Προθεσμίες των διαδικασιών

Λιθουανία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται  στις αστικές διαδικασίες;

Ο αστικός κώδικας (Civilinis kodeksas) προβλέπει μια γενική προθεσμία παραγραφής και ορισμένες βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής. Οι προθεσμίες μπορεί να είναι δεκτικές επαναφοράς, κτητικές ή ανατρεπτικές.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι Κυριακές

1 Ιανουαρίου: πρωτοχρονιά

16 Φεβρουαρίου: ημέρα αποκατάστασης του κράτους της Λιθουανίας

11 Μαρτίου: ημέρα αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της Λιθουανίας

Κυριακή του Πάσχα και Δευτέρα του Πάσχα (σύμφωνα με τη δυτική παράδοση)

1 Μαΐου: εργατική πρωτομαγιά

Πρώτη Κυριακή του Μαΐου: ημέρα της μητέρας

Πρώτη Κυριακή του Ιουνίου: ημέρα του πατέρα

24 Ιουνίου: θερινό ηλιοστάσιο, εορτή του Αγίου Ιωάννη

6 Ιουλίου: εθνική εορτή (στέψη του βασιλιά Μιντάουγκας)

15 Αυγούστου: Κοίμηση της Θεοτόκου

1 Νοεμβρίου: ημέρα των Αγίων Πάντων

24 Δεκεμβρίου: παραμονή Χριστουγέννων

25 και 26 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι νόμιμες, οι συμβατικές και οι δικαστικές προθεσμίες προσδιορίζονται βάσει ορισμένης ημερομηνίας ή ως αριθμός ετών, μηνών, εβδομάδων, ημερών ή ωρών.

Προθεσμία μπορεί επίσης να προσδιορίζεται βάσει ορισμένου συμβάντος το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να επέλθει. Οι προθεσμίες μπορεί να είναι δεκτικές επαναφοράς, κτητικές ή ανατρεπτικές. Δεκτικές επαναφοράς είναι οι προθεσμίες που μπορούν να επαναφερθούν δικαστικά μετά την παρέλευσή τους, αν η απώλεια της οικείας προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Οι κτητικές προθεσμίες συνίστανται σε ορισμένο χρονικό διάστημα με την παρέλευση του οποίου θεμελιώνεται (αποκτάται) ένα συγκεκριμένο αστικό δικαίωμα ή μια ενοχή. Οι ανατρεπτικές προθεσμίες συνίστανται σε ορισμένο χρονικό διάστημα με την παρέλευση του οποίου επέρχεται έκπτωση από ένα συγκεκριμένο αστικό δικαίωμα ή μια ενοχή. Οι ανατρεπτικές προθεσμίες δεν μπορούν να επαναφερθούν με δικαστική ή διαιτητική απόφαση.

Η γενική προθεσμία παραγραφής είναι δεκαετής.

Το δίκαιο της Λιθουανίας τάσσει βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για συγκεκριμένα είδη αξιώσεων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας ενός μήνα, υπόκεινται οι αξιώσεις που απορρέουν από το αποτέλεσμα διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας τριών μηνών, υπόκεινται οι αξιώσεις που αφορούν την κήρυξη της ακυρότητας αποφάσεων των οργάνων νομικού προσώπου.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας έξι μηνών, υπόκεινται:

  1. οι αξιώσεις για την καταβολή κύρωσης υπερημερίας (ποινής, τόκων υπερημερίας)
  2. οι αξιώσεις που αφορούν ελαττώματα πωληθέντων πραγμάτων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας έξι μηνών, υπόκεινται οι αξιώσεις που απορρέουν από τις σχέσεις των μεταφορικών εταιρειών με τους πελάτες τους και αφορούν αποστολές στο εσωτερικό της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, ενώ σε προθεσμία παραγραφής ενός έτους υπόκεινται οι αξιώσεις που αφορούν αποστολές στο εξωτερικό.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας ενός έτους, υπόκεινται οι ασφαλιστικές αξιώσεις.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας τριών ετών, υπόκεινται οι αξιώσεις αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν λόγω της ελλειμματικής ποιότητας προϊόντων.

