Κληρονομική διαδοχή

Βουλγαρία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

 

Το δελτίο αυτό εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Συμβούλιο των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων της ΕΕ (CNUE).

 

1 Πως συντάσσεται η διάταξη τελευταίας βουλήσεως (διαθήκη, συνδιαθήκη, κληρονομική σύμβαση);

Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και είναι πνευματικά υγιές έχει δικαίωμα να ορίζει τη διάθεση της περιουσίας του μετά τον θάνατό του, συντάσσοντας διαθήκη.

O διαθέτης μπορεί να διαθέσει ολόκληρη την περιουσία του με διαθήκη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βουλγαρικού δικαίου είναι ότι προστατεύει σε κάθε περίπτωση τη νόμιμη μοίρα στην περιουσία του κληρονομούμενου εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου από τις διατάξεις τελευταίας βούλησης, και επομένως οι διατάξεις τελευταίας βούλησης αφορούν μόνον το διανεμητέο μερίδιο της εν λόγω περιουσίας.

Με διάταξη τελευταίας βούλησης ο διαθέτης μπορεί να διαθέσει ολόκληρη την περιουσία του, μέρος αυτής ή συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο.

Οι διατάξεις τελευταίας βούλησης μπορούν να τεθούν υπό όρους.

Ο νόμος περί κληρονομικής διαδοχής (Zakon za nasledstvoto) επιβάλλει τη σύνταξη των διαθηκών με καθορισμένο τύπο, με αποτέλεσμα οι πράξεις που παρεκκλίνουν από αυτόν να είναι άκυρες.

Επισημαίνεται ότι το βουλγαρικό δίκαιο απαγορεύει τη σύνταξη διαθήκης από περισσότερα πρόσωπα με την ίδια πράξη, ανεξάρτητα από το αν αυτή συντάσσεται προς αμοιβαίο όφελος ή προς όφελος τρίτου.

Ο νόμος προβλέπει δύο είδη διαθηκών: ιδιόγραφη ή συμβολαιογραφική.

Η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να έχει συνταχθεί στο σύνολό της από τον διαθέτη ιδιοχείρως. Πρέπει επίσης να φέρει ημερομηνία και την υπογραφή του διαθέτη. Η υπογραφή του διαθέτη πρέπει να τίθεται κάτω από τις διατάξεις τελευταίας βούλησης. Η διαθήκη μπορεί να εγχειριστεί σε συμβολαιογράφο προς φύλαξη, σε σφραγισμένο φάκελο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη παρακαταθήκης επί του φακέλου. Η πράξη αυτή υπογράφεται από τον διαθέτη και τον συμβολαιογράφο και καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο.

Η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να εγχειριστεί σε συμβολαιογράφο ή να παραδοθεί σε άλλο πρόσωπο, το οποίο πρέπει να επιμεληθεί τη δημοσίευσή της από συμβολαιογράφο αμέσως μόλις πληροφορηθεί τον θάνατο του διαθέτη.

Εάν αυτός δεν το πράξει, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το τοπικό δικαστήριο του τόπου διαδοχής να τάξει προθεσμία για την υποβολή της διαθήκης σε συμβολαιογράφο προς δημοσίευση.

Ο συμβολαιογράφος δημοσιεύει τη διαθήκη καταρτίζοντας δήλωση η οποία περιέχει περιγραφή του είδους της διαθήκης και σημειώνει την αποσφράγισή της. Η σχετική δήλωση υπογράφεται από το πρόσωπο το οποίο εγχειρίζει τη διαθήκη και από τον συμβολαιογράφο. Το έγγραφο της διαθήκης επισυνάπτεται στη δήλωση και μονογράφεται σε κάθε σελίδα από τα ανωτέρω πρόσωπα.

Η συμβολαιογραφική διαθήκη καταρτίζεται από τον συμβολαιογράφο ενώπιον δύο μαρτύρων.

Ο διαθέτης διατυπώνει προφορικά τους όρους της διαθήκης στον συμβολαιογράφο και εκείνος τους καταγράφει όπως διατυπώνονται από τον διαθέτη και εν συνεχεία τους διαβάζει στον τελευταίο ενώπιον δύο μαρτύρων. Ο συμβολαιογράφος σημειώνει την τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων στη διαθήκη, προσδιορίζοντας επίσης τον τόπο και την ημερομηνία της διαθήκης. Εν συνεχεία η διαθήκη υπογράφεται από τον διαθέτη, τους μάρτυρες και τον συμβολαιογράφο.

Σε περίπτωση που ο διαθέτης αδυνατεί να υπογράψει τη διαθήκη, οφείλει να δηλώσει την αιτία, ο δε συμβολαιογράφος σημειώνει τη σχετική δήλωση του διαθέτη προτού διαβάσει μεγαλόφωνα τη διαθήκη.

Για τη δημοσίευση διαθήκης με συμβολαιογραφική πράξη, ο συμβολαιογράφος που έχει αναλάβει τη φύλαξη καταρτίζει πράξη στην οποία περιγράφει το είδος της διαθήκης και σημειώνει την αποσφράγισή της. Η δήλωση υπογράφεται από τον συμβολαιογράφο. Το έγγραφο της διαθήκης επισυνάπτεται στη δήλωση και μονογράφεται σε κάθε σελίδα από τα ανωτέρω πρόσωπα.

Η διαθήκη μπορεί να ανακληθεί ρητά με νέα διαθήκη ή συμβολαιογραφική πράξη στην οποία ο διαθέτης ρητά δηλώνει ότι ανακαλεί τις προηγούμενες διατάξεις τελευταίας βούλησης συνολικά ή μερικά.

