Εθνικά δικαστήρια και λοιποί μη δικαστικοί φορείς

Ουγγαρία

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Ουγγαρία

I. Εθνικά Δικαστήρια

I.1. Δικαστήρια

I.2.Το Συνταγματικό Δικαστήριο

II. Εθνικοί Φορείς Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διαμεσολαβητής

II.1. Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

II.2. Εξειδικευμένοι φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων

II.2.1. Η Εθνική Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελευθερίας της Πληροφόρησης της Ουγγαρίας

II.2.2. Η Αρχή για την Ίση Μεταχείριση

II.2.3. Το Ανεξάρτητο Συμβούλιο Καταγγελιών κατά της Αστυνομίας

III. Λοιπά

III.1. Η εισαγγελία της Ουγγαρίας

III.2. Αρωγή θυμάτων

III.3. Νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας)



I. Εθνικά Δικαστήρια

Ι.1. Δικαστήρια

1. Καθήκοντα

Σύμφωνα με τον Θεμελιώδη Νόμο της Ουγγαρίας (το σύνταγμα της Ουγγαρίας), έργο των δικαστηρίων είναι η απονομή δικαιοσύνης, η οποία έχει την έννοια της εκδίκασης ποινικών υποθέσεων και της επίλυσης ιδιωτικών νομικών διαφορών, του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων και των διαταγμάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, και της στοιχειοθέτησης της τυχόν μη εκπλήρωσης των νόμιμων υποχρεώσεων νομοθέτησης των τοπικών αρχών. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων μπορούν να υπαχθούν και περαιτέρω υποθέσεις διά νόμου.

Οι αρχές που εγγυώνται τη δικαστική ανεξαρτησία ορίζονται στον Θεμελιώδη Νόμο: οι δικαστές υπόκεινται αποκλειστικά στον νόμο, δεν επιτρέπεται να δέχονται υποδείξεις για τις δικαιοδοτικές ενέργειές τους, ενώ η παύση τους επιτρέπεται μόνο για τους λόγους και με τις διαδικασίες που ορίζει ο νόμος. Δεν επιτρέπεται να είναι μέλη πολιτικής παράταξης ή να μετέχουν σε πολιτικές δραστηριότητες.

2. Οργανωτική διάρθρωση

Στην Ουγγαρία το έργο της απονομής της δικαιοσύνης εκτελείται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Kúria) της Ουγγαρίας, τα περιφερειακά εφετεία, τα περιφερειακά δικαστήρια, τα επαρχιακά δικαστήρια και τα διοικητικά και εργατικά δικαστήρια.

Δεν υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ των δικαστικών βαθμίδων. Τα δικαστήρια ανώτερου βαθμού δικαιοδοσίας δεν διαθέτουν εξουσία απεύθυνσης εντολών στα δικαστήρια κατώτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Οι δικαστές εκδίδουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τον νόμο και τις ηθικές τους πεποιθήσεις.

Επαρχιακά δικαστήρια (járásbíróságok)

Στον πρώτο βαθμό, η πλειονότητα των υποθέσεων εκδικάζεται από τα επαρχιακά δικαστήρια. Επί του παρόντος στην Ουγγαρία οι υποθέσεις εκδικάζονται σε 111 επαρχιακά δικαστήρια. Ο ουγγρικός όρος για τα επαρχιακά δικαστήρια της Βουδαπέστης είναι «kerületi bíróság». Συνολικά έξι ενοποιημένα επαρχιακά δικαστήρια (egyesített kerületi bíróság) λειτουργούν στις 23 επαρχίες της Βουδαπέστης. Τα επαρχιακά δικαστήρια είναι πρωτοβάθμια δικαστήρια που τελούν υπό την προεδρία ενός προέδρου.

Διοικητικά και εργατικά δικαστήρια

Η Ουγγαρία διαθέτει 20 διοικητικά και εργατικά δικαστήρια τα οποία, όπως υποδεικνύεται από το όνομά τους, χειρίζονται αποκλειστικά διοικητικές και εργατικές υποθέσεις. Πρωταρχικό τους καθήκον είναι ο δικαστικός έλεγχος διοικητικών αποφάσεων και η εκδίκαση υποθέσεων που ανακύπτουν στο πλαίσιο σχέσεων απασχόλησης και οιονεί απασχόλησης.

Περιφερειακά δικαστήρια (törvényszékek)

Τα περιφερειακά δικαστήρια ενεργούν ως δικαστήρια πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Η παραπομπή υποθέσεων στα περιφερειακά δικαστήρια μπορεί να γίνει με έναν από τους δύο προβλεπόμενους τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι με άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης (δηλαδή, κατά απόφασης επαρχιακού ή διοικητικού και εργατικού δικαστηρίου) από διάδικο με έννομο συμφέρον. Ωστόσο, ορισμένες υποθέσεις εισάγονται απευθείας σε περιφερειακό δικαστήριο, οπότε το εν λόγω δικαστήριο ενεργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δικονομικό δίκαιο (ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και o Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) προσδιορίζει τις εν λόγω υποθέσεις, για παράδειγμα βάσει της χρηματικής αξίας της διαφοράς, του εάν συντρέχουν κάποιες ειδικές περιστάσεις ή του εάν η υπόθεση  αφορά ιδιαίτερα σοβαρή αξιόποινη πράξη. Τα περιφερειακά δικαστήρια διαθέτουν ειδικευμένες συνθέσεις, ομάδες και ποινικά, πολιτικά, οικονομικά, και διοικητικά και εργατικά τμήματα που λειτουργούν υπό τη διεύθυνση του προέδρου.

Περιφερειακά εφετεία (ítélőtáblák)

Τα πέντε περιφερειακά εφετεία συνιστούν μια βαθμίδα μεταξύ των περιφερειακών δικαστηρίων και του Ανώτατου Δικαστηρίου και έχουν συσταθεί για να ελαφρύνουν τον φόρτο εργασίας του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου. Τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων περιφερειακών δικαστηρίων εκδικάζονται από τα περιφερειακά εφετεία. Τα περιφερειακά εφετεία είναι τριτοβάθμια δικαστήρια στις ποινικές υποθέσεις στις οποίες το περιφερειακό δικαστήριο δίκασε σε δεύτερο βαθμό. Τα περιφερειακά εφετεία διαθέτουν ειδικές συνθέσεις και ποινικά και αστικά τμήματα που λειτουργούν υπό τη διεύθυνση προέδρου.

Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας

Το Ανώτατο Δικαστήριο βρίσκεται στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας και διευθύνεται από τον πρόεδρό του. Το σπουδαιότερο καθήκον του είναι η επίτευξη ενιαίας και συνεκτικής δικαστικής πρακτικής. Το Ανώτατο Δικαστήριο εκτελεί τον καθήκον του αυτό εκδίδοντας αποφάσεις που είναι γνωστές ως αποφάσεις δικαστικής εναρμόνισης. Οι εν λόγω αποφάσεις παρέχουν καθοδήγηση σε επίπεδο αρχών και είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια.

Το Ανώτατο Δικαστήριο

  • αποφασίζει επί των ένδικων μέσων που ασκούνται κατά των αποφάσεων των περιφερειακών δικαστηρίων ή των περιφερειακών εφετείων στις υποθέσεις που ορίζονται από τον νόμο
  • εξετάζει αιτήσεις αναθεώρησης
  • εκδίδει αποφάσεις δικαστικής εναρμόνισης, που είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια
  • διεξάγει νομολογιακές αναλύσεις σε υποθέσεις που έχουν περατωθεί και έχουν καταστεί τελεσίδικες, και στο πλαίσιο αυτό διερευνά και εξετάζει τη νομολογία των δικαστηρίων
  • δημοσιεύει δικαστικές αποφάσεις επί κατευθυντήριων αρχών
  • αποφασίζει αν διατάγματα της τοπικής αυτοδιοίκησης αντίκεινται σε άλλα νομοθετήματα και πρέπει να ακυρωθούν
  • εκδίδει αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνει ότι τοπική αρχή παραβιάζει τις νόμιμες υποχρεώσεις της νομοθέτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διαθέτει ειδικές συνθέσεις για την επίλυση διαφορών, τις αποφάσεις δικαστικής εναρμόνισης, τις τοπικές αρχές και την έκδοση αποφάσεων επί κατευθυντήριων αρχών επίσης, διαθέτει ποινικό, αστικό και διοικητικό και εργατικό τμήμα, καθώς και ομάδες που αναλύουν τη νομολογία.

Εθνικό Γραφείο Δικαστικού Σώματος (Országos Bírósági Hivatal) και Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (Országos Bírói Tanács)

Ο πρόεδρος του Εθνικού Γραφείου Δικαστικού Σώματος (ΕΓΔΣ) εκτελεί κεντρικά καθήκοντα που αφορούν τη διοίκηση των δικαστηρίων, ασκεί διοικητικές εξουσίες βάσει του κεφαλαίου περί δικαστηρίων του νόμου περί προϋπολογισμού και επιτηρεί τις διοικητικές δραστηριότητες των προέδρων των περιφερειακών εφετείων και των περιφερειακών δικαστηρίων. Το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) αποτελεί ανεξάρτητο όργανο που εκλέγεται από δικαστές, συντίθεται αποκλειστικά από δικαστές και συνιστά το εποπτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης των δικαστηρίων. Επιπρόσθετα με τα εποπτικά του καθήκοντα, το ΕΔΣ μετέχει επίσης στη διοίκηση των δικαστηρίων.