Σε βραχύτερη προθεσμία παραγραφής, διάρκειας πέντε ετών, υπόκεινται οι αξιώσεις για την καταβολή τόκων και άλλων περιοδικών πληρωμών.

10. Οι αξιώσεις που αφορούν ελαττώματα έργων που έχουν εκτελεστεί υπόκεινται σε βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής.

Οι αξιώσεις που απορρέουν από τη μεταφορά φορτίων, επιβατών και αποσκευών υπόκεινται στις προθεσμίες παραγραφής που ορίζονται στους κώδικες (νόμους) που ρυθμίζουν τους οικείους τρόπους μεταφοράς.

Οι προθεσμίες παραγραφής και οι κανόνες υπολογισμού τους δεν μπορούν να μεταβληθούν με συμφωνία των μερών.

Δεν υπόκεινται σε παραγραφή:

1) οι αξιώσεις που απορρέουν από την παραβίαση προσωπικών μη περιουσιακών δικαιωμάτων, με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στον νόμο

2) οι αξιώσεις των καταθετών για την επιστροφή των καταθέσεών τους που τηρούνται σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα

3) οι αξιώσεις αποζημίωσης που απορρέουν από τις εξής εγκληματικές πράξεις που ορίζονται στον ποινικό κώδικα (Baudžiamasis kodeksas):

1) γενοκτονία (άρθρο 99)

2) μεταχείριση προσώπων κατά τρόπο που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο (άρθρο 100)

3) ανθρωποκτονία προσώπων που προστατεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (άρθρο 101)

4) απέλαση ή εκτόπιση αμάχων (άρθρο 102)

5) πρόκληση σωματικής βλάβης, υποβολή σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη μεταχείριση προσώπων που προστατεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (άρθρο 103)

6) καταναγκαστική στρατολόγηση αμάχων ή αιχμαλώτων πολέμου σε εχθρικές ένοπλες δυνάμεις (άρθρο 105)

7) καταστροφή προστατευόμενων αγαθών ή λεηλασία εθνικών θησαυρών (άρθρο 106)

8) επίθεση (άρθρο 110)

9) απαγορευμένες στρατιωτικές επιθέσεις (άρθρο 111)

10) χρήση απαγορευμένων πολεμικών μέσων (άρθρο 112)

11) αμελής εκτέλεση των καθηκόντων διοικητή

4) Περιπτώσεις που ορίζονται σε άλλους νόμους και άλλες αξιώσεις.

Προθεσμίες εκδίκασης αστικών υποθέσεων. Το δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει τη συντομότερη δυνατή εκδίκαση των αστικών υποθέσεων, να αποφεύγει τις καθυστερήσεις και να διασφαλίζει την ολοκλήρωση της συζήτησης των υποθέσεων σε μια μόνο συνεδρίαση.

Η νομοθεσία μπορεί να θεσπίζει ειδικές προθεσμίες για την εκδίκαση συγκεκριμένων κατηγοριών αστικών υποθέσεων. Εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διενεργήσει δικονομική πράξη εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο αστικός κώδικας, ο διάδικος που έχει συναφώς έννομο συμφέρον δικαιούται να προσφύγει στο εφετείο με αίτημα να ταχθεί προθεσμία για τη διενέργειά της. Η σχετική αίτηση πρέπει να κατατεθεί μέσω του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση και αυτό οφείλει να αποφανθεί για το παραδεκτό της το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της. Εάν το δικαστήριο που δεν διενήργησε τη δικονομική πράξη στην οποία ερείδεται η αίτηση διενεργήσει εν τέλει την επίμαχη πράξη μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, ο οικείος διάδικος θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από την αίτηση. Άλλως, η αίτηση παραπέμπεται στο εφετείο μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την ημέρα παραλαβής της. Οι εν λόγω αιτήσεις συνήθως εξετάζονται στο πλαίσιο γραπτής διαδικασίας, χωρίς να γνωστοποιείται στους διαδίκους ο χρόνος και ο τόπος της συνεδρίασης ή να καλούνται οι διάδικοι να παραστούν. Η αίτηση πρέπει να εξεταστεί μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της από το εφετείο. Πρέπει να εξεταστεί και να εκδοθεί απόφαση επ’αυτής από τον πρόεδρο του εφετείου, τον πρόεδρο του τμήματος αστικών υποθέσεων ή δικαστή που έχει οριστεί από αυτούς. Η απόφαση που εκδίδεται δεν μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελές ένδικο μέσο.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Κάθε γραπτή αίτηση ή κοινοποίηση που αποστέλλεται ταχυδρομικά, τηλεγραφικά ή διαβιβάζεται με άλλα μέσα επικοινωνίας πριν από τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας θεωρείται ότι έχει αποσταλεί εγκαίρως (άρθρο 1.122 του αστικού κώδικα).