2 Πρέπει η διάταξη να καταχωρίζεται, και εάν ναι, πως;

Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες μεταγραφής, το κείμενο δημοσιευμένης διαθήκης που αφορά ακίνητη περιουσία ή δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας πρέπει να καταχωρίζεται.

Συν τοις άλλοις, κάθε υπηρεσία καταχώρισης διατηρεί αλφαβητικό μητρώο αποκλειστικά για συμβολαιογραφικές πράξεις και διαθήκες. Στο εν λόγω μητρώο καταχωρίζονται επίσης τα ονοματεπώνυμα των διαθετών που έχουν καταρτίσει συμβολαιογραφικές διαθήκες, οι ανακλήσεις διαθηκών καθώς και τα ονοματεπώνυμα των διαθετών των οποίων οι ιδιόγραφες διαθήκες έχουν κατατεθεί σε συμβολαιογράφο για φύλαξη. Σε αυτή την περίπτωση, καταχωρίζεται έναντι του ονοματεπώνυμου του διαθέτη το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου που έχει αναλάβει τη συμβολαιογραφική πράξη.

3 Υφίστανται περιορισμοί επί της ελευθερίας διάθεσης αιτία θανάτου (π.χ. νόμιμη μοίρα);

Όπως προαναφέρθηκε, το βουλγαρικό δίκαιο περιορίζει την ελευθερία διάθεσης της περιουσίας αιτία θανάτου. Οι εν λόγω περιορισμοί έχουν τεθεί προς όφελος των άμεσων συγγενών του διαθέτη: επιζών σύζυγος, τέκνα και αν ο διαθέτης δεν έχει κατιόντες (τέκνα ή εγγόνια) οι γονείς του θανόντος.

Οι εν λόγω περιορισμοί προβλέπονται στο άρθρο 28 και το άρθρο 29 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής και αφορούν αποκλειστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο διαθέτης έχει κατιόντες, επιζώντες γονείς ή σύζυγο. Στις εν λόγω περιπτώσεις, ο διαθέτης απαγορεύεται να προβεί σε διάθεση ή δωρεά περιουσιακού στοιχείου που θίγει τη νόμιμη μοίρα των εν λόγω προσώπων. Η περιουσία που απομένει μετά τη διανομή των δικαιωμάτων νόμιμης μοίρας μπορεί να διατεθεί ελεύθερα από τον διαθέτη.

Εάν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος, ο νόμος ορίζει τη νόμιμη μοίρα ως εξής:

1) σε περίπτωση ενός τέκνου (συμπεριλαμβανομένου του υιοθετημένου τέκνου) ή κατιόντων του εν λόγω τέκνου: το ένα δεύτερο της περιουσίας

2) σε περίπτωση δύο ή περισσότερων τέκνων ή των κατιόντων τους: τα δύο τρίτα της περιουσίας του διαθέτη.

Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος γονέα ή των επιζώντων γονέων είναι ίση με το ένα τρίτο της περιουσίας και η νόμιμη μοίρα του συζύγου αντιστοιχεί σε ένα δεύτερο της περιουσίας αν ο σύζυγος είναι ο μοναδικός κληρονόμος, ή σε ένα τρίτο της περιουσίας αν υπάρχουν επιζώντες γονείς του θανόντος.

Σε περιπτώσεις που υπάρχουν κατιόντες και επιζών σύζυγος, η νόμιμη μοίρα του συζύγου είναι ίση προς τη νόμιμη μοίρα κάθε τέκνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η διανεμητέα περιουσία αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της περιουσίας εάν υπάρχει ένα τέκνο, σε ένα τέταρτο της περιουσίας εάν υπάρχουν δύο τέκνα και σε ένα έκτο της περιουσίας εάν υπάρχουν τρία ή περισσότερα τέκνα.

4 Ελλείψει διάταξης τελευταίας βουλήσεως, ποιος κληρονομεί και τι;

Εάν ο θανών δεν έχει συντάξει διαθήκη, η κληρονομιαία περιουσία επάγεται στους νόμιμους κληρονόμους, με την επιφύλαξη των παρακάτω καθιερωμένων κανόνων:

Εάν ο θανών ήταν άγαμος και άτεκνος, κληρονομούν οι επιζώντες γονείς ή ο επιζών γονέας, στην πρώτη περίπτωση κατ’ ισομοιρία (άρθρο 6 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Σε περίπτωση που υπάρχουν μόνο ανιόντες του θανόντος, κληρονομούν οι εγγύτεροι του θανόντος ανιόντες, κατ’ ισομοιρία (άρθρο 7 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Εάν υπάρχουν μόνο επιζώντα αδέλφια, κληρονομούν κατ’ ισομοιρία (άρθρο 8 παράγραφος 1 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Εάν υπάρχουν επιζώντα αδέλφια και ανιόντες, τα πρώτα λαμβάνουν τα δύο τρίτα της περιουσίας και οι δεύτεροι το ένα τρίτο (άρθρο 8 παράγραφος 2 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Εάν ο θανών ήταν άγαμος, όμως υπάρχουν τέκνα (συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων τέκνων), αυτά κληρονομούν κατ’ ισομοιρία (άρθρο 5 παράγραφος 1 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής). Το μερίδιο προθανόντος τέκνου περιέρχεται στους κατιόντες του κατά τη σειρά της διαδοχής (υποκατάσταση).

Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος όχι όμως τέκνα, ανιόντες, αδέλφια ή κατιόντες αυτών, ο σύζυγος κληρονομεί το σύνολο της περιουσίας (άρθρο 9 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Στις περιπτώσεις όπου σύζυγος κληρονομεί την περιουσία του θανόντος από κοινού με ανιόντες ή αδέλφια του θανόντος ή κατιόντες αυτών, ο σύζυγος κληρονομεί το ένα δεύτερο της περιουσίας εάν η διαδοχή επέλθει εντός 10 ετών από τον γάμο. Διαφορετικά, ο σύζυγος λαμβάνει τα δύο τρίτα της περιουσίας. Στις περιπτώσεις όπου σύζυγος κληρονομεί την περιουσία του θανόντος από κοινού με ανιόντες και αδέλφια του θανόντος ή κατιόντες αυτών, ο σύζυγος κληρονομεί το ένα τρίτο της περιουσίας στην πρώτη περίπτωση και τα δύο τρίτα στη δεύτερη περίπτωση.

Εάν υπάρχουν σύζυγος και τέκνα, ο σύζυγος και τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρία (άρθρο 9 παράγραφος 1 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής).

Όταν δεν υπάρχουν φυσικά πρόσωπα που μπορούν να κληθούν στην κληρονομία στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν ή όταν όλοι οι κληρονόμοι αποποιούνται την κληρονομία ή εκπίπτουν του δικαιώματος αποδοχής της, η κληρονομιαία περιουσία περιέρχεται στο δημόσιο, εκτός από τα κινητά, τις κύριες κατοικίες, τα εργαστήρια και τους χώρους στάθμευσης, καθώς και αγροτεμάχια και ακίνητα που προορίζονταν αρχικά για οικιστική κατασκευή, τα οποία καθίστανται περιουσία του δήμου στον οποίο βρίσκονται.

5 Ποια είναι η αρμόδια αρχή:

5.1 σε υποθέσεις διαδοχής αιτία θανάτου;

Η αποδοχή μπορεί να πραγματοποιηθεί με υποβολή γραπτής αίτησης στο τοπικό δικαστήριο της κληρονομίας και καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο.

Αποδοχή κληρονομίας λαμβάνει επίσης χώρα, ακόμη κι αν δεν έχει υποβληθεί γραπτή αίτηση, όταν ο κληρονόμος προβεί σε ενέργεια η οποία υποδηλώνει σαφώς την πρόθεσή του να αποδεχθεί την κληρονομία ή όταν αποκρύπτει κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κληρονόμος εκπίπτει του κληρονομικού του δικαιώματος επί των κληρονομιαίων στοιχείων τα οποία έχει αποκρύψει.

Εναλλακτικά η αποδοχή μπορεί να πραγματοποιηθεί με το ευεργέτημα της απογραφής, οπότε ο κληρονόμος ευθύνεται μόνον στο μέτρο της περιουσίας που έχει κληρονομήσει.

Στις εν λόγω περιπτώσεις, η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής πρέπει να δηλωθεί εγγράφως στο τοπικό δικαστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής της κληρονομίας. Το τοπικό δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει παράταση της εν λόγω προθεσμίας έως τρεις μήνες.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον, το τοπικό δικαστήριο, αφότου επιδώσει κλήση προς το πρόσωπο το οποίο έχει κληρονομικό δικαίωμα, τάσσει προθεσμία σε αυτό να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία. Εάν έχει ασκηθεί αγωγή κατά του κληρονόμου, η προθεσμία τάσσεται από το δικαστήριο το οποίο δικάζει την αγωγή. Σε περίπτωση που ο κληρονόμος δεν απαντήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εκπίπτει του δικαιώματος αποδοχής της κληρονομίας.

Σε αυτή την περίπτωση, η δήλωση του κληρονόμου καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο δηλώσεων αποδοχής και αποποίησης κληρονομιών.

Η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής είναι υποχρεωτική για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, έχουν κηρυχθεί ανίκανοι να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, το δημόσιο και τις δημόσιες αρχές, και η εν λόγω δήλωση αποδοχής πρέπει να υποβληθεί γραπτώς εντός τριών μηνών από τη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας. Η αποδοχή καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο που τηρείται στο περιφερειακό δικαστήριο της κληρονομίας.

Σε περίπτωση διαθήκης, το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να την εγχειρίσει σε συμβολαιογράφο προς δημοσίευση το συντομότερο δυνατό αφότου λάβει γνώση του θανάτου του διαθέτη.

Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το τοπικό δικαστήριο (rayonen sad) του τόπου διαδοχής να τάξει προθεσμία για την υποβολή της διαθήκης σε συμβολαιογράφο προς δημοσίευση.

Ο συμβολαιογράφος δημοσιεύει τη διαθήκη καταρτίζοντας δήλωση η οποία περιέχει περιγραφή του είδους της διαθήκης και σημειώνει την αποσφράγισή της. Η σχετική δήλωση υπογράφεται από το πρόσωπο το οποίο εγχειρίζει τη διαθήκη και από τον συμβολαιογράφο. Το έγγραφο της διαθήκης επισυνάπτεται στη δήλωση και μονογράφεται σε κάθε σελίδα από τα ανωτέρω πρόσωπα.

Εάν η διαθήκη έχει εγχειριστεί στον συμβολαιογράφο προς φύλαξη (άρθρο 25 παράγραφος 2 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής), οι ανωτέρω ενέργειες εκτελούνται από τον συμβολαιογράφο.

5.2 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης κληρονομίας;

Η διαδοχή επέρχεται με την αποδοχή της κληρονομίας. Η αποδοχή ισχύει από τον χρόνο επαγωγής.