3. Στοιχεία Επικοινωνίας

Országos Bírósági Hivatal
Διεύθυνση: 1055 Budapest, Szalay u. 16.
Ταχυδρομική διεύθυνση: 1363 Budapest Pf.: 24.

Τηλ.: +36 (1 ) 354 41 00
Φαξ: +36 (1 ) 312-4453

Ηλ. ταχυδρομείο: obh@obh.birosag.hu
Ο δικτυακός τόπος των δικαστηρίων

I.2. Το Συνταγματικό Δικαστήριο

1. Καθήκοντα

Το Συνταγματικό Δικαστήριο (Alkotmánybíróság) είναι το κύριο όργανο προάσπισης του Θεμελιώδους Νόμου. Στα καθήκοντά του εμπίπτουν η προάσπιση του δημοκρατικού κράτους δικαίου, της συνταγματικής τάξης και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Θεμελιώδης Νόμος, η διαφύλαξη της εσωτερικής συνοχής του νομικού συστήματος και η επιβολή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο συστάθηκε από την εθνοσυνέλευση το 1989. Ο Θεμελιώδης Νόμος προσδιορίζει τους θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τα καθήκοντα και τον λόγο ύπαρξης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ το βασικό περίγραμμα των οργανωτικών και διαδικαστικών κανόνων περιλαμβάνεται στον νόμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αναλυτικοί δικονομικοί κανόνες του Συνταγματικού Δικαστηρίου περιλαμβάνονται στον εσωτερικό κανονισμό του.

2. Οργανωτική διάρθρωση

Το Συνταγματικό Δικαστήριο συντίθεται από δεκαπέντε μέλη. Τα μέλη του εκλέγονται από την εθνοσυνέλευση με πλειοψηφία δύο τρίτων για δωδεκαετή θητεία. Για να γίνει κανείς δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να είναι διακεκριμένος ακαδημαϊκός νομικός ή να διαθέτει τουλάχιστον εικοσαετή επαγγελματική πείρα ως νομικός. Ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου εκλέγεται από την εθνοσυνέλευση μεταξύ των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τη διάρκεια της θητείας του ως δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο συνεδριάζει σε ολομέλεια, σε πενταμελείς συνθέσεις ή σε μονομελή σύνθεση. Οι αποφάσεις για τη συνταγματικότητα νόμων και για άλλες μείζονες υποθέσεις λαμβάνονται από την ολομέλεια.

H γραμματεία του Δικαστηρίου εκτελεί οργανωτικά, λειτουργικά και διαχειριστικά καθήκοντα, καθώς και καθήκοντα που αφορούν τη λήψη αποφάσεων. Επικεφαλής της γραμματείας είναι ο γενικός γραμματέας, που εκλέγεται από την ολομέλεια κατόπιν πρότασης του προέδρου.

3. Εξουσίες

Προκαταρκτική διερεύνηση της συμμόρφωσης με τον Θεμελιώδη Νόμο

Ο εισηγητής ενός νόμου, δηλαδή η κυβέρνηση ή ο πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης, μπορεί να ζητήσει από την εθνοσυνέλευση την παραπομπή θεσπισμένου νόμου στο Συνταγματικό Δικαστήριο, προκειμένου να ελεγχθεί συνταγματικά και να διερευνηθεί η συμμόρφωσή του με τον Θεμελιώδη Νόμο.

Επιπρόσθετα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να παραπέμψει στο Συνταγματικό Δικαστήριο, και να μην υπογράψει, νόμο που έχει θεσπιστεί από το κοινοβούλιο, εάν κρίνει ότι οποιαδήποτε διάταξή του αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο, προκειμένου το Συνταγματικό Δικαστήριο να ελέγξει τη συμμόρφωσή του με τον Θεμελιώδη Νόμο. Εάν το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί ότι ο υπό έλεγχο νόμος αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο, ο εν λόγω νόμος δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ.

Εκ των υστέρων έλεγχος της συμμόρφωσης με τον Θεμελιώδη Νόμο (διαδικασία εκ των υστέρων ελέγχου)

Η εν λόγω διαδικασία, που θεσπίστηκε το 2012, μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, του ενός τετάρτου των μελών του κοινοβουλίου, του Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Γενικού Εισαγγελέα.

Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακυρώνει κάθε αμφισβητούμενη διάταξη την οποία κρίνει αντίθετη στον Θεμελιώδη Νόμο.

Κίνηση ατομικής διαδικασίας ελέγχου από δικαστή

Δικαστής που κατά την εκδίκαση υπόθεσης κρίνει ότι ο νόμος που καλείται να εφαρμόσει αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο οφείλει να ζητήσει από το Συνταγματικό Δικαστήριο τον έλεγχό του και την αναστολή της δίκης. Σε υπόθεση που έχει κινηθεί από δικαστή, το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί ότι ο υπό κρίση νόμος ή διάταξη νόμου αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο και να τον κηρύξει ανεφάρμοστο στην εν λόγω υπόθεση ή και εν γένει.

Συνταγματικές προσφυγές

Η συνταγματική προσφυγή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα μέσα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρωτίστως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τον Θεμελιώδη Νόμο, κατά τη διαδικασία έκδοσης δικαστικής απόφασης. Τέτοια παραβίαση μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο εκδίκασης υπόθεσης στην οποία εφαρμόστηκε νόμος που αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο, ή σε περίπτωση που εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης ή οποιαδήποτε άλλη απόφαση που περατώνει τη δίκη και η απόφαση αυτή αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο. Κατ’ εξαίρεση, συνταγματική προσφυγή μπορεί να ασκηθεί σε περίπτωση που τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος έχουν παραβιαστεί ευθέως σε υπόθεση στην οποία δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση. Στη συνέχεια, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα ακυρώσει κάθε νόμο ή απόφαση που κρίνει ότι αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο.

Έλεγχος συγκρούσεων με διεθνείς συμφωνίες

Σύμφωνα με τον νόμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο, επιτρέπεται ο έλεγχος της συμμόρφωσης των ουγγρικών νόμων με διεθνείς συμφωνίες. Η διαδικασία μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία του ενός τετάρτου των μελών του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, του Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου, του Γενικού Εισαγγελέα ή δικαστή σε σχέση με νόμο που καλείται να εφαρμόσει σε συγκεκριμένη υπόθεση.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει εν μέρει ή συνολικά οποιονδήποτε νόμο κρίνει ότι αντίκειται σε διεθνή συμφωνία και να ζητήσει από το νομοθετικό σώμα τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την άρση της σύγκρουσης μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

Πρόσθετες εξουσίες

Το Συνταγματικό Δικαστήριο ερμηνεύει τις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου που αφορούν οποιοδήποτε συνταγματικό ζήτημα κατόπιν πρότασης της εθνοσυνέλευσης ή της μόνιμης επιτροπής της, του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της κυβέρνησης, εφόσον η εν λόγω ερμηνεία μπορεί να συναχθεί ευθέως από τον Θεμελιώδη Νόμο.

Οποιοσδήποτε μπορεί να καταθέσει πρόταση για τον έλεγχο από το Συνταγματικό Δικαστήριο τυχόν απόφασης της εθνοσυνέλευσης για κήρυξη δημοψηφίσματος ή για απόρριψη της κήρυξης υποχρεωτικού δημοψηφίσματος.

Η εθνοσυνέλευση μπορεί να διαλύσει το σώμα των αντιπροσώπων αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης ή μειονοτικής αυτοδιοικητικής αρχής εφόσον ενεργεί με τρόπο που αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο. Προηγουμένως, το Συνταγματικό Δικαστήριο διατυπώνει τη γνώμη του επί της υπόθεσης κατόπιν πρωτοβουλίας της κυβέρνησης.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο διεξάγει τη διαδικασία για την απομάκρυνση του Προέδρου της Δημοκρατίας από το αξίωμά του κατόπιν πρότασης της εθνοσυνέλευσης.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατικών οργάνων και μεταξύ κρατικών οργάνων και οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι ορισμένο μέτρο αντίκειται στον Θεμελιώδη Νόμο λόγω παράλειψης νομοθέτησης, οπότε καλεί το όργανο που ευθύνεται για την παράλειψη να το διορθώσει.

4. Στοιχεία Επικοινωνίας

Διεύθυνση:  1015 Budapest, Donáti u. 35 -45.
Ταχυδρομική διεύθυνση: 1535 Budapest, Pf. 773.

Τηλ.: +36 (1 ) 488 31 00

Ο δικτυακός τόπος του Συνταγματικού Δικαστηρίου
Σελίδα στο Facebook

II. Εθνικοί Φορείς Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διαμεσολαβητής

II.1. O Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Az Alapvető Jogok Biztosa) (Εθνικός Φορέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών)

1. Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

Σύμφωνα με τον Θεμελιώδη Νόμο της Ουγγαρίας, η εθνοσυνέλευση θέσπισε επίσης τον νόμο για τον Επίτροπο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δημιουργώντας ένα νέο, ενιαίο σύστημα διαμεσολάβησης.

Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων λογοδοτεί αποκλειστικά στο κοινοβούλιο. Ο Διαμεσολαβητής ενεργεί ανεξάρτητα στο πλαίσιο των διαδικασιών του, βασιζόμενος αποκλειστικά στον Θεμελιώδη Νόμο και στη λοιπή νομοθεσία. Ο Διαμεσολαβητής εκλέγεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων των αντιπροσώπων στην εθνοσυνέλευση κατόπιν πρότασης του Προέδρου της Δημοκρατίας, για θητεία έξι ετών, και υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις στην εθνοσυνέλευση για το έργο του.

Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει δικαίωμα επανεκλογής μία φορά. Σύμφωνα με τον νόμο για τον Επίτροπο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επικουρείται από δύο αναπληρωτές: τoν Αναπληρωτή Επίτροπο που είναι αρμόδιος για την προστασία των συμφερόντων των μελλοντικών γενεών και τον Αναπληρωτή Επίτροπο που είναι αρμόδιος για την προστασία των συμφερόντων των εθνοτικών μειονοτήτων που διαμένουν στην Ουγγαρία. Ο Επίτροπος που εκλέγεται από την εθνοσυνέλευση προτείνει τους αναπληρωτές του, που επίσης εκλέγονται από την εθνοσυνέλευση.

2. Διαδικασία και δράση

Πρωταρχικό καθήκον του Διαμεσολαβητή είναι η διερεύνηση καταχρήσεων ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και η δρομολόγηση ειδικών ή γενικών μέτρων για την αποκατάστασή τους.

Εντός των ορίων του νόμου που διέπει τις εξουσίες του, ο Διαμεσολαβητής επιλέγει τη δράση που κρίνει ενδεδειγμένη, η οποία μπορεί να συνίσταται σε:

  • σύσταση για την αποκατάσταση της κατάχρησης που άπτεται των θεμελιωδών δικαιωμάτων προς το εποπτικό όργανο που εποπτεύει το όργανο που ευθύνεται για την κατάχρηση,
  • πρόσκληση προς τον επικεφαλής του υπόψη οργάνου για τη λήψη μέτρου αποκατάστασης της κατάχρησης,
  • κίνηση διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου,
  • κίνηση της διαδικασίας ελέγχου της συμβατότητας διατάγματος της τοπικής αυτοδιοίκησης με άλλα νομοθετήματα από το Ανώτατο Δικαστήριο,
  • διά του Γενικού Εισαγγελέα, δρομολόγηση των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί η εισαγγελία,
  • κίνηση διαδικασίας αναζήτησης ευθυνών ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, σε περίπτωση που δημιουργηθεί στον Διαμεσολαβητή εύλογη υπόνοια για την τέλεση ελάσσονος αδικήματος ή πειθαρχικού αδικήματος σε περίπτωση που το αδίκημα συνιστά αξιόποινη πράξη, η κίνηση της διαδικασίας είναι υποχρεωτική,
  • πρόταση τροποποίησης, κατάργησης ή θέσπισης νομοθετήματος ή νομικής πράξης της κρατικής διοίκησης από όργανο εξουσιοδοτημένο να νομοθετεί ή να εκδίδει νομικές πράξεις της κρατικής διοίκησης,
  • ως ύστατο μέτρο, παραπομπή ορισμένης υπόθεσης στην Εθνοσυνέλευση στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης.

Όποιος θεωρεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματά του έχουν παραβιαστεί ή ότι απειλούνται άμεσα από πράξεις ή παραλείψεις αρχής μπορεί να προσφύγει στον Επίτροπο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπό τον όρο ότι έχει εξαντλήσει κάθε διαθέσιμη δυνατότητα για την άσκηση διοικητικής προσφυγής —εξαιρουμένων των δικαστικών προσφυγών κατά διοικητικών αποφάσεων— ή ότι δεν έχει ένδικο βοήθημα στη διάθεσή του.

Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και οι Αναπληρωτές Επίτροποι επιτηρούν την ενάσκηση των δικαιωμάτων των εθνοτικών μειονοτήτων που διαμένουν στην Ουγγαρία και τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών.

Ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν μπορεί να θέτει υπό διερεύνηση τις δραστηριότητες της Εθνοσυνέλευσης, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ουγγαρίας ή της εισαγγελίας, με εξαίρεση τις δραστηριότητες της ανακριτικής υπηρεσίας της εισαγγελίας.

Ο Επίτροπος δεν μπορεί να αναλάβει δράση σε περίπτωση που

  • έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο του έτους από τη δημοσίευση της τελικής διοικητικής απόφασης στην υπόθεση την οποία αφορά η καταγγελία,
  • η διαδικασία ξεκίνησε πριν από την 23η Οκτωβρίου 1989,
  • έχει κινηθεί δίκη για τον δικαστικό έλεγχο της διοικητικής απόφασης ή έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση,
  • το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία δεν έχει γνωστοποιήσει την ταυτότητά του και η έρευνα δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς την εν λόγω πληροφορία.

Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί διακριτική μεταχείριση για τον λόγο ότι προσέφυγε στον Επίτροπο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Μέσα υποβολής καταγγελίας:

  • Ηλεκτρονικά: με χρήση του στοιχείου «Ügyet szeretnék indítani» (Επιθυμώ να κινήσω υπόθεση) από τον κατάλογο επιλογών του δικτυακού τόπου www.ajbh.hu ή με χρήση του «Intelligens űrlap» (Έξυπνο έντυπο) που διατίθεται στον εν λόγω δικτυακό τόπο
  • Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: panasz@ajbh.hu
  • Αυτοπροσώπως, στο Γραφείο Καταγγελιών του Γραφείου του Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Budapest V. Ker., Nádor u. 22.), με ραντεβού
  • Ταχυδρομικώς, στη διεύθυνση: Alapvető Jogok Biztosának Hivatala (Γραφείο του Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) 1387 Budapest Pf. 40.

Η υποβολή της καταγγελίας και η διαδικασία που διεξάγει ο Επίτροπος είναι δωρεάν. Στην καταγγελία θα πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο των εγγράφων που έχουν ήδη καταρτιστεί στην υπόθεση και των εγγράφων που απαιτούνται για την αξιολόγησή της.

3. Γνωστοποιήσεις δημοσίου συμφέροντος

Σύμφωνα με τον νόμο για τις καταγγελίες και τις γνωστοποιήσεις δημοσίου συμφέροντος, από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εφεξής, οι γνωστοποιήσεις δημοσίου συμφέροντος μπορούν επίσης να πραγματοποιούνται μέσω προστατευμένου ηλεκτρονικού συστήματος που διαχειρίζεται ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οι γνωστοποιήσεις δημοσίου συμφέροντος αφορούν περιστάσεις των οποίων η αποκατάσταση ή άρση εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κοινότητας ή της κοινωνίας συνολικά. Μια γνωστοποίηση δημοσίου συμφέροντος μπορεί επίσης να περιλαμβάνει σύσταση.

Μέθοδοι υποβολής γνωστοποιήσεων δημοσίου συμφέροντος:

  • ηλεκτρονικά, μέσω του προστατευμένου ηλεκτρονικού συστήματος (https://www.ajbh.hu/kozerdeku-bejelentes-benyujtasa) ή
  • αυτοπροσώπως, στο Γραφείο Καταγγελιών του Γραφείου του Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Budapest V. Ker., Nádor u. 22.), με ραντεβού.

4. Εθνικός μηχανισμός πρόληψης βάσει του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων (OPCAT)

Από την 1η Ιανουαρίου 2015, ο Επίτροπος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προσωπικά ή διά του προσωπικού του, ενεργεί ως ο ουγγρικός εθνικός μηχανισμός πρόληψης βάσει του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων (OPCAT) των Ηνωμένων Εθνών, για την πρόληψη των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Τα καθήκοντα του εθνικού μηχανισμού πρόληψης περιλαμβάνουν:

  • επιθεώρηση χώρων κράτησης για προληπτικούς σκοπούς και κατόπιν αναφορών
    • λήψη συνεντεύξεων από κρατούμενους
    • μελέτη εγγράφων τεκμηρίωσης
  • αναπληροφόρηση
  • διαβούλευση με τις αρχές
  • διατύπωση συστάσεων
  • σύνταξη αναφορών

5.  Στοιχεία Επικοινωνίας

Διεύθυνση: 1051 Budapest, Nádor utca 22.
Ταχυδρομική διεύθυνση: 1387 Budapest Pf. 40.

Τηλ.: (+36-1) 475-7100
Φαξ: (+36-1) 269-1615

Ηλ. ταχυδρομείο: panasz@ajbh.hu
Δικτυακός τόπος: http://www.ajbh.hu/hu

II.2. Εξειδικευμένοι φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων

II.2.1. Η Εθνική Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελευθερίας της Πληροφόρησης της Ουγγαρίας

1. Καθήκοντα και οργανωτική διάρθρωση

Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα γνωστοποίησης πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος συνιστούν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα: To άρθρο VI του Θεμελιώδους Νόμου της Ουγγαρίας ορίζει ότι:

1) Καθένας έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας, των επικοινωνιών και της φήμης του.

2) Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων, καθώς και στην πρόσβαση και διασπορά πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος.

3) Η άσκηση του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα δημοσίου συμφέροντος εποπτεύεται από ανεξάρτητη αρχή, που συστήνεται με οργανικό νόμο.

Η ουγγρική Εθνική Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελευθερίας της Πληροφόρησης (Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság - NAIH) αντικατέστησε τον συνήγορο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που λειτούργησε από το 1995 έως το 2011. Από την 1η Ιανουαρίου 2012 η NAIH δρα για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων στην πληροφόρηση μέσω πρόσθετων ρυθμιστικών μέσων (όπως με την επιβολή προστίμων για παραβιάσεις του απορρήτου των δεδομένων).

