Στην ακόλουθη ενότητα παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα τακτικά δικαστήρια αστικών και ποινικών υποθέσεων στην Αυστρία.
Τα τακτικά δικαστήρια είναι οργανωμένα σε τέσσερα επίπεδα. Με την εκδίκαση των υποθέσεων επιφορτίζονται επί του παρόντος (Σεπτέμβριος 2019) τα ακόλουθα δικαστήρια:
Από τις αρχές του έτους 2013, ο αριθμός των τοπικών δικαστηρίων μειώθηκε σταδιακά σε 116 (από την 1.7.2014) με τη συγχώνευση τοπικών δικαστηρίων στα ομόσπονδα κράτη Άνω Αυστρία, Κάτω Αυστρία και Στυρία. Για το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και για το 2018 και το 2019, έχουν ήδη αποφασιστεί περαιτέρω αλλαγές στη δομή των τοπικών δικαστηρίων, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των τοπικών δικαστηρίων κατά τρία.
Οι ακόλουθες εισαγγελικές αρχές επιφορτίζονται με την εκπροσώπηση του δημόσιου συμφέροντος στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης:
Αρμόδια για την εκτέλεση των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι 28 δικαστικά σωφρονιστικά καταστήματα.
Η εκδίκαση των διαφορών σε πρώτο βαθμό ανατίθεται είτε στα τοπικά δικαστήρια είτε στα περιφερειακά δικαστήρια. Στις αστικές υποθέσεις, η οριοθέτηση της αρμοδιότητας γίνεται κατά κανόνα σε συνάρτηση με το είδος της διαφοράς (εξαιρετική αρμοδιότητα ανεξαρτήτως της αξίας της διαφοράς), ενώ στις υποθέσεις στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο εν λόγω κανόνας, η αρμοδιότητα εξαρτάται από την αξία της διαφοράς. Η εξαιρετική αρμοδιότητα ανεξαρτήτως της αξίας της διαφοράς υπερισχύει πάντα της αρμοδιότητας βάσει της αξίας της διαφοράς.
Στις ποινικές υποθέσεις, η οριοθέτηση γίνεται με κριτήριο την έκταση της επαπειλούμενης για την αξιόποινη πράξη ποινής.
Τα τοπικά δικαστήρια είναι δικαστήρια πρώτου βαθμού. Είναι αρμόδια:
Τα περιφερειακά δικαστήρια (τα οποία στις ποινικές υποθέσεις καλούνται «Landesgerichte» και στις αστικές υποθέσεις καλούνται «Gerichthöfe erster Instanz») είναι αρμόδια:
Τα εν λόγω δικαστήρια (τα οποία στις ποινικές υποθέσεις καλούνται «Oberlandesgerichte», ενώ στις αστικές υποθέσεις καλούνται και «Gerichtshöfe zweiter Instanz») λειτουργούν στο τρίτο οργανωτικό επίπεδο. Εδρεύουν στη Βιέννη (για τη Βιέννη, την Κάτω Αυστρία και το Μπούργκενλαντ), στο Γκρατς (για τη Στυρία και την Καρινθία), στο Λιντς (για την Άνω Αυστρία και το Σάλτσμπουργκ) και στο Ίνσμπρουκ (για το Τιρόλο και το Φόραρλμπεργκ).
Τα εν λόγω δικαστήρια ενεργούν στις αστικές και τις ποινικές υποθέσεις πάντοτε ως εφετεία (δευτεροβάθμια δικαστήρια).
Επιπλέον, τα δικαστήρια αυτά διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη διοίκηση του δικαστικού συστήματος. Ο πρόεδρος του ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου είναι ο προϊστάμενος των διοικητικών υπηρεσιών όλων των δικαστηρίων της δικαστικής του περιφέρειας. Στο πλαίσιο αυτής της αρμοδιότητάς του υπάγεται απευθείας και αναφέρεται μόνο στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βιέννη αποτελεί το ανώτατο δικαστήριο αστικών και ποινικών υποθέσεων. Εντάσσεται, μαζί με το Συνταγματικό Δικαστήριο (Verfassungsgerichtshof) και το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (Verwaltungsgerichtshof), στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε (εθνικά) ένδικα μέσα.
