Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση πολωνικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά
Swipe to change

Προθεσμίες των διαδικασιών

Πολωνία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Η πολωνική πολιτική δικονομία ορίζει 1) νόμιμες, δικαστικές και συμβατικές προθεσμίες για τις διαδικαστικές πράξεις που πρέπει να διενεργηθούν από τους διαδίκους και 2) ενδεικτικές προθεσμίες για τις διαδικαστικές πράξεις που πρέπει να διενεργήσει το δικαστήριο.

Δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των (καταληκτικών) νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών.

Οι νόμιμες προθεσμίες, οι οποίες ορίζονται ως αποσβεστικές προθεσμίες (γεγονός που σημαίνει ότι η μη τήρησή τους καθιστά άκυρη την εκάστοτε εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη), καθορίζονται σε τυπικούς νόμους. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Οι νόμιμες προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν κατά τον χρόνο που ορίζει ο τυπικός νόμος. Δύο είναι τα είδη των νόμιμων προθεσμιών: οι προθεσμίες πριν από την παρέλευση των οποίων πρέπει να εκτελεστεί μια πράξη και οι προθεσμίες μετά τις οποίες μπορεί να εκτελεστεί μια πράξη. Οι νόμιμες προθεσμίες περιλαμβάνουν τις προθεσμίες κατάθεσης ένδικων μέσων, λ.χ. τις προθεσμίες κατάθεσης έφεσης ή προσφυγής.

Οι δικαστικές προθεσμίες ορίζονται ομοίως ως αποσβεστικές προθεσμίες, αλλά τάσσονται από το δικαστήριο ή από δικαστή. Οι δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν, μόνο όμως για σπουδαίο λόγο και έπειτα από αίτηση που κατατέθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας, ακόμη και χωρίς την ακρόαση του αντιδίκου. Οι εν λόγω προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν από την έκδοση της σχετικής απόφασης ή διαταγής όταν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας ορίζει αυτεπάγγελτη επίδοση, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει με την επίδοση της απόφασης ή της διαταγής. Στις δικαστικές προθεσμίες περιλαμβάνονται ιδίως οι προθεσμίες για τη θεραπεία προβλημάτων που αφορούν την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα δικαστικής παράστασης και οι προθεσμίες για την αποκατάσταση τυπικών ελαττωμάτων έφεσης ή προσφυγής.

Οι συμβατικές προθεσμίες, όπως υποδηλώνει ο όρος, ορίζονται με συμφωνία των διαδίκων. Τυπικό παράδειγμα συνιστά η αναστολή της διαδικασίας έπειτα από κοινό αίτημα των διαδίκων. Εάν οι διάδικοι καταθέσουν τέτοιο αίτημα, το δικαστήριο μπορεί (αλλά δεν είναι υποχρεωμένο) να αναστείλει τη διαδικασία. Η εφαρμογή των προθεσμιών αυτού του είδους εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των διαδίκων.

Οι ενδεικτικές προθεσμίες κατά κανόνα απευθύνονται στις δικαστικές αρχές (δικαστήρια), όχι στους διαδίκους. Η μη τήρησή τους δεν συνεπάγεται δυσμενείς δικονομικές συνέπειες. Βασικός τους σκοπός είναι η εφαρμογή της αρχής της ταχύτητας της διαδικασίας. Παράδειγμα τέτοιας προθεσμίας είναι η προθεσμία που τάσσεται στο δικαστήριο για να συντάξει το σκεπτικό απόφασης.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Δυνάμει του νόμου της 18ης Ιανουαρίου 1951 για τις εξαιρετέες ημέρες, ισχύουν οι εξής εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες:

1. όλες οι Κυριακές (τα Σάββατα δεν αποτελούν εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες),

2. οι ακόλουθες ημέρες:

α) 1 Ιανουαρίου - Πρωτοχρονιά,

β) 6 Ιανουαρίου - Άγια Θεοφάνια,

γ) Κυριακή του Πάσχα,

δ) Δευτέρα του Πάσχα,

ε) 1 Μαΐου - επίσημη αργία,

στ) 3 Μαΐου - εθνική εορτή της τρίτης Μαΐου,

ζ) Κυριακή της Πεντηκοστής,

η) της Αγίας Δωρεάς,

θ) 15 Αυγούστου - Κοίμηση της Θεοτόκου,

ι) 1 Νοεμβρίου - Ημέρα των Αγίων Πάντων,

ια) 11 Νοεμβρίου - εθνική εορτή - ημέρα ανεξαρτησίας,

ιβ) 25 Δεκεμβρίου - Χριστούγεννα,

ιγ) 26 Δεκεμβρίου - Επομένη των Χριστουγέννων.

Το 2019 Κυριακή του Πάσχα είναι η 21η Απριλίου, Δευτέρα του Πάσχα είναι η 22α Απριλίου, Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η 9η Ιουνίου και η εορτή της Αγίας Δωρεάς είναι η 20ή Ιουνίου.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Στο αστικό δίκαιο, ο όρος «προθεσμία» χρησιμοποιείται με δύο έννοιες. Μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο (λ.χ., 5 Απριλίου 2017) ή σε συγκεκριμένο διάστημα με αρχή και τέλος (λ.χ., 14 ημέρες).

Όταν ορίζεται καταληκτική προθεσμία (ημερομηνία έως την οποία πρέπει να γίνει κάτι), το κρίσιμο στοιχείο είναι ο ακριβής χρόνος λήξης της. Οι προθεσμίες δεν είναι υποχρεωτικό να προσδιορίζονται κατά ημέρες, ωστόσο πρέπει να προσδιορίζονται βάσει της επέλευσης ορισμένου γεγονότος το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη προβλέπουν ότι θα επέλθει σε μια συγκεκριμένη περίσταση.

Οι δικονομικές προθεσμίες προσδιορίζονται με τη χρήση μονάδων χρόνου, όπως η ημέρα, η εβδομάδα, ο μήνας ή το έτος. Βάσει του άρθρου 165 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στις περιπτώσεις που τυπικός νόμος, δικαστική απόφαση, απόφαση άλλης κρατικής αρχής ή άλλη νομική πράξη τάσσει προθεσμία χωρίς να προσδιορίζει τον τρόπο υπολογισμού της, η μέθοδος υπολογισμού των προθεσμιών στις αστικές δίκες ρυθμίζεται από τις διατάξεις του αστικού κώδικα σχετικά με τις προθεσμίες (άρθρο 110 του αστικού κώδικα). Η ταχυδρόμηση δικογράφου μέσω των πολωνικών ταχυδρομείων ή ταχυδρομικού γραφείου παρόχου καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμεί με κατάθεση του εν λόγω δικογράφου στο δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για την κατάθεση εγγράφου από στρατιώτη στα κεντρικά γραφεία της μονάδας του, για την κατάθεση εγγράφου από πρόσωπο που στερείται την ελευθερία του στη διοίκηση του σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο κρατείται και για την κατάθεση εγγράφου από μέλος του πληρώματος πολωνικού ποντοπόρου πλοίου στον καπετάνιο του εν λόγω πλοίου.

Η ημέρα έχει 24 ώρες, και αρχίζει και λήγει στις 24:00. Προθεσμία που προσδιορίζεται σε ημέρες εκπνέει στο τέλος της τελευταίας ημέρας. Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ' όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, αν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, νοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα, ενώ ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες. Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Εάν η έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες εξαρτάται από συγκεκριμένο γεγονός, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία. Για παράδειγμα, εάν το δικαστήριο προέβη σε κοινοποίηση στον διάδικο με την οποία τον κάλεσε, στις 11 Ιανουαρίου 2017, να εκτελέσει μια συγκεκριμένη πράξη εντός προθεσμίας επτά ημερών, η εν λόγω προθεσμία έληξε τα μεσάνυχτα (24.00) της 18ης Ιανουαρίου 2017.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Το δικαστήριο μπορεί να πραγματοποιήσει κοινοποίηση με διάφορους τρόπους: μέσω ταχυδρομείου, με δικαστικό επιμελητή, με κλητήρα ή μέσω της υπηρεσίας επιδόσεων του δικαστηρίου. Η επίδοση στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με την παράδοση του εγγράφου για τον παραλήπτη στη γραμματεία του δικαστηρίου. Στο μέτρο που η επίδοση έχει πραγματοποιηθεί νόμιμα, όλες οι εν λόγω μέθοδοι είναι εξίσου έγκυρες, ενώ η μέθοδος που επιλέγεται δεν επηρεάζει την πορεία των προθεσμιών.

Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2016, η νομοθεσία παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να προβαίνει σε επιδόσεις μέσω ενός συστήματος διαβίβασης δεδομένων, εφόσον το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται έχει καταθέσει έγγραφα μέσω του εν λόγω συστήματος ή έχει επιλέξει τον εν λόγω τρόπο. Παραλήπτης που έχει επιλέξει να καταθέτει έγγραφα μέσω συστήματος διαβίβασης δεδομένων μπορεί να αυτοεξαιρεθεί από την ηλεκτρονική επίδοση.

Έγγραφο που επιδίδεται με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι έχει επιδοθεί την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην ηλεκτρονική πιστοποίηση της παραλαβής της αλληλογραφίας, ακόμη κι αν η εν λόγω ημερομηνία είναι εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα. Η παραλαβή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε νυκτερινή ώρα δεν θίγει το κύρος της επίδοσης. Ελλείψει ηλεκτρονικής πιστοποίησης της παραλαβής της αλληλογραφίας, η επίδοση θεωρείται ότι αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της 14 ημέρες μετά την ημερομηνία ανάρτησης του εγγράφου στο σύστημα διαβίβασης δεδομένων. Οι ανωτέρω κανόνες επιβάλλουν στους διαδίκους να ελέγχουν τον ηλεκτρονικό τους λογαριασμό τουλάχιστον κάθε 14 ημέρες.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες, η ημέρα επέλευσής του δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες προσδιορίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Εάν η προθεσμία εκτέλεσης μιας διαδικαστικής πράξης λήγει σε εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.

Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Μόνο οι δικαστικές προθεσμίες, δηλαδή οι προθεσμίες που τάσσει το δικαστήριο ή ο πρόεδρός του, μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Απόφαση παράτασης ή σύντμησης μιας προθεσμίας μπορεί να ληφθεί από το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, μόνο όμως για σπουδαίους λόγους, ενώ η αξιολόγηση των λόγων εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια.

Προθεσμία μπορεί να παραταθεί ή να συντμηθεί μόνο κατόπιν αιτήματος διαδίκου, προσώπου που μετέχει σε εκουσία διαδικασία, παρεμβαίνοντα, εισαγγελέα, επιθεωρητή εργασίας, του συνηγόρου του καταναλωτή, μη κυβερνητικής οργάνωσης, πραγματογνώμονα που έχει διορίσει το δικαστήριο ή μάρτυρα, εάν η προθεσμία αφορά τις πράξεις τους. Τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή δικαστή.

Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας της οποίας ζητείται η παράταση ή η σύντμηση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας της Πολωνίας ορίζει νόμιμες δικονομικές προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων ανάλογα με το είδος της δικαστικής απόφασης [απόφαση (wyrok), διαταγή επί της ουσίας της υπόθεσης σε εκουσία διαδικασία (postanowienie co do istoty sprawy w postępowaniu nieprocesowym), απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (wyrok zaoczny), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία βάσει εντολής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu upominawczym), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu nakazowym) και διαταγή (postanowienie)]. Συγκεκριμένα, προβλέπονται οι εξής νόμιμες προθεσμίες:

  • αποφάσεις και διαταγές επί της ουσίας της υπόθεσης στην εκουσία διαδικασία: το σκεπτικό καταρτίζεται εγγράφως έπειτα από αίτηση του διαδίκου για επίδοση της απόφασης και του σκεπτικού της, η οποία κατατίθεται εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας του διατακτικού της απόφασης. Σε δύο περιπτώσεις (αν διάδικος που ενεργεί χωρίς δικηγόρο, νομικό σύμβουλο ή πράκτορα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης επειδή στερούνταν την ελευθερία του και αν η απόφαση απαγγέλθηκε σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών), η εν λόγω προθεσμία της μίας εβδομάδας αρχίζει από την επίδοση του διατακτικού της απόφασης. Έφεση μπορεί να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης και του σκεπτικού της στον εφεσιβάλλοντα. Αν ο διάδικος δεν ζήτησε, εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας του διατακτικού της απόφασης, να του επιδοθεί η απόφαση και το σκεπτικό της, η προθεσμία κατάθεσης της έφεσης αρχίζει να τρέχει από την ημέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής της εν λόγω αίτησης
  • διαταγές: η προθεσμία κατάθεσης προσφυγής είναι μία εβδομάδα και αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της διαταγής ή, αν ο διάδικος δεν ζήτησε εμπρόθεσμα την επίδοση της διαταγής που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο, από την απαγγελία της διαταγής
  • αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην του εναγομένου: ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε μπορεί να ασκήσει ανακοπή εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης
  • αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην του ενάγοντα: το δικαστήριο παραθέτει το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε ερήμην αν η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της ή εν μέρει και αν ο ενάγων είχε ζητήσει να του κοινοποιηθεί το σκεπτικό της απόφασης εντός μίας εβδομάδας από την επίδοση της απόφασης ή αν ο ενάγων δεν είχε καταθέσει τέτοιο αίτημα αλλά άσκησε έφεση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
  • διαταγές πληρωμής βάσει εντολής πληρωμής: ο καθ’ ου οφείλει, βάσει της διαταγής πληρωμής, είτε να ικανοποιήσει την αξίωση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, είτε να καταθέσει ανακοπή εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής
  • διαταγές πληρωμής σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής: με την έκδοση της διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο ορίζει ότι ο καθ’ ου οφείλει είτε να ικανοποιήσει την αξίωση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία της επίδοσης της διαταγής είτε να ασκήσει ανακοπή εντός της ίδιας προθεσμίας.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι μάρτυρες και οι διάδικοι βαρύνονται με την απόλυτη υποχρέωση να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Οι μάρτυρες πρέπει να εμφανιστούν στο δικαστήριο ακόμη και αν δεν γνωρίζουν τις περιστάσεις της υπόθεσης ή έχουν ήδη αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμά τους να αρνηθούν να καταθέσουν. Οι μάρτυρες πρέπει να δικαιολογήσουν εγγράφως την τυχόν απουσία τους πριν από την ημερομηνία της συζήτησης. Η μεταγενέστερη παράθεση λόγων που δικαιολογούν τη μη εμφάνιση στο δικαστήριο δεν αποτρέπει την επιβολή προστίμου στον μάρτυρα από το δικαστήριο κατά τη συζήτηση. Οι μάρτυρες πρέπει να επισυνάψουν στο έγγραφο δικαιολόγησης της απουσίας τους σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η μη εμφάνιση μάρτυρα στο δικαστήριο μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω ασθένειας, σημαντικού επαγγελματικού ταξιδιού ή σοβαρού απρόβλεπτου περιστατικού. Όταν γίνεται επίκληση ασθένειας για τη μη εμφάνιση μάρτυρα που έχει κλητευθεί, πρέπει να υποβληθεί πιστοποιητικό που να βεβαιώνει την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο το οποίο να έχει εκδοθεί από εξουσιοδοτημένο ιατρό. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο θα ορίσει άλλη ημερομηνία εμφάνισης στο ακροατήριο.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Οι διάδικοι και οι μάρτυρες υπόκεινται στους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζει η δικαστική αρχή (δικαστήριο).

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Διαδικαστική πράξη που διενεργεί διάδικος μετά τη λήξη της προθεσμίας είναι άκυρη. Η εν λόγω αρχή ισχύει τόσο για τις νόμιμες όσο και τις δικαστικές προθεσμίες. Η ακυρότητα διαδικαστικής πράξης έχει την έννοια ότι πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που της προσδίδει η νομοθεσία. Διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα είναι άκυρη ακόμη κι αν το δικαστήριο δεν έχει ακόμη εκδώσει την απόφασή του που υπαγορεύεται από τη λήξη της προθεσμίας.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Σε περίπτωση παρέλευσης μιας προθεσμίας, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την επαναφορά της ή την επανάληψη της διαδικασίας.