Το περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων, οι υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων, η οργανωτική διάρθρωση και οι διαδικασίες της ΝΑΙΗ ορίζονται στον νόμο για την πληροφόρηση (νόμος CXII του 2011 για το δικαίωμα αυτοκαθορισμού στην πληροφόρηση και την ελευθερία της πληροφόρησης), ωστόσο, οι αναλυτικές προδιαγραφές των συγκεκριμένων διαδικασιών επεξεργασίας δεδομένων εμπεριέχονται σε άλλα σχετικά νομοθετήματα (όπως ο νόμος περί αστυνομίας και ο νόμος για τη δημόσια εκπαίδευση). Με το άρθρο 1 του νόμου για την πληροφόρηση, ο νόμος αποσκοπεί στην προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των φυσικών προσώπων και στη διασφάλιση της διαφάνειας των δημοσίων υποθέσεων.

Η ΝΑΙΗ αποτελεί ανεξάρτητο και αυτόνομο κυβερνητικό όργανο, του οποίου ο πρόεδρος ορίζεται για εννέα έτη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού και το οποίο διαρθρώνεται οργανωτικά σε τμήματα.

2. Εξουσίες

Κύριο καθήκον της ΝΑΙΗ είναι η διερεύνηση ζητημάτων που αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελευθερίας της πληροφόρησης, κατόπιν αναφορών και καταγγελιών (που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, εγγράφως ή αυτοπροσώπως), και η διεξαγωγή διοικητικών διαδικασιών αυτεπαγγέλτως για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (σε περίπτωση που η παραβίαση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες αφορά πολλά πρόσωπα ή μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία σε συμφέροντα ή σημαντική βλάβη).

Επιπρόσθετα, η Αρχή μπορεί να διεξάγει αυτεπάγγελτα διοικητικές διαδικασίες για τον έλεγχο ταξινομημένων δεδομένων, να παραπέμπει περιπτώσεις παραβίασης που αφορούν πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος ή πληροφορίες που είναι δημόσιες για λόγους δημοσίου συμφέροντος σε δικαστήριο και να παρεμβαίνει σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων. Τηρεί επίσης μητρώο προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Οι εξουσίες της Αρχής περιλαμβάνουν επίσης την έκδοση γνωμοδοτήσεων επί της σχετικής νομοθεσίας, την εκπροσώπηση της Ουγγαρίας σε κοινά συμβούλια προστασίας δεδομένων της ΕΕ και τη διεξαγωγή ελέγχων προστασίας δεδομένων —έναντι τέλους— κατόπιν αιτήματος υπευθύνου επεξεργασίας.

3.  Στοιχεία Επικοινωνίας

Διεύθυνση: 1125 Budapest Szilágyi Erzsébet fasor 22/C.
Ταχυδρομική διεύθυνση: 1530 Budapest, Pf.: 5.

Τηλ.: (+36-1) 391-1400

Ηλ. ταχυδρομείο: Ugyfelszolgalat@naih.hu
Δικτυακός τόπος: http://www.naih.hu/

II.2.2. Η Αρχή για την Ίση Μεταχείριση

1. Καθήκοντα και οργανωτική διάρθρωση

Σύμφωνα με τον νόμο για την ίση μεταχείριση και την προαγωγή των ίσων ευκαιριών, η επιβολή της υποχρέωσης ίσης μεταχείρισης στην Ουγγαρία επιτηρείται από την Αρχή για την Ίση Μεταχείριση (Egyenlő Bánásmód Hatóság), η οποία έχει αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια της χώρας. Η Αρχή αποτελεί αυτόνομο και ανεξάρτητο κυβερνητικό όργανο, που υπόκειται αποκλειστικά στον νόμο. Δεν δεσμεύεται από υποδείξεις, και διεξάγει τα καθήκοντά της ανεξάρτητα από άλλα όργανα και χωρίς να δέχεται επιρροή. Ανάθεση καθηκόντων στην Αρχή επιτρέπεται αποκλειστικά διά νόμου. Επικεφαλής της Αρχής είναι ο πρόεδρός της, που διορίζεται για εννέα έτη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού.

Πρωταρχικό καθήκον και κύρια δραστηριότητα της Αρχής είναι η διερεύνηση των καταγγελιών και αναφορών που λαμβάνει για περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης. Στο έργο της η Αρχή επικουρείται από ένα δίκτυο διοικητικών υπαλλήλων με αρμοδιότητα στον τομέα της ίσης μεταχείρισης, το οποίο παρέχει εθνική κάλυψη.

Σύμφωνα με τον νόμο, ως παραβίαση της υποχρέωσης ίσης μεταχείρισης (διάκριση) νοείται διάκριση σε βάρος προσώπου λόγω υπαρκτού ή εκληφθέντος ως υπαρκτού προστατευόμενου χαρακτηριστικού.

Τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά κατά τον νόμο είναι τα ακόλουθα:

α.      φύλο

β.      φυλή

γ.       χρώμα δέρματος

δ.      ιθαγένεια

ε.       εθνικός δεσμός

στ.   μητρική γλώσσα

ζ.       αναπηρία

η.      κατάσταση υγείας

θ.      θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις

ι.        πολιτικές ή άλλες απόψεις

ια.    οικογενειακή κατάσταση

ιβ.    μητρότητα (κύηση) ή πατρότητα

ιγ.     σεξουαλικός προσανατολισμός

ιδ.    γενετήσια ταυτότητα

ιε.     ηλικία

ιστ. κοινωνικές καταβολές

ιζ.     ιδιοκτησία

ιη.    χαρακτήρας της σχέσης ή της οιονεί σχέσης εργασίας του οικείου προσώπου ως σχέσης μερικής απασχόλησης ή ορισμένης διάρκειας

ιθ.    συμμετοχή σε ένωση εκπροσώπησης συμφερόντων

κ.      άλλη κατάσταση, στοιχείο ή χαρακτηριστικό

Στην κατηγορία «άλλη κατάσταση» μπορούν να υπαχθούν ως προστατευόμενα χαρακτηριστικά, βάσει της ερμηνείας του νόμου από την Αρχή, στοιχεία και χαρακτηριστικά που δεν παρατίθενται ρητά στον νόμο αλλά είναι παρεμφερή με τα παρατιθέμενα.

Η Αρχή διερευνά παραβιάσεις που θίγουν πρόσωπα και ομάδες των οποίων τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά ορίζονται με ιδιαίτερα ευρύ τρόπο από τον νόμο. Κατά κανόνα, ενεργεί κατόπιν αιτήματος του προσώπου ή των προσώπων που έχουν υποστεί τη διακριτική μεταχείριση, αλλά διαδικασία ενώπιον της Αρχής μπορούν να κινήσουν και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ή ενώσεις εκπροσώπησης συμφερόντων, σε περίπτωση που έχει επέλθει ή που απειλείται παραβίαση που θίγει ομάδα με προστατευόμενα χαρακτηριστικά. Η Αρχή μπορεί να κινηθεί αυτεπαγγέλτως κατά του ουγγρικού κράτους, των τοπικών αυτοδιοικητικών αρχών και των μειονοτικών αυτοδιοικητικών αρχών, των οργάνων τους, των οργανισμών που ενεργούν με την ιδιότητα δημόσιας αρχής, των ενόπλων δυνάμεων της Ουγγαρίας και των φορέων επιβολής του νόμου. Οι συνηθέστεροι τομείς στους οποίες διεξάγει έρευνες η Αρχή είναι αυτοί της απασχόλησης, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγειονομικής περίθαλψης, της στέγασης, της εκπαίδευσης και της παροχής αγαθών και υπηρεσιών.

2. Εξουσίες

Η Αρχή διεξάγει τις έρευνές της στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών. Στις διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες απόδειξης. Το μέρος που έχει υποστεί ζημία (ο αιτών) πρέπει να αποδείξει ότι υπέστη βλάβη και ότι κατά τον χρόνο της παραβίασης διέθετε πράγματι —ή ο δράστης θεώρησε ότι διέθετε— προστατευόμενο χαρακτηριστικό προβλεπόμενο από τον νόμο. Εάν ο αιτών έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του να αποδείξει τα ανωτέρω, το έτερο μέρος (το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η διαδικασία) πρέπει να αποδείξει ότι τα πραγματικά περιστατικά που τεκμηριώνονται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ζημιωθέν μέρος δεν συνέβησαν ή ότι συμμορφώθηκε με την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης ή ότι δεν βαρυνόταν με την υποχρέωση αυτή στη δεδομένη έννομη σχέση.

Η Αρχή προσπαθεί σε κάθε περίπτωση να επιτύχει συμβιβασμό μεταξύ των μερών πριν εκδώσει την απόφασή της και, σε περίπτωση επιτυχίας, εγκρίνει τον συμβιβασμό. Εάν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμβιβασμό, η Αρχή εκδίδει απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης βάσει της έρευνας που έχει διεξαγάγει. Εάν η Αρχή κρίνει ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως κύρωση μπορεί να διατάξει την άρση της παράνομης προσβολής, να απαγορεύσει την παράνομη συμπεριφορά στο μέλλον, να διατάξει τη δημοσιοποίηση της οριστικής της απόφασης που στοιχειοθετεί την παραβίαση, να επιβάλει πρόστιμο από 50 000 HUF έως 6 εκατομμύρια HUF και να επιβάλει τις περαιτέρω έννομες συνέπειες που ορίζονται στην ειδική νομοθεσία. Η απόφαση της Αρχής δεν προσβάλλεται διά της διοικητικής οδού, αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί από το Διοικητικό και Εργατικό Δικαστήριο στο πλαίσιο διοικητικής δίκης.