Εκτός από τις περιπτώσεις ρητούς αποδοχής με γραπτή αίτηση, η αποδοχή της κληρονομίας πραγματοποιείται επίσης, ακόμη κι αν δεν έχει υποβληθεί γραπτή αίτηση, αν ο κληρονόμος διενεργεί πράξη από την οποία προκύπτει σαφώς η πρόθεσή του να αποδεχθεί την κληρονομία ή αποκρύπτει τα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κληρονόμος εκπίπτει του κληρονομικού του δικαιώματος επί των κληρονομιαίων στοιχείων τα οποία έχει αποκρύψει.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον, το τοπικό δικαστήριο, αφότου επιδώσει κλήση προς το πρόσωπο το οποίο έχει κληρονομικό δικαίωμα, τάσσει προθεσμία σε αυτό να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία. Εάν έχει ασκηθεί αγωγή κατά του κληρονόμου, η προθεσμία τάσσεται από το δικαστήριο το οποίο δικάζει την αγωγή.

Σε περίπτωση που ο κληρονόμος δεν απαντήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εκπίπτει του δικαιώματος αποδοχής της κληρονομίας.

Σε αυτή την περίπτωση, η δήλωση του κληρονόμου καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο δηλώσεων αποδοχής και αποποίησης κληρονομιών.

Η αποποίηση της κληρονομίας διενεργείται με την ίδια διαδικασία και καταχωρίζεται με τον ίδιο τρόπο.

Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υποχρέωση, που ορίζεται στο άρθρο 43 του νόμου περί εθνικών φόρων και τελών (Zakon za mestnite danatsi i taksi), που υπέχουν οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και άλλες εταιρείες, καθώς και κάθε άλλη οντότητα που τηρεί καταθέσεις ή είναι υπόχρεη για κινητές αξίες, χρηματικά ποσά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην κληρονομία της οποίας γνωρίζουν την επαγωγή, να αποστείλουν απογραφή του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου στον δήμο της κληρονομίας πριν από την καταβολή, παράδοση ή μεταβίβαση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου.

5.3 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης κληροδοσίας;

Ισχύει η διαδικασία αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας.

5.4 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης νόμιμης μοίρας;

Δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία αποδοχής ή αποποίησης της νόμιμης μοίρας. Νόμιμος μεριδιούχος ο οποίος δεν είναι σε θέση να λάβει το σύνολο της νόμιμης μοίρας του λόγω κληροδοσίας ή δωρεάς, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να μειώσει την κληροδοσία ή δωρεά στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να λάβει τη νόμιμη μοίρα του, αφού ανακτήσει την κληροδοσία ή δωρεά από τον αντίστοιχο δικαιούχο, με εξαίρεση τις κοινές δωρεές.

Σε περίπτωση που κληρονόμος του οποίου θίγεται η νόμιμη μοίρα ασκήσει τα κληρονομικά του δικαιώματα κατά προσώπων τα οποία δεν είναι νόμιμοι κληρονόμοι, αυτός πρέπει να έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής.

Για τον προσδιορισμό της διανεμητέας περιουσίας και του ποσού της νόμιμης μοίρας του κληρονόμου, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον διαθέτη κατά τον χρόνο θανάτου του συγκεντρώνονται στην περιουσία, αφού αφαιρεθούν τυχόν χρέη και τυχόν αύξηση της κληρονομίας σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής. Εν συνεχεία προστίθενται οι δωρεές, με εξαίρεση τις κοινές δωρεές, ανάλογα με την κατάστασή τους κατά τον χρόνο που έγιναν και την αξία τους κατά τον χρόνο επαγωγής, στην περίπτωση ακίνητης περιουσίας, ή κατά τον χρόνο που έγιναν, στην περίπτωση κινητής περιουσίας.

Τα περιουσιακά στοιχεία που διανεμήθηκαν δυνάμει της διαθήκης μειώνονται αναλογικά χωρίς διάκριση μεταξύ κληρονόμων και κληροδόχων, εκτός εάν έχει ορίσει άλλως ο διαθέτης.

6 Σύντομη περιγραφή της διαδικασίας για την επίλυση κληρονομικής διαδοχής βάσει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισης της περιουσίας και της διανομής των περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το εάν η διαδικασία κληρονομικής διαδοχής κινείται αυτεπαγγέλτως από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή)

Η κληρονομιαία περιουσία εκκαθαρίζεται με δικαστική ή εκούσια διανομή.

Κάθε συνδικαιούχος περιουσιακού στοιχείου έχει δικαίωμα διανομής, ανεξαρτήτως του μεγέθους του μεριδίου του. Κάθε κληρονόμος έχει δικαίωμα να αξιώσει το μερίδιό του σε είδος, όποτε είναι εφικτό, και σε περίπτωση άνισων μερίδων η διαφορά καταβάλλεται σε χρήμα.

Η εκούσια διανομή διενεργείται με συναίνεση όλων των συγκληρονόμων. Η εκούσια διανομή λαμβάνει τη μορφή σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 του νόμου περί εμπράγματων δικαιωμάτων, η εκούσια διανομή κινητής περιουσίας αξίας άνω των 50 BGN ή ακίνητης περιουσίας διενεργείται εγγράφως με συμβολαιογραφική θεώρηση των υπογραφών.   Στην περίπτωση της εκούσιας διανομής, το νοητό μερίδιο κάθε συνδικαιούχου στην κοινή περιουσία μετατρέπεται σε χωριστό και αυτοτελές δικαίωμα κυριότητας επί πραγματικού μεριδίου των κοινών περιουσιακών στοιχείων.

