Εναγόμενοι (ποινική διαδικασία)

Κύπρος

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Κύπρος

A. Που θα διεξαχθεί η δίκη

Εάν η ποινική υπόθεση αφορά αδίκημα ή αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη, Η δίκη διεξάγεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο (μονομελής σύνθεση). Σημειώνεται ότι με γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα το Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται να εκδικάσει ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκιση πέραν των 5 ετών.

Η δίκη εκδικάζεται από το Κακουργιοδικείο (τριμελής σύνθεση) εάν το ποινικό αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέραν των 5 ετών.

B. Μπορεί να αλλάξει το κατηγορητήριο? Εάν ναι, τι δικαιώματα έχω όσον αφορά την πρόσβαση σε σχετικές πληροφορείς.

Το κατηγορητήριο μπορεί να τροποποιηθεί κατά την έναρξη ή τη διάρκεια της δίκης Τα άρθρα 83, 84 και 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπουν για τη διαδικασία για τροποποίηση του κατηγορητήριου και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

83.-(1) Όταν, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης φαίνεται στο Δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είτε με τροποποίησή του ή με υποκατάστασή του ή με προσθήκη σε αυτό νέας κατηγορίας ως το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης.

(2) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται με τον τρόπο αυτό, το διάταγμα για τη μεταβολή σημειώνεται πάνω στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, και αυτά χρησιμοποιούνται για το σκοπό κάθε συναφούς διαδικασίας ωσάν να είχανκαταχωριστεί με τη μορφή που έχει μεταβληθεί.

84.-(1) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 83, το Δικαστήριο καλεί αμέσως τον κατηγορούμενο να απολογηθεί σε αυτό και να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ως έχει μεταβληθεί.

(2) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι δεν είναι έτοιμος, το Δικαστήριο εξετάζει τους προβαλλόμενους λόγους και, αν η άμεση συνέχιση της διαδικασίας δεν ενδέχεται κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του ή τον κατήγορο στο χειρισμό της υπόθεσης από αυτόν, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει τη δίκη ωσάν, το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί, να ήταν το αρχικό.

(3) Αν το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί είναι τέτοιο ώστε η άμεση συνέχιση της δίκης να ενδέχεται, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει, δυσμενώς τον κατηγορούμενο ή τον κατήγορο, το Δικαστήριο δύναται είτε να διατάξει νέα δίκη είτε να αναβάλει τη δίκη για τέτοια χρονική περίοδο ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αναγκαία.

(4) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται από το Δικαστήριο μετά την έναρξη της δίκης η μαρτυρία που έχει ήδη δοθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, δύναται να χρησιμοποιηθεί χωρίς επανακρόαση αλλά επιτρέπεται στους διαδίκους να επανακαλέσουν ή επανακλητεύσουν οποιοδήποτε μάρτυρα ο οποίος είναι δυνατό να εξετάστηκε και να εξετάσουν ή αντεξετάσουν αυτόν αναφορικά με την εν λόγω μεταβολή.

85.-(1) Αν μέρος μόνο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο αποδεικνύεται και το μέρος που αποδείχτηκε συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε.

(2) Αν πρόσωπο κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, αυτό δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για απόπειρα διάπραξης του εν λόγω ποινικού αδικήματος.

(3) Αν πρόσωπο αποδεικνύεται ότι τέλεσε οποιαδήποτε πράξη με σκοπό να διαπράξει το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και αν η τέλεση της πράξης με τέτοια πρόθεση συνιστά ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται, αν ακόμη δεν του προσάφθηκε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω, να καταδικαστεί για αυτό, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο.

(4) Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειτο σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπισή του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.

Γ. Ποια είναι τα δικαιώματά μου κατά τη διάρκεια της δικαστικής παράστασης;

i. Υποχρεούμαι να παρίσταμαι στο δικαστήριο; Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορώ να απουσιάσω από την εκδίκαση δικαστικής υπόθεσης

Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορουμένου κατά τη δίκη διασφαλίζεται από τις διατάξεις των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και από τις πρόνοιες του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο κατηγορούμενος εχει και υποχρέωση να παρίσταται κατά τη δίκη του εκτός εάν η απουσία του εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα Αρθρ 45(1) και 63(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155

Άρθρο 45(1)

Νοείται ότι Δικαστής ή, σε τέτοιες κατηγορίες ποινικών αδικημάτων όπως o πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου δύναται να ορίσει με γενική διαταγή, Πρωτοκολλητής, δύναται με ειδική διαταγή στην κλήση να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως, και

(α) να επιτρέψει σε αυτόν να εμφανιστεί ναι απαντήσει στην κατηγορία με δικηγόρο οπότε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει με αυτό τον τρόπο:

Νοείται ότι, όταν ο κατηγορούμενος κατηγορείται μόνο υπό την ιδιότητα του διευθυντή ή του γραμματέα της εταιρείας και δεν κατηγορείται ο ίδιος προσωπικά για οποιοδήποτε αδίκημα, δεν υποχρεούται να παρίσταται αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο είτε για να απαντήσει στην κατηγορία είτε σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της υπόθεσης, με εξαίρεση το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, αλλά δικαιούται να εκπροσωπείται από συνήγορο

(β) να επιτρέψει σε αυτόν, αν αυτός επιθυμεί να ομολογήσει ενοχή, να αποστείλει στο Δικαστήριο την απάντηση αυτή κανονικά βεβαιωμένη και σφραγισμένη από πρωτοκολλητή ή Λοχία ή Αξιωματικό ή Ανώτερο Αξιωματικό της Αστυνομίας, δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου ή πιστοποιούντα υπάλληλο δυνάμει του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου ή από δικηγόρο δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου ο οποίος χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό την προσωπική του σφραγίδα στην οποία φαίνεται καθαρά το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνσή του, ή από κοινοτάρχη, μαζί με την κλήση αναφορικά με την οποία δίνεται η απάντηση, οπότε στην περίπτωση αυτή η απάντηση θεωρείται ως ομολογία ενοχής για τους σκοπούς της διαδικασίας

63.-(1) Ο κατηγορούμενος δικαιούται να είναι παρών στο Δικαστήριο καθόλη τη διάρκεια της δίκης εφόσον συμπεριφέρεται ευπρεπώς.

(2) Αν ο κατηγορούμενος δεν συμπεριφέρεται ευπρεπώς, το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος μεταφερθεί και παραμείνει υπό κράτηση και να συνεχίσει τη δίκη στην απουσία του προβαίνοντας σε

τέτοιες διευθετήσεις οι οποίες κατά την κρίση του φαίνονται επαρκείς για την ενημέρωση του κατηγορούμενου για όσα ανταλλάχτηκαν κατά τη δίκη και για την προετοιμασία της υπεράσπισής του.

(3) Το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό κατάλληλο, να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να παραμένει εκτός του Δικαστηρίου καθόλη τη διάρκεια ή μέρος της δίκης, με τέτοιους όρους ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.

Η νομολογία εχει αναγνωρίσει ότι η δίκη μπορεί να διεξαχθεί στην απουσία των κατηγορουμένων εάν εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης.

ii. Τι δικαιώματα έχω όσον αφορά την πρόσβαση σε διερμηνέα και μεταφρασμένα έγγραφα;

Το δικαίωμα σε διερμηνεία διασφαλίζεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και με τον περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμος του 2014 (18(I)/2014). Περαιτέρω, δικαίωμα σε διερμηνεία παρέχεται από τα άρθρα 65 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ155,

Το άρθρο 12. 5 (α) και (ε) του συντάγματος προβλέπει

Πας κατηγορούμενος δι’ αδίκημα τι έχει τα ακόλουθα Κατ’ ελάχιστον όρον δικαιώματα:

(α) να πληροφορηθή εις καταληπτήν υπ' αυτού γλώσσαν αμέσως και λεπτομερώς την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας

(ε) να έχη δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, Εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοήση ή να ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν.

Το δε άρθρο 30 (3) του Συντάγματος προνοεί ότι, έκαστος έχει δικαίωμα να έχει δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοή ή ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν.

Ο Περί Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμος του 2014 (18(I)/2014) προνοεί

Δικαίωμα σε Διερμηνεία

4.-(1) Η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει διερμηνεία, χωρίς καθυστέρηση, σε ύποπτο ή κατηγορούμενο που δεν ομιλεί ή/και δεν κατανοεί τη γλώσσα στην οποία διεξάγεται η ποινική διαδικασία, κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών ή/και δικαστικών αρχών, περιλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, όλων των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου και των τυχόν αναγκαίων ενδιάμεσων ακροάσεων.

(2) Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά το άρθρο 11 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, παρέχει διερμηνεία χωρίς καθυστέρηση, σε εκζητούμενο ο όποιος δεν ομιλεί ή/και δεν κατανοεί τη γλώσσα στην οποία διεξάγεται η εν λόγω διαδικασία.

(3) Εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ αφενός του υπόπτου, κατηγορουμένου ή/και εκζητούμενου και αφετέρου του δικηγόρου του, όταν αυτή σχετίζεται άμεσα με ανακρίσεις ή/και ακροάσεις στη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ή/και της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή/και με την άσκηση έφεσης ή/και με την υποβολή άλλων δικονομικών αιτημάτων, περιλαμβανομένου του αιτήματος για εγγυοδοσία.