Η Αρχή έχει επίσης μια σειρά άλλων καθηκόντων που ορίζονται από τη νομοθεσία, πέραν της διερεύνησης συγκεκριμένων υποθέσεων διακριτικής μεταχείρισης. Για παράδειγμα, τα εν λόγω καθήκοντα περιλαμβάνουν την παροχή πληροφόρησης και συνδρομής στα ενδιαφερόμενα μέρη για την ανάληψη δράσης κατά παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την παροχή γνωμοδοτήσεων επί σχεδίων νομοθετημάτων που αφορούν την ίση μεταχείριση, την υποβολή προτάσεων νομοθετημάτων σχετικά με την ίση μεταχείριση, την πληροφόρηση του κοινού και της Εθνοσυνέλευσης για την κατάσταση ως προς την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τη συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και διεθνείς οργανισμούς κ.ο.κ.

Η Αρχή είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εθνικών Φορέων για την Ισότητα (Equinet), στο οποίο συνενώνονται περισσότεροι από 40 οργανισμοί-μέλη από 33 ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι ενεργούν ως εθνικοί φορείς για την ίση μεταχείριση στη χώρα τους. Το προσωπικό της Αρχής συμμετέχει στο έργο των θεματικών ομάδων εργασίας του Equinet, καθώς και σε εκπαιδευτικές συνεδρίες και σεμινάρια που οργανώνονται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του έτους, προκειμένου να παραμένει ενήμερο όσον αφορά τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα στον τομέα της διεθνούς ανάπτυξης της νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση και να ανταλλάσσει εμπειρίες με τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών οργανισμών που εκτελούν παρεμφερή καθήκοντα με αυτά της Αρχής.

Η Αρχή, στο πλαίσιο των διεθνών της σχέσεων, συμμετέχει σε τακτική βάση σε εκδηλώσεις και θεματικά έργα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Αναλυτικές πληροφορίες για την Αρχή διατίθενται στον δικτυακό της τόπο.

3. Στοιχεία Επικοινωνίας

Έδρα:  1013 Budapest, Krisztina krt. 39/B

Αριθμός τηλ.: (+36-1) 795-2975
Φαξ: (+36-1) 795-0760

Δικτυακός τόπος: http://www.egyenlobanasmod.hu/

II.2.3. Το Ανεξάρτητο Συμβούλιο Καταγγελιών κατά της Αστυνομίας

1. Καθήκοντα και οργανωτική διάρθρωση

Το 2008 η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να θεσπίσει το Ανεξάρτητο Συμβούλιο Καταγγελιών κατά της Αστυνομίας (Független Rendészeti Panasztestület) με σκοπό τη δημιουργία ειδικού φορέα για τις καταγγελίες κατά των αστυνομικών διαδικασιών. Ο εν λόγω φορέας αποτελείται από μέλη που εκλέγονται από την Εθνοσυνέλευση για θητεία έξι ετών. Τα μέλη έχουν πτυχίο νομικής και δεν δεσμεύονται από υποδείξεις οποιουδήποτε, ενώ η βάση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου ορίζεται στη νομοθεσία.

Το νομικό πλαίσιο του έργου του Συμβουλίου διέπεται κατά κύριο λόγο από τον νόμο περί αστυνομίας. Σκοπός του Συμβουλίου είναι η διερεύνηση των διαδικασιών καταγγελιών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της αστυνομίας, ανεξάρτητα όμως από ιεραρχικές σχέσεις και από την οπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, οι λειτουργίες της αστυνομίας επανεξετάζονται από το Συμβούλιο βάσει συγκεκριμένων καταγγελιών για μεμονωμένες υποθέσεις και όχι γενικά και αφηρημένα.

2.  Εξουσίες και διαδικασία

Ποιος μπορεί να υποβάλει καταγγελία, πότε και πώς;

Καταγγελία μπορεί να υποβληθεί από κάθε πρόσωπο ανεξαρτήτως εθνικότητας:

  • σε βάρος του οποίου λήφθηκε ορισμένο αστυνομικό μέτρο ή που επηρεάζεται από αστυνομικό μέτρο,
  • ή για το οποίο η αστυνομία δεν έλαβε την απαιτούμενη δράση,
  • ή σε βάρος του οποίου λήφθηκε καταναγκαστικό αστυνομικό μέτρο και θεωρεί ότι αυτό οδήγησε σε περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.

Η καταγγελία μπορεί να υποβληθεί αυτοπροσώπως, διά πληρεξουσίου ή διά νομίμου αντιπροσώπου (σε περίπτωση ανηλίκου ή ανίκανου σε δικαιοπραξία προσώπου, διά του νομίμου αντιπροσώπου του). Τούτο πρέπει να γίνει μέσα σε 20 ημέρες από το αστυνομικό μέτρο, την παράλειψη δράσης ή το καταναγκαστικό μέτρο, ή σε περίπτωση που περιήλθε μεταγενέστερα στη γνώση του καταγγέλλοντος, μέσα σε 20 ημέρες από την ημερομηνία που περιήλθε σε γνώση του. Η καταγγελία μπορεί να υποβληθεί ταχυδρομικά (οπότε ο καταγγέλλων οφείλει να υπογράψει προσωπικά την καταγγελία), με φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μέσω του δικτυακού τόπου του Συμβουλίου, ή αυτοπροσώπως κατά τις εργάσιμες ώρες του Συμβουλίου (αφότου οριστεί ραντεβού τηλεφωνικά).

Εάν ο καταγγέλλων παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη κατάθεση της καταγγελίας από αντικειμενικούς λόγους, η καθυστέρηση μπορεί να δικαιολογηθεί σε περίπτωση που ο καταγγέλλων παρέχει δικαιολογητικά στοιχεία για την εκπρόθεσμη υποβολή (για παράδειγμα, μακρά νοσηλεία του σε νοσοκομείο).

Σε περίπτωση που έχει παρέλθει η προθεσμία των 20 ημερών αλλά δεν έχουν παρέλθει 30 ημέρες από το συμβάν (ή από τη γνώση αυτού), μπορεί να υποβληθεί αίτηση στον επικεφαλής του αστυνομικού οργάνου (αρχηγό της αστυνομίας ή αστυνομικό διευθυντή) του οποίου στελέχη έλαβαν τα μέτρα τα οποία αφορά η καταγγελία. Στις εν λόγω περιπτώσεις ο επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος θα διεξαγάγει τη διαδικασία της καταγγελίας.

Τι διερευνά το Συμβούλιο;

  • Τις υποχρεώσεις εκτέλεσης αστυνομικών καθηκόντων και υποδείξεων, τις παραβάσεις τέτοιων καθηκόντων και υποδείξεων ή τη μη εκτέλεση αυτών (ιδίως: υποχρεώσεις λήψης μέτρων, αναλογικότητα, προσδιορισιμότητα, υποχρέωση παροχής συνδρομής κ.ο.κ),
  • τα αστυνομικά μέτρα ή τη μη λήψη αυτών, τη νομιμότητά τους (ιδίως: έλεγχοι ταυτότητας, έρευνα ένδυσης, αποσκευών και οχημάτων, συλλήψεις, προσαγωγή για ανάκριση, αστυνομικές διαδικασίες για αλλοδαπούς, μέτρα που λαμβάνονται σε ιδιωτικές κατοικίες, μέτρα επιβολής κυκλοφοριακής νομοθεσίας κ.ο.κ),
  • τη χρήση και νομιμότητα των μηχανισμών καταναγκασμού (ιδίως: σωματικός καταναγκασμός, χειροπέδες, χρήση χημικών ουσιών, όπλα αναισθητοποίησης, κλομπ, οδοφράγματα, χρήση πυροβόλων όπλων, χρήση ομαδικών δυνάμεων, διάλυση πλήθους κ.ο.κ).

Πότε δεν επιτρέπεται στο Συμβούλιο να κινεί διαδικασία ή να διεξάγει έρευνα για την ουσία μιας υπόθεσης;

Καθώς δεν διαθέτει σχετική εξουσιοδότηση από τον νόμο, το Συμβούλιο δεν έχει την εξουσία και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται:

  • να αξιολογεί γενικά σχόλια, σχόλια με υποδείξεις βελτίωσης ή κριτικά σχόλια ή γνωστοποιήσεις δημοσίου συμφέροντος
  • να διερευνά ελάσσονα αδικήματα ή να μειώνει ή να ακυρώνει τυχόν διοικητικά πρόστιμα που έχουν επιβληθεί
  • να αξιολογεί τη νομιμότητα ενεργειών που έχουν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια ποινικών διαδικασιών
  • να επιδικάζει αποζημίωση
  • να στοιχειοθετεί ποινική, διοικητική ή πειθαρχική ευθύνη των αστυνομικών οργάνων που αναλαμβάνουν δράση
  • να εξετάζει τη νομιμότητα αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο διοικητικών ή ποινικών διαδικασιών.