Η δικαστική διανομή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας των άρθρων 341 και επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Δεν προβλέπεται χρόνος παραγραφής του δικαιώματος υποβολής αίτησης για τη διανομή περιουσιακών στοιχείων. Η σχετική κατ’ αντιμωλία διαδικασία περιλαμβάνει δύο στάδια.

Το πρώτο στάδιο αφορά το παραδεκτό της διανομής.

Ο συγκληρονόμος που αιτείται την διανομή υποβάλλει έγγραφη αίτηση στο περιφερειακό δικαστήριο, εσωκλείοντας:

1. το πιστοποιητικό θανάτου του διαθέτη και πιστοποιητικό διαδοχής,

2. πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο που αποδεικνύει την κληρονομία,

3. αντίγραφα της αίτησης και των συνημμένων σε αυτή εγγράφων, για διανομή στους συγκληρονόμους.

Κατά την πρώτη συζήτηση οποιοσδήποτε συγκληρονόμος μπορεί να αιτηθεί εγγράφως να συμπεριληφθούν στην κληρονομία και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Επίσης κατά την πρώτη συζήτηση οποιοσδήποτε συγκληρονόμος μπορεί να αμφισβητήσει είτε το δικαίωμα άλλου συγκληρονόμου να συμμετέχει στη διανομή είτε το μέγεθος του μεριδίου του είτε την ένταξη συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων στην κληρονομία.

Κατά τη διαδικασία δικαστικής διανομής το δικαστήριο αποφαίνεται επί τυχόν διαφορών σχετικά με προέλευση, υιοθεσίες, διαθήκες, την εγκυρότητα αποδεικτικών εγγράφων ή αιτήσεων μείωσης του ποσού των περιουσιακών στοιχείων που διανέμονται με τη διαθήκη ή του ποσού οποιασδήποτε δωρεάς.

Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ολοκληρώνεται με την έκδοση απόφασης επί του παραδεκτού της διανομής. Το δικαστήριο ορίζει τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα διανεμηθούν, τα πρόσωπα προς τα οποία θα διανεμηθούν και το μερίδιο κάθε συγκληρονόμου. Εφόσον κριθεί ότι η διανομή κινητής περιουσίας είναι παραδεκτή, το δικαστήριο ορίζει επίσης τον συγκληρονόμο που θα διατηρήσει τα αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία.

Στην ίδια ή μεταγενέστερη απόφαση, εφόσον ένας ή περισσότεροι κληρονόμοι δεν κάνουν χρήση της περιουσίας σύμφωνα με το κληρονομικό τους δικαίωμα, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε κληρονόμου, να ορίσει ποιοι κληρονόμοι θα χρησιμοποιούν ποια περιουσιακά στοιχεία ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία της διανομής, ή ποια ποσά οφείλουν να καταβάλουν στους λοιπούς κληρονόμους οι κληρονόμοι που κάνουν χρήση περιουσιακών στοιχείων.

Το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας είναι το στάδιο της διανομής. Ορίζονται τα μερίδια των κληρονόμων, και συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται αποκλειστικά σε συγκεκριμένους συγκληρονόμους. Οι ανωτέρω ενέργειες λαμβάνουν χώρα με τη σύνταξη πράξης διανομής και τη διενέργεια κλήρου. Το δικαστήριο συντάσσει την πράξη διανομής βάσει εμπειρογνωμοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής. Μετά τη σύνταξη του σχεδίου πράξης διανομής, το δικαστήριο κλητεύει τα μέρη να εμφανιστούν προκειμένου να τους ανακοινώσει το περιεχόμενο της πράξης και να εισακούσει τυχόν αντιρρήσεις τους. Εν συνεχεία το δικαστήριο συντάσσει και δημοσιεύει την τελική πράξη διανομής με δικαστική απόφαση. Αφότου τεθεί σε ισχύ η απόφαση της πράξης διανομής, το δικαστήριο κλητεύει τα μέρη για τη διενέργεια κλήρου. Το δικαστήριο μπορεί να διανείμει τα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία μεταξύ των συγκληρονόμων χωρίς κλήρο, όταν είναι αδύνατος ή εξαιρετικά δυσχερής ο καθορισμός μεριδίων και η διενέργεια κλήρου.

Σε περίπτωση που κάποιο περιουσιακό στοιχείο είναι αδιαίρετο και δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένο μερίδιο, το δικαστήριο διατάσσει την πώλησή του σε δημόσιο πλειστηριασμό. Τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία διανομής έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στον δημόσιο πλειστηριασμό.

Σε περίπτωση που το αδιαίρετο περιουσιακό στοιχείο είναι κατοικία η οποία αποτελούσε τη συζυγική στέγη του θανόντος έως τον χρόνο θανάτου του ή την έκδοση διαζυγίου, και εφόσον ο επιζών σύζυγος ή πρώην σύζυγος ασκεί τη γονική μέριμνα επί τέκνων τα οποία έχουν γεννηθεί εντός του γάμου και δεν διαθέτει δική του κατοικία, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εν λόγω συζύγου, να ορίσει την κατοικία ως μερίδιο, συμψηφίζοντας τα μερίδια άλλων συγκληρονόμων με άλλα περιουσιακά στοιχεία ή με χρηματική καταβολή.