(4) Η διερμηνεία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο -

(α) παρέχεται στη μητρική γλώσσα του υπόπτου, του κατηγορούμενου ή του εκζητουμένου ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα αυτός ομιλεί ή/και καταλαβαίνει, και

(β) περιλαμβάνει προσήκουσα συνδρομή, όπως τη χρήση της νοηματικής γλώσσας, αναφορικά με ύποπτο, κατηγορούμενο ή εκζητούμενο, με πρόβλημα ακοής ή/και ομιλίας.

(5) Η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή εξακριβώνει, με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει σκόπιμο, κατά πόσο ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο εκζητούμενος ομιλεί και κατανοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και κατά πόσο το εν λόγω πρόσωπο χρειάζεται τη συνδρομή διερμηνέα.

(6) Η διερμηνεία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο έχει επαρκή ποιότητα ώστε να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδίως διασφαλίζοντας ότι ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο εκζητούμενος αντιλαμβάνεται την υπόθεση εναντίον του ούτως ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του. Προς το σκοπό αυτό, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις ιδιομορφίες της επικοινωνίας με συνδρομή διερμηνέα.

(7) Όταν παρίσταται ανάγκη, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή δύναται να παρέχει διερμηνεία μέσω χρήσης τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως της τηλεδιάσκεψης, του τηλεφώνου ή/και του διαδικτύου, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα είναι απαραίτητη για διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.

(8) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (5), δύναται να καθοριστεί με κανονισμούς η διαδικασία ή ο μηχανισμός για την εξακρίβωση του κατά πόσο ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο εκζητούμενος ομιλεί και κατανοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

Δικαίωμα μετάφρασης

5.-(1) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο που δεν κατανοεί τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας, γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν -

(α) σε κάθε περίπτωση, το ένταλμα σύλληψης ή/και κράτησης, το κατηγορητήριο και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση και διάταγμα εντός της διαδικασίας, και

(β) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο κρίνεται ως ουσιώδες από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αιτιολογημένο αίτημα του υπόπτου ή κατηγορούμενου ή του δικηγόρου του υπόπτου ή κατηγορούμενου.

(3) Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να παρέχουν μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγράφων τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση, εκ μέρους του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, της εναντίον του υπόθεσης.

(4) Προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, κατά τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στον εκζητούμενο που δεν κατανοεί τη γλώσσα στην οποία συντάχθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή στην οποία μεταφράστηκε από το κράτος μέλος που το εξέδωσε, γραπτή μετάφραση του εν λόγω εγγράφου.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (4), η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή δύναται να παρέχει, αντί γραπτής μετάφρασης, προφορική μετάφραση ή/και προφορική σύνοψη ουσιωδών εγγράφων, υπό τον όρο ότι αυτή η προφορική μετάφραση ή/και προφορική σύνοψη δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

(6) Ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο εκζητούμενος δικαιούται να παραιτηθεί από τη γραπτή ή/και προφορική μετάφραση ή/και προφορική σύνοψη, που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή ικανοποιείται ότι -

(α) το εν λόγω πρόσωπο έχει προηγουμένως συμβουλευτεί δικηγόρο ή/και έχει με άλλο τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών τέτοιας παραίτησης, και

(β) η παραίτηση είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.

(7) Η κατά το παρόν άρθρο γραπτή ή/και προφορική μετάφραση ή/και προφορική σύνοψη παρέχεται στη μητρική γλώσσα του υπόπτου, του κατηγορουμένου ή του εκζητουμένου ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα αυτός ομιλεί ή/και καταλαβαίνει.

(8) Η κατά το παρόν άρθρο παρεχόμενη γραπτή ή/και προφορική μετάφραση ή/και προφορική σύνοψη έχει επαρκή ποιότητα ώστε να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδίως διασφαλίζοντας ότι ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο εκζητούμενος γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του.

To Αρθρ 65- (1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προβλέπει ότι

Όταν μαρτυρία δίνεται σε γλώσσα μη κατανοητή από τον κατηγορούμενο και αυτός είναι παρών, αυτή διερμηνεύεται σε αυτόν σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν:

Νοείται ότι όταν αυτός υπερασπίζεται από δικηγόρο η διερμηνεία δύναται, με τη συναίνεση του δικηγόρου και την έγκριση του Δικαστηρίου, να παραλειφθεί.

(2) Όταν καταθέτονται έγγραφα για σκοπούς τυπικής απόδειξης, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η διερμηνεία τόσου μέρους αυτών όπως φαίνεται αναγκαίο.

iii. Δικαιούμαι να έχω δικηγόρο;

Σύμφωνα με το άρθρο 12¨του Συντάγματος

Πας κατηγορούμενος δι’ αδίκημα τι έχει τα ακόλουθα Κατ’ ελάχιστον όρον δικαιώματα:

(γ) να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης

Το άρθρο 30 (3) του Συντάγματος προβλέπει επίσης ότι:

Έκαστος έχει το δικαίωμα:

(δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και vα έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει.