Περαιτέρω, σε περίπτωση που η επίμαχη ενέργεια της αστυνομίας έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια άλλων διαδικασιών που ήταν σε εξέλιξη, για παράδειγμα ποινικών ή διοικητικών διαδικασιών, ο καταγγέλλων οφείλει να κάνει χρήση των διαθέσιμων ένδικων βοηθημάτων και να προβάλει τις αντιρρήσεις του στις εν λόγω διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, εκτός αν ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε η διαδικαστική πράξη (για παράδειγμα, ο τόνος της φωνής που χρησιμοποιήθηκε κατά την εξέταση μάρτυρα, ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη έρευνα σε οικία) αποτέλεσε αντικείμενο ένστασης από τον καταγγέλλοντα, οπότε το Συμβούλιο επίσης δικαιούται να διεξαγάγει την έρευνα.

Τι πρέπει να γνωρίζετε για τη διαδικασία

Προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεσή του, ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα να υποβάλει το αίτημά του είτε στον επικεφαλής της αστυνομικής αρχής που εφάρμοσε το μέτρο το οποίο αφορά η καταγγελία είτε στο Συμβούλιο. Επομένως, ο καταγγέλλων μπορεί να επιλέξει αν η καταγγελία θα διερευνηθεί από φορέα που εντάσσεται στην οργανωτική δομή της αστυνομίας (ο επικεφαλής του φορέα που εφάρμοσε το μέτρο) ή από ανεξάρτητο όργανο εκτός αστυνομίας (το Συμβούλιο). Ταυτόχρονα, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στον διαχωρισμό των δύο διαδικασιών και επιτρέπει τη διεξαγωγή μόνον μίας εκ των δύο κάθε φορά — ειδικότερα, αυτής που επιλέγει ο καταγγέλλων.

Περαιτέρω, το Συμβούλιο δικαιούται να πραγματοποιεί έρευνες για κάθε καταγγελία που υποβάλλεται ενώπιον της αστυνομίας, ενώ, σε περίπτωση που περιέλθει σε γνώση του υπόθεση στην οποία πληρούνται οι όροι της από μέρους του παρέμβασης, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα και την αστυνομική αρχή που χειρίζεται την υπόθεση αντίστοιχα. Μέσα σε οκτώ ημέρες από την παραλαβή της γνωστοποίησης, ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει από την αστυνομική αρχή την αξιολόγηση της καταγγελίας σε συνέχεια της έρευνας που διεξήγαγε το Συμβούλιο. Η αστυνομική αρχή που χειρίζεται την υπόθεση πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία ενώπιόν της μόλις λάβει τη γνωστοποίηση του Συμβουλίου. Η εν λόγω παραπομπή μπορεί να πραγματοποιηθεί με πρωτοβουλία του ίδιου του καταγγέλλοντος στο πλαίσιο της αστυνομικής διαδικασίας καταγγελίας και έως την έκδοση της τελικής διοικητικής απόφασης, εφόσον δε πληρούνται οι όροι της παραπομπής, η υπόθεση της καταγγελίας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του Συμβουλίου.

Όταν διερευνά την ουσία καταγγελίας, το Συμβούλιο εξετάζει αν τα αστυνομικά μέτρα που περιγράφονται στην καταγγελία εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες, αν ήταν αναγκαία, δικαιολογημένα και αναλογικά, και αν παραβίασαν θεμελιώδες δικαίωμα του καταγγέλλοντος.

Αν κατά τη διάρκεια της έρευνας διαπιστωθεί παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος, το Συμβούλιο πρέπει επίσης να αξιολογήσει πόσο σοβαρή είναι η εν λόγω παραβίαση εν όψει όλων των περιστάσεων της υπόθεσης. Εάν το Συμβούλιο καταλήξει ότι:

  • δεν υπήρξε παραβίαση (για παράδειγμα, επειδή ήταν νόμιμος ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος), ή ότι
  • η παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος δεν μπορεί να αποδειχθεί λόγω αντικρουόμενων ισχυρισμών που δεν μπορούν να διευκρινιστούν βάσει των διαθέσιμων εγγράφων, ή ότι
  • πράγματι έλαβε χώρα παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος αλλά ήταν ήσσονος σημασίας,

το Συμβούλιο προωθεί την αξιολόγησή του στον επικεφαλής της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ο οποίος αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία καταγγελιών, βάσει των επίσημων κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της αστυνομίας και λαμβανομένης υπόψη της νομικής θέσης που αναπτύσσεται στην αξιολόγηση του Συμβουλίου. Ο καταγγέλλων μπορεί να προσβάλει την εν λόγω απόφαση, περιλαμβανομένης της δυνατότητας άσκησης δικαστικής προσφυγής, σύμφωνα με τον νόμο για τους γενικούς κανόνες των διοικητικών διαδικασιών και υπηρεσιών. Ο καταγγέλλων μπορεί να προβάλει εκ των προτέρων αντιρρήσεις στην παραπομπή της διαδικασίας καταγγελίας από το Συμβούλιο στην αρμόδια αστυνομική αρχή, για παράδειγμα, σε περίπτωση που πιθανολογεί μεροληπτική σε βάρος του μεταχείριση ή επειδή φοβάται τις πιθανές συνέπειες. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο πρέπει να περατώσει τη διαδικασία διότι είναι αδύνατη η παραπομπή της εξαιτίας της αντίρρησης του καταγγέλλοντος.

Αν το Συμβούλιο διαπιστώσει σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, θα διαβιβάσει την αξιολόγησή του —ανάλογα με τον υπόψη φορέα— στον Γενικό Διοικητή της Εθνικής Αστυνομίας της Ουγγαρίας, τον γενικό διευθυντή του αρμόδιου οργάνου για την πρόληψη και τη διερεύνηση των εσωτερικών εγκληματικών ενεργειών ή στον γενικό διευθυντή της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, ο οποίος στη συνέχεια θα αποφασίσει επί της καταγγελίας βάσει των εφαρμοστέων κανόνων και λαμβανομένης υπόψη της νομικής θέσης που αναπτύσσεται στην αξιολόγηση του Συμβουλίου. Αν η απόφαση του οργάνου που χειρίζεται την υπόθεση διαφέρει από την αξιολόγηση του Συμβουλίου, πρέπει να προσδιορίζονται οι σχετικοί δικαιολογητικοί λόγοι. Εξάλλου, είναι επίσης δυνατή η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά αστυνομικής απόφασης που εκδόθηκε με αυτόν τον τρόπο. Στη σχετική δίκη είναι δυνατή η χρήση της αξιολόγησης του Συμβουλίου.

Περαιτέρω αναλυτικοί κανόνες για τις εργασίες του Συμβουλίου περιλαμβάνονται στον εσωτερικό κανονισμό του, ο οποίος δημοσιεύεται στον δικτυακό του τόπο.

3. Στοιχεία Επικοινωνίας

Ταχυδρομική διεύθυνση: H-1358 Budapest, Széchenyi rakpart 19.

Τηλ.: +36-1/441-6501
Φαξ: +36-1/441-6502

Ηλ. ταχυδρομείο: info@repate.hu
Δικτυακός τόπος: https://www.repate.hu/index.php?lang=hu

III. Λοιπά

III.1. Η εισαγγελία της Ουγγαρίας

1. Η οργανωτική διάρθρωση της εισαγγελίας

Η εισαγγελία της Ουγγαρίας είναι ανεξάρτητος συνταγματικός οργανισμός που υπόκειται αποκλειστικά στον νόμο.

Η εισαγγελία διευθύνεται και διοικείται από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος επιλέγεται από την Εθνοσυνέλευση μεταξύ των δημόσιων εισαγγελέων για θητεία εννέα ετών και ως εκ τούτου λογοδοτεί στο κοινοβούλιο βάσει του δημοσίου δικαίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας οφείλει να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση για το έργο της εισαγγελίας.

Τα όργανα της εισαγγελίας στην Ουγγαρία είναι:

α.      το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα

β.      τα δευτεροβάθμια κεντρικά εισαγγελικά γραφεία

γ.       τα κεντρικά εισαγγελικά γραφεία

δ.      τα επαρχιακά εισαγγελικά γραφεία

Επιτρέπεται η σύσταση ανεξάρτητου κεντρικού εισαγγελικού γραφείου ή εισαγγελικού γραφείου επαρχιακού επιπέδου για τη διεξαγωγή εισαγγελικών ερευνών και την εκτέλεση άλλων καθηκόντων της εισαγγελίας, όπου κρίνεται δικαιολογημένο.

Υπάρχουν πέντε δευτεροβάθμια κεντρικά εισαγγελικά γραφεία και είκοσι ένα (ένα μητροπολιτικό, δεκαεννέα κομητειακά και ένα κεντρικό ανακριτικό) κεντρικά εισαγγελικά γραφεία, τα οποία υπάγονται στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Η οργανωτική διάρθρωση των κεντρικών εισαγγελικών γραφείων —εξαιρουμένου του κεντρικού ανακριτικού εισαγγελικού γραφείου— διαιρείται επί της ουσίας σε δραστηριότητες που εμπίπτουν στο ποινικό και το δημόσιο δίκαιο.

Τα επαρχιακά και τα επαρχιακού επιπέδου εισαγγελικά γραφεία, τα οποία υπάγονται στο μητροπολιτικό και τα κομητειακά κεντρικά εισαγγελικά γραφεία, χειρίζονται υποθέσεις που δεν ανατίθενται σε άλλο εισαγγελικό όργανο βάσει νομοθεσίας ή εντολής του Γενικού Εισαγγελέα και εκτελούν καθήκοντα που αφορούν τις έρευνες της εισαγγελίας.