Σε περίπτωση που το αδιαίρετο περιουσιακό στοιχείο είναι κατοικία, οποιοσδήποτε συγκληρονόμος ο οποίος διέμενε σε αυτή κατά τον χρόνο της διαδοχής και δεν διαθέτει άλλη κατοικία, μπορεί να ζητήσει τη διάθεση της κατοικίας στο δικό του μερίδιο, με συμψηφισμό των μεριδίων άλλων συγκληρονόμων με άλλα περιουσιακά στοιχεία ή με χρηματική καταβολή. Σε περίπτωση που περισσότεροι συγκληρονόμοι πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και διεκδικούν το περιουσιακό στοιχείο, αυτό διατίθεται στο πρόσωπο το οποίο προσφέρει το υψηλότερο τίμημα.

Η αίτηση για διάθεση του περιουσιακού στοιχείου μπορεί να υποβληθεί έως την πρώτη συζήτηση αφότου καταστεί εκτελεστή η απόφαση του δικαστηρίου επί του παραδεκτού της διανομής. Το περιουσιακό στοιχείο αποτιμάται στην πραγματική του αξία.

Στην περίπτωση συμψηφισμού έναντι χρηματικής καταβολής, το σχετικό ποσό συν τον νόμιμο τόκο πρέπει να καταβληθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου.

Ο συγκληρονόμος ο οποίος λαμβάνει το περιουσιακό στοιχείο στο μερίδιό του καθίσταται κύριος του περιουσιακού στοιχείου από τον χρόνο καταβολής του χρηματικού ποσού του συμψηφισμού, συν τον νόμιμο τόκο, εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Μη εμπρόθεσμη καταβολή του ανωτέρω ποσού συνεπάγεται την εκ του νόμου ακυρότητα της απόφασης διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου, στην οποία περίπτωση αυτό πωλείται σε δημόσιο πλειστηριασμό. Το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να διατεθεί σε άλλο συγκληρονόμο ο οποίος πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις και έχει ζητήσει τη διάθεσή του εντός της σχετικής προθεσμίας, χωρίς αυτό να πωληθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό, εφόσον ο εν λόγω συγκληρονόμος καταβάλει άμεσα την αποτιμηθείσα αξία του περιουσιακού στοιχείου μείον την αξία του μεριδίου που έχει επ’ αυτού. Το τίμημα διανέμεται μεταξύ των λοιπών συγκληρονόμων αναλογικά.

Η διαδικασία δικαστικής διανομής μπορεί να περατωθεί και η κληρονομία να εκκαθαριστεί δυνάμει συμφωνίας των μερών η οποία εγκρίνεται από το δικαστήριο.

7 Πως και πότε καθίσταται ένα πρόσωπο κληρονόμος ή κληροδόχος;

Η διαδοχή επέρχεται με την αποδοχή της κληρονομίας. Πριν από την αποδοχή της κληρονομίας, πρόσωπο που έχει δικαίωμα να κληρονομήσει περιουσιακά στοιχεία μπορεί να διαχειρίζεται την περιουσία και να ασκεί αγωγές προστασίας της νομής.

8 Φέρουν οι κληρονόμοι την ευθύνη για τα χρέη του αποθανόντος, και εάν ναι, υπό ποιους όρους;

Αποκτώντας το αντίστοιχο μερίδιο (αδιαίρετο μερίδιο) επί της περιουσίας του θανόντος, κάθε κληρονόμος ή κληροδόχος αποκτά νοητό μερίδιο επί των περιουσιακών στοιχείων και χρεών του διαθέτη, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην κληρονομία.

Οι κληρονόμοι που έχουν αποδεχθεί την κληρονομία ευθύνονται για τα χρέη που βαρύνουν την κληρονομία αναλογικά με το μέγεθος του κληρονομικού τους μεριδίου.

Κληρονόμος ο οποίος έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής ευθύνεται μόνο έως την αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχει λάβει.

Η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής πρέπει να δηλωθεί εγγράφως στο τοπικό δικαστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής της κληρονομίας. Το τοπικό δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας έως τρεις μήνες. Η δήλωση αποδοχής καταχωρίζεται σε ειδικό δικαστικό μητρώο.

Νομικώς ανίκανα πρόσωπα, το Δημόσιο και μη κυβερνητικές οργανώσεις μπορούν να αποδεχθούν την κληρονομία μόνο με το ευεργέτημα της απογραφής.

Σε περίπτωση που ένας κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, οι λοιποί κληρονόμοι μπορούν να επωφεληθούν από αυτό, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας.

Η απογραφή της κληρονομίας διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Οι δανειστές της κληρονομίας και οι κληροδόχοι έχουν το δικαίωμα, εντός τριών μηνών από την αποδοχή της κληρονομίας, δικαιούνται να ζητήσουν χωρισμό της περιουσίας του θανόντος από την περιουσία του κληρονόμου. Ως προς τα ακίνητα, ο εν λόγω χωρισμός πραγματοποιείται με καταχώριση στη μερίδα του θανόντος σύμφωνα με τη διαδικασία του νόμου περί καταχώρισης στο κτηματολόγιο (Zakon za kadastara i imotniya registar) και ως προς κινητά στοιχεία με αίτηση στο τοπικό δικαστήριο, η οποία καταχωρίζεται στο ειδικό μητρώο δηλώσεων αποδοχής και αποποίησης κληρονομιών.

Οι δανειστές της κληρονομίας και οι κληροδόχοι που αιτήθηκαν τον χωρισμό έχουν προτεραιότητα έναντι όσων δεν υπέβαλαν σχετική αίτηση. Αν τόσο οι δανειστές όσο και οι κληροδόχοι αιτήθηκαν χωρισμό, οι πρώτοι έχουν προτεραιότητα έναντι των τελευταίων.