Η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου διαδραματίζει καίριο ρόλο για τη διατήρηση της ενότητας του δικαίου στο σύνολο του ομοσπονδιακού εδάφους.
Αν και τα κατώτερα δικαστήρια δεν υποχρεούνται από τον νόμο να ακολουθούν τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην πράξη καθοδηγούνται από τη νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων.
Η αστική δικαιοδοσία υποδιαιρείται στην τακτική αστική διαδικασία, στη διαδικασία εργατικών διαφορών, στη διαδικασία εμπορικών διαφορών και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Με την τακτική αστική διαδικασία δικάζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των εμποροδικείων ή των εργατοδικείων και που δεν υπάγονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Στην τακτική αστική διαδικασία υπάρχουν καταρχήν δύο διαφορετικές αλληλουχίες βαθμών δικαιοδοσίας, καθεμία εκ των οποίων μπορεί να αποτελείται από τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας. Η εκδίκαση των διαφορών σε πρώτο βαθμό ανατίθεται είτε στα τοπικά δικαστήρια (Bezirksgerichte) είτε στα περιφερειακά δικαστήρια (Landesgerichte).
Αν στον πρώτο βαθμό αρμόδιο είναι τοπικό δικαστήριο, τα ένδικα μέσα κατά της απόφασής του εκδικάζονται από περιφερειακό δικαστήριο (Gerichtshof erster Instanz), όπου επί του ενδίκου μέσου αποφαίνεται το οικείο τμήμα εφέσεων (Berufungssenat).
Αν στον πρώτο βαθμό αρμόδιο είναι περιφερειακό δικαστήριο, τα ένδικα μέσα κατά της απόφασής του εκδικάζονται από ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο (Gerichtshof zweiter Instanz), όπου επί του ενδίκου μέσου αποφαίνεται το οικείο τμήμα εφέσεων (Berufungssenat).
Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια καλούνται να επανεξετάσουν μόνο την πρωτόδικη απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι, καταρχήν, αποφαίνονται με βάση μόνο τις αιτήσεις σχετικά με το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης που είχαν υποβληθεί έως το τέλος της προφορικής συζήτησης στον πρώτο βαθμό και τα πραγματικά περιστατικά που είχαν προβληθεί έως το εν λόγω χρονικό σημείο. Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια μπορούν να αποφανθούν επί της ουσίας της υπόθεσης (επικυρώνοντας ή τροποποιώντας την πρωτόδικη απόφαση). Προς τον σκοπό αυτό —εντός του πλαισίου που θέτουν οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν και τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό— το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να επαναλάβει, εν όλω ή εν μέρει, ή να συμπληρώσει τη διαδικασία, ή να ακυρώσει την πρωτοβάθμια απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την έκδοση νέας απόφασης, ή να απορρίψει την αγωγή.
Στις υποθέσεις στις οποίες τίθενται νομικά ζητήματα θεμελιώδους σημασίας, υπάρχει επίσης η δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται μόνο επί νομικών ζητημάτων και συνεπώς δεσμεύεται στην απόφασή του από τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη γίνει δεκτά. Ως εκ τούτου, κρίνει μόνο την ορθότητα της απόφασης που εκδόθηκε βάσει των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή αποφαίνεται με βάση ακυρότητες και, σε περιορισμένο βαθμό, διαδικαστικά σφάλματα της προηγηθείσας διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί μόνο ως ακυρωτικό μπορεί επίσης να αποφανθεί επί της ουσίας (επικυρώνοντας ή τροποποιώντας την αναιρεσιβληθείσα απόφαση), να ακυρώσει τις αποφάσεις των προηγούμενων βαθμών δικαιοδοσίας και να παραπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο ή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την έκδοση νέας απόφασης, ή να απορρίψει την αγωγή.