Ο επιστημονικός και ερευνητικός φορέας της εισαγγελίας, το Εθνικό Ίδρυμα Εγκληματολογίας (Országos Kriminológiai Intézet), αποτελεί μέρος της οργανωτικής δομής της εισαγγελίας, αλλά δεν αποτελεί εισαγγελικό όργανο. Έχει ως έργο την ανάπτυξη θεωριών και πρακτικών στην εγκληματολογική έρευνα, την εγκληματολογία και τις επιστήμες του ποινικού δικαίου.

2. Τα κύρια καθήκοντα της εισαγγελίας

Ο Γενικός Εισαγγελέας και η εισαγγελία είναι ανεξάρτητα όργανα και, υπό την ιδιότητα του δημόσιου κατήγορου που παρεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης, αποτελούν τον μοναδικό φορέα επιβολής του δικαιώματος της πολιτείας να τιμωρεί. Η εισαγγελία διώκει ποινικά αδικήματα, αναλαμβάνει δράση έναντι κάθε άλλης παράνομης ενέργειας και παράλειψης και προάγει την πρόληψη του εγκλήματος.

Ο Γενικός Εισαγγελέας και η εισαγγελία

α.      ασκούν δικαιώματα που συνδέονται με το ανακριτικό έργο, όπως αυτά ορίζονται από τη νομοθεσία

β.      ενεργούν ως δημόσιος κατήγορος σε δίκες

γ.       εποπτεύουν τη νόμιμη λειτουργία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων

δ.      ασκούν τις περαιτέρω εξουσίες και αρμοδιότητες που τους απονέμει η νομοθεσία υπό την ιδιότητά τους των προασπιστών του δημόσιου συμφέροντος.

Η εισαγγελία

α.      διερευνά υποθέσεις που προσδιορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (έρευνες εισαγγελίας)

β.      εποπτεύει τη νόμιμη διεξαγωγή των ανεξάρτητων ερευνών από ανακριτική αρχή (εποπτεία ερευνών)

γ.       ασκεί άλλα δικαιώματα που προσδιορίζονται από τη νομοθεσία ως προς τις έρευνες

δ.      ασκεί, ως δημόσιος κατήγορος, την εξουσία που ανατίθεται στις δημόσιες αρχές για απαγγελία κατηγοριών εκπροσωπεί την εισαγγελική αρχή σε δίκες και ασκεί τα δικαιώματα άσκησης ένδικων μέσων που παρέχονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

ε.       ασκεί νομική εποπτεία της συμμόρφωσης με ποινές, παρεπόμενες κυρώσεις, μέτρα, μέτρα καταναγκασμού για την αποστέρηση ή τον περιορισμό της ελευθερίας και παρακολουθητικά μέτρα, καθώς και της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία σχετικά με την τήρηση ποινικών αρχείων, διοικητικών αρχείων και αρχείων με τα πλέον καταζητούμενα πρόσωπα και τις αποφάσεις κεντρικού αποκλεισμού της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά δεδομένα επίσης, συμμετέχει σε διαδικασίες που διεξάγονται από τους δικαστές που επιβάλλουν ποινές

στ.   συμβάλλει στην ορθή εφαρμογή του νόμου σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων (συμμετοχή εισαγγελέα σε δίκες και σε διαδικασίες εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον πολιτικών, εργατικών, διοικητικών και οικονομικών δικαστηρίων)

ζ.       προάγει τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία των οργάνων που ενεργούν ως δημόσιες αρχές ή που διευθετούν εξωδικαστικές διαφορές

η.      ενεργεί με ιδιαίτερη προσοχή όταν ασκεί ποινική δίωξη για πράξεις που τελέστηκαν από παιδιά ή σε βάρος παιδιών και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην τήρηση των ειδικών κανόνων για τις διοικητικές και ποινικές διαδικασίες που στρέφονται κατά ανηλίκων συνεργάζεται για την επιβολή των δικαιωμάτων των παιδιών στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και κινεί διαδικασίες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία παιδιών

θ.      εκτελεί τα καθήκοντα που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες, και ιδίως όσα αφορούν την παροχή και τις αιτήσεις νομικής συνδρομής

ι.        επιτελεί τα καθήκοντα της Ουγγαρίας που άπτονται της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust)

ια.    παρέχει εκπροσώπηση σε αγωγές που κατατίθενται για αποζημίωση λόγω παραβιάσεων και ζημιών που προκλήθηκαν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της.

Για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, η εισαγγελία μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης του νόμου από όλους. Σε περίπτωση παραβίασης του νόμου, η εισαγγελία αναλαμβάνει δράση για τη διασφάλιση της νομιμότητας, στις περιπτώσεις και με τον τρόπο που ορίζεται στον νόμο. Εκτός αν άλλως προβλέπεται από τον νόμο, η εισαγγελία οφείλει να λαμβάνει μέτρα σε περίπτωση που όργανο το οποίο υποχρεούται να θέσει τέλος σε παραβίαση του νόμου δεν προβαίνει στις αναγκαίες συναφώς ενέργειες, παρότι υποχρεούται να το πράξει κατά τον Θεμελιώδη Νόμο, άλλο νόμο ή νομοθετική πράξη ή νομική πράξη της κρατικής διοίκησης, ή σε περίπτωση που απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων από τον εισαγγελέα για τον τερματισμό προσβολής δικαιώματος που απορρέει από παραβίαση του νόμου.

Οι μη ποινικές εξουσίες και αρμοδιότητες δημοσίου συμφέροντος που ανατίθενται στην εισαγγελία ως φορέα που συμμετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης ορίζονται σε ειδική νομοθεσία. Οι εισαγγελείς ασκούν τις εν λόγω εξουσίες πρωτίστως με την κίνηση δικαστικών διαδικασιών και διαδικασιών εκουσίας δικαιοδοσίας, καθώς και με την κίνηση διαδικασιών διοικητικών αρχών και με την άσκηση ένδικων μέσων.

3. Στοιχεία Επικοινωνίας

Γενικός Εισαγγελέας Dr. Péter Polt
Έδρα: 1055 Budapest, Markó u. 16.
Ταχυδρομική διεύθυνση: 1372 Budapest, Pf. 438.

Αριθμός τηλ.: +36-1354-5500

Ηλ. ταχυδρομείο: Info@mku.hu
Δικτυακός τόπος: http://mklu.hu/

III.2. Αρωγή θυμάτων

H Υπηρεσία Αρωγής Θυμάτων (Áldozatsegítő Szolgálat) παρέχει συνδρομή πρωτίστως σε θύματα που έχουν υποστεί βλάβη, ιδίως σωματική ή ψυχική (ψυχολογικό τραύμα, σοκ), ή έχουν υποστεί ζημία που απορρέει ευθέως από εγκληματική ενέργεια ή αδίκημα που στρέφεται κατά της περιουσίας. Το κράτος αξιολογεί τις ανάγκες των θυμάτων και τους παρέχει κατάλληλα προσαρμοσμένες υπηρεσίες.

1. Η διαδικασία

Οι υπηρεσίες αρωγής θυμάτων παρέχονται από εξειδικευμένες οργανωτικές μονάδες μητροπολιτικών (κομητειακών) κρατικών οργανισμών. Τα θύματα μπορούν να ζητήσουν τη συνδρομή οποιασδήποτε υπηρεσίας αρωγής θυμάτων κατά τη διεκδίκηση των αξιώσεών τους και μπορούν να υποβάλουν την αίτησή τους για άμεση οικονομική συνδρομή, πιστοποίηση του καθεστώτος τους ως θυμάτων και αποζημίωση σε οποιαδήποτε υπηρεσία αρωγής θυμάτων (PDF).

Οι αιτήσεις για άμεση οικονομική συνδρομή, πιστοποίηση του καθεστώτος θύματος ή αποζημίωση πρέπει να υποβάλλονται με χρήση των σχετικών εντύπων (έντυπο αίτησης, Αίτηση πιστοποίησης του καθεστώτος θύματος). Η υπηρεσία αρωγής θυμάτων παρέχει συνδρομή στη συμπλήρωση των εντύπων.

Οι διαδικασίες αρωγής θυμάτων παρέχονται δωρεάν.

Οι αιτήσεις για άμεση οικονομική συνδρομή μπορούν να υποβληθούν μέσα σε πέντε ημέρες από το έγκλημα ή το αδίκημα κατά της περιουσίας. Οι αιτήσεις αποζημίωσης μπορούν να υποβληθούν μέσα σε τρεις μήνες από την τέλεση της αξιόποινης πράξης, με τις εξαιρέσεις του νόμου περί αρωγής των θυμάτων εγκλημάτων και κρατικής αποζημίωσης.

Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των υπηρεσιών αρωγής θυμάτων πρέπει να υποβληθούν μέσα σε 15 ημέρες στην υπηρεσία αρωγής θυμάτων, αλλά να απευθύνονται στο Γραφείο Δικαιοσύνης.