Το άρθρο 123 παράγραφοι 3 και 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Civilinio proceso kodeksas) ορίζει ότι όταν το πρόσωπο που επιδίδει διαδικαστικό έγγραφο δεν βρίσκει τον παραλήπτη στον τόπο κατοικίας ή εργασίας του, πρέπει να επιδώσει το έγγραφο σε οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της οικογένειάς του που συνοικεί με αυτόν [τέκνο (θετό τέκνο), γονέα (θετό γονέα), σύζυγο κ.ο.κ.], εκτός εάν τα μέλη της οικογένειας έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα όσον αφορά την έκβαση της υπόθεσης ή απουσιάζουν και αυτά, περίπτωση κατά την οποία το έγγραφο πρέπει να επιδοθεί στη διοίκηση του τόπου εργασίας του παραλήπτη.

Όταν το πρόσωπο που επιδίδει διαδικαστικό έγγραφο δεν βρίσκει τον παραλήπτη στην έδρα του νομικού προσώπου ή σε άλλον τόπο που προσδιορίζεται από το νομικό πρόσωπο, πρέπει να επιδώσει το διαδικαστικό έγγραφο σε οποιονδήποτε υπάλληλο του νομικού προσώπου που παρευρίσκεται στον τόπο της επίδοσης. Εάν διαδικαστικό έγγραφο δεν επιδοθεί με τον τρόπο που προσδιορίζει η παρούσα παράγραφος, πρέπει να ταχυδρομηθεί στη διεύθυνση της έδρας του νομικού προσώπου και θεωρείται ότι έχει επιδοθεί μέσα σε διάστημα δέκα ημερών από την ημερομηνία της ταχυδρόμησης.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει στις 00:00 της ημέρας που έπεται του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά (άρθρο 73 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Οι προθεσμίες παραγραφής υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Αρχίζουν να τρέχουν στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι δικονομικές προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά έτη, μήνες, εβδομάδες ή ημέρες αρχίζουν να τρέχουν στις 00:00 της ημέρας που έπεται της ημερομηνίας ή του συμβάντος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, εκτός αν ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά εβδομάδες λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας της προθεσμίας. Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά μήνες λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας του τελευταίου μήνα της προθεσμίας. Προθεσμία που προσδιορίζεται κατά έτη λήγει στις 24.00 της αντίστοιχης ημέρας του αντίστοιχου μήνα του τελευταίου έτους της προθεσμίας. Εάν προθεσμία που προσδιορίζεται κατά έτη ή μήνες λήγει σε μήνα που δεν περιλαμβάνει την εν λόγω ημερομηνία, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Οι δημόσιες αργίες και οι μη εργάσιμες ημέρες (Σάββατο και Κυριακή) συνυπολογίζονται στην προθεσμία. Εάν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι αργία ή μη εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Επαναφορά δικονομικών προθεσμιών. Αν πρόσωπο δεν μπόρεσε να τηρήσει νόμιμη ή δικαστική προθεσμία για λόγο που το δικαστήριο κρίνει σπουδαίο, μπορεί να επιτύχει την επαναφορά της προθεσμίας. Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να επαναφέρει προθεσμία αυτεπαγγέλτως, αν από τη δικογραφία προκύπτει ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο.

