν τις προθεσμίες.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι. Διάδικος δεν έχανε αυτό το ευεργέτημα.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Αν ο εναγόμενος δεν αντικρούσει ή αποδεχθεί την αγωγή εντός της τασσόμενης προθεσμίας, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτημα ή αίτηση για την έκδοση απόφασης ερήμην. Ωστόσο, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση εξαφάνισης της απόφασης.

Επιπλέον, μπορούν να επιβληθούν άλλες κυρώσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν διάδικος καλείται να υποβάλει κάτι, π.χ. μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και δεν το πράξει, το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την έκθεση απαράδεκτη.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να επιβάλει κυρώσεις, π.χ. για απείθεια προς το δικαστήριο.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Οι διάδικοι που δεν τήρησαν τις προθεσμίες μπορούν να απευθυνθούν στο δικαστήριο και να του ζητήσουν παράταση των προθεσμιών. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ερήμην απόφασης, μπορούν να ασκήσουν έφεση ή να ζητήσουν την εξαφάνιση της απόφασης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 04/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.