2. Υπηρεσίες

Σύμφωνα με τον νόμο, οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι:

  • συνδρομή στην έγερση αξιώσεων: η υπηρεσία αρωγής θυμάτων βοηθά τα θύματα, με τον ενδεδειγμένο τρόπο και στο μέτρο που απαιτείται βάσει των αναγκών τους, να ασκήσουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, με την έννοια της παροχής συμβουλών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στις ποινικές και διοικητικές διαδικασίες, τους όρους πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και ασφάλιση, τις κοινωνικές παροχές και τα λοιπά κρατικά βοηθήματα, καθώς και της παροχής πληροφοριών, νομικών συμβουλών, ψυχολογικής υποστήριξης και άλλης πρακτικής συνδρομής στο εν λόγω πλαίσιο
  • άμεση οικονομική συνδρομή: μπορεί να χορηγηθεί στο πλαίσιο ποινικής δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη, ανέρχεται έως το ποσό που ορίζεται συναφώς στον νόμο και προορίζεται για την κάλυψη εξόδων στέγασης, ένδυσης, μετακίνησης και διατροφής, καθώς και ιατρικών εξόδων και εξόδων κηδείας, αν το θύμα δεν είναι σε θέση να καλύψει τα εν λόγω έξοδα εξαιτίας εγκληματικής ενέργειας ή αδικήματος που στρέφεται κατά της περιουσίας
  • πιστοποίηση του καθεστώτος θύματος: στη διάρκεια ποινικής δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη, η υπηρεσία αρωγής θυμάτων πιστοποιεί το καθεστώς του οικείου προσώπου ως θύματος, με επίσημο πιστοποιητικό το οποίο εκδίδεται βάσει αστυνομικών εγγράφων το θύμα μπορεί να χρησιμοποιήσει το πιστοποιητικό για διοικητικές και λοιπές διαδικασίες, όπως για την έκδοση εγγράφων, τη χορήγηση πρόσβασης σε νομική συνδρομή κ.λπ.
  • συνδρομή μαρτύρων: οι μάρτυρες που καλούνται σε ακρόαση ενώπιον δικαστηρίου μπορούν να προσφεύγουν στον δικαστικό υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την παροχή συνδρομής στους μάρτυρες για να λάβουν σχετική συμβουλευτική υποστήριξη ο εν λόγω υπάλληλος παρέχει καθοδήγηση στους μάρτυρες, όπως ορίζεται στην οικεία νομοθεσία, σχετικά με τη μαρτυρική κατάθεσή τους, προκειμένου να διευκολύνει την παράστασή τους στο δικαστήριο
  • παροχή ασφαλών κατοικιών: το κράτος παρέχει τις αναγκαίες ασφαλείς κατοικίες σε πρόσωπα με ουγγρική ιθαγένεια ή πρόσωπα με δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης και διαμονής στην Ουγγαρία τα οποία έχουν ταυτοποιηθεί ως θύματα εμπορίας ανθρώπων, ανεξάρτητα από την έναρξη ποινικής διαδικασίας
  • κρατική αποζημίωση: οι συγγενείς προσώπου που έχει σκοτωθεί σε βίαιο έγκλημα κατά προσώπου ή πρόσωπο που έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό κατά τη διάρκεια τέτοιου εγκλήματος μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση από το κράτος με τη μορφή εφάπαξ πληρωμής ή μηνιαίου επιδόματος σε περίπτωση που τελούν σε ανάγκη κατά την έννοια του νόμου.

3. Στοιχεία Επικοινωνίας

24/7 Γραμμή Αρωγής Θυμάτων προσβάσιμη δωρεάν από δίκτυα της Ουγγαρίας:

+36 (1) 80 225 225

Υπηρεσίες Αρωγής Θυμάτων

Περαιτέρω αναλυτικές πληροφορίες για την αρωγή θυμάτων.

III.3. Νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας)

Σύμφωνα με τον νόμο για τη νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας), πρωταρχικός στόχος της Υπηρεσίας Νομικής Συνδρομής (Jogi Segítségnyújtó Szolgálat) είναι η παροχή επαγγελματικής νομικής συνδρομής σε πρόσωπα με κοινωνικές ανάγκες για την άσκηση των δικαιωμάτων τους και την επίλυση των νομικών διαφορών τους — μέσα σε συγκεκριμένα όρια και με συγκεκριμένη μορφή.

1. Η διαδικασία

Αίτηση για παροχή νομικής συνδρομής μπορεί να υποβληθεί ιδιοχείρως ή ταχυδρομικά (Νομική συνδρομή – στοιχεία επικοινωνίας) στην οργανωτική μονάδα («περιφερειακό γραφείο») που είναι αρμόδια για την παροχή νομικής συνδρομής στο αρμόδιο κομητειακό (μητροπολιτικό) κρατικό γραφείο του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του αιτούντος, ή, ελλείψει τέτοιου, του τόπου της διεύθυνσης αλληλογραφίας ή του τόπου εργασίας του, με τη συμπλήρωση και υπογραφή σχετικού εντύπου (http://igazsagugyihivatal.gov.hu/dokumentumok-jogi-segitsegnyujtas) και την επισύναψη των αναγκαίων συναφώς εγγράφων. Η αίτηση υποβάλλεται δωρεάν.

Μετά την έκδοση της (τελικής) απόφασης έγκρισης από το περιφερειακό γραφείο, ο αιτών μπορεί να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες κάθε συμμετέχοντος δικηγόρου (δικηγόροι, δικηγορικές εταιρίες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών) από τον κατάλογο των συμμετεχόντων δικηγόρων που τηρείται από το Γραφείο Δικαιοσύνης (http://www.kimisz.gov.hu/alaptev/nepugyvedje/nevjegyzek).

Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Νομικής Συνδρομής πρέπει να υποβληθούν μέσα σε 15 ημέρες ενώπιον του περιφερειακού γραφείου, αλλά να απευθύνονται στο Γραφείο Δικαιοσύνης.

2. Οι βασικές μορφές νομικής συνδρομής

Α) Αρωγή σε εξωδικαστικές διαδικασίες

  • αν δεν έχουν ήδη κινηθεί δικαστικές διαδικασίες για την επίλυση διαφοράς,
  • παροχή συμβουλής και/ή σύνταξη εγγράφων,
  • δεν παρέχει δικαίωμα εκπροσώπησης ο δικηγόρος που παρέχει νομική συνδρομή δεν μπορεί να ενεργήσει για λογαριασμό ή αντί του πελάτη.

Β) Αρωγή σε δικαστικές διαδικασίες

  • σε περίπτωση δίκης σε εξέλιξη,
  • εκπροσωπεί τον πελάτη,
  • δεν μπορεί να παρασχεθεί στο πρόσωπο που διέπραξε την εγκληματική ενέργεια ή το αδίκημα,
  • στο θύμα μπορεί να παρασχεθεί νομικός εκπρόσωπος από τα στάδια της ανάκρισης και της ποινικής δίωξης στο πλαίσιο ποινικής δίκης.

Γ) Σε απλές περιπτώσεις, η Υπηρεσία παρέχει συνοπτικές, προφορικές συμβουλές χωρίς έλεγχο των πόρων του διαδίκου.

3. Προϋποθέσεις του δικαιώματος

Α) Στις διαδικασίες ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων και στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας:

  • Το κράτος καλύπτει τα έξοδα του δικηγόρου που παρέχει τη νομική συνδρομή / νομικού εκπροσώπου ή προκαταβάλλει τα έξοδα για νομικές υπηρεσίες για ένα έτος σε περίπτωση που το εισόδημα και η περιουσιακή κατάσταση του δικαιούχου πληρούν τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος.
  • Το κράτος προκαταβάλλει τα έξοδα για νομικές υπηρεσίες για κάθε πρόσωπο το οποίο έχει χαρακτηριστεί με ατομική διαδικασία της Υπηρεσίας Αρωγής Θυμάτων ως θύμα εγκληματικής ενέργειας και το οποίο πληροί τις εισοδηματικές και περιουσιακές προϋποθέσεις που ορίζονται από τον νόμο.

B) Στις ποινικές διαδικασίες:

  • Το κράτος προκαταβάλλει τα έξοδα του δικηγόρου που παρέχει τη νομική συνδρομή / νομικού εκπροσώπου για ένα έτος σε περίπτωση που το εισόδημα και η περιουσιακή κατάσταση του δικαιούχου πληρούν τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος.
  • Το κράτος προκαταβάλλει τα έξοδα για νομικές υπηρεσίες για κάθε πρόσωπο το οποίο έχει χαρακτηριστεί με ατομική διαδικασία της Υπηρεσίας Αρωγής Θυμάτων ως θύμα εγκληματικής ενέργειας και το οποίο πληροί τις εισοδηματικές και περιουσιακές προϋποθέσεις που ορίζονται από τον νόμο.

Γ) Κοινοί κανόνες

Οι αιτούντες νομική συνδρομή πρέπει να υποβάλουν αποδεικτικά στοιχεία του εισοδήματός τους και του εισοδήματος των συνοίκων τους υπό τη μορφή των εγγράφων που προσδιορίζονται στον νόμο για τη νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας).

Ο εν λόγω νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να παρασχεθεί αρωγή, όπως στη σύνταξη συμβολαίων, εκτός αν τα μέρη που συνάπτουν το συμβόλαιο αιτούνται την αρωγή από κοινού και πληρούνται όλες οι συναφείς προϋποθέσεις, ή για τελωνειακές υποθέσεις κ.ο.κ.

4. Στοιχεία Επικοινωνίας

Περιφερειακά γραφεία:

Περαιτέρω αναλυτικές πληροφορίες για τη νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 22/01/2018

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.