Σε πρώτο βαθμό, η μεγάλη πλειονότητα των υποθέσεων εκδικάζεται από μονομελές δικαστήριο (μόνο οι διαφορές αξίας άνω των 100.000 EUR εκδικάζονται, κατόπιν αιτήματος διαδίκου, από τριμελές δικαστήριο). Σε δεύτερο βαθμό, οι υποθέσεις εκδικάζονται από τμήμα συντιθέμενο από τρεις ή, στο Ανώτατο Δικαστήριο, από πέντε δικαστές. Αν στην υπόθεση τίθεται νομικό ζήτημα θεμελιώδους σημασίας (π.χ. αλλαγή πάγιας νομολογίας), το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται σε τμήμα μείζοντος σύνθεσης, συντιθέμενο από έντεκα δικαστές.
Στην ποινική διαδικασία υπάρχουν δύο βαθμοί δικαιοδοσίας.
Αν στον πρώτο βαθμό αρμόδιο είναι το τοπικό δικαστήριο (Bezirksgericht), ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν:
Επί του ένδικου μέσου αποφαίνεται το περιφερειακό δικαστήριο (Landesgericht) στο οποίο υπάγεται το τοπικό δικαστήριο που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, δικάζον σε τμήμα τριμελούς σύνθεσης.
Αν στον πρώτο βαθμό αρμόδιο είναι το περιφερειακό δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση (όλα τα εγκλήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης έως πέντε ετών, π.χ. ψευδής κατάθεση στο δικαστήριο), ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν:
Επί του ένδικου μέσου αποφαίνεται το ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο (Oberlandesgericht) στο οποίο υπάγεται το περιφερειακό δικαστήριο που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, δικάζον σε τμήμα τριμελούς σύνθεσης.
Αν στον πρώτο βαθμό αρμόδιο είναι το περιφερειακό δικαστήριο δικάζον ως ορκωτό δικαστήριο, η απόφασή του μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακύρωσης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αν, αντίθετα, με το ένδικο μέσο προσβάλλεται μόνο το είδος και/ή το ύψος της ποινής, επ’ αυτού αποφαίνεται το ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο στο οποίο υπάγεται το περιφερειακό δικαστήριο που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απόφαση.
Στην τακτική αστική διαδικασία, οι πρωτοβάθμιες αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης (Berufung). Έφεση μπορεί να ασκηθεί σε κάθε περίπτωση λόγω ακυρότητας ή εσφαλμένης νομικής εκτίμησης, ενώ, σε κάποιες υποθέσεις ή αν η αξία της διαφοράς υπερβαίνει τις 2.700 EUR (ανεξαρτήτως αντικειμένου), έφεση μπορεί να ασκηθεί και λόγω διαδικαστικών πλημμελειών ή λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών.
Οι δευτεροβάθμιες αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με το ένδικο μέσο της αναίρεσης (Revision). Ωστόσο, το εν λόγω ένδικο μέσο, το οποίο ασκείται ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, υπόκειται, ανάλογα με το είδος της υπόθεσης, σε διάφορους περιορισμούς. Καταρχήν, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται πλέον μόνο για νομικά ζητήματα μείζονος σημασίας επομένως, για να αποδεχθεί το Ανώτατο Δικαστήριο την αναίρεση πρέπει να τίθεται τέτοιο νομικό ζήτημα. Πέραν τούτου, σε ορισμένες υποθέσεις, οι δευτεροβάθμιες αποφάσεις που αφορούν διαφορές αξίας κάτω των 5.000 EUR είναι αμετάκλητες, ενώ, αν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 EUR, η άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου υπόκειται στην έγκριση και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (η οποία παρέχεται άμεσα ή κατόπιν νέας σχετικής αίτησης).
Ο ιστότοπος της αυστριακής δικαιοσύνης παρέχει γενικές πληροφορίες σχετικά με το αυστριακό νομικό σύστημα.
Ναι, η πρόσβαση στον ιστότοπο της αυστριακής δικαιοσύνης είναι δωρεάν.
Σχετικοί σύνδεσμοι
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.