Η αίτηση επαναφοράς προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο στο οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η σχετική διαδικαστική πράξη. Εξετάζεται στο πλαίσιο μιας γραπτής διαδικασίας. Η διαδικαστική πράξη (κατάθεση αγωγής, υποβολή εγγράφων ή διενέργεια άλλης πράξης) για τη διενέργεια της οποίας παρήλθε άπρακτη η προθεσμία πρέπει να διενεργηθεί παράλληλα με την υποβολή της αίτηση. Η αίτηση επαναφοράς προθεσμίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Πρέπει να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ανάγκη επαναφοράς της προθεσμίας.

Οι δικονομικές προθεσμίες επαναφέρονται με δικαστική απόφαση. Για την άρνηση της επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας εκδίδεται αιτιολογημένη δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας που έχει απολεσθεί μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Έφεση κατά απόφασης περιφερειακού δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Αυτοτελής έφεση κατά απόφασης περιφερειακού δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί:

  • μέσα σε 7 ημέρες από την έκδοση της απόφασης στις περιπτώσεις που η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας
  • μέσα σε 7 ημέρες από την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης στις περιπτώσεις που η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο πλαίσιο γραπτής διαδικασίας.

Έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά των αποφάσεων των περιφερειακών δικαστηρίων που αποφαίνονται επί της ουσίας της υπόθεσης, ενώ αυτοτελής έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά των ενδιάμεσων αποφάσεων των περιφερειακών δικαστηρίων που ορίζονται ρητά στον κώδικα πολιτικής δικονομίας [λ.χ., κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση επαναφοράς δικονομικής προθεσμίας (άρθρο 78 παράγραφος 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), κατά των αποφάσεων επί των δικαστικών εξόδων (άρθρο 100 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) και κατά των αποφάσεων για την περάτωση της διαδικασίας].

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων πρέπει να διεξάγονται συνεχόμενα, εκτός αν διαταχθεί αναβολή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε εργάσιμες ημέρες. Αναβολή μπορεί να διαταχθεί προκειμένου να δοθεί στο δικαστήριο και στους διαδίκους η δυνατότητα ανάπαυσης μετά από παρατεταμένη διαδικασία και συλλογής κάθε τυχόν ελλείποντος αποδεικτικού στοιχείου, ώστε να διασφαλίζεται η ταχύτερη δυνατή επίλυση της διαφοράς.

Σε περίπτωση αναβολής της εκδίκασης από το δικαστήριο, πρέπει να οριστεί ο χρόνος της επόμενης συζήτησης και να γνωστοποιηθεί στους διαδίκους έναντι ενυπόγραφης σχετικής βεβαίωσής τους. Τα πρόσωπα που δεν παρίσταντο στο δικαστήριο ή που συμπεριλήφθηκαν εκ των υστέρων στη διαδικασία ενημερώνονται για τον χρόνο της επόμενης συζήτησης σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη συζήτηση. Η αναστολή έχει την έννοια ότι κάθε διαδικαστική πράξη που χρειάζεται να διενεργηθεί για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης αναστέλλεται προσωρινά για αόριστο διάστημα. Μια υπόθεση μπορεί να ανασταλεί για αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, οι οποίοι αποκλείουν την εκδίκαση αστικής υπόθεσης και δεν υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ή για λόγους που δεν προβλέπονται ειδικά από τη νομοθεσία, αλλά που δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο να συζητήσει την υπόθεση επί της ουσίας.

Το δικαστήριο οφείλει να αναστείλει την εκδίκαση στις εξής περιστάσεις:

  • σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου ή λύσης νομικού προσώπου που ήταν διάδικος, εφόσον επιτρέπεται η διαδοχή στα δικαιώματα ενόψει των έννομων σχέσεων της διαφοράς αν διάδικος απολέσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα, η υπόθεση πρέπει να ανασταλεί έως ότου οριστεί ο διάδοχος του θανόντος φυσικού προσώπου ή του λυθέντος νομικού προσώπου ή αποσαφηνιστούν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην αδυναμία διαδοχής ή οριστεί νόμιμος αντιπρόσωπος του φυσικού προσώπου που απώλεσε τη δικαιοπρακτική του ικανότητα
  • αν δεν μπορεί να συζητηθεί μια υπόθεση έως την έκδοση απόφασης επί άλλης υπόθεσης, η υπόθεση στην αστική, ποινική ή διοικητική διαδικασία θα ανασταλεί έως ότου αρχίσει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μια δικαστική απόφαση, κρίση, διαταγή ή εντολή ή έως την έκδοση απόφασης στη διοικητική διαδικασία
  • αν σε υπόθεση που αφορά περιουσιακές αξιώσεις κατά εναγομένου προκύψει ότι η ικανοποίηση των εν λόγω περιουσιακών αξιώσεων σχετίζεται με την εξέταση ποινικής υπόθεσης, η υπόθεση θα ανασταλεί έως την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ή την άρση των προσωρινών περιορισμών στα περιουσιακά δικαιώματα ειδικοί νόμοι προβλέπουν και άλλες συναφείς περιστάσεις.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Άνευ αντικειμένου.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής πριν από την κατάθεση της αγωγής θα επιφέρει την απόρριψη της αγωγής.

Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η απώλεια της προθεσμίας δικαιολογείται από σπουδαίο λόγο, το δικαίωμα που έχει παραβιαστεί πρέπει να προστατευτεί και η επίμαχη προθεσμία να επαναφερθεί.

Τα ζητήματα περιουσιακού δικαίου που αφορούν την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων που υπόκειται σε προθεσμίες παραγραφής που έχουν λήξει επιλύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV του αστικού κώδικα.

Το δικαίωμα διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης εκπνέει με την πάροδο της σχετικής νόμιμης ή η δικαστικής προθεσμίας. Οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας επιστρέφεται στον καταθέτη του. Η απώλεια της προθεσμίας εκπλήρωσης ορισμένης διαδικαστικής υποχρέωσης δεν απαλλάσσει το οικείο πρόσωπο από την εν λόγω υποχρέωση.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους  διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Εάν προθεσμία δεν τηρηθεί για σπουδαίο λόγο και δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης, το δικαστήριο μπορεί κατόπιν αίτησης του εφεσιβάλλοντος να επαναφέρει την επίμαχη προθεσμία. Η προθεσμία άσκησης έφεσης μπορεί να επαναφερθεί αν το δικαστήριο κρίνει ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση. Εάν το εφετείο κάνει δεκτή την εν λόγω αυτοτελή έφεση και επαναφέρει την προθεσμία για την άσκηση έφεσης, ο πρόεδρος του τμήματος αστικών υποθέσεων του εφετείου οφείλει να παραπέμψει την έφεση, μαζί με τη δικογραφία, στη δικαστική επιτροπή του εφετείου ή να αναπέμψει το ζήτημα του παραδεκτού της έφεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εάν, στις εν λόγω περιστάσεις, η δικογραφία της υπόθεσης παραπεμφθεί στη δικαστική επιτροπή του εφετείου, το εφετείο οφείλει να αποστείλει αντίγραφα της έφεσης και των παραρτημάτων της στους διαδίκους μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που κρίθηκε παραδεκτή η έφεση. Αφού παρέλθει η προθεσμία προσβολής της απόφασης και απάντησης στην έφεση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαβιβάζει την υπόθεση στο εφετείο μέσα σε επτά ημέρες και ενημερώνει τους διαδίκους. Αν η υπόθεση διαβιβαστεί στο εφετείο και αυτό κρίνει ότι η προθεσμία της έφεσης έχει παρέλθει, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να επαναφέρει την προθεσμία, εφόσον προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε σπουδαίο λόγο, ή να προτείνει στον διάδικο να καταθέσει αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας της έφεσης (άρθρο 307 παράγραφοι 2 και 3, άρθρο 338 και άρθρο 78 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του εφεσιβάλλοντος για επαναφορά της προθεσμίας μπορεί να προσβληθεί με αυτοτελή έφεση (άρθρο 78 παράγραφος 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/10/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.