Οι εκτελεστοί τίτλοι που εκδίδονται σε βάρος του θανόντος μπορούν να εκτελεστούν σε βάρος της περιουσίας των κληρονόμων του, εκτός αν αυτοί αποδείξουν ότι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία ή την έχουν αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής. Αν ο κληρονόμος δεν έχει αποδεχθεί την κληρονομία, ο δικαστικός επιμελητής τάσσει προθεσμία σύμφωνα με το άρθρο 51 του νόμου περί κληρονομικής διαδοχής, κοινοποιώντας τη δήλωση του κληρονόμου στο αρμόδιο τοπικό δικαστήριο ώστε να μπορεί να καταχωριστεί νομίμως η δήλωση.

Μια συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία ο κληρονόμος ευθύνεται για τα χρέη του θανόντος παρατίθεται στο άρθρο 150 του νόμου περί καταπολέμησης της διαφθοράς και κατάσχεσης των παράνομα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων (Zakon za protivodeystvie na koruptsiyata i za otnemane na nezakonno pridobitoto imushtestvo), που ορίζει ότι τα παράνομα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία από κληρονόμους ή κληροδόχους κατάσχονται στο μέτρο που αυτοί τα κληρονομούν.

Σε αυτές τις περιπτώσεις τα δικαιώματα του κράτους σύμφωνα με τον νόμο παραγράφονται με την παρέλευση δεκαετούς αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία ξεκινά από την ημερομηνία απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, η αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται για όσο διαρκεί η διαδικασία του άρθρου IV του νόμου.

9 Ποια είναι τα έγγραφα και/ή οι πληροφορίες που συνήθως απαιτούνται για την καταχώριση ακίνητης περιουσίας;

Έγγραφα δημοσιευμένων διαθηκών που αφορούν ακίνητη περιουσία και δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας, πρέπει να καταχωρίζονται. Στην περίπτωση καθολικής διαθήκης, η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας εντός της σχετικής δικαστικής περιφέρειας πιστοποιείται δυνάμει δήλωσης η οποία φέρει συμβολαιογραφικά θεωρημένη υπογραφή του δικαιούχου, στην οποία ορίζονται τα ακίνητα τα οποία γνωρίζει ο δικαιούχος ότι υπάρχουν εντός της σχετικής δικαστικής περιφέρειας. Η δήλωση υποβάλλεται μαζί με τη διαθήκη στον αρμόδιο για την καταχώριση δικαστή της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο.

Ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δίνει εντολή στην υπηρεσία καταχωρίσεων του τόπου του ακινήτου να το καταχωρίσει καθιστώντας τις πράξεις που υπόκεινται σε καταχώριση προσβάσιμες στο κοινό.

Στην αίτηση καταχώρισης επισυνάπτονται δύο συμβολαιογραφικά θεωρημένα αντίγραφα των διαθηκών που αφορούν ακίνητο και δικαιώματα επί ακινήτου.

Λοιπά έγγραφα που υπόκεινται σε καταχώριση είναι οι συμβάσεις χωρισμού ακινήτων, οι δηλώσεις δικαστικού χωρισμού των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που υποκαθιστούν τις εν λόγω δηλώσεις και οι αιτήσεις των κληρονομικών δανειστών ή κληροδόχων για τον χωρισμό των ακινήτων του θανόντος.

9.1 Είναι ο διορισμός διαχειριστή κληρονομίας υποχρεωτικός ή καθίσταται υποχρεωτικός μετά από αίτηση; Εάν είναι υποχρεωτικός ή καθίσταται υποχρεωτικός μετά από αίτηση, ποιες είναι οι απαιτούμενες ενέργειες;

Ο διορισμός διαχειριστή δεν είναι υποχρεωτικός. Ο διαθέτης μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερα νομικά ικανά πρόσωπα ως διαχειριστές.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, το τοπικό δικαστήριο του τόπου επαγωγής μπορεί να ορίσει προθεσμία για την αποδοχή του διορισμού εκ μέρους του αντίστοιχου προσώπου. Εάν παρέλθει η προθεσμία χωρίς το αντίστοιχο πρόσωπο να έχει αποδεχθεί τον διορισμό του, θεωρείται ότι έχει αποποιηθεί τον διορισμό.

Το τοπικό δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον διαχειριστή από τα καθήκοντά του σε περίπτωση που αυτός είναι αμελής ή τεθεί υπό απαγόρευση ή ενεργεί κατά τρόπο που δεν συνάδει με τις εξουσίες που του έχουν ανατεθεί ως διαχειριστή.

9.2 Ποιος έχει το δικαίωμα να αναλάβει την εκτέλεση της διάταξης τελευταίας βουλήσεως του θανόντος και/ή να διαχειριστεί την περιουσία;

Βλέπε απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση.

Γενικά, σε περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής ή στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν όρισε εκτελεστή της διαθήκης του, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει κληρονομικό δικαίωμα μπορεί να διαχειρίζεται την κληρονομιαία περιουσία και να ασκεί αγωγές προστασίας της νομής ενόσω εκκρεμεί η αποδοχή της κληρονομίας.

Ο κληρονόμος που έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής διαχειρίζεται την κληρονομιαία περιουσία επιδεικνύοντας την ίδια επιμέλεια με αυτή που επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις. Ο εν λόγω κληρονόμος δεν μπορεί να εκποιήσει τα ακίνητα για διάστημα πέντε ετών από την αποδοχή και τα κινητά για διάστημα τριών ετών, εκτός αν το τοπικό δικαστήριο το επιτρέψει. Κατά τα άλλα, η ευθύνη του κληρονόμου για τις οφειλές του θανόντος παραμένει απεριόριστη. Ο εν λόγω κληρονόμος πρέπει να λογοδοτεί στους δανειστές και τους κληροδόχους για τις πράξεις διαχείρισης που διενεργεί.