Επίσης σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμος, Ν. 165(Ι)/2002, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει, κατά την ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να έχει δικηγόρο της δικής του επιλογής και δωρεάν νομική αρωγή.

ιν. Ποια άλλα δικονομικά δικαιώματα μου θα πρέπει να γνωρίζω; (πχ εμφάνιση υπόπτων ενώπιον του δικαστηρίου)

Εμφάνιση κατηγορούμενου ενώπιον Δικαστηρίου

Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος, ο οποίος παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψή του.

Νοείται ότι Δικαστής ή, σε τέτοιες κατηγορίες ποινικών αδικημάτων όπως o πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου δύναται να ορίσει με γενική διαταγή, Πρωτοκολλητής, δύναται με ειδική διαταγή στην κλήση να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως, και

(α) να επιτρέψει σε αυτόν να εμφανιστεί ναι απαντήσει στην κατηγορία με δικηγόρο οπότε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει με αυτό τον τρόπο

(β) να επιτρέψει σε αυτόν, αν αυτός επιθυμεί να ομολογήσει ενοχή, να αποστείλει στο Δικαστήριο την απάντηση αυτή κανονικά βεβαιωμένη και σφραγισμένη από πρωτοκολλητή ή Λοχία ή Αξιωματικό ή Ανώτερο Αξιωματικό της Αστυνομίας, δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου ή πιστοποιούντα υπάλληλο δυνάμει του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου ή από δικηγόρο δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου ο οποίος χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό την προσωπική του σφραγίδα στην οποία φαίνεται καθαρά το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνσή του, ή από κοινοτάρχη, μαζί με την κλήση αναφορικά με την οποία δίνεται η απάντηση, οπότε στην περίπτωση αυτή η απάντηση θεωρείται ως ομολογία ενοχής για τους σκοπούς της διαδικασίας

Νοείται ότι, όταν ο κατηγορούμενος κατηγορείται μόνο υπό την ιδιότητα του διευθυντή ή του γραμματέα της εταιρείας και δεν κατηγορείται ο ίδιος προσωπικά για οποιοδήποτε αδίκημα, δεν υποχρεούται να παρίσταται αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο είτε για να απαντήσει στην κατηγορία είτε σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της υπόθεσης, με εξαίρεση το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, αλλά δικαιούται να εκπροσωπείται από συνήγορο.

Απάντηση στο Κατηγορητήριο

Όταν ο κατηγορούμενος κληθεί να απαντήσει, αυτός δύναται να ομολογήσει ή όχι ενοχή ή να κάμει οποιαδήποτε ειδική απολογία και η απάντησή του καταχωρείται από το Δικαστήριο.

Η ειδική απολογία περιλαμβάνει τις πιο κάτω δηλώσεις:

(α) ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός καλείται να απαντήσει δεν έχει δικαιοδοσία και ότι άλλο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με αυτόν ή για το ποινικό αδίκημα για το οποίο αυτός κατηγορείται, και, αν ο ισχυρισμός γίνει αποδεκτός, το Δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση για να εκδικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας το οποίο έχει δικαιοδοσία για τον υπαίτιο ή για το ποινικό αδίκημα

(β) ότι έχει προηγουμένως καταδικαστεί ή αθωωθεί ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των ιδίων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα

(γ) ότι έτυχε χάριτος για το ποινικό του αδίκημα

Αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν αποδεικνύουν τον ισχυρισμό, ή ότι ο ισχυρισμός είναι πράγματι ψευδής, ο κατηγορούμενος υποχρεώνεται να απαντήσει στο κατηγορητήριο.

Αν ο κατηγορούμενος ομολογήσει ενοχή και το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι αυτός αντιλήφθηκε το χαρακτήρα της απάντησής του, αυτό προχωρεί ωσάν ο κατηγορούμενος να είχε καταδικαστεί με απόφαση του Δικαστηρίου.

Αν ο κατηγορούμενος δεν ομολογεί ενοχή, το Δικαστήριο προχωρεί στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Αν ο κατηγορούμενος αρνείται, ή δεν απαντά αμέσως ή λόγω σωματικής αναπηρίας είναι ανίκανος να απαντήσει, το Δικαστήριο προχωρεί με τον ίδιο τρόπο ωσάν αυτός δεν ομολόγησε ενοχή.

Δ. Ενδεχόμενες ποινές

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδικάζει συνοπτικά αδικήματα που τιμωρούνται στο νόμο με ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα τα 5 έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 85. 000 ευρώ ή και τα δυο μαζί.

Το Κακουργιοδικείο εκδικάζει ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινές φυλάκισης πέραν των 5 ετών.

Τελευταία επικαιροποίηση: 11/03/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.