Εάν ο διάδικος έχει απολέσει την προθεσμία διενέργειας διαδικαστικής πράξης χωρίς δική του υπαιτιότητα, το δικαστήριο θα επαναφέρει την προθεσμία κατόπιν αίτησης του διαδίκου. Ωστόσο, επαναφορά της προθεσμίας δεν είναι δυνατή αν η μη τήρηση της προθεσμίας δεν συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον διάδικο. Δικόγραφο με αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο επρόκειτο να διενεργηθεί η πράξη το αργότερο μία εβδομάδα αφότου παρήλθε ο λόγος της μη τήρησης της προθεσμίας. Στο δικόγραφο πρέπει να τεκμηριώνονται οι περιστάσεις που δικαιολογούν την αίτηση επαναφοράς. Ο διάδικος πρέπει να διενεργήσει τη διαδικαστική πράξη ταυτόχρονα με την κατάθεση της αίτησης. Εάν έχει παρέλθει ένα έτος από την εκπνοή της προθεσμίας, η επαναφορά της επιτρέπεται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις. Επαναφορά της προθεσμίας έφεσης κατά απόφασης ακύρωσης γάμου ή διαζυγίου ή κατά απόφασης που αναγνωρίζει το ανυπόστατο γάμου δεν γίνεται δεκτή αν έστω και ένας από τους διαδίκους τέλεσε νέο γάμο αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση. Το δικαστήριο απορρίπτει αίτηση επαναφοράς προθεσμίας που κατατίθεται εκπρόθεσμα ή που είναι απαράδεκτη βάσει της νομοθεσίας. Η κατάθεση αίτησης επαναφοράς προθεσμίας δεν αναστέλλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί, ωστόσο, ανάλογα με τις περιστάσεις, να αναστείλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει αμέσως στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Η επανάληψη της διαδικασίας επιτρέπει την εκ νέου εκδίκαση μιας υπόθεσης που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Η προσφυγή με αίτημα την επανάληψη της διαδικασίας συχνά χαρακτηρίζεται ως έκτακτο ένδικο μέσο, που χρησιμοποιείται για την προσβολή αμετάκλητων αποφάσεων, σε αντίθεση με τα τακτικά ένδικα μέσα (που χρησιμοποιούνται για την προσβολή μη αμετάκλητων αποφάσεων). Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί: για τον λόγο ότι η απόφαση βασίστηκε σε πλαστογραφημένο ή παραποιημένο έγγραφο ή σε ποινική καταδικαστική απόφαση που στη συνέχεια ανατράπηκε, ή για τον λόγο ότι η απόφαση εκδόθηκε ως αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης. Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί επίσης: αν έγινε μεταγενέστερα γνωστή άλλη αμετάκλητη απόφαση που αφορά την ίδια έννομη σχέση, ή αν έγιναν γνωστά αποδεικτικά στοιχεία ή πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της υπόθεσης και τα οποία δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο διάδικος στην προηγούμενη δίκη αν το περιεχόμενο της απόφασης επηρεάστηκε από απόφαση που δεν περάτωνε τη διαδικασία της υπόθεσης και η οποία εκδόθηκε βάσει κανονιστικής πράξης που κηρύχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο αντίθετη στο Σύνταγμα, σε επικυρωμένη διεθνή συνθήκη ή σε τυπικό νόμο (ακυρώνεται ή τροποποιείται σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Επανάληψη της διαδικασίας δεν μπορεί να ζητηθεί αν έχουν παρέλθει δέκα έτη αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση, εκτός αν ο διάδικος δεν ήταν σε θέση να ενεργήσει ή δεν είχε εκπροσωπηθεί δεόντως.

Τελευταία επικαιροποίηση: 25/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.