Αν το πρόσωπο που διαθέτει κληρονομικό δικαίωμα είναι αγνώστου διαμονής ή έχει γνωστή διαμονή αλλά δεν έχει αναλάβει τη διοίκηση της περιουσίας, το τοπικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή με αίτημα των εχόντων έννομο συμφέρον διορίζει διαχειριστή κληρονομίας.

Ο διαχειριστής μπορεί να διενεργήσει απογραφή της κληρονομίας. Ο διαχειριστής ασκεί αγωγές και απαντά σε αγωγές που αφορούν το ενεργητικό και το παθητικό της κληρονομίας. Ο διαχειριστής μπορεί να λάβει άδεια από το περιφερειακό δικαστήριο για την αποπληρωμή των χρεών της κληρονομίας, τις κληροδοσίες και την πώληση ακινήτων.

9.3 Ποιες εξουσίες έχει ο διαχειριστής;

Ο διαχειριστής οφείλει να διενεργήσει απογραφή της κληρονομίας, καλώντας τους κληρονόμους και κληροδόχους να παραστούν.

Ο διαχειριστής λαμβάνει στην κατοχή του την περιουσία και ενεργεί πράξεις διαχείρισης στο μέτρο που αυτό απαιτείται για τη διάθεση της κληρονομίας σύμφωνα με τη διαθήκη.

Ο διαχειριστής δεν έχει εξουσία διάθεσης των κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου αυτό απαιτείται και επιτρέπεται από το τοπικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται κατόπιν ακρόασης των κληρονόμων.

Για τις περιπτώσεις που ο διαχειριστής διορίζεται από το τοπικό δικαστήριο, βλ. την απάντηση στο ερώτημα 9.2.

10 Ποια είναι τα τυπικά έγγραφα που εκδίδονται βάσει του εθνικού δικαίου στη διάρκεια ή στο τέλος της διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής, για να αποδειχθεί η ιδιότητα και τα δικαιώματα των δικαιούχων; Έχουν τα εν λόγω έγγραφα ειδική αποδεικτική ισχύ;

Σε περίπτωση ιδιόγραφης διαθήκης, ο συμβολαιογράφος δημοσιεύει τη διαθήκη συντάσσοντας σχετική πράξη, στην οποία ορίζεται το είδος της διαθήκης, και σημειώνοντας την αποσφράγιση της διαθήκης.

Οι νόμιμοι κληρονόμοι πιστοποιούνται δυνάμει πιστοποιητικού διαδοχής που εκδίδει το δημαρχείο της τελευταίας διεύθυνσης μόνιμης κατοικίας του θανόντος.

Το πιστοποιητικό διαδοχής εκδίδεται μόνο για τα πρόσωπα τα οποία υπάγονται σε καταχώριση στα δημοτολόγια κατά την ημερομηνία θανάτου του κληρονομουμένου, και στα οποία έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό θανάτου.

Αν ο θανών δεν είναι Βούλγαρος υπήκοος αλλά έχει καταχωριστεί στο δημοτολόγιο και δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό θανάτου στην επικράτεια της Βουλγαρίας, πρέπει να προσκομιστεί ακριβές αντίγραφο ή απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου από το αλλοδαπό ληξιαρχείο που είναι κατά τόπον αρμόδιο, προκειμένου να εκδοθεί πιστοποιητικό. Αν στο δημοτολόγιο δεν έχουν καταχωριστεί όλα τα αναγκαία στοιχεία για την έκδοση του πιστοποιητικού, πρέπει να προσκομιστεί επίσημο έγγραφο από τις αρμόδιες αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοος το πρόσωπο με το οποίο θα πιστοποιείται η οικογενειακή του κατάσταση, τα στοιχεία του συζύγου και των συγγενών σε ευθεία γραμμή με συγγένεια πρώτου βαθμού εξ αίματος και των συγγενών εξ αγχιστείας με συγγένεια δεύτερου βαθμού.

Το πιστοποιητικό εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του νόμου περί μεταγραφής και με το άρθρο 9 των κανόνων έκδοσης πιστοποιητικών, με βάση τα δημοτολόγια. Το πιστοποιητικό χορηγείται στον νόμιμο κληρονόμο, στον νόμιμο εκπρόσωπό του ή σε τρίτους, εφόσον είναι απαραίτητο στους τελευταίους για την άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων τους ή εφόσον αυτοί διαθέτουν σχετική εξουσία δυνάμει ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου.

Για την έκδοση του πιστοποιητικού απαιτούνται τα κατωτέρω έγγραφα:

-           αίτηση υπό τη μορφή του εντύπου που διατίθεται από το κέντρο ληξιαρχικών πληροφοριών («GRAO»), στην οποία ορίζονται τα στοιχεία των κληρονόμων του θανόντος και η οποία υποβάλλεται από κληρονόμο ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από κληρονόμο

-           αντίγραφο του πιστοποιητικού θανάτου (εφόσον έχει εκδοθεί από άλλο δημαρχείο)

-           το έγγραφο ταυτοποίησης (ταυτότητα) του αιτούντος

-           συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, εάν η αίτηση υποβάλλεται από εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο.

 

Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.

Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.

Your-Europe

Τελευταία επικαιροποίηση: 